© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Το ποιητικό «Σαράντες» και το ερωτικό «επέστρεφε»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η Γκιόστρα Ζακύνθου 2013 πέρασε πια στην ιστορία του τόπου, αφήνοντας στην ανάμνηση όλων μας, οργανωτών και θεατών, μιαν ανάπαυλα μύθου, που για τέσσερις μέρες κυριάρχησε στην πόλη μας και μας θύμισε την ιστορία μας και την παράδοσή μας. Τρεις χώρες, η Ιταλία, το Σαν Μαρίνο και η Σλοβακία και τρία Ιόνια Νησιά, η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά και τα Κύθηρα, βρέθηκαν κοντά μας και ο τόπος μας  έγινε και πάλι σταυροδρόμι ρευμάτων και χοάνη αντιλήψεων, όπως ακριβώς παλιότερα, τότε που θεμελιώθηκε ο ιδιαίτερος, γι’ αυτό και σημαντικός, πολιτισμός μας.
    Θέλοντας, σαν συνδιοργανωτές με τον Δήμο μας, να βοηθήσουμε και όχι να δημιουργήσουμε προβλήματα στην πρωτεύουσα του νομού μας, αρχίσαμε όλες τις εκδηλώσεις, εκτός από αυτήν την κεντρική της Κυριακής, όπου άρχισε, λόγω μήκους, από το πλάτωμα του Αγίου Παύλου, από την αρχή του πεζόδρομου της Πλατείας Ρούγας, για να μην εμποδίσουμε έτσι την νόμιμη κυκλοφορία των δρόμων, αλλά και θυμίζοντας πως όλες οι πολιτισμένες πόλεις έχουν την ανάγκη ενός πεζόδρομου και περιοριστήκαμε στο ιστορικό μας κέντρο.
   Αναφέροντας, μάλιστα στο πρόγραμμα τους διάφορους τόπους διεξαγωγής των δρώμενων και τις αφετηρίες των πομπών χρησιμοποιήσαμε ηθελημένα την παραδοσιακή τους ονομασία και όχι αυτήν που μας πάει να μας καθιερώσει ο νεοπλουτισμός μας.
   Για το λόγο αυτό επιμείναμε στην ονομασία: «πλάτωμα των Αγίων Σαράντων», παρότι ο υπολογιστής υπογράμμιζε με κόκκινο το όνομα των Μεγαλομαρτύρων και παρότι κάποιοι, ευτυχώς λίγοι, είτε με τηλεφωνήματα, είτε με e-mail μας τόνισαν πως το σωστό είναι «Σαράντα» και σαν αριθμητικό δεν κλίνεται.
   Το γνωρίζαμε καλά, μια και μάθαμε τα στοιχειώδη, αλλά προτιμήσαμε την μακραίωνη ονομασία της πλατείας και της προσεισμικής εκκλησίας, όπως την πρόφεραν οι νόνοι και οι μπισνόνοι μας και όπως από το 1646 την ονομάτιζε ο λαός μας.
   Για του λόγου το αληθές και για να τεκμηριώσουμε την άποψή μας θα σταθούμε σε λίγα παραδείγματα, θυμίζοντας σε όσους επιμένουν στου κανόνες της γραμματικής, η οποία έπεται της γλώσσας, πως θα ήταν στείροι αν δεν δέχονταν εκείνο το καθαρά ερωτικό «επέστρεφε» του μεγάλου Κωνσταντίνου Καβάφη και τον υποχρέωναν να εφαρμόσει τα διδαχθέντα από ανέραστους φιλολόγους, που μόνο το λόγο δεν αγαπούν.
   Αρχίζουμε μ’ ένα απόσπασμα από την «κόπια» την «ευγαλμένη από τας πράξεις του ποτέ κυρίου Κωνσταντίνου Καψοκαιφάλου Νοταρίου», τότε, στις 9 Ιουλίου του 1646, που ο ευγενής Μπατίστας Μοντσενίγος παραχώρησε μια κάβα του εις τον Αιγιαλό, για να χτιστεί η εκκλησία των Μαρτύρων, σε ανάμνηση της εκδίωξης της πανούκλας από το νησί, ύστερα από θαυματουργική τους επέμβαση.
   Γράφει, λοιπόν, η «κόπια»: «… θέλοντας να πέσουν [οι κάτοικοι του νησιού] εις μετάνοιαν και να δεηθή του Παντοκράτορος Θεού να τους ελευθερώση από τούτον τον εφνίδιον θάνατον και τρομακτικόν, όλος ενός με μίαν γνώμην ηθέλησαν και έκαμαν τάσιμον δια να κάμουν και κτίσουν μίαν εκκλησίαν εις δόξαν Θεού να ονομασθή οι άγιοι Σαράντες με των οποίων το μέσον και πρεσβειών τους ομπρώς εις τον αυθέντην τον Θεόν να τους ήθελε βοηθήση και ελευθερώση από ετούτον τον πικρόν θάνατον της πανούκλας…».
   Και αν κάποιος αντιτάξει πως οι νοδάροι της παλιάς Ζακύνθου και ιδιαίτερα του 17ου αιώνα δεν γνώριζαν καλά τα ελληνικά, εμείς καταφεύγουμε σε δύο βασικά βιβλία και τεκμηριώνουμε την άποψή μας. Το πρώτο είναι το περίφημο «Λεξικόν» του χαλκέντερου Λεωνίδα Χ. Ζώη, όπου στο ανάλογο λήμμα ο λάτρης της καθαρεύουσας ιστορικός μας εξηγεί πως οι Τεσσαράκοντα (και όχι Σαράντα) Αθλητές της λίμνης της Σεβαστείας, λέγονται κοινώς «Άγιοι Σαράντες». Το άλλο είναι το πολύτιμο πόνημα του Ντίνου Κονόμου «Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο», που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1967 και αναφέρει σαν «Άγιοι Σαράντες» τόσο την παραπάνω εκκλησία του κέντρου της πόλης, όσο και αυτήν των Κήπων, η οποία τιμόταν και στο όνομα της Αγίας Πελαγίας.  
   Αλλά για τους πιο άπιστους θα θυμίσω ένα χαρακτηριστικό τετράστιχο του νησιού μας, το οποίο μας μεταφέρει πολλά και κλείνει επιγραμματικά στις λέξεις του την ιστορία και τη νοοτροπία μας:

Εις το Φόρο λεν αντίο
στην Ανάληψη περ ντίο
τσ’ Αι – Σαράντες λένε γειά σου
και στον Άμμο γειά χαρά σας.

   Να γιατί στο πρόγραμμα της Γκιόστρας Ζακύνθου 2013 επιλέξαμε την τοπική ονομασία του πλατώματος και της εκκλησίας. Εξάλλου το «Άγιοι Σαράντες» είναι πιο ποιητικό από το «Άγιοι Σαράντα», που μας παραπέμπει σε πόλη που βρίσκεται πολύ μακριά.

   Η χάρη τους ας μας απαλλάσσει από κάθε κακό. Αλλοίμονο σ’ αυτούς που ακολουθούν ντους τύπους. Κινδυνεύουν να καταντήσουν φαντάσματα.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Δίδυμες κεραίες

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης


Από τη μια κηδεία στην άλλη… Η δεύτερη, της ΕΡΑ, είχε και λαϊκή-επαναστατική μουσική στον προαύλιο χώρο της. Ψάλαμε μ’ άλλο τρόπο τον επαπειλούμενο ενταφιασμό της. Να την αναστήσουμε πασχίζουμε! Θ’ αναστηθεί, μας λένε,  μετά τρεις μήνες, μεταλλαγμένη, πειθήνια, με εξειδικευμένες γνώσεις αποχαύνωσης και χειραγώγησης του πληθυσμού. Πρώτη φορά υποκλίθηκα στα μαρμαρένια σκαλιά της, την έβλεπα πάντα από μακριά με δέος, μ’ αυτό το δέος που δημιουργείται στα αθώα παιδικά χρόνια, όταν αντικρίζει κανείς κάτι που φαντάζει  ογκώδες, υψηλό, φαντασμαγορικό, ασύλληπτο. Έτσι λαμπύριζαν στα μάτια μου τα φώτα στις μεταλλικές κεραίες της κι έγινε το σημείο αναφοράς του ζακυνθινού κάμπου της ομίχλης και των βουκόλων, κάπου εκεί στη δεκαετία του ‘60.
Επιτέλους, δεν θα ακούγαμε μόνο τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, θα είχαμε καλύτερο σήμα στις συχνότητες των βραχέων κυμάτων στα επιτραπέζια και τα φορητά τρανζίστορ μας, θα δημιουργούσαμε στο μέλλον τις δικές μας εκπομπές!… Μπορούσαμε κι εμείς στη νησιωτική επαρχία να μαθαίνουμε ό,τι ήθελαν  να μαθαίνουμε από τα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα και στον υπόλοιπο κόσμο.
Απλά, έπρεπε να προσαρμόσουμε στις δικές μας κεραίες τα ανάλογα φίλτρα και τους αποκωδικοποιητές για να πλησιάσουμε την αλήθεια, ειδάλλως θα ζούσαμε στην πλάνη της κρατικής προπαγάνδας και της πολιτικής αδιαντροπίας. Κάπως έτσι, όπως θα πρέπει να τεντώνουμε και τις σημερινές μας κεραίες για να συλλάβουμε τα επικίνδυνα σήματα της δημοκρατικής και πολιτικής μας υποβάθμισης.
Ήταν μοναδικές εκείνες οι δίδυμες κεραίες με τα γερά στηρίγματα, κι αγαπήθηκαν σαν τα δίδυμα παιδιά των γονιών που τα περίμεναν χρόνια και γι’ αυτό τα παραχαϊδεύουν κι εκείνα εκμεταλλεύονται την αγάπη, γιγαντώνονται και αργούν ν’ απογαλακτιστούν.
Αργότερα μπήκαν πάνω από τις στέγες οι άλλες κεραίες των μικρών πειρατικών σταθμών για να κάνουν τις αφιερώσεις τους τα αγόρια και τα κορίτσια, να εκφράσουν τον πόθο τους και τον έρωτά τους τις μεγάλες κρύες νύχτες του χειμώνα… Και τι χαρές και πανηγύρια όταν κερδήθηκε η ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση! Η Δημοκρατία στο αποκορύφωμά της, μπλεγμένη όμως στα καπιταλιστικά δίχτυα του λαϊκισμού και της ποθούμενης υλικής ευμάρειας. Καρφώναμε τότε τις κεραίες στις κορφές των βουνών κι αψηφούσαμε τον πόνο των τραυμάτων γιατί λησμονήσαμε, σαν τώρα, να υψώσουμε και τις δικές μας κεραίες, παραδοθήκαμε και υποταχθήκαμε στους νέους προπαγανδιστές καναλάρχες, χάσαμε τις σημαδούρες της ηθικής, τα όρια της ελευθερίας και της δημοκρατίας, προσκυνήσαμε το νέο δόγμα και τη νέα τάξη.
Μειώσαμε τη σημασία των δίδυμων κεραιών, σαν τους πρώην ψαράδες που δεν τις χρειάζονται πια για τ΄ αλιευτικά σημάδια στο τουριστικό κόλπο του Λαγανά, τις ξεχάσαμε και δεν παρακολουθήσαμε την ενηλικίωση και την ωρίμανσή τους. Κι όμως, αυτές βουτηγμένες στη θολούρα της υγρασίας, με κλαμένα μάτια, τύλιξαν στην αγκαλιά τους όλη τη νεότερη ιστορία και τον πολιτισμό: «Βασίλειον της Ελλάδος», «Ζήτω η Επανάστασις του 1967», «Καραμανλής ή τανκ», «Νέα Δημοκρατία», «Αλλαγή – ΠΑΣΟΚ», «Τριτοκομματική Συνεργασία Υποταγής», «Χρυσή Αυγή», αλλά και ποιοτικό θέατρο, μουσική, τραγούδι, παραμύθι, διήγημα, ποίηση, ήθη και έθιμα του τόπου, προβληματισμοί, αγώνες,  πολιτική, θρησκεία, διαφήμιση, συμβάντα, γεγονότα…
Κι εμείς, όσοι ξέρουμε κι αγαπάμε το καλό παλιό κρασί, της στήσαμε θρόνο στην οικογενειακή εστία, στην οικοδομή, στο λιοστάσι, στο χωράφι, στο βουνό, στη θάλασσα, στο αυτοκίνητο,  στις μοναχικές και τις συντροφικές μας ώρες. Ήπιαμε απολαυστικά, χαρήκαμε, χορέψαμε, προσευχηθήκαμε, ενημερωθήκαμε με μεγαλύτερη δόση αλήθειας, προβληματιστήκαμε, ξεχάσαμε τον πόνο μας… Και τώρα, σαν τα ορφανά παιδιά, ψάχνουμε απεγνωσμένα τις στείρες θηλές των δημοσίων FM  και νιώθουμε τον πόνο και  το φόβο για την τύχη, που διαλέγει για μάς ανηφορικούς κι επικίνδυνους δρόμους πλάι στο γκρεμό του σύγχρονου φασισμού.
Συμπαραστάτες στον πόνο της απώλειας πολύτιμου δημόσιου αγαθού   διασταυρωθήκαμε με το βλέμμα της απόγνωσης του απολυμένου, που ψάχνει με τις στραπατσαρισμένες του κεραίες, να βρει την κρυψώνα της ελπίδας στο σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον.
«Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες,
Υψώνονται σα δάκτυλα στα χάη,
Στην κορυφή τους τ΄ άπειρο αντηχάει,
Μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
Χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις»
έγραφε ο ποιητής Κ. Γ. Καρυωτάκης για να εκφράσει τα αισθήματα της διάλυσης και του πόνου, που διακατείχαν την ψυχή του μια άλλη δύσκολη εποχή.
 Σήμερα αυτοί, αύριο κάποιοι άλλοι, ίσως να είμαστε εμείς αυτοί οι άλλοι, πρέπει όλοι μαζί να χαράξουμε νέους δρόμους με συνεχείς αγώνες και το κεφάλι ψηλά και με όραμα για να στηθεί το καινούργιο και να είναι πιο στέρεο και δίκαιο από το παλιό. Απαιτείται διαρκής εξέγερση και όχι μια σύντομη εκρηκτική επανάσταση που εύκολα ξεφουσκώνει, για να αντιμετωπίσουμε το πανίσχυρο τέσσερα τοις εκατό των ανθρώπων της γης που καταδυναστεύει τους υπολοίπους. Η ανθρώπινη αδυναμία πάντα αφήνει χώρο για τις ισχυρές μειοψηφίες, που επιβάλλονται σε οποιοδήποτε πολιτικό – κοινωνικό - οικονομικό σύστημα και σε όλες τις εποχές, ας μην τρέφουμε αυταπάτες.  
 Μαζί με τα συνθήματα και τις  σημαίες, τις πορείες και  τις μικροφωνικές ιαχές ας κουβαλάμε στις αποσκευές μας και τα δώρα της αλληλεγγύης προς εκείνους που τους έκλεψαν το δικαίωμα στην εργασία και υποφέρουν περισσότερο από μας. Μόνο έτσι θα πείσουμε και θα πεισθούμε ότι με τις  κεραίες μας υψωμένες θα μένουν «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» μας και  θα μπορούμε να λεγόμαστε άνθρωποι.


Ζάκυνθος, 13-6-2013

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Heinrich Heine: Die schlesischen Weber / Χάινριχ Χάινε: Οι υφαντουργοί της Σιλεσίας [Μετάφραση και σχολιασμός του ποιήματος: Σπύρος Καρυδάκης]

Στα σκοτεινά μάτια, δάκρυα δεν αναβρύζουν,
κάθονται στον αργαλειό, τα δόντια τρίζουν:
«Το σάβανό σου υφαίνουμε, Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στον Θεό, που τον παρακαλάμε
στο κρύο του χειμώνα κι όταν πεινάμε,
μάταια έχουμε ελπίσει και καρτερέψει,
μας έχει εμπαίξει και ξεγελάσει και κοροϊδέψει –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στον βασιλιά των πλούσιων, κατάρα,
που μας στύβει για ν’ αρπάξει τη στερνή μας δεκάρα,
για τη δυστυχία μας δεν τον νοιάζει σταλιά,
και προστάζει να μας τουφεκίζουν σαν τα σκυλιά –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στην ψεύτικη πατρίδα, που αντί προκοπή,
μας χαρίζει μονάχα χαλασμό και ντροπή,
όπου πρόωρα κάθε λουλούδι θα μαραθεί και θα σκύψει,
όπου παχαίνουν σκουλήκι και μούχλα και σήψη –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Πετά η σαΐτα, βογγά ο αργαλειός στα εργαστήρια,
υφαίνουμε μέρα και νύχτα δραστήρια –
το σάβανό σου υφαίνουμε, γριά Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!»


Ο Χάινριχ Χάινε εναντίον του Τέταρτου Ράιχ

Το ποίημα του Χάινριχ Χάινε (1797-1856) Οι υφαντουργοί της Σιλεσίας, ή Tραγούδι των υφαντουργών (Weberlied), γράφτηκε με αφορμή την εξέγερση των υφαντών που εργάζονταν στα υφαντουργεία της Σιλεσίας, κέντρο της γερμανικής βιομηχανίας παραγωγής υφασμάτων. Η εξέγερση κράτησε από τις 3 έως τις 6 Ιουνίου 1844 και, μετά από άγριες οδομαχίες, πνίγηκε στο αίμα από τον στρατό του Πρώσου βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου 4ου: 11 εξεγερμένοι σκοτώθηκαν, 24 τραυματίστηκαν βαριά, πάμπολλοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης και δημόσιες μαστιγώσεις.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στις 10 Ιουλίου 1844 σε μια πρώτη μορφή και με τον τίτλο Die armen Weber, Οι φτωχοί υφαντουργοί, στη γερμανόφωνη εφημερίδα Vorwärts! (Εμπρός!) που εξέδιδε ο Καρλ Μαρξ στο Παρίσι, όπου ζούσε τότε εξόριστος κι ο ποιητής. Αμέσως, το ποίημα τυπώθηκε χωριστά σε 50.000 παμφλέτια και μοιράστηκε στις εξεγερμένες περιοχές.
Η εξέγερση του 1844 είναι η κορυφαία μιας μεγάλης σειράς ξεσηκωμών των εργαζόμενων στη γερμανική βιοτεχνία και μετέπειτα βιομηχανία παραγωγής υφασμάτων και ενδυμάτων: Εξέγερση των υφαντουργών του Άουκσμπουργκ το 1784/85 και το 1794/95, του Έμπερφελντ το 1783, του Κρέφελντ το 1828, των εργατοραφτών του Βερολίνου το 1830, του Ρόνενμπουργκ το 1841. Κυρίως όμως σηματοδοτεί την εποχή της βιομηχανοποίησης στη Γερμανία και την ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού. Μια σειρά νόμων και πράξεων του πρωσικού κράτους, το οποίο λίαν συντόμως θα εξελισσόταν σε αυτοκρατορία και θα ονομαζόταν «Δεύτερο Γερμανικό Ράιχ», υπαγορευμένων από τη ραγδαία αναπτυσσόμενη γερμανική κεφαλαιοκρατία, εξόντωσε οικονομικά την πλειοψηφία του γερμανικού λαού, που ήταν κυρίως αγρότες, τεχνίτες και μικροϊδιοκτήτες, οδηγώντας κατά εκατομμύρια τους ανθρώπους από τα χωριά και τις μικρές πολιτείες στις μητροπόλεις Γερμανίας και εξωτερικού, όπου έλπιζαν να βρουν εργασία στο νέο οικονομικό πλαίσιο που προωθούσε ο καπιταλισμός. Εκεί όμως αντιμετώπισαν εξουθενωτική δουλειά μέχρι και 14 ώρες, μεροκάματα λιμοκτονίας, απουσία στοιχειωδών δικαιωμάτων, κατευθυνόμενη κοινωνική, πολιτισμική και ανθρώπινη υποβάθμιση, καθώς και τρομακτική κρατική βία.
Ξέρουμε ότι αυτό το καπιταλιστικό μοντέλο της βιομηχανοποίησης και της ανάπτυξης, που πρωτοδοκιμάστηκε στην Αγγλία ήδη μετά την ήττα της Γαλλικής Επανάστασης, εφαρμόστηκε με τον ίδιο τρόπο από τα μέσα του 19ου αιώνα σ’ όλη την Ευρώπη — ύστερα στις Η.Π.Α. και σ’ όλο τον πλανήτη. Ξέρουμε επίσης ότι το αποτέλεσμα ήταν η γέννηση της κοινωνικής τάξης που ονομάστηκε προλεταριάτο, μα και η ανάπτυξη των θεωριών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, καθώς και των ανάλογων κοινωνικών κι επαναστατικών κινημάτων. Σήμερα, που τουλάχιστον στις πιο ανεπτυγμένες χώρες οι αγώνες των εργαζόμενων, ήδη από την εποχή των υφαντουργών του Χάινε μέχρι πρόσφατα, είχαν σαν αποτέλεσμα μια έστω επισφαλή οικονομική ευμάρεια της πλειοψηφίας των ανθρώπων και την ανάπτυξη μιας έστω μονίμως εν κινδύνω μικρής ιδιοκτησίας, ο πλανητικός πια καπιταλισμός προωθεί ξανά την επαναπρολεταριοποίηση ή μάλλον την υποπρολεταριοποίηση των πολιτών παντού στον κόσμο, με τον ίδιο  α κ ρ ι β ώ ς   τρόπο και με τα ίδια   α κ ρ ι β ώ ς   αποτελέσματα όπως και στα 1844:       
Οικονομική εξόντωση, καταστροφή αγροτών, τεχνιτών και μικροεπαγγελματιών, καταστροφή της μικρής ιδιοκτησίας, μετακινήσεις πληθυσμών με σκοπό την ευκολότερη χειραγώγηση και τη σκλαβοποίησή τους, εξοντωτική δουλειά από 10 ώρες και πάνω, μεροκάματα λιμοκτονίας, απουσία δικαιωμάτων, κατευθυνόμενη κοινωνική, πολιτισμική και ανθρώπινη υποβάθμιση, καθώς και τρομακτική βία.     
Οι αγρότες, οι τεχνίτες και οι μικροϊδιοκτήτες είναι λοιπόν εκείνοι που ο καπιταλισμός θεωρεί εχθρούς του, ενώ οι προλετάριοι και τα υποπρολεταριοποιημένα στρώματα των μητροπόλεων, οι μάζες των αδιάφορων στα πάντα και απελπισμένων κυνηγών της επιβίωσης που ούτε μπορούν ούτε θέλουν να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή στις κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες, είναι ακριβώς το υλικό που η κεφαλαιοκρατία θεωρεί ιδανικό πεδίο ανάπτυξής της. — Αρκεί να ξεκάνει οποιονδήποτε προσπαθεί να τους αφυπνίσει και να τους οργανώσει, όπως έκαναν, ο καθένας με τον τρόπο του, ο Μαρξ κι ο Χάινε με τα έργα τους και την πολιτική τους δράση.
Έτσι, το ποίημα του Χ. Χάινε ξαναγίνεται επίκαιρο, δεδομένου ότι ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ξανά τη Γερμανία ως αιχμή του δόρατος για την καταστροφή των λαών της Ευρώπης, προετοιμάζοντας τον κόσμο για ένα Τέταρτο Ράιχ, που όμως σήμερα καθοδηγείται όχι πια από μια κλίκα παρανοϊκών όπως ο Ναζισμός, μα από το διεθνές (και το ελληνικό) κεφάλαιο, τις τράπεζες και τους πλανητικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς. Η παγκοσμιοποιημένη κεφαλαιοκρατία, με όργανο τη Γερμανία και, δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού λαού, ήδη έχει σκλαβοποιήσει ολόκληρη την πρώην ψευτοκομμουνιστική Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, και καταστρέφει τώρα την Ελλάδα με το βλέμμα στις άλλες μεσογειακές χώρες. Το γερμανικό εθνικιστικό σύνθημα «Με τον Θεό για τον βασιλιά και την πατρίδα», στο οποίο απαντάει ο Χάινε με τις τρεις κατάρες του, ξαναζεί και πάλι σήμερα στη υπηρεσία του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Ο ποιητής υποδεικνύει ότι μια στρεβλή αντίληψη για τη θρησκεία και για την έννοια της πατρίδας χρησιμοποιείται ύπουλα από τους κυβερνώντες για την καταστροφή του λαού. Και σήμερα, αυτοί που διαλύουν την Ελλάδα και καταστρέφουν τον λαό της είναι ακριβώς εκείνοι που κόπτονται περισσότερο για τον «Θεό και την πατρίδα», μόνο που τη θέση του βασιλιά, του «βασιλιά των πλούσιων», έχει πάρει η ελληνική κυβέρνηση, οι κρυφομνημονιακές, εθνικιστικές και ναζιστικές δυνάμεις της υποτιθέμενης Αντιπολίτευσης και πάνω απ’ όλους η Μεγαλειότης Της, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο Χ. Χάινε υπήρξε εχθρός κάθε πολιτικής και ιδεολογικής τυραννίας. Έγραψε αριστουργηματική πολιτική ποίηση, με ειρωνεία που τσακίζει. Κυνηγήθηκε για χρόνια από το γερμανικό κράτος, εξορίστηκε, τα έργα του απαγορεύτηκαν και καταστράφηκαν. Πέθανε πάμφτωχος, παράλυτος από αρρώστια που του γέννησαν οι κακουχίες. Στα χρόνια του Ναζισμού, δεδομένου μάλιστα ότι ήταν και εβραϊκής καταγωγής, τα βιβλία του απαγορεύτηκαν ξανά και κάηκαν.
Για τη σύγχρονη Γερμανία αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Από τη μια είναι ένας από τους τέσσερις κορυφαίους ποιητές της γερμανικής γλώσσας, μαζί με τον Γκέτε, τον Νίτσε και τον Ρίλκε. Από την άλλη, όμως, οι επαναστατικές του ιδέες και τα πάμπολλα ποιήματα και κείμενά του που χτυπούν στην ίδια την ουσία του κάθε ολοκληρωτισμό, τον καθιστούν διηνεκώς εχθρό κάθε απολυταρχίας και βέβαια κάθε καθεστωτικής διανόησης. Γι’ αυτό, ο Χάινε στη σημερινή Γερμανία είναι παραγκωνισμένος.
Το 1821 είχε γράψει στο θεατρικό του έργο Almansor την περίφημη φράση που, αλίμονο, αλήθεψε έκτοτε πολλές φορές για τα έργα του ίδιου κι όσων ελεύθερων ανθρώπων έχουν ανθρωπιστική πολιτική άποψη και τη διακηρύσσουν θαρραλέα. Φράση που πρέπει να τη θυμηθούμε πάλι σήμερα, δεδομένου ότι, με την επίθεση του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού μα και του πιο πρωτόγονου φασισμού, ξαναεπιχειρείται σ’ όλο τον κόσμο, και στην Ελλάδα πρωτίστως, το κυνήγι οποιωνδήποτε ιδεών έχουν τη δύναμη να αφυπνίζουν και να εξεγείρουν:
«Εκεί που καίει κανείς βιβλία, θα κάψει κάποιος στο τέλος και ανθρώπους».

Απόστολου Θηβαίου: ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΕΣ


Κατά τα τέλη του βίου του εκτίμησε ιδιαίτερα τις εικόνες του επιπλέοντος κόσμου. Το πελώριο κύμα της Καναγκάουα, τα χειμωνιάτικα ποτάμια με τη σφιγμένη ανάσα, τα δίχως ηλικία, τον ενθουσίαζαν. Και ονειρευόταν ακόμη τις θύελλες, καθώς οι θάλασσες.

 Όμως τίποτε από όλα τούτα δεν συγκρινόταν με την ήττα και την ταπείνωση των ηρώων. Τη βαθιά μοναξιά που τους σπαράζει και μαίνεται μες στα μαγαζιά της Πλατείας Αμερικής ή τις μακρινές θεωρήσεις στους λόφους γύρω από την πόλη. Ετούτα είναι ανίκητα και αθώα πράγματα, είναι σκληρά μαχαίρια και ίσκιοι φοβερών μορφών.

Πάει να πει, καθώς θα σώζεται ο κόσμος, εμείς τίποτε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μοιραστούμε, έτσι όπως ακροβατούμε στα φαράγγια των κτιρίων και γύρω, εμπρός μας, πάνω μας τα ερωτικά μνημεία και τα αμμολίθινα πρόσωπα των ευαγγελιστών.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

ERT - END ή Το τελευταίο 24ωρο του φασισμού

Γράφει ο Στέργιος Ζυγούρας

Ας υποθέσουμε ότι κάποιο άγνωστο προς το παρόν, μείζονος εθνικής (λέμε τώρα) σημασίας γεγονός προασπίζει ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος με την συνέργεια του συνονόματου Αντώνη Μανιτάκη αποφασίζει ένα 24ωρο μετά την νέα άφιξη της τρόικας να κλείσει εντός 24 ωρών την δημόσια Ραδιοτηλεόραση. Ας το υποθέσουμε, λέμε, επειδή αυτή η απόφαση συμπίπτει με την κήρυξη του διαγωνισμού πώλησης ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ ως άγονου, πράγμα που δραματικά επιβεβαιώθηκε από την εσπευσμένη ανεύρεση του ευρωπαϊκού δεκανικίου που λέγεται Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα για να πει στα έκπληκτα αυτιά μας ότι μπορεί και να φταίει η Κομισιόν, η Ευρωκυβέρνηση δηλαδή, για την “αποτυχία” του διαγωνισμού. Ας σημειώσουμε εδώ, ότι σαν να ήταν όλοι οι δημοσιογράφοι χρυσόψαρα σε διατεταγμένη υπηρεσία χθες, τόνιζαν και ξανατόνιζαν πόσο φιλέλληνας είναι ο Γιούνκερ και πόσο βοήθησε την Ελλάδα από την αρχή της κρίσης. Ξέχασαν λες, ποιος είπε την φράση “The game is over. We need serious statistics” το 2009, αμέσως μόλις ανέλαβαν οι Ζορό της κάθαρσης Παπανδρέου - Παπακωνσταντίνου και εντός 24ώρου “ανακάλυψαν” ότι το έλλειμμα ήταν τόσο αντί τόσο… Τόσο γρήγορα “πείστηκε” o κύριος Γιούνκερ ότι τα ψέματα τα έλεγαν οι Σημίτης-Καραμανλής… Τέλος πάντων, ας πούμε ότι κι αυτό μπορεί να έχει μια εξήγηση εθνικής σημασίας, αφού πολλά παίζονται σήμερα κλπ κλπ.

Υποθέτοντας λοιπόν ότι οι Σαμαράς-Μανιτάκης έδρασαν φασιστικά (πράξη νομοθετικού περιεχομένου) για κάποιο ανώτερο καλό, (άγνωστο σήμερα σε μας) και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, τότε παραμένει ένα μικρό ερώτημα: τι νόημα είχε το υβρεολόγιο και ο οχετός των συκοφαντιών και ο χείμαρρος των παραπλανήσεων των δυο προαναφερόμενων πολιτικών που εκστομίστηκε μέσα από το αρμόδιο στόμα του εκφωνητή Σίμου Κεδίκογλου; Πάλι φταίνε οι εργαζόμενοι; Πάλι θα μας σώσει η κυβέρνηση; Πάλι θα “πληρώσουμε λιγότερα” (με τον νέο φορέα), ώστε να ευχαριστηθούμε που κάποιος χάνει την δουλειά του; Πάλι θα αναβαθμιστούμε; Πάλι θα γίνουμε εφάμιλλοι των καλυτέρων ευρωπαϊκών – συγγνώμη, των καλυτέρων κρατών παγκοσμίων; Πάλι θα αναλάβει την αξιοκρατία ο ΑΣΕΠ; Πάλι υπήρχαν “προβλήματα” που τα δημιούργησαν οι από κάτω και όχι οι από πάνω; Πάλι χρειαζόμαστε εξορθολογισμό; Και όντως, πάλι υπήρχε τέτοιο ζήτημα; Συγγνώμην και πάλι, αλλά από το 1823 πάνε ακριβώς 190 χρόνια δυτικού φιλελληνισμού, εθνικών συκοφαντιών και εκσυγχρονισμού του ραγιά που άξαφνα έγινε πολίτης, αλλά όχι ακόμα όσο πρέπει…

Ας μην μπούμε σε επί μέρους θέματα σχετικά με την επιχορήγηση της ΕΡΤ κλπ κλπ Ας σημειώσουμε μόνον ότι μέσα στον ολοκληρωτισμό της ενημέρωσης, η ΕΡΤ προσπάθησε μετά τα μνημόνια να περάσει κάποια μηνύματα, έμμεσα, αφού άμεσα δεν είχε την δυνατότητα. Αλλά ούτε κι αυτό είναι το μείζον τούτη τη στιγμή. Ετούτη την στιγμή το μείζον ίσως είναι να αναλογιστούμε ποιος πίσω από τους Σαμαράδες, τους Παπανδρέου και όλους τους άλλους, εκστομίζει τα περί “τεμπέληδων, επίορκων, κοπανατζήδωνκαι όλοι μαζί τα φάγαμε”, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα και βιάζοντας την κοινή λογική. Ας υποχωρήσει πια η παραφροσύνη του αυτομαστιγωτικού εκσυγχρονιστικού οράματος που μόνον τον κυβερνητικό φασισμό εκτρέφει και σε αδιέξοδα οδηγεί. Σε ένα 24ωρο δεν απολύονται μόνον 2.500 εργαζόμενοι. Σε ένα 24ωρο ιδιωτικοποιείται σε σημαντικό βαθμό ο δημόσιος βίος μας. Γιατί; Για να αυξηθεί το δημόσιο χρέος των τεμπέληδων; Εκχώρησαν οι “τεμπέληδες” κανένα δικαίωμα στον πρωθυπουργό να ορίζει την ζωή μας εντός 24ώρου με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου; Κι αφού κάθε τροϊκανή επιθυμία είναι “για το καλό μας”, τότε γιατί επαναλαμβάνει ασταμάτητα τα ψέματα και τις έξωθεν οργανωμένες ύβρεις;
11.6.2013

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Ζαχαρία Στουφή: ΤΕΣΣΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΙΝΑ ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ


Από την εποχή των προσολωμικών ποιητών η Ζάκυνθος γνώριζε μεγάλη άνθιση στη σατιρική ποίηση. Αυτή την παράδοση τη συνέχισε και ο ίδιος ο Σολωμός καθώς και οι μεταγενέστεροί του. Το υλικό που συγκεντρώνει το νησί σχετικά με την σατιρική ποίηση είναι μεγάλο. Εδώ θα προσεγγίσουμε μόνο τέσσερα σατιρικά επιγράμματα που γράφτηκαν για να σατιρίσουν την αυτοκτονία.
Δεν ξέρω και δεν νομίζω, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη, να υπάρχει αλλού σατιρική ποίηση και γενικότερα τέχνη που να σατιρίζει το πιο σκληρό έγκλημα του ανθρώπου, την αυτοκτονία του. Το παρόν κείμενο έχει σκοπό να τοποθετήσει αυτά τα τέσσερα σατιρικά επιγράμματα για την αυτοκτονία στο χρόνο που πραγματικά ανήκουν (αρχές του 20ού αιώνα) καθώς και στην τοπική πραγματικότητα που επικρατούσε τον καιρό εκείνο στο νησί. Έτσι, ίσως γίνει κατανοητό γιατί αυτές οι δύο περιπτώσεις των ποιητών σατίρισαν τον εν δυνάμει αυτόχειρα και την πράξη του.

1.

Η μία περίπτωση είναι τα επιγράμματα του ποιητή Αντρέα Μαρτζώκη[1].


Συκοφαντία[2]

Ειπώθη πως η ευαίσθητη Μαρία
επήρε σουλιμά για ν’ αποθάνει
Κόσμε ψεύτη! Ανόητη Κοινωνία!
το σουλιμά δεν ξέρεις τί τον κάνει;

Σε μια νεροκουβαλίστρα που επνίγηκε[3]

Με το νερό ελιμότρωγε τ’ ολόπικρο ψωμί της,
Και στο νερό ηθέλησε να σβύσει τη ζωή της.


Μαζί με τα σατιρικά επιγράμματα του Ιωάννη Τσιλιμίγκρα είναι τα μόνα ποιήματα που προσεγγίζουν το τραγικό θέμα της αυτοκτονίας με τον καυστικό τρόπο της σάτιρας. Τα σατιρικά επιγράμματα της εποχής εκείνης σατιρίζουν μονάχα πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, έτσι όπως συμβαίνει κατά πάσα πιθανότητα και με το επίγραμμα Συκοφαντία. Πριν περάσω στην ανάλυσή τους, θεωρώ απαραίτητη τη γνωριμία με τη δηλητηριώδη ουσία που λέγεται σουλιμάς. Ο σουλιμάς είναι μια ουσία που διατίθεται για καλλωπισμό. Ο Λ. Ζώης αναφέρει: Σουλιμάς, Sublimato, υπερχλωρούχος ή διχλωρούχος υδράργυρος – κατασκεύασμα εξ υδραργύρου, το λευκόν του μολύβδου, χρησιμεύον ως ψιμύθιον των γυναικών.
            Ας πάρουμε, όμως, έναν έναν τους στίχους του επιγράμματος, προκειμένου να εντοπίσουμε τη σατιρική οξυδέρκεια του Α. Μαρτζώκη.

Ειπώθη πως η ευαίσθητη Μαρία

Εδώ η λέξη ευαίσθητη είναι το κλειδί του στίχου. Για την εποχή εκείνη ο χαρακτηρισμός μιας γυναίκας ως ευαίσθητης σήμαινε πως η γυναίκα αυτή είχε την αφέλεια ή τη βλακεία να κάνει το λάθος να εκφράσει δημόσια τα ευαίσθητα συναισθήματά της. Αυτό ήταν απαγορευμένο για μία καθωσπρέπει γυναίκα και σήμαινε πως ο ευάλωτος και αφελής χαρακτήρας της μπορούσε εύκολα να την καταστήσει θύμα στις ορέξεις του όποιου πονηρού και δόλιου εκμεταλλευτή.

Επήρε σουλιμά για ν’ αποθάνει

Εδώ η λέξη επήρε σημαίνει πως αγόρασε από κάποιο μαγαζί και κάποιος που την είδε (ειπώθη - λέει ο πρώτος στίχος) εξέφρασε τον φόβο του για αυτήν την ευαίσθητη γυναίκα, μήπως τον πήρε για να αυτοκτονήσει.

Κόσμε ψεύτη! Ανόητη Κοινωνία!

Εδώ ο ποιητής παίρνει τον λόγο και διαψεύδει τον κόσμο ως ψεύτη και ανόητο για να κάνει την παρακάτω δημόσια ερώτηση.

το σουλιμά δεν ξέρεις τί τον κάνει;

Την εποχή εκείνη όλοι γνώριζαν τη χρήση του σουλιμά, δηλαδή ότι χρησίμευε στον καλλωπισμό των γυναικών. Ο ποιητής, όμως, αποκαλεί ανόητη την κοινωνία που σκέφτηκε πως η ευαίσθητη - αλαφρόμυαλη Μαρία μπορεί και να αυτοκτονούσε. Για τον Μαρτζώκη μοιάζει αδύνατον αυτή η γυναίκα να μπορεί να σκεφτεί την αυτοκτονία, ίσως λόγω χαρακτήρα. Η κοινωνία, όμως, που πιθανώς να γνωρίζει τις αναποδιές που μπορεί να της συμβούν λόγω της ευαισθησίας της, έχει αντίθετη, και κατά τον ποιητή, λαθεμένη άποψη, αφού δείχνει να πιστεύει πως τη σκέψη της αυτοκτονίας την κάνουν λογικοί και σοβαροί άνθρωποι. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η Μαρία σαν πραγματικό πρόσωπο να ήταν ένας τραγικός ήρωας της καθημερινότητας της Ζακύνθου, ο ποιητής, όμως, γνωρίζει καλά πως ο τραγικός ήρωας ακροβατεί ανάμεσα από τον χαρακτήρα του ελεεινού και τον χαρακτήρα του τιποτένιου. Όσο ο ήρωας βρίσκεται ανάμεσα από αυτούς τους δύο χαρακτήρες, δεν μπορεί να έχει επίγνωση της τραγικότητάς του.  Όταν το έγκλημά του ολοκληρωθεί, τότε έρχεται σε επαφή με την ηθική του συνείδηση και συνήθως αυτοκτονεί. Αλλά στην περίπτωση που ο τραγικός ήρωας είναι ηλίθιος, ούτε που θα καταλάβει ποτέ το κακό που έκανε και φυσικά για αυτοτιμωρία ούτε λόγος.
Με αυτήν την προσέγγιση, λοιπόν, η κατά όπως φαίνεται ηλίθια Μαρία, ενώ θα μπορούσε να αυτοκτονήσει με τον σουλιμά, προκειμένου να δώσει ένα τέλος στον καθημερινό της (κατά πάσα πιθανότητα) διασυρμό, αυτή συνεχίζει να τον χρησιμοποιεί για τον καλλωπισμό της.
            Η αυτοκτονία με σουλιμά έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη ζακυνθινή πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Ο περιηγητής Λουδοβίκος Σαλβατόρ[4] στις λίγες αράδες που αφιερώνει για την αυτοκτονία γράφει:

 Εξαιρετικά σπάνια σημειώνονται αυτοκτονίες στη Ζάκυνθο. Εάν μια αυτοκτονία γίνει από γυναίκα, έχει ως επί το πλείστον την αιτία της στην ερωτική απογοήτευση και τότε παίρνει δηλητήριο. Χρησιμοποιούν για τέτοιο το Corrosiv-Sublimat, που εδώ το λένε σουλιμά. Αυτή τη δηλητηριώδη ουσία τη μεταχειρίζονται και για καλλωπισμό, αφού την ανακατέψουν με ασπράδι αυγού και με το μείγμα αυτό πλένουν το πρόσωπο, για τούτο πωλείται σε μερικά καταστήματα. Εάν στους άνδρες συμβεί μια αυτοκτονία, αυτοί χρησιμοποιούν πιστόλι ή ρεβόλβερ.

Για την αυτοκτονία των ανδρών με όπλο, η καταγραφή του Σαλβατόρ έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα, ενώ για την περίπτωση των γυναικών φαίνεται να στηρίχτηκε σε φήμη και όχι σε έρευνα. Η άποψη του Σαλβατόρ καταρρίπτεται από τον Διονύσιο Κλάδη[5], ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέγραψε και τις αυτοκτονίες των τελευταίων τριάντα χρόνων του 19ου αιώνα. Το διάστημα εκείνο οι αυτοκτονίες των γυναικών γινόντουσαν ως επί τω πλείστον δια του πνιγμού, στα χωριά μέσα στα πηγάδια και στην πόλη στη θάλασσα. Σε ό,τι αφορά στις αυτοκτονίες γυναικών που προήλθαν από δηλητηρίαση, την εποχή εκείνη ο σουλιμάς δεν ήταν η μόνη δηλητηριώδης ουσία, στην οποία είχαν πρόσβαση οι υποψήφιες αυτόχειρες. Η φήμη, λοιπόν, ότι οι γυναίκες αυτοκτονούν με σουλιμά, πιθανόν να προήλθε από τις απειλές που κατά καιρούς οι ίδιες ξεστόμιζαν, προκειμένου να τρομάξουν τους εραστές τους ή το φιλικό τους περιβάλλον. Μία από αυτές πιθανότατα να ήταν και η Μαρία που σατιρίζει στο εν λόγω επίγραμμά του ο Α. Μαρτζώκης.

      Το δεύτερο επίγραμμα που ανθολογείται εδώ είναι γραμμένο για μια νεροκουβαλίστρα που επνίγηκε. Ο ποιητής καυτηριάζει την τραγική ειρωνεία του ανθρώπου που χρησιμοποιεί σαν μέσο αυτοθανάτωσης το στοιχείο εκείνο που τον τρέφει. Εκτός από την κυριολεκτική σχέση που έχει το νερό με τη ζωή, πρόκειται για το παλαιό πλέον επάγγελμα της νεροκουβαλίστρας που στη συγκεκριμένη περίπτωση της εξασφάλιζε το ψωμί του βίου. Πιθανότατα αυτό το επίγραμμα να αναφέρεται σε πραγματικό περιστατικό και να μαρτυρεί τον επικρατέστερο τρόπο αυτοκτονίας των γυναικών της εποχής εκείνης, που ανταποκρίνεται, τόσο στις μαρτυρίες που συνέλεξα από γέροντες και γερόντισσες της Ζακύνθου, όσο και στις γραπτές μαρτυρίες του Διονυσίου Κλάδη (που προανέφερα).
Οι νεαρές απελπισμένες γυναίκες πέφτανε να πνιγούν στα πηγάδια και τις στέρνες. Η αυτοκτονία δια του πνιγμού μέσα στο πηγάδι χαρακτηρίζεται με τη λέξη «επνίγηκε», ενώ για την περίπτωση που ο πνιγμός γινότανε μέσα σε στέρνα, εκτός από τη λέξη «επνίγηκε», στην ορεινή Ζάκυνθο συναντούμε και τη λέξη «εστερνιάστηκε», που δηλώνει την πτώση ανθρώπου μέσα στη στέρνα, χωρίς απαραίτητα αυτό να γίνεται με τη θέλησή του, αλλά πολλές φορές ήταν ατύχημα που συνέβαινε σε μικρά παιδιά.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το επίγραμμα, θέλω να περιγράψω τα βασικά χαρακτηριστικά των αυτοκτονικών πνιγμών του παλιού καιρού. Καταρχήν, σε αυτόν τον τρόπο αυτοκτονίας κατέφευγαν κυρίως νεαρές γυναίκες και ο λόγος ήταν πάντα η απελπισία που τους προκαλούσε η αφόρητη και με κάθε τρόπο καταπίεση που δέχονταν από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Κύρια αιτιολογία συνιστούσαν τα  ζητήματα ηθικής φύσης, κοινωνικής τάξης και άλλες αηδίες που πίστευαν οι άνθρωποι τότε, έχοντας σαν αποτέλεσμα να γίνονται οι δήμιοι των παιδιών τους. Οι νεαρές αυτόχειρες δεν προειδοποιούσαν για την πράξη τους, ούτε άφηναν αποχαιρετιστήρια επιστολή. Η οικογένεια, αρχικά, διαπίστωνε την εξαφάνιση της κοπέλας. Οι πρώτες εικασίες ήταν μήπως κλέφτηκε με κάποιον με τον οποίο είχε κρυφή ερωτική σχέση ή πάλι μήπως έγινε κάποιο ατύχημα και τραυματισμένη λιποθύμησε ή δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στο σπίτι. Υποψιαζόντουσαν όμως και το κακό, γι’ αυτό έψαχναν και στα πηγάδια της γύρω περιοχής. Και καθώς έψαχναν, αντίκριζαν το πηγάδι στο οποίο υπήρχαν, πάνω στο φιλιατρό του, τα παπούτσια της κόρης.
Έχει παρατηρηθεί πως το κοινό σημείο που ενώνει όλους τους τρόπους αυτοχειρίας είναι ότι ο αυτόχειρας λίγο πριν τελειώσει τη ζωή του, φροντίζει να βγάλει τα παπούτσια του. Άλλοι πιστεύουν πως αυτό συμβαίνει μόνο με όσους πνίγονται, άλλοι λένε πως δεν είναι απόλυτο, απλά, συμβαίνει συχνά. Κανένας όμως δεν μπορεί να μας πει με βεβαιότητα γιατί συμβαίνει αυτό.


2.

Η άλλη περίπτωση είναι αυτή του ποιητή Ιωάννη Τσιλιμίγκρα[6].


Υποψήφιος αυτόχειρ[7]

Ώς εις τα εχθές μας έλεε πως ποθεί
το θάνατο, αφού είδε αυτός νεκρή
τη σύντροφό του, τη γλυκιά Μαρία.
Κι’ ήταν ο πρώτος που έφυγε από εδώ
συντροφιασμένος για τη Βραζιλία.
Όχι για να ζητήσει θάνατο ή πνιγμό,
αλλά  από φόβο στο βομβαρδισμό,
και μη υποφέρει πείνα και νηστεία.

Δίκαιος σκοτωμός

Αν να σκοτώσεις ήθελες
τον πιο μεγάλο εχθρό σου,
άδειασε την πιστόλα σου
στον ίδιο τον εαυτό σου.

Δύο σατιρικά επιγράμματα σχετικά με την αυτοκτονία, έγραψε ο Ιωάννης Τσιλιμίγκρας. Στο πρώτο με τίτλο Υποψήφιος Αυτόχειρ σατιρίζει κατά πάσα πιθανότητα κάποιο πραγματικό πρόσωπο που μετά τον θάνατο της γυναίκας του κοινοποιεί στον περίγυρό του τη θέλησή του να πεθάνει. Αντί να αφεθεί στη θλίψη του και να παραιτηθεί από τη φροντίδα του εαυτού του, φοβάται τόσο πολύ το ενδεχόμενο του θανάτου που μπορεί να τον βρει από τον επικείμενο βομβαρδισμό του πολέμου και ανησυχεί τόσο πολύ για την πείνα που συνοδεύει τον πόλεμο, με αποτέλεσμα να φύγει για την άλλη άκρη του κόσμου (τη Βραζιλία), προκειμένου να γλιτώσει το κεφάλι του.
      Αυτός ο πιθανότατα υπαρκτός χαρακτήρας του επιγράμματος είναι ο κλασικός φοβιτσιάρης-δειλός, που μπροστά στη θέα του πτώματος της νεκρής γυναίκας του τον τρομάζει τόσο πολύ ο φόβος της μοναξιάς και της ανασφάλειας ώστε δηλώνει δημόσια την πρόθεσή του να πάψει να ζει. Αυτός ο χαρακτήρας μπαίνει στο στόχαστρο της σάτιρας διότι οι πραγματικοί λόγοι που τον κάνουν να σκέφτεται την αυτοκτονία, δεν είναι τα μεγάλα και καταστρεπτικά αδιέξοδα της ζωής (που άνετα θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να ήταν και ο θάνατος της γυναίκας του), αλλά απλά και μόνον επειδή χάνει τη βολή του και την καλοπέρασή του με τον θάνατό της.
      Το γεγονός ότι απειλεί δημόσια τον εαυτό του με θάνατο, το κάνει περισσότερο για να αυτοφοβηθεί και να ενεργοποιηθούν τα αντισώματα εκείνα, που θα τον σπρώξουν, το συντομότερο δυνατόν, στην αποκατάσταση του πρότερου βίου. Πράγματι, αντί να πεθάνει επιστρέφει στις μεγάλες του αξίες: ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Τότε είναι που γίνεται βορά στο αχόρταγο πνεύμα του σατιρικού ποιητή. Φυσικά κανένας ποιητής δεν θέλει, ούτε χαίρεται την αυτοκτονία των ανθρώπων, αλλά επειδή γνωρίζει τη βαρύτητα της πράξης αυτής, δεν διστάζει να σατιρίσει αυτόν που χωρίς σοβαρό λόγο δηλώνει δημόσια την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει.
      Στο δεύτερο επίγραμμα ο Ι. Τσιλιμίγκρας συστήνει την αυτοκτονία σε κάποιον για το καλό των υπολοίπων. Και πάλι, μόνο ένας ποιητής θα τολμούσε να συστήσει σε κάποιον την αυτοκτονία, πράγμα τελείως αντιφατικό για την περίπτωση του Ι. Τσιλιμίγκρα που δεν ήταν μόνο ποιητής, αλλά και γιατρός. Με την ιδιότητα του γιατρού, η προτροπή προς την αυτοκτονία είναι τουλάχιστον αδιανόητη.
Εδώ, το πρόσωπο του επιγράμματος είναι πιθανότατα πραγματικό, πρόκειται για κάποιον που έχει βαλθεί να σκοτώσει τον εχθρό του και είναι κάτοχος πιστολιού. Πέρα από το εάν είναι ή όχι πραγματικό αυτό το πρόσωπο, στη Ζάκυνθο της εποχής εκείνης υπήρχαν δεκάδες τέτοια πρόσωπα, άνθρωποι δηλαδή που οπλοφορούσαν και έλυναν τις διαφορές τους με τα όπλα.
Για την ιστορία, να πούμε, πως αυτές τις μαφιόζικες κλίκες τις τροφοδοτούσαν με όπλα και χρήμα οι αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Ο κάθε κόντες, δηλαδή, είχε τους δικούς του εγκληματίες που του εκτελούσαν συμβόλαια θανάτου και ξυλοδαρμούς, αλλά και κάθε άλλη βρώμικη πράξη που θα εξασφάλιζε την τιμή, τον πλούτο και την ισχύ της οικογένειάς του. Αυτή η σχέση συμμοριών – αριστοκρατών διαλύθηκε με τους σεισμούς του 1953 που ανάγκασε πολλούς αριστοκράτες να εγκαταλείψουν το νησί και πολλούς χωριάτες να κατοικήσουν στην πόλη. Αυτή η ανακατάταξη πλούτου και πληθυσμού έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποκοπή των συμμοριών από την αριστοκρατία. Ουσιαστικά, εξαφανίστηκε από το νησί αυτή η κοινωνική τάξη που αργότερα αντικαταστάθηκε από τους «νεόπλουτους». Οι μαφιόζικες συμμορίες, αντίθετα από τους εργοδότες τους, παρέμειναν οπλισμένοι στο νησί και δημιούργησαν ένα νέο κύκλο βίας. Αρχικά πολέμησαν μεταξύ τους για να επικρατήσει η ισχυρότερη, αλλά χωρίς τις πλάτες του κόντε, η αστυνομία τους φυλάκιζε και έτσι, μέχρι σήμερα, που υπάρχει μεγάλη εγκληματικότητα και οπλοχρησία στη Ζάκυνθο, είναι αυτοσχέδιες συμμορίες που εγκληματούν, κυρίως, για προσωπικό τους όφελος και άντε, το πολύ πολύ, να τους χρησιμοποιήσει και κανένας τοκογλύφος για εκφοβισμό.
Σε έναν γκάγκστερ της εποχής του απευθύνεται, λοιπόν, ο Ι. Τσιλιμίγκρας. Σε έναν άνθρωπο άκρως επικίνδυνο που μπορεί να σκοτώσει για μια μικρή αμοιβή ή για να επιβεβαιώσει την ισχύ του και το νταηλίκι του. Έτσι λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος που δεν έχει πραγματικούς εχθρούς παρά μόνο κατασκευασμένους, είτε στο μυαλό του είτε στο πορτοφόλι του, του είναι αδύνατον να αναζητήσει στο βάθος της ψυχής του τους πραγματικούς του εχθρούς, οπότε αναλαμβάνει το έργο αυτό ο ποιητής για λογαριασμό του. Σκύβει στη ψυχή του πληρωμένου φονιά και ανακαλύπτει τον μεγάλο του εχθρό, που είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Μόνον έτσι θα βρει την ησυχία και αυτός και οι συμπολίτες του, μονάχα αν αδειάσει την πιστόλα του στον ίδιο τον εαυτό του.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Ο ποιητής Αντρέας Μαρτζώκης γεννήθηκε από Ιταλούς γονείς στην Ζάκυνθο το 1849. Μορφώθηκε στον τόπο του και έγινε καθηγητής της ιταλικής και γαλλικής γλώσσας. Υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους ζακυνθινούς ποιητές και μεταξύ άλλων έγραψε ευφυέστατα σατιρικά επιγράμματα που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά και ημερολόγια με το ψευδώνυμο Υάκινθος. Έζησε στη σκιά του φημισμένου ποιητή και αδελφού του Στέφανου Μαρτζώκη και η φήμη του δεν ξεπέρασε τα όρια του νησιού του. Πέθανε στη Ζάκυνθο το 1921.
[2] Το επίγραμμα Συκοφαντία προέρχεται από το βιβλίο του Ντίνου Κονόμου, Ζακυνθινοί σατιρογράφοι, Αθήνα 1962.
[3] Το επίγραμμα Σε μια νεροκουβαλίστρα που επνίγηκε προέρχεται από το βιβλίο του Γιάννη Τσιλιμίγκρα (1872-1947),  ΑΠΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, επιμέλεια εκτύπωσης  Δημοσθένη Ζαδέ, Αθήνα 1973.
[4] Από τον 1ο Τόμο ZANTE του Λουδοβίκου Σαλβατόρ, σε μετάφραση Ζαφείρη Ακτύπη, εκδόσεις Μπάστα, Ζάκυνθος 2007.
[5] Πρόκειται για το βιβλίο του Ιωάννη Μ. Δεμέτη, Τα κυριότερα συμβάντα της νήσου Ζακύνθου 1874-1907. Υπό Διονυσίου Κλάδη, του Ιερέως Παναγιώτη, εκδόσεις ΤΡΙΜΟΡΦΟ, Ζάκυνθος 2004.
[6] Ο Ιωάννης Τσιλιμίγκρας γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1872. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και το Παρίσι και απόκτησε μεγάλη φήμη στον επιστημονικό κύκλο της εποχής του. Έγραψε λυρικά ποιήματα, πεζά και σατιρικά που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, συνήθως με τα ψευδώνυμα Ίων, Τσάλμας, Τιμίρας. Το 1912 παντρεύτηκε με την πριγκίπισσα Λουΐζα Βίβες, μετακόμισε στο Μιαμάρ της Μαγιόρκας (Ισπανία) και έζησε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του το 1947.
[7] Τα ποιήματα που ανθολογούνται εδώ, προέρχονται από το βιβλίο ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΛΙΜΙΓΚΡΑ (1872-1947), ΑΠΑΝΤΑ,ΠΟΙΗΜΑΤΑ, επιμέλεια εκτύπωσης Δημοσθένη  Ζαδέ, Αθήνα 1973.

Η Γκιόστρα της Ζακύνθου και ο μύθος των Κυθήρων

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Στην φετινή Γκιόστρα της Ζακύνθου, που θα πραγματοποιηθεί, όπως τελευταία έχει καθιερωθεί, το τετραήμερο του Αγίου Πνεύματος (20 έως 23 Ιουνίου), εκτός από τις γνωστές χώρες (Ιταλία, Σαν Μαρίνο και Σλοβακία) και τα μέχρι τώρα νησιά του Ιονίου (Κέρκυρα και Κεφαλονιά), τα οποία από την προηγούμενη χρονιά (2012) συμμετείχαν στις εκδηλώσεις, φέτος θα προστεθούν και τα Κύθηρα, για πρώτη φορά και με σκοπό να παίρνουν πάντα μέρος στην ευρωπαϊκή και πανεπτανησιακή αυτή διοργάνωση.
   Η επιλογή αυτή δεν έγινε τυχαία από την διοργανώτρια Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, η οποία σε μια άριστη συνεργασία με το Δήμο Ζακυνθίων (εκείνο το αγράμματο «Ζακύνθου» του Υπουργείου σκοπίμως το αποφεύγω!) διοργανώνει τους ιστορικούς, έφιππους αγώνες, σε  μια προσπάθειά της για την σωστή αναζήτηση της ντόπιας ιδιαιτερότητας και της γνωριμίας μας με τον γνήσιο πολιτισμό μας.
   Θα μπορούσαμε, επιδερμικά σκεπτόμενοι (και συγχωρέστε μου το πρώτο πληθυντικό, μια και είμαι ο πρόεδρος του Δ. Σ. της Εταιρείας) να καλέσουμε φέτος, σαν τρίτο νησί (μια και σκοπό μας έχουμε κάθε χρόνο να προσθέτουμε και ένα) την Λευκάδα, που σε έκταση έπεται των άλλων δύο ή την Ιθάκη, λόγω της ιστορίας της και της παγκόσμιας φήμης της, σαν πατρίδα του πολύκροτου Οδυσσέα.
   Επιλέξαμε, όμως, το νησί που διεκδικεί και αυτό την προέλευση της Αφροδίτης, επειδή απλά και μόνο, ενώ ανήκει και ιστορικά και πολιτιστικά στο δικό μας, Ιόνιο σύμπλεγμα, τελευταία οι άσχετοι και επιπόλαιοι κυβερνώντες προσπαθούν να το αποκόψουν και να το απογαλακτίσουν από την μητέρα του, που είναι η Επτάνησος και να το αναπροσανατολίσουν, προσορμίζοντάς το στο νομό Πειραιά!
   Μα τα Κύθηρα είναι δικά μας και κομμάτι από τη σάρκα μας. Όποιος τα έχει επισκεφθεί, το έχει διαπιστώσει και αρκεί και μόνο ν’ αναφέρουμε πως στο τέμπλο της εκκλησίας της πολιούχου του νησιού, της Παναγίας της Μυρτιώτισσας, υπάρχουν ιστορημένοι, σαν φύλακες και πυλωροί, οι τρεις Άγιοι της Επτανήσου (Σπυρίδων, Διονύσιος, Γεράσιμος) και πως το Αιγαίο εκεί υστερεί, ως προς το Ιόνιο, το οποίο κυλά στο αίμα των κατοίκων του και στιγματίζει την ταυτότητά τους.
   Μακρόχρονοι είναι και οι δεσμοί του νησιού μας, της Ζακύνθου με τ’ ακριτικά (για τον δικό μας χώρο) Κύθηρα. Πολλοί είναι οι εδώ μεταναστεύσαντες (το επίθετο «Τσιριγώτης» το επιβεβαιώνει) και πολλοί αντίστοιχα και οι δικοί μας, που διάλεξαν να συνεχίσουν εκεί τη ζωή τους. Οι πρόγονοι του Ποιητή μας, του Διονυσίου Σολωμού, σκάλωσαν στα χώματα αυτού του νησιού, πριν εγκατασταθούν στην Ζάκυνθο και γίνουν κάτοικοί της. Οι Άγιοι Πάντες, προσεισμικά και σήμερα ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου των Ξένων, έχουν σαν εφέστια Παναγία τους την δική τους προστάτιδα, η οποία είχε δώσει τ’ όνομά της και σε πολλά καράβια, αλλά και την έμπνευση στον ποιητή των τζαντιώτικων αντετιών, τον πολυτάλαντο Γιάννη Τσακασιάνο, σαν άκουγε το «στερνό τ’ απόγιομα» της Μεγάλης Σαρακοστής «το θλιβερό καμπάνισμα απ’ την Μερτιώτισσά» του, να προσθέσει έναν χαρακτηριστικό στίχο στους μοναδικούς και περίφημους «Σπουργίτες» του.
   Έτσι το μικρό, αλλά μεγάλο σε ιστορία και πολιτισμό αυτό νησί των Επτά Νησιών θα βρεθεί φέτος για ένα τετραήμερο κοντά μας, θα εκπροσωπηθεί μ’ έναν ιππότη μας, που θ’ αγωνισθεί γι’ αυτό στην Γκιόστρα μας, η οποία πράγματι γίνεται Επτανησιακή και στο τέλος, εκεί στην λήξη των εκδηλώσεων, θα λάβει μέρος, μαζί με τ’ άλλα νησιά και τ’ άλλα κράτη στο άναμμα της συμβολικής «φουγκαρίας», που θ’ ανάψει συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, μια και φέτος η μέρα της αποκορύφωσης και των κεντρικών αγώνων της Γκιόστρας της Ζακύνθου συμπίπτει με την γιορτή του Άι-Γιαννιού του Λουμπαρδιάρη και την παραμονή της γιορτής της γέννησης του πριν τον Άγιό μας προστάτη του νησιού μας.
    Εμείς φέτος θυμηθήκαμε το Κύθηρα και τα καλέσαμε κοντά μας. Έτσι τονίζουμε την ενότητα της Ιόνιας Περιφέρειας, που κάποιοι ανιστόρητοι και ασεβείς προσπαθούν ν’ αποκόψουν και να ενώσουν τα νησιά μας με τις απέναντι στεριές, έχοντας σαν παράδειγμά τους  και διδαχή τους το παραδοθέν από τον Καραγκιόζη «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι»!
   Την επόμενη χρονιά, το 2014, θα προστεθεί και η Λευκάδα. Αργότερα η Ιθάκη, οι Παξοί και μετά και τ’ άλλα, τα μικρότερα νησιά. Έτσι η Γκιόστρα της Ζακύνθου θα ενώνει το δυτικό κομμάτι της χώρας μας και θα διεκδικεί την διαφορετικότητα του πολιτισμού του.
   Μα πριν κλείσουμε το σημερινό μας κείμενο πρέπει να επισημάνουμε και κάτι το πολύ σημαντικό για μας. Το νησί των Κυθήρων, ανταποδίδοντας την πρόσκλησή μας και φερόμενο σαν γνήσιο κομμάτι του επτανησιακού χώρου, με την αρχοντιά και την ευγένειά του, έχει από καιρό ετοιμάσει από δικό του ταξιδιωτικό γραφείο εκδρομή στο νησί μας, για τις ημέρες της Γκιόστρας μας. Έτσι ενισχύει και τον τουρισμό μας!
   Να γιατί εμείς οι διοργανωτές των τετραήμερων αυτών εκδηλώσεων ισχυριζόμαστε συχνά πως η Γκιόστρα της Ζακύνθου μπορεί ν’ αποτελέσει για τον τόπο μας και πολιτιστικό και τουριστικό πόλο έλξης και σωστής προβολής. Όποιοι διάβασαν την περασμένη Κυριακή το ολοσέλιδο κείμενο που υπήρχε στην αθηναϊκή εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», το σχετικό με τις εκδηλώσεις μας, θα είδαν πως αυτό ακριβώς επεσήμανε.
   Ο Δήμος Ζακυνθίων από καιρό το έχει καταλάβει και είναι ενεργά κοντά μας. Ας το καταλάβουν και όσοι θέλουν το καλό του νησιού μας.
   Τέτοιες ποιοτικού επιπέδου εκδηλώσεις, μπορούν αληθινά να μας ξελασπώσουν. 

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Απόστολου Θηβαίου: ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ

Το τσίρκο έφτασε στην πόλη του Μπουένος Άιρες. Θα εγκατασταθεί κοντά στην αγορά Αβάστο. Εκεί βρίσκεται το άγαλμα του λυρικού Κάρλος Γκαρδέλ που σκοτώθηκε πριν από χρόνια σε ένα αεροπορικό δυστύχημα και έκτοτε οι γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας σιγοτραγουδούν τους σκοπούς του και σκουπίζουν τα μάτια τους. Οι γυναίκες του Μπουένος Άιρες είναι βαθιά πληγωμένες. Ορισμένες πασχίζουν χρόνια να μάθουν την τύχη του μονάκριβου παιδιού τους και γυρνούν με τα λευκά μαντήλια, ρημαγμένες γυναίκες του Μπουένος Άιρες.
Το τσίρκο είναι πασίγνωστο για τα παράτολμα νούμερά του. Διαθέτει ορισμένους από τους πιο φημισμένους ακροβάτες, εκείνοι εκτελούν σπουδαίες στα αλήθεια αιωρήσεις ή βαδίζουν αργά, στην πλατεία κομμένη η ανάσα του κοινού, περπατούν πάνω σε τεντωμένα σύρματα και φωτίζονται με τις μεγάλες, βιομηχανικές λάμπες, καταχειροκροτούνται και έπειτα πετούν μέχρι τη γη, κάποιοι ίσως χάσουν την ισορροπία τους εκεί κοντά στις επικίνδυνες περιοχές. Όσοι δεν κατορθώνουν να ολοκληρώσουν την παρουσίαση καταχωνιάζονται στις λάσπες σε πολλές πόλεις του κόσμου, με ένα σταυρό, τη χρονολογία της γέννησής του και κάτω την επισήμανση εργάστηκε με επιτυχία στο τσίρκο Mirador.
Από το πρωί υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τη βραδινή παράσταση. Πρόκειται να πραγματοποιηθεί μια αναλογία του μεγάλου ύπνου, πάει να πει ένας σπουδαίος εκτελεστής θα μιμηθεί την αίσθηση του θανάτου και για λίγη ώρα θα οδηγηθεί στις αιώνιες μονές. Έπειτα με ιατρικά μέσα θα τον επαναφέρουν στη ζωή και ετούτο δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στο παρελθόν. Η περιοχή Αβάστο είναι ίσως κακόφημη, ίσως πάλι εκεί συχνάζουν τις νύχτες οι πλούσιοι έφηβοι και γοητεύουν τα νεαρά κορίτσια της εργατικής τάξεως. Εκεί βρίσκεται το άγαλμα του Κάρλος Γαρδέλ και μια δημιουργία του χρωστήρα, παλιό θεμέλιο του έρωτα ο Κάρλος Γαρδέλ, βυθισμένος μες στο σώμα του δράκου με όλα τα χρώματα, λευκά δόντια και ωραίο στόμα και το αμερικάνικο καπέλο. Γοητευτικέ Κάρλος Γαρδέλ, τι καλά θα ήταν αν απόψε βρισκόσουν και εσύ ανάμεσά μας και σηκωνόσουν λίγο να σε χειροκροτήσουμε με όλα τα φώτα των προβολέων στο ερωτικό σου πρόσωπο.
Καταφτάνουν άνθρωποι από όλες τις γωνιές της πόλης. Κρατούν οι άντρες τα σακάκια τους και οι γυναίκες ντυμένες με λουλουδάτα φορέματα και τρυφερές «καλησπέρες», οι γυναίκες του Μπουένος Άιρες είναι φορτωμένες την πίκρα του φύλου τους, οι γυναίκες του Μπουένος Άιρες θέλουν πολύ να τους ζητηθεί ένας χορός τάνγκο, μυρίζουν θάλασσα και λυπούνται πάντα όταν φτάνει το κρύο. Φυσά πολύ απόψε και η τέντα του τσίρκου τινάζεται προκαλώντας έναν πολύ ανησυχητικό θόρυβο. Όμως τίποτε δεν ακούγεται ούτε νοιάζεται κανείς γιατί τώρα χαιρετούν το πλήθος οι παράτολμοι ακροβάτες, οι άγιοι ακροβάτες Κάρλος και το πλήθος μες στους ιδρώτες και το στρίμωγμα  παθιάζεται, όμορφα, οξεία πρόσωπα σαν κεριά που θρέφουν μεγάλες, ανίκητες φλόγες Κάρλος, μπήκαν κάποια πουλιά μες στο τσίρκο και ένας που είναι επιστάτης τα κυνηγά με τις μεγάλες ξώβεργες και σε λίγο όλα κείτονται νεκρά, σφαγμένα πάνω στο πέταγμά τους τα λαθραία πουλιά, το πλήθος χειροκροτεί παθιασμένα τώρα, τράφηκε με αίμα Κάρλος και τώρα θα μπορούσαν να σταθούν, καθώς εκείνα τα απομακρυσμένα πρόσωπα του Έντουαρντ Χόπερ που κοιτούν τον ήλιο ήμερα στις σεζλόνγκ ή βρίσκονται σε επαρχιακούς σταθμούς ανεφοδιασμού κάπου στην αμερικανική ενδοχώρα προσμένοντας να πεθάνουν χριστιανικά.
Οι ακροβάτες εκτελούν το νούμερο, ισορροπούν πολλά μέτρα πάνω από τη γη σε σύρματα, με μικρές κραυγές όπως πουλιών το πλήθος επευφημεί την αυτοσυγκράτησή τους, χειροκροτούν και έπειτα κάνουν μια πολύ μεγάλη ησυχία. Ένας είπε, ετούτη η ησυχία μοιάζει με την επικήδεια που κανείς δεν μιλά, μόνον κοιτάζει το λείψανο και αργά το απόγευμα αποχαιρετά το συντριμμένο σπίτι με μια ακατανίκητη έλξη για σκοτάδι και έρωτα και πάθη. Όμως απόψε ο πιο σπουδαίος ακροβάτης πρόκειται να σκοτωθεί. Ένα λάθος βήμα, τα πουλιά που εισέβαλαν εκδικητικά σαν αρρώστιες μέσα από τα ανοίγματα της τέντας, πρόλαβαν και κατασπάραξαν τα μάτια του, το θέαμα ήταν φοβερό, έτσι εξαρθρωμένος ο ακροβάτης, τα μάτια του καρφωμένο στο κενό, λίγο αίμα από τη μύτη και τα φαγωμένα μάτια Κάρλος, τα πουλιά ρήμαξαν τα μάτια του, τώρα δυο πηγάδια στα περιβόλια και μέσα τα αίματα και ένας που πνίγεται.
Το πλήθος αποφασίζει την περιφορά του σώματος του ακροβάτη. Θα πορευτούν καθώς είναι προς το ναό. Πάει να πει τα κορίτσια με τις φλοράλ ενδυμασίες, οι ιδρωμένοι συνοδοί τους, όλοι θα κατευθυνθούν προς το ναό της Μπόκα με το σώμα του ακροβάτη στα χέρια τους, έλα και εσύ Κάρλος και εσείς χαμένα παιδιά του Μπουένος Άιρες και ούτε καλοί άνεμοι πια ούτε τίποτα, μόνο λυκοθηράρχες στους δρόμους ή ένα κοπάδι ανθρώπινο ή ποτάμι που τώρα θα ξεσχίσει τις ακτές, εσείς κυνηγοί προσέξτε τα ρεύματα που κουβαλούν νεκρούς και κορίτσια με λουλουδένια φουστάνια. Εκεί που θα γίνει η ταφή υπάρχουν ομαδικοί τάφοι με κόκαλα και σιαγόνες σκύλων, νεανικά κρανία με τις οπές ανάμεσα στα μάτια, γύρω ανεμίζουν οι γάζες, τέτοιες πληγές Κάρλος δεν επουλώνονται. Από μια πάροδο καταφτάνουν οι μανάδες των εξαφανισμένων, δεν τραγουδούν, μοιάζουν χαμένα πρόσωπα μες στα μαιναδικά σκοτάδια. Έλα και εσύ Κάρλος και οι ναύτες από τα άνεργα καράβια, ελάτε όλοι σε τούτη την πορεία, στολιστείτε με λουλούδια και στεφάνια εσείς που είστε πιο ανθρώπινοι από όλους και έχετε την ευθύνη επιτέλους να λήξετε ετούτη την εποχή.

Το πρόσωπο του ακροβάτη φέρει μια ανείπωτη λευκότητα, μνημειακή. Έπειτα από χρόνια θα λατρεύεται σαν θεός.

[Εικαστικό σχόλιο στο κείμενο: Γιάννης Στεφανάκις]
Related Posts with Thumbnails