Υπάρχουν ιερείς που γράφουν ποίηση. Για να φανερώσουν στον κοινό έλεγχο τις μύχιες ευαισθησίες πού ακούσαμε προηγουμένως. Για να υποβάλουν τα αισθήματά τους στο γονιμοποιό άγγιγμα του αδελφού και να τού τα παραδώσουν φιλάδελφα για τη δική του γονιμοποίηση. Ιερείς οι οποίοι, πέρα από τη φωτιά του Θυσιαστηρίου που είναι πάντα το μείζον, «ανάβουν στίχους να ξορκίσουν το κακό που πλάκωσε τη χώρα», για να θυμηθούμε τον Ρίτσο.
Υπάρχουν όμως άνθρωποι που ζουν την ποίηση. Η ποιότητα των αισθημάτων τους είναι ποιητική, ο ίλιγγος της ακροβασίας στον οποίο επιδίδεται η ψυχή τους διαθέτει δημιουργική δύναμη, τα αγκομαχητά της ύπαρξης τους μεταμορφώνουν αργά την καρδιά και τον λόγο. Είναι οι άνθρωποι που παράγουν ποίηση, η οποία όμως δεν θα φτάσει ποτέ στο χαρτί. Τους δόθηκε η χάρη «να μιλήσουν απλά, χωρίς πολλά μαλάματα», για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. Ίσως να μην καταλαβαίνουν την ποίηση και οι ίδιοι όταν την διαβάζουν. Σ' αυτούς πιθανόν ν' ανήκουν και κάποιοι από σάς.
Υπάρχουν επίσης άνθρωποι πού παλεύουν στη ζωή με ιερατικό ήθος. Είναι οι άτυποι «ιερείς» που ανταποκρίνονται στη διαχρονική ιερατική κλήση του Θεού προς το ανθρώπινο γένος, χωρίς να το γνωρίζουν, και φυσικά, χωρίς να καυχώνται γι' αυτό. Είναι αυτοί πού προσφέρουν όχι αναίμακτη αλλά αιματηρή (από το αίμα της ψυχής τους) ιερουργία στην αγία τράπεζα τού είναι τους. Αυτοί οι οποίοι στηρίζουν τον κόσμο, που ευεργετούν ανεπίγνωστα όλους μας. Σ' αυτούς πάλι ίσως ν' ανήκουν και κάποιοι από σάς.
Τότε γιατί να χρειάζεται ξεχωριστή μνεία και δημόσια πανήγυρη το γεγονός ότι κάποιοι ιερείς γράφουμε ποίηση; Αφού δεν είναι αυτονόητο ότι διαθέτουμε ιερατικό ήθος και μόνο από την ιδιότητα μας. Και εφ' όσον άλλοι ενδέχεται να εκβάλλουν φωνήεντες στεναγμούς, περισσότερο ποιητικούς από τούς δικούς μας, αλλά τούς λείπει ἡ ικανότητα να τούς βάλουν σε λέξεις. Αφού των αισθημάτων η συνειδητοποίηση και η αποτύπωσή τους στο χαρτί μπορεί και να είναι υπόθεση κάποιων κυτταρικών κυκλωμάτων του εγκεφάλου. Κάτι δηλαδή για το οποίο δεν μοχθήσαμε, δόθηκε.
Να γιατί δεν αποτελεί επιβεβλημένη τυπική αβροφροσύνη αλλά αυτονόητη αλήθεια να ομολογήσουμε ότι μία τέτοια βραδιά ανήκει σ' εκείνους πού δεν έγραψαν ποτέ ποίηση, ούτε καν το διανοήθηκαν. Σ' εκείνους που ίσως και να μην καταλαβαίνουν την ποίηση όταν την ακούν. Σ' εκείνους ακόμη που μένουν μακριά από την ιεροσύνη χωρίς να έχουν ποτέ φιλοσοφήσει την ουσία της. Αλλά που ζουν ποιητικά και ιερατικά. Που ενσαρκώνουν το στίχο του Ελύτη: «Λάμπει μέσα μου εκείνο πού αγνοώ κι ωστόσο λάμπει».
Και επειδή κάποιοι από σάς ίσως ήδη αναρωτιέστε τι σημαίνει αυτό και ποιοι είναι αυτοί, ας αφήσω τους ίδιους τους ποιητές να το εκφράσουν. Ποιος είναι ο άδηλος «ποιητής» και κρυφός «ιερέας»;
Κατ' αρχήν είναι εκείνος πού διασώζει την απλότητα μέσα στη χαρά του, όπως μάς το διατύπωσε ο πεζογράφος ποιητής μας, ο κυρ-Αλέξανδρος: «Τόσον πολύ ευτυχής ώστε ούτε το υποπτεύει».
Ύστερα έρχεται εκείνος που αποκρυπτογραφεί τη σιωπή, όπως μνημειακά το διέσωσε ο Τάσος Λειβαδίτης: «Και κάθε φορά πού μου μιλούσαν για τον Θεό δεν τούς πίστευα. Αλλά ύστερα, όταν έμενα μόνος με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του».
Κατόπιν ακολουθεί ο έλλογα εμπιστευόμενος, ο διακρίναντας την των πάντων αιτίαν, ο αυτοπαραδινόμενος στον Πλάστη του, ο Οποίος διά του Ρωμανού αποκαλείται: «Ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν».
Και μετά ιδού ο ποθών εν αγωνία την θεία τροφή του, ο επιπίπτων εις την Βασιλείαν ως «βρώσιν και πόσιν», κατά το υμνογραφικό της Εξόδου: «Νάουσαν ακρότομον προστάγματι σω / στερεάν εθήλασε πέτραν ισραηλίτης λαός / η δε πέτρα συ, Χριστέ, υπάρχεις και ζωή...».
Έπεται ὁ εραστής της συνεργίας, ο διά της πράξεως τον Θεόν εισάγων εις την οικουμένην. Πάλι ο Λειβαδίτης το εδήλωσε: «Κύριε, τι θάκανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη σιωπηλή άρπα / κι είμαι το εφήμερο χέρι πού ξυπνάει τις μελωδίες σου».
Και από κοντά ο επ' ελπίδι αρδεύων και αρδευόμενος, κατά τον Σολωμό: «Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ' άλλους κόσμους φθάνει».
Και ακόμη εκείνος πού προσδοκά την αλήθεια μετά από το κατώφλι του θανάτου και γι' αυτό (και μόνο γι' αυτό) δεν φοβάται. Όπως μας το θύμισε ο Ελύτης: «...Αλλ' / η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται».
Κι εκείνος που πασχίζει ν' αντέξει την όποια αναπηρία και ανημπόρια του και παρ' όλα αυτά να βγάλει μελωδία. Κυρίως μάλιστα όταν η αναπηρία δεν περνάει για τέτοια, όταν δεν τυγχάνει αναγνωρίσεως. Όπως μαστορικά ο Λειβαδίτης το αποτύπωσε: «Ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ ένα χέρι βιολί, όταν με το άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του».
Κι ακόμη εκείνος που χτυπιέται με το κακό και με τον Κακό, που πληγώνεται αλλά σηκώνεται, όπως ο Αρχηγός του, «κατάστικτος τοις μώλωψι και πανσθενουργός» κατά την Κασσιανή, την ποιήτρια της θεοσώμου ταφής. Που φροντίζει δημιουργικά να ιερατεύει τον πόνο, ώστε να πληρωθή το ρηθέν διά Ελύτη του ποιητού λέγοντος: «Εάν μάς χτυπούν, να βγάζουμε ήχο καθαρό».
Αυτοί (σίγουρα και άλλοι που παρέλειψα) είναι οι κρυφοί «ιερείς» πού γράφουν άδηλη «ποίηση». Αύριο το πρωί θα ξαναγίνει ακόμη μια φορά εκείνο πού περιγράφει ο Κάλβος: «Τα μυρισμένα χείλη / της ημέρας φιλούσι / το αναπαυμένον μέτωπον / της οικουμένης». Και θα ξαναπάρουν τον δρόμο της καθημερινότητας που τούς δόθηκε και την αποστολή που έχουν να ολοκληρώσουν.
Ξένοι φαινομενικά και προς την ιεροσύνη και προς την ποίηση - και αυτό είναι το σκάνδαλο. Πώς γίνεται έξω από τη μάνδρα νάσαι πιό δεκτικός από τους μέσα ή πιο αγόγγυστος οδοιπόρος; «Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου το στεναγμό του Θεού» δηλώνει πάλι ο Λειβαδίτης. Και μήπως είναι πιότερο μακάριοι που δεν το γνωρίζουν;
Και το σκάνδαλο κορυφώνεται όταν διαπιστώνεις στην πράξη ότι ξεφεύγουν από τα στερεότυπα που περίμενες, ίσως και να σε απογοητεύουν ή να σε κουράζουν με τη πρώτη ματιά. Πριν από χρόνια είχα άτεχνα αποπειραθεί να μιλήσω γι' αυτούς τους χειρώνακτες των αισθημάτων, αυτούς οι οποίοι θα αποτελέσουν τίς τύψεις μας των εσχάτων κι έτσι βγήκε αυτό το μικρό ποίημα: «Πρόσωπα, αλλοίμονο!/ των αδελφών που βαστάζουν / επάνω τους τραχέα, / ιδιόρρυθμα, δυσήνια, / τα περάσματα της Αλήθειας / - όσα αρνηθήκαμε».
Είχαμε προειδοποιηθεί γι' αυτή την ξενότητα από τα παλιά τα χρόνια, όταν φιλοτεχνούντο τα σχέδια για τη Νέα Σιών. Εξαγγέλλει ο Ησαΐας: «Και οικοδομήσουσιν αλλογενείς τα τείχη σου... και ήξουσιν αλλογενείς ποιμαίνοντες τα πρόβατά σου και αλλόφυλοι αροτήρες και αμπελουργοί». Δεν είναι προσωπολήπτης ὁ Θεός μας. Και αυτό που προσπαθούμε να κάμουμε οι ιερείς ποιητές είναι τίποτε περισσότερο από το να ανοίξουμε την ψυχή μας στη μοναδικότητα του καθενός από αυτούς τούς διπλά ξένους, να τους αφουγκραστούμε σεβαστικά, να αναλάβουμε τις δοκιμασίες τους στην καρδιά μας, να γίνουμε η φωνή τους, όπως άλλωστε η λειτουργική μας διακονία μάς χρέωσε.
Σ ένα ιαμβικό τροπάριο των Χριστουγέννων ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει στον Χριστό: «Ήκεις, πλανήτιν πρός νομήν επιστρέφων / την ανθοποιόν εξ ερημαίων λόφων, / η των εθνών έγερσις, ανθρώπων φύσιν, / ρώμην βιαίαν του βροτοκτόνου σβέσαι, / ανήρ φανείς τε και Θεός προμηθεία».
Με την Ενανθρώπηση του Λόγου, δηλαδή, η περιπλανώμενη ανθρώπινη φύση επιστρέφει από τις ερημιές στην «ανθοποιόν νομήν». Ανθοποίησις - μήπως αυτός δεν είναι ο κλήρος του καθενός μας, και πιο πολύ του κλήρου;
Υπάρχουν όμως άνθρωποι που ζουν την ποίηση. Η ποιότητα των αισθημάτων τους είναι ποιητική, ο ίλιγγος της ακροβασίας στον οποίο επιδίδεται η ψυχή τους διαθέτει δημιουργική δύναμη, τα αγκομαχητά της ύπαρξης τους μεταμορφώνουν αργά την καρδιά και τον λόγο. Είναι οι άνθρωποι που παράγουν ποίηση, η οποία όμως δεν θα φτάσει ποτέ στο χαρτί. Τους δόθηκε η χάρη «να μιλήσουν απλά, χωρίς πολλά μαλάματα», για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. Ίσως να μην καταλαβαίνουν την ποίηση και οι ίδιοι όταν την διαβάζουν. Σ' αυτούς πιθανόν ν' ανήκουν και κάποιοι από σάς.
Υπάρχουν επίσης άνθρωποι πού παλεύουν στη ζωή με ιερατικό ήθος. Είναι οι άτυποι «ιερείς» που ανταποκρίνονται στη διαχρονική ιερατική κλήση του Θεού προς το ανθρώπινο γένος, χωρίς να το γνωρίζουν, και φυσικά, χωρίς να καυχώνται γι' αυτό. Είναι αυτοί πού προσφέρουν όχι αναίμακτη αλλά αιματηρή (από το αίμα της ψυχής τους) ιερουργία στην αγία τράπεζα τού είναι τους. Αυτοί οι οποίοι στηρίζουν τον κόσμο, που ευεργετούν ανεπίγνωστα όλους μας. Σ' αυτούς πάλι ίσως ν' ανήκουν και κάποιοι από σάς.
Τότε γιατί να χρειάζεται ξεχωριστή μνεία και δημόσια πανήγυρη το γεγονός ότι κάποιοι ιερείς γράφουμε ποίηση; Αφού δεν είναι αυτονόητο ότι διαθέτουμε ιερατικό ήθος και μόνο από την ιδιότητα μας. Και εφ' όσον άλλοι ενδέχεται να εκβάλλουν φωνήεντες στεναγμούς, περισσότερο ποιητικούς από τούς δικούς μας, αλλά τούς λείπει ἡ ικανότητα να τούς βάλουν σε λέξεις. Αφού των αισθημάτων η συνειδητοποίηση και η αποτύπωσή τους στο χαρτί μπορεί και να είναι υπόθεση κάποιων κυτταρικών κυκλωμάτων του εγκεφάλου. Κάτι δηλαδή για το οποίο δεν μοχθήσαμε, δόθηκε.
Να γιατί δεν αποτελεί επιβεβλημένη τυπική αβροφροσύνη αλλά αυτονόητη αλήθεια να ομολογήσουμε ότι μία τέτοια βραδιά ανήκει σ' εκείνους πού δεν έγραψαν ποτέ ποίηση, ούτε καν το διανοήθηκαν. Σ' εκείνους που ίσως και να μην καταλαβαίνουν την ποίηση όταν την ακούν. Σ' εκείνους ακόμη που μένουν μακριά από την ιεροσύνη χωρίς να έχουν ποτέ φιλοσοφήσει την ουσία της. Αλλά που ζουν ποιητικά και ιερατικά. Που ενσαρκώνουν το στίχο του Ελύτη: «Λάμπει μέσα μου εκείνο πού αγνοώ κι ωστόσο λάμπει».
Και επειδή κάποιοι από σάς ίσως ήδη αναρωτιέστε τι σημαίνει αυτό και ποιοι είναι αυτοί, ας αφήσω τους ίδιους τους ποιητές να το εκφράσουν. Ποιος είναι ο άδηλος «ποιητής» και κρυφός «ιερέας»;
Κατ' αρχήν είναι εκείνος πού διασώζει την απλότητα μέσα στη χαρά του, όπως μάς το διατύπωσε ο πεζογράφος ποιητής μας, ο κυρ-Αλέξανδρος: «Τόσον πολύ ευτυχής ώστε ούτε το υποπτεύει».
Ύστερα έρχεται εκείνος που αποκρυπτογραφεί τη σιωπή, όπως μνημειακά το διέσωσε ο Τάσος Λειβαδίτης: «Και κάθε φορά πού μου μιλούσαν για τον Θεό δεν τούς πίστευα. Αλλά ύστερα, όταν έμενα μόνος με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του».
Κατόπιν ακολουθεί ο έλλογα εμπιστευόμενος, ο διακρίναντας την των πάντων αιτίαν, ο αυτοπαραδινόμενος στον Πλάστη του, ο Οποίος διά του Ρωμανού αποκαλείται: «Ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν».
Και μετά ιδού ο ποθών εν αγωνία την θεία τροφή του, ο επιπίπτων εις την Βασιλείαν ως «βρώσιν και πόσιν», κατά το υμνογραφικό της Εξόδου: «Νάουσαν ακρότομον προστάγματι σω / στερεάν εθήλασε πέτραν ισραηλίτης λαός / η δε πέτρα συ, Χριστέ, υπάρχεις και ζωή...».
Έπεται ὁ εραστής της συνεργίας, ο διά της πράξεως τον Θεόν εισάγων εις την οικουμένην. Πάλι ο Λειβαδίτης το εδήλωσε: «Κύριε, τι θάκανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη σιωπηλή άρπα / κι είμαι το εφήμερο χέρι πού ξυπνάει τις μελωδίες σου».
Και από κοντά ο επ' ελπίδι αρδεύων και αρδευόμενος, κατά τον Σολωμό: «Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ' άλλους κόσμους φθάνει».
Και ακόμη εκείνος πού προσδοκά την αλήθεια μετά από το κατώφλι του θανάτου και γι' αυτό (και μόνο γι' αυτό) δεν φοβάται. Όπως μας το θύμισε ο Ελύτης: «...Αλλ' / η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται».
Κι εκείνος που πασχίζει ν' αντέξει την όποια αναπηρία και ανημπόρια του και παρ' όλα αυτά να βγάλει μελωδία. Κυρίως μάλιστα όταν η αναπηρία δεν περνάει για τέτοια, όταν δεν τυγχάνει αναγνωρίσεως. Όπως μαστορικά ο Λειβαδίτης το αποτύπωσε: «Ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ ένα χέρι βιολί, όταν με το άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του».
Κι ακόμη εκείνος που χτυπιέται με το κακό και με τον Κακό, που πληγώνεται αλλά σηκώνεται, όπως ο Αρχηγός του, «κατάστικτος τοις μώλωψι και πανσθενουργός» κατά την Κασσιανή, την ποιήτρια της θεοσώμου ταφής. Που φροντίζει δημιουργικά να ιερατεύει τον πόνο, ώστε να πληρωθή το ρηθέν διά Ελύτη του ποιητού λέγοντος: «Εάν μάς χτυπούν, να βγάζουμε ήχο καθαρό».
Αυτοί (σίγουρα και άλλοι που παρέλειψα) είναι οι κρυφοί «ιερείς» πού γράφουν άδηλη «ποίηση». Αύριο το πρωί θα ξαναγίνει ακόμη μια φορά εκείνο πού περιγράφει ο Κάλβος: «Τα μυρισμένα χείλη / της ημέρας φιλούσι / το αναπαυμένον μέτωπον / της οικουμένης». Και θα ξαναπάρουν τον δρόμο της καθημερινότητας που τούς δόθηκε και την αποστολή που έχουν να ολοκληρώσουν.
Ξένοι φαινομενικά και προς την ιεροσύνη και προς την ποίηση - και αυτό είναι το σκάνδαλο. Πώς γίνεται έξω από τη μάνδρα νάσαι πιό δεκτικός από τους μέσα ή πιο αγόγγυστος οδοιπόρος; «Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου το στεναγμό του Θεού» δηλώνει πάλι ο Λειβαδίτης. Και μήπως είναι πιότερο μακάριοι που δεν το γνωρίζουν;
Και το σκάνδαλο κορυφώνεται όταν διαπιστώνεις στην πράξη ότι ξεφεύγουν από τα στερεότυπα που περίμενες, ίσως και να σε απογοητεύουν ή να σε κουράζουν με τη πρώτη ματιά. Πριν από χρόνια είχα άτεχνα αποπειραθεί να μιλήσω γι' αυτούς τους χειρώνακτες των αισθημάτων, αυτούς οι οποίοι θα αποτελέσουν τίς τύψεις μας των εσχάτων κι έτσι βγήκε αυτό το μικρό ποίημα: «Πρόσωπα, αλλοίμονο!/ των αδελφών που βαστάζουν / επάνω τους τραχέα, / ιδιόρρυθμα, δυσήνια, / τα περάσματα της Αλήθειας / - όσα αρνηθήκαμε».
Είχαμε προειδοποιηθεί γι' αυτή την ξενότητα από τα παλιά τα χρόνια, όταν φιλοτεχνούντο τα σχέδια για τη Νέα Σιών. Εξαγγέλλει ο Ησαΐας: «Και οικοδομήσουσιν αλλογενείς τα τείχη σου... και ήξουσιν αλλογενείς ποιμαίνοντες τα πρόβατά σου και αλλόφυλοι αροτήρες και αμπελουργοί». Δεν είναι προσωπολήπτης ὁ Θεός μας. Και αυτό που προσπαθούμε να κάμουμε οι ιερείς ποιητές είναι τίποτε περισσότερο από το να ανοίξουμε την ψυχή μας στη μοναδικότητα του καθενός από αυτούς τούς διπλά ξένους, να τους αφουγκραστούμε σεβαστικά, να αναλάβουμε τις δοκιμασίες τους στην καρδιά μας, να γίνουμε η φωνή τους, όπως άλλωστε η λειτουργική μας διακονία μάς χρέωσε.
Σ ένα ιαμβικό τροπάριο των Χριστουγέννων ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει στον Χριστό: «Ήκεις, πλανήτιν πρός νομήν επιστρέφων / την ανθοποιόν εξ ερημαίων λόφων, / η των εθνών έγερσις, ανθρώπων φύσιν, / ρώμην βιαίαν του βροτοκτόνου σβέσαι, / ανήρ φανείς τε και Θεός προμηθεία».
Με την Ενανθρώπηση του Λόγου, δηλαδή, η περιπλανώμενη ανθρώπινη φύση επιστρέφει από τις ερημιές στην «ανθοποιόν νομήν». Ανθοποίησις - μήπως αυτός δεν είναι ο κλήρος του καθενός μας, και πιο πολύ του κλήρου;
[Η παραπάνω Ομιλία του π. Βασιλείου Θερμού εκφωνήθηκε κατά τη μουσικοφιλολογική εκδήλωση για την ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, που διοργάνωσε στην Πάτρα ο θεολόγος και μουσικός Παναγιώτης Ανδριόπουλος, στις 14 Ιανουαρίου 2007. Από εκεί και η παραπάνω φωτό του π. Θερμού.
Ανάλογη Ομιλία έκαμε το ίδιο βράδυ και ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, με τον τίτλο "Νύξεις για την ποίηση των ιερέων", την οποία μπορείτε ν' αναγνώσετε εδώ.]