Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Το
ποίημα δεν γίνεται με ιδέες αλλά με
λέξεις, είπε ο Μαλλαρμέ κι ο Ελύτης
τροποποίησε: «μονάχα οι λέξεις δεν μου
αρκούσανε», ρίχνοντας το βάρος για την
ποιητική ατμόσφαιρα στην αρμονία των
λέξεων ο πρώτος και στην συνεπικουρία
των εικόνων ο δεύτερος. Η ποίηση λοιπόν
γίνεται με ιδέες, με λέξεις, με εικόνες.
Μάλλον όμως, πρωτίστως, θα πρέπει να
είναι εγγεγραμμένη στο DNA
του ανθρώπου για να μπορέσουν να βρουν
την έμμετρη έκφρασή τους οι ιδέες, οι
λέξεις, οι εικόνες. Και η απόδειξη
βρίσκεται στην ποίηση της Ελένης
Λιντζαροπούλου, η οποία αναγνωρίζοντας
τη βαρύτητα των λέξεων στη γέννηση του
ποιήματος, τάσσεται με την άποψη του
Μαλλαρμέ, ρίχνει όμως ισοδύναμο βάρος
και στις ιδέες και στις εικόνες. Και οι
ιδέες όλες, με ελάχιστες εξαιρέσεις,
έχουν κοινωνική προέλευση. Η Λιντζαροπούλου
γράφει ποίηση κυρίως κοινωνική. Δεν
εκτοξεύει μανιφέστα, αλλά περιγράφει
επεισόδια, παραδίδει μαθήματα ανθρωπιάς
και καταγγέλλει την απανθρωπιά, όπου
την επισημαίνει. Και για τις ιδέες της
επιλέγει ένα απλό ανθρώπινο λεκτικό
όχημα για να φτάνουν εύκολα στην ψυχή
του αποδέκτη. Και είναι τόσες πολλές
οι αφορμές που ο χρόνος και η συγκυρία
φέρνουν ώστε να πολλαπλασιάζεται ευθέως
ανάλογα και η δημιουργία.
Με
έναν τόνο προσωπικό, εξομολογητικό
φέρνει στην επιφάνεια την προδοσία, την
έλλειψη εμπιστοσύνης, την αδιαφορία,
την απουσία, τον έρωτα που μπαίνει στο
ποίημα, με χαμένη την αθωότητα και δε
φέρνει τη χαρά. Όσο κι αν προσπαθεί να
συντονίσει τις αναπνοές της: «Συστολή-
Διαστολή-Συστολή-Διαστολή» για να βρει
την ακριβή στιγμή, θα μείνει με την
απορία: πού κρύβεται η «αλήθεια», σε
«ποια σύσπαση», πού είναι εκείνο το
αίσθημα που κόβει τον καιρό στα δυο και
τον αποσβολώνει, που γεμίζει τον ουρανό
και το στήθος του άντρα άστρα; πού είναι,
αυτός ο παντοδύναμος θεός και δημιουργός
ζωής; Στα συμφραζόμενα της σήψης, του
κακού «αιφνιδιασμού», στην οδυνηρή
απουσία, εκεί βρίσκεται, αφήνει η ποιήτρια
να εννοηθεί. Εκεί που πεθαίνουν οι
λέξεις. Σε «κάτι βουβά ξημερώματα» και
κάτι «ασυνέπειες» και στον αιφνιδιασμό
και ο νοών νοείτω. Τι σημασία έχει αν το
σκουλήκι σερνότανε στην καρδιά του
μήλου ή στη φλούδα; Εκεί που δεν το
περίμενες σερνότανε και σε αιφνιδίασε.
Η εποχή των λέξεων
λοιπόν, θα πρέπει να είναι η εποχή των
χαμένων νοημάτων. Η εποχή που απάλειψε
την ουσία και τη βαρύτητα και άφησε τις
λέξεις στον αέρα, χωρίς περιεχόμενο.
Όσο κι αν σκύβουμε να βρούμε τη χαμένη
αλήθειά τους, ματαιοπονούμε. Γιατί
διαπιστώνεται πικρά πως «Καμιά
φορά γερνάνε κι οι λέξεις / σαν τους
ανθρώπους / σε μοναχικά παγκάκια».
Ιδέα που ξέπεσε, νόημα που χάθηκε, άδειο
κέλυφος, έκπτωτος πολίτης στο παγκάκι,
παραμένει άστεγη και α-νοητή η γερασμένη
λέξη. Τι εποχή λέξεων, θα αναφωνούσε και
ο Ρεμπώ. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτήν την
απαισιόδοξη κατάσταση η ποιήτρια εις
εαυτήν: «κι όμως εσύ επιμένεις να
γράφεις», λέει. Και δεν καθυστερεί στα
προσωπικά. Επανεξετάζει πρόσωπα και
συμπεριφορές, επανεκτιμά ή καλύτερα
συνεκτιμά τα πάντα σε σχέση με τα
κοινωνικά συμφραζόμενα. Γιατί η ζυγαριά
της γέρνει από την άλλη μεριά, παραμερίζει
τις πληγές της για να επουλώσει τις
ξένες. Ο πόνος του ανθρώπου την έλκει,
την μαγνητίζει και της γεννά την ανάγκη
της προσφοράς.
Και
η γαλλική «Revolution»,
ταυτισμένη με την επανάσταση, θέτει με
βεβαιότητα ότι «θα ξυπνήσουμε
ένα / πρωί», όμως
αντιπαραθέτει τον προβληματισμό «πόσοι
θα είμαστε / εκείνο το πρωί / και όχι
ποιοι». Η ουσία που
σκάλωσε στις δυο αντωνυμίες για να
τονίσει την ειδοποιό διαφορά δείχνει
τον έσχατο κίνδυνο. Και όταν η αγωνία
της ποιήτριας ταυτίζεται με αυτή
του «ληστού», του «γονατισμένου σε
προσκυνητάρια δίχως πιθανότητες», τότε
εμφανίζονται νέα ερωτήματα: Τι θέλει
να πει εδώ; Ότι εξαντλήθηκε η μεταφυσική
πίστη; Ότι μόνο οι απελπισμένοι επαφίενται
σ’ αυτήν; Ότι σ’ αυτή τη ζωή πρέπει να
πραγματωθεί αν κάτι αξίζει; Ό,τι και να
εννοεί το παιχνίδι παίζεται μια του
ύψους μια του βάθους. Οι «λεπροί δάκρυζαν
θυμίαμα» και οι «μισθοφόροι μύριζαν
θειάφι», οι «νεκροί κάπνιζαν λέξεις και
ιδρώναν βεβαιότητα» με «την ελπίδα της
Ανάστασης». Πολύ μακριά, αλλά όχι και
τόσο, κάποιοι άλλοι νεκροί, εκείνοι της
Ρωμιοσύνης
του Γιάννη Ρίτσου, «πετρωμένοι πάνου
στα καραούλια καπνίζουν τη σβουνιά και
τη νύχτα», κάτω από άλλες ιστορικές
συγκυρίες και άλλους αγώνες. Όπως και
οι άλλοι του Οδυσσέα Ελύτη («Ο ύπνος των
γενναίων»), πεσμένοι μέσα σ’ ένα τοπίο
που μυρίζει «λιβανιά» και «καπνό»
αφήνουν σαν «άχνα» την τελευταία ελπίδα
τους για το αγαθό της ζωής, αλλά και
νοσταλγώντας την ακόμα και κάτω από τη
γη. Κάθε εποχή και ο δικός της καπνός
και η δική της συμφορά.
Η
ποιήτρια δεν βλέπει μόνο τον βασανισμένο
που υπέστη δεινά αλλά και τον βασανισμένο
από την τιμωρό «συνείδηση» που ελέγχει
διαρκώς. Τη συνείδηση Ερινύα που κυνηγά
τον υβριστή. Όμως η ποίηση δεν έρχεται
για να απονείμει δικαιοσύνη. Ο ρόλος
της είναι παρηγορητικός για τον πάσχοντα.
Στην απορία της, «Ανθίζουν
λουλούδια/ στα ρείθρα /και δεν μπορεί/
να γεννηθεί/ μια αλήθεια/ στον άνεμο;»,
μόνο μια οικτρή παραίτηση απομένει:
«Γράψε την παραίτησή
σου / τότε/ και υπόγραψέ την/ με όλο σου
τον φόβο». Πάλι εδώ
ακούγεται από μακριά μια άλλη, από την
κοσμική ανάγκη προκύπτουσα «παραίτηση»,
του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος πρότεινε:
«Γράψε αν μπορείς στο
τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ’ όνομα
τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να
βουλιάξει».
Συγκινητικό
και μεγαλόψυχο είναι το «Αφιερωματικό»
στην συγγραφέα Ελένη Λαδιά, την αγαπημένη
φίλη, στην οποία η μία Ελένη αφιερώνει
όχι τόσο το ποίημα, όσο την ψυχή της,
γιατί στην άλλη Ελένη βρήκε πνευματικό
στήριγμα, «οδοιπόρα μνήμη», «σπορέα
συνειδήσεω», επίδραση πάνω στον «λευκό
καμβά της ζωής» της. Ενδιαφέρουσα είναι
μάλιστα η έμφαση: «Έκτοτε,
γράφω το τελικό νι παντού/ και συναιρώ,
για χάρη σου, τα ρήματα».
Το «τελικό νι» για τον σημαίνοντα
κουδουνιστό του ήχο (;) και τα συνηρημένα
ρήματα, για τη σμίκρυνση της απόστασης
(;).
Οι
«Νέοι της Ποσειδώνος» σκοπίμως παραπέμπουν
στους άλλους, της Σιδώνος του Καβάφη ή
του Αναγνωστάκη, τηρουμένων των αναλογιών,
των εποχών και των συμπεριφορών, για
να φανεί, αν και δεν κατονομάζεται, η
τεράστια απόκλιση από την γιγάντια σκιά
εκείνου που έκανε τη διαφορά με τους
νέους και τις αντιλήψεις τους. Τον
Αισχύλο εννοώ, που αν δεν ήταν αυτός δεν
θα ήταν ούτε οι Σιδώνιοι νέοι ούτε οι
Ποσειδώνειοι. Η ποίηση έχει βαθιές ρίζες
και διατρέχει τις εποχές για να φέρει
το μήνυμα που εκκινεί από τον Αισχύλο
και καταλήγει στην εποχή μας. Εκείνος
τον αγώνα για την πατρίδα είχε μνημονεύσει
στο επίγραμμα του και μόνο αυτόν. Ο
δεύτερος την τέχνη πιο πολύ και ο τρίτος
τους έρωτες των νέων του σχολιάζει. Η
Λιτζαροπούλου στην Τέχνη της ποιήσεως
βρίσκει καταφύγιο και ψυχής ανακούφιση,
αλλά και δύναμη να επισημαίνει την
κοινωνική αδικία. Γιατί η Τέχνη είναι
μια ελεητική και σωτήρια αυταπάτη:
«Κρατήσου γερά από τις
αυταπάτες σου./ Αργεί ακόμη η αλήθεια/που
δε θ’ αντέξεις». Ας
κρατηθούμε από την Illusion,
λοιπόν, που τροφοδοτεί την έμπνευση και
μετατρέπει την πληγή σε φως, όπως λέει
ο Braque - «L’
art est une
blessure qui
deviant lumière»-
ας αφεθούμε στην ελπίδα και στην πίστη
πως η Τέχνη σώζει.
Και
να την μια «θαλασσογραφία» σαν τεράστια
μουντζαλιά, που αδικεί το γαλανό Αιγαίο
μας. «Ορώμεν ανθούν
πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»,
μας λέει ο Αισχύλος, ανθολογεί το στίχο
ο Σεφέρης και παραλλάσσοντας η
Λιντζαροπούλου θέτει μπροστά στα μάτια
μας τη σύγχρονη τραγωδία. Τα σπασμένα
καράβια και τα πνιγμένα σώματα των
Περσών τότε, τα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
και τα πνιγμένα σώματα των εξαθλιωμένων
τώρα. Να πώς η τέχνη μεταπλάθει τα δεινά
της κάθε εποχής σε έργα είτε είναι
αθάνατες δημιουργίες είτε θνητοί
μετανάστες. Και στο ανθισμένο πέλαγος
από τους νεκρούς αντιστοιχεί ένα πλήθος
«τυχερών». Αυτών που επέζησαν – οποία
ειρωνεία- για να βρουν καταφύγιο πλάι
στους κάδους, στις γωνίες, με το κρύο
και τη βροχή, άστεγοι και πεινασμένοι,
παγωμένοι και μοναχικοί, με μόνη προστασία
μια χάρτινη κούτα. Σύγχρονοι Οδυσσείς
με Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη. Μη ρωτάς να
μάθεις το γιατί, μη ζητάς να βρεις την
αλήθεια: «η αλήθεια σαν
επιμένει να βρεθεί γίνεται πόνος».
Ο Οιδίπους όταν βρήκε την αλήθεια πόνεσε
πιο πολύ από τη άγνοια που τον έκνιζε.
Και
μια προτροπή προς τον αναγνώστη: «Αν
θες να κάνεις κάτι για τον ποιητή»
(«Προστακτικές Ενεστώτα Χρόνου»), μίλα
του, διάβασέ τον, κατάλαβε πως, ό,τι εσύ
έχεις έτοιμο στα χέρια σου, εκείνος
ίδρωσε και πόνεσε για να το καταφέρει.
Θυμήσου: «Το σώμα το
αίμα θα βάλω /σε σχήμα βιβλίου μεγάλο»,
είπε ο Καρυωτάκης. «Το
ποίημα κάθεσαι και το ξενυχτάς»
είπε ο Σαχτούρης. Με ιδρώτα και αίμα και
ξενύχτια γράφονται τα ποιήματα. Και για
να πάρουμε μια ιδέα για το πώς δουλεύει
η Λιντζαροπούλου, με τα δύο ποιήματα
ποιητικής - «Απλότητος Εγκώμιον Ι» και
«Απλότητος Εγκώμιον ΙΙ» - μας μπάζει
στο εργαστήρι της: «λέξεις στιλπνές,
ολοκάθαρες» αθάμπωτες στο χρόνο,
επιλέγει. Ένα ποτάμι που παρασύρει τα
θνησιμαία, μια απλότητα που στηρίζεται
στη φυσική ομορφιά, «άσπρα τριανταφυλλάκια»,
σαν εκείνα τα μετρημένα ισοσύλλαβα,
ομόηχα, ομοιοτέλευτα και ομοιοκατάληκτα
-«βήμα» και «ρήμα» και «ρίμα» και
«κρίμα»- που αρμονικά ανταποκρίνονται
το ένα στο άλλο σαν σκαλοπάτια ποιητικών
αναβαθμών·
και να τες οι «Πλεξούδες λέξεων» που
διατρέχουν τον τράχηλο της Κόρης
Ποίησης. Μάλλον η ποίηση δεν γράφεται
ούτε με λέξεις ούτε με ιδέες ούτε με
εικόνες μόνο αλλά με θάρρος να μιλάς,
με αγάπη στην καρδιά και με ψυχή να
αντέχεις.