© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΣΤΗ ΧΟΒΟΛΗ (διήγημα)


Άμα τρώω μελιτζάνες το βράδυ βλέπω εφιάλτες. Το ξέρω κι όμως το κάνω και το ξανακάνω και λέω υπεύθυνα: τελευταία φορά. Εχθές ήταν ακόμη μια τέτοια νύχτα. Σηκώθηκα κάθιδρος και με το στομάχι μου κόμπο. Δεν είχα αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Σαν ζόμπι κινήθηκα λίγο και άκουσα σειρήνες και φωνές.

«Δεν ξέρω τίποτα». Αυτό θα έλεγα, αν με συλλάβουν. Απλά η Μαρία, αυτή ήταν η αιτία που βρέθηκα εδώ. Η Μαρία με τα μαύρα μακριά μαλλιά και κείνο το χαμόγελο που σκοτώνει. Και πού είναι τώρα; Ένας Θεός ξέρει. Συστάσεις δεν είχα, την γνώρισα χθες, άλλο τίποτα δεν έχω να δηλώσω.

Έπιασα το κεφάλι μου. «Ποιος θα με πιστέψει;», αναρωτήθηκα. Κοίταξα γύρω, σκοτάδι. Μόνο τα κόκκινα περιστρεφόμενα φώτα. «Είναι απέξω, έρχονται», σκέφτηκα και διπλώθηκα στα δύο. Περίμενα. «Μπορεί να μη με δουν. Μπορεί να γίνω αόρατος και να με προσπεράσουν. Μπορεί να με λυπηθούν και να με αφήσουν να φύγω. Παιδιά τους είμαστε, δεν θα χτυπήσουν».

Τι το 'θελα; Σε λίγους μήνες θα έπαιρνα πτυχίο και μετά στρατό. Δύο χρόνια και κάτι μήνες. Όλα τα είχε κανονίσει ο πατέρας μου. Άνθρωπος των καταστάσεων και φυσικά δικτυωμένος. Θα περνούσα ζάχαρη. Μετά, το γραφείο στην επαρχία. Οικογενειακή επιχείρηση. Τι με έπιασε; Ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα... Τι παράνοια...

Η ώρα περνούσε αργά. Κάθε λεπτό και χρόνος ολάκερος. Κάθε στιγμή και σταγόνα που τρέχει. Ιδρώτας. Οι φωνές ρυθμικά συνεχίζουν να πάλλονται. Πρέπει να φύγω και όμως δεν μπορώ να κουνηθώ. Θα με πιάσουν. Με συνοδεία θα μας μεταφέρουν στην ασφάλεια. Στο κελί θα πάψουν να με χτυπούνε. Εκεί θα είναι και άλλοι. Κάποια στιγμή θα έρθουν να με δουν οι δικοί μου. Κάτι θα φέρουν κάτι θα κάνουν και όλα θα μοιάζουν απλά εφιάλτης. Ο θείος είναι στρατιωτικός. Το παιδί, θα πει, παρασύρθηκε. Αν χρειαστεί θα τα ξεράσω όλα. Για τις προκηρύξεις, για τον πολύγραφο... Θα δώσω ακόμη και ονόματα... Δεν αντέχω το ξύλο. Από μικρός τρομοκρατιόμουν με την αίσθηση της βίας.

Κάποιος ανεβαίνει τις σκάλες. Ήχος βαρύς. Φοράει μπότες. Εσατζής θα 'ναι. Μπήκανε μέσα. «Μάνα, σώσε με». Κρύβομαι κάτω από τα σκεπάσματα. Να γίνω ελάχιστος. Να φύγω μακριά με το νου. Μου το είχε πει ο Άκης, που έκανε μήνες στο Μεταγωγών. Δεν αισθάνεσαι τον πόνο. Απλά λιποθυμάς και ύστερα σε αφήνουν ήσυχο. Αυτό είναι. Τα βήματα ακούγονται στον διάδρομο. Μετρώ την απόσταση. Είναι στην πόρτα. Έπρεπε κάτι να βάλω από πίσω. Τώρα είναι αργά. Η πόρτα ανοίγει με θόρυβο. Τετέλεσται...

- Δεν περνάει ο φασισμός, φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.

Ανοίγει το φως. Κάποιος με κοιτά σαν χαμένος. Φοράει κουκούλα και έρχεται προς το μέρος μου.

- Ψωμί – παιδεία – ελευθερία, συνεχίζω απτόητα.

Δύο χέρια με πιάνουν σφιχτά. Αγωνίζομαι να ξεφύγω, αλλά μάταια. Ανοίγω τα μάτια με κόπο. Απέναντί μου, η Μαρία. Ανοίγει τον δέκτη. Εικόνες από την κατάληψη της Νομικής.

-Τι είναι αυτά; ρωτώ με ασφάλεια.

- Μετανάστες ταμπουρώθηκαν στο άσυλο ζητώντας δικαιώματα, μου απαντά αδιάφορα.

- Εξοργιστικό, δηλώνω και γυρίζω πλευρό. Δεν ξανατρώω μελιτζάνες, της λέω και κείνη γελώντας αλλάζει σταθμό.
Related Posts with Thumbnails