© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Διονύση Σέρρα, ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Το Μουσείο Ερμιτάζ (Αγία Πετρούπολη)

Το σπίτι-μουσείο του Λέοντα Τολστόι, στη Μόσχα

Ο τάφος του ποιητή Μαγιακόφσκι (Μόσχα)

Ο τάφος του Ντοστογιέφσκι (Αγία Πετρούπολη)

Η είσοδος στο Κρεμλίνο της Μόσχας

Γεγονότα και γραμμές

Ταξίδια μνήμης και ζωής

«Τους δύο τούτους προαιώνιους αντί- παλους και συνεργάτες – το Πνέμα και την Ύλη – λαχτάριζα τώρα να φτάσω μιαν ώρα αρχύτερα και να δω να παλεύουν μέσα στην κόκκινη κλειστή παλαίστρα του Κρεμλίνου.»
Νίκος Καζαντζάκης (Ταξιδεύοντας. Ρουσία)

ΜΙΑ ιδιαίτερη επιθυμία κάποιων φίλων ή γνωστών Ζακυνθινών για ένα ολιγοήμερο ταξίδι διακοπών στην ιστορική, πολύπαθη και μακρινή – μα όχι απρόσιτη – Ρωσία, στη χώρα των άλλοτε περιώνυμων ή διαβόητων Τσάρων και των μαχητικών μπολσεβίκων, των αυτοκρατόρων και των προλετάριων, των αριστοκρατών ή των αστών και των μουζίκων, των επιφανών ή κορυφαίων μορφών της Τέχνης, των Γραμμάτων και των Επιστημών…, ικανοποιήθηκε και πραγματώθηκε ευχάριστα εφέτος (24-31 Ιουλίου), χάρη κυρίως στην κατανόηση, την προσπάθεια και την επιμονή, τη θέληση και την αποφασιστικότητα του Νίκου Κωνσταντάκου, ξεπερνώντας μ’ επιτυχία, ως το τέλος, τις όποιες δυσκολίες ή αντιξοότητες. Έτσι, μ’ επικεφαλής τον ίδιο και με τη συμμετοχή δεκατριών (13) συμπολιτών έγινε μια εκδρομή αναψυχής και γνώσης, αναζητήσεων και διαπιστώσεων, διάρκειας οχτώ ημερών, σε μια μεγάλη χώρα, που διαδραμάτισε στη διαδρομή των αιώνων (και διαδραματίζει ακόμα, παρά τις όποιες αλλαγές), σε παγκόσμιο επίπεδο, ρόλο πολύπλευρο, σημαντικό, δυναμικό, ανατρεπτικό κ.ά., με πρόσωπα και γεγονότα καθοριστικής σημασίας, οικουμενικής απήχησης και διάστασης πολυφωνικής (πολιτικής, στρατιωτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής κ.ά.).

ΜΕΣΑ σε λίγες έστω μέρες, δόθηκε η δυνατότητα σε γνώριμα άτομα με διαφορετική ψυχοσύνθεση, νοοτροπία, ιδεολογική τοποθέτηση ή με άλλες αντιλήψεις, «πιστεύω» και μ’ ενδιαφέροντα ποικίλα να περιηγηθούν, να περπατήσουν, να προσεγγίσουν, να δουν και να γνωρίσουν, λίγο – πολύ, αξιοθέατα μέρη και χώρους δημόσιους ή ιδιωτικούς, όπου σε τρεις ιστορικές πόλεις – στην πολύκοσμη Μόσχα (με το περιβόητο Κρεμλίνο και το περίφημο και περίτεχνο Μετρό της), στο από τον 9ο αιώνα γνωστό και παραδοσιακό Νόβγκορντ (με τα δικά του σωζόμενα μνημεία και τα γαλήνια τοπία του) και στην επιβλητική και απολαυστική Αγία Πετρούπολη (με το έξοχο ανάκτορο – μουσείο Ερμιτάζ, τα Θερινά Ανάκτορα, τους κήπους, τους ναούς κ.ά.π.), αλλά και στο ξεχωριστό μοναστηριακό συγκρότημα του Ζαγκόρσκ (14ος αι.), είδαν το φως της ζωής, έδασαν, δημιούργησαν ή άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους, εκφράζοντας διακριτά και πολύτροπα όχι μόνο τον προσωπικό τους «κόσμο» και την εποχή τους αλλά και την πολυσύνθετη ψυχή και το πνεύμα της πατρικής μαρτυρικής τους γης και του ηρωικού λαού της – σε συγκεκριμένες καλότυχες ή δύσκολες στιγμές και συνθήκες – μορφές εκλεκτές, χαρισματικές ή πρωτοπόρες όπως αυτές του Αλέξανδρου Νιέφσκι, του Ιβάν του Τρομερού, του Μεγάλου Πέτρου, της Μεγάλης Αικατερίνης, του Αντρέι Ρουμπλιώφ, του Πούσκιν, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Τσαϊκόφσκι, του Σοστάκοβιτς, του Στραβίνσκι, του Ζαχάρωφ κ.ά.π.

ΕΚΕΙ, μέσα στους ήσυχους στενούς ή στους πλατείς πολύβουους δρόμους και στις μεγάλες λεωφόρους, ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή και θαυμαστά παλάτια, μέγαρα, μουσεία, μοναστήρια, εκκλησίες και κοιμητήρια ή σε παλιές και σε νεότερες κατοικίες και σε ποικίλου ρυθμού ή σχήματος κτιριακές κατασκευές, ανάμεσα σε κτίσματα αρχοντικά και σε λαϊκά ξύλινα φτωχόσπιτα (άλλα εγκατελλειμμένα κι από το χρόνο ερειπωμένα ή φθαρμένα και άλλα ομορφοδιατηρημένα), ανάμεσα σε κάστρα, τείχη, γέφυρες, χρυσούς ή πολύχρωμους – σαν κράνη Τατάρων – τρούλους ανάμεσα σε αχνές ή συντηρημένες αγιογραφίες και σε σώματα ή πρόσωπα της καθημερινότητας (προσκηνυτών, επισκεπτών, διαβατών…), ανάμεσα σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε απλής διαμονής ή διασκέδασης καταλύματα, ανάμεσα σε πολύδεντρες ή κατάφυτες απέραντες κ’ επίπεδες εκτάσεις, σ’ ευφρόσυνες πρασινάδες και σ’ άφθονα σκουρόχρωμα ή καθαρά νερά, σε πάρκα δροσερά και σε ποτάμια ηρεμίας (Μόσχοβας, Νέβας…), στα χαραγμένα όρια της κάθε διαδρομής και σε ορίζοντες χωρίς εμπόδια, ανάμεσα στο άσβηστο Χθες και στο επίπονο Σήμερα, ανάμεσα στην πάμφωτη ή σκιόφωτη Μνήμη και στη σφύζουσα – όλο ανάγκες για επιβίωση – Ζωή, ανάμεσα στην Ουτοπία και την Αλήθεια, στην Ιδέα και την Πράξη, ανάμεσα σε σελίδες – λαμπερές ή ζοφερές – της ρωσικής ιστορίας και πραγματικότητας, νιώθει κανείς παρόντα ή αισθητά, νοερά ή απτά, όχι μόνο τα σοφά ή σπουδαία Πνεύματα, που δημιούργησαν την ιδιότυπη «ταυτότηα» του ισχυρού ρωσικού κράτους και πολιτισμού, αλλά και ό,τι άλλο (μελανό ή οδυνηρό) δοκίμασε σκληρά ή σημάδεψε τις αντοχές και τις «φωνές» αυτού του τόπου και των αθώων κάθε γενιάς ανθρώπων του.

ΠΑΝΤΟΥ, σχεδόν, σε κάθε χώρο και γωνιά, τ’ αντίμαχα ή αντιθετικά (μα και συνάλληλα είτε παράπλευρα) «σημάδια» τής άκρας δύναμης και της αδυναμίας, του πλούτου (ή της χλιδής) και της φτώχειας, του κορεσμού ή της πλησμονής και της στέρησης, της γνώσης και της άγνοιας, του δεσποτισμού και της αντίστασης / αντίδρασης, του Πολέμου και της Ειρήνης, της νίκης και της ήττας, της απλής έμφυτης πίστης και της άκρατης νοσηρής θρησκοληψίας ή θεοφοβίας, των συνωμοσιών ή εγκλημάτων για την εξουσία και της (αυτο)θυσίας για το ιδανικό, της γνήσιας καλλιτεχνικής «φύσης» και της περισσής ή ογκώδους ακαλαισθησίας, του μεγαλείου και της απλότητας, του ολοκληρωτισμού ή του δογματισμού και της φιλελεύθερης πνοής, του μεσαιωνισμού ή βυζαντινισμού και της προοδευτικής – εκσυγχρονιστικής τάσης, της άβουλης παθητικότητας και του εύψυχου αγώνα ή της πάλης για το δυνατό (ή το ανέφικτο), του με θετικές και αρνητικές παραμέτρους κομμουνιστικού ιδεώδους ή συστήματος και της άφευκτης στα χρόνια μας κατάρρευσής του, της κυρίαρχης ηδύχαρης για τους πολλούς – Ύλης και του κινητήριου – για λύσεις ή «θαύματα – Πνεύματος, της θύμησης και της Λήθης, του πολύμορφου ακατάλυτου Παρελθόντος και του αντιφατικού (σε μια νέα πορεία Παρόντος…

ΟΛΑ τούτα, και άλλα μαζί, να συνθέτουν πολύσημα τα αδρό «πρόσωπο» και το «κλίμα» μιας χώρας εντυπωσιακής και αξιοθαύμαστης στην ιστορική της εξέλιξη (με τα όποια υπέρ και κατά), αξιοπρόσεκτης και ικανής να οδηγήσει τον νοήμονα και ευαίσθητο ταξιδιώτη ή τον με νου και κάτι ανοιχτό επισκέπτη της σε ποικίλους αφυπνιστικούς συλλογισμούς, σε γόνιμο προβληματισμό και διάλογο δημιουργικό, σε κρίσεις, ερωτήματα και απαντήσεις ουσίας και όχι επιφάνειας ή ρηχότητας. Κι ακόμη, σ’ ένα χωρίς προκαταλήψεις, παρωπίδες ή φανατισμούς π ρ ο σ κ ύ ν η μ α θαυμασμού και σεβασμού για ό,τι καθολικά ωραίο και διαχρονικά ανθεκτικό γεννήθηκε – ή και σήμερα, με την τωρινή του μορφή, επιχειρείται – σ’ έναν ηδύπικρο τόπο, που τόσα πολλά και διαφορετικά εγνώρισε, σε κρίσιμες στιγμές της διαμόρφωσής του, από εσωτερικούς ή εξωτερικόύς κατακτητές… Σ’ έναν τόπο, που αξίζει ιδιαίτερα σήμερα, μέσα στη νέα και ασφυκτική πολιορκία του καταναλωτισμού ή του στείρου ευδαιμονισμού να μη χάσει, αλλοτριωτικά, ό,τι παρέδωσαν ακέραιο και μοναδικό οι αιώνες και ό,τι φωτεινό χάρισε στον υπόλοιπο κόσμο η υφή και η δύναμη της ρώσικης ψηχής και σκέψης.

Αυτής, που πέρ’ από εφήμερα καθεστώτα, θεωρίες, γεγονότα και πρόσωπα ακμής και παρακμής ξεπερνά κάθε φορά τα κάθε λογής «μαύρα» και άγονα ή πνιγηρά στοιχεία (και στοιχειά) και παραδίδει – από τα χρόνια ήδη του Ρουμπλιώφ και ώς τις μέρες τού σύγχρονού μας «μάρτυρα» Αντρέι Ταρκόφσκι – για τους όποιους αδέσμευτους και ανυπότακτους «ταξιδευτές» κάθε εποχής, ό,τι ά ξ ι ο μπορεί να προσληφθεί και να σαρκωθεί σαν δώρημα και μήνυμα για την αληθινή (εσώτερη) του ανθρώπου Ανάσταση ή Επανάσταση.


Κείμενο – Φωτογραφίες: Δ.Σ.

Δέσποινας Καποδίστρια, ΜΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ "Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΝΗΣΙΟΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣ"

Ο Μανουήλ Γεδεών, ο «τελευταίος», κατά πολλούς, «γνήσιος Φαναριώτης»[1], υπήρξε αναμφισβήτητα ακαταπόνητος αρχειοδίφης και πολυγραφότατος συγγραφέας. Αν και ίδιος προτιμούσε να λέγεται Μεσαιωνολόγος, θεωρώντας την Τουρκοκρατία και την προεπαναστατική περίοδο ως συνέχεια του Μεσαίωνα, συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού. Στην υπερεβδομηκονταετή συγγραφική του δραστηριότητα παρουσίασε περισσότερα από εφτακόσια δημοσιεύματα, διασκορπισμένα σε δυσεύρετα σήμερα έντυπα της Κωνσταντινούπολης και των Αθηνών, των οποίων δεν υπάρχει, δυστυχώς, πλήρης βιβλιογραφική αναγραφή.

Η ζωή και το έργο του
Γεννημένος στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής, αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1869) και ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία, αρχικά ως συνεργάτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις και της τουρκόφωνης εφημερίδας Μικρά Ασία και στη συνέχεια ως εκδότης των βραχύβιων εβδομαδιαίων εφημερίδων Πρωία (1876) και Ανατολή (1877), επιδιδόμενος παράλληλα στην αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, «εκ νεανικής κενοδοξίας», όπως έγραψε κι ο ίδιος. Κατά την περίοδο 1881-1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, του επίσημου, δηλαδή, οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διατελώντας ακόμα, αρχισυντάκτης (1882-1885 και 1888-1890) και επίτιμος διευθυντής (1902-1923) του εν λόγω περιοδικού. Στην Εκκλησιαστική Αλήθεια ο Γεδεών δημοσιεύει πλήθος ιστορικών μελετών, ανέκδοτων έως τότε χειρογράφων κωδίκων, πατριαρχικών σιγιλλίων και εκκλησιαστικών εγγράφων. Κυρίως δε μετά το 1897, οπότε και διορίζεται Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Γεδεών αναδιφεί το Πατριαρχικό αρχείο και δημοσιεύει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό.
Ένα μεγάλο, όμως, μέρος του έργου του προέρχεται και από την προφορική παράδοση, που ο Γεδεών πρόφτασε ζωντανή και αγωνίστηκε να τη σώσει, την ίδια στιγμή που οι σύγχρονοί του την παρέβλεπαν, μην έχοντας την επίγνωση ότι η προφορική παράδοση συμπληρώνει τη γραπτή. Στις μελέτες του πολλές φορές ασχολείται με τη γραμματολογία, τη βιογραφία, την μουσική, την πολιτική και θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, τη λαογραφία και την εικονογραφία. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο κύριος σκοπός του ήταν να καταγράψει και να σώσει κάθε τι το ελληνικό, προσφέροντάς το, μέσω των πολύπλευρων πραγματειών του στις επόμενες γενιές.
Πάντοτε όμως το κέντρο της ερευνητικής του περιοχής παραμένει η πατριαρχική ιστορία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την «περίοδο των κάτω χρόνων», όπως συνήθιζε να λέει. Παράλληλα, το γεωγραφικό κέντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας παραμένει η Κωνσταντινούπολη και η περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας όμως επεκτείνει την αρχειοδιφική του έρευνα και σε περιοχές όπως το Άγιον Όρος και η Πάτμος.

Θητεία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εγκατάσταση στην Αθήνα
Ωστόσο, ο Μανουήλ Γεδεών δεν αρκείται μόνο στην αναδιφική και ιστορική έρευνα κι έτσι κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που συμπίπτει με δύσκολες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας και στιγμές έντονης όξυνσης των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων, αναμιγνύεται σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είτε γενικότερα την ελληνική ομογένεια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα, οι ρωσικές βλέψεις επί του Αγίου Όρους, το Βουλγαρικό Σχίσμα, το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922).
Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, δηλαδή από το 1921 έως και το θάνατό του το 1943, ο Γεδεών ίδρυσε (1926) και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, Μεσαιωνικά Γράμματα (Α΄ 1933, Β΄ 1935). Επιπροσθέτως, εκτός του οφικίου του Μεγάλου Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δεχθεί ακόμα τα οφίκια του Χρονογράφου του ιδίου Πατριαρχείου (1901) και του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1920)˙ ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας και το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας.

Ιδιάζουσα Προσωπικότητα
Σαν άνθρωπος ο Μέγας Χαρτοφύλαξ, υπήρξε, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ιδιόρρυθμος. Ο Γ. Βαλέτας, στην νεκρολογία που του αφιερώνει στην Νέα Εστία, τον σκιαγραφεί αριστοτεχνικά, γράφοντας ότι ούτε η προσφυγιά ούτε και το ξερίζωμα από το Φανάρι ανέκοψαν την ιδιότροπη έκφραση του Γεδεών, τον πατριαρχικό αέρα, τις απότομες κινήσεις τις γεμάτες πνεύμα και λεπτό χιούμορ, την κατά καιρούς αλαζονεία του ή την αγκαθωτή ειρωνεία και την ελευθερόστομη κριτική για τα σύγχρονα ή και τα περασμένα. Αλλά ούτε και το κέφι και η έγνοια του για την επιστήμη άλλαξαν ποτέ. Μάλιστα δε, αυτή η έγνοια γύρω από την επιστήμη ήταν που οδηγούσε συχνά τον Γεδεών σε μικρολογίες, εθελοκακίες κι ιδιοτροπίες[2].
Ως ιστορικός ο Γεδεών, δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη μέθοδο αλλά προτιμά την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού, αδιαφορώντας για την εσωτερική αταξία και τις επαναλήψεις. Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων, το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν». Στα γραπτά του καταργεί ακόμα και τα κεφαλαία γράμματα των παραγράφων και των περιόδων, μιμούμενος, πιθανότατα, τους βυζαντινούς κωδικογράφους[3]. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, της μεθόδου του Γεδεών είναι η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων».

Θεμελιωτής των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών
Επιλογικά, αξίζει να σημειωθεί ότι από αναδιφική και ιστοριογραφική άποψη, το έργο του Γεδεών είναι μια τεράστια προσφορά στις επόμενες γενιές μελετητών. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη, ο Γεδεών διακρίνεται ως ο κατεξοχήν ιστοριογράφος και αναδιφητής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[4]. Κατά συνέπεια, και με βάση την βαθειά αφοσίωσή του στην επιστήμη, τη φιλοπονία του και κυρίως το αρχειοδιφικό του έργο, καθώς και τον όγκο και την σημαντικότητα των πραγματειών του, ο Μανουήλ Γεδεών συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και ο αιώνιος αντίζηλος του Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και ο Κ. Σάθας[5].
Τέλος, άξια μνείας είναι τα ακόλουθα έργα του Γεδεών: Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολις 1883), Βυζαντινόν Εορτολόγιον (Κωνσταντινούπολις 1896), Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια (Κωνσταντινούπολις 1910), Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913 (Αθήναι 1932), Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήναι 1934), Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912 (Αθήναι 1936-1938), Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913 (Αθήναι 1939).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», ΘΗΕ 4 (1964) 242.
[2] Βλ. Γ. Βαλέτα, «Μανουήλ Γεδεών» (Νεκρολογία), Νέα Εστία 34 (1943) 1418.
[3] Βλ. ό.π. σελ. 1420.
[4] Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τ. 1 Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας, Έκδοσις 3η, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Μυρτίδη, 1965, σελ. 129.
[5] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, ό.π.
[Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107]
Related Posts with Thumbnails