Ἡμερολογιακὰ σημειώματα
[φωτ. Τό Λουτράκι στὶς ἀρχὲς τοῦ 1950. Στό βάθος τά Κλήματα]
Εὐτυχῶς πού ὑπάρχουν κι αὐτές οἱ παλιές οἱ φωτογραφίες ἀπό κάποιον καιρό, καιρό ψεσινό, ξεχασμένο σέ κάποιους, πάντως ἀκόμα ζωντανό μέσα μας, παρ᾿ ὅλο πού ὁ τόπος, αὐτό τῶν παιδικῶν μας χρόνων τό κατοικητήριο, ἔχει ἀλλάξει τήν ὄψη του καί ἔχει τόσο ὑπερβολικά διαφοροποιηθεῖ! Σκέφτομαι, λοιπόν, καθώς κοιτάζω αὐτή τήν παλιά φωτογραφία, ἐκεῖνο τό φτωχό, τό λιτό, τό ἀπέριττο ἐκκλησἀκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Λουτράκι. Τό ἀγαπούσαμε αὐτό τό ναΐδριο, γιατί μᾶς θύμιζε πολλά. Πιό πολύ ὅπως γιατί ταυτίζονταν μὲ τά ὀνόματα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Παπποῦ, πού γιόρταζαν τήν ἡμέρα ἐκείνη, πού πανηγύριζε. Κι ἐμεῖς, τὴν ἡμέρα αὐτὴ μπορεῖ νά μήν εἴμασταν ἐκεῖ, ὅμως ἡ ψυχή κατηφόριζε ἀπό τό Κάτω Χωριό, ἀπό τήν παλιά μας τήν ἐκκλησία, ὅπου δέσποζε ἡ Εἰκόνα τοῦ Ἀγίου Νικολάου, ἀφιέρωμα τοῦ καπετάν Σταμάτη Χήρα, τοῦ Γέρο-Ζεμπίλη, ὅπως τόν ξέρανε στό χωριό, γιά νά συνευρεθεῖ στήν πανήγυρι, μέσα σ᾿ ἐκείνη τήν μισοσκότεινη τήν ἐκκλησιά - πάντα ἔτσι τή θυμᾶμαι· μέ τούς τοίχους της βαμμένους στό θαλασσί, μέ τά καντήλια της πάντα ἀναμμένα, γιατί ὅλο καί κάποιος καϋμός, συντροφευμενος μέ μιά παρακληση εἶχε ἤδη κατατεθεῖ στήν ἀρχαία τήν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου.
Ὅμως μάκρυνα πολύ. Σήμερα εἶναι Γιορτή. Ἡ Γιορτή τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Μέ τό σπίτι μας κλειστό, ἐδῶ καί τόσα χρόνια. Ὁ φοῦρνος πάλι πάγωσε ἀπό τούς χειμῶνες πού δέχτηκε κι εἶναι πιά ἕτοιμος νά καταρρεύσει. Καί μαζί τους νά θαφτοῦν τόσα ὄνειρα ποὺ φτερούγισαν ἐκεῖ, τόσες ἐλπίδες, ἀλλά καί γιορτές. Γιορτές μέ τή θαλπωρή τῆς παραστιᾶς, τό χαμηλό φῶς τῆς λάμπας, τήν εὐωδιά τῶν γλυκῶν καί τῆς ρακῆς, τό ράμφισμα τῆς βροχῆς στό τζάμι... Γιορτές πού ἔκλεισαν τόν κύκλο τους ὅπως ἡ ζωή, ὅπως τό σπίτι πού ἐρημώθηκε, παραγέμισε σκόνη καί ὑγρασία. Πάει τό σκαμνί τοῦ παπποῦ πού καθόταν σιμά στή φωτιά· τῆς γιαγιᾶς τό καλάθι μέ τό πλέξιμο, τό τραπέζι μέ τά λιτά του τά στολίδια πού εἶχε, σάπισε καί θάφτηκε κι αὐτό στό χωνευτήρι τῆς μνήμης. Ἀπό χρόνια ἔχει νά καεῖ τό τζάκι, ἐνῶ, ἀλλοίμονο, τό χαγιάτι πού κοίταζε κατά τό πέλαγο σάπισε, διαλύθηκε κι ἀπόμεινε μονάχα στή θύμηση νά μᾶς φέρνει κάθε ἕξη τοῦ Δεκεμβρίου, σ᾿ ὥρα ἀπόβραδη καί νοσταλγική, σιμά στόν κόσμο ἐκεῖνο, τόν πολύτιμο καὶ πάντα εὐλογημένο κόσμο τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας...
παπα- κων. ν. καλλιανός