© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Γιώργου Λέκκα: ΑΡΙΑ ΚΟΜΙΑΝΟΥ (νέο ποίημα)


Πέθαινες κι από λίγο κάθε μέρα
ώστε ν’ αντλούν ζωή απ’ την ζωή σου
μορφές που ξεπροβάλλουν απ’ το μαύρο
σαν την λευκή κ’ ευκίνητη ψυχή σου.
Ίσως γιατί η τέχνη σου υπήρξε
εργόχειρο ισόβιας μοναξιάς
μάς αγκαλιάζει τώρα όλους τρυφερά
το στοργικό σου χέρι.

Με το λίγο, πολύ κι απ’ το μαύρο, λευκό.
Υπερτέλειο είναι μόνο το απλό.

1.7.2020

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.


Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Χριστίνα Μερκούρη, Κατερίνα Κουτλιάνη: ΙΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ


Περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 126, Απρίλιος 2018, σσ. 92-105



Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Ευγενία Δρακοπούλου: ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ (1450-1850). Τόμος 3: Αβέρκιος-Ιωσήφ (συμπληρώσεις - διορθώσεις)




Η έκδοση του τρίτου τόμου της επιβλητικής σειράς "Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση" συνιστά μια κατά πάντα σημαντική υπόμνηση της επιστημονικής στρατηγικής αλλά και του ερευνητικού κεκτημένου που προσδιόρισαν τη φυσιογνωμία του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών. Ως προς την επιστημονική στρατηγική, το πρόγραμμα των "Ελλήνων Ζωγράφων" που εμπνεύσθηκε, σχεδίασε και έθεσε στην οδό της πραγμάτωσής του ο Μανόλης Χατζηδάκης με την έκδοση του πρώτου τόμου το 1987 μας υπενθυμίζει ότι το ΙΝΕ μελετά τη νεοελληνική ιστορική εμπειρία συνολικά, προσπαθώντας να περιλάβει στη θεματολογία των ερευνών του τις πολυποίκιλες εκφάνσεις του ιστορικού βίου και της δημιουργικής έκφρασης ενός ζώντος λαού. 
     Αυτή η επιστημονική λογική της πολυμέρειας των ερευνητικών ζητήσεων κατέστησε εξ υπαρχής ευπρόσδεκτη την πρωτοβουλία του Χατζηδάκη να εντάξει στους κόλπους του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών της χώρας και την προβληματική της απογραφής της καλλιτεχνικής δημιουργίας του νέου ελληνισμού στον τομέα της ζωγραφικής. Έτσι η τέχνη και η ιστορία της κατέστησαν από τη δεκαετία του 1980 ένα από τα ενεργά και παραγωγικά αντικείμενα των ερευνητικών δράσεων του ΙΝΕ. Ως προς το άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επιστημονική φυσιογνωμία του ΙΝΕ, το ερευνητικό κεκτημένο που συγκροτήθηκε κατά την υπερπεντηκονταετή πλέον διαδρομή του θεσμού, το πρόγραμμα των Ελλήνων Ζωγράφων συνέβαλε με συστηματικό τρόπο και μεθοδικότητα στον εμπλουτισμό του πρωτογενούς υλικού και στη συγκρότηση σωμάτων τεκμηρίων που καθιστούν τη διεξαγωγή της έρευνας του νέου ελληνισμού αντικείμενο εμπειρικά προσβάσιμο και ελέγξιμο επί τη βάσει της λογικής της υπόθεσης και της επαλήθευσης που απαιτεί η επιστημονική μέθοδος αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας. 
     Ακριβώς επειδή αποτελεί επιβεβαίωση του χαρακτήρα της γενικότερης επιστημονικής κατεύθυνσης του Ινστιτούτου, συνιστά για όλους μας στο ΙΝΕ πηγή μεγάλης ικανοποίησης η συμπλήρωση και παράδοση στην επιστημονική κοινότητα των ιστορικών της τέχνης και των μελετητών του μεταβυζαντινού πολιτισμού του πολύμοχθου έργου με το οποίο η Ευγενία Δρακοπούλου συνεχίζει το μνημειώδες εγχείρημα του Μανόλη Χατζηδάκη. Η Ευγενία Δρακοπούλου μαθήτευσε κοντά στον Χατζηδάκη από τα πρώτα βήματα του προγράμματος των "Ελλήνων Ζωγράφων" και με υποδειγματική αφοσίωση, επιμέλεια και αποτελεσματικότητα κατόρθωσε για περισσότερες από δύο δεκαετίες να κρατήσει το έργο ζωντανό και να το εμπλουτίσει, εκσυγχρονίζοντας τις μεθόδους και τεχνικές της προσέγγισης του θέματος, εντάσσοντας νέα σώματα πληροφοριών στο κεκτημένο της έρευνας, διευρύνοντας τον ορίζοντα της βιβλιογραφίας και του επιστημονικού προβληματισμού. Ο τρίτος τόμος του έργου τον οποίο μας προσφέρει σήμερα είναι κατά πάντα άξιος της κληρονομιάς του Μανόλη Χατζηδάκη, ο οποίος, είμαι βέβαιος, θα ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για την πρόοδο του έργου και θα αισθανόταν δικαιωμένος για την επιλογή του προσώπου της συνεργάτριάς του. [...] 

(Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, από τον πρόλογο του τόμου)


Μανόλης Χατζηδάκης - Ευγενία Δρακοπούλου: ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ (1450-1830). Τόμος 2: Καβαλλάρος-Ψαθόπουλος




Μανόλης Χατζηδάκης: ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ (1450-1830). Τόμος 1: Αβέρκιος-Ιωσήφ

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Ο χώρος και ο χρόνος της ζωγράφου Μαρίας Ρουσέα

Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ

Τον κάθε καλλιτέχνη πρέπει να τον δεις μέσα στο χώρο και το χρόνο του. Διαφορετικά ματαιοπονείς και κινδυνεύεις να κάνεις λάθος.
   Ο χώρος της Μαρίας Ρουσέα είναι αδιαμφισβήτητα η Ζάκυνθος. Όχι βέβαια αυτός της φολκλόρ, σημερινής, για τουριστική κατανάλωση, προβολής της, αλλά εκείνος ο μακραίωνος και γνήσιος, ο οποίος της έδωσε την ζωτική της ιδιαιτερότητα. Κάτι, δηλαδή, σαν το σολωμικό φως του Άδη, που δεν θα μπορούσες εύκολα να το χαρακτηρίσεις σταυροαναστάσιμο, μια και δεν ενώνει τα διεστώτα, αλλά δίνει προτεραιότητα στη ζωή ή εκείνο το σωτήριο κιαροσκούρο του Κουτούζη, το οποίο, μαχόμενο το υπερφυσικό, παρέχει στον άνθρωπο την γήινη  δυνατότητα της θέωσης.
   Με λίγα λόγια ο τόπος της ζωγράφου είναι μια ξεκάθαρη, ιόνια ελληνικότητα, κοιταγμένη και φωτισμένη, μια και πάντα μιλάμε εδώ για φως, μέσα από μια Δυτική παιδεία και νοοτροπία, η οποία, παραδόξως (και εδώ βρίσκεται η αξία της) κρατά πιο πιστά την οικεία παρακαταθήκη από εκείνους που πιστεύουν πως την διατηρούν και την συνεχίζουν.
   Είναι το μέρος που έζησε τον Διαφωτισμό, που βίωσε την Αναγέννηση και στην αυλή του διαδραματίστηκε μια σκηνή (η κορυφαία ίσως) της Γαλλικής Επανάστασης. Το μέρος που κάποτε κατείχε μια παγκόσμια γνώση, χωρίς στεγανά και δογματισμούς. Μια μάντρα, η οποία κατόρθωσε να κλείσει πολύ περισσότερα απ’ ότι μια τυφλή παράδοση, εθελοτυφλώντας, απαιτούσε.
   Στο χώρο της Μαρίας Ρουσέα παίχτηκε και παίζεται ο «Χάσης» του Δημητρίου Γουζέλη, για «ξεφάντωσιν των φίλων», ο Γεράσιμος Πανάς ξεκινά από το ένα άκρη της Χώρας, καταλήγοντας στο άλλο, για να μας γνωρίσει τον «Κρίνο» να ερωτεύεται και να διεκδικεί την Ανθία, ο άγνωστος κανταδόρος τραγουδά για το άνοιγμα ενός παράθυρου, η μπάντα «κάνει πλατεία» με τις οικείες νότες του Verdi και τέλος, για να μην πολυλογούμε, το Σιγουρόπουλο αγιάζει, λέγοντας το πιο σωτήριο ψέμα του.


Αυτή είναι εντελώς περιληπτικά η πατρίδα της ζωγράφου, ο γενέθλιος τόπος της και η ιδιαίτερη και τοπικά προεκτεινόμενη πατρίδα της. Και αυτό την κάνει, όπως ακριβώς και τον Ανδρέα Κάλβο, φιλόπατρι ή κοσμικό σπουργίτη, κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Ιωάννη Τσακασιάνου.
   Όσο για το σπίτι της, αυτό που είδε και καλλιέργησε το φως, ήταν μια καλλιτεχνική γωνιά του τόπου της, από τις τελευταίες ίσως, μια και ευτύχησε να είναι κόρη (τίποτα δεν είναι τυχαίο) του κυρίως ζωγράφου, αλλά στην ουσία ποικιλόμορφα πολυπράγμονος και εσχάτως αναγεννησιακού Χρήστου Ρουσέα, ο οποίος αφήνοντας τον χρωστήρα, ασχολιόταν με την μουσική και το θέατρο, αλλά και πολλά άλλα, διδάσκοντας όλα αυτά και στους νεότερους, έτσι για να υπάρχει συνέχεια.
   Γι’ αυτό η Μαρία δεν εξοικειώθηκε μόνο με τα χρώματα, αλλά εξ απαλών ονύχων βίωσε εκείνο που θα μπορούσε άφοβα να χαρακτηρισθεί η ταυτότητα και η ψυχή της Ζακύνθου. Γι’ αυτό και ο χώρος της είχε αιτία ύπαρξης  και ως εκ τούτου η δημιουργία της πνοή πρωτοβουλίας.
   Στο χώρο αυτό πήρε πνοή το άψυχο και το ανέκφραστο έγινε έκφραση, για να μπορέσει, με έναν ακόμα κρίκο, να έχει συνοχή και αντοχή η αλυσίδα της ιστορίας.
   Ας πάμε τώρα στον (επίσης σημαντικό) χρόνο της. Αυτός είναι τρισυπόστατος ή πιο σωστά ομόκεντρα τριπλός.
   
Η καλλιτέχνις γεννιέται πριν το σεισμό του 1953, που στάθηκε ορόσημο για τον Ιόνιο χώρο, αναμφίβολα περισσότερο σημαντικό από τους παγκόσμιους πολέμους του υπόλοιπου κόσμου. Πρωτοβλέπει, δηλαδή, το τέλος μιας ιστορίας και ενός πολιτισμού πολλών αιώνων, που παρότι του ζητούσαν να προσαρμοστεί, χάριν επιδερμικής ενότητας, σε μια επίφοβη ομοιομορφία, αυτός μπορούσε να αντισταθεί και να επιβιώσει προπάντων λόγω του έμψυχου σκηνικού που ζούσε και κρατιόταν όρθιο, αν και πληγωμένο ακόμη, αλλά και του αίματος, που δεν μπορούσε να γίνει έτσι εύκολα νερό. 
   Αυτό που ονομάστηκε «Φλωρεντία της Ανατολής» υπήρχε τριγύρω της. Τα ψηλά καμπαναρία, η Πλατεία Ρούγα, το Γιοφύρι, ο Πλατύφορος και ο Στενόφορος, τα ρεπάρα, τα περίτεχνα αρχοντικά, οι ξεχωριστές εκκλησίες, φορτωμένες τέχνη και ακόμα αδελφάτα, το θέατρο «Φώσκολος» με την έμψυχη ζωή του και όχι μόνο ένα επιβλητικό κτίριο και τόσα άλλα, που στέκονταν στην καθημερινότητά της και δεν της μετέφεραν τόσο μνήμες, όσο ευθύνη.
   Η Ρουσέα τότε δεν δημιουργούσε ακόμα, αλλά έπαιρνε ερεθίσματα, αποκτούσε βάσεις και κέρδιζε ταυτότητα. Κάρφωνε, μ’ άλλα λόγια, το πανί στο τελάρο της, κάνοντας την προεργασία των έργων  της. Έμπαινε σε εργαστήρια, για να γνωρίσει τα μυστικά και τα καντούνια της τέχνης.
   Και πριν καλά, καλά το καταλάβει ήρθε η δεύτερη περίοδος του χρόνου της, ο σεισμός. Αύγουστος του 1953 και το ζωοφόρο σκηνικό της σε μια κυριολεκτικά στιγμή σωριάστηκε σε ερείπια. Ακολούθησε η φωτιά και σαν να μην έφτανε και αυτή, έφτασε και η ανελέητη και πιο φρικτή μπουλντόζα, να ισοπεδώσει ό,τι είχε απομείνει.  Έτσι η έμψυχη Χώρα, έγινε άψυχο χωράφι. Η ιστορία πέρασε στο μύθο. Υλικές και πνευματικές περιουσίες και παρουσίες σε λίγα μόλις λεπτά επτώχευσαν και επείνασαν, παραμένοντας μονάχα η ελπίδα των εκζητούντων.
   Η τρίτη χρονική περίοδος της καλλιτέχνιδος  ήταν η μετασεισμική. Ο χώρος της προσπαθούσε να αναστηθεί, το χάσμα του σεισμού να γεμίσει άνθη, έστω και φτωχικά τζεράνια, η πίστη του να βρει χώρους. Αλλά οι τότε ιστορικές συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Με την δικαιολογία πως ένα απλό κεραμίδι έπρεπε να μπει πάνω από τα κεφάλια των θυμάτων μιας πολλαπλής θεομηνίας, επικράτησε η προχειρότητα  και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Αδράχτηκε, τότε, η ευκαιρία το χέρι που είχε κοσμήματα, να κοπεί για χάρη μιας θανατηφόρου ομοιομορφίας.
   Παρ’ όλα αυτά το έμψυχο υλικό αντιστεκόταν και προσπαθούσε να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Η ταυτότητα, αν και στραπατσαρισμένη από την πτώση της κατοικίας και νοτισμένη από τις ασταμάτητες  βροχές του πολλαπλού Χειμώνα, που θα ακολουθούσε, επιζητούσε να μην χάσει τα χαρακτηριστικά της και τα χέρια, εκείνα τα χέρια, που ζωγράφισαν ικετευτικά δεόμενα ο Κουτούζης και ο Καντούνης,  επιζητούσαν, δίχως δαχτυλίδια, αλλά με εκφραστικά ακόμα δάχτυλα, να κρατήσουν την έκφρασή τους.
   Τότε ο Χρήστος, ο πατέρας της Μαρίας έκανε τον εικαστικό Τσακασιάνο και αποτύπωσε με το χρωστήρα του αντέτια και καθημερινότητα. Στο τελάρο του αποτύπωσε άριστα το πριν την καταστροφή υπάρχον. Αυτά που θα έπρεπε να περάσουν στους επόμενους, για να μην χαθούν μέσα στην άβολη ομοιομορφία του μύθου, που επιβαλλόταν και κυριαρχούσε.
   Αυτά αναμφίβολα τα ζούσε η Μαρία, που ήδη είχε αρχίσει να δημιουργεί. Και κατάλαβε καλά πως ζούσε σε ένα μεταίχμιο θανάτου και ζωής.
   Η τέχνη της δεν ήταν πίσω στη Ζάκυνθο, αλλά μπροστά με την κάποτε Ζάκυνθο. Όσο αυτό μπορούσε να γίνει.
   Γνώριζε πως έπρεπε να γνωρίζει. Πως για να πας μπροστά, έπρεπε υποχρεωτικά να στραφείς πίσω. Πως το ποτάμι δεν επιστρέφει, αλλά έχει το ίδιο νερό. Παράλληλα γνώριζε πως το δένδρο το κεντρώνεις με το μπόλι που πρέπει και πως αν κεντρώσεις ροδακινιά με τριανταφυλλιά θα βγει ένα τίποτα ή ένα τέρας. Έτσι ξεκίνησε να δημιουργεί τοποθετώντας το δικό της σήμερα, στο επίσης δικό της χθες.


Με το χρωστήρα της οι Άγγελοι του Πάθους από τις παλιές προσπετίβες, άφησαν προσωρινά τα σύμβολα της θεϊκής ταφής στις θύρες του ιερού και άρχισαν να προεικονίζουν πια στους πίνακές της την Ανάσταση ενός τόπου που χάθηκε μέσα στα ερείπια, τις φλόγες και την επίφοβη αδιαφορία. Τα φρούτα της ζακυνθινής γης έγιναν το φωτοστέφανο της ελπίδας της. Οι μορφές κοιτούσαν την συνένωση και τη συνέχεια. Κοπέλες κρινοδάχτυλες σαν αυτές του γενάρχη Σολωμού και συντοπίτισσές της «στη σκιά χεροπιασμένες» έστησαν ικετευτικό χορό.
   Δεν είναι, επίσης, τυχαίο, που η ίδια εικαστικά συνόδευσε όλη σχεδόν την σύγχρονη ποίηση του τόπου της με τα δικά της, πολύτιμα έργα. Τα βιβλία όλων των νεότερων ποιητών, αυτών που βάλθηκαν να γεφυρώσουν το χάσμα και να συνεχίσουν την παράδοση, κοσμήθηκαν με την δική της ματιά.
  Με λίγα λόγια στο έργο της Μαρίας Ρουσέα, «Σάββατον υπέβοσκεν», για να ξαναγίνει η Γκλόρια και να σκορπιστούν πανηγυρικά οι δάφνες του Απόλλωνα, την ώρα του πρώτου φωτός και της προσπάθειας της νίκης του θανάτου.
  Οι πίνακές της είναι αναστάσιμη έξοδος, από το ζακυνθινό πάθος, με το νησί θριαμβεύον πάνω από τον τάφο του, άλλο αν μετά κάποιοι, για θανάσιμη ομοιομορφία, αντικατέστησαν την ντόπια παράδοση αυτής της έγερσης, της νίκης του θανάτου, με μιαν απεικόνιση της εις Άδου Καθόδου.
   Αυτοί πέρασαν κάπου αλλού το νησί, στον ανύπαρκτο για την ζωγράφο χρόνο, στον οποίο η ίδια επέλεξε την σιωπή.


Ένας πολυτελής και καλοτυπωμένος τόμος, με εισαγωγή της Επτανήσιας (και αυτό έχει σημασία) Δώρας Φ. Μαρκάτου, κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από τα ΓΑΚ Αρχεία Ν. Ζακύνθου, την Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ζακύνθου, για να τιμήσει την ζωγράφο και να κάνει το έργο της γνωστό στο ευρύ κοινό. Αυτός τυπώθηκε μάλιστα, ομολογουμένως αισθητικά άριστα, από τις τοπικές εκδόσεις «Έντυπο», για να επαληθευθεί, έτσι, μια άλλη, εκδοτική παράδοση του νησιού, μια παράδοση, που τότε την ακολουθούσαν και την στήριζαν αναγνώστες, κάτι που χάνεται σήμερα στις μέρες της τουριστικής άλωσης.
   Τον παρουσιάζουμε σήμερα, έστω και με καθυστέρηση, και σαν επιβράβευση της ζωγράφου, αυτής, που, εκτός των άλλων, συντήρησε τόσα έμψυχα ξύλα της δικής μας, Επτανησιακής δημιουργίας, στο Μουσείο, που για χρόνια εργαζόταν και όχι μόνο τα διέσωσε, για να τα έχουμε εμείς στην καθημερινότητά μας, αλλά και από αυτά πήρε αφορμή και έμπνευση, για να δημιουργήσει τα δικά της, που είναι η συνέχεια, η παρακαταθήκη και η υπόσχεση.
   Η Μαρία Ρουσέα είναι, πιστεύω, διαχρονική μέσα στο χρόνο της και παγκόσμια μέσα στην τοπικότητά της.  Αυτό, δηλαδή, που ήταν στην ακμή της και η δική της σωματική πατρίδα, η Ζάκυνθος, αυτή, που τελευταία συνεχώς και χάνεται κάτω από τα πόδια μας.
   Αυτό δίνει και την μεγαλύτερη αξία στο έργο της, στην παρακαταθήκη, που μας άφησε και συγκεντρώθηκε στις σελίδες ενός βιβλίου.
   Ας γίνουμε οι καλύτεροι αναγνώστες του, γιγνώσκοντες ά αναγιγνώσκουμε. Αυτό θα τιμήσει περισσότερο απ’ όλα την δημιουργό!

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Δρ. Γιώργος Γαστεράτος: ΟΙ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ



Στον απόηχο του εορτασμού της Αγίας Τριάδας θα θέλαμε να διατυπώσουμε ταπεινά ορισμένες σκέψεις σχετικά με την απεικόνισή Της μέσω της τέχνης. Αφορμή σχετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κατ’ αρχήν θα θέλαμε να σταθούμε στο γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν η Θεότητα να απεικονιστεί με τα ανθρώπινα δεδομένα, διότι, όπως τονίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «Θεόν ουδείς εώρακεν πώποτε» (Ιωάνν. Α,18). Ο ίδιος, άλλωστε, λέγει και στην Επιστολή Α΄ Ιωάν. 4,12 «Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται» ενώ ο Απόστολος Παύλος (Α΄ Τιμ. 6,16) τονίζει ότι «ον ουδείς είδεν ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται».
Εδώ ακριβώς έρχεται η τέχνη για να στηρίξει την ανθρώπινη αδυναμία και να φέρει πιο κοντά τον άνθρωπο στο Θεό, γι’ αυτό και ο Θεός την επιτρέπει (Ε. Βούλγάρεως, «Περί μουσικής»). Ειδικότερα, εν προκειμένω, μόνο μέσω συμβολισμών μπορεί το άκτιστο και αόρατο να γίνει ορατό στα ανθρώπινα μάτια και έτσι να φανερωθούν αλήθειες της πίστεως και, συνεπώς, η ίδια η θεολογία της. Συμβολικά, λοιπόν, απεικονίζουμε την Αγία Τριάδα με τους τρεις αγγέλους, όπως εμφανίστηκαν στον Αβραάμ σύμφωνα με τη γνωστή περιγραφή που υπάρχει στη Γένεση (κεφ. 18,1). Παράλληλα, Την «βλέπουμε» στην αγιογραφία της σκηνής της Βάπτισης, όπου εικονίζεται στο μέσον ο Υιός να βαπτίζεται από τον Ιωάννη, το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού να κατέρχεται και ο Θεός-Πατέρας στην κορυφή της εικόνας είτε απλώς ως σύννεφα και ουρανός είτε ως ένα χέρι που ευλογεί την όλη σκηνή της Βάπτισης, όπως αυτή περιγράφεται στο κατά Ματθαον (Κεφ. 3,13-17) Ευαγγέλιο.
Αναφορικά με τη λεγόμενη «δυτικότροπη» απεικόνιση της Αγίας Τριάδας, όπως αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη στα Επτάνησα, θα θέλαμε να εκθέσουμε τα ακόλουθα: Σχετικά με την απεικόνιση του Υιού αυτό είναι εύλογο καθώς «ο Λόγος σαρξ εγένετο και ασκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάνν. Κεφ. 1, 14). Ο Λόγος του Θεού, λοιπόν, πήρε ανθρώπινη μορφή και «επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Επομένως, μπορούμε να Τον απεικονίσουμε. Επιπλέον, το Άγιο Πνεύμα συμβολικά εικονίζεται με τη μορφή περιστεριού, σύμφωνα με τη σκηνή της Βάπτισης, που αποτελεί, ως γνωστόν, και την πρώτη Θεοφάνεια (Ματθ. Κεφ. 3,13-17).
Τέλος, η απεικόνιση συμβολικά του Θεού-Πατέρα ως ενός ασπρομάλλη γέρου, ομοιάζοντος προς τον Υιό, φέρνει στο μυαλό μας τον «Παλαιό των Ημερών», όπως «εμφανίστηκε» στο όραμα του προφήτη Δανιήλ (Δανιήλ 7,9-10 7,22) «Εθεώρουν έως ότου οι θρόνοι ετέθησαν, και παλαιός ημερών εκάθητο, καί τό ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, καί η θριξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν, ο θρόνος αυτού φλόξ πυρός, οι τροχοί αυτού πυρ φλέγον…». Γι’ αυτό το γεγονός, μάλιστα, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έγγραψε ότι «Δανιήλ είδε (…) τον τύπον καί τήν εικόνα του μέλλοντος έσεσθαι. Έμελλε γαρ ο Υιός και Λόγος του Θεού ο αόρατος, άνθρωπος γίνεσθαι εν αληθεία, ίνα ενωθεί τη φύσει ημών... (=Ο Δανιήλ είδε τον τύπο και την εικόνα όσων επρόκειτο να συμβούν, δηλαδή ότι ο αόρατος Υιός και Λόγος του Θεού θα γινόταν άνθρωπος αληθινός, ώστε να ενωθεί με τη δική μας φύση» (Ιωάν. Δαμασκηνού, «Περί εικόνων», Λόγος γ΄ PG 85, 1380A).
Το ίδιο όραμα αναφέρεται και στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννη (Κεφ. 1, 12-18) «Και εκεί επέστρεψα βλέπειν την φωνήν ήτις ελάλει μετ' εμού· και επιστρέψας είδον επτά λυχνίας χρυσάς, και εν μέσω των επτά λυχνιών όμοιον υιώ ανθρώπου, ενδεδυμένον ποδήρη και περιεζωσμένον προς τοις μαστοις ζώνην χρυσήν· η δε κεφαλή αυτού και αι τρίχες λευκαί ως έριον λευκόν, ως χιών, και οι οφθαλμοί αυτού ως φλόξ πυρός…».
Επίσης, και ο προφήτης Ησαΐας «είδε» σε όραμα τον Πατέρα-Θεό (Ησ. 16, 1-3), όπως ψάλλει η Εκκλησία στην Ε΄ Ωδή των Καταβασιών της Υπαπαντής: «Ως είδεν Ησαΐας συμβολικώς, εν θρόνω επηρμένω Θεόν, υπ' αγγέλων δόξης δορυφορούμενον, Ω τάλας εβόα εγώ! προ γαρ είδον σωματούμενον Θεόν, φωτός ανεσπέρου, και ειρήνης δεσπόζοντα». Και φυσικά βλέποντας ο Ησαΐας τον βασιλέα Κύριο ως άνθρωπο, προείδε την Θεία Ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού! Έτσι, ο Ιησούς, όταν ο Φίλιππος Τον ερωτά «Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν» (=Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα και αυτό θα μας είναι αρκετό), του απαντά «…τοσούτον χρόνο μεθ’ υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα…» (=τόσο καιρό είμαι μαζί σας και δεν με κατάλαβες, Φίλιππε; Όποιος με έχει δει, έχει δει και τον πατέρα, Ιωάνν. 14, 8-9).
Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφέστατα ότι η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας με τη μορφή που τη γνωρίζουμε εδώ στα Ιόνια Νησιά, δηλαδή με τον Θεό-Πατέρα ως τον «Παλαιό των Ημερών», τον Υιό, που είναι ο Λόγος του Θεού που έλαβε ανθρώπινη σάρκα και το Άγιο πνεύμα «εν είδει περιστεράς» έχει έντονο θεολογικό υπόβαθρο και δεν υπολείπεται σε τίποτα από άλλες απεικονίσεις. Η θεολογία στην  τέχνη σε όλο της το μεγαλείο.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος Ζίας: ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ (μελέτημα)

[Εισαγωγή στην ομώνυμη έκδοση, Αθήνα 2001]


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985), αυτός ο «τραχύτατος βράχος του Ελμπασάν και (η) πράσινη απαλή δαντέλα του Βοσπόρου», κατά τον εύστοχο(1) υπερρεαλιστικό χαρακτηρισμό του Α. Εμπειρίκου (2), ήταν κατά τη μεταπολεμική περίοδο γνωστός από την υπερρεαλιστική ποίηση και ζωγραφική του με τους αναπάντεχους και απροσδόκητους συνειρμούς και τα ζωηρά χρώματα. Είχε από τους πολλούς ξεχαστεί η μαθητεία του στον Κόντογλου και η θητεία του στη «βυζαντινή» ζωγραφική. Όχι όμως και από τους ειδικούς και τους μελετητές του έργου του. Ο Αλ. Ξύδης ήδη στα 1945 έγραφε: «Ο Εγγονόπουλος ένιωσε ισχυρή έλξη για τη (βυζαντινή) τέχνη, ίσως γιατί γοήτευε τόσο το αίσθημα της παράδοσης που είχε μέσα του, όσο και την επιθυμία του την ακόμα αδιαμόρφωτη για έναν καινούριο τρόπο έκφρασης».(3) Έναν τρόπο όμως, που ενώ θα ήταν μοντέρνος, θα ήταν συγχρόνως και καθαρά ελληνικός. Και οι νεότεροι μελετητές του έργου διαπιστώνουν και τονίζουν τη σχέση του με τη βυζαντινή ζωγραφική. «Ο Εγγονόπουλος, εκτός από τα "βυζαντινής" τεχνοτροπίας δείγματα του ζωγραφικού του έργου -γράφει ο Στ. Μπουλανικιάν (4) - και τις αγιογραφήσεις που έκανε, δείχνει ξεκάθαρα και στο σύνολο του έργου του ότι υπήρξε ένας πολύ καλός μελετητής των βυζαντινών παραδόσεων και ότι κατόρθωσε με μεγάλη ικανότητα να προσαρμόσει στο έργο του στοιχεία και υποδείξεις της τέχνης αυτής». Στα 1981 ο γράφων δημοσίευσε (5) την προσωπογραφία του Αλ. Παπαδιαμάντη, που είχε ζωγραφίσει ο Εγγονόπουλος στα 1953, εποχή δηλαδή της μεγαλύτερης σουρεαλιστικής του δραστηριότητας.

Η κυριότερη μελετήτρια του Εγγονόπουλου Νίκη Λοϊζίδη αναφέρεται συχνά (6) στις βυζαντινές επιδράσεις που διατρέχουν το έργο του. Ο γράφων (7) επιχείρησε μια πρώτη παρουσίαση των έργων του με βυζαντινές καταβολές στα 1985-(1986). Ο ίδιος εξάλλου ο Εγγονόπουλος, με την ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε, και μάλιστα την εποχή που βρισκότανε στην κορυφή σχεδόν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αλλά και της καταξίωσής του, στη διάλεξή του που έδωσε με ευκαιρία την αναδρομική του έκθεση στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (1963)(8) διακήρυσσε ότι: «Η βυζαντινή τέχνη είναι η πιο κοντινή σε μάς μορφή της ελληνικής τέχνης. Είναι καθήκον, ιδιαίτερα για κάθε Έλληνα καλλιτέχνη, να υπακούσει στα κελεύσματά της και να πειθαρχήσει στις υποδείξεις της. Καθήκον, αλλά και μεγάλη βοήθεια». Και παρακάτω θυμάται: «Τη βυζαντινή τέχνη σπούδασα κοντά σε δυο άξιους διδασκάλους, τον μεγάλο επιστήμονα, τον καθηγητή Ανδρέα Ξυγγόπουλο, τον υπερεξαίρετο γνώστη της βυζαντινής ζωγραφικής, και τον πασίγνωστο Φώτη Κόντογλου, τον ζωγράφο και τον συγγραφέα με τη γενναία ψυχή». (9) Θα προσθέσει όμως αργότερα (1975) κάποιες εξηγήσεις για την προσέγγισή του στη βυζαντινή ζωγραφική: «Σκέφθηκα παράλληλα να σπουδάσω και βυζαντινή ζωγραφική. Όχι πως θεωρώ ότι είναι ποτέ δυνατό να ξαναζήση μια παρωχημένη τεχνοτροπία. Αλλά πιστεύω ότι είναι απαραίτητο στον σημερινό Έλληνα καλλιτέχνη να είναι ενήμερος όλων των παραδόσεων της Φυλής». (10) Θα ολοκληρώσει μάλιστα τις απόψεις του στα 1978, ιδιαίτερα για την εκκλησιαστική ζωγραφική, γράφοντας: «Δεν συνέχισα, βέβαια, για πολύ την εκκλησιαστική ζωγραφική• δεν είχα την κλίση. Όμως τα βυζαντινά στοιχεία είναι εμφανέστατα σε όλη μου την δουλειά». (11) Στην παρουσίαση της άγνωστης, ή, έστω, της λιγότερο γνωστής αυτής πλευράς του Εγγονόπουλου στοχεύει αυτό το βιβλίο.

***

[...]

Τα βυζαντινής τεχνοτροπίας έργα [του Εγγονόπουλου] εκτείνονται χρονολογικά σε μια τριακονταετία, καθώς τα χρονολογημένα εκκινούν από το 1933 τα πρώτα και φθάνουν στα 1963 τα τελευταία. Φαίνεται ότι την τελευταία εικοσαετία της ζωής του δεν εκφράζεται με την τεχνική αυτή, και ίσως σ' αυτό το σημείο ανταποκρίνεται και η ρήση του ότι εγκατέλειψε την εκκλησιαστική ζωγραφική.

Ο Εγγονόπουλος αρχίζει να ζωγραφίζει με την τεχνική της αυγοτέμπερας και τη βυζαντινίζουσα τεχνοτροπία στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30. Τότε που συγκεκριμενοποιείται στην Ελλάδα η στροφή προς τις ρίζες και αρχίζει η καταξίωση και αποδοχή της βυζαντινής τέχνης. Τότε που ανοίγει το Βυζαντινό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, γίνεται το Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο (12) κ.ά. Ο Ν. Εγγονόπουλος μαθαίνει τη βυζαντινή τέχνη κοντά στον Φώτη Κόντογλου, για τον οποίο θα γράψει με εξαιρετική θέρμη στα ώριμά του χρόνια: «Είμαι περήφανος που μου έτυχε η μεγάλη τιμή να είμαι μαθητής και φίλος του Κόντογλου. Ξαναλέω πώς θα τον θαυμάζω και θα τον αγαπώ πάντα. Η ευγνωμοσύνη που του έχω είναι απέραντη. Και τι δεν ωφελήθηκα κοντά του, και τι δεν αποθησαύρισα. Απ' τη Βυζαντινή τέχνη που μου έμαθε, και που στοιχεία της ενισχύουν πάντα το έργο μου, ίσαμε το παράδειγμα των μεγάλων του αρετών που με βοηθούν και με εμπνέουν στη ζωή». (13)

Η πρώτη εικόνα (1933) που ζωγραφίζει εικονίζει τον Άγιο Νικόλαο -του οποίου άλλωστε έφερε το όνομα- μέχρι τα γόνατα, σε στάση τριών τετάρτων. Κρατάει ειλητάριο με λειτουργικό κείμενο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπογραφή «Δια χειρός Ν.Π. Εγγονόπουλου του Φαναργιώτη» που επικαλείται την Κωνσταντινούπολη ως τόπο καταγωγής του (14). Την ίδια χρονιά ιστορεί και τον Άγιο Χαρίτωνα τον μεγάλο. Ο Όσιος εικονίζεται διχαλογένης, «γηραιός πάνυ», με αυστηρά χρώματα.

Το πρώτο έργο του με κοσμικό θέμα (1933) είναι ένα σχέδιο με μελάνι, με κεντρικό θέμα τον ίδιο, που παριστάνεται καθιστός μπροστά στο καβαλέτο να ζωγραφίζει. Η εντελώς επιπεδική σύνθεση περιλαμβάνει βυζαντινό αναλόγιο και περιρραντήριο. Πίσω ερείπια, λόφος και κάστρο. [...] Η τεχνοτροπία είναι βεβαίως «βυζαντινή». Η ανάπτυξη όμως των εικονιζόμενων στοιχείων έχει έναν προδρομικό υπερρεαλιστικό χαρακτήρα, δικαιώνοντας έτσι τα λόγια του: «Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου».(16)

Ο Φτωχοπρόδρομος (17) είναι ένα θέμα που ελκύει με την πικρή γεύση για τον άνθρωπο που ασχολείται με τα γράμματα. Τον ζωγραφίζει (1933) σε στάση Ευαγγελιστή, αλλά με διαφοροποίηση στα ενδύματα και κυρίως στο σκούφο του. Στο ανοιχτό βιβλίο που κρατάει είναι γραμμένοι οι στίχοι του: «Πολύ συχνά με έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου». Στο δεξιό μέρος εικονίζεται η «Πόλις». Μπροστά, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, γυναικεία μορφή που φαίνεται να τον παρακαλεί (η μητέρα του;). Στην υπογραφή αναφέρεται πάλι ως «Φαναργιώτης». Στην ίδια χρονιά (1933) χρονολογείται πιθανότατα μια Νεκρή Φύση (18), ένα επιτραπέζιο θέμα, ενώ στον τοίχο κρέμεται ένας άλλος πίνακας με γυναικείο γυμνό ανάμεσα σε δύο πρισματικά βουνά. Τα αντικείμενα στο τραπέζι μπορούμε να πούμε ότι έχουν απόηχους της Σεζανικής πολυεστιακής προοπτικής, ενώ το γυμνό αποδίδεται με τη «βυζαντινή» αντίληψη, αν και τονίζεται το στήθος, στοιχείο που θα αποτελέσει χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπερρεαλιστικής ζωγραφικής του.

Ένας άλλος δημιουργός που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον κύκλο του Κόντογλου (19) ήταν ο Αρχιτέκτονας Σινάν, (20) που ο Ν. Εγγονόπουλος τον ζωγράφισε στα 1934 με πολυώροφο σαρίκι, με το διαβήτη στο ένα χέρι και ειλητάριο στο άλλο με «σχέδιον του τσαμιού». Στο πρόσωπο ο Εγγονόπουλος προτιμά σχεδόν τη διχρωμία, δηλαδή σε σκούρο καστανό προπλασμό τα φωτισμένα τμήματα προβάλλονται με ανοιχτούς τόνους όμπρας. Η σύγκριση ανάμεσα στο έργο του Κόντογλου και του Εγγονόπουλου, που δεν παρουσιάζουν καμιά εικονογραφική ή και μορφολογική ομοιότητα, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η σχέση δασκάλου-μαθητή, που άφηνε μεγάλη ελευθερία στον δεύτερο.

Ο σημαντικότερος, ή, έστω, ένας από τους δύο σημαντικότερους πίνακες του βυζαντινού Εγγονόπουλου είναι η μεγάλη, σχεδόν ολόσωμη, Αυτοπροσωπογραφία (21) του 1935, που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη. Κύριο εικαστικό γνώρισμα του σημαντικού αυτού έργου είναι η απόλυτη σχεδόν επιπεδικότητα και τα πλακάτα αδιαβάθμητα φωτεινά χρώματα• αισθητική αντίληψη εντελώς διαφορετική από αυτή του δασκάλου του. Στο κέντρο δεσπόζει η όρθια (μέχρι τα γόνατα) μορφή του Εγγονόπουλου, με τη σε ζεστή ώχρα χρωματισμένη ρόμπα του ζωγράφου. Χαρακτηριστικά τα κόκκινα, σαν φλόγες, μαλλιά του και τα γυαλιά του. Κρατάει τα σύνεργα της τέχνης• πινέλο στο δεξιό και παλέτα στο αριστερό χέρι. Πίσω του, έντονα σχηματοποιημένη η Ακρόπολη από τη μια και ο λαϊκότροπος κρατήρας στην αριστερή πλευρά. Ο χώρος είναι ασαφής. Ενώ φαίνεται ότι εικονίζεται το ύπαιθρο, το χρώμα είναι εσωτερικού χώρου. Αυτή η ενότητα του χώρου είναι γνώρισμα της βυζαντινής τέχνης. (22) Εδώ όμως, με την κουρτίνα που κρέμεται μπροστά από την Ακρόπολη, η απόλυτα επίπεδη, χωρίς καμιά προοπτική βράχυνσης, απόδοση των τραπεζιών δίνουν στον πίνακα μια πρώιμη υπερρεαλιστική διάθεση. Ο γεννημένος υπερρεαλιστής ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος αποκαλύπτει την καλλιτεχνική προσωπικότητά του ήδη σ' αυτήν την πρόδρομη αυτοπροσωπογραφία.

Ο ποιητής Ιάσων Κλεάνδρου -γνωστός και από το ποίημα του Καβάφη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου• ποιητού εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ.» - είναι το θέμα ενός μικρών διαστάσεων πίνακα που ζωγραφίζει την ίδια χρονιά (1935). Έχει τον τίτλο «Η θυσία του ποιητή Ιάσωνος Κλεάνδρου εν Κομμαγηνή (22α) . Στο κέντρο, βωμός με μαχαίρι και μπροστά του κριάρι. Αριστερά, ο ποιητής σε στάση και μορφή προφήτη, και δεξιά του δύο νέοι, σαν Απόστολοι, συνομιλούν. Πίσω υψώνονται τριγωνικού σχήματος βουνά και στο άνοιγμά τους φανταστικός τετράγωνος πύργος. Ο αν. καθηγητής Δ. Ράιος, στο βιβλίο (23) του για το ποίημα του Καβάφη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου• ποιητού εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ.», συσχετίζει (24) εικονογραφικά τον πίνακα του Εγγονόπουλου με τη μεταβυζαντινή παράσταση της θυσίας του Αβραάμ. Δίδει δε στην παράσταση την ερμηνεία που προτείνει ο ίδιος για την ανάγνωση του ποιήματος του Καβάφη, υποστηρίζοντας ότι «ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος... πρέπει να είχε συλλάβει ένα κομμάτι από το κρυμμένο βάθος του κειμένου του αλεξανδρινού ποιητή, καθώς η ζωγραφική σύνθεση συνδυάζει φανερά στοιχεία από την θυσία του Αβραάμ και την "ανανεωτική θυσία του κριαριού" από την Μήδεια με υπαινικτικό συμβολισμό το ξανάνιωμα του Ιάσονα με την ίδια μέθοδο».(25)

Ο Σώστρατος ο Κνίδιος, ο μέγας αρχιτέκτων είναι μια από τις πιο πλούσιες και πολυπρόσωπες (έστω και σε διαφορετική κλίμακα) συνθέσεις του Εγγονόπουλου, μέσα από το πνεύμα της συνθετικής αντίληψης του Κόντογλου (26), που κι αυτό κατάγεται από τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες, στις οποίες το κύριο κεντρικό θέμα (27) πλαισιώνεται από σκηνές του βίου του Αγίου που εικονίζεται στο κέντρο. Ο Σώστρατος παριστάνεται όρθιος, με το δεξί χέρι σε στάση ομιλίας, ενώ με το αριστερό κρατά ειλητό με την επιγραφή: «Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοίς σωτήρσιν υπέρ των πλωϊζομένων». Πατά σε ερυθρωπή πλάκα πάνω στη θάλασσα, μέσα στην οποία ζωγραφίζεται ο Ποσειδώνας με την τρίαινα στο ίδιο σχεδόν χρώμα με τη σκουρόχρωμη θάλασσα, τρία ιστιοφόρα κι ένα τεράστιο κόκκινο ψάρι. Το μαρμάρινο υποπόδιο και ο ενάλιος γέροντας εικονογραφικά θυμίζουν παραπληρωματικά στοιχεία της εικόνας της Βάπτισης του Χριστού.

Πίσω από την κεντρική μορφή του αρχιτέκτονα ιστορούνται, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, δεξιά του οι εργάτες που χτίζουν ψηλό ορθογώνιο πύργο, ενώ αριστερά του ο πύργος έχει τελειώσει και στο δώμα του έχει αναμμένη φωτιά. Πρόκειται για το φανό που ανήγειρε ο Κνίδιος αρχιτέκτων επί Πτολεμαίου Σωτήρος στο νησί Φάρος. Ο πύργος με το φανό ονομάστηκε και αυτός «φάρος», (28) κι έτσι καθιερώθηκε η ονομασία για όλους τους φανούς των λιμανιών, των ακρωτηρίων κ.λπ.

Το έργο, ανυπόγραφο και αχρονολόγητο, δείχνει την ευρεία αρχαιογνωσία του Εγγονόπουλου, αλλά και την αγάπη του για την αρχιτεκτονική - που την επιβεβαίωσε με τις θαυμάσιες απεικονίσεις των παραδοσιακών και νεοκλασικών σπιτιών.(29) Διακρίνεται για τον πλούτο της σύνθεσης, τη φινέτσα του σχεδίου, την ευγένεια στο πλάσιμο του προσώπου και τα ευφρόσυνα αρμονικών τόνων χρώματα.

Στη δεκαετία του '30 θα μπορούσαν να ενταχθούν και κάποια μη χρονολογημένα έργα, όπως ο Άγιος Μελέτιος, ο εν τω όρει της Μυουπόλεως ασκητέψας, «γέρων σγουροκέφαλος, έχων γενειάδα όμοια Γρηγορίου του Θεολόγου», (30) δηλαδή «πλατυγένης, σγουράς έχων τας τρίχας», καθώς και ο νεαρός φεσοφόρος Χρύσανθος, με το μουστάκι που μόλις ανθίζει στο πανωχείλι του. Ενδιαφέρον ζωγραφικό παρουσιάζει η χρήση πράσινης σκιάς (31) στην παρειά του ερυθρωπού προσώπου του.

Στη δεκαετία του '40 τα έργα της βυζαντινίζουσας τεχνοτροπίας περιορίζονται πολύ. Στις αρχές και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής ζωγραφίζει (1942) τον ναυμάχο της Επανάστασης του '21, τον Μιαούλη , συνδυάζοντας στοιχεία από τη βυζαντινή του θητεία αλλά και την υπερρεαλιστική του δημιουργία. Το πρόσωπο, τα χέρια, αλλά μέχρι ενός σημείου και τα ενδύματά του, δουλεύονται με τη σκληρή «βυζαντινή» γραφή, και το πρόσωπο μάλιστα με δυνατές αντιθέσεις και σχηματοποιήσεις. Τα σύννεφα όμως στο γαλάζιο αδιαβάθμητο ουρανό είναι τα σπαθάτα σύννεφα της υπερρεαλιστικής του τοπιογραφίας.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι το δεύτερο σίγουρα χρονολογημένο (1948) έργο της περιόδου αυτής. Ο αγαπημένος ποιητής αποδίδεται από μια φωτογραφία που έδωσε ο Τόμπρος στον Εγγονόπουλο, όταν ο Καβάφης ήταν άρρωστος στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. «Ήταν πολύ καταπονημένος -γράφει ο Εγγονόπουλος (32)- αλλά είχε μια φλόγα μέσα του, αυτή τη θεϊκή φλόγα. Και αυτή τη φωτογραφία δεν ήθελα να την αφήσω έτσι και με τον πίνακα μου την καθάρισα».

Ο ποιητής παριστάνεται κατ' ενώπιον, μέχρι τη μέση, με πλούσια μαλλιά και χαρακτηριστική χειρονομία με το αριστερό χέρι. Φοράει μεγάλο πράσινο μαντίλι στο λαιμό και καρό κόκκινο σακάκι. Το πρόσωπο του πλάθεται με τη βυζαντινοπρεπή τεχνική των λευκών γραμμών που χαρακτηρίζει τα φυσιογνωμικά του γνωρίσματα. Πίσω υπάρχει τμήμα τοιχογραφίας με άνδρα πού κρατάει ειλητό, με το κείμενο: «Δόκιμε Σοφιστή που απέρχεσαι εκ Συρίας και περί Αντιοχείας σκοπεύεις να συγγράψεις». Η επιγραφή ΚΩΝΣΤ. ΚΑΒΑΦΗΣ γράφεται με κλασικά στοιχεία.

Στη δεκαετία του '40 πρέπει να ανήκει και η εικόνα Άρχων Μιχαήλ στηθαίου με πλούσια πολεμική εξάρτυση.

Ο Δαίδαλος, έργο του 1949, είναι ένα από τα επίσης πολυδημοσιευμένα (33) έργα του Εγγονόπουλου. Συνδυάζει τα βυζαντινά με τα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Ο μυθικός ήρωας βαδίζει προς τα αριστερά, κρατώντας με το αριστερό χέρι ειλητάριο και με το δεξιό διαβήτη. Πίσω, στρογγυλός πύργος και τείχος, ουρανός με σύννεφα και ελληνική σημαία με αστέρι. Το πρόσωπο και τα γυμνά πόδια πλάθονται με τεχνική που βρίσκεται πολύ κοντά στη «βυζαντινή», με κάποιες διαφοροποιήσεις στην πινελιά - που περιγράφει περισσότερο φυσικά τα μέλη του σώματος. Το χρώμα σκληραίνει. Τα ενδύματα χρωματίζονται με έντονο κόκκινο (ιμάτιο) και γαλάζιο (χιτώνας), χρώματα που χρησιμοποιεί στις υπερρεαλιστικές του συνθέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση ζωγραφίζεται ο ουρανός και τα σύννεφα. Αλλά ο πύργος ίσως φέρνει επιδράσεις από τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο.

Ανάλογους συνδυασμούς εμφανίζει και η Βενετία, με μεγαλύτερη υποχώρηση των «βυζαντινών» στοιχείων.

Η δεκαετία του '50 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη παραγωγή σε εικόνες και σε κοσμικά θέματα, σημειώνοντας όμως και το τέλος αυτής της καλλιτεχνικής παραγωγής του Εγγονόπουλου, με δυο τρεις εξαιρέσεις στις αρχές του '60.
Στα 1951 ιστορεί τον Αλβανό ήρωα Σκεντέρμπεη (34), με επιδράσεις από τη λαϊκή γλυπτική των ακρόπρωρων.

Στα 1952 ζωγραφίζει τις περισσότερες εικόνες. Στην Ελλάδα έχουμε τις εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος (σελ. 53), με καθαρά χρώματα, και τον Ευαγγελιστή Λουκά (34α), με ανοιχτά χρώματα και πλούσιο αρχιτεκτονικό βάθος. Ο Λουκάς, Ευαγγελιστής αλλά και ζωγράφος, στο ανοιχτό βιβλίο στο αναλόγιό του, στην αριστερή σελίδα γράφει την αρχή του Ευαγγελίου του, ενώ στη δεξιά υπάρχει, από το ζωγραφικό έργο του, η εικόνα της Οδηγήτριας. Υπάρχει μια ακόμη εικόνα του Αγίου Νικολάου, που εικονίζεται μέχρι τους ώμους, ακολουθώντας τον καθιερωμένο προσωπογραφικό τύπο, με τη φαλάκρα και τα σχετικά κοντά, στρογγυλά γένια. Το πλάσιμο του προσώπου εκκινά από την Κρητική Σχολή, αλλά είναι πολύ πιο αδρό, ενώ και οι λευκές γραμμές κάτω από το αριστερό μάτι έχουν πολύ μεγαλύτερη της Κρητικής Σχολής ένταση. Έτσι το έργο παίρνει ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα.

Την ίδια χρονιά (1952) πραγματοποιεί το πιο ολοκληρωμένο έργο του στην εκκλησιαστική ζωγραφική. Αναλαμβάνει να ιστορήσει τις εικόνες του τέμπλου για την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στη Νέα Υόρκη. Σχεδιάζει το δωδεκάορτο για το επιστήλιο, προσθέτοντας στα θέματα και τα Εισόδια της Θεοτόκου στην αρχή. Ακολουθούν ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Υπαπαντή, η Βάπτιση, η Μεταμόρφωση, η Βαϊοφόρος, η Σταύρωση, η Ανάσταση στον ορθόδοξο τύπο της (εις Άδου Κάθοδος), η Ανάληψη, η Πεντηκοστή, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Ιστορεί ακόμη το Μυστικό Δείπνο, τα Λυπηρά (Σταύρωση, Παναγία, Ιωάννης), καθώς και τον Ευαγγελισμό για τα βημόθυρα (35). Εικονογραφικά ακολουθούν τον αυστηρό ορθόδοξο εικονογραφικό τύπο με το δογματικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται ιδιαίτερα σε σκηνές που είχαν, ακόμη και στον ελλαδικό χώρο, από τη μεταβυζαντινή περίοδο αλλοιωθεί, όπως στη Γέννηση, στην οποία ο Εγγονόπουλος τοποθετεί έξω από το σπήλαιο τον αμφιβάλλοντα Ιωσήφ, ή στην Ανάσταση, που πάλι ο ζωγράφος μας αποδίδει με τη δογματική και συμβολική παράσταση της «Εις Άδου Καθόδου».

Τα χρώματα των εικόνων είναι πυκνά, πλακάτα και αυστηρά (36).
Η προσωπογραφία του Αλ. Παπαδιαμάντη (37), ζωγραφισμένη στα 1953, αποτελεί ίσως την πιο επιτυχή απόδοση του συγγραφέα, που συνιστά ίσως την πιο ανθεκτική συνέχεια της ορθόδοξης παράδοσης στη νεότερη εποχή. Ο Παπαδιαμάντης αποδίδεται σε στάση που θυμίζει Απόστολο (από την Κοίμηση της Θεοτόκου), με ηπιότερες από τα προηγούμενα έργα τις αντιθέσεις φωτεινών και σκιασμένων τμημάτων στο πρόσωπο, στοιχείο που βοηθά στην πιο ειρηνική διάπλαση της μορφής. Το βουνό με το εκκλησάκι στο βάθος παραπέμπει στην ατμόσφαιρα και το χώρο των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Η θάλασσα, ο ουρανός και τα σύννεφα συνδέονται με το σύγχρονο υπερρεαλιστικό έργο του Εγγονόπουλου.

Το πρόσωπο του Οδυσσέα Ανδρούτσου , που ζωγραφίζεται την ίδια χρονιά, πλάθεται με αδρότερο τρόπο, έτσι ώστε να αποδίδεται εναργέστερα η ηρωική του υπόσταση. Μια άλλη προσωπογραφία Ήρωα (1953) αποδίδει τον εικονιζόμενο με χαμηλότερους τόνους. Υπάρχει και τρίτη προσωπογραφία μυστακοφόρου άνδρα, του Μερκούριου Μπούα, με καπέλο στολισμένο με φτερά. Σκληρή είναι η αντίθεση των τονικών διαβαθμίσεων στην κεφαλή του Πυθαγόρα (1954), που μοιάζει με μορφή ασκητή.

Ακολουθούν πίνακες μικρών διαστάσεων, με θέματα είτε από την αρχαιότητα, όπως ο Ορφεύς (1957), με σύγχρονά μας όμως φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, είτε από τη σύγχρονη ζωή, όπως ο Αρραβών (1954), με ισχυρές υπερρεαλιστικές επιδράσεις, είτε εικόνες όπως μια Παναγία , ή ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος , με τεχνική που χρησιμοποιεί λεπτότερες λευκές γραμμές δίνοντας ιδιαίτερη ευγένεια στην έκφραση.

Μεγαλύτερων διαστάσεων είναι ένας αρκετά αινιγματικός πίνακας που παριστάνει Ναύτη με λουλούδι και με περίεργο κάλυμμα στο κεφάλι σε απόχρωση ώχρας. Η βυζαντινή θητεία του Ν. Εγγονόπουλου κλείνει με ένα ακόμη πορτρέτο του Σκεντέρμπεη (1963), με περικεφαλαία και χρώματα που πλησιάζουν στο χαλκό, καθώς και με μια μικρή Νεκρή Φύση (1964), που θυμίζει τη «Νεκρή Φύση» που είχε ζωγραφίσει πριν από τριάντα χρόνια.

***

Η συνοπτική διαδρομή τριάντα χρόνων έδειξε πως ο κορμός της εικαστικής δημιουργίας του Ν. Εγγονόπουλου, του πάλαι ποτέ «Φαναργιώτη», διατρέφεται από τους χυμούς της βυζαντινής τέχνης, δίνοντας άλλοτε αυτοτελείς αγλαούς καρπούς και άλλοτε λειτουργώντας σαν μόσχευμα, που επιδρούσε -συχνά- στο επαναστατικό έργο του. Βέβαια, η βυζαντινή τέχνη σαν ουσιαστική λειτουργία δεν είναι μόνο μορφολογία. Είναι στάση ζωής με εσχατολογικές προοπτικές. Έτσι λειτούργησε στον Κόντογλου. Για τον Εγγονόπουλο δε θα μπορούσαμε να πούμε ίσως κάτι ανάλογο. Λειτούργησε κυρίως ιστορικά και μορφολογικά, ανοίγοντας μια νέα όραση, αδέσμευτη από τη ρασιοναλιστική αντίληψη της προοπτικής, προετοιμάζοντας το δρόμο για μια υπέρλογη προσέγγιση του κόσμου. Για τη Βυζαντινή Τέχνη αυτό το υπέρλογο καταλήγει στο Λόγο. Για τον υπερρεαλιστή ζωγράφο και ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο δεν ξέρουμε στο άδυτο της ψυχής του τί διαδραματίστηκε. Ξέρουμε όμως ότι με το έργο του βοήθησε πολλούς Νεοέλληνες να κοιτάξουν την παράδοσή μας χωρίς μειονεξίες, και χάρισε έργα χαριτόβρυτα, που πλουταίνουν την εικαστική μας παρακαταθήκη.

Νοέμβριος 2001.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ο Εγγονόπουλος συχνά χαρακτηρίζει τον εαυτό του «Φαναριώτη» -όπως τον ονόμαζε και ο Φ. Κόντογλου στην προσωπογραφία που ζωγράφισε-, αλλά και «Αλβανό». Βλ. Ν. Ζία, Φ. Κόντογλου ζωγράφος, έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1991,.
2. Α. Εμπειρίκος, «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», Τετράδιο Τρίτο, Δεκέμβριος 1945, σ. 36.
3. Αλ. Ξύδης, Νίκος Εγγονόπουλος, «Ένας Έλληνας υπερρεαλιστής ζωγράφος», Τετράδιο Τρίτο, Δεκέμβρης 1948, σελ. 41, και αναδημοσίευση: Προτάσεις για την ιστορία της Νεοελληνικής τέχνης, τόμ. Α', Ολκός, Αθήνα 1976, σελ. 152.
4. Ο Στ. Μπουλανικιάν, στο Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. 2, Μέλισσα, στη σελ. 255 αναφέρει έργα του ζωγράφου με βυζαντινές επιδράσεις. Ενώ ο Α. Κασταλλιώτης (Σύγχρονη Σκέψη, Φεβρ. 1977) υποστηρίζει ότι «οι πίνακές του είναι η σουρρεαλιστική μετάπλαση της βυζαντινής ζωγραφικής».
5. Ν. Εγγονόπουλος, «Αλ. Παπαδιαμάντης», '53. Βλ. Ν. Ζία, «Οι προσωπογραφίες του Παπαδιαμάντη», στον τόμο Φώτα ολόφωτα, ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1981, σελ. 374, 375-376.
6. Ν. Λοϊζίδη, Ο υπερρεαλισμός στη Νεοελληνική Τέχνη. Η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου, Νεφέλη 1984, σελ. 46, 132,134,138,162.
7. Ν. Ζίας, «Βυζαντινές καταβολές στη ζωγραφική του Ν. Εγγονόπουλου», περ. Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκέμβριος 1985, σελ. 22-23.
8. Το κείμενο της διάλεξης δημοσιεύθηκε αρχικά στο περ. Επιθεώρηση Τέχνης '99, Μάρτης 1963, σελ. 193-197. Αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Ν. Εγγονόπουλου Πεζά κείμενα, έκδ. "Υψιλον/βιβλία, σελ. 37-47.
9. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, έκδ. "Υψιλον/βιβλία, σελ. 40-41.
10. «Για τον Κόντογλου», στον τόμο Μνήμη Κόντογλου, έκδ. Αστήρ, 1975' επανέκδοση στα Πεζά Κείμενα, σελ. 66.
11. «Για τον Φώτη Κόντογλου», περ. Ζυγός, 31, Σεπτ.-Οκτ. 1978, σελ. 13• αναδημοσίευση στα Πεζά Κείμενα, σελ. 114.
12. Πρβλ. Ν. Ζία, Φώτης Κόντογλου ζωγράφος, έκδοση Εμπορικής Τραπέζης, 1992, σελ. 48-51, «Ή Βυζαντινή άνοιξη της νεοελληνικής διανόησης».
13. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, έκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1987, σελ. 72.
14. Ένα χρόνο αργότερα θα τον χαρακτηρίσει «Φαναργιώτη» ο Φ. Κόντογλου στο πορτρέτο που τον ζωγραφίζει (Συλλογή Ρ. Κοψίδη). Βλ. Ν. Ζία, Φώτης Κόντογλου ζωγράφος.
15. Το σχέδιο δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα του Χάρτη, τεύχ. 25/26, Νοέμ. 1988, σελ. 2.
16. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, σελ. 41.
17. Πρόκειται για το γνωστό σατιρικό ποιητή Πτωχοπρόδρομο του 12ου αι., που αναθεματίζει τα γράμματα, καθώς δεν του έδωσαν τη δυνατότητα να ζήσει με κάποια άνεση.
18. Το έργο έχει δημοσιευθεί στους Έλληνες Ζωγράφους, τόμ. 2, σελ. 25, πίν. 3, και στο περ. Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκ.1985, σελ. 22, με χρονολόγηση εσφαλμένη στα 1936. Το τελευταίο γράμμα της χρονολογίας πρέπει να είναι Γ. Έτσι, άλλωστε, μπορεί να περιλαμβάνεται και στην αυτοπροσωπογραφία του 1935.
19. Ο Κόντογλου είχε ζωγραφίσει τον Σινάν στα 1932. Βλ. Ν. Ζία, Φώτης Κόντογλου ζωγράφος, πίν. 97. 
20. Ο Σινάν είναι ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της Οθωμανικής Τουρκίας. Γεννήθηκε στην Καππαδοκία στα 1488 από Έλληνες γονείς και εξισλαμήθηκε αργότερα. Έργο του είναι το περίφημο Σουλεϊμανέ Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη.
21. Το έργο έχει δημοσιευθεί πολλές φορές, όπως: Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. 2, σελ. 253, πίν. 1• Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκ. 1985, σελ. 31, Χάρτης, τεύχ. 25/26, Νοέμ. 1988• εξώφυλλο, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, σελ. 605 κ.α.
22. Στην απεικόνιση του Μυστικού Δείπνου βλέπουμε σε πρώτο επίπεδο τους Αποστόλους στο υπερώο και σε δεύτερο την πρόσοψη κτιρίων, σαν η σκηνή να διαδραματίζεται στο ύπαιθρο.
22α. Το έργο δημοσιεύθηκε στο τεύχος της Καθημερινής «Επτά ημέρες». 25-5-1997, σελ., 25.
23. Δημήτρης Κ. Ράιος, Κ. Π. Καβάφης Μελαγχολία, του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού• εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ. Ερμηνευτική προσέγγιση, Ιωάννινα 2001. (Στο εξώφυλλο δημοσιεύεται ο πίνακας του Εγγονόπουλου.)
24. Συσχετισμός του πίνακα με το ποίημα του Καβάφη γίνεται και στο διδακτικό Εγχειρίδιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Ενιαίου Λυκείου των Κ.Η. Ακριβού - Δ.Π. Αρμάου, Αθήνα 1999, σελ. 66-68.
25. ό.π., σελ. 74-75.
26. Πρβλ. τις συνθέσεις του Φ. Κόντογλου με τον Βρούτο. Ν. Ζίας, Φ. Κόντογλου ζωγράφος, πίν. 89-93.
27. Οι εικόνες, π.χ., των Αγ. Νικολάου, Γεωργίου, Ιωάννη του Πρόδρομου κ.ά. έχουν στο πλαίσιο εικόνες από το βίο και τα θαύματά τους. Βλ. Ν. Ζία, «Εικόνες του βίου και της κοιμήσεως του Αγ. Νικολάου», Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περ. Δ', τόμ. Ε', 1966-69, σελ. 275-296, πίν. 104-113.
28. Βλ. Α. Ραγκαβή, Αρχαιολογικόν Λεξικόν, εν Αθήναις 1889, σελ. 1446, όπου και οι παραπομπές στους αρχαίους συγγραφείς Στράβωνα, Πλίνιο κ.ά.
29. Για τις απεικονίσεις αυτές των σπιτιών ο Δ. Πικιώνης έλεγε: «Τα σπίτια του Εγγονόπουλου ψυχογραφίες σπιτιών». Η Καθημερινή, «Επτά Ημερες», σελ. 22-25,1997, σελ. 27.
30. Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, εν Πετρουπόλει, 1909, σελ. 293 (πηγές Ερμηνείας). Ο Εγγονόπουλος γνώριζε καλά την «Ερμηνεία» και την έχει χρησιμοποιήσει στο ποίημα του «Όρνεον 1748», όπως έδειξε ο Α. Μπελεζίνης στην ωραία του μελέτη «Η "Ερμηνεία" του Διονυσίου του εκ Φουρνά ως "έρμηνεύον" κειμένων του Ν. Εγγονόπουλου, δοκίμιο διακειμενικότητας», περ. Χάρτης, 25/26, Νοέμ. 1988, σελ. 126-149.
31. Η βυζαντινή ζωγραφική, και κυρίως κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο και κατά την παλαιολόγεια, χρησιμοποιεί συχνά αυτόν το ζωγραφικό τρόπο, που θα συστηματοποιήσει αιώνες αργότερα ο ιμπρεσιονισμός.
32. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, σελ. 77.
33. Το έργο έχει δημοσιευθεί στα: Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. 2, σελ. 269, πίν. 13• Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκ. 1985, σελ. 20.
34. Ο Γιώργος Καστριώτης (1403-1468), από τη Βόρεια Αλβανία, γεννήθηκε χριστιανός, εξισλαμήθηκε, ονομάστηκε «Σκεντέρμπεης», αλλά επέστρεψε στο χριστιανισμό και αγωνίστηκε για την αναχαίτιση της τουρκικής κυριαρχίας στη Βαλκανική.
34α. Η εικόνα δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, «Επτά Ήμερες». 25-5-1997, σελ. 28.
35. Τα σχέδια των Εικόνων δημοσιεύθηκαν για πρώτη -απ' όσο γνωρίζω- φορά στο βιβλίο: Ν. Εγγονόπουλος, Σχέδια και χρώματα, έκδ. "Υψιλον/βιβλία, Αθήνα 1996, εικ. 177-183.
36. Βλ. έγχρωμη λεπτομέρεια από τα πόδια του Αρχάγγελου Γαβριήλ, με την υπογραφή και τη χρονολογία: Ν. Εγγονόπουλος, έτος, ό.π., εικ. 177.
37. Δημοσιεύθηκε στον τόμο Φώτα ολόφωτα του ΕΛΙΑ.

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΕΔΕΜ, ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

(Μικρὸ κι ἄτεχνο σχόλιο στὴν ἔκθεση ζωγραφικῆς τῆς Ξένης Εὐ. Μαρλίτση)
«Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις, καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα. Ἰδὼν Ἀδὰμ τὸν Ἄγγελον, ὠθήσαντα, καὶ κλείσαντα τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν, ἀνεστέναξε μέγα, καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα. Συνάλγησον Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι, καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστην, μὴ κλείσῃ σε. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα. Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ὁ δι' Ἀδὰμ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευσον Θεὸν διὰ τὸν παραπεσόντα. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα»
(Τριώδιον, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Οἶκος)

Ἡ νέα ἔκθεση, ποὺ μὲ πολὺ κόπο καὶ μεράκι, ἀλλὰ καὶ ἐμφανῆ αἰσιοδοξία παρουσιαζει στὸν χῶρο τοῦ Σινε-Ὀρφεύς, τῆς Χώρας τῆς Σκοπέλου, τῆς πατρίδας της δηλ. ἡ νέα καλλιτέχνις καὶ ταλαντοῦχος ζωγράφος, ἡ Ξένια Εὐ. Μαρλίτση, ἔρχεται μὲν νὰ συμπληρώσει κάποιες προηγούμενες ἐκθέσεις της, ἀλλὰ καὶ ν᾿ ἀποδείξει μετ’ ἐμφάσεως κανῆς τὴν ριμότητα τῆς Σκοπελίτισσας εἰκαστικοῦ. Μιὰν ὠριμότητα ποὺ φαίνεται πιὰ μέσα στὰ νέα της ἔργα, ἀλλὰ καὶ στὸν τίτλο ποὺ τοὺς ἔδωσε : «Ἐδὲμ τοῦ βαθους».
Στ' ἀλήθεια, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ ν᾿ ἀποκαλύψει ἡ ζωγράφος; Ποιό, δηλαδή, μήνυμα ἀκτινοβολοῦν τὰ ἔργα της καὶ ποιὰ ἡ σχέση τους μὲ τὴν βιβλικὴ Ἐδέμ.
Ἀρχικὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Κόσμο «καλὰ λίαν» ( Γεν. 1, 31) κι ἐκεῖ ἔθεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζε. Μόνο ποὺ αὐτὴ τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος τὴ λησμόνησε γρήγορα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσει τὸν Παράδεισο. Τὸν Παράδεισο ποὺ ἀπὸ τότε ἀναζητεῖ, γιατὶ ὅταν ἔφυγε ἀπὸ μέσα καταλαβε τί ἔχασε. Ἄλλωστε καὶ τὸ παραπάνω ἐκκλησιαστικὸ κείμενο ποὺ παρατίθεται φανερώνει αὐτὴ καθαυτὴ τὴ θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ Ἀδὰμ.
Προσέχοντας τώρα τὰ πρόσωπα τὰ ποῖα μᾶς παρουσιαζει ἡ ζωγράφος θὰ παρατηρήσουμε πὼς εἶναι ἀπόλυτα συντονισμένα μὲ αὐτὴ τὴ θλίψη, τὴ σιωπή, τὸν προβληματισμό, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ Ἀδάμ. Ὅ, τι δηλ. περιγραφεται στὸν Οἶκο1 τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, τῆς Κυριακῆς δηλ. ποὺ θυμόμαστε τὸν Παράδεισο ποὺ ἔχασε ὁ προπάτοράς μας, ὁ Ἀδάμ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἔκθεση αὐτὴ ἔχει τὶς μεταφυσικές της προεκτάσεις, ἀφοῦ ἐμφανῶς μαρτυρεῖ, μέσω τῶν ἔργων τῆς ζωγράφου, τὸ μεγαλο ζητούμενο τοῦ κάθε ἀνθρώπου: Τὴν ἐπιστροφή του στὸν Κῆπο τῆς Ἐδὲμ, στὸν Παράδεισο δηλ., ὅπου τὸ φυτικὸ καὶ ζωϊκὸ βασίλειο θὰ τὸν συντροφεύει καὶ θὰ τοῦ χαρίζει εἰρήνη καὶ φῶς. Ἕνα φῶς ποὺ θὰ καταγαύσει τὰ σκοταδια τοῦ ψυχισμοῦ του. Φῶς, ὅπως αὐτὸ ποὺ ἐκπέμπουν τὰ χρώματα μὲ τὰ ποῖα ἡ ζωγράφος προσπαθεῖ νὰ τονίσει τὶς ἀντιθέσεις: Τῆς θλίψης καὶ τῆς μελαγχολίας τῶν προσώπων μὲ τὰ φωτεινὰ χρώματα ποὺ εἶναι ντυμένα ὅλα τὰ ἄλλα. Γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ πολυχρωμία, ἡ προσπάθεια δηλ.τῆς Ξένης νὰ ἀποκωδικοποιήσει τὸ Κάλλος, τὸ Ὡραῖο, τὸ Ὑπέροχο καὶ ἀπερίγραπτο τοῦ Κόσμου, τοῦ Κόσμου Δημιουργία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀπάντησή της στοὺς καιρούς μας, ὅπου ἡ Ἐδὲμ, δυστυχῶς, ἐσκεμμένα μεταποιεῖται σὲ ἄλλους «παραδείσους». Παραδείσους ἐφήμερους καὶ εἰκονικούς, ποὺ στὸ βαθος τους κρύβεται ἡ ἀπόγνωση καὶ ὁ θάνατος κι ὄχι ὁ Θεὸς τῶν οίκτιρμῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας.
Εἶναι, λοιπόν, κι αὐτὴ ἡ δουλειά τῆς Ξένιας τόσο ὑπέροχη, ὅπως καὶ οἱ προηγούμενες, γι’ αὐτὸ μὲ συγκίνση, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τῆς ἀναφέρουμε πὼς τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος, ὄχι μονάχα γιατὶ τιμᾶ τὴν Τέχνη, ἀλλὰ πρωτίστως ἐπειδὴ τιμᾶ τὴν πατρίδα της, τὴ Σκόπελο, ἡ ὁποία ἔχει ἀναγκη τέτοιων ἀνθρώπων. Ἀνθρώπων που θὰ ὑψώσουν τὸ πνεῦμα πάνω ἀπὸ μικρότητες, ἀπάνθρωπους ἀνταγωνισμοὺς καὶ διακονία τῆς ὕλη μονάχα.
Εὐχὴ ὅλων μας δὲ ἡ καλὴ κι εὐλογημένα θεοφώτιστη συνέχεια.
π. κ.ν.κ


1 Οἶκος= τμήμα τοῦ Κοντακίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ὑμογραφικὴ συνθεση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ Προοίμιο ( εἰσαγωγή) καὶ τὸ σύστημα στροφῶν, οὺ λέγονται οἶκοι.
 

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Γιάννη Ρηγόπουλου: Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΟΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ


Περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 56, Σεπτέμβριος 1995, σσ. 102-106


Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Αρχιμανδρίτου Διονυσίου Λυκογιάννη: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΑΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ


[Αναδημοσίευση από τα Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β' Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 563-582]

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Για το βιβλίο της Κλεοπάτρας Λυμπέρη “Η Ταφή του Κόμητος Οργκάθ”, εκδ. Γαβριηλίδης, 2015

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Εν πρώτοις το εξώφυλλο και ο τίτλος. Όχι απλώς εντυπωσιακά, αλλά αγκίστρια δυνατά. Η Ταφή του Κόμητος Οργκάθ. Τίτλος έργου και πίνακας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου - το πρώτο επίπεδο του πίνακα. Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη με αυτό το κείμενο κάνει μεγάλη βουτιά στα πολύ βαθιά για να ανακαλύψει πράγματα μέσα από τη μελέτη του πίνακα. Σαν να είναι μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και της μοίρας της, σαν ο Θεοτοκόπουλος σε ένα πρώτο επίπεδο μας έδωσε το ιστορικό γεγονός και τις προεκτάσεις του, αλλά αλλού ήταν ο στόχος του. Ο Θεοτοκόπουλος για τον εαυτό του και η Λυμπέρη δι' εαυτήν.

Από την αρχή φαίνεται ότι διαδραματίζει ρόλο σ’ αυτή την ενδοσκόπηση ο «πατέρας». Ο «πατέρας» έδειχνε ενδιαφέρον για τον ουρανό, στην αρχή· για τη Γη αργότερα. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ακολουθεί την αντίθετη πορεία από τη χωροταξική διάταξη του πίνακα που το βλέμμα κερδίζει η γη, Η ταφή, και έπειτα η μέση και η αποθέωση, ο Ουρανός. Ωστόσο, Ουρανός και Γη επικοινωνούν, όπως ο άνθρωπος κάτω με τα όνειρά του, τα οποία είθισται να τα τοποθετούμε ψηλά. Ο καλλιτέχνης «πατέρας» ενδιαφέρεται για τις κρυφές πτυχές και βαθύτερες σκοπιμότητες της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα, λέει, δεν είναι επίπεδη, δεν εξαντλείται στο φαίνεσθαι μόνο, αλλά υπάρχει και το κάτι αθέατο, όπως η συνείδηση του ανθρώπου, που και αυτή αθέατη είναι αλλά υπαρκτή. Κάθε σκέψη για να αναπτυχθεί χρειάζεται σώμα. Εν αρχή το σώμα, λοιπόν. Μ’ αυτό ζούμε, μ’ αυτό αισθανόμαστε, μ’ αυτό δημιουργούμε, σκεφτόμαστε, στοχαζόμαστε και όταν πεθάνει αυτό πεθαίνουμε κι εμείς.

Από τη δική του έρευνα, ο «πατέρας» έχει καταλήξει σε μερικές βεβαιότητες, ανάμεσα στις οποίες είναι το ότι η κυριότητα της ζωής δεν μας ανήκει. Αυτό είναι θλιβερό διότι διακόπτει τη δυνατότητα της εξέλιξης. Ο «πατέρας» βρίσκει καταφύγιο στον πίνακα. Μελετώντας τον μοιάζει να μελετά την ψυχή του –νοήματα, νεύματα, βλέμματα- όλες αυτές οι δραματικές χειρονομίες υπάγονται στην υποκειμενική, τη συναισθηματική και ιδιωτική ερμηνεία του «πατέρα» ή του κάθε παρατηρητή. Ο Οργκάθ κάτω, με όλα τα υλικά ψηλαφήσιμα, χειροπιαστά, και η ψυχή του πάνω με όλα τα άυλα σε αντίστιξη. Σε μια επινόηση της ζωής που χάθηκε στη γη αλλά ξανακερδήθηκε στον ουρανό.

Το πρόσωπο του φεγγαριού τροφοδοτεί τον κόσμο της πλάνης, λέει η Λυμπέρη, όμως, στο ξημέρωμα με το φως, όλα αποκαλύπτονται και παίρνουν τις αληθινές τους διαστάσεις. Μήπως φεγγάρι είναι η Τέχνη και μέρα είναι η πραγματικότητα; Σαν να λέμε πως το φως της τέχνης ομορφαίνει τη σκληρή πραγματικότητα.

Το βιβλίο δίνει την εντύπωση ότι ο συμβατικός αφηγητής, η Λυμπέρη, εν προκειμένω, με έναυσμα τον πίνακα κάνει παρατηρήσεις πάνω στη ζωή και το νόημά της, στην πίστη των ανθρώπων, στο φαίνεσθαι των πραγμάτων και το είναι τους, στα σύμβολα που μεταχειρίζεται ο καλλιτέχνης για να αποδώσει εκείνο που μπορεί να πει και να υπαινιχθεί, καθώς και εκείνο που θέλει να κρύψει. Αλλά και για τον αναγνώστη του είναι πολλά τα στοιχεία εκείνα που θα τον καθοδηγήσουν να διαβάσει τον πίνακα: «είναι φανερό πως οι διαβαθμίσεις του φωτός και της σκιάς αναλογούν σε απλές καταστάσεις της συνείδησης», πως «οι αντιθέσεις των δύο πεδίων δίνουν τη γνωστή μεγαλοπρέπεια».

Η Λυμπέρη, βέβαια, στο βιβλίο της στέκεται, κυρίως, στο κάτω μέρος του πίνακα, αν και αναφέρεται και στο πάνω. Όμως εκεί, στο γήινο επίπεδο, είναι που γίνεται το «θαύμα». Εκεί συμβαίνει το παράδοξο. Εκεί οι άνθρωποι βρίσκονται σε πλήρη απορία, κατάπληκτοι· και η αίσθησή μου είναι πως αυτήν την έκπληξη και απορία επιχειρεί να επεξεργαστεί και να ερμηνεύσει και να φωτίσει, προχωρώντας πόντο πόντο, μήπως και πιάσει τη σκέψη του Θεοτοκόπουλου με την καθοδήγηση του «πατέρα». Γιατί ο Θεοτοκόπουλος είναι «ο δείξας», ο μέγας μαιτρ δηλαδή. Εκείνος ξέρει. Και με τον «πατέρα» διάμεσο, πάντα στοχάζεται πάνω στο μυστήριο της τέχνης καθ’ εαυτήν και πίσω από τα δικά της σημαινόμενα, μελετά τη «συνείδηση» του ανθρώπου. Η καθημερινή ζωή δίνει τα εναύσματα στην καλλιτεχνική φύση για να φιλοτεχνήσει και να «δείξει» ή καλύτερα, να υποβάλει τα μυστικά της. Ένα στοχαστικό πιγκ πογκ, όπου ο «πατέρας» αναζητεί τον εαυτό του ως εάν ήταν ο άλλος Οργκάθ. Οι παρεμβαλλόμενες επιστολές ή σημειώσεις της εποχής του Θεοτοκόπουλου ρίχνουν φως σε μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες, όχι τόσο του πίνακα, αλλά της ψυχής που φιλοτέχνησε και «έδειξε» τον πίνακα σαν αλληγορία του μέσα κόσμου, της ψυχής και του Νου.

«Να ποζάρω γι’ αυτό το κάδρο σημαίνει πως θα υπάρξω έξω από το χρόνο». Ο νεκρός δεν είναι και τόσο νεκρός. Έχει πεθάνει πριν από διακόσια εξήντα χρόνια αλλά ο πίνακας θα δείχνει παρόντες στην Ταφή του τους σύγχρονους άρχοντες της πόλης. «Όλοι οι χρόνοι θα συναντηθούν στον πίνακα», «ό,τι συμβαίνει μέσα στο κάδρο θα συμβαίνει και αύριο» και αυτή είναι «η φρίκη του παντοτινού», «ολοζώντανοι ως νεκροί στην όμορφη αιωνιότητά μας». «Ο Δομήνικος κοιτάζει τα πράγματα… είναι η όραση», «Βλέπει για λογαριασμό μας», «Το αγαθό θεωρείται από μερικούς σαν μια αιώνια ζωή». Αυτές οι σκέψεις μας βάζουν σε μεγάλη σκέψη. Γράφει ο Σεφέρης: «Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να μύριζε… Αυτός ο κύριος της "Αναγέννησης" μ' έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία» («Άντρας»). Ο Σεφέρης, βέβαια, αφορμάται από το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, όμως ο «κύριος της Αναγέννησης» (ο Θεοτοκόπουλος, προφανώς) διασχίζει τους αιώνες για να ενώσει αυτά τα δύο «θαύματα» και να τα αμφισβητήσει, σε ότι αφορά την μετά θάνατον ζωή με την τρέχουσα αντίληψη των πιστών. Μήπως, λοιπόν, η αιωνιότητα δεν είναι αγαθό; Το παντοτινό είναι φρικαλέο και «οι ολοζώντανοι ως νεκροί στην όμορφη αιωνιότητά μας» είναι αποκρουστικοί; Μεγάλο άλμα εδώ στον Λόρδο Μπάιρον που κι εκείνος έβλεπε με θλίψη την αναβίωση της νεκρής Ελλάδας στο (τότε) παρόν, σαν βρικόλακα ή φάντασμα που βγήκε από τον τάφο.

Μήπως ο θάνατος είναι λύτρωση και η αιωνιότητα δεν χρειάζεται το σαρκίο μας αλλά μόνο τη σκέψη μας; Το όνομα και «από κάτω ένα κενό». Ο Δομήνικος το αγαθό της αιωνιότητας το εξασφαλίζει με τη ζωγραφική. Η Τέχνη διδάσκει και καθοδηγεί, μας παρηγορεί, επιμηκύνει και δικαιώνει τον βραχύ βίο και απαιτεί σε κάθε εποχή τη δικής της ανάγνωση. Και η Λυμπέρη μέσα από τα μάτια του «πατέρα», του Νου, που έλεγε ο Αναξαγόρας, επιχειρεί μια δική της προσωπική καταβύθιση στο μυστήριο της ζωή και του θανάτου, κυρίως αυτού, γιατί αυτός είναι, και θα είναι, για κάθε άνθρωπο ο μέγας άγνωστος. Εκείνες οι χειρονομίες, τα νεύματα και τα βλέμματα υπαινίσσονται κάτι πέρα από ό,τι οι πολλοί μπορούν να βλέπουν.

Η συγγραφέας, επεξεργάζεται το θέμα της, κάνοντας μια ενδεικτική, αλλά πολύ σημαντική περιήγηση σε ζωγράφους και πίνακες, θέτοντας ερωτήματα όπως: «πώς θα ήταν η Προσωπογραφία της Κυρίας ντε Σενόν αν ο Εγκρ φρόντιζε να αλλάξει τη βαριά αδιάφορη απόχρωση σάπιου μήλου στην τουαλέτα της εν λόγω κυρίας με ένα εκτυφλωτικό κόκκινο…». Δεν είναι ερώτημα αυτό, όπως και πολλά παρόμοια, που μπορείς να το προσπεράσεις έτσι, χωρίς να προβληματιστείς, πράγμα που σημαίνει πως κάποια λεπτομέρεια που δείχνει ασήμαντη σήμερα δεν είναι αμελητέα στην εποχή της. Και, επομένως, ο τρόπος με το οποίο κοιτάμε έναν πίνακα είναι υπόδειξη, νεύμα που μας κάνει ο ζωγράφος από την εποχή του. Ο έχων ώτα ακούειν και όμματα οράν, ακουέτω και οράτω.

Αν ρωτήσει κανείς τι είναι το βιβλίο της Λυμπέρη; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Είναι δοκίμιο περί τέχνης, μελέτη του πίνακα του Θεοτοκόπουλου, ψυχική περιπέτεια, στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, στη ζωή, στον έρωτα, στην εκδίκηση και στο θάνατο; Και ακόμα ποιος ο «πατέρας»; Είναι ο πατέρας ή ο «πατέρας» νους που καθορίζει τα πάντα ή μήπως αυτός ο άλλος εαυτός μου που μου μιλά και τον ακούω; Τι είναι η τέχνη γενικά και ο συγκεκριμένος πίνακας ειδικά; Μήπως είναι η ερμηνεία στο μυστήριο της ζωής; Μήπως είναι η εναλλακτική απάντηση στα αναπάντητα ερωτήματα που θέτουν οι σοφοί, αναλύουν οι στοχαστές αλλά η Τέχνη αναλαμβάνει να τα μεταμορφώσει σε εικόνες, δίνοντας στο άυλο μορφή και χρώμα είτε αυτό είναι σκέψη είτε συναίσθημα; Πάντως είναι μια ψυχική και διανοητική περιπέτεια, στης οποίας το λαβύρινθο ο αναγνώστης θα απολαύσει την περιπλάνηση.

Related Posts with Thumbnails