© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Κοτοπούλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Κοτοπούλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Για το βιβλίο της Μαρίας Κοτοπούλη “Κλέφτης ήχων” (εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2020, σ. σ. 341)


Γράφει ο π. ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ

Τὸ νέο αὐτὸ βιβλίο τῆς κυρίας Μαρίας Κοτοπούλη ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὸν κατάλογο τῶν ἄλλων πέντε λογοτεχνικῶν της ἔργων, τὰ ὁποῖα ἔχουν προηγηθεῖ. Καὶ πρόκειται γιὰ βιβλία, τὰ ὀποῖα εἶναι γραμμένα μὲ εὐαισθησία, τρυφερότητα καὶ πρὸ πάντων μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ διαποτίζονται τὰ πνευματικὰ κύτταρα τοῦ ἀναγνώστη ἀπὸ φωτισμένα κείμενα γραμμένα μὲ προσοχή, σοφία και, κυρίως, μὲ βιωματικὸ τρόπο. Γιατὶ, ἄν δὲν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ στοιχεῖο στὸν συνειδητὸ συγγραφέα, τότε τὸ ἔργο του ἀπομένει γυμνό, χωρὶς κανένα ἴχνος μέσα του πνοῆς, ποὺ ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ συγγραφέα.

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Μαρία Κοτοπούλη: ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΡΟΔΟ (διήγημα)



Ήθελα τόσο να δω πώς αναπτύσσεται ένα, αποκομμένο από το φυσικό του περιβάλλον, «φυλακισμένο» Ρόδο, ώστε αποφάσισα να το επισκεφτώ στο δήθεν σπίτι του, το θερμοκήπιο. Έπρεπε να απομακρυνθώ αρκετά από την πόλη. Ήξερα ότι η διαδρομή αυτή είχε να μου προσφέρει, εκτός από τη χαρά της φυγής και τα σπάνια θέλγητρα της φύσης. Όμως παραξενεύτηκα σαν έφτασα εκεί. Επίπεδος ο χώρος. Αφρόντιστος. Χορταριασμένος. Πρόχειρα στημένο στέγαστρο, στο σχήμα μικρής καμαροσκέπαστης εκκλησούλας, καλυμμένο με διάφανο, χοντρό πλαστικό, γεμάτο άχνη. Έσπρωξα την πόρτα. Μπήκα. Το θέαμα εντυπωσιακό! Η φυλακισμένη ομορφιά, προκάλεσε το θαυμασμό μου, που έσβησε απότομα, καθώς ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται. Μια βαριά ακαθόριστη μυρουδιά -να ήταν από θειάφι;- μου έφερνε ζάλη και ένα κόμπο στο λαιμό. Πιάστηκα από ένα πάσσαλο και αισθάνθηκα κάποιον να σπεύδει να με συγκρατεί, να μου σφίγγει το χέρι και να μου ψιθυρίζει στη γλώσσα των λουλουδιών: «Δεν ένιωσα ποτέ τον καθαρό αέρα να με δροσίζει, ούτε τον ήλιο να με ζεσταίνει με τις ακτίνες του. Δεν άκουσα ποτέ των Μελισσών τον βόμβο και δεν τους έδωσα τα πολύτιμα δώρα μου, ούτε πολύχρωμες πεταλούδες χάιδεψαν τα ροδοπέταλά μου. Μασκοφορεμένοι άνθρωποι, σε άσπρα σκάφανδρα κλεισμένοι, τριγυρίζουν γύρω μου, με ραντίζουν με δηλητήρια, στερώντας το άρωμά μου. Κι ύστερα, η βία στο λεπτό κορμάκι μου, ν’ ανθίσω πριν την ώρα μου, να με πουλήσουν στις αγορές του κόσμου…. πάρε με μαζί σου να ζήσω ελεύθερο, να δω, έστω για μια φορά, την αρμονία της φύσης».

Γεμάτη έκπληξη, ένιωσα να με σαϊτεύει η παρακλητική ματιά ενός Ρόδου, μισοκρυμμένου στις πτυχώσεις του φορέματός μου. Το κοιτούσα, πού όμως κουράγιο να του απαντήσω; Οι δυνάμεις μου με άφηναν σιγά, σιγά. Εκείνο, χωρίς να χάσει χρόνο, σκαρφάλωσε και χάιδεψε το μέτωπό μου.

«Έχεις χλομιάσει, μη μένεις άλλο εδώ μέσα, μπορεί και να πεθάνεις», μου είπε και με τσίμπησε με το αγκάθι του για να με συνεφέρει. Έντονος και κατ' ευθείαν στην καρδιά μου ο πόνος. Κατακόκκινη σταγόνα από αίμα, έσταξε στη Γη, ενώ συγχρόνως, με τραβούσε προς την έξοδο, γιατί ο επιστάτης, ένας χοντρός, βλοσυρός άνδρας, έτρεξε να μάθει τι συμβαίνει, κλείνοντας πίσω του, βίαια, την πόρτα, μα πρόλαβα να δω μια γυναικεία μορφή τυλιγμένη με λευκά ράσα, να τρέχει προς το μέρος μου κραυγάζοντας, ικετευτικά και απελπισμένα.

«Πρέπει να μαρτυρήσεις πώς είναι η ζωή μας εδώ μέσα, λιγοστεύουν μέρα τη μέρα τα «ψωμιά» μας, η ανάσα μας γίνεται βαριά, τα δηλητήρια συσσωρεύονται στα σωθικά μας. Με δυσκολία μας κρατούν τα πόδια κι οι αφεντάδες, μας πετούν στο δρόμο, μόλις διαπιστώσουν την ανημποριά μας». Θεέ μου, τα φαντάσματα αποκτούν υλική υπόσταση! Τρόμαξα! Πετάχτηκα έξω και να, ο Δάσκαλός μου, στήριγμα παντοτινό, με τη βιβλική μορφή του έστεκε μπροστά μου, λέγοντας:

«Η δουλεία υποβιβάζει την εργασία, να το θυμάσαι»!

Άρχισα να νιώθω καλύτερα στον καθαρό αέρα, ενώ τα λόγια του με βασάνιζαν και προσπαθούσα να καταλάβω, αν ο κόσμος αυτός ήταν πραγματικός ή του υποσυνειδήτου μου. Στα χέρια μου το μικρό Ρόδο, όρθιο, λούστηκε στο θάμβος του φωτός και ανατρίχιασε στο χάδι του ανέμου. Ανάσανε βαθιά κι έγειρε πάνω μου. Ο καθαρός αέρας τού προκαλούσε ίλιγγο. Το πήρα στην αγκαλιά μου, το νανούρισα τρυφερά και το άφησα να αποκοιμηθεί για να μπορέσει να προσαρμοστεί στην καινούργια του ζωή.

Όταν ξύπνησε, φαινόταν να έχει χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Προσπαθώντας να το συνεφέρω, του είπα,

«Έλα, πάμε να σου δείξω τις ομορφιές του κόσμου που τόσο ήθελες να δεις».

«Εγώ θα σου τις δείξω, αλλά φοβάμαι πως θα πληγωθείς. Ξέρεις πού βρισκόμουν όλο αυτό τον καιρό;»

«Ποιόν καιρό; Λίγο πριν αποκοιμήθηκες στον κόρφο μου».

«Για μένα είναι αιώνας ό,τι για σένα, λίγα μόνο λεπτά... Ταξίδεψα στο χρόνο και στο χώρο, χωρίς να έχω υποψιαστεί τι είδους συγκινήσεις με περίμεναν. Είδα πράγματα πολλά, είδα τις ομορφιές και τις ασχήμιες. Έφτασα ως το 2100…».

«Εγώ, δε θα ζω ως τότε».

«Θα ζεις. Τίποτα δε χάνεται στο σύμπαν. Θα ζούνε τα παιδιά σου, θα ζει το πνεύμα σου για να τα προστατεύει και να τα οδηγεί! Αν βέβαια ανακόψετε την καταστροφή».

«Ποια καταστροφή, μικρό μου Ρόδο;»

«Ίσως θα έπρεπε να δεις από ψηλά τη γήινη σφαίρα, για να καταλάβεις. Μοιάζει με την ‘‘Κοιλάδα των δακρύων’’. Το νερό λιγοστεύει, τα δένδρα καίγονται, τα ζώα αργοπεθαίνουν κι αφήνουν το κορμί τους στο γεμάτο ραγάδες χώμα. Α, τι τρομερό! Είδα ελέφαντες με πόδια εντόμων…» είπε, το Ρόδο, ενώ στα μάτια τα δικά μου, πρόβαλλε ο πίνακας του Σαλβατόρ Νταλίi και νόμιζα ότι ήμουν μέρος του. Προσπάθησα να κρατηθώ από εκείνον τον οβελίσκο στη ράχη του ελέφαντα. Σε άλλη εποχή θα είχα βυθιστεί σε ρεμβασμούς, αλλά τώρα, μ’ έπνιγε η αγωνία, μήπως τα λεπτά πόδια του εντόμου, που αντικατέστησαν τα δικά του γεροδεμένα, δεν κρατήσουν τόσο βάρος και πέσω στο κενό και σκοτωθώ. Ζούσα τούτο τον εφιάλτη, ενώ το μικρό Ρόδο συνέχιζε την αφήγησή του, για να εντείνει, θαρρείς, ακόμα περισσότερο την απελπισία μου και με παρότρυνε να συνεχίσουμε το δρόμο μας.

«Περπατούσα μηχανικά, ώσπου φτάσαμε, πέρα, στην άνυδρη, διψασμένη έρημο. Ένα καρβέλι ψωμί κομματιασμένο. Τα ψίχουλα στην άμμο, ακόμα σκορπισμένα, κι ούτε ένα μυρμήγκι να τα σύρει στη φωλιά του, ούτε ένα πουλί να τα τσιμπήσει με το ράμφος του. Δυο μακρινές φιγούρες πέρα στον ορίζοντα, μ’ έκαναν να αμφιταλαντεύομαι στη μεταφυσική πολυπλοκότητα. Κι αν είναι αληθινές; Έλεγα. Την όψη αν έβλεπα, θα μπορούσα να καταλάβω αν είναι νεκροί ή ζωντανοί, γυναίκες ή άνδρες, φίλοι ή εχθροί».

Θεέ μου, ξανά ο Σαλβατόρ Νταλί, μ’ άρπαξε και με πέταξε στην έρημο. Ω, ναι, εγώ ήμουν η μία από τις δυο φιγούρες, ξεχασμένη στο χάος, χωρίς προσανατολισμό. Αν κατάφερνα να φτάσω στα ψίχουλα, μπορεί να εύρισκα το σωστό δρόμο», σκεπτόμουν. «Μα πώς να φτάσω ως εκεί; Πού να στραφώ, ποιον να φωνάξω για βοήθεια μέσα σε τούτη την “Έρημη Χώρα”;»

Αλλά η απαλή φωνή του Ρόδου, διέλυσε τη σύγχυση και μεγάλωσε τον τρόμο μου.

«Και τα πουλιά δεν βρίσκουν κλαδί για να φωλιάσουν και σωριάζονται στη γη νεκρά. Ούτε μια πεταλούδα, μια μέλισσα κι ούτε ένα τριαντάφυλλο. Μόνο σκουπίδια, βουνό από σκουπίδια, άχρηστα για τους λίγους, μα τόσο χρήσιμα για τους πολλούς. Τώρα, άχρηστα για όλους».

Μέσα σε μία χρωματική πανδαισία, πέρα μακριά, είδα τον Σπύρο Βασιλείουii, να ζωγραφίζει «Σκουπίδια». Ίσως, με τα αναρίθμητα χρώματα της παλέτας του και τους ποιητικούς συνειρμούς του, να ήθελε να τονίσει τη σημαίνουσα αξία των ευτελών πραγμάτων, των «Μικρών τίποτα», που θα έλεγε ο Θεϊκός Mozart.

Γρήγορα, όμως, τα χρώματα χάθηκαν κι άλλος εφιάλτης με τριγύρισε καθώς το Ρόδο, μιλούσε για κάδους απορριμμάτων γεμάτους από ανθρώπους. Άθελά του, ίσως, μ’ έριξε στη δίνη μιας άλλης περιπέτειας. Άρχισα να παίρνω τη μορφή της «Νελ», να ζω μέσα σε ένα σκουπιδοτενεκέ και να προσπαθώ να βρω και να μιλήσω στον «Ναγκ», που κι αυτός είχε την ίδια μοίρα. «Το Τέλος Του Παιχνιδιού» του Σάμουελ Μπέκετiii δεν ήταν πια θέατρο. Ήταν η τραγική πραγματικότητα. Οι ήρωες ζητούσαν δικαίωση, ζητούσαν τη ζωή, που αλίμονο, δίδεται μόνο μια φορά. Προσπάθησα με αξιοπρέπεια, ομολογώ, αν και γεμάτη απελπισία, να ξεπεράσω την αιχμαλωσία μου, τον τρόμο της αβύσσου, την παράνοια, αλλά η «Ουϊνυ», θαμμένη ως το λαιμό μέσα στο καμένο χόρτο μού ζητούσε την ομπρέλα της. Η πολυτέλεια στη δυστυχία… Τραγική ειρωνεία, δε μπορούσα ούτε να γελάσω, το γέλιο πάγωνε στα χείλη μου. Ένιωθα τη ματιά του Σάμουελ Μπέκετ, αυστηρή. Αναζητούσα, έστω, ίχνη φωτός, κάποια ελπίδα, μέσα από το διαπεραστικό βλέμμα του. Τίποτα, μόνο καταφρονεμένη σιωπή, αδιέξοδη σιωπή. Δεν άντεχα άλλο.

«Ας τελειώνουμε εδώ», φώναξα στο Ρόδο.

«Όχι, έλα να δεις τη διαδήλωση των ζώων, των δένδρων, των πουλιών, έλα να διαβάσεις τα πανό που κρατάνε, να γνωρίσεις την πάσα αλήθεια. Συγκρατήσου, δεν πρέπει να λυγίσεις, πρέπει το θέαμα να το ζήσεις ως το τέλος».

Με γύρισε προς το μέρος τους. Μια λαοθάλασσα από διαδηλωτές, τόσο παράξενους, που δυσκολευόμουν να τους αναγνωρίσω. Άλλοτε έβλεπα ζώα και πουλιά, άλλοτε δέντρα, λόφους πυριγενείς και βουνά. Θάλασσες, με όλα τα ψάρια, βράχια, κοχύλια, ανέμους, θύελλες και καταιγίδες. Παρόντα, όλα τα στοιχεία της φύσης σ' αυτή, την Μεγάλη Σύναξη.

Άρχισα να διαβάζω σκόρπιες φράσεις καθώς ο αγέρας έκανε τα πανό να παραδέρνουν. «Άνθρωποι …άμυαλοι», «Αλόγιστη σπατάλη… μόλυνση των υδάτων». «Κατάχρηση». «Εκμετάλλευση». «Τα μεγαλύτερα ποτάμια του πλανήτη αργοπεθαίνουν: Νείλος, Δούναβης, Βόλγας, Ρίο Γκράντε, Γιανγκτσέ, Μεκόνγκ, Γάγγης, Κόκγος, Μάρεϊ-Ντάρλινγκ, Κίτρινος Ποταμός, Αμαζόνιος». Ο άνεμος δυνάμωνε, μα πρόλαβα να διαβάσω ένα ακόμα πανό, «Ινδός και Ευφράτης». Γιατί με βύθισαν σε σκέψεις, τα δυο τούτα ποτάμια; Ίσως, γιατί ο Θεός, πολύ παλαιά, είχε διαλέξει, να τοποθετήσει τον Παράδεισο, στον ανάμεσά τους χώρο. Ωστόσο συνέχισα την προσπάθειά μου, μήπως και μάθω κάτι περισσότερο: «Φαινόμενο του θερμοκηπίου». «Δούλοι, καταναλωτές», «Μοιάζετε με όντα απρόσωπα», «Ποια συμφωνία του Κιότο;». «Η μάχη του Ουρανού, η τρύπα του όζοντος», «Πέλαγο, από ανείπωτο κακό, ξεσπάει»… Αλίμονο! Και τα πανό να χοροπηδούν, προκαλώντας μου ζάλη κι εγώ να μη μπορώ πια τίποτα να διακρίνω.

Τότε συνειδητοποίησα τη δική μου ένοχη. Ήμουν μόνη, ανυπεράσπιστη, όπως ανυπεράσπιστα ήταν τα πλάσματα της γης που κακοποιούσα, αιώνες τώρα. Έπρεπε να απολογηθώ, αυτή τη στιγμή, μπροστά στον εξεγερμένο «κόσμο», που ζητούσε πίσω τα δικαιώματά του, με μπροστάρη το μικρό Ρόδο. Ένιωσα την τραγικότητα της κατάστασης, την καταδίκη να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου. Δεν είχα κανέναν να με υπερασπιστεί, αλλά τι νόημα θα είχε, αφού είχα αποδεχτεί την ενοχή μου; Ίσως αν έδειχνα ειλικρινή μετάνοια… «Όχι, τώρα είναι αργά», είπα μέσα μου και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου.

«Κι όμως, ποτέ δεν είναι αργά», μου ψιθύρισε το Ρόδο. «Παρά την τραγική κακοποίηση, όλα μπορεί να ανατραπούν» Δεν πρόλαβα να αρθρώσω κάποια δικαιολογία και το άκουσα να απαγγέλλει: «Εάν εξακολουθήτε να πράττητε το κακό, θέλετε απολεσθή»iv,αμέσως σήκωσε μια μαγική ράβδο και άρχισε να διευθύνει την «Ορχήστρα της Πλάσης». Πρώτα έδωσε εντολή να σταματήσουν οι άνεμοι. Ύστερα έκανε νεύμα να σιωπήσουν τα πνεύματα του δάσους και να παρελάσουν οι «Τέσσερις Εποχές». Τι όμορφες που ήταν, με τα χαρακτηριστικά στολίδια τους! Λευκοντυμένη η Κόρη του Χειμώνα, ροδόπεπλος η Νύμφη της Άνοιξης, ηλιόλουστη η Νεράιδα του Θέρους, ημίγυμνο το Ξωτικό του Φθινοπώρου! Τι χρώματα άφηναν στο πέρασμά τους! Θαύμαζα τη χάρη τους, και άκουγα τις εξαίσιες μουσικές του Αντόνιο Βιβάλντιv, του Γιόζεφ Χάυντνvi, του Λούτβιχ Βαν Μπετόβενvii. Τους έβλεπα να διευθύνουν τις συμφωνίες τους και, γεμίζοντάς μας με ελπίδα, να απαλύνουν τους φόβους μας, να πλημμυρίζουν με ευαισθησία και ομορφιά τη ζωή μας, πλουτίζοντας τη σκέψη και το στοχασμό μας.

Άξαφνα, εμφανίστηκε η επιβλητική μορφή του Ιγκόρ Στραβίνσκιviii. Με τη μπαγκέτα στο χέρι, διηύθυνε την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης», για να υμνήσει την έκρηξη της Δημιουργίας του Κόσμου,

Κι ύστερα, η γαλήνη, με την «Εαρινή Συμφωνία», καθώς ο Νικόλαος Γύζηςix, άφηνε μέσα από τις πινελιές και το παιχνίδισμα του φωτός, την «Άνοιξη», να κατέρχεται από τον Ουρανό, στους ρυθμούς του γλυκόλαλου Βιολιού και της Άρπας. Θαμπωμένη, αναρωτιόμουν, αν θα υπάρχουν στο μέλλον «Εποχές», για να εμπνεύσουν τους νέους συνθέτες, τους ζωγράφους, τους ποιητές μας. Ύστερα, το μικρό Ρόδο έδωσε εντολή να γυρίσουν τα πανό από την άλλη μεριά και ο κορυφαίος από κάθε ομάδα απάγγειλε το αίτημά του, ενώ ο χορός, χορός αρχαίας τραγωδίας επαναλάμβανε, θρηνητικά τα λόγια του:

«Οι Θεοί προίκισαν τον άνθρωπο με μυαλό που είναι ανώτερο απ’ όλα τα αγαθά»x, «Αυτό είναι η δύναμή σας». «Η αφθονία δημιουργεί τη στέρηση». «Τα ενάντια εκ των εναντίων γίγνονται». Μας έρχονται από τα βάθη των αιώνων, οι σοφές διαπιστώσεις, σκεπτόμουν, καθώς προσπαθούσα να αποστηθίσω τα λόγια τους.

«Τίποτα δεν είναι πιο πολύτιμο από τη ζωή»xi. «Η ομορφιά είναι στην απλότητα, στην καθαρότητα, στη γαλήνη». «Καλλιεργήστε τη σκέψη, την αισθητική σας». «Πάρτε παράδειγμα από μας». «Όλα τα χρώματα δεν είναι ίδια. Όλα τα δέντρα δεν είναι ίδια, όλα τα ζώα δεν είναι ίδια, όλα τα πουλιά του ουρανού, δεν είναι ίδια, Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Έχουν όμως όλοι και όλα τα πλάσματα της γης και του ουρανού, τις ίδιες ανάγκες για να υπάρξουν. Στην ποικιλία είναι η ομορφιά». «Διαβάστε το βιβλίο της φύσης και μιμηθείτε μας». «Μη σκοτώνεται τα ζώα». «Μην καίτε τα δάση». «Φυτέψετε ένα δέντρο, δώστε του ζωή. Δείτε το να μεγαλώνει». «Σταματήστε τον πόλεμο, τώρα». «Ούτε στην αναρχία ούτε στη σκλαβιά να μη δεχτείς να ζήσεις»xii. «Αγωνιστείτε για την Ειρήνη και φυλάξτε την». «Μέσα στο φως, ο κόσμος, μένει η πρώτη και η τελευταία αγάπη»xiii.

Αγάπη! Η καρδιά μου θρυμματίστηκε. Είχα το μοναδικό προνόμιο να είμαι μάρτυρας μιας ειρηνικής εξέγερσης και προσπαθούσα να απομνημονεύσω τις προτροπές και τα αιτήματα των διαμαρτυρομένων για να τα μεταφέρω στους συνανθρώπους μου, προσδοκώντας να γνωρίσουν κι εκείνοι την τραγικότητα της κατάστασης, για την επικείμενη εξαφάνιση πολύτιμων και αναντικατάστατων στοιχείων, για τη ζωή, την ύπαρξη, πάνω σ’ αυτόν τον Ευλογημένο Πλανήτη. «Όταν γνωρίζουμε την αλήθεια», μονολογούσα, «μπορεί να αποτρέψουμε τα λάθη του παρελθόντος και να αλλάξουμε».

Μια σκέψη, όμως, μια αγωνία με βασάνιζε αιώνες τώρα, αλλά απέφευγα να την ομολογήσω. Τι θα γίνει μετά; Πώς θα μας αντιμετωπίσουν τα παιδιά μας, για το κακό που κάναμε; Ωστόσο είχα μια κρυφή ελπίδα, ότι μέσα από αυτή τη συμφορά, τα παιδιά μας θα φωτιστούν.

Θα μας αφήσουν να τα δούμε να βλασταίνουν και να απλώνουν τα κλαδιά τους σε ένα κόσμο Όμορφο, Ειρηνικό.

Έκλαψα πικρά, κι αυτά ήταν τα δάκρυα πολλών ανθρώπων, αλλά το μικρό Ρόδο έσκυψε να μου δώσει ένα φιλί. «Για την ελευθερία», μου είπε, «που μου χάρισες» και επουλώνοντας τις πληγές μου με τη μαγική του ράβδο, έφερε την αναγέννηση στη Φύση και χάρισε ελπίδα στους ανθρώπους. Κατέβηκε από την αγκαλιά μου και ακούμπησε στη Γη το λεπτό κορμάκι του. Είδα τα ροδοπέταλά του να ανοίγουν και να σχηματίζουν το σήμα της Νίκης, τραγουδώντας: «Η φύση είναι που γιατρεύει κάθε πληγή της ψυχής»xiv

Ίσως γιατρέψει και τη δική μου …μονολόγησα.

i Σαλβατόρ Νταλί.[Salvador Dali] Ισπανός Σουρεαλιστής, ζωγράφος,. Φιγκέρες 1904-1989. Οι τρεις πίνακές του που αναφέρονται στο διήγημα είναι:1] «Όνειρο προκαλούμενο από το πέταγμα μιας σφήκας γύρω από ένα ρόδι, δευτερόλεπτα πριν από το ξύπνημα ,1944, ελαιογραφία σε μουσαμά. Μαδρίτη, Μουσείο ThyssenBornemisza 2] Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου 1946. Ελαιογραφία σε μουσαμά. Βρυξέλλες Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών .3] Δυο κομμάτια ψωμιού που εκφράζουν το συναίσθημα της αγάπης,1940. Λάδι σε καμβά. Ίδρυμα Gala-Salvador Dali.
ii Σπύρος Βασιλείου. Έλληνας ζωγράφος και σκηνογράφος. Γαλαξίδι 1902-1985. Φιλοτέχνησε τα σχέδια Αγιογράφησης για τον Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη για τα οποία και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, καθώς και τα σχέδια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Ήταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Τέχνη». Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη και σε Ιδιωτικές Συλλογές.
iii Σάμουελ Μπέκετ [Beckett] Ιρλανδός συγγραφέας. Ήταν συνεργάτης και γραμματέας του Τζέιμς Τζόυς . Θεωρείτε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του πρωτοποριακού θεάτρου . Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» έγινε παγκόσμια επιτυχία , καθώς και τα έργα που αναφέρονται στο παρόν διήγημα .1] «Το Τέλος Του Παιχνιδιού», 2] «Ω, οι Όμορφες Μέρες». Τιμήθηκε με πολλά βραβεία ακόμα και με το βραβείο Νομπέλ το 1969.
iv Η Αγία Γραφή. Κεφ. Ιγ΄. Σαμουήλ Α΄
v Αντόνιο Βιβάλντι.[Vivaldi]. Ιταλός συνθέτης. Γεννήθηκε στη Βενετία στα 1675 και πέθανε στη Βιέννη στα 1741. Η μουσική του παραγωγή είναι τεράστια. Περιλαμβάνει περίπου σαράντα όπερες, πολλά ορατόρια και μεγάλο αριθμό κοντσέρτων. Πολλοί σύγχρονοί του αναγνώρισαν τη σπουδαιότητα της τέχνης του ανάμεσά τους ο Μπαχ, που μετέγραψε πολλά από τα κοντσέρτα του.
vi Γιόζεφ Χάυντν [Haydn]. Αυστριακός συνθέτης [1732-1809]. Η παιδική του ηλικία ήταν δύσκολη. Στα οκτώ του χρόνια μπήκε στην χορωδία της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης και έμεινε ως την ωρίμανση της φωνής του. Στα δεκαοχτώ έδινε μαθήματα και εκτελούσε χρέη συνοδού στη σχολή τραγουδιού. Η φήμη του ήρθε από τις πρώτες συνθέσεις του και ανέλαβε αρχιμουσικός στην αυλή του πρίγκιπα Εστερχάζυ. Αναγνωρίστηκε σαν πατέρας και δάσκαλος της νεότερης μουσικής και ήταν παράδειγμα ηθικού ανθρώπου για τους συγχρόνους του. Η καλλιτεχνική του ζωή αποκαλύπτει την ευσυνειδησία ενός μεγάλου καλλιτέχνη που προετοίμασε το έδαφος για τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν τον Σούμπερτ.
vii Μπετόβεν, Ludwig van Beethoven. [Βόννη1770- Βιέννη 1827] Από τους μεγαλύτερους Συνθέτες όλων των εποχών. ‘Όταν ο Μότσαρτ τον άκουσε στα δεκαπέντε του χρόνια να παίζει πιάνο είπε: «Προσέξτε, πιστεύω ότι θα κάνει τον κόσμο να μιλάει γι αυτόν». Ανάμεσα στο εξαιρετικά πλούσιο έργο του συγκαταλέγονται οι εννέα Συμφωνίες του . Η τελευταία του, η «ΕΝΑΤΗ» έγινε πανανθρώπινο σύμβολο ΕΙΡΗΝΗΣ. Μεγάλοι συνθέτες αναγνώρισαν την αξία του όπως Ο Λιστ, ο Σούμαν, ο Μέντελσον , ο Μπερλιόζ , ο Σούμπερτ. Ο Βάγκνερ μάλιστα παρομοίασε την κωφότητα του Μπετόβεν με τη φωτεινή τυφλότητα του Μάντη Τειρεσία. Σαν ένα πνεύμα Παγκόσμιο θα μείνει στην αιωνιότητα ο Λούτβιχ Βαν Μπετόβεν..
viii Ικγόρ Στραβίνσκ [Stravinsky]. Ρώσος Συνθέτης [1882-1971]. Μαθητής του Ρίμσκυ-Κόρσακοφ . Με «Το πουλί της φωτιάς» που έγραψε για τα Ρώσικα Μπαλέτα αποκαλύπτεται η μεγαλοφυΐα του. Ακολούθησαν ο «Πετρούσκα», η «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» όπου αναδεικνύεται η πρωτοτυπία και η ευρηματικότητά του. Το έργο του γίνεται η βάση των πειραματισμών που θα ακολουθήσουν στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1914 έφυγε οριστικά από τη Ρωσία. Έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι. Στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο πήγε στις ΗΠΑ και το 1945 πήρε την Αμερικάνικη υπηκοότητα Έχει αφήσει σημαντικότατο έργο.
ix Νικόλαος Γύζης. Έλληνας ζωγράφος. Τήνος 1842 Μόναχο 1901. Σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και του Μονάχου, με υποτροφία του Ιδρύματος του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Μαθήτευσε στο εργαστήρι του σημαντικότερου ζωγράφου της Βαυαρίας του Πιλότυ. Έργα του υπάρχουν στην Ελλάδα, Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Μπενάκη Συλλογή Κουτλίδη και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές. Στο εξωτερικό, στη Νέα Πινακοθήκη και στην Ακαδημία του Μονάχου καθώς και στη Λέσχη των Καλλιτεχνών. Ιδιαίτερη θέση στο έργο καταλαμβάνουν οι προσωπογραφίες, που μαζί με τα μεγάλα έργα του, τις νεκρές φύσεις και τα άπειρα σχέδιά του μαρτυρούν το ταλέντο, την οξυδέρκεια και τη ευφυΐα του.
x Σοφοκλής. Αντιγόνη, [Αίμων] [ στ.683]
xi Ευριπίδης .Άλκηστης [στον Άδμητο][στ.301].
xii Αισχύλος . Ευμενίδες,[ Χορός] [στ.525].
xiii Αλμπέρ Καμύ [Albert Camus]. Ο επαναστατημένος Άνθρωπος.
xiv Φάουστ του Γκαίτε . Μετ. Ι.Ν Θεοδωρακόπουλος.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Μαρία Κοτοπούλη: ΣΤΟΝ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΩΝ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ (διήγημα)


Όλα ξεκίνησαν από μια λέξη. Ο ήχος, η μουσική, το χρώμα της, έπλαθαν μια ακαθόριστη μορφή. Κάτι του θύμιζε. Την είχε κάπου συναντήσει; Αλλά πότε, πού; Μήπως ήταν μια βαθειά, εσωτερική ανάμνηση; ή μήπως ήρθε στα όνειρά του; Αν μπορούσε να γυρίσει πίσω, στη μνήμη των ονείρων, στο στοχαστικό πυρήνα της, ίσως να εντόπιζε τη μορφή. Αλλά τα όνειρα περνούν και χάνονται και κανένα σημάδι δεν αφήνουν ή μήπως αφήνουν κι εκείνος δεν είχε την προνοητικότητα να το συγκρατήσει, όταν, μια λεπτή μελωδία ακούστηκε και τον μαγνήτισε, στρέφοντας αλλού τις σκέψεις του.

Πόσες φορές αναρωτήθηκε, αν πρώτα ήρθε ο λόγος ή η μουσική. Αλλά τι σημασία έχει; Τραγούδι είναι και ο λόγος, τραγούδι καθημερινό. Όσο κι αν πελαγοδρομούσε στο λειμώνα των στοχασμών, προσπαθώντας να ξεφύγει, η μορφή τον κυνηγούσε κι όταν άκουσε τις πρώτες νότες του Arcangelo Corelli, νότες που έμοιαζαν με λέξεις, αφέθηκε στη μαγεία τους. Τι ήθελε να του αποκαλύψει ο Ιταλός συνθέτης; Μήπως φυλάκισε στη μουσική του την ακαθόριστη, εκείνη μορφή, που τώρα αναζητούσε;

Πήρε από το γραφείο του ένα μεγεθυντικό φακό, από αυτούς που χρησιμοποιούσε για να παρατηρήσει φθαρμένα έργα τέχνης ή να διαβάσει παλαιά, δυσανάγνωστα, από τις αλλοιώσεις του χρόνου, χειρόγραφα και έσκυψε πάνω στον πίνακα. Κοίταξε προσεκτικά, μια ανδρική φιγούρα, που μόλις διακρινόταν, έγραφε σε ένα, νοητό, του ανέμου πεντάγραμμο. Κάπου εκεί ανάμεσα, την είδε, με νότες στο μέτωπο, στο στήθος, στους μηρούς, σα να έβγαινε μέσα από θρύλους, δοξασίες ή από την παλέτα σουρεαλιστή ζωγράφου του 20ού αιώνα. Να ήταν Νύμφη, Αγία, Μούσα ή Θεά;

Κατέβηκε και στάθηκε ακίνητη, προβάλλοντας λίγο από το σκοτεινό προφίλ της. Κρατούσε κάτι, που δεν μπορούσε να καθορίσει, ήταν λύρα, ήταν παιδί στην αγκαλιά της; Πλησίασε κοντά της, να δει το πρόσωπό της, μα εκείνη, έστρεψε απότομα από την αντίθετη πλευρά. Αν συνέχιζε, μπορεί να κουραζόταν και να σταματούσε. Και αμέσως το αποφάσισε. Άρχισε να στριφογυρίσει αργά-αργά γύρω της κι ύστερα γοργά-γοργά, ώσπου την είδε να περιστρέφεται με δύναμη και να ανυψώνεται στον ουρανό, σαν την «Ανάληψη της Θεοτόκου», του μεγάλου κρητικού. Απογοητευμένος έσκισε το νοητό πεντάγραμμο και ώ του θαύματος, μπροστά του πρόβαλε η «Συναυλία των Αγγέλων» και εκείνος, χάθηκε, ανάμεσα σε εξαίσιες μουσικές, πλεγμένες με χρώματα μαγικά, χρυσά, λευκά, γαλάζια, κόκκινα πυρακτωμένα του ήλιου, ξανθά, ώχρινα και λιλά, δημιουργώντας με απανωτές, ανταύγειες, την αίσθηση ουράνιου, ιερού θόλου, όπου την είδε να καταλαμβάνει το κέντρο.

Θαμπώθηκε! Ένιωθε να αιωρείται και τρόμαξε. Δεν ήξερε πού να στρέψει τη ματιά του ψηλά ή χαμηλά. Μια Πύλη χωρίς είσοδο μπροστά του. Δεν άνοιγε, δεν έκλεινε και μια λύρα, αφημένη. Το έμβλημα της θυγατέρας του Διός και της Μνημοσύνης στα πόδια του. Άγγιξε με δέος το μουσικό όργανο και το πήρε στην αγκαλιά του για να απολαύσει το θαυμαστό ερωτικό της ύμνο που ακουγόταν, χωρίς κανείς ν' αγγίζει τις χορδές. Στη μνήμη του ήρθε η «Κιθαρωδός» του Vermeer με την ερμίνα στους ώμους και το μαργαριταρένιο κολιέ στο χυτό λαιμό της. Ξαφνικά, ήχος κανένας. Έκρουσε με τα δάχτυλά του τις χορδές. Περίμενε. Τίποτα. Κοίταξε ψηλά. Την είδε να απομακρύνεται με τους ρυθμούς μιας λύρας, που μόνον εκείνη άκουγε και ενώνονταν με τη συντροφιά μικρών αγγέλων ή ερώτων. Ένοιωθε τη μελωδία από την αιθέρια, αρμονική της κίνηση, τις κυματοειδείς γραμμές της κόμης της, μόνο που δεν μπορούσε να την πλησιάσει, να την αγγίξει. Προσπάθησε να πετάξει κοντά της, μα τίποτα. Πώς να λύσει το αίνιγμα της Μούσας; Τι έκρυβαν οι άηχες χορδές της; Να ήταν μια παύση; Μια ιερή σιωπή προετοιμασίας, για να του δείξει τις κρύφιες του κόσμου ομορφιές;

Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο τοπίο ομίχλης που χρύσιζε από το αντιφέγγισμα σκόρπιων ακτίνων στο ουρανό. Ένα μεγάλο σύννεφο αποσπάστηκε απότομα. Επάνω καθισμένος ο Χρόνος, με τη μυστικοπάθεια των Ορφικών και με φτερά στην ωμοπλάτη, ίδια μ’ εκείνα των Αρχαγγέλων. Σαν να ερχόταν από την πρωταρχή του κόσμου, διαπερνώντας μέσα από την έκρηξη του φωτός, άηχα, αέναα, πέρα από τον υπαρξιακό χρόνο, το χρόνο των ανθρώπων.

Προχώρησε στο άγνωστο. Ούτε Ήλιος, ούτε Σελήνη φαινόταν στον ουρανό. Φοβόταν, «Όποιος έχει φόβο και ντροπή εκείνος πάντα σώζεται»i, δεν ήξερε τι θα συναντήσει. Διάβηκε δειλά-δειλά ένα κλειστό διάδρομο που του θύμιζε «Κοσμική σήραγγα». Ο κόσμος του Ιερώνυμου Μπος, άρχισε, αίφνης, να ζωντανεύει και να κινείται γύρω του. Φρίκη και μεγαλοπρέπεια, φωτιά και καταστροφή. Ένα πελώριο κύμα τον παρέσυρε κι από ένστικτο, μεταμορφώθηκε σε «Ελάφι». Η Φρίντα Κάλο ήρθε στη μνήμη του και πιάστηκε από την παλέτα της για να γλυτώσει, θαρρείς, από τον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου που πρόβαλε μπροστά του, από τη φθορά και την κραιπάλη, από μνήμες του πολέμου, από τον κόσμο των ηδονών και της οδύνης, «Η ζωή των ανθρώπων είναι γεμάτη οδύνη»ii, κι εκείνος ήταν μέρος του κόσμου αυτού. Από την κατάσταση του άρχοντα-ανθρώπου μεταβαλλόταν σε ανυπεράσπιστο ζώο. Στη σκέψη του ήρθε ο βασιλιάς Ληρ, στωικός, τόσο που θα μπορούσες Πρόσπερο να τον πεις. Η ταπείνωση εδώ γινόταν νομοτέλεια. «Την γην διήρπασαν οι ποταμοί, τα κύματα, οι φλόγες». Στενεύει η καταφθαρμένη γη, για τους ανθρώπους. Προσπάθησε απεγνωσμένα να βρει τη λαμπρότητα του φωτός, να απαλλαγεί από την άγρια μέθη και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Όμως, όπου κι αν γύριζε το ίδιο πάντα ερώτημα: τι είναι θάνατος, ποιός, όμως, θάνατος;

Πώς βρέθηκε στο σκοτεινό λαβύρινθο, ενώ κυνηγούσε τη μορφή της στον ουρανό; Ποιός τον έσπρωξε στο χάος; Έπεσε στην παγίδα, κυνηγώντας την ομορφιά. Αλήθεια τι είναι η ομορφιά; Γιατί και η ασχήμια που έπλασε ο Ιερώνυμος Μπος φάνταζε όμορφη στα μάτια του, ίσως, γιατί ο ιδιοφυής ζωγράφος εκφραζόταν με τους όρους της τέχνης.

Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να ξεφύγει. Είδε το «Κάρο με άχυρο» που πήγαινε προς την κόλαση, ήταν η μόνη του ελπίδα. Άρπαξε μια σκάλα που βρήκε, τη στύλωσε και σκαρφάλωσε γρήγορα. Έσπρωξε ένα δαίμονα με ουρά παγωνιού για να μπορέσει να βολευτεί πάνω στο άχυρο, εισπράττοντας το ευτυχισμένο μειδίαμα του Αγγέλου που γονατιστός, παράμερα, έστελνε δεήσεις στον ουρανό. Το τερατώδες, το μεγαλειώδες, το απρόσμενο, σαν σε συμφωνία του Μπετόβεν! Κοίταξε ψηλά, ανάμεσα στα σύννεφα, είδε τη μορφή του Χριστού και λίγο χαμηλότερα μια επιστολή να υπερίπταται. Στην προσπάθειά του να τη φτάσει, τσαλαπάτησε το νεαρό μουσικό με το λαούτο, αλλά κατάφερε να ισορροπήσει και να την αρπάξει.

«Το ερωτικό γράμμα» του Vermeer. Πάντα ήθελε να μάθει τι έγραφε αυτό το γράμμα που παρέδιδε η υπηρέτρια στη νεαρά κυρία της, την ώρα μάλιστα που εκείνη έπαιζε μουσική. Πάντα η Μουσική! Σίγουρα ήταν από κάποιον άνδρα, τρελά ερωτευμένο μαζί της. Να της ζητούσε, άραγε, να τον συναντήσει στο λιμανάκι του Ντελφτ, λίγο μακρύτερα από το σπίτι της, για να της εξομολογηθεί τον ερώτά του, να αγγίξει τα απαλά της δάχτυλα κι ίσως να της δώσει ένα φευγαλέο φιλί; Εκείνος, πάντως, έτσι θα έγραφε στην Αγαπημένη του, αν ζούσε σ’ εκείνη την εποχή. Μα κι ένα άλλο γράμμα κέντρισε την περιέργειά του. «Η Βηθσαβέε με το γράμμα του Δαυίδ». Η βιβλική ηρωίδα, γυμνή, βρισκόταν στο λουτρό, με τη γερόντισσα υπηρέτρια να περιποιείται τα πόδια της. Κρατούσε στο χέρι της ανοιχτό ακόμα το γράμμα του Δαυίδ. Εκεί πρωτοείδε ο βασιλιάς την εκθαμβωτική ομορφιά της και τη λάτρευσε. Τι να της έγραφε άραγε; Δυσκολευόταν να κάνει υποθέσεις. Ο προηγούμενος, ήταν ένας άνδρας απλός, ίσως ένας αριστοκράτης, μα τούτος ήταν βασιλιάς. Πώς μπορούσε να μπει στη σκέψη ενός άρχοντα βασιλιά και μάλιστα θεϊκού! Οι ψαλμοί του, πάντως, μαρτυρούσαν το εκλεπτυσμένο ύφος της γραφής που χρησιμοποίησε στα απανωτά, ερωτικά του γράμματα και έκαναν την όμορφη Εβραία να λυγίσει και να ενδώσει στο βασιλικό πειρασμό, προδίδοντας τη συζυγική εστία.

Πριν καλά-καλά προλάβει να σκεφτεί την πρόθεση του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου την προσοχή του απέσπασε η ημερομηνία του πρώτου γράμματος. 1669. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Τη χρονιά αυτή, στις 4 Οκτωβρίου, πέθανε ο Ρέμπραντ!

Ξεδίπλωσε δειλά-δειλά το λεπτό επιστολόχαρτο και προσπάθησε να το διαβάσει. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Όσο κι αν επέμενε, όλα ήταν σκοτεινά, αξεδιάλυτα. Ούτε λέξη δεν ξεχώριζε, δε γνώριζε φλαμανδικά. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε αγράμματος και απρόσμενα ένα ταπεινό, λαϊκό τραγούδι έτρεχε στα χείλη του «…γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα». Έκλαιγε για το γράμμα που δεν μπορούσε να διαβάσει ή για το θάνατο του Ρέμπραντ; Έκλαιγε και για τα δύο, κυρίως, για τον Ρέμπραντ, γιατί δεν ήταν σίγουρος ότι είχε κατανοήσει την πνευματική του δύναμη, πέρα από τη χρωματογραφία και την έμφαση του φωτός που τον αιχμαλώτιζε. Όταν βγήκε στο φως, δεν ήταν, παρά ένα «ελάφι» πληγωμένο.

Προσπάθησε να ανασυντάξει τις σκέψεις του και γύρισε στη μουσική. Το Concerto Grosso σκόρπιζε τις νότες του στον ουρανό. Η Πύλη της Μούσας άνοιξε. Δε θα έκλεινε ποτέ, για να μπορέσουν οι εκλεκτοί της να ανακαλύψουν τους κρυμμένους, στο σκοτάδι, θησαυρούς των ήχων, να τους αποκρυπτογραφήσουν και να τους δωρίσουν στους ανθρώπους.

Οι ευεργετικές νότες έπεφταν στις χορδές της ψυχής του, μάζευαν τα συντρίμμια, που έμοιαζαν με θραύσματα από πίνακες του Pablo Picasso και του George Braque και τoν γαλήνευαν, θυμίζοντάς του ένα περιστατικό με τον Arcangelo Corelli, το μεγαλύτερο βιολονίστα της Ευρώπης. Και τι περίεργο, σαν να το είχε ζήσει ο ίδιος.

«Ένα βράδυ, συγκεντρώθηκε στη βίλα του Καρδιναλίου Ottoboni, μια μεγάλη συντροφιά καλεσμένων του, ανάμεσά τους και ο Arcangelo Corelli. Θα έπαιζαν, όπως πάντα, μουσική και ίσως θα άκουγαν τις νέες δημιουργίες κάποιων συνθετών. Μεταξύ των προσκεκλημένων ήταν κι ένας Γερμανός συνθέτης που μόλις είχε φτάσει στη Ρώμη και είχε μαγευτεί από τη λαμπερή ιταλική μελωδία. Ο Corelli, θέλοντας να τιμήσει το νεοφερμένο συνθέτη και αντίπαλό του, ζήτησε την παρτιτούρα του, την τοποθέτησε στο αναλόγιό του, πήρε το υπέροχο βιολί του και άρχισε να ερμηνεύει το έργο του. Ξαφνικά σταμάτησε γιατί είχε δυσκολίες με το θυελλώδες ύφος της σύνθεσης. Και τότε εκείνος, ο Γερμανός δημιουργός, σηκώθηκε και δε δίστασε ν’ αρπάξει βίαια το βιολί από τα χέρια του και να του δείξει πως έπρεπε να παίξει στο συγκεκριμένο μέρος. Ο Arcangelo Corelli, θαυμάζοντας την υπεροχή του αντιπάλου του και χωρίς να νιώσει προσβεβλημένος, τού είπε με πραότητα. «Αγαπητέ μου, αυτή είναι Γαλλική μουσική φόρμα κι εγώ δεν τη γνωρίζω». Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι.»

Ο αντίπαλος συνθέτης ήταν ο Georg Friedrich Handel. Δεν είχε γράψει τότε το ασύγκριτο Ορατόριό του «Μεσσίας», είχε όμως τον Ρέμπραντ στη πλούσια συλλογή του!

Τόπος μέγας, άστρων, λιμνών και ποταμών, ανοίχτηκε μπροστά του. Η έρημος άρχισε να ανθίζει, σαν ρόδο, σαν καλαμιά, σαν σπάρτο. Εκεί, ανάμεσα στις καλαμιές, στα σπάρτα και στα ρόδα την είδε.

Μάζεψε πολύχρωμες, μικρές ψηφίδες και άρχισε να συνθέτει την αέρινη μορφή της με την ακρίβεια και τη λεπτότητα βυζαντινού αγιογράφου. Ίσως, για να κομματιάσει με την τέχνη του τη σιωπή, όπως θα έλεγε ο Dmitry Shostakovich.

i Σοφοκλής , Αίας [1079]
ii Ευριπίδης , Ιππόλυτος [190]
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φηγός» Ιωαννίνων Μαρία Κοτοπούλη

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Η ΕΞΟΧΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ


Η μεγάλη προσμονή για τις συναυλίες στις 6 και 7-7-17 από την περίφημη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης ήταν αναμενόμενη, καθώς σηματοδοτούσε το κορυφαίο μουσικό γεγονός του Φεστιβάλ Αθηνών, ύστερα μάλιστα και από την ακύρωση της εμφάνισης με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών της θρυλικής Αργεντινής πιανίστα Martha Argerich. Η είδηση της ακύρωσης άλλων δύο εμφανίσεων, του επί τριάντα περίπου χρόνια, διακεκριμένου μαέστρου της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Αγίας Πετρούπολης, Yuri Termikanov, καθώς και του διάσημου Ρώσου πιανίστα Denis Matsuev, βύθισαν σε απογοήτευση τους φιλόμουσους. Ωστόσο η μεγάλη αυτή ορχήστρα, υπό την διεύθυνση του αντικαταστάτη αρχιμουσικού της Nikolai Alexeev, έλαμψε για μια ακόμα φορά στη μακρά πορεία της.

Παρακολουθήσαμε την πρώτη συναυλία με έργα, αποκλειστικά, Ρώσων συνθετών. Το πρώτο ήταν ένα απόσπασμα από την ορχηστρική σουίτα της όπερας, Ο Θρύλος της αόρατης πόλης του Κιτέζ του Nikolai Rimsky -Korsakov (1844-1908), που θεωρείται μία από τις ωραιότερες όπερες του συνθέτη και αναφέρεται ως «Ρωσικός Parsifal». Το από τέσσερις πράξεις λιμπρέτο του Vladimir Belsky, βασίζεται σε δύο μύθους, στον «Legent of the invisible city of Kitezh» και στον «The Maiden Feuvroniya». Η όπερα ολοκληρώθηκε το 1905 και πρωτοπαίχτηκε στο Θέατρο Maryinsky στις 20 Φεβρουαρίου του 1907, στην Αγία Πετρούπολη.

«Μάγος της ενορχήστρωσης» χαρακτηρίστηκε ο Korsakov και η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης υπό την μπαγκέτα του αρχιμουσικού της, Nikolai Alexeev, δικαίωσε τον χαρακτηρισμό. Μέσα από το πλούσιο ηχόχρωμα και τον διάφανο ήχο κάθε οικογένειας οργάνων, πρόβαλαν με αρμονική ολότητα και ακρίβεια τις αρετές του έργου και έπλασαν μελωδίες τρυφερές, που ανέδειξαν τη σαγήνη και τη μαγεία των μύθων.

Τις Παραλλαγές ροκοκό, έργο 33 του Pyotr Ilyich Tchaikovsky (1840-1893), ερμήνευσε, στη συνέχεια, με δεξιοτεχνία βιρτουόζου, ο Ισπανός σολίστ του βιολοντσέλου Pablo Ferrandez. Ο Tchaikovsky αναζητεί την έμπνευση πέρα από την Ρώσικη μουσική στα πρότυπα της Δυτικής μουσικής. Με ίχνη και επιρροές από τον ρομαντισμό ενός Schumann, Liszt και Wagner, μα πάνω απ' όλα εμπνεόμενος από το γοητευτικό στυλ του θεϊκού Mozart και του Ροκοκό, συνθέτει, με κλασική προσέγγιση, ένα έργο άκρως δεξιοτεχνικό, με νύξεις από τα μπαλέτα του, με χάρη, φαντασία και πλαστικότητα, στοιχεία του ανεπανάληπτου προσωπικού, ορχηστρικού του ύφους.

Το έργο γράφεται αμέσως μετά το συμφωνικό ποίημα Francesca da Rimini, μεταξύ Δεκεμβρίου του 1876 και Μαρτίου του 1877, για τον Γερμανό βιολοντσελίστα Wilhelm Fitzenhagen, καθηγητή στο Conservatoire της Μόσχας, ο οποίος συνέβαλε με τις υποδείξεις του στην ολοκλήρωσή του. Η πρεμιέρα του έργου έγινε στη Μόσχα στις 30 Νοεμβρίου 1877 υπό τον Nikolai Rubinstein.

Με την άριστη στήριξη της μεγάλης αυτής ορχήστρας και του αρχιμουσικού της, η ερμηνεία του νεαρού σολίστ, Pablo Ferrandez, ήταν αριστοτεχνική. Με τόλμη, σαφήνεια και μοτσάρτεια χάρη, ανέδειξε τον πλούτο της μουσικής του Tchaikovsky, αλλά και έδωσε το έναυσμα στο θεατή, αντιστοιχώντας τις τέχνες, να δει μέσα από τις νότες, την ακτινοβολία των ζωγραφικών αριστουργημάτων της εποχής του Ροκοκό, όπως το «Ποιμενικό Ειδύλλιο» του François Boucher, το «Προσκύνημα στο νησί των Κυθήρων του Jean-Antoine Watteau, το «Κλεμμένο φιλί» του Jean-Honorè- Fragonard και τόσα άλλα.

Τους Συμφωνικούς Χορούς op. 45, ορχηστρική σουίτα σε τρία μέρη, συνέθεσε ο Sergei Rachmaninoff (1873-1943), στην Αμερική το 1940, τέσσερα χρόνια μετά τη σύνθεση της Τρίτης Συμφωνίας του και έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του, αλλά και η σύνοψη της μουσικής του κατάθεσης. Ο πρωτότυπος τίτλος τους ήταν Fantastic Dances και προοριζόταν για μπαλέτο που θα χορογραφούσε ο Michael Fokine. Δεινός πιανίστας ο ίδιος, χαρακτηρίστηκε από τους καλύτερους του 20ού αιώνος, συνέθετε, παράλληλα με την Ορχηστρική Σουίτα και τους Συμφωνικούς Χορούς για δύο πιάνα.

Ήταν γνωστή η ιδιαίτερη σχέση του Ρώσου συνθέτη με την Philadelphia Orchestra, χάρις στον Leopold Stokowski, -να θυμίσουμε την αλησμόνητη παρουσία του στη Fantasia του Walt Disney- καθώς και η ρήση του, ότι τα χρόνια που ζούσε στην Αμερική συνέθετε, έχοντας στο μυαλό του τους ήχους αυτής της ορχήστρας. Ήταν φυσικό η πρεμιέρα των Συμφωνικών Χορών του να γίνει από τη διάσημη Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, υπό την διεύθυνση του Eugene Ormandy.

Έργο αντιπροσωπευτικό τού τελευταίου στυλ του συνθέτη, ένας νοσταλγικός, ρομαντικός χορός για τη Ρωσία που γνώρισε και περιγράφει τόσο όμορφα στην Τρίτη Συμφωνία του, με την εκκλησιαστική μουσική στην αρχή να επιτείνει την αθεράπευτη νοσταλγία για την πατρική γη και να αφήνει έκθαμβο τον ακροατή όταν προς το τέλος, αναγνωρίζει, στο Dance macabre, το Requiem Dies Irae, δάνειο από το Γρηγοριανό Μέλος του 13ου αιώνος. Έξοχη απόδοση, από μια έξοχη Ορχήστρα! 

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

ΤΑ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΠΑΘΗ ΤΟΥ JOHAN SEBASTIAN BACH ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Από το θαυμάσιο Γερμανικό σύνολο, Balthasar Neuman Choir and Enseble, ένα από τα είκοσι καλύτερα διεθνώς, σύμφωνα με το περιοδικό Gramophone, είχαμε την τύχη να ακούσουμε Τα Κατά Ιωάννην Πάθη του Johan Sebastian Bach (1685-1750), υπό την μπαγκέτα του ιδρυτή και διευθυντή του Συνόλου, Thomas Hengelbrock, την Κυριακή των Βαΐων, στις 9-4-1917, στο πλαίσιο του Κύκλου «Adajio», του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Το πρώτο από τα δύο διασωθέντα Ορατόρια του Bach, Τα Κατά Ιωάννην Πάθη, γράφτηκαν την πρώτη χρονιά της παραμονής του συνθέτη στη Λειψία και πρωτοπαίχτηκαν την Μεγάλη Παρασκευή, στις 7 Απριλίου του 1734, στο Ναό του Αγίου Νικολάου, έναν από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους Ναούς της Σαξονίας, λίγες ημέρες μετά τα γενέθλια του συνθέτη, παρά το γεγονός ότι η επιθυμία του ίδιου ήταν να ακουστεί το Ορατόριό του στον Ναό του Αγίου Θωμά.
Τα Κατά Ματθαίον Πάθη, το δεύτερο μεγαλειώδες Ορατόριο του Bach, στην αφάνεια για περίπου πενήντα χρόνια, γίνεται ευρύτερα γνωστό το 1829, όταν ο Felix Mendelssohn το παρουσιάζει στο Βερολίνο και αποκαθιστά το μουσικό μνημείο του Μεγάλου Κάντορα. Εις Τα Kατά Ιωάννην Πάθη προγενέστερα των Κατά Ματθαίον Παθών, ήταν δικαιολογημένο να έχει επισημάνει ο συνθέτης τυχόν αδυναμίες και ως εκ τούτου να έχουν αποφευχθεί στο επόμενο έργο, κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Απ' εναντίας στέκουν και τα δύο σε ισοϋψή βάθρα, αφηγούμενα κατά τρόπο αξιοθαύμαστο, όχι μόνο το Θείο Δράμα, αλλά και την ιδιαιτερότητα των Ευαγγελιστών που τα έγραψαν.
Ο Bach υφαίνει τη μουσική του πάνω στα κεφάλαια 18 και 19 από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο της Λουθηρανής Βίβλου και φέρει τον Ευαγγελιστή άλλοτε να αφηγείται και άλλοτε να ψάλλει ακριβώς το λόγο της Βίβλου. Τα πρόσθετα ποιητικά μέρη είναι αγνώστου ποιητή. Επίσης από Τα Κατά Ματθαίον Πάθη επιλέγει και προσθέτει τη σκηνή του θρήνου του Πέτρου μετά την προδοσία και τη σκηνή της Σταύρωσης, όταν σχίζεται το καταπέτασμα του Ναού. Η πρώτη σκηνή του Ορατορίου διαδραματίζεται στην Κοιλάδα των Κέδρων (Kidrom Valley) και η δεύτερη στο Παλάτι του Καϊάφα. Το δεύτερο μέρος αποτελείται από τρεις σκηνές. Η πρώτη εκτυλίσσεται στο παλάτι του Πόντιου Πιλάτου, η δεύτερη στο Γολγοθά και η τρίτη στο σημείο της Ταφής. Από τις τέσσερις αναθεωρημένες εκδοχές του Bach παρακολουθήσαμε την δεύτερη που έγινε το 1725. Η Ορχήστρα έπαιξε σε όργανα εποχής και υπήρχαν δύο σολίστ (Ευαγγελιστής, Ιησούς), ενώ μέλη της Χορωδίας ερμήνευσαν τις Άριες και τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον Ιησού στον δρόμο του Μαρτυρίου.
Η, με ιστορική προσέγγιση, εξαίσια μουσική διεύθυνση του Ορατορίου από τον Αρχιμουσικό, Thomas Hengelbrock, δημιούργησε από την αρχή, ατμόσφαιρα αυστηρά προκλασική, γεμάτη κατάνυξη. Υπό την μπαγκέτα του η δραματικότητα έφτασε στην κορύφωση, καθώς η τραγικότητα του μαρτυρίου ως την Σταύρωση, τον επιτάφιο θρήνο και την Ανάσταση, επέτεινε συνταρακτικά τις συναισθηματικές εναλλαγές για τον Πάσχοντα Ιησού.

Ιδανικός και απέριττος Ευαγγελιστής, ο Γερμανός τενόρος, Daniel Behle, προετοίμασε το λόγο του Ιησού με ιερότητα και αφηγηματική ταπεινότητα. Ο Αυστριακός βαρύτονος Markus Butter, άριστος στον ρόλο του Ιησού, βάδισε με ευγένεια, σεμνότητα και καρτερικότητα τον προδιαγεγραμμένο, δρόμο του μαρτυρίου. Εντυπωσιακός ο Πόντιος Πιλάτος και συγκλονιστική η συνομιλία του με τον Ιησού, μέσα από τις κραυγές του αλαλάζοντος πλήθους. Εξαιρετικοί και οι σολίστ της Χορωδίας που απέδωσαν τον Πέτρο, τους Υπηρέτες και τις Άριες. Εκπληκτική η άνεση της Χορωδίας και της Ορχήστρας (B-N-C), με τη σπάνια, χαρακτηριστική της μουσικότητα, που φώτισε και αποκρυπτογράφησε το "αληθές" της αριστουργηματικής, ιερής σύνθεσης. Ερμηνεία κατανυκτική, με παλλόμενο θρησκευτικό πάθος, δημιούργησε ρίγη συγκίνησης με αποκορύφωμα το τελικό Κοράλ που έμοιαζε σαν προσευχή και θρηνητικό νανούρισμα προς τον Κύριο! 



Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΡΩΣΙΑΣ | ΝΑΤΑΛΙΑ ΓΕΡΑΚΗ ΦΛΑΟΥΤΟ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΗΟΣ ΠΙΑΝΟ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ 




Ήταν πράγματι ένα «Απόσταγμα Ρωσίας», μουσικής πανδαισίας, θα προσθέταμε, αυτό που παρακολουθήσαμε στον εξαιρετικό Κύκλο, Πανόραμα Μουσικής Δωματίου, «Από τη Ρωσία με…. αγάπη», στο Μ.Μ.Α, στις 7-11-2016.
Δύο λαμπερά, διεθνή αστέρια της μουσικής, η Ναταλία Γεράκη στο Φλάουτο και ο Απόστολος Παληός στο πιάνο, άνοιξαν τον κύκλο με ένα πρόγραμμα αξιώσεων και με υψηλού επιπέδου ερμηνείες, σε εξαιρετικές μεταγραφές έργων Ρώσων συνθετών, με εξαίρεση τη Σονάτα Αρ. 2 του Προκόφιεφ που ακούστηκε στην πρωτότυπη γραφή της.
Με τη Σουίτα σε παλιό ύφος, έργο 80, Φλάουτο και Πιάνο, μύησαν τους ακροατές στην φαινομενικά απλή γραφή, του Ρώσου συνθέτη Άλφρεντ Σνίτκε (1934-1998), που κρύβει τόση πολυπλοκότητα. Πώς να αποδώσει κανείς τη χάρη, την ευγένεια στο πλάσιμο του ήχου, την ασύλληπτη δεξιοτεχνία των δυο χαρισματικών νέων, που ανέδειξαν το νεοκλασικό στυλ και τη μαγεία μιας Σουίτας με περίκλειστο, παλαιό ύφος!
Το πιάνο του Απόστολου Παληού, "προδοτικό", αποκάλυψε το πανέμορφο τραγούδι του κορυδαλλού, που ο Μίλι Μπαλακίρεφ (1837-1910) είχε ξεχωρίσει από τον Κύκλο Δώδεκα τραγουδιών με τίτλο Αποχαιρετισμός στην Αγία Πετρούπολη του Μιχαήλ Γκλίνκα (1804-1857) και το διασκεύασε για πιάνο το 1864. Να όμως που ο Κορυδαλλός, ζωντάνεψε κάτω από το δεξιοτεχνικό άγγιγμα των πλήκτρων και "τραγούδησε" έξοχα το Θρήνο του χωρισμού, ύμνησε την ελεγεία της αγάπης και "ζωγράφισε" την εικόνα του αποχαιρετισμού! Στο επόμενο σόλο του, Ελεγεία αρ.1, από τα κομμάτια φαντασίες, του Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943), ο Απόστολος Παληός, ανέδειξε την πορεία της Ελεγείας μέσα στο χρόνο, το ερωτικό πάθος και το θρήνο της πληγωμένης αγάπης, τον μεθυστικό λυρισμό της. Η ρομαντική μελαγχολία, διάχυτη στο έργο του συνθέτη, γίνεται ποίηση από τον Απόστολο Παληό και μας παραπέμπει στο θαυμάσιο CD του, Great Romandics, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από την Εταιρεία Subways Music.
Μέσα από το αριστουργηματικό απόσπασμα της όπερας του Ιγκόρ Στραβίνσκι (1882-1971), Le Rossignol, βασισμένο στο εξωτικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Το Αηδόνι του αυτοκράτορα, η Ναταλία Γεράκη, με το περίφημο ασημένιο της Φλάουτο, Muramatsu, Φλάουτο-αηδόνι, έκαμε να διαχυθεί παντού η μαγεία του παραμυθιού και με την απαράμιλλη δεξιοτεχνία της, μετουσίωσε τον ήχο σε ουράνιο πνεύμα, μεταμόρφωσε το ψάρι σε πουλί, το δάκρυ σε αστέρι του ουρανού και αιχμαλώτισε τον ακροατή.
Στη συνέχεια οι μεταγραφές από έργα του Αράμ Χατσατουριάν (1903-1978), (το Βαλς, από τη σκηνική μουσική Μασκαράτα, το Andante του Σπάρτακου και της Φρυγίας από το μπαλέτο Σπάρτακος, το χορό των Σπαθιών από το μπαλέτο Γκαϊνέ), έδωσαν την ευκαιρία στους δύο σολίστ να αναδείξουν το χρώμα της Ανατολής μέσα από την πλούσια λαϊκή, παράδοση της Αρμενίας.
Η Άρια του Λιένσκι από την όπερα Ευγένιος Ονιέγκιν, του Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφκι (1840-1893), από τις ωραιότερες που έχουν γραφεί, ερμηνεύτηκε με αυθεντικό ρώσικο πάθος και λυρισμό από τους δύο καλλιτέχνες, οι οποίοι με την δεξιοτεχνία τους, έκαμαν ώστε να αποκτήσει αισθητική αυτοτέλεια η μουσική και παρά την απουσία του λόγου, να βιώσει ο ακροατής την τραγικότητα της σκηνής, κατά την οποία ο άτυχος, νεαρός Λιένσκι, θρηνεί λίγο πριν πεθάνει, καθώς φέρνει στο νου του τις χρυσές ημέρες της Άνοιξής του που χάθηκαν για πάντα.
Η Ναταλία Γεράκη και ο Απόστολος Παληός ολοκλήρωσαν το πρόγραμμά τους εξαίσια, με την αριστουργηματικής γραφής Σονάτα αρ.2 για φλάουτο και πιάνο, του Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1853), που την συνέθεσε παράλληλα με την μουσική της θρυλικής ταινίας, Ιβαν ο τρομερός, του Άιζενσταϊν. Μέσα από εσωτερικές, πνευματικές διεργασίες, αποκάλυψαν τα βαθιά νοήματα των έργων και, "εν αρμονία", με λεπτούς δεξιοτεχνικούς ελιγμούς, τη μελωδικότητα και τους βελούδινους ήχους του Πιάνου και του Φλάουτου!
Απόλαυση η ακρόαση, αλλά και η συγκίνηση από την διαπίστωση ότι υπάρχουν νέοι που, παρά την δίνη των καιρών μας, υπηρετούν με βαθιά γνώση, αγάπη και συνέπεια την τέχνη τους και, αιρόμενοι στα ύψη τους αίρουν και το κοινό μαζί τους.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

ΑΜΥΝΤΑΣ - ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΡΜΟΡΗ | ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Την ποιμενική κωμωδία (Commedia pastorale), Αμύντας (Amintas), που τυπώθηκε ανώνυμα στη Βενετία το 1745, σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο και είναι μετάφραση-παράφραση στα ελληνικά του ομώνυμου έργου του μεγάλου Ιταλού ποιητή Torquato Tasso (1544-1595), παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού, στις 8-7-2016, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, σε μια εξαιρετική, πρώτη πανελλήνια παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου, ο οποίος αναγνώρισε τον ανώνυμο συγγραφέα του Αμύντα, Γεώργιο Μόρμορη (1720-1790), ιατροφιλόσοφο ποιητή από την Φορτσέτα των Κυθήρων, από ένα αντίτυπο που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη της πόλης Bergamo της Ιταλίας και μας τον παρέδωσε.
Το ποιμενικό δράμα, δημιούργημα της Αναγέννησης, έλκει την καταγωγή του από την Βουκολική ποίηση του Θεόκριτου, ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής και του Βιργιλίου, Λατίνου ποιητή της εποχής του Οκταβιανού. Ο Torquato Tasso, Ιταλός ποιητής του 16ου αιώνα, εμπνέεται και δανείζεται τους ήρωές του από τα Ειδύλλια του Θεόκριτου, όπως τον Αμύντα, με το Μακεδονικό όνομα, που παίχτηκε στη Φεράρα το 1573. Από τα γνωστότερα έργα του Tasso είναι το επικό του ποίημα "Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ".
Ο αέρας που πνέει από τα Ποιμενικά Δράματα επηρεάζει την Ευρώπη με φωτεινότερο παράδειγμα την Τρικυμία του Σαίξπηρ και τα λιμπρέτα για όπερες του Metastasio, που βασίζονται σε βουκολικά θέματα. Φτάνει όμως και ώς την Κρήτη με την Πανώρια του Γεωργίου Χορτάτση (16ος-17ος αι.).
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος θεωρεί πρωτότυπη την ανάπλαση του έργου από τον Γεώργιο Μόρμορη, ο οποίος, διατηρώντας την αρχική δομή, αλλάζει την αισθητική και τη μορφή του έργου, προσθέτοντας ένα δεύτερο πρόλογο και το πρόσωπο της Κυθέρειας Αφροδίτης. Από τις πλούσιες πληροφορίες που μας δίδει μαθαίνουμε ότι το έργο κατέχει σημαντική θέση στη ιστορία της νεοελληνικής δραματουργίας του 18ου αιώνα και ιδιαίτερα της κρητοεπτανησιακής θεατρικής παράδοσης. Ο Μόρμορης, όπως επισημαίνει ο μελετητής, συμπληρώνει το σύνολο των δραματογράφων και μεταφραστών που αντιμετώπιζαν με μεγάλη ελευθερία τα πρωτότυπά τους και αναφέρει ανάμεσα σε άλλους τους, Πέτρο Κατσαΐτη, Σαβόγια Ρούσμελη, Δημ. Γουζέλη και Γεώργιο Ζαμπέλιο. Επτανησιακά και λόγια στοιχεία αναμεμιγμένα με την καθομιλουμένη της εποχής, συνθέτουν ένα ποίημα 3.862 στίχων, σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους και λίγους οκτασύλλαβους, ενώ το πρωτότυπο αποτελείται από 1.690 στίχους. Ο Ευαγγελάτος, εκτός από τη σπουδαία μελέτη, τη δραματουργική προσαρμογή και το πλούσιο γλωσσάρι, κάνει και τη σκηνοθεσία και μας προσφέρει μια λαμπερή παράσταση όλο φρεσκάδα και ομορφιά.
Ο Αμύντας, ανεψιός του Πάνα, ερωτεύεται τη Σύλβια, ανεψιά της θεάς του κυνηγιού. Η Σύλβια, που ενδιαφέρεται μόνο για το κυνήγι, δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά του, γιατί μισεί τους άνδρες και δεν έχει ένα καλό λόγο για τον Αμύντα και όταν ακόμα τη σώζει από ένα σάτυρο που την έχει αρπάξει και την έχει δέσει με τα μαλλιά της, γυμνή, σε ένα δένδρο. Συνεχίζοντας αμέριμνα το κυνήγι, μαθαίνει ότι ο Αμύντας, απελπισμένος από την αδιαφορία της, αυτοκτόνησε πέφτοντας από έναν γκρεμό. Τότε λυγίζει και θέλει και η ίδια να πεθάνει. Ο Αμύντας όμως σώζεται από ένα κλαδί που εμποδίζει την πτώση του και έτσι το τέλος είναι αίσιο για το ζευγάρι.
Πρόσωπα υπαρκτά, φανταστικά, μυθικά, πνεύματα της φύσης, ζώα παράξενα, δένουν αρμονικά στο έργο και πάνω στη σκηνή του Ηρωδείου, με ποίηση και μουσική, με λόγο καθαρό, με καταστάσεις σπαρταριστές και συναρπαστικές, σε ένα παιχνίδι ερώτων, γεμάτο εφηβική δροσιά. Μέσα στο καλαίσθητο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, ο οποίος υπογράφει και τα κοστούμια, χαρακτηριστικά του ύφους και του στυλ της κάθε εποχής, ο Ευγγελάτος, θυμίζοντας τον καλό, εμπνευσμένο εαυτό του, ανέδειξε με ευφυή διδασκαλία και σκηνοθετικά μέσα τις αρετές και την ποιητική ατμόσφαιρα του έργου. Ο Σκηνοθέτης, ξεκινώντας από τα βάθη του χρόνου, με τη βοήθεια της ωραίας μουσικής σύνθεσης του Γιάννη Αναστασόπουλου, θαυμάσια ερμηνευμένης από τον Μάριο Σαραντίδη και το εκλεκτό τρίο, Άκη Στρατουδάκη βιολί, Στέφανο Χατζηαναγνώστου φλάουτο, Έλενα Παπανικολάου πιάνο, που έπαιζαν ζωντανά επί σκηνής, μύησε το κοινό του στην εποχή του μπαρόκ, έφερε μνήμες από ροκοκό, το βύθισε στον ρομαντισμό και το προσγείωσε στους ρυθμούς του 21ου αιώνα. Πολύτιμοι συνδημιουργοί οι ηθοποιοί: Οδυσσέας Παπασπηλιώπουλος, Αμύντας. Φαίη Ξυλά, Σύλβια. Βίκυ Βολιώτη, Δάφνη. Θανάσης Κουρλαμπάς, Τίρσης. Θανάσης Δήμου, Σάτυρος. Χριστιάννα Ματζουράνη, Νερίνη. Θωμάς Γκάγκας, Εργάστος. Γεράσιμος Σκαφιδάς, Ελπίνο. Άπαντες συνέβαλαν τα μέγιστα στο πνευματικό παιχνίδι που έπλασε ο σκηνοθέτης και έπαιξαν, αιωρούμενοι στο χρόνο, με χάρη, ευελιξία, χιούμορ και πλούσιο συναίσθημα. Σκηνές ονειρικές για τους ερωτευμένους, κάποτε "εφιαλτικές", εξ αιτίας των παρεξηγήσεων, που προκαλούνταν από την πάλη και τις διεκδικήσεις των εραστών, θύμιζαν commedia dell arte και αναδείκνυαν το υψηλό δεξιοτεχνικό επίπεδο ερμηνείας των ηθοποιών μας, που έλαμψαν στο παιχνίδι της χαράς, της λύπης, του έρωτα και της μοναξιάς.
Με ποίηση και φαντασία, βοσκοί και βοσκοπούλες, Σάτυροι, Φαύνοι, Νύμφες και Χορός, άνοιξαν τις πύλες του χτες για να εισχωρήσουν στο σήμερα και να μας δείξουν ότι η ιστορία, η μυθολογία, η παράδοση, αντανακλώνται στο παρόν, προσφέροντας την ευεργεσία των δώρων τους στο σύγχρονο κοινό, που όρθιο, μέσα στο θέατρο, χειροκροτούσε, παλλόμενο από χαρά και πνευματική ευωχία.
Related Posts with Thumbnails