«Προπολεμικά στο χωριό μας υπήρχαν πέντε-έξι απλοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι, λογικοί κι εγγράμματοι οι οποίοι ήταν οι πιο έγκυροι και δίκαιοι. Τους συμβουλευότανε το χωριό, έπαιζαν το ρόλο του εκτιμητή, τους έπαιρναν για "καλανθρωπίες", για να λύσουν τα προβλήματα στα χωράφια τους, στις περιουσίες τους, ακόμη και για προσωπικούς λόγους. Ήταν ο παπάς, ο γραμματέας κι ο εκάστοτε πρόεδρος.
Ήταν εκτιμητές δηλαδή, για την ποσότητα του λαδιού που θα έκαναν οι ελιές ή για την αξία της περιουσίας. Όταν τους έπαιρναν σε τοπικό δικαστήριο κι έλεγαν αυτοί "έχεις άδικο" ο κατηγορούμενος το δεχόταν αμιλητί.
Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα. Υπάρχουν περιπτώσεις…»
Ήταν εκτιμητές δηλαδή, για την ποσότητα του λαδιού που θα έκαναν οι ελιές ή για την αξία της περιουσίας. Όταν τους έπαιρναν σε τοπικό δικαστήριο κι έλεγαν αυτοί "έχεις άδικο" ο κατηγορούμενος το δεχόταν αμιλητί.
Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα. Υπάρχουν περιπτώσεις…»
(απόσπασμα)

Μια τέτοια πυξίδα είναι και ο θεσμός της «καλανθρωπίας» που ισχύει ακόμα, σε μερικές μόνο, μικρές κοινωνίες του νησιού μας. Είναι χαρακτηριστικό αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων, που στο παρελθόν ήταν αυτάρκεις σε όλους τους τομείς, κυρίως λόγω της δυσπρόσιτης γεωγραφικής τους θέσης. Ο παπάς, ο δάσκαλος, ο γραμματέας, ο κοινοτάρχης ήταν αυθεντίες. Υπήρχαν όμως και άλλοι που διακρινόντουσαν για την εξυπνάδα τους και για την καλοσύνη τους και επομένως για τη δίκαιη κρίση τους. Ίσως αυτούς (τους καλούς και όχι τους αξιωματούχους και τους προεστούς) είχε υπόψη του ο Προυντόν και ο Μπακούνιν, οι μεγάλοι αυτοί θεωρητικοί του αναρχισμού, αλλά και ο Μαρξ ακόμα, όταν ονειρευόντουσαν τις αυτοδιοικούμενες-αυτοδιαχειριζόμενες (με ή χωρίς αρχή) κοινότητες των πολιτών. Ο θεωρητικός σοσιαλισμός στηρίχτηκε στην ιδέα, ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του και στο σύνολό του καλός σαν τα μέλη της «καλανθρωπίας»….
Οι άνθρωποι της «καλανθρωπίας» γνωρίζουν το εθιμικό δίκαιο της περιοχής, τις ασχολίες και την οικονομική δύναμη των κατοίκων, την ιδιοσυγκρασία τους, τις σχέσεις των συγχωριανών τους και επομένως δεν παρασύρονται από τις ψευδείς καταθέσεις των μαρτύρων.. Ενδέχεται να συμπαρασύρονται ορισμένες φορές και από τα προσωπικά πάθη, τις αντιπάθειες και τις προσωπικές φιλίες και συγγένειες που έχουν με τους διαδίκους. Διαθέτουν όμως άνεση χρόνου για να πάρουν αποφάσεις και πιέζονται από την κοινή γνώμη των συμπολιτών τους, σε αντίθεση με τα επίσημα δικαστήρια της χώρας μας που ο "καλύτερος" δικαστής είναι εκείνος που διεκπεραιώνει τις περισσότερες υποθέσεις στο λιγότερο χρόνο κι όχι ο αδέκαστος κριτής που ζημιώνει οικονομικά το δημόσιο με την αργοπορία του και ενδεχομένως με τη δίκαιη κρίση του!
Μού προξένησε κατάπληξη, όταν προ ολίγων ημερών βρέθηκα στο δικαστήριο, (συμπαραστάτης σε δημόσιο λειτουργό που υπέστη βία την ώρα της εργασίας του!), και πληροφορήθηκα ότι την ημέρα εκείνη το μονομελές δικαστήριο εκδίκαζε 176 διαφορετικές υποθέσεις… Με τέτοιες συνθήκες, πώς ο δικαστής θα ξεπεράσει το γράμμα του νόμου για να μεταβεί στην «κατ' αίσθημα ερμηνεία του νόμου», που, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, είναι η ανώτερη μορφή της «λογικής» ερμηνείας του; Μήπως τούτο μπορεί να το πετύχει καλύτερα ο παραδοσιακός θεσμός απονομής δικαιοσύνης;
Βεβαίως η «καλανθρωπία» δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα επίσημα δικαστήρια στο δικό μας κοινωνικό-οικονομικό σύστημα γιατί δεν το επιτρέπει ο πανίσχυρος θεσμός του κράτους και οι πολύπλοκες σχέσεις που συνάπτει με τον πολίτη. Ούτε μπορεί να λύσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις ποικίλες εξαρτήσεις του τραπεζικού συστήματος και της εμπορίας των προϊόντων, μπορεί όμως να λειτουργήσει ως σημαντικός επικουρικός θεσμός απονομής της δικαιοσύνης.
Σήμερα η ύπαρξη πληθώρας δικηγόρων (ένα επάγγελμα κορεσμένο και αυτό όπως τόσα άλλα), δεν εκμεταλλεύεται τον παραδοσιακό αυτό θεσμό της «καλανθρωπίας» για οικονομικούς-επαγγελματικούς λόγους. Οι πολίτες εξάλλου, με την παραμικρή αδικία που νιώθουν ότι υφίστανται καταφεύγουν στα δικαστήρια, γιατί από νεοπλουτισμό και ημιμάθεια υπεραίρονται και δεν αναγνωρίζουν σε κανέναν την άτυπη ανωτερότητα ορισμένων ανθρώπων που απορρέει από την καλοσύνη τους και που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέλη ενός παραδοσιακού τοπικού δικαστηρίου. Είναι βέβαιο ότι ο θεσμός αυτός διευρύνει τη δημοκρατία. Στην αγκαλιά του μπορούν να βρουν καταφύγιο οι φτωχοί που από έλλειψη χρημάτων αδυνατούν να προσφύγουν στα δικαστήρια και βιώνουν την περιθωριοποίηση και την αδικία της κοινωνίας. Η ωφέλεια και η σπουδαιότητά του δεν επικεντρώνεται μόνο στα δυσβάστακτα οικονομικά ενός δικαστικού αγώνα με αμφισβητούμενο αποτέλεσμα, αλλά και στο όφελος που απορρέει από την αποφυγή των εντάσεων και τη βελτίωση των σχέσεων με το συγγενή, το γείτονα, το συγχωριανό, το συντοπίτη.
Στην παράδοση μπορεί να διακρίνει κανείς τα ζωντανά και θνησιμαία στοιχεία της. Η «καλανθρωπία» θα επιθυμούσαμε να ενταχθεί στα ζωντανά χαρακτηριστικά της, για να γίνει η αυτοδιοίκηση ουσιαστικότερη και δημοκρατικότερη. Γι' αυτό η βαθιά γνώση της παράδοσης πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παιδείας μας, γι αυτό και οι σκαπανείς της λαογραφικής έρευνας θα πρέπει να απολαμβάνουν των τιμών της πολιτείας.
Σαρακηνάδο 29-9-2009