© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ανθούλας Δανιήλ: ΤΡΕΜΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ (δοκίμιο)

πρώτη δημοσίευση

[Χαρακτικό Άριας Κομιανού]
Στη Μαρία Κοτοπούλη

Πρέπει να είναι  κανείς στην εξοχή για να νιώσει το μεγαλείο της φύσης, όταν εκείνη αποφασίσει να το δείξει. Και το δείχνει, βέβαια, στις κακοκαιρίες. Γιατί ο καιρός σκηνοθέτης απαιτεί το φυσικό ντεκόρ του, τα σύνεργα της σκηνοθεσίας του, ώστε το φυσικό γεγονός να εντυπωθεί στην αίσθηση, να δημιουργήσει το ανάλογο στο πνεύμα και αυτό με τη σειρά του να καταλήξει στην Τέχνη. Ο Οδυσσέας Ελύτης στα γραπτά του κάνει λόγο για την αναλογία που έχουν τα φυσικά φαινόμενα στο πνεύμα και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης με την αναλογία ενός βίαιου φυσικού φαινομένου περιγράφει την προς την πατρίδα αγάπη του, με συνεχείς απορρίψεις -δεν είναι «διαβατάρικο πουλί», δεν είναι «κισσός αναίσθητος», δεν είναι «αστραπή χωρίς αστροπελέκι», δεν είναι «νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό»- για να καταλήξει εμφατικά:

            νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάγχνα χαλασμό.

 Μια κακοκαιρία στην πόλη είναι απλώς  ταλαιπωρία, ενώ μια κακοκαιρία στη φύση επιτρέπει να δεις τα βουνά τα βαρύθυμα, τα θυμωμένα, τα μουντά, τα κρυμμένα στην ομίχλη, την ώρα που οι αστραπές σκίζουν το συμπαγές του σκούρου ουρανού ψηλά, και την ίδια την ώρα ποτάμια ορμητικά τρέχουν κάτω  και θάλασσες αφρισμένες απειλούν καράβια που μισοπνίγονται, δέντρα που λυγίζουν τα κλαδιά τους και χάνουν τα φυλλώματά τους. Άλλοτε πάλι χιόνια, σαν απέραντα λευκά σεντόνια, καλύπτουν τη γη σε συμφωνία σε άσπρο.  
Ο Δίας, όταν η Σεμέλη ζήτησε να της δείξει το μεγαλείο του, βρόντηξε και έριξε τον κεραυνό του. Κι η Σεμέλη κάηκε μεν, πρόλαβε όμως να συλλάβει το σπέρμα από το οποίο γεννήθηκε ο Διόνυσος. Και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας, λέει ο Ανδρέας Κάλβος και η παραβολή έχει τα δικά της συμπαραδηλούμενα για να δηλώσει το μέγα μυστήριο της δημιουργίας της ζωής.
Από τις κακοκαιρίες η τρικυμία είναι μια ενδιαφέρουσα μορφή που δανείζεται ο μύθος για να δείξει τη δύναμη της φύσης. Και φυσικά εκείνος που ξέρει καλύτερα είναι ο θαλασσοπόρος. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Οδυσσέας ταλαιπωρήθηκε στη θάλασσα και όχι στη στεριά. Ο οδοιπόρος έχει να περάσει δάση και γκρεμούς, δύσβατα και σκοτεινά βουνά -ούρεα σκιόεντα, λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα-  και κάμπους με ξεχειλισμένα  ποτάμια - ο Ασωπός «ερρύη μέγας», λέει ο Θουκυδίδης στα «Πλαταϊκά». Έχει να περάσει και επικίνδυνα γεφύρια που απαιτούν μεγάλο θάρρος, είτε γιατί κρέμονται στον αέρα -της τρίχας το γεφύρι-  είτε γιατί το πέρασμα είναι πράξη σοβαρή  και μη  αναστρέψιμη· «alea iacta est» είπε ο Καίσαρας και πέρασε τον Ρουβίκωνα (ποτάμι και γεφύρι μαζί). Άλλες φορές πάλι τρέμει, όπως το γεφύρι της Άρτας, και πέφτουν τ’ άγρια πουλιά πέφτουν και οι διαβάτες.  Όμως, παρόλα αυτά, ο οδοιπόρος, έχει ένα κάπως σταθερό έδαφος κάτω από τα πόδια του, πράγμα που δεν έχει ο θαλασσοπόρος, όπως, ακόμη χειρότερα, δεν έχει ο αεροπόρος.
Από τα κλασικά κείμενα χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι από την ε ραψωδία της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας αντιμετωπίζει την οργή του Ποσειδώνα: Του ’φυγε το τιμόνι της σχεδίας από το χέρι, η θύελλα θυμωμένη κι όλοι οι άνεμοι μαζί τού ’σπασαν το κατάρτι, η δίνη τον έκανε παιχνίδι της κι «ο κοσμοσείστης Ποσειδών» σήκωσε  κύμα  τρομερό και το ’ριξε καταπάνω του. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή ο Οδυσσέας είχε ευχηθεί να είχε κι αυτός σκοτωθεί στην Τροία παρά να πνίγεται στη θάλασσα: «Τρεις και τέσσερις φορές ευτυχισμένοι οι Δαναοί που η τύχη τους έταξε να πέσουν στην πλατιά την Τροία για χάρη των Ατρειδών…».
Ανάλογο είναι και το απόσπασμα από την Ανειάδα του Βιργιλίου, όπου η θάλασσα, χωρίς έλεος, καταπίνει καράβια και ανθρώπους και ο Αινείας, μακαρίζει, σαν τον Οδυσσέα, εκείνους που έπεσαν στην Τροία. Μεταφράζω πολύ πρόχειρα από το πρώτο βιβλίο: «O terque quaterque beati, quis ante ora partum Troiae sub moenibus altis contigit oppetere» (Ω, τρις και τετράκις ευτυχισμένοι εκείνοι που τους έτυχε να πέσουν μπροστά στα μάτια των πατέρων τους κάτω από τα ψηλά τείχη της Τροίας). Και μετά από αυτή την κραυγή απελπισίας, θύελλα πλήττει το ιστίο και σηκώνει τα κύματα μέχρι τα άστρα και το νερό ψηλό σαν βουνό πλήττει το πλοίο, σπάνε τα κουπιά, σκορπίζουν οι ναύτες, άλλοι αιωρούνται στην κορυφή του κύματος,  άλλοι βυθίζονται στην άμμο του βυθού, άλλοι εδώ κι εκεί κολυμπούν και μαζί  όπλα, σανίδες, θησαυροί, όλα πλέουν στα κύματα.
          Φοβερή είναι και η περιγραφή της τρικυμίας στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ καθώς και της θύελλας, στο πιο δυναμικό μέρος της τραγωδίας του Βασιλιά Ληρ, με το φυσικό περιβάλλον να αποτελεί την τέλεια αναλογία της θύελλας του μυαλού του.
Οι θαλασσινές εικόνες ήταν πάντα προσφιλείς στους αρχαίους τραγικούς. Ο Αισχύλος δεν περιγράφει τρικυμία, στους Πέρσες του όμως μας δίνει την καταστροφή του περσικού στόλου, έτσι όπως ένα νησί -έστι τις νήσος- η θάλασσα δηλαδή μόνο μπορεί να τιμωρήσει τον υβριστή:

Και καράβι στο καράβι πάνω… Κουπαστές και πρύμνες…
Όλα τα συνέτριψε… Έπεφταν το ένα στ’ άλλο
Άνοιγαν οι πρώρες σπάζαν τα κουπιά.
 Μεταξύ μας βυθιζόμασταν…
Ανάσκελα τα καράβια μας
και θάλασσα δε φαινόταν.
Κορμιά πνιγμένων   Και ναυάγια
και μυρμήγκιαζαν στις παραλίες οι νεκροί
                                                                  (μετφ. Κώστα Τοπούζη)

Ο Σοφοκλής έχει επίσης ωραίες θαλασσινές εικόνες, με  χαρακτηριστική εκείνη του υβριστή καπετάνιου που δεν χαλαρώνει τα ιστία και «υπτίοις σέλμασιν ναυτίλεται» (με αναποδογυρισμένα τα καθίσματα πλέει), όπως παραστατικά περιγράφει ο Αίμων στην τραγωδία Αντιγόνη.
Πεδίο πολεμική δράσης με αντίκτυπο στη ψυχή είναι το «τρέμον πέλαγος»[1] του Ανδρέα Κάλβου στα «Ηφαίστεια», ενώ το «Ξάρμενο» ή «Κατάμερον» είναι το καταφύγιο για πλοία και ανθρώπους, που τρέχουν να γλιτώσουν την οργή της θάλασσας και της ζωής, όπως συμβαίνει με το μικρό βοσκόπουλο, στο «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη. Όμως όλες οι θάλασσες μαζί, όπως και να είναι, είναι η «θάλασσα της θαλάσσης» λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Γι αυτό και ο νησιώτης τραγουδιστής με μιαν αντίφαση, κάτι σαν  «Κύριε ελέησον» και «Δόξα Σοι» μαζί, εκφράζει την επίκλησή του και  τη λατρεία του: 

Θάλασσα, τους θαλασσινούς μην τους θαλασσοδέρνεις…
Θάλασσα κι αλμυρό νερό, να σε ξεχάσω δεν μπορώ

Η θάλασσα είναι εικόνα για ζωγραφιά, είναι ήχος, «ηχήεσσα» την λέει ο Όμηρος και η Τέχνη της Μουσικής έχει αποδώσει τις ηχητικές της ποικιλίες με αθάνατα έργα μεγάλων μουσουργών, όπως είναι του Βιβάλντι οι Τέσσερις Εποχές, η  τρικυμία στον Κουρέα της Σεβίλλης και του Μπετόβεν, η Ποιμενική, έκτη συμφωνία του, η οποία μετά τη γαλήνη των πνευστών με  τα βιολιά, τις βιόλες και τα φλάουτα, για την απόδοση του κελαδήματος  των πουλιών -  ό,τι μεγαλειωδέστερο υπήρξε στη μουσική - μπαίνει στα κρουστά της θύελλας,  για να δημιουργήσει το ρήγμα με τη μουσική παράδοση όλων των πριν και όλων των μετά -Μπετόβεν δημιουργών.
Το δημοτικό τραγούδι «του Κυρ βοριά» είναι μια συγκλονιστική παραλογή, η οποία δείχνει πως η ύβρις του καπετάνιου τιμωρείται. Το καράβι συντρίβεται, οι ναύτες πνίγονται και το μικρό ναυτόπουλο «σαράντα μίλια πάγει». Με παρόμοιο τρόπο, η ύβρις του καπετάνιου μετατρέπει  το αμερικάνικο καταδρομικό σε σανίδες και λαμαρίνες στον πάτο της θάλασσας, στη «Σοροκάδα» του Νίκου Κάσδαγλη. Επίσης,  «φτύμα» της θάλασσας κατάντησε ο «Αρχάγγελος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα και παιχνίδι της εκείνος που τόλμησε να πιστέψει πως μπορεί να πιάσει το θαλασσινό τέρας,  το «Γιούσουρι». Με «Μπουρίνι» παρομοιάζεται η μεγάλη ψυχική φουρτούνα και είναι πλατιά η θάλασσα του Μυριβήλη, πολλά τα πάθη του Ελληνισμού και μια διαρκής οδύσσεια διατρέχει τους στίχους του  Γιώργου Σεφέρη:

Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με καλαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
                                                                            (Αργοναύτες Δ΄)

Εικαστικό, ποίημα, τραγούδι και πεζό, πάντα επιβλητική η θάλασσα, εμπνέει τους καλλιτέχνες, με το φύσημά της, με την αεικινησία της, με τη γαλήνη της, με τα νερά της που διαρκώς αλλάζουν χρώμα, «πανωραία» στην ηρεμία της και «αλλιώς ωραία» στους θυμούς της.
Θάλασσα, λέξη προελληνική, «χιλιάδες χρόνους περπατάμε λέμε τον ουρανό ‘‘ουρανό’’ και τη θάλασσα ‘‘θάλασσα’’», μας υπενθυμίζει ο Ελύτης. Θάλασσα μοιραία και ως υπόσταση και ως σύμβολο. Και ανάμεσα ουρανού και θάλασσας, ένα τρελοβάπορο, ανεμόδαρτα βράχια, αμμουδερές παραλίες, ακτές ιριδοχτυπημένες, βότσαλα και φύκια, ελαιώνες κι αμπέλια,  ομιχλώδη μακρινά βουνά. Αλλιώς, μια πατρίδα που σκαμπανεβάζει, αλλά και ελπίζει πάντα, μια φωνή μουσική που διατρέχει το σύμπαν και επιμένει: «Έχει ο Θεός».
                                                        


[1] Βλ. «Τα Ηφαίστεια», ΙΔ΄: «Κύτταξε πώς ο ήλιος/ Χρυσώνει τα πανιά των· / Κύτταξε πώς το πέλαγος / Από σπαθιών ακτίνας / Τρέμον αστράπτει». 

Related Posts with Thumbnails