© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Haiku. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Haiku. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΤΟ ΧΑΪΚΟΥ: ΑΣΚΗΣΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

[Από το Περιοδικό ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ, τεύχος 56-58, Άμφισσα '95-'96, σσ. 4195-4216]

«Προπαντός η ακρίβεια, έλεγα. Κι όλο πρόσεχα να 'ναι στενό το διάφραγμα. Όταν προχώρησα στην εμφάνιση το είδα καθαρά: είχα κερδίσει τύ­πους από στιγμές ή, αλλιώς, στιγμιότυπα πού, ά­παξ κι υπήρξανε μια φορά, τίποτε, ποτέ πια, δεν θα μπορούσε να τα κατελύσει» (1).

Έτσι ο Οδυσσέας Ελύτης κερδίζει το καταστάλαγμα των καίριων στιγμών που τον αφορούν, μεσ' από το κοίταγμα της φωτογραφικής του μηχανής. Οι «τύποι στιγμών» και η κατα­γραφή της ακρίβειάς τους, για την οποία πασχίζει, σαφέστατα δε συνιστούν μόνο χρονογραφία: Πίσω από το κλειστό πλαί­σιο της αποτύπωσης ξεδιακρίνονται προβλήματα, προβλέψεις, προοπτικές και ακινητοποιούνται πράξεις, πράγματα, πρόσω­πα. Άρα, το φωτογραφικό περίγραμμα δεν είναι καθόλου ορι­στικό, όπως δείχνει. Στήν παρασκιά των εικονιζόμενων αναφαίνεται σιγά-σιγά η γενεσιουργός ιδέα και δίπλα από το φυσικό ιστορείται η αθέατη όψη του υπέρ και του μεταφυσικού.

Αυτά, όσον αφορά στη δυνατότητα καταστολής του Χρό­νου δια της αιχμαλωσίας του, πού μας παρέχουν οι κάθε λογής απορροές του «φωτεινού θαλάμου»(2). Συμβαίνει άραγε κά­τι ανάλογο με την περίπτωση του Χαϊκού, το οποίο σε μια πρώ­τη προσέγγιση μπορεί κανείς να το θεωρήσει σαν ένα αναγνώσιμο φωτογραφικό στιγμιότυπο; Αυτό και άλλα διλήμματα έρ­χονται να διερευνήσουν οι σκέψεις-προτάσεις πού ακολου­θούν.


Από τον Bashō στον Kyoshi

Το Χαϊκού (Haiku) είναι ιαπωνικό ποιητικό είδος ηλικίας έξι περίπου αιώνων. Απαρτίζεται από δεκαεπτά συλλαβές, οι οποίες εκφέρονται στην τρίστιχη φόρμα των 5-7 και 5 συλλαβών. Συλλαμβάνει κατά κανόνα μια σκηνή από το φυσικό περιβάλλον, αντιπροσωπευτική κάθε φορά μιάς από τις τέσσερις εποχές του χρόνου, και στο πρώτο κοίταγμα δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο από τη δόμηση ενός τέτοιου ποιήματος. Στην πράξη όμως αναδεικνύονται οι πολλαπλές δυσχέρειες της αρχιτεκτονικής του: Η με ιδιάζουσα πυκνότητα και άφαιρετικότητα καταγραφή του Καίριου πού απαιτεί, και ταυτόχρονα η εκζήτηση της ισόρροπης αρμονίας του φυσικού κόσμου με τον συναισθηματισμό του Ποιητή.

Σημειώνει χαρακτηριστι­κά ο Jean Arp (1887-1966): «Έχει (το Χαϊκού) μια συμβολική ομορφιά του πνεύματος και του αισθήματος πού έχει αφαιρέ­σει οτιδήποτε δεν είναι αναγκαίο. Είναι το δυσκολότερο εί­δος ποίησης. Φαίνεται να είναι το είδος με το όποιο μόνο η λιτότητα και η τελειότητα μπορούν να εκφρασθούν». Και ο Ευγένιος Αρανίτσης επισημαίνει: «Το χαϊκού δεν περιγράφει ούτε ερμηνεύει, πολύ λιγότερο δεν αφηγείται· μοιάζει περισ­σότερο με το στάλαγμα μιάς μοναδικής νότας, με την αστρα­πιαία (κι ωστόσο δίχως τίποτα το βίαιο) χάραξη μιας μονο­κονδυλιάς, που διαγράφεται στο κενό σαν έκλαμψη κι ύστερα σβήνει. Καθώς η τέχνη αυτή συνδέεται στενά με τον βουδι­σμό ζεν, θα μπορούσαμε να δούμε μια τέτοια έκλαμψη σαν σατόρι, μ' άλλα λόγια θα 'ταν σωστό να αντιληφθούμε τον κόσμο του χαϊκού σαν έναν καθρέφτη: Ο καθρέφτης, κατά την αρχαία ανατολίτικη ρήση, αντανακλά τα πάντα αλλά δεν συγκρατεί τίποτα» (3).

Είναι ίσως οι γοητευτικές αυτές δυσκολίες, που συντελούν, στο να έχει αποκτήσει τόσους πολλούς φίλους σε ολόκληρο πια τον κόσμο, για τούτο ακριβώς και στην Ιαπωνία λειτουρ­γεί ο «Διεθνής Σύνδεσμος Χαϊκού» (Haiku International Association). Κορυφαίος εκπρόσωπος του είδους θεωρείται ο Matsuo Bashô.

Σαν ελάχιστο δείγμα γραφής μεταγράφουμε παρακάτω από τα Αγγλικά έξι μόνον Χάϊκού των διασημότερων Ιαπώνων θεμελιωτών του είδους αυτού, τα οποία καλύπτουν (όσο και αν μπορούν να καλύψουν μια τέτοια ποιητική πλημμυρίδα) τέσσερις ολόκληρους αιώνες: Από τον 17ο αιώνα με εκφρα­στή τον Matsuo Bashô (1644-1694) μέχρι τον 20ό, με εκφραστή τον Takahama Kyoshi (1874-1959). Στη μεταγραφή μας, για λό­γους πιστότητας και σεβασμού των ιαπωνικών κανόνων για το Χαϊκού, τηρήσαμε το γνώριμο σχήμα των 5-7-5 συλλαβών, οπότε αποδίδεται -πιστεύουμε- το ζητούμενο με την δεκαεπτασύλλαβη προσαρμογή του στην ελληνική γλώσσα.

Πάνω σ' αυ­τό ο έξοχος μεταφραστής των Χαϊκού Μισέλ Φάις σημειώνει τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αποτε­λεί ματαιοπονία -ή έστω δευτερεύουσας σημασίας επιδίωξη- η δεκαεπτασύλλαβη αναπνοή του ποιήματος. Νομίζω ότι αυτή η εκτίμηση συχνά υποκρύπτει μια «νόμιμη» οκνηρία· κι αυτό το υπογραμμίζω, εξυπακούεται, χωρίς να παραβλέπω τον τελείως διαφορετικό γλωσσικό «βιότοπο» της ιαπωνικής και της ελληνικής. Ωστόσο, μου φαίνεται λιγάκι ευκολία να εφησυ­χάζουμε σε προγραμματικά γλωσσολογικά εμπόδια. Και αυτό με προκαλεί, αναποδογυρίζοντας το σκηνικό, να σκεφτώ κά­ποιον Ιάπωνα ο οποίος θα αναλάμβανε να γυρίσει στη γλώσ­σα του το δημοτικό μας τραγούδι, αδιαφορώντας να βρει στη δική του λογοτεχνική παράδοση, λ.χ. κάποιο μετρικό ομόλο­γο του δεκαπεντασύλλαβου...» (4).


Matsuo Bashô (松尾 芭蕉 1644-1694)

Λιμνούλα παλιά·
ο βάτραχος στον ήχο
πηδά του νερού.

(σκηνή της άνοιξης)

Yosa Buson (与謝蕪村 1716-1783)

Ανοιξιάτικη
θάλασσα ολημερίς
κύμα το κύμα.

(σκηνή της άνοιξης)

Kobayashi Issa (小林一茶 1763-1827)

Έλα κοντά μου
μαζί με μένα παίξε
σπουργίτι ορφανό.

(σκηνή της άνοιξης)

Chiyo-ni (千代尼 1703-1775)

Θήρα του δράκου
που πετά. Μακρύτερα
σήμερα πήγε.

(σκηνή τον φθινοπώρου)

Masaoka Shiki (正岡 子規 1867-1902)

Σκυλίσιο κορμί
πετάχτηκε χειμώνα
μες στο ποτάμι.

(σκηνή του χειμώνα)

Taκahama Kyoshi (高浜 虚子 1874-1959)

Το φίδι γλυστρά
μα τα μάτια με φθονούν
στα χόρτα κάτω.

(σκηνή τον καλοκαιριού)


Προϋποθέσεις και Θέσεις για ένα Ελληνικό Χαϊκού

«Κάθε μορφωμένος Ιάπωνας γνώριζει την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τα λυρικά ποιήματα της Σαπφούς και του Αλκαίου. Αυτά τα επικά ποιήματα είναι τόσο κλασικά όσο και ο Παρθενώνας. Τα ια­πωνικά Χαϊκού είναι σαν τις ξύλινες παγόδες: παρ’ όλο πού είναι μικρά σε μήκος έχουν μεγάλη δύνα­μη μέσα τους». Σονόο Ουτσίντα (5)

Η δεκαεπτασύλλαβη επικράτεια του ιαπωνικού αυτού ποι­ητικού είδους οριοθετεί την απαίτηση του πνεύματος για α­ποτύπωση μιας πολύτροπα ωραίας στιγμής και τη διάσωση της, οπότε το άπαξ γεγονός προάγεται σ' ένα διαρκές γινόμενο. Ε­κείνο πού πρέπει να προσεχθεί πολύ εδώ είναι, ότι για να δια­σωθούν τα περικλειόμενα στο τρίστιχο, χρειάζεται να φέρουν αφ’ εαυτών τις δυναμικές γι’ αυτό. Διατηρώ την πεποίθηση ότι το τρίστιχο που καταλήγει σαν απλή χρονογραφική κα­ταγραφή μιας κάποιας συγκλονιστικής έστω εμπειρίας από την έξω ή τη μέσα μας φύση, τελικά δεν έχει καί πολλά σημα­ντικά να προσφέρει, αν δεν φέρει αφ' εαυτού τα στοιχεία της διάσωσης του. Στή συναλληλία της ουσιαστικής καί ρημα­τικής εκδοχής του κρύβεται, πιστεύω, το μυστικό καί το μυ­στήριο ταυτόχρονα της λειτουργικότητας του. Εννοώ, ότι το εν χρήσει κεντρικό ρήμα σ' αυτό ειδικά το τρίστιχο, είναι αναγκαίο να μεταγγίζει κατά τρόπο καίριο καί αμετάκλητο τη γονική ουσία του στα ουσιαστικά ονόματα της περίστα­σης, προσδίδοντας τους έτσι όλα εκείνα τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της ποιητικής επιβίωσης του υποκειμένου ή του α­ντικειμένου πολύ μετά την παρέλευση της ιστορικά πρώτης συγκίνησης. Κι αν ακόμη κάποτε το ρήμα δεν καταγράφεται αλλά υπονοείται από τα συμφραζόμενα, διατηρεί και τότε την καταλυτική του ιδιότητα, ύποφώσκουσα εδώ και ίσως έτσι περισσότερο δηλωτική των πραγμάτων.

Στο ποθούμενο (την κατά τρόπο βραχύ και απόλυτο δηλαδή εκφορά της στιγμής) συμβάλλει αποφασιστικά η δεκαεπτασύλλαβη αυστηρότητα της φόρμας του Χαϊκού. Κι αν θέλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τη συλλογιστική μας πάνω στο αν και κατά πόσο θα ήταν εφικτό να υπάρξει ελληνική εκδο­χή του Χαϊκού, παραπέμπουμε αναλογικά, πλην ανεπιφύλα­κτα, στα λογοπλεκτικά έπιτεύγματα των αρχαίων Έλλήνων Λυρικών και μάλιστα της τέχνης του επιγράμματος, όπου ο αύτοπεριορισμός του δημιουργού στην πειθαρχία της φόρμας και η υπακοή του στους κανόνες της αφαίρεσης καρποφόρησαν με τέτοια έξαρση, ώστε δικαιολογούμαστε να μιλάμε, όχι απλά για λογοτεχνήματα, αλλά για γλυπτική του λόγου. Άρα, ο σύγχρονος έλληνας ποιητής, κοινωνός των πολιτι­στικών ρευμάτων του κόσμου, αλλά και φορτωμένος ανά πάσα στιγμή, σα νεώτερος Άτλας, με το φορτίο-κληρονομιά της αρχαϊκής του Ποιητικής, αργότερα μάλιστα έπωμιζόμενος την ύμνοποιητική της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, γνωρί­ζει καλά τις εντολές της πειθαρχίας στους κάθε λογής κανό­νες της Τέχνης, με στόχο πάντοτε τη διαυγέστερη μόρφωση του Λόγου και την αξιοποίηση των μυχιέστερων πτυχών του. Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει και η ακόλουθη πρόταση: Εκεί που χρειάζεται να υπάρξει μια σοβαρή ελληνική διαφο­ροποίηση ως προς το ιαπωνικό χαϊκού είναι, ότι το ελληνικό ανάλογο τρίστιχο δικαιούται να συμπεριφέρεται άνετα ως ένα είδος γνωμικού ή και ως φιλοσοφικό απόφθεγμα, χωρίς ετούτο να σημαίνει ότι, μεσ' από το φυσιολατρικό ή και φυ­σιοκρατικό στιγμιότυπο, που απαιτεί ο κανόνας του ιαπωνικού χαϊκού, αποκλείεται η φιλοσοφική διάθεση και διάστα­ση. Αξίζει μάλιστα εδώ να υπογραμμισθεί ότι η εν γένει φι­λοσοφία των Ιαπώνων, η οποία περνάει με σαφήνεια και σ' αυτήν ακόμη την αρχιτεκτονική των κήπων τους (6), θέλει να βλέπει σύνολο τον κόσμο μέσα στο παραμικρό στιγμιότυπο από τη φύση. Τίποτα δηλαδή μέσα στο χαϊκού δεν συμμετέχει συμπτωματικά ή άνευ λόγου. Όλα είναι προμελετημένα (7).

Εμπιστευόμενοι πάντως εμείς οι Έλληνες τους ευθύτατους δρόμους της προ- και μετα-χριστιανικής Παράδοσής μας και μπολιάζοντας με τη δική μας Παιδεία την ιδιάζουσα τεχνική του είδους αυτού, προτείνουμε να προχωρήσουμε βαθύτερα, ώ­στε ν' αναζητηθεί το «φυσικό καλό» (Naturschonheit) πίσω από τις πρισματικές μεταλλάξεις του «φυσικού φωτός» των Σχολαστικών, κάτι πού ενδεχομένως θα επηρεάσει εξελικτικά και την αποκαλούμενη «φυσική θεολογία» (Physikotheologie, κα­τά τον Derham). Με άλλα λόγια, ο Ποιητής, αιχμαλωτίζοντας μέσα στο δεκαεπτασύλλαβό του τις κινήσεις, αποχρώσεις, τρο­πές και ανατροπές, τους ήχους, τα ενεστώτα και τα μέλλοντα, τα υπο- και αντι-κείμενα του περιβάλλοντος κόσμου, συμβάλ­λει καθοριστικά στο ν’ αναφανεί εξ αποκαλύψεως σχεδόν το φως της θεϊκής καταγωγής καί του προορισμού τους, ένα μυ­στικό φως, που συνήθως δεν προσλαμβάνεται άμεσα με την πεπερασμένη μας όραση. Μεσ' από μια τέτοια διαδικασία χει­ραγωγείται και η τυχόν θεολογούσα διάνοια, ώστε, προσεγγί­ζοντας π.χ. τη στωική σκέψη του Χρυσίππου, να βεβαιωθεί πε­ρί του θείου είναι από τη σκοπιμότητα της ύπαρξης των φυ­σικών όντων.

«Το Χαϊκού», επισημαίνει ο πρέσβυς Uchida, «εξελίχθηκε σε ένα ποίημα που εκφράζει βαθιά συναισθήματα από τον φυ­σικό κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας και τον άνθρωπο. Αυτό εί­ναι επακόλουθο της πατροπαράδοτης ιαπωνικής ιδέας ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης όπως τα ζώα και τα φυτά και ότι πρέπει να ζει σε αρμονία με αυτά. Η ιδέα αυτή διαφέρει από την δυτική νοοτροπία κατά την οποία ο άνθρωπος θεωρείται ως ανεξάρτητος από την φύση και, ίσως, ανώτερος απ' αυτήν» (8). Ο Άνθρωπος, μέσα στο τρίστιχο που εμείς εισηγούμαστε κατέχει ρόλο διαφοροποιημένο: Δεν κρατά θέση απλού παρατηρητή ή ενός καλορυθμισμένου εξαρτήμα­τος μιας κάποιας φυσικής μηχανής. Συμπλέοντας κατ' αρχάς με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, δεν μπορούμε παρά να τον αντιμετωπίσουμε ως «μικρόκοσμο», με την έννοια, όχι μονά­χα της περίληψης του σύμπαντος στον εαυτό του, αλλά και ως κατόχου της δυνατότητας να γνωρίσει καί να προσλάβει τα του κόσμου. Σημαίνουσα και χρησιμότατη όμως είναι και η θεώρηση, που συν τω χρόνω διαμορφώθηκε από την Χριστιανική Ανθρωπολογία, εκφρασμένη σε πλείστα όσα σημεία της Ελληνικής Πατρολογίας και της εν γένει Ιεράς Παραδόσεως, μια προωθημένη όντως θεώρηση, η οποία μπορεί να δράσει σαν καταλύτης μέσα στο ελληνικό τρίστιχο, προσδίδοντας του έ­τσι μιαν ιδιαιτερότητα έκτακτη. Σύμφωνα με αυτήν, ό θεωρη­μένος παλαιότερα ως «μικρόκοσμος» άνθρωπος προάγεται τώ­ρα σε «κόσμον δεύτερον έν μικρώ μέγαν» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) και τούτο, κατά τον Άγιο Νικόδημο τov Αγιορείτη, «δια το πλήθος των δυνάμεων άς περιέχει, και μάλιστα της λο­γικής και νοεράς και θελητικής, τας οποίας ο αισθητός και μέγας ούτος κόσμος ουκ έχει εντός δε του μικρού κόσμου, δια την αίσθησιν μόνον ήν αυτός περιέχει...» (9).

Διατηρούμε την πεποίθηση ότι, εάν στο περί ού ο λόγος δε­καεπτασύλλαβο μεταχειρισθούμε αυτές τις ρωμαίϊκες δομικές σταθερές, θα το έχουμε στα σίγουρα προσαρμόσει στα ελληνικά (με όλες τις έννοιες) μέτρα, αξιοποιώντας διαχρονικά και καρποφόρα τον αστείρευτο πλούτο της Παράδοσης μας.

* * *

Ανακεφαλαιώνοντας την μέχρι τώρα συλλογιστική μας, έχουμε ισχυρισθεί ότι:

α) Το ιαπωνικό Χαϊκού δεν είναι και τόσο ξένο τελικά πρός την ελληνική ποιητική αυτοσυνειδησία και γι'αυτό ακριβώς στις μέρες μας και στον τόπο μας γνωρίζει απροσδόκητη άνθι­ση. Αυτό άκριβώς το γεγονός δείχθηκε άλλωστε καθαρά με τον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Χαϊκού, τον οποίον πραγματοποίη­σε, αρχές του 1993, για πρώτη φορά στη χώρα μας, η Πρεσβεία της Ιαπωνίας στην Ελλάδα (10). Τα υποβληθέντα έργα των υπέρ των εξήντα συμμετασχόντων Ελλήνων ποιητών κρίθηκαν στο Τόκιο, όπου συγκεντρώνονται τα Χαϊκού απ' ολόκληρο τον κόσμο. Στις 29 Μάιου 1993, ο πρέσβυς Σονόο Ούτσίντα, Πρόε­δρος του «Haiku International Association» και μέλος της εξετα­στικής Επιτροπής του Διαγωνισμού, σε διάλεξη του κατά την απονομή των Βραβείων στο Κολλέγιο Αθηνών, υπογράμ­μισε το φαινόμενο καί τη σημασία της άνοιξης του ποιητικού αυτού είδους στην Ελλάδα.

Αξίζει να καταγραφούν εδώ τα πέντε βραβευθέντα Χαϊκού (11), τα οποία όμως εναρμονίζουν τη δόμηση τους με την ιαπωνική απαίτηση για το είδος (σκηνή από τη φύση, απεικόνιση μιας εποχής του χρόνου) και όχι με αυτήν πού προτείνει το παρόν μελέτημα:


Ρούμπη Θεοφανοπούλου

Πράσινα πεύκα
γεύση μαύρων αχινών
αλμυρό ρίγος.

Ευγενία Δημητρακάκη Σιάμα

Σειρά οι λεύκες
τρεμοπαίζουν τα φύλλα
μέσα στο βοριά.

Παναγιώτης Καποδίστριας

Ξάφνου το φίδι
ν' αποδερματώνεται
το φιλδισένιο.

Σοφία Καριπίδου

Νιφάδες χιονιού
στη χούφτα μικρού παιδιού
λιώνουν απαλά.

Γεώργιος Βλάχος

Κίτρινα φύλλα
κοίτα στο πρωτοβρόχι
πώς λαμποκοπούν.


β) Η ατμόσφαιρα ενός άψογα δομημένου ελληνικού Χαϊ­κού κρατά την ίδια μυστηριακή εύωδία κι έκσταση με κείνη των αρχαϊκών μαντικών ρημάτων, των παλαιοδιαθηκικών προ­φητειών και του μετα-πραγματικού λόγου του Ιωάννου του εν Πάτμω. Χρειάζεται να διευκρινισθεί όμως εδώ, ότι η εκτίμη­ση μας αυτή δεν κρύβει καμμιά υπόνοια συγγένειας με τον κατά καιρούς διαπιστούμενο σε πλείστες όσες εκφάνσεις του πνευματικού μας βίου θρησκευτικό και θρησκειολογικό συ­γκρητισμό, ο οποίος εντέλει περιπλέκει τον νου και βλάπτει ούτως ή άλλως την ποιότητα του παραγόμενου πολιτιστικού αγαθού. Απλώς εννοούμε ότι στην Ποίηση, όταν αυτή λει­τουργεί και λειτουργείται, είναι οπωσδήποτε εφικτή η διά­σωση του πρωτογενούς συναισθήματος (που επιδιώκεται πά­ντως μέσω του Χαϊκού) ή έστω της ατμόσφαιράς του και η δια των αιώνων μετάστασή του στα λογοτεχνικά δρώμενα του σήμερα.


Λογομαχία για την Τέχνη του ποιητικού ακαριαίου στην Ελλάδα (3)

Είχαν ήδη αναπτυχθεί οι παραπάνω θέσεις - προτάσεις μας για ένα «ελληνικό Χαϊκού», όταν δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Νέα Εστία (15 Φεβρουαρίου 1995, σσ. 248-251) ένα ενδιαφέρον και ιδιαίτερα κατατοπιστικό από πολλές απόψεις κείμενο του Θ. Δ. Φραγκόπουλου υπό τον εύγλωττο τίτλο «Λίγα για τα Χάϊ - Κάϊ και την ιαπωνική ολιγόστιχη ποίηση». Αντιγράφουμε εδώ τον επίλογο του, διότι αφορά κυρίως στο φαινόμενο της εισχώρησης κι επικράτησης του ιαπωνικού αυτού ποιητικού είδους στη λογοτεχνική δραστηριότητα του τόπου μας:

«Μεγάλος διδάσκαλος, ο Σεφέρης, πού αποφασιστικά επηρέασε τον τρόπο γραφής στον τόπο μας την τελευταία εξηκονταετία, επέβαλε καί την μορφή γραφής των Χαϊκού στην Ελλάδα. Δυστυχώς, όπως έγινε και γενικότερα, ο Σεφέρης, μεγάλος ο ίδιος ποιητής, αποτέλεσε κακό μιμητικό πρότυπο, διευκολύνοντας την παραγωγή ανεξέλεγκτης στιχόρροιας από αδόκιμους μαθητές, πού δεν διείδαν τις εγγενείς δυσχέρειες πού ενυπήρχαν σ’ αυτούς τους τρόπους γραφής. Άγνοια, αμάθεια και ακρισία πολλαπλασιάστηκαν ασφυκτικά, ενώ το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα υποβαθμίσθηκε. Ειδικότερα, η φόρμα της Ιαπωνότροπης ποίησης σαφώς παρεξηγήθηκε από τους αδαείς. Τουλάχιστον ο Σεφέρης (και ο Αντωνίου) ήταν ενήμερος στη δομή του τριστίχου όλες οι κατασκευές του είχαν τη σωστή μέτρηση των συλλαβών 5 - 7 - 5:

"Άδειες καρέκλες
Τα αγάλματα γύρισαν
στ' άλλο μουσείο".

Πέντε συλλαβές, στον πρώτο και τρίτο στίχο (με συνιζήσεις) και εφτά στον δεύτερο. Αυτή η νομοτέλεια δεν ακολουθήθηκε από τους μιμητές του, στον μεγαλύτερο βαθμό. Απ' εναντίας, ανεξέλεγκτα έδειξαν το μέτρο της άνενημερότητάς τους. Στό τυφλοσόκκακο, πού ο Σεφέρης οδήγησε την νεοελληνική ποίηση με το ένθεο, αλλά παρεξηγημένο, παράδειγμα του, τα Χάϊ-Κάϊ αποτελούν μια δαχτυλοδειχτούμενη λακκούβα παχυλής θρασύτητας».

Ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος μεσ’ από κάποιους οξείς σχολιασμούς του διαπιστώνει μια πραγματικότητα, με την οποία σε γενικές γραμμές δεν θα διαφωνήσουμε. Χρειάζεται μάλιστα να επισημανθεί ότι όντως δεν είναι καθόλου εύκολο, να συνυφανθούν από τη μια στιγμή στην άλλη η δυτική παιδεία και νοοτροπία με αυτήν της τόσο μακρινής για εμάς Ανατολής, η μια φιλοσοφική ή θρησκευτική παράδοση με την άλλη, οι οποίες εντέλει εκφράζονται (και μεσ’ από την Ποίηση του κάθε λαού. Οι εκτιμήσεις όμως αυτές έρχονται να ενισχύσουν τις δικές μας προτάσεις, που αναλύθηκαν παραπάνω, για μια λειτουργική δηλαδή σύζευξη του ποιητικού εκείνου είδους με την δική μας κουλτούρα, με δεδομένο πάντοτε ότι το Χαϊκού έχει πια μορφώσει το δικό του τοπίο (καλώς ή κακώς είναι άλλο ζήτημα) στη λογοτεχνική ενδοχώρα του δυτικού κόσμου, κυοφορώντας και παράγοντας ολοένα νεώτερα άξιολογώτατα - πιστεύουμε εμείς- τρίστιχα.

Το αν αυτή η παραγωγή («ανεξέλεγκτης στιχόρροιας από αδόκιμους μαθητές», κατά τον Θ. Δ. Φ.) προέρχεται από κακή μίμηση του εγχειρήματος του Γιώργου Σεφέρη, είναι μια θέση με την οποία ο μελετητής μπορεί κατ' αρχάς να συμφωνήσει. Ας μην αποκλεισθεί όμως το δικαίωμα του Νεοέλληνα πνευματικού ανθρώπου, ως πολίτη ενός ασύνορου πια κόσμου, να ενδίδει -χωρίς αναγκαστικά «παχυλή θρασύτητα»- στη θελκτική γοητεία (και) του ιαπωνικού αυτού τρόπου γραφής, που τόσο μακριά (αλλά καί τόσο κοντά από άλλη μυστική οδό) βρίσκεται στη δική του ιδιοσυγκρασία. Ας μη φοβηθούμε την υπαρκτή όντως πιθανότητα, η συνεύρεση (διασταύρωση) αυτή να καρπίσει κάποτε τερατούργημα. Ας εμπιστευθούμε πάντως και πάλι τον Έλληνα. Όπου κι αν φύγει -είτε με την έννοια του τόπου, είτε μ' αυτήν του τρόπου- θα μεταφυτεύσει εκεί, ως άλλος Μέγας Αλέξανδρος, το μεγαλείο με το οποίο ο ελληνικός χωροχρόνος τον έχει γόνιμα επιφορτίσει, γι' αυτό ακριβώς παραπάνω εμφατικά ισχυρισθήκαμε ότι ο τρόπος του Χαϊκού, εφόσον ήδη έχει χρησιμοποιηθεί και από Έλληνες λογοτέχνες, μπορεί να γίνει όχημα εκφοράς της Ελληνικής Παιδείας.

Προς τούτο ακολουθεί εδώ ένα μικρό Ανθολόγιο Ποίησης Χαϊκού -δείγμα γραφής είκοσι ενός τουλάχιστον Νεοελλήνων Ποιητών- όπου φαίνεται καθαρά η ζητούμενη αυτή σχέση, την οποία υποστηρίξαμε σε αυτό μας το μελέτημα.

Και κάτι ακόμη, χάριν της Ιστορίας: Ισχυρίζεται στο κείμενο του ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, ότι «όλες οι κατασκευές του (εννοείται, του Σεφέρη) είχαν τη σωστή μέτρηση των συλλαβών 5-7-5». Και όμως... Μ’ ένα προσεκτικότερο κοίταγμα των σεφερικών τριστίχων, αμέσως διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι, από τα «Δεκαέξι Χαϊκού» του ποιητή, το μεν υπό την ένδειξη ΣΤ΄ έχει εξασύλλαβο τον δεύτερο στίχο, άρα μιλάμε για σύνολο δεκαέξι και όχι δεκαεπτά συλλαβών, δηλαδή 5-6-5

(«Συλλογισμένο
το στήθος της βαρύ
μες στον καθρέφτη.»)

το δε υπό την ένδειξη ΙΣΤ΄, ενώ πρόκειται για δεκαεπτα-σύλλαβο, δεν ακολουθεί αυστηρά τη γνώριμη φόρμα του Χαϊκού, αλλά εμφανίζεται το παράδοξο σχήμα συλλαβών 2-8-7:

«Γράφεις•
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.»

Παρά τις διαπιστούμενες αυτές μικρές χαλαρότητες στη φόρμα των δύο αυτών τριστίχων, σε τίποτε οπωσδήποτε δεν αλλοιώνεται η ευστοχία του «ακαριαίου», που επιδιώκει ο Σεφέρης, αλλά εννοείται βέβαια ότι ετούτη η παρέκκλιση από τον κανόνα του Χαϊκού δεν επιτρέπεται να λειτουργεί ως παράδειγμα και κάποτε ως άλλοθι για κάποιους από τους μεταγενέστερους θιασώτες του είδους, γιατί τότε στις περιπτώσεις αυτές θα βρίσκει δικαιολογημένα εφαρμογή ο λόγος του Φραγκόπουλου περί «παχυλής θρασύτητας».

Είναι πάντως σαφές, ότι η δεκαεπτασύλλαβη πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο, το πλέγμα ασφαλείας, για ν' άνθέξει το ποιητικό οικοδόμημα του Χαϊκού την πυκνότητα του περιεχομένου και τούτο κανείς ποτέ δεν πρέπει να το παραθεωρεί (12).


Μικρό ανθολόγιο Ελληνικού Χαϊκού (21x2 δείγματα γραφής) (4)


Δ. Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ
(Χάϊ-Κάϊ και Τάνκα, Ερμής 1981)

Όρκοι και πόνος:
ασυλλόγιστο πάθος,
όταν ξεπέφτουν.

Στέρνα και πίνει
την ψυχή μας σταγόνα
τούτος ο κόσμος.

ΕΙΡΗΝΗ ΘΩΜΑΪΔΟΥ
(Χάϊ κάϊ ή Χαϊκού... όπως θέλετε, χ.τ., χ.χ.)

Στα πρόσωπά μας
οι ένοχες των καιρών
εφησυχάζουν.

Τα δέντρα γυμνά
δεξιά-ζερβά στο δρόμο
σαν την ψυχή μου.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
(Φωτοειδή Νερά, Υλήεσσα 1992)

Καλά είναι κι έτσι.
Με βγαλμένα τα μάτια
βλέπεις τα μέσα.

Όλβιος λόγος
στημονίζει τα νερά
και την ψυχή μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
[Τρία τρυφερά χάϊ-κάϊ, Εμβόλιμον 14-15 (1992) 44]

Η ποίηση μου
έβαλε τα καλά της
μόνο για σένα.

(Τρία φανερά χάϊ- κάϊ, ό.π.)

Η θάλασσα ναι.
Πάλι το ποίημά μου το
πλημμυρίζει.

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
(Το έρημο Λυκόφως, Αστρολάβος 1992)

Ποιος αδηφάγος
ζόφος του ασύλληπτου
ρουφά τον κόσμο;

Τάχα ποια νύχτα
γνωρίζουμε άπ' όλες;
Την τελευταία.

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ
(Παυσίλυπα, Πρόσπερος 1987)

Στάλα τη στάλα
βάθυνες την ψυχή μου,
θα την ραγίσεις.

Άλγη από μνήμες.
Αγκάλιασέ με. Πες μου:
«Δεν είσαι νεκρός».

ΝΙΚΟΣ Β. ΛΑΔΑΣ
(Πανοπλία σε τιμή ευκαιρίας, Αθήνα 1974)

Δάκρυ χέουσα
η ποίηση στολίζει
τους σκοτωμένους.

Τυφλό γεράκι
το κλάμα σου θολώνει
το βλέμμα του ήλιου.

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ
(Αλφαβητάρι, Αθήνα 1969)

Πού 'ναι το τέλος;
Εν αρχή ην ό Λόγος
εμείς στη μέση.

Εδώ σου γράφω
τα δε σου θέλει φέρει
ο ταχυδρόμος.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡ. ΝΟΜΠΕΛΗΣ
[Πέντε Χάϊ-Κάϊ, Νουμάς 32 (1994) 4]

Περιβόλι μου
μια ζωή σε ποτίζω
με το δάκρυ μου.

Φτωχό κεράκι
ποιόν καημό να είχες
κι έλυωσες έτσι!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
(Ποιήματα, Αθήνα 1988, τ. 2)

Το φως αφήνει
κάποτε μια δική του
πάνω μας στάχτη.

Απ' τα κορμιά μας
παίρνουνε τα ρούχα τους
τ' άπονα χρόνια.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
(Τριαντατρία Χαϊκού, Στιγμή 1990)

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ' ένα ποίημα.

Το ένα σου μάτι
στο ποίημα και τ' άλλο
να σε δικάζει.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ-ΠΑΝΟΥ
(Μετάληψη βιωμάτων, Αθήνα 1993)

Ανυπόμονος,
στο υπερούσιο θαύμα
πραγματώνεσαι.

Την πόρτα κλείνω.
Βηματισμοί στη νύχτα
άοπλος φόβος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ
(Γραφέως κάτοπτρον, Ύψιλον 1989)

Ώς κι ο αέρας
Το κορμί σου φυσώντας
σπούδασε γλύπτης.

Κρίνο βαστάω
κι έχω ντύσει με χώμα
τον άγγελο μου.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
(Ο θόλος, Αθήνα 1977)

Στις λεπτομέρειες
του ταξιδιού
το λάδι για το σώμα.

Σύμφωνα με τις σκιές
ένας καιρός·
Εθνικό νόμισμα.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ
[Πέντε Χαϊκού, Εμβόλιμον 14-15 (1992) 115]

Φοράει τον ίσκιο
των παιδικών μου χρόνων
δέντρο μονάχο.

Βράδυ και πέφτει
του αδελφού μου ο ίσκιος
βαρύς εντός μου.

Ιερομόναχος ΣΥΜΕΩΝ
(Συμεών μνήμα, Άγρα 1994)

Αφρός θαλάσσης
και ιριδίζει: μέσα
ιχθύς υπάρχω.

Ποια πληγή τάχα
μέσα σε πολυτρίχια
γεννά το δάκρυ;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ
(Σταγόνες σε μαύρο λευκό, Περίπλους 1994)

Να ξεσπυρίζεις
τη Στιγμή από ρόδι
αιωνιότητας.

Φόνισσα πόλη·
την ποινή ξεπληρώνουν
σώμα και αυλή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(Ποιήματα, Δεκαέξι Χάϊκου, Ίκαρος 1977)

Πού να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου.

Τούτη η κολόνα
έχει μια τρύπα, βλέπεις
την Περσεφόνη;

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ
(Χρόνος, Ίκαρος 1981)

Ακούω κρουνούς·
μια σταγόνα ζητάω
να ξεδιψάω.

Ο μέγας άνεμος
βουητό, εκείνος κι εγώ,
ελευθερία.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΥΔΡΑΙΟΣ
(Τρίχορδα)

Οι ηλιαχτίδες
κόπηκαν όλες στα δυο
απ’ τις οβίδες.

Στους δρόμους είδα
αγέννητους ανθρώπους
να μας δικάζουν.

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
[21 τρίστιχα, Η Λέξη 11 (1982) 24 εξ.]

πόσην αγάπη
εσύ Χάροντα στυγνέ
ρήμαξες φέτος

μείνε σε μένα
τη λύπη να φοβάσαι
όχι τα γέλια.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Οφείλουμε χάριτες στην πρέσβειρα και μεταφράστρια κ. Αριάδ­νη - Μαρία Βράϊλα, στην υπεύθυνη του Μορφωτικού Τμήματος της Ια­πωνικής Πρεσβείας στην Ελλάδα κ. Σοφία Καβουριάρη και στον λογο­τέχνη, φιλόλογο καί εκδότη των Επτανησιακών Φύλλων κ. Διονύση Σέρρα, οι οποίοι συνετέλεσαν τα μέγιστα στην άρτίωση της μελέτης αυτής.

1. Οδυσσέα Ελύτη, Ο Μικρός Ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1985), σ. 103.
2. Βλ. Ρολάν Μπάρτ, Ο φωτεινός θάλαμος, (Μτφρ. Γιάννης Κρητικός), εκδ. ΡΑΠΠΑ, (Αθήνα 1984).
3. Ευγενίου Αρανίτση, "Σταγόνες", Εφημ. Ελευθεροτυπία, 28Δεκεμ­βρίου 1994, σ. 30. Ενδιαφέρουσα για το θέμα μας έκδοση είναι το βι­βλίο Χάϊκού και Σένριου· Γιαπωνέζικα τρίστιχα, (Τα Κείμενα των λα­ών. Διεύθυνση σειράς Σωκράτης Λ. Σκαρτσής), εκδ. Καστανιώτη, Α­θήνα 1990.
4. Μισέλ Φάϊς, «Σαράντα Χάϊκού ή "Η παρατεταμένη σαγήνη του α­καριαίου"». Πρόκειται για Προλογικό Σημείωμα στο βιβλίο Χαϊκού για τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, τον ήλιο, το φεγγάρι, (Μτφρ. Μισέλ Φάϊς. Εικόνες Χρόνης Μπότσογλου), Εκδ. Μπάστας-Πλέσσας, (Αθήνα 1994) σ. 6.
5. (Σονόο) Uchidα, «Η Ιαπωνική ποίηση Χάϊκού», Δελτίο Πληροφοριών Πρεσβείας Ιαπωνίας, αριθμ. 6/1993, σ. 5.
6. «(...) Ένα από τα χαρακτηριστικότερα και αμίμητα στοιχεία της ιαπωνικής τέχνης, είναι ότι ή δουλειά του καλλιτέχνη φαίνεται πάντα σαν ασυμπλήρωτη: ο πίνακας δεν έχει ορισμένες λεπτομέρειες και στον κήπο λείπει το τελικό άγγιγμα. Η βαθύτερη σημασία αυτού του γεγονό­τος είναι ότι, σύμφωνα με τη βουδιστική θρησκεία, κάθε πιστός, με τον έσωτερικό του φωτισμό, είναι ικανός να συμπληρώσει μόνος του την εικόνα ή τον κήπο, ανάλογα με τίς δικές του αρετές (...)» (Νίκου Α. Κα­νταρτζή - Γιάννη Α. Τσαλικίδη, Αρχιτεκτονική Τοπίου και Περιβάλ­λον, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 63-71).
7. Πρβλ. Δημήτρη Σταθόπουλου, «Η Ποίηση του Ζεν», Πρακτικά του Α' Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης, Έκδ. Γνώση, (Αθήνα 1983), τ. 2, σ. 28 εξ. «[...] Οι λέξεις είναι μετρημένες, οι εκφράσεις σύντομες, ό ποιη­τής ταυτίζεται με το ποίημα του, ο δημιουργός και τα δημιουργήματα γίνονται ένα. Και οι λέξεις κού χρησιμοποιεί είναι μια αποκρυπτογρά­φηση, αποκάλυψη της ψυχής του. Όπωσδήποτε ή ΛΕΞΗ κρύβει μιαν ιε­ρότητα καί γι' αυτό ο ποιητής τη μεταφέρει στο χρόνο με δέος- είναι σαν να μεταφέρει πολύτιμο, ακριβό, εύφλεκτο υλικό. Οι λέξεις δεν εί­ναι αντικείμενα αλλά ουσίες της ψυχής. Ένα παλιό γιαπωνέζικο βιβλί­ο, το Nippon Shoki, λέει πώς στα μυθικά χρόνια ένας θεός κυβερνούσε στο βασίλειο των λέξεων. Κάθε λέξη ήταν και μια ψυχή. Μέσα στο Βουδισμό έζησε μέχρι σήμερα η ιδέα αυτή του Koro-Dama, της λέξης-ψυχής. Έτσι η ποίηση γίνεται ψυχική γλώσσα και το ποίημα μιλάει για τη βαθιά σχέση του ποιητή με το απόλυτο. Το ποίημα φαίνεται, στο Ζεν ατέλειωτο, ημιτελές, και δηλώνει το απόρρητο, το κρυφό, την αλήθεια. Είπα πώς η ποίηση στο Ζεν φαίνεται ημιτελής, αλλά μην ξεχνάμε πώς η αληθινή δημιουργία είναι πιό μεγάλη από το τέλειο! Ο στίχος εδώ εί­ναι σαν αστραπή στη νύχτα, και το βίωμα του ποιητή έρχεται από την βαθιά σχέση του με τη φύση (φύση - ψυχή). Και μας είναι γνωστό ότι όταν ζητάς το απόλυτο (αλήθεια, ελευθερία, ειρήνη), συναντάς το τρα­γικό. Η σχετική πραγματικότητα συγκρούεται με το απόλυτο (ελευθε­ρία, ειρήνη, αλήθεια)».
8. (Σονόο) Uchida, ό.π., σ. 6.
9. Νικόδημου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Άγ. Νικόδημος, Αθήναι, σ. 20 εξ.
10. Για τον συγκεκριμένο Διαγωνισμό, βλ. Γιάννη Γούτη, «Πες το με χαΐκού», Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 7.3.1993, σ. 8 (έν­θετο).
11. Αναλυτικότερα βλ. (Σονόο) Uchida, ό.π., σ. 9 εξ., όπου καί το σκεπτικό της βράβευσης.
12. Ο Νάσος Βαγενάς στο ποιητικό του Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 24 εξ., δημοσιεύει τέσσερα μικρά ποιήματα υπό τον τίτλο "ΧΑΪΚΟΥ". Παρατηρούμε όμως ότι οι συλλαβές των στίχων του καθενός από αυτά είναι εντελώς ασύμβατες με την ιαπωνική τεχνική: Το τρίστιχο Ι έχει 7-8-8 συλλαβές, το II έχει 6-8-4, το III έχει 6-3-8 (αυτό τουλάχιστον είναι δεκαεπτασύλλαβο) καί το IV είναι τετράστιχο με 6-7-9-6 συλλαβές. Στή σελίδα 32 του ίδιου βιβλίου δημοσιεύει επίσης υπό τον τίτλο "ΧΑΪΚΟΥ" (προϊδεάζοντας αμέσως για το ανάλογο τρίστιχο) ένα ένδεκάστιχο ποίημα τριών στροφών. Η πρώτη στροφή (τετράστιχη) έχει 4-4-2-4 συλλαβές, η δεύτερη (τετράστιχη) έχει 4-6-1-3 και η τρίτη (τρίστιχη) 4-6-6 συλλαβές. Είναι κατάδηλο ότι ο Βαγενάς και στις δυο περιπτώσεις δεν τηρεί τα πρότυπα του είδους, αλλά σπάζει ολοσχερώς την κλειστή φόρμα του Χαϊκού, παρότι τιτλοφορεί τα ποιήματα του έτσι. Αντιγράφουμε δειγματοληπτικά το IV (σελ. 25): «Ζεστό. Ανθισμένο /λιβάδι. Ξαπλωμένη / η αγελάδα του τίποτα / μασάει συνεχώς». Επίσης εκείνο της σελίδας 32: «Τσαπατσουλιές / του γαλάζιου. / Ό,τι / απομένει / αλάνθαστο / είναι μια χνουδάτη / μώβ / πετσέτα / στον αυχένα, / ενός ιδρωμένου / τερματοφύλακα».

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Διονύση Σέρρα, ΕΙΚΟΝΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΟΛΕΔΟ



Στους μόνιμους συν-ταξιδιώτες

1

Μ’ αιθέρα χροιές
και θωρήματα ήλιου
άρχει ο Γκρέκο.

2

Μύθους της πέτρας
και ωδές του ανθού θρυ-
λεί το ποτάμι.

3

Ήλοι μαρτύρων
και πονήματα Δόξας
σε τείχη σιωπής.

4

Πύλες αιώνων
για ηδύσματα εσοχής
πάμφωτες χαίνουν.

5

Ονείρων σκιές
και νόστου φωτόσημα
στα στενορύμια.

6

Κεντίδια σιγής –
με χλωρά ή ολόγλυφα
τα κυπαρίσσια.

7

Γλυπτές ηδονές
και θύρες σκιόφωτες
έλκουν το θαύμα.

8

Χρωστήρας χρυσού
σπιθίζει τ’ ασώματα
σε Κάλλους ειδή.

9

Σήματα οίστρου
και Πάθους αγιάσματα
σε ουρανίζουν.

10

Άβατη σκήτη
ξανοίγει φωτόδωρη
με Ήσκιου κλειδί.

11

Τόξο της μνήμης
σε Αφής κενοτάφιο –
πώς ιριδίζει!

12

Με Φίλων πνοές
κι αγγέλων φτερώματα
αίρεις τον τάφο.


Ισπανία-Ζάκυνθος / Ιούλιος-Αύγουστος 1999

[Από την ποιητική συλλογή του Διονύση Σέρρα, Οι κήποι της απόδρασης, εκδ. Γαβριηλίδης 2007, σ. 23-25]

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Διονύση Σέρρα, ΣΥΝ-ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ


Στον π. Παναγιώτη Καποδίστρια
(για το blog του), φιλικότατα


1
Σε τύμβους Τιμής
και σε Λόγου υψώματα
φέγγουν οι μύστες.

2
Κτίσματα δέους
στοιχειώνουνε όνειρα
και ήλους μαρτύρων.

3
Θρόνοι της Ύβρης
τα χέρια ματώσανε –

της Εκδίκησης.

4
Θριάμβων ναοί
κεντούν τα ουράνια
με ίριδας τρούλους.

5
Χρωστήρες δροσιάς
ηδύνουν τ’ ανείδωτα
με πυρογραφίες.

6
Κήποι θαυμάτων
και Τέχνης ανάκτορα
θάλλουν στο Κάλλος.

7
Της δύσης αφές
στου Νέβα τα νάματα
ήσκιους χρυσώνουν.


Διονύσης Σέρρας
Αύγ.-Σεπτ. 2007 / 2008

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008

Ηλία Κεφάλα, α) ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ ΧΙΟΝΙΟΥ, β) ΤΑ ΜΝΗΣΤΡΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ [μερικά ποιήματα]


Σιωπητήριο χιονιού. 134 Χαϊκού
εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005

ΔΕΙΠΝΟΣ ΜΕ ΦΡΑΓΚΟΣΤΑΦΥΛΑ

Άραγες πού θα 'μαστε όταν νυχτώσει;
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

Φραγκοστάφυλα.
Νυγμός θλίψης. Μοναξιά.
Ποιος θα δειπνήσει;

Αγόγγυστη γη.
Νυσταγμός νικημένος.
Στο δείπνο καρποί.

Μήλα στο κρασί.
Πυρωμένα ψωμάκια.
Θα φτάσουν τάχα;

Τη νύχτα βγήκαν
οι πάπιες με κλάματα
στο ποταμάκι.

Των παλιών οσμή
ημερών στο ταβάνι
μέσα στους ρόζους.

Κάμαρη άδεια.
Το χθεσινό της βήμα
στοίχειωσε κούφιο.

Σε ποιον αγέρα
το σώμα σου δέθηκε
κι ήρθες με φύλλα;

Ποια φλέβα φέρνει
το λυπημένο αίμα
στον κρόταφό σου;

Στα νύχια σου αριά
προβατάκια βοσκάνε
κι ούτ’ ένας βοσκός.

Ξέρεις τα λόγια
που με σκοτώνουν πάντα
κι όλο τ’ αγγίζεις.

Χρυσό κυδώνι
το μέτωπό σου λάμπει
μπροστά στο τζάκι.

Θηλή της νύχτας.
Στης ρεβιθιάς το άνθος
φώναξα: «χαίρε!»

Θλίψη στο σπίτι.
Ελλοχεύουσες μνήμες.
Μπήκα και βγήκα.

«Να μην κοιμηθείς»,
προστάζει στον πλάτανο
το σαλιγκάρι.

Μόνο με ποτό
διπλό θα σού ξεφύγω
άλαλη νύχτα.

Μικρό τσακάλι
το ρύγχος του βυθίζει
μες στο φεγγάρι.

Εγώ κι ο φλοίσβος
ονειροδέκτες μόνο
δίχως μια στέγη.

Η γριά νύχτα
κι οι ψίθυροι των φύλλων
με κατέβαλαν.

Κανείς δεν ήρθε.
Χέρια τ’ ανέμου μόνο
ψάχνουν την πόρτα.

Ζεστό μου σπίτι
απ’ τα παράθυρά σου
διώξε τον φόβο.

Στη σκέψη μου να
τα δορυφορούμενα
λόγια της θλίψης.

Περσινές φωνές
στον τηλεφωνητή σου
βρήκα μονάχα.

Μόνος στο σπίτι.
Καλύτερα από μόνος
έξω στον κόσμο.

Τι νωθρή βροχή;
στα κεραμίδια στάλες,
να, μετρημένες.

Ρήγμα της μνήμης
αλώνει τη νύστα μου:
οσμή σταφυλιών.

Κάθισα κάτω
από το βάρος τόσων
κρυφών στεναγμών.

Άσπρα σταφύλια
στην εκλεκτής τα χέρια –
κόκκινα νύχια.

Φίλα με πάλι
και μην ακούς της νύχτας
τ’ άδεια κοχύλια.

Σ’ εσένα πέφτω –
στο μυστικό σου φέγγος –
κι έλεος βρίσκω.



Τα μνήστρα της Αβύσσου
εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003

ΜΟΝΑΞΙΑ

Μοναξιά, είπε το πουλί ραμφίζοντας
τα περαστικά στενάγματα του αγέρα.

Μοναξιά, είπε το νοτισμένο βρύο
πίνοντας τις αργές σταγόνες της βροχής.

Μοναξιά, αντιλάλησε και το δάσος
πνιγμένο στη σκοτεινή πυκνότητά του,

και η κοιλότητα της ψυχής – αντιλάλησε: μοναξιά
και η γυμνότητα του ποταμού – αντιφώνησε: μοναξιά
και η αρχαία δίψα – υπονόησε: μοναξιά,

μόνο μοναξιά· (όλα καταστάλαζαν
σ’ αυτή τη μαύρη πνιγηρή φωλιά).

Κι εγώ πού ήμουν;

Πού ήμουν εγώ και δεν είπα τίποτα;

Τι ήμουν εγώ και δεν με στέγαζε η λέξη;

Ή ήμουν η λέξη που στέγαζε τα πάντα;

Μέλιγος, 6.7.1999



ΚΑΙΓΟΝΤΑΣ ΦΥΛΛΑ

Καίγοντας φθινοπωρινά φύλλα
Προτρέπω σιωπηλός
Τη δίχως ακοή ανθρωπότητα:
Μ’ έναν απλό καλό λόγο
Μ’ έναν απλό και ουσιώδη λόγο
Υπέρ του ολίγου και της συγκατάβασης
Ν’ αφήσουμε τον κόσμο
προτού σαν φύλλα
Κι εμείς καούμε
Και γίνουμε σιωπή της στάχτης –
Προτού το καθαρτήριο ανώφελα δουλέψει.

Μέλιγος, 25.3.2002


ΟΝΕΙΡΑ

Όχι, δεν θέλω όνειρα, έλεγε με παράπονο ο πατέρας μου. Γιατί και μες στα όνειρα είμαι δυστυχής. Και μες στα όνειρα είμαι κουρασμένος. Άλλωστε τα όνειρα είναι όπως και τα λουλούδια. Με διαλεγμένο χώμα και συχνό νερό ανθίζουν κι αστραποβολούν στον κήπο. Μα από έδαφος λειψό κι απότιστο τι κήπος θα προκύψει; Έτσι κι από τη φαρμακωμένη μας ζωή, τι όνειρο καλό μπορεί ν’ ανθίσει; Όχι, δεν θέλω όνειρα, φρονούσε ο πατέρας μου, πασχίζοντας τους εφιάλτες της ζωής να σβήσει.

Τρίκαλα, 4.5.1999



ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ

Μ’ αυτό το δέντρο-δάχτυλο σηκώνει η γη τον δείκτη της
ζητώντας να μιλήσει.

Μέλιγος, 27.11.2000



ΞΕΝΟΣ

Ξένος σαν τον άνεμο
που καμιά δύναμη επιστροφής
δεν τον γυρίζει πίσω

Ξένος σαν το φύλλο του δάσους
που έφτασε στην πόλη για να συνθλιβεί
κάτω από εκατομμύρια πέλματα

Ξένος σαν το τρίποδο σκυλί
που το βρίσκουν εύστοχα όλες οι πέτρες

Ξένος σαν τον επισκέπτη
που διστάζει να χτυπήσει το ρόπτρο
το σούρουπο

Ξένος σαν τον φοβισμένο
που βιάζει το βήμα του να φύγει
όσο πιο γρήγορα απ’ αυτή τη γειτονιά

Ξένος σαν τον ταξιδιώτη
που διαρκώς ταξιδεύει και ποτέ δεν βρίσκει
τη χώρα που επιθυμεί

Μέλιγος 6.2.99, ώρα 09.15

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Γιώργη Παυλόπουλου, ΤΡΙΑΝΤΑΤΡΙΑ ΧΑΪΚΟΥ


«Αν πράγματι με θες, θα μ΄ έχεις»


1

Κρυφό μου σώμα
τα μυστικά σου μόνος
εγώ τα ξέρω.


2

Όταν χορεύει
σηκώνει τη φούστα της
να ιδώ την ελιά.


3

Πάλι το δρόμο
γυμνή στο παράθυρο
κρυφοκοιτάζει.


4

Κάπου στ΄ όνειρο
σ΄ άκουγα πουλάρι μου
να χλιμιντρίζεις.


5

Στις τρεις τη νύχτα
το γκαρσόνι μάς πήρε
τα δυο ποτήρια.


6

Πάνω στ' αμόνι
μενεξές το σίδερο
του μπαλκονιού της.


7

Δυο μάτια σπαθιά
σκίζαν τα βλέφαρά του
κι έμενε γυμνή.


8

Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.


9

Κούμαρο μέλι
κι ο κότσυφας άπληστος
ο κερομύτης.


10

Όταν κοιτάζει
στου πηγαδιού το βάθος
βλέπει τον τράγο.


11

Δες! Δυο κουνούπια
στο καψούλι της βόμπας
κάνουν έρωτα.


12

Πέθαινα λέει
και πάνω στο σώμα μου
έφεγγε η αυλή.


13

Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.


14

Μέρα και νύχτα
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.


15

Σπουργίτης φονιάς
σκοτώνει τον τζίτζιρα
κι αυτός τραγουδάει.


16

Σταυροί στην πλαγιά
κι η θάλασσα πιο κάτω
λάμπει στον ήλιο.


17

Άκουγα κουπιά
χωρίς να βλέπω βάρκα
μέσα στο πούσι.


18

Θάλασσα χλωμή.
Με την ψόφια ουρά της
παίζουν τα παιδιά.


19

Βαθιά στη λάσπη
αυλακιές από ρόδες
και φύλλα ξερά.


20

Πίσω απ΄ τα βουνά
κάποιοι βγαίνουν τα βράδια
και μας κοιτάζουν.


21

Στον Ν.Δ.Τ.

Άχνα δε βγάζω
θαλασσινό μου αηδόνι
να σε ακούω.


22

Μικρό καράβι
στο μπουκάλι κλεισμένο
πού αρμενίζεις;


23

Νεκρός κι ο Έκτωρ.
Τρομάζει τον Όμηρο
η αναίρεσή του.


24

Ουρά παγωνιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.


25

Ώχου κι απόψε
δε γλιτώνεις το ξύλο
Καραγκιόζη μου.


26

Είναι οι λέξεις
στο ψ της Ιλιάδας
ή τα τσεκούρια;


27

Είπε ο Ζήνων:
«Ουκ άρα έστιν ο τόπος».
Λες να ΄ναι αλήθεια;


28

Γελάει ο λύκος.
Κάτι τού ψιθύρισε
στ΄ αυτί το αρνάκι.


29

Άνθη μυγδαλιάς
πέφτουνε στον ύπνο μου.
Ποια με φίλησε;


30

Φτωχό κόκαλο
στην άμμο της ερήμου
με τόσο ύφος.


31

Το ένα σου μάτι
στο ποίημα˙ και τ΄ άλλο
να σε δικάζει.


32

Ακίνητοι. Σαν
να φωτογραφήθηκε
η Γη για πάντα.


33

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ΄ ένα ποίημα.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2007

Διονύση Σέρρα, ΣΠΟΡΕΣ ΕΑΡΙΝΕΣ


Στη Φωτεινή
και τον Παναγιώτη Καποδίστρια,
πνοής αντιχάρισμα.


1

Ζείδωρη ώρα-
γι’ ανάσας σκηνώματα
και Λόγου ροές.

2

Φίλοι Απρίλη
μ’ «Ωσαννά!» τριαδίζουν
του άδυτου φως.

3

Έλυτρα ήλιου
υγραίνουν ματόφυλλα
ως τα σωθικά.

4

Λιόφεγγοι λόφοι-
Πώς βραδύνει τη δύση
των μίσχων Λιτή!

5

Του μωβ ηδονές
σε στρώματα πράσινου
αυγές ιονίζουν.

6

Σώματα κήπου
τρυγούν για την άβυσσο
τα μελισσάνθια.

7

Σ’ ολόανθο μπλε
θροΐζουν χρυσόφτερα
τα μυροπούλια.

8

Σπηλιάς λειτουργός
ο οίστρου ισάδελφος
σιωπές μελωδεί.

9

Με ήλιου αφές
των φύτρων η δότειρα
σκιές χρυσουργεί.

10

Γι’ άνοιξη στήθους
κοντύλι της Ίριδας
σπηλαιογραφεί.

11

Ήλοι ανάστασης
και πνοές συνωδίας
τα πάθη οδυνούν.

12

Υγρή συνηχεί
για Σιγής κατασάρκιο
η Ευχαριστία.
1999
[Από το βιβλίο του Διονύση Σέρρα, Οι κήποι της απόδρασης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2007, σ. 26-28]

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, [ΤΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ]


ΑΙΜΑΝΘΟΣ

Ώρα ενάτη
και κρούεις την καμπάνα
των προγραμμένων.

*

Ύστερα πάλι
πανσέληνος ο κόσμος
στο μέγα καύμα.

*

Μοιάζει το σώμα
αγγείο φιλάνθρωπο
πάγκαλο δέντρο.

*

Το ρούχο ξέρει
πώς ξενίζει τη φλόγα
χρόνους τριάντα.

*

Οι επισκέπτες
καθένας στο κλαρί του
έλκη του δέντρου.

*

Μετά τον ίσκιο
σου μένει στο μαντήλι
η πίκρα θρόμβοι.

*

Όλβιος λόγος
στημονίζει τα νερά
και την ψυχή μου.

*

Πού να την κρύψεις
τη θαλασσομαχούσα
την προσφυγιά σου;

*

Φιλέρημο άνθος
σπόνδυλοι των υδάτων
περίπου κήπος.

*

Ώ κόνισμά μου
μυριστικό του Άδη
ξύλο που κλαίεις…

[Από τη συλλογή «Φωτοειδή νερά», 1992]


ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΕΡΩΣ
[επιλογή]

Στέρνα του Άδη
νερά ως την ψυχή μου.
Τ’ άλλα παρήλθαν.

*

Φεύγω μέσα μου.
Έτσι κι αλλιώς το Χάος
μάς περιλούει.

*

Κουφή βδομάδα
στο διάδρομο ακάθιστος
φτωχός και πένης.

*

Μεγάλη Πέμπτη
στα κάτεργα του σώματος
και στάζεις ήλιο.

*

Τα νεραντζάνθια
είχαν την ευωδία
του Εσταυρωμένου.

*

Νύχτα στη νύχτα
τον περιαύλιο φόβο
πες τον Αγάπη.

[Από τη συλλογή «Ενύπνιο μετά τρούλλου», 1999]


ΤΑ ΚΑΘ’ ΗΜΕΡΑΝ ΙΔΙΟΜΕΛΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ

α΄
Πρώτος Νυμφίος
σε παίρνει και ξεχνιέσαι
τελεσίδικα.

Του τρίτου σεισμού
και της Αγάπης Αυτός
ομφάλιος λώρος.

Δάκρυα μύρα
και φίλη καρδιακή μου
η Καρδιώτισσα.

β΄
Παραλογισμός
στ’ άδειο σεντόνι μπροστά
των Μυροφόρων.

Σκάλα στον ήλιο
κι ο απόπλους ρουτίνα.
Ποιος ανεβαίνει;

Ψυχή μου εν τάφω
άνοιξη που με κεντά
κι ανασταίνεσαι.

γ΄
Πέτρες ευγενείς
άνεμος ισάγγελος
σπηλαιογλύπτης.

Ιριδίζοντα
άσπρα μαύρα κόκκινα
τσόφλια του πένθους.

Έρμα στασίδια.
Δερμάτινους χιτώνες
ψαύεις μονάχα.

δ΄
Ευθείς κι ωραίοι
δρόμοι των σαλιγκαριών
ως θεοδρόμοι.

Παλιά Δευτέρα
μετράω τις ωδίνες
του πυρετού σου.

Νόνα Σπηλούλα
πες μου τα παραμύθια
που με αληθεύουν.

[Από τη συλλογή «Ενύπνιο μετά τρούλλου», 1999]


ΝΥΞΕΙΣ-ΑΝΟΙΞΕΙΣ

Κρυφτό με το φως
κι ο λόγος σου άρραφος
θάμβος δακρύου.

*

Κάψε με κάψε,
μέ τη στολήν ολόσωμο
πυρ ακάματο.

*

Αθεόφοβη
σε πουλεί και σ’ αγοράζει
σπείρα των φίλων.

*

Ανοιχτομάτης
μίμος εκ του προχείρου
σε θεατρίζει.

*

Για οθόνιο
κλέψε μου απ’ την απλώστρα
ό,τι πρόχειρο.

*

Πού μού κλίνετε
το μίσχο λουλουδάκια
κόμπο τον κόμπο;

*

Έρπουσα η μέρα
του θανάτου δέλεαρ
κηρύσσει έαρ.

*

Νύξεις ανοίξεις
κορμοί της εμπαθείας
ιμερότροποι.

*
Σπυριά της δάφνης
κολόνια λεμονάνθι
λιωμένα όλα.

[Από τη συλλογή «Της αγάπης μέγας χορηγός», 2003]

Γιάννη Νικ. Μανιάτη, ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΧάΙΚΟΥ, ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΤΟ ΔΙΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧάΙΚΟΥ

Haiku - Χαϊκού

• Οφείλω ευχαριστίες στον Ιαπωνολόγο Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλο , αν. καθ/τή Παν/μίου Αθηνών, για τη συνεισφορά του στην προσπάθεια αρτιότητας και εγκυρότητας των ιστορικών στοιχείων του παρόντος.

Γνωριμία με το χαϊκού (ή χάικου, όπως επισημαίνει ο Σ. Παπαλεξανδρόπουλος)

“Όταν η δασκάλα μάς είπε ότι θα μάθουμε χαϊκού, όλοι κάναμε σαν τρελοί από τη χαρά μας, γιατί νομίζαμε ότι θα είναι κάτι σαν το κουνγκ-φου. Τα χαϊκού όμως είναι γιαπωνέζικα ποιηματάκια. Η δασκάλα μάς διάβασε μερικά, και ένα απ' αυτά μιλούσε για έναν κήπο στο φεγγαρόφωτο, για μια ιτιά και για άγρια μούρα. Άρχισα, λοιπόν, να προσέχω τι λέει. Τελικά, αποφάσισα ότι μου αρέσουν πολύ τα χαϊκού.”

Το παραπάνω απόσπασμα, από παιδικό βιβλίο, δίνει μια εικόνα της διάδοσης του χαϊκού στη χώρα μας. Τι είναι όμως το χαϊκού; Η απλουστευμένη ερμηνεία που ακολουθεί είναι και η πιο γνωστή :

Haiku: Ιαπωνική λυρική μορφή ποιήματος με μόλις δεκαεπτά συλλαβές και κατά παράδοση φυσιολατρικό ή φυσιοκρατικό χαρακτήρα. Στην Ιαπωνία γράφονται σε μία ή τρεις γραμμές ενώ στη Δυτική του “εκδοχή” σε τρεις γραμμές/στίχους των πέντε - επτά - πέντε συλλαβών. (1)

Επειδή όμως η απλούστευση συχνά οδηγεί σε λάθη, ας επιχειρήσουμε ένα ταξίδι στο χρόνο.

Οι ρίζες του haiku

Αναζητώντας τις ρίζες του haiku στην Ιαπωνία, θα πρέπει να γυρίσουμε πολλούς αιώνες πίσω, στην εποχή του Κοτζίκι (το αρχαιότερο διασωθέν ιαπωνικό κλασσικό βιβλίο - 712 μ.Χ.) που συναντάμε τα πρώτα δείγματα της αλυσιδωτής ποίησης ρένγκα (renga), με τη συμμετοχή πολλών ποιητών, για να φτάσουμε στον 11ο και 12ο αιώνα, εποχή ακμής του ποιητικού είδους.
Το ρένγκα ή ρένκου (2) είναι μια σειρά από πολλά ποιήματα του τύπου ουάκα ή τάνκα (waka - tanka). Κάθε ουάκα, αποτελούσε μια στροφή με τριανταμία συλλαβές, χωρισμένες σε στίχους των 5, 7, 5, 7, 7 συλλαβών και το έγραφαν δύο και περισσότερα πρόσωπα: Ο πρώτος έγραφε τους τρεις πρώτους στίχους και ο δεύτερος τους δύο τελευταίους. Μόλις δημιουργούσαν το πρώτο ουάκα, η ίδια διαδικασία επαναλαμβανόταν από τους ίδιους - ή και άλλους ποιητές - για να σχηματίσουν ένα αλυσιδωτό ποίημα που έφτανε μέχρι και 10.000 στίχους. Για μεγάλο διάστημα η ποίηση ρένγκα αποτέλεσε την ποίηση της ανακτορικής αυλής, αφού τα ποιήματα έγραφαν κυρίως αυλικοί, ευγενείς, ιερείς και σταδιακά ανέπτυξε εξειδικευμένους κανόνες πχ. οι τρεις πρώτοι στίχοι, που ονομάζονταν hokku, έπρεπε να περιέχουν μια λέξη προσδιοριστική της εποχής (kigo). Τον 16ο αιώνα, σαν αντίδραση στην επίσημη γλώσσα των ρένγκα, αναπτύχθηκε το χαϊκάϊ -νο - ρένγκα (haikai - no - renga), επίσης αλυσιδωτή ποίηση από ποιήματα χαϊκάϊ (haikai) με τους ίδιους συλλαβικούς περιορισμούς (5, 7, 5 ο πρώτος ποιητής, 7, 7 ο δεύτερος κλπ) αλλά ευτράπελο έως και υβριστικό περιεχόμενο. Και σ' αυτή τη μορφή ποίησης, οι τρεις πρώτοι στίχοι διατήρησαν την ονομασία χόκκου (hokku).
Προς το τέλος του 17ου αιώνα ο Μπασό (Matsuo Kinsaku Basho, 1644 - 1694) καθιέρωσε ένα προσωπικό στυλ που ονομάστηκε σόφου (σό = η δεύτερη συλλαβή του ονόματός του, φού = στυλ, το στυλ του Μπασό). Την εποχή εκείνη ήταν συνηθισμένο οι ποιητές να συνθέτουν χόκκου για τον εαυτό τους, δηλαδή χωρίς την πρόθεση να το εντάξουν σε κάποιο μεγαλύτερο αλυσιδωτό ποίημα. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Μπασό και κατάφερε να απομονώσει και να αναπτύξει το χόκκου ως ένα αυτοδύναμο πλέον ποίημα. Με τη φράση σόφου εννοούνται οι δύο συμβολές του Μπασό στην ιαπωνική ποίηση, δηλαδή: α) η απομόνωση των τριών πρώτων στίχων, δηλαδή του χόκκου, σε μια ανεξάρτητη ποιητική φόρμα και β) η επαναφορά στο σοβαρό περιεχόμενο.
Τέλη 18ου - αρχές 19ου αιώνα ο Ίσσα (Yataro Kobayashi Issa, 1763 - 1827) έρχεται να ανανεώσει εκ νέου την ποίηση του μεγάλου δασκάλου και το ταξίδι μας ολοκληρώνεται το 1890, όταν ο Masaoka Shiki εισάγει τις δικές του μεταρρυθμίσεις και καθιερώνει το νέο όρο χαϊκού (haiku) που επικρατεί μέχρι σήμερα.

Τον 20ο αιώνα η διάδοση του χαϊκού εκτός Ιαπωνίας υπήρξε εντυπωσιακή, χωρίς όμως να γίνει το ίδιο με την ενημέρωση για όλα όσα το αφορούσαν. (3) Αν και οι σύγχρονοι μελετητές του είδους προτείνουν τον διαχωρισμό των όρων ανά εποχή, ώστε ο όρος hokkou να αναφέρεται στα έργα της προ - Σίκι εποχής και ο όρος haiku στα μετά - Σίκι, αποδέχονται ότι μέχρι να διαχυθεί η πλήρης ενημέρωση στο ευρύτερο κοινό, ο όρος haiku αναφέρεται στο σύνολο των έργων.

Χάϊκου : Κανόνες και Πνεύμα

Μαθαίνοντας γι' αυτό “το λίγο που το καθιστάπερισσότερο” (Robert Browning)

Στην πρώτη, αν και δεν το αναφέρει ο τίτλος της, Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος, χαρακτηρίζει ως “νομοτέλεια” τον περιορισμό των 5, 7, 5 συλλαβών και το ξεχωριστό αυτό γνώρισμά του αναφέρουν όλες οι ερμηνείες του χαϊκού, όπου και αν ψάξουμε. Θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρήσουμε πρώτο κανόνα - κριτήριο, για να χαρακτηριστεί ένα ποίημα χαϊκού, τον περιορισμό των 5, 7, 5 συλλαβών ανά στίχο. (4)
Δεύτερος κανόνας είναι η λέξη εποχής (kigo), όπως προαναφέρθηκε και η οποία υποδηλώνει σε ποια εποχή, ή χρονική στιγμή, εντάσσει ο ποιητής το χαϊκού. (Παράδειγμα : άνθη κερασιάς δείχνουν την άνοιξη, χιόνι τον χειμώνα κλπ).
Στη συνέχεια έχουμε το kireji, τη λέξη που προκαλεί μια στιγμιαία παύση και στα αγγλικά χαϊκού αντικαθιστάται με σημεία στίξης ( ∙, ! : ) στο τέλος της πρώτης ή της δεύτερης γραμμής για τον ίδιο λόγο.
Αυτοί οι τρεις μπορούμε να πούμε είναι οι βασικοί κανόνες που διατήρησε το χαϊκού από την ιστορία του, χωρίς βέβαια να είναι οι μόνοι. Για τη χρήση των εικόνων υπάρχει ειδική ενότητα κανόνων. Πχ. Εικόνες sabi, [Ο όρος sabi είναι δύσκολο να μεταφραστεί μονολεκτικά στα ελληνικά. Η πρώτη σημασία του είναι: μοναχικό, έρημο. Μετά: παλιώνω, σκουριάζω, αποκτώ την πατίνα του χρόνου. Τέλος, σημαίνει την απόλαυση τέτοιων πραγμάτων, που έχουν αυτή την πατίνα, που είναι ξεθωριασμένα, και γι' αυτό προσφέρουν μαζί και την αίσθηση του μοναχικού και εγκαταλειμμένου. Βλ. Wm. De Bary, “The Vocabulary of Japanese Aesthetics', Japanese Aesthetics and Culture-A Reader, State University of New York 1995, σ. 53. ]
Εικόνες αυστηρής ομορφιάς (wabi) [Wabi=φτώχεια, υλική ανεπάρκεια, στέρηση, έλλειψη. Η αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας που χαρίζει η ηθελημένη υλική ανεπάρκεια. Κατ' επέκταση κάτι ανεπιτήδευτο, στοιχειώδες, απλό, λιτό, αδρό και παραπέρα, μή τέλειο, ατελές - και αυτό, ως ωραίο] κ.ά.
Επίσης, έχουμε τον κανόνα της μιας ανάσας (να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει το χαϊκού μεγαλόφωνα χωρίς να πάρει δεύτερη ανάσα), τον κανόνα για την περιορισμένη χρήση αντωνυμιών (ή την πλήρη απουσία τους) και άλλους πολλούς.
Η πληθώρα των κανόνων μπορεί να κατανοηθεί, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι στη γενέτειρά του είχαν αναπτυχθεί σχολές και η κάθε μία, εκτός από τους βασικούς κανόνες που εφάρμοζε, πρόσθετε και δικούς της. Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι πρόσθεσαν κάτι, είτε στο ύφος, είτε στο περιεχόμενο, είτε στους κανόνες, χαράζοντας, με την προσωπικότητα των ποιημάτων τους, το όνομά τους στο δέντρο του χρόνου.
Με τη διάδοσή του στην Ευρώπη και εν συνεχεία στην Αμερική, το χαϊκού άρχισε σταδιακά να ελευθερώνεται από την αυστηρή παράδοση ύφους και θεμάτων, χωρίς να σταματήσουν ν' αναπτύσσονται νέοι κανόνες. Σε πολλές χώρες έχουν δημιουργηθεί σωματεία, ενώσεις κ.ά. ποιητών και αναγνωστών χαϊκού, γίνονται διαλέξεις, πολύωρες αναλύσεις ποιημάτων γνωστών δασκάλων, εκδίδονται εξειδικευμένα περιοδικά κλπ, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται και τάσσεις επιστροφής στην αυστηρότητα ύφους και κανόνων του hokkou.

Ποίηση χωρίς κανόνες είναι σαν αγώνα τένις χωρίς δίχτυ (Robert Frost)

Χωρίς να θέλω να κουράσω, ας μου επιτραπεί ν' αναφέρω έναν ακόμη κανόνα, καθώς πιστεύω θα βοηθήσει, μετά απ' όσα προανέφερα, να ξεπεράσει τους δισταγμούς του όποιος θα ήθελε ν' ασχοληθεί με το χαϊκού: Γράψτε κάθε haiku που σας έρχεται. Ακόμη και κακό. Μπορεί να εμπνεύσει τον επόμενο που θα είναι σίγουρα καλύτερος.
(το ίδιο ισχύει για κάθε είδος ποιήματος)
Ο ποιητής χαϊκού καλείται, μέσα από την αναγνωστική του εμπειρία, να επιλέξει με αυστηρότητα ο ίδιος τους κανόνες που στη συνέχεια θα επιβάλλει στον εαυτό του, μπροστά στην πρόκληση που ονομάζεται χαϊκού. Αυτό μας διδάσκει άλλωστε και ο Μπασό λέγοντας:“ Μάθε τους κανόνες και μετά ξέχασέ τους”.
Μάθε τους πρώτα, μαθήτευσε σ' αυτούς και μετά ξεπέρασέ τους,

Του Μπασό είναι και το κλασικό ποίημα που ακολουθεί, σε δύο εκδοχές του∙ η πρώτη σε επί λέξει μετάφραση του πρωτοτύπου και η δεύτερη σε ελεύθερη, ποιητική ανάπλαση (5)

Λίμνη παλιά
μέσα ο βάτραχος πηδά
Ο ήχος του νερού

Λιμνούλα παλιά∙
ο βάτραχος στον ήχο
πηδά του νερού.

Ο ίδιος, προέτρεπε τους μαθητές του: «Αν θες να μάθεις για το πεύκο, πήγαινε στο πεύκο, και αν για το καλάμι στο καλάμι. Και ξέχνα τον εαυτό σου, για να μην επιβληθείς στο αντικείμενο και δεν μπορείς να το γνωρίσεις. Η ποίησή σου θα κυλήσει αβίαστα όταν εσύ και το αντικείμενο θα γίνετε ένα - όταν θα έχεις βυθιστεί τόσο βαθιά εντός που θα καταφέρεις να δεις την κρυφή του λάμψη.» (6) Για να γεμίσεις, πρέπει πρώτα να αδειάσεις. Αυτό διδάσκει το Ζεν, που σε σημαντικό βαθμό είναι το υπόβαθρο του χαϊκού. (7)

Η εμφάνιση του χαϊκού στην Ελλάδα

Αρχές του 20ου αιώνα, με τη διάδοση του είδους στην Ευρώπη, εμφανίζονται στην Ελλάδα τα πρώτα θεωρητικά κείμενα για την ιαπωνική ποίηση. Το 1904 ο Σπυρίδωνας Δε Βιάζης δημοσιεύει το πρώτο μέρος σχετικού άρθρου του στο περιοδικό Ίρις Αθηνών. Τον Μάρτιο του 1925, ο Γ. Σταυρόπουλος, δημοσιεύει στο περιοδικό Λυκαβηττός έξι μικρά ποιήματα με τον γενικό τίτλο «Τρίστιχα» συνοδευόμενα από σύντομο σημείωμα γνωριμίας με το ποιητικό είδος.(8)
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, ο Ν. Χάγιερ - Μπουφίδης, με το ψευδώνυμο Ίσαντρος Άρις, δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Τέχνη πέντε χάι-κάι και επίσης σχετικό με το θέμα σημείωμα. Παραθέτω από ένα ποίημά τους :

Γ. Σταυρόπουλος

Μαύρο χελιδόνι
σε παλιό πατάρι
φτεροκοπάει

Ίσαντρος Άρις

Εκεί, στη Δύση,
ω πορφυρένιες
θύμισες της Αττικής.

Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του 1926, ο Κύπριος ποιητής Παύλος Κριναίος - Μιχαηλίδης, δημοσιεύει δέκα τρίστιχα με τον γενικό τίτλο «Χάι-Κάι» (9) και το 1940, εκδίδεται η συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων, του Γ. Σεφέρη, η οποία περιλαμβάνει 16 ποιήματα, επίσης με τον όρο χάι-κάι, για να ακολουθήσουν, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, το 1969 και ο Δ.Ι. Αντωνίου, το 1972.
Για να προλάβω ενδεχόμενες ενστάσεις, αφού στις περισσότερες λογοτεχνικές πηγές αναφέρεται ο Γ. Σεφέρης σαν πατέρας του χαϊκού στην Ελλάδα, οφείλω να εξηγήσω ότι αυτό συμβαίνει είτε γιατί, σαν σποραδικές και μεμονωμένες, οι προηγούμενες δημοσιεύσεις πέρασαν απαρατήρητες, είτε γιατί το κύρος του Σεφέρη και η ενασχόληση του Γ.Π. Σαββίδη και άλλων κριτικών της εποχής, με τα ποιήματά του έδωσαν οντότητα στο νέο αυτό ποιητικό είδος, είτε γιατί τα ποιήματα του Γ. Σταυρόπουλου, του Ν. Χάγιερ - Μπουφίδη και του Π. Κριναίου - Μιχαηλίδη κρίθηκαν συνηθισμένα τρίστιχα και δεν καταγράφηκαν έκτοτε ως χαϊκού. Εδώ, όπως είναι φυσικό, δημιουργείται το ερώτημα : Ποια ήταν τα κριτήρια;
Παραθέτω από ένα ποίημα του Γ. Σεφέρη και του Π. Κριναίου - Μιχαηλίδη, για να γίνουν εύκολα κατανοητές οι διαφορές και οι συγκλίσεις με το ιαπωνικό χαϊκού.

Γ. Σεφέρης

Άδειες καρέκλες
τ' αγάλματα γύρισαν
στ' άλλο μουσείο

Π. Κριναίος

Σα σημαιούλες πορφυρές
στων λουλουδιών τη σύναξη
τ' αγρού τη μυροφόρα

Είναι πιστεύω προφανής η απαιτούμενη λιτότητα του Γ. Σεφέρη, σε αντίθεση με την περιγραφική διάθεση του Π. Κριναίου, του οποίου τα εκφραστικά μέσα λειτουργούν ως σιωπηροί μάρτυρες της εποχής που γράφτηκε το ποίημα και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αδυνατεί έστω να πλησιάσει το 5, 7, 5 του χαϊκού. Απ' την άλλη, παρατηρούμε και στο ποίημα του Γ. Σεφέρη να μην τηρείται απόλυτα ο συλλαβικός περιορισμός καθώς εκτείνεται σε 18 συνολικά συλλαβές ( 6, 7, 5). Την απάντηση πλέον, γιατί τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη χαρακτηρίστηκαν χαϊκού, δεν θα πρέπει να την αναζητήσουμε σε θεωρίες περί συνίζησης, αφού δεν υφίσταται χασμωδία, ακουστική δυσαρμονία, (10) αλλά στη μεταφορά της ουσίας του χαϊκού στην ελληνική πραγματικότητα, όπως ο Γ. Σεφέρης την αντιλήφθηκε, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει τον κανόνα των 17 συλλαβών. Εφάρμοσε δηλαδή αυτό που και προηγούμενα αναφέραμε, μέσα από την αναγνωστική του εμπειρία επέλεξε με αυστηρότητα τους κανόνες που επέβαλλε στον εαυτό του.

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να δεχτούμε ως πρώτο εισηγητή του χαϊκού στην Ελλάδα τον Γ. Σταυρόπουλο και ως ουσιαστικό εισηγητή τον Γ. Σεφέρη.

Το ελληνικό δαιμόνιο ή πώς το χαϊκού μπορεί να γίνει χαϊκούκου

Το αρχικό εγχείρημα και η προσπάθεια του Γ. Σεφέρη μπορούμε να πούμε ότι παρανοήθηκε στη συνέχεια, με συνέπεια να έχουμε για αρκετά χρόνια μια ακραία εξελληνισμένη εκδοχή του και πολλούς δημιουργούς να εφαρμόζουν τη γνωστή μέθοδο του ακορντεόν, στην προσπάθειά τους να το προσαρμόζουν στα μέτρα των δικών τους δυνατοτήτων, αντί να προσαρμοστούν αυτοί στα δικά του. Αξίζει εδώ να σημειώσω, ότι δεν αναφέρομαι στις προσπάθειες μετάφρασης ιαπωνικών haiku στην ελληνική, που μόνο άθλοι μπορούν να χαρακτηριστούν στο σύνολό τους, αλλά στα ελληνικά χαϊκού. Οι κατά καιρούς σοβαρές απόπειρες, φάνταζαν με φανούς θυέλλης στο νυχτερινό τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας και μόλις την τελευταία δεκαετία άρχισε το θέμα να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα. Η καλύτερη ενημέρωση και η έκδοση της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικού Χαϊκού, από τον ποιητή Χρήστο Τουμανίδη, έδωσαν μια νέα διάσταση.

Ένα ακόμη απόσπασμα από το παιδικό βιβλίο, με το οποίο προλογίζω αυτή την απόπειρα γνωριμίας με το χαϊκού, θα βοηθήσει πιστεύω τον καλοπροαίρετο αναγνώστη να καταλάβει γιατί χρησιμοποίησα προηγούμενα τον όρο χαϊκούκου:

«Αχ και τι δε θα 'δινα
να βρεθώ στο σπίτι μου ξανά
με τη μαμά, τον μπαμπά
και τη Ράντις.

Αυτό είναι ένα χαϊκού. Κάναμε τα χαϊκού στο μάθημα της γλώσσας.» (11)

Η διάδοσή του στη χώρα μας, αν κρίνουμε από τις συλλογές που εκδόθηκαν και άλλες μορφές έκφρασης που εμφανίστηκε κατά καιρούς, μόνο εντυπωσιακή μπορεί να χαρακτηριστεί. Διαγωνισμοί χαϊκού, Δημιουργική γραφή με ποιήματα χαϊκού (Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, 1ο Ενιαίο Λύκειο Δράμας κ.ά.), Εκθέσεις ζωγραφικής με πίνακες εμπνευσμένους από χαϊκού, Τραγούδια εμπνευσμένα από χαϊκού (CD “δεκαέξι χαϊκού και άλλες ιστορίες”, Sigmatropic) είναι μερικά παραδείγματα. Ένα επίσης αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι η χρήση του χαϊκού σε μαθητές αρχαίων ελληνικών, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν την λέξη που κυριολεκτικά αντανακλά αυτό που θα ήθελαν να εκφράσουν, σε μια εποχή που συνήθως χρησιμοποιούνται οι συγγενείς λέξεις με αποτέλεσμα την εκφραστική αδυναμία.

Προϋποθέσεις και θέσεις για ένα ελληνικό Χαϊκού

Σε σχετικό δοκίμιό του, αναδημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα (τ. 56 - 58), ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, βραβευμένος το 1993 από την Ιαπωνική Πρεσβεία σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό Χαϊκού, εκτός των άλλων εισηγείται προτάσεις για ένα ελληνικό Χαϊκού, υπό την οπτική δηλαδή της ελληνικής κουλτούρας. Αντιγράφω εδώ αποσπάσματα :

« Η δεκαεπτασύλλαβη επικράτεια του ιαπωνικού αυτού ποιητικού είδους οριοθετεί την απαίτηση του πνεύματος για αποτύπωση μιας πολύτροπα ωραίας στιγμής και τη διάσωσή της, οπότε το άπαξ γεγονός προάγεται σ' ένα διαρκές γινόμενο. Εκείνο που πρέπει να προσεχθεί πολύ εδώ είναι, ότι για να διασωθούν τα περικλειόμενα στο τρίστιχο, χρειάζεται να φέρουν αφ' εαυτών τις δυναμικές γι' αυτό. Διατηρώ την πεποίθηση, ότι το τρίστιχο που καταλήγει σαν απλή χρονογραφική καταγραφή μιας κάποιας συγκλονιστικής έστω εμπειρίας από την έξω ή τη μέσα μας φύση, τελικά δεν έχει και πολλά σημαντικά να προσφέρει, αν δεν φέρει αφ' εαυτού τα στοιχεία της διάσωσής του. […]
Στο ποθούμενο (την κατά τρόπο βραχύ και απόλυτο δηλαδή εκφορά της στιγμής) συμβάλλει αποφασιστικά η δεκαεπτασύλλαβη αυστηρότητα της φόρμας του Χαϊκού. Κι αν θέλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τη συλλογιστική μας πάνω στο αν και κατά πόσο θα ήταν εφικτό να υπάρξει ελληνική εκδοχή του Χαϊκού, παραπέμπουμε αναλογικά, πλην ανεπιφύλακτα, στα λογοτεχνικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων Λυρικών και μάλιστα της τέχνης του επιγράμματος, όπου ο αυτοπεριορισμός του δημιουργού στην πειθαρχεία της φόρμας και η υπακοή του στους κανόνες της αφαίρεσης καρποφόρησαν με τέτοια έξαρση, ώστε δικαιολογούμαστε να μιλάμε, όχι απλά για λογοτεχνήματα, αλλά για γλυπτική του λόγου. […]
Εκεί που χρειάζεται να υπάρξει μια σοβαρή ελληνική διαφοροποίηση ως προς το ιαπωνικό χαϊκού είναι, ότι το ελληνικό ανάλογο τρίστιχο δικαιούται να συμπεριφέρεται άνετα σαν ένα είδος γνωμικού ή και σαν φιλοσοφικό απόφθεγμα, χωρίς ετούτο να σημαίνει, ότι μεσ' από το φυσιολατρικό ή και φυσιοκρατικό στιγμιότυπο, που απαιτεί ο κανόνας του ιαπωνικού χαϊκού, αποκλείεται η φιλοσοφική διάθεση και διάσταση. Αξίζει μάλιστα εδώ να υπογραμμισθεί, ότι η εν γένει φιλοσοφία των Ιαπώνων, η οποία περνάει με σαφήνεια και σ' αυτήν ακόμη την αρχιτεκτονική των κήπων τους, θέλει να βλέπει σύνολο τον κόσμο μέσα στο παραμικρό στιγμιότυπο από τη φύση. Τίποτα δηλαδή μέσα στο χαϊκού δεν συμμετέχει συμπτωματικά ή άνευ λόγου. Όλα είναι προμελετημένα. […] Είναι πάντως σαφές, ότι η δεκαεπτασύλλαβη πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο, το πλέγμα ασφαλείας, για ν' ανθέξει το ποιητικό οικοδόμημα του Χαϊκού την πυκνότητα του περιεχομένου και τούτο κανείς ποτέ δεν πρέπει να το παραθεωρεί.»

Παραθέτω σε αυτό το σημείο το βραβευμένο χαϊκού του π. Παναγιώτη Καποδίστρια:

«Ξάφνου το φίδι
ν' αποδερματώνεται
το φιλδισένιο.»

* Εναρμονισμένο δομικά στις ιαπωνικές απαιτήσεις (όπως ο ίδιος αναφέρει)

Ανάλογες είναι και οι θέσεις του Χρήστου Τουμανίδη, βραβευμένου το 2002 σε Διεθνή Διαγωνισμό Χαϊκού και επιμελητή της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικού Χαϊκού - η οποία πρόσφατα μεταφράστηκε στα αλβανικά. Από τις απαντήσεις του, σε ερωτήματα που έθεσα υπ' όψιν του, μεταφέρω εδώ τα κυριότερα σημεία:

«[…] αν δεχτούμε πως το χαϊκού βρίσκεται στις μέρες μας στο υψηλότερο στάδιο της εξέλιξής του - στην ωριμότητά του δηλαδή - τότε θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ανάλογη σοβαρότητα και … ωριμότητα βεβαίως. Κι αυτή η «σύσταση» δεν απευθύνεται μόνο σ' εμάς τους Έλληνες, αλλά και προς τον υπόλοιπο κόσμο, σ' όλους τους ποιητές και μελετητές του χαϊκού, κάθε γλώσσας.
Να γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα πρέπει να τηρούνται, τουλάχιστον τα δύο εξωτερικά χαρακτηριστικά, που αποτελούν μέρος της «ταυτότητας» του χαϊκού: Η τρίστιχη διάταξη των στίχων του δηλαδή και το δεκαεπτασύλλαβο της συνολικής έκτασής του. Με μία ίσως «ελευθερία» στην αντιστοιχία των συλλαβών ανά στίχο : 5-7-5, αλλά και 5-5-7 ή 7-5-5. Αυτό γίνεται εξ' άλλου αποδεκτό και από αρκετούς Ιάπωνες ποιητές του καιρού μας.
Και ολοκληρώνοντας τη «θέση» μου θα έλεγα το εξής: Το χαϊκού, αυτή η απλή αλλά πολύ απαιτητική φόρμα, εκείνο που πρωτίστως υποβάλλει στους αποδέκτες και στους ίδιους τους δημιουργούς του, είναι η άσκηση στην πυκνότητα του λόγου και η λιτότητα της έκφρασης μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Τα οποία, πλαίσια, ή τα αποδέχεται κανείς a priori και εκφράζεται μέσα σ' αυτά ή δεν τα αποδέχεται και επομένως αναζητά άλλες φόρμες και άλλη φιλοσοφία για να αρθρώσει τον όποιο λόγο του.Κάθε άλλη ενδιάμεση ή παραπλήσια εκδοχή, είναι προφανές πως δεν αποτελεί παρά έναν αυτάρεσκο πειραματισμό ή μια αυθαίρετη πρόταση - «προς εαυτόν» - έξω από το πνεύμα και τη φιλοσοφία του χαϊκού.[…]
[…] Από τον Γιώργο Σεφέρη, το Ζήσιμο Λορεντζάτο και τον Ι.Δ. Αντωνίου, τους πρώτους σοβαρούς και καθοριστικούς εισηγητές του χαϊκού στη χώρα μας, μέχρι τους νεώτερους ποιητές μας που γράφουν χαϊκού, μπορεί κανείς χωρίς δυσκολία, να διακρίνει τις διαφοροποιήσεις και τις μεταβολές που δέχτηκε αυτό το «εισαγόμενο» ποιητικό είδος.
Επομένως δε γίνεται λόγος εδώ, για το εάν πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση στη γραφή του χαϊκού στη δική μας γλώσσα. Θέλουμε δε θέλουμε, για τους λόγους που προανέφερα, αυτή η διαφοροποίηση, σε σχέση με το χαϊκού που δημιουργούν οι Ιάπωνες, είναι μια πραγματικότητα, ένα φαινόμενο υγιούς αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε πνευματικά προϊόντα διαφορετικών πολιτισμών. Αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψιν, το γεγονός πως και οι σύγχρονοι Ιάπωνες ποιητές δε γράφουν τα χαϊκού με τον τρόπο που έγραφαν οι προγενέστεροί τους, τότε γίνεται ακόμη πιο κατανοητό το φαινόμενο αυτό της διαφοροποίησης, το οποίο άλλωστε δηλώνει έναν «φυσικό» νόμο που διέπει τα πάντα: Τον νόμο της εξέλιξης και της αλλαγής.
Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι, ως ποιο σημείο μπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση, εν προκειμένω στο ελληνικό χαϊκού, και σε τι. Πιστεύω πως οι μόνες διαφοροποιήσεις, παρεκκλίσεις αν θέλετε, που μπορούν να υπάρξουν, είναι αυτές που ανάγονται στο πεδίο του περιεχομένου. Εκεί εξ' άλλου εντοπίζονται και οι «αδυναμίες» τρόπον τινά του παραδοσιακού χαϊκού, για μας τους Δυτικούς. Γι' αυτό και η θεματολογία των χαϊκού που γράφουν οι Έλληνες, είναι πιο πλούσια και εκτείνεται με μια ελευθερία σε πεδία που οι Ιάπωνες, αρχικά, θεωρούσαν ανεπίτρεπτα, για τη φύση του χαϊκού.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να γίνω πιο αναλυτικός σ' αυτό το σημείο. Τα πράγματα είναι απλά, αλλά αυτό δε σημαίνει απλοϊκά ή εύκολα. Όλα τα δεδομένα στο χώρο της ποίησης και της τέχνης γενικά, απατούν αγάπη πρωτίστως και σεβασμό.»

Παραθέτω επίσης το βραβευμένο χαϊκού του Χρήστου Τουμανίδη

Στο Ναγκασάκι,
ο θάνατος γέννησε
νέες ελπίδες

Η πρόκληση

Το χαϊκού, με την δεκαεπτασύλλαβη πειθαρχία και τους άλλους κανόνες που το χαρακτηρίζουν και αυτοί ακριβώς το ξεχωρίζουν από άλλα τρίστιχα ποιήματα, είναι μια πρόκληση που καλείται να αποδεχτεί ή όχι ο κάθε δημιουργός. Μια άσκηση λιτότητας, χρήσιμη έως απαραίτητη στις μέρες μας, ημέρες φλυαρίας και μια άσκηση αυτοπειθαρχίας σε καιρούς εκπτώσεων.
Το να δημιουργεί νεωτεριστικές σχολές η γνώση και η ικανότητα, είναι απ' όλους επιθυμητό και σεβαστό, αλλά διαφορετικό απ' το να δημιουργούν σχολές η άγνοια και η αδυναμία, με την επίκληση της ανανέωσης.

Ο γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής χαϊκού, Μισέλ Φάις, αναφερόμενος στις κατά καιρούς εκπτώσεις των δημιουργών, πολύ εύστοχα, είχε σημειώσει το εξής: «Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αποτελεί ματαιοπονία - ή έστω δευτερεύουσας σημασίας επιδίωξη - η δεκαεπτασύλλαβη αναπνοή του ποιήματος. Νομίζω ότι αυτή η εκτίμηση συχνά υποκρύπτει μια «νόμιμη» οκνηρία∙ κι αυτό το υπογραμμίζω, εξυπακούεται, χωρίς να παραβλέπω τον διαφορετικό γλωσσικό «βιότοπο» της ιαπωνικής και της ελληνικής. Ωστόσο, μου φαίνεται λιγάκι ευκολία να εφησυχάζουμε σε προγραμματικά γλωσσολογικά εμπόδια. Και αυτό με προκαλεί, αναποδογυρίζοντας το σκηνικό, να σκεφτώ κάποιον Ιάπωνα ο οποίος θα αναλάμβανε να γυρίσει στη γλώσσα του το δημοτικό μας τραγούδι, αδιαφορώντας να βρει στη δική του λογοτεχνική παράδοση κάποιο μετρικό ομόλογο του δεκαπεντασύλλαβου…» (12)

Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια, παρουσιάζοντας δύο βιβλία χαϊκού, ολοκληρώνει το κείμενό της ως εξής: «Όταν πρωτογνώρισα τα χαϊκού, μου ήρθε η σκέψη, ότι αν δεν γεννιόνταν στην Ιαπωνία, θα έπρεπε να γεννηθούν στην Ελλάδα. Στην αρχαία, εννοείται. Πουθενά αλλού δεν έχει επιτευχθεί αυτή η μαγική σύνθεση των τεχνών, πουθενά αλλού η ανθρώπινη δημιουργία δεν βίωνε τέτοια αρμονία με την περιβάλλουσα φύση. Απλότητα και βάθος της σκέψης, λεπτός και εύθραυστος στίχος, θλίψη, χαρά, συμπόνια σε 17 συλλαβές, δυναμική και στατική. Παρ' όλες τις [μεταξύ τους] διαφορές, τα δυο βιβλία τηρούν ευλαβικά αυτούς τους κανόνες που όρισε ο μεγάλος μάστορας του χαϊκού Μπασό.» (13)

Όπως ανέφερα και προηγούμενα το χαϊκού είναι μια άσκηση που μόνο οφέλη μπορεί να αποκομίσει ο κάθε ποιητής. Το σημαντικότερο όφελος, από την αναμέτρησή του με τη φόρμα, είναι η κατάκτηση της λιτότητας. Όμως, στο τέλος αυτής της αναμέτρησης, το ερώτημα που μένει να απαντήσουν οι ποιητές είναι: Γιατί θα πρέπει τηρούνται δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις να ονομάζουν τα ποιήματά τους χαϊκού ; Όταν κάλλιστα μπορούν να επιλέξουν άλλες ονομασίες π.χ. Με τη μορφή χαϊκού, Τρίστιχα κλπ

Κλείνω μ' έναν «διάλογο ποιημάτων», το πρώτο δικό μου και το δεύτερο του Χρ. Τουμανίδη:

Στήνω παγίδα
με μελάνι και χαρτί.
Γελώντας φεύγει!

Όλος ο κόσμος
δεκαεφτά συλλαβές.
Τραγούδα, μπορείς!


Σημειώσεις :

1) Ανάλογη είναι και η ερμηνεία που δίνεται στο Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων με την προσθήκη του χαρακτηρισμού “ακαριαίο” ποίημα. (Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, Ιωάννης Παρίσης, Νικήτας Παρίσης, εκδ. ΟΕΔΒ Αθήνα, 2004)
2) Donald Keene, Ιαπωνική λογοτεχνία - Εισαγωγή για αναγνώστες από τη Δύση, μτφρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ. 52)
3) Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ιστορικά στοιχεία για την προέλευση της ονομασίας που αναφέρονται στα, πρόσφατα σχετικά, βιβλία αρ.3 και αρ.10 του πίνακα που ακολουθεί.
4) Στο σημείο αυτό υπάρχει διχογνωμία των μελετητών αν το χαϊκού θα πρέπει να γράφεται σε μια, δύο ή τρεις γραμμές/στίχους. (πχ στην Ιαπωνία γράφεται είτε σε μια κάθετη γραμμή είτε σε τρεις οριζόντιες). Ως νομοτέλεια χαρακτηρίζει τον περιορισμό των 5, 7, 5 συλλαβών, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος και σε άρθρο του στο περιοδικό «Νέα Εστία» (15 Φεβ, 1995, σελ 248-251)
5) Ακολουθώντας το παράδειγμα του Νίκου Φωκά θεώρησα σωστό να παρουσιάσω δύο εκδοχές του ποιήματος. Η πρώτη εκδοχή είναι το αποτέλεσμα της επί λέξει μετάφρασης του πρωτοτύπου από τον Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλο, ενώ η δεύτερη εκδοχή που αποτελεί μια ελεύθερη, ποιητική ανάπλαση προέρχεται από το δοκίμιο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
6) Επιγραμματικά αναφέρεται στο θέμα της ονομασίας η Τιτίκα Δημητρούλια, σε παρουσίαση βιβλίου στην Καθημερινή (Κυριακή 14/8/2005) και από το κείμενό της είναι το απόσπασμα της διδαχής του Μπασό.
7) Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος, εκτός απ' το βιβλίο του Τρίστιχα και Χαϊκου συμμετέχει με ένα κεφάλαιο στο βιβλίο Τέχνη & Μυστικισμός, εκδ. Αρχέτυπο, 2002. Στο κείμενό του αναπτύσσει τις βασικές αρχές του χαϊκού και της φιλοσοφίας Ζεν που σε σημαντικό βαθμό είναι το υπόβαθρο του χαϊκού.
8) Μαρία Τόμπρου, Η είσοδος του χάικου στην Ελλάδα, περ. Ο Πολίτης, τεύχος 90, 2001. Στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο της η Μαρία Τόμπρου αναφέρει αναλυτικά τις αρχικές πηγές. Η ίδια υιοθετεί την ονομασία χάικου (όπως επισήμανε ο Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος).
9) Ν. Χάγιερ - Μπουφίδης με το ψευδώνυμο Ίσανδρο Άρι στο περιοδικό Νέα Τέχνη Μαρτίου - Ιουνίου 1925 & Παύλος Κριναίος-Μιχαηλίδης στο Φιλολογικό περιοδικό, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, αριθ. 42, σελ. 2, 12 Δεκεμβρίου 1926. - Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι η έρευνα, της ιστορίας του ελληνικού χαϊκού, είναι σε εξέλιξη και πιθανώς προκύψουν νέα στοιχεία.
10) Με παράδειγμα το ίδιο ποίημα - Άδειες καρέκλες , είχε διατυπωθεί η άποψη ότι ο Γ. Σεφέρης πετυχαίνει το 5, 7, 5 με τη χρήση συνιζήσεων. Όμως με τη συνίζηση, δηλαδή με τη συμπροφορά δύο φωνηέντων σε μια μετρική συλλαβή, αντιμετωπίζεται ως γνωστόν το φαινόμενο της χασμωδίας, δηλαδή η ακουστική δυσαρμονία, η κακοηχία, κάτι που δεν ισχύει στο στίχο: Άδειες καρέκλες, ο οποίος εκτείνεται σε 6 συλλαβές αντί 5 που θα έπρεπε, καθώς το μέτρο είναι δακτυλικό, οπότε οι συλλαβές ει και ε είναι και μετρικές συλλαβές, κάτι που καθιστά απαγορευτική τη χρήση συνίζησης∙ ακριβώς για να μην προέλθει κακοηχία. Θεωρώ δε, ανεπαρκή την ερμηνεία ότι γραμματικά έχουμε συνθήκες συνίζησης, αφού οι μετρικές συλλαβές διαφέρουν από τις γραμματικές και τα ποιήματα εξετάζονται σύμφωνα με τις μετρικές τους συλλαβές∙ και αυτό, εκτός των άλλων, με την πίστη ότι το κάθε ποίημα γράφεται για απαγγελία και όχι για σιωπηρή ανάγνωση. Μια ελάχιστη απόδειξη της άποψης αυτής, είναι το γεγονός του διπλοτονισμού λέξεων από τους ίδιους τους ποιητές, όπου κρίνουν ότι η απαγγελία του ποιήματός τους επιτάσσει αυτό. Ο διπλοτονισμός σαν γεγονός, θα πρέπει να συνδεθεί με την προσπάθεια των ποιητών για μουσικότητα του λόγου, και βέβαια, σιωπηρή μουσικότητα δεν υφίσταται. Στην περίπτωση Γ. Σεφέρη αναφέρεται και ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας στο σχετικό δοκίμιό του (περιοδικό Τετράμηνα, τεύχος 56 - 58, σελ. 4208) σημειώνοντας την απόκλιση από την προϋπόθεση των 5 - 7 - 5 συλλαβών ανά στίχο σε δύο ακόμη ποιήματα.
11) Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο, Μια βαλίτσα ψάχνει σπίτι, Τζακλιν Ουιλσον και πιθανώς κατά τη μετάφραση δεν έγινε αντιληπτή η απόκλιση από το τρίστιχο, ως ελάχιστη συνθήκη χαϊκού (το αναφέρω ως ελάχιστη συνθήκη συνεκτιμώντας ότι μιλάμε για παιδικό βιβλίο)
12) Μισέλ Φάις, Σαράντα Χαϊκού ή Η παρατεταμένη σαγήνη του ακαριαίου. Το Προλογικό Σημείωμα στο βιβλίο «Χαϊκού για τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, τον ήλιο, το φεγγάρι» (Μτφρ. Μισέλ Φάις, Εικόνες Χρόνης Μπότσογλου), Εκδ. Μπάστας - Πλέσσας, Αθήνα, 1994)
13) Από την παρουσίαση στην εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή, 21 Αυγούστου 2005, των βιβλίων: Κεριά Θυέλλης - Χρήστου Τουμανίδη και Σιωπητήριο χιονιού - Ηλία Κεφάλα.

Πίνακας Βιβλιογραφίας Χαϊκού

1. DONALD KEENE, ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ, μτφρ. ΚΛΑΙΡΗ Β. ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ, εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ
2. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΑΙΚΟΥ, Επιμ. ΧΡ. ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, Εκδ. ΔΕΛΦΟΙ
3. Η ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΧΑΙΚΟΥ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, Μτφρ. ΔΩΡΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Εκδ. ΕΚΑΤΗ
4. ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΧΑΙΚΟΥ, Επιμ. ΖΩΗ ΣΑΒΙΝΑ, Εκδ. 5 + 6
5. 91 ΙΑΠΩΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΝ 1, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΟΥΝΙΑΣ, Εκδ. Το ΡΟΔΑΚΙΟ
6. ΕΡΩΤΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ, ΤΣΟΥΤΑΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Εκδ. ΙΔΜΩΝ
7. Η ΛΗΚΥΘΟΣ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ, Εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ
8. Η ΣΤΙΞΗ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΑΡΑΣΟΥΛΟΣ, Εκδ. ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
9. ΚΕΡΙΑ ΘΥΕΛΛΗΣ - ΧΑΙΚΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, Εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
10. ΜΟΝΟ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ, 59 ΧΑΙΚΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΣΟ, Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, Εκδ. ΕΡΑΤΩ
11. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΧΝΗΣ, ΧΑΙΚΟΥ ΤΩΝ ΜΠΑΣΟ ΚΑΙ ΙΣΣΑ, Απόδοση ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Εκδ. ΑΓΡΑ
12. Ο ΛΥΚΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ, Εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ
13. ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΧΑΙΚΟΥ, ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ ΒΑΣΟΣ, Εκδ. ΛΙΒΑΝΗΣ
14. ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ ΧΙΟΝΙΟΥ, ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, Εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
15. ΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΥΚΟΦΩΣ, ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, Εκδ. ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
16. ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΡΙΑ ΧΑΙΚΟΥ, ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ, Εκδ. ΣΤΙΓΜΗ
17. ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΚΑΙ ΧΑΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Εκδ. ΙΔΜΩΝ
18. ΧΑΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ, ΤΟ ΧΙΟΝΙ, ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, ΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, Μτφρ. ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΣ, Εκδ. ΜΠΑΣΤΑΣ - ΠΛΕΣΣΑΣ
19. ΧΑΙΚΟΥ, Εκδ. ΓΕΡΜΑΝΟΣ
20. ΧΑΙΚΟΥ, Εκδ. ΜΑΤΙ
21. ΧΑΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΕΝΡΙΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΚΑΡΤΣΗΣ, Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
22. ΧΑΙ-ΚΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΦΤΕΡΑΝΗΣ & ΗΛΙΑΣ ΓΚΟΥΜΑΣ, Εκδ. CIGALE

• αναφέρονται κατ' αλφαβητική σειρά τίτλου (με εξαίρεση τις ανθολογίες) Εκτός από τα προηγούμενα θα πρέπει να αναφέρω και την ιδιωτική, εκτός εμπορίου έκδοση, ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ, του ΣΠ. Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ
• Αν και θεωρώ την ονομασία χάικου σωστή, θα πρέπει να αναφέρω ότι διατήρησα τη χρήση του όρου χαϊκού, για να αποφευχθεί ενδεχόμενη σύγχυση με τον διαφορετικό τονισμό του στα παραθέματα.
01/02/2006 για το http://www.lexima.gr/
Related Posts with Thumbnails