Την
φωνάζανε «ηλεκτρισμένη.» Γυρνούσε μέχρι το πρωί στα Χαφτεία, τον Κεραμεικό, την
περιοχή του Γκαζιού. Με μια ασταμάτητη, νευρική κίνηση, πάει να πει το σώμα της
παρουσίαζε μια απρόσμενη ένταση, τιναζόταν, άναβαν κρεμαστοί, κατάμαυροι
λαμπτήρες στα μάτια της. Συνήθως φορούσε ρούχα εφαρμοστά, κόκκινων αποχρώσεων.
Μπορεί να πει κανείς πως έμοιαζε με μια όρθια πληγή, τέτοιο ήταν το βάθος του
χρώματος. Αργά τη νύχτα, εγκατέλειπε τα φωτισμένα σημεία της πόλης. Την βρήκαν
νεκρή στα υπόγεια σπίτια της πλατείας Βικτωρίας. Ήταν χαμογελαστή, με το
αισθησιακό, μισάνοιχτο στόμα της, σε μια στάση ηρεμίας, όπως στις πτώσεις του
χιονιού. Εκείνοι που την αναζήτησαν μίλησαν για την ίδια σαν να ζούσε. Μίλησαν
για τις ηλεκτρισμένες νύχτες, για τα φώτα που της τεμάχιζαν το πρόσωπο μίλησαν,
είπαν για τις σειρήνες που ουρλιάζουν με τη συριστική, γυναικεία κραυγή και την
τρομάζουν, καθώς ονειρεύεται στο μέσον της οδού Αθηνάς. Πέρασαν από τα υπόγεια
σπίτια της Βικτώριας, άφησαν λουλούδια και αναμμένα τσιγάρα και κεριά χαμηλά,
λιωμένα από τις ολονύκτιες καύσεις. Κλαίγαν όλοι και έλεγαν πως είναι κρίμα ένα
τέτοιο τέλος για την «ηλεκτρισμένη.» Ακόμα και οι καθισμένοι άνθρωποι των
αγορών με τα τραχιά πρόσωπα λυπήθηκαν πολύ και είπαν πως τέτοια πράγματα όταν
συμβαίνουν προξενούν μια θλίψη σε ολόκληρη την πόλη.
Τώρα πόσοι θυμούνται το «ηλεκτρισμένο»
κορίτσι, τις φρενήρεις, νύκτιες πτήσεις της, όταν φλεγόμενη συντριβόταν στις
στέγες των σπιτιών ή εισέβαλε μανιασμένη, μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και πίσω
της τα πουλιά που ανέβλυζε το σώμα της. Τώρα κανείς δεν μιλά για την
«ηλεκτρισμένη.» Τα σπίτια έχουν τον ίδιο, ισόγειο ορίζοντα, έχουν μια οσμή
ανθρώπινης βιολογίας, έχουν διαλυμένα παράθυρα, ποτέ το φως δεν εισβάλλει στο
εσωτερικό εκείνων των σπιτιών. Λένε πως το κορίτσι εκείνο ετάφηκε σε μια άκρια του
Κεραμεικού. Εκείνοι που θα ‘ρθουν κάποτε θα διαβάζουν την επιγραφή στην
επιτύμβια στήλη. Βεβαίως, τότε πια το χώμα θα έχει κατασπαράξει το υπέροχο
στόμα για το οποίο σας μίλησα.