Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ροντέν Ωγκύστ; Ο άσωτος υιός, π. 1884; |
Το Καρναβάλι στο νησί μας έχει χάσει πια τον παλιό, ξεχωριστό του χαρακτήρα και μπορεί κάποιος να το πει ζακυνθινό, μόνο από τον τόπο διεξαγωγής του και όχι από τον τρόπο του. Οι αιτίες γι’ αυτήν την μεταλλαγή είναι πολλές και ποικίλες. Η τηλεοπτική ισοπέδωση, από τη μια, η τάση προς μίμηση, απ’ την άλλη και τέλος η άγνοια της ιστορίας μας κι ο μιμητισμός υπευθύνων και λαού, έδωσαν στην εορταστική αυτή περίοδο της Αποκριάς εικόνα ξενόφερτης φωτοτυπίας και μια νοοτροπία κι ιδιοσυγκρασία αιώνων θυσιάστηκε στο βωμό της προκρούστιας λογικής κι υποχώρησης. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, αλλά σίγουρα ήταν επόμενο με τις επικρατούσες συνθήκες. Αυτό που μας λείπει σήμερα είναι η καλλιέργεια της ιδιαιτερότητας κι αυτό που μας χαρακτηρίζει είναι η ευκολία της αντιγραφής. Έτσι νομίζουμε πως γινόμαστε πολίτες του κόσμου, ενώ στην ουσία, απεμπολώντας την ταυτότητά μας, υπερτονίζουμε την κοντόφθαλμη αντίληψή μας, αρνούμενοι συγχρόνως και την καταγωγή μας.
Από την περασμένη Κυριακή έχουμε μπει στο Τριώδιο. Μια ακόμα Αποκριά έχει πατήσει ήδη το κεφαλόσκαλό μας κι εμείς, θέλοντας να είμαστε επίκαιροι και καθαρόαιμοι, έστω και στα κείμενά μας, θα προσπαθήσουμε σήμερα να δώσουμε την ντόπια ταυτότητα της ερχόμενης Κυριακής, η οποία είναι η δεύτερη της χαρούμενης και γιορταστικής περιόδου και κάποτε αποτελούσε για το νησί μας την απαρχή της καθημερινής διασκέδασης και της – κατά κάποιο τρόπο – απόλυτης ελευθερίας, με την αντιστροφή των τάξεων και των ρόλων και την πλέον δίκαιη δημοκρατία της μωρέτας.
Από εκκλησιαστική πλευρά η Κυριακή αυτή ονομάζεται «του Ασώτου», από την σχετική, προπαρασκευαστική ευαγγελική περικοπή, που διαβάζεται στους ναούς και μας την έχει διασώσει ο περιγραφικός Λουκάς. Στη Ζάκυνθο, όμως, την ονομάζουμε «Γουρουνοκυριακή».
Η ονομασία αυτή προέρχεται από το σημείο εκείνο του παραπάνω ευαγγελικού κειμένου, που μας διηγείται πως ο Άσωτος Υιός της πολυδιάστατης αλληγορίας, αφού ζήτησε το μερίδιό του από την πατρική περιουσία, «απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν καλά. «Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα», όπως διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην και αυτός ήρξατο υστερείσθαι». Για να επιβιώσει αναγκάστηκε να μπει στη δούλεψη ενός κατοίκου της περιοχής εκείνης, ο οποίος «έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς βόσκειν χοίρους». Μα και τότε τα προβλήματα δεν λύθηκαν. Πεινασμένος και κατατρεγμένος «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι και ουδείς εδίδου αυτώ».
Από το όνομα των ζώων, λοιπόν, που έβοσκε ο άμυαλος, ο μικρότερος και πλέον χαϊδεμένος γιός της χριστιανικής διδασκαλίας πήρε στη Ζάκυνθο το όνομά της η Κυριακή της ανάγνωσης της περικοπής του και για το λόγο αυτό χαρακτηριστικά ονομάζεται «Γουρουνοκυριακή».
Όπως είναι επόμενο το απαραίτητο φαγητό της ημέρας είναι το χοιρινό κι αυτό το έδεσμα ήταν κι εν μέρει είναι απαραίτητο για το εορταστικό γεύμα της. Οι παλιοί Τζαντιώτες, δε, που σχεδόν πάντα είχαν συνδυάσει τις μεγάλες γιορτές με τις σχετικές γεύσεις και μυρωδιές, το θεωρούσαν αναγκαίο κι αυτήν την ημέρα δεν έμπαζαν άλλο κρέας ή έδεσμα στο σπίτι τους.
Η τιμητική, όμως, του ευτραφούς αυτού ζώου, το οποίο πολλές θρησκείες απαγορεύουν, λόγω της ακαθαρσίας του, δεν περιοριζόταν μονάχα στην μεσημεριανή ευωχία των κατοίκων του ιόνιου νησιού. Επειδή θύμιζε τους υπέρβαρους και τους έχοντες κάπως περισσότερα κιλά από τα συνηθισμένα, τους γιόρταζε κι αυτούς, όχι για την ονομαστική τους γιορτή ή την επέτειο της γέννησής τους, αλλά λόγω της … επιβλητικής τους ιδιαιτερότητας.
Ήταν κι αυτό μια μάντζια από τις πολλές που γίνονταν κι ένα δείγμα της ντόπιας ιδιοσυγκρασίας, η οποία συχνά δημιουργούσε προβλήματα κι είχε έντονα τα στοιχεία του ρατσισμού.
Αν το πείραγμα γινόταν κρυφά, όπως συνέβαινε συνήθως, τότε, με άκρατη επιείκεια, θα μπορούσαμε να το δούμε σαν μια έκφραση σπιρτάδας και διατύπωσης χιούμορ και διάθεσης σάτιρας. Μα αν διατυπωνόταν κατάμουτρα και δημόσια αποτελούσε πρόβλημα κι αναμφίβολα έθιγε όλους εκείνους, που απλά δεν είχαν το προνόμιο να είναι … κομψοί. Μα το Καρναβάλι όλα τα επιτρέπει κι η Αποκριά εκτονώνει κακίες και βγάζει απωθημένα. Έτσι μονάχα μπορούμε να ερμηνεύσουμε το ρατσιστικό αυτό έθιμο ενός κομψού και πολιτισμένου λαού, ο οποίος αγάπησε την σάτιρα, αλλά ποτέ δεν εκφράστηκε με χυδαιότητα κι απωθημένα.
Δεν ξέρω σήμερα πόσοι ακολουθούνε την παράδοση και στο τραπέζι τους εξακολουθούν να τρώνε χοιρινό το μεσημέρι της Κυριακής του Ασώτου. Φοβάμαι πως, όπως χάθηκε το εύγεστο και κοσμαγάπητο αυγολέμονο της ζακυνθινής Λαμπρής, αντικαθιστάμενο με τον οβελία, έτσι και πολλοί αγνοούν και δεν εφαρμόζουν το παλιό μας έθιμο, ακολουθώντας τις τόσες συνταγές, που τηλεοπτικά και σε χιλιάδες, κυριολεκτικά, βιβλία μας επιβάλλονται, κατά την έσχατη μόδα.
Μα οι γεύσεις είναι πολιτισμός κι ο πολιτισμός εισιτήριο επιβίωσης.
Αλίμονό μας, αν τις ξεχάσουμε. Τότε δεν θα έχουμε μνήμες!