«Αἱ γενεαὶ αἱ πᾶσαι μακαρίζομέν σε τὴν μόνην Θεοτόκον...»
ἤ,
Πῶς ἰχνογραφεῖται μιὰν ἄλλη ἀπουσία:
Ἐκείνη τῆς Μάνας, τέτοια χρονιάρα μέρα...
«Γλυκιὰ γαλάζια φαντασία, χρόνων μακρινῶν,
ὦ γλυκασμὲ τῶν Ἀγγέλων,
ὁποὺ ἡ Γεθσημανῆ δὲν ἦταν πέρα στὰ βουνὰ τῶν Ἐλαιῶν,
στῆς βιβλικῆς τῆς Χαναὰν τὰ μάκρη,
μὰ ἦταν τοπίο νησιώτικο,
δικό μας κοντινό,
μὲ τ᾿ ἀνθισμένα γιασεμιά, τὰ φούλια, τὸ βασιλικό,
στοῦ γαλανοῦ γιαλοῦ μας κάποιαν ἄκρη». (Ματθαῖος Μουντές)
Συλλαβίζεις σήμερα, μέρα κορυφαία καὶ γιορτινή, τοὺς παραπάνω στίχους καὶ ἀπὸ τὸ σύθαμπο τῶν ὑγρῶν ματιῶν σου ξεπροβάλλουν εἰκόνες καὶ Μνῆμες, στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ τὸ Πρόσωπο τῆς Μητέρας. Γιατὶ μές ἀπὸ τὴ χαρμολύπη τῆς Γιορτῆς κοιτάζεις, ὅπως ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, νὰ περνοδιαβαίνουν συγκινητικές, νοσταλγικές καὶ χρήσιμες σκηνὲς τοῦ βίου σου, ποὺ εὐωδιάζουν καλωσύνη, ἐντιμότητα καὶ, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἄδολη ἀγάπη. Πράγματα σήμερα ἀναντικατάστατα ἤ καὶ γιὰ πολλοὺς χαμένα. Ὅπως ἡ πλακοστρωμένη καὶ φρεσκοπλυμένη αὐλὴ σὲ ὥρα πρωινή, μὲ τὸν ἥλιο νὰ ραμφίζει τὴ βελούδινη κληματαριὰ καὶ νὰ σχηματίζει στοὺς λευκοὺς τοὺς τοίχους καὶ στὶς ἀσβεστωμένες τὶς πεζοῦλες, παράξενα παιχνιδίσματα, καθὼς τὸ φρέσκο τὸ μελτέμι κουνοῦσε τὰ φύλλα, κομίζοντας παράλληλα ποικίλες εὐωδιές. Εὐωδιὲς ἀπό νοτισμένο χῶμα, βασιλικό, γαρύφαλλο κι ἁρμύρα. Πέρα, κατὰ τὴ Σκιάθο καὶ τὴν Εὔβοια, τὸ πέλαγο φωτισμένο ζωγράφιζε πάνω στὴ γλαυκὴ ἐπιφάνεια μικρά, λευκὰ καὶ χαριτωμένα κύματα. Ἀσίγαστες καμπάνες θυμίζουν τὴ Γιορτή. Δεκαπενταύγουστο, τῆς Παναγιᾶς μὲ τὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὴν ἐκκλησιά, γιὰ τὸ κέρασμα ὕστερα, γιὰ τὸ τραπέζι μὲ τὸ καλὸ τὸ φαγητό... Ἀεικίνητη τὴ θυμᾶμαι τὴ Μάνα αὐτές τὶς ὧρες νὰ ἑτοιμάζει, τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιὰ νὰ ξεκινοῦν γι᾿ ἀποπέρα, γιὰ τὴν ἐκκλησιά. Μαζί τους κι ἐγώ.
Ἀπολείτουργα πάλι ἐκείνη ἡ αὐλή, τὸ φρέσκο νερό, τὸ βύσινο γλυκὸ καὶ τὸ ρακί. Μέχρι νἄρθει τὸ μεσημέρι νὰ στρωθεῖ τὸ τραπέζι μὲ τὸ κρέας μὲ τὸ ρύζι, νὰ μοσχοβολᾶ ἀπό τὴ φρέσκια ντομάτα καὶ τὰ μυρωδικὰ ποὺ ἡ Μάνα κανόνιζε, γιὰ νἄχει τὸ φαῒ τὴ νοστιμιὰ καὶ τὴ χάρη του.
Καὶ μαζὶ μὲ τὶς εὐωδιὲς αὐτὲς συνυπάρχουν ἀκόμα οἱ μυρωδιὲς ἀπὸ λιασμένο ἤ ψημένο δαμάσκηνο, ἀλλὰ καὶ φρεσκοξεφλουδισμένο ἀμύγδαλο. Βλέπεις, ἦταν ὁ καιρὸς τῆς συγκομιδῆς τους, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μέρα τῆς Παναγιᾶς εἶχε τὸ προνόμιο νὰ μοσχοβολᾶ κι ἀπό τοῦτες τὶς μυρουδιές.
Τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν πῆραν μαζί τους τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιά, τὴν αὐλὴ ἐκείνη, ὅπως καὶ τὸ γιορτινὸ τὸ τραπέζι. Μέχρι ποὺ ταξίδεψε κι ἡ Μάνα μαζί τους, ἀφήνοντας τὴ «γλυκιά, γαλάζια φαντασία χρόνων μακρινῶν» καὶ φυλαγμένων μὲ περισσὴ φροντίδα στὶς πιὸ πολύτιμες κοσμηματοθῆκες τῆς ψυχῆς. Καὶ κάθε Δεκαπενταύγουστο ἐκτίθενται γιὰ μιὰν ἰδιότυπη ἐπίσκεψη...
Δεκαπενταύγουστος 2012