«Δέξαι
μου τας πηγάς των δακρύων….»
Εικασίας
της Μοναχής. Ιδιόμελον, 9ος μ.Χ.
αι.
Ανεβαίνω
τα σκαλοπάτια. Η υγρή αυγουστιάτικη
ζέστη κάνει πιο δύσκολη την ανηφοριά.
Επιταχύνει την αναπνοή και η αρμύρα του
ιδρώτα στυφή στα χείλια. Το ρολόι της
πόλης χτυπάει οχτώ. Οι στίχοι των
Τροπαρίων του Μεγάλου Παρακλητικού
Κανόνα ξεγλιστρούν από τα παράθυρα της
Παναγίας της Φανερωμένης, για να διαχυθούν
στα στενά δρομάκια.
«Βλέψον
ιλέω όμματί Σου και επίσκεψαι την
κάκωσιν, ην έχω…», παράκλητη η φωνή του
ιεροψάλτη στα αφτιά. Επισπεύδω τα βήματά
μου, γιατί διαπιστώνω ότι έχω αργήσει.
Μπαίνω
στην μικρή μας εκκλησιά από τη δυτική
είσοδό της. Καντήλια τρεμόφεγγα στο
σιωπηλό εικονοστάσι. Ευάριθμο το
εκκλησίασμα που το αποτελούν κυρίως
γυναίκες. Φόρος τιμής στην «Πανύμνητη
Μητέρα του ανατείλαντος το φως της
γνώσεως» το κερί που ανάβω στο μανουάλι.
Χώνομαι στο τρίτο, προς τα αριστερά μου,
στασίδι. Κάτισχνη η ψηλή μαυροντυμένη
δίπλα μου γυναίκα. Εύγλωττη η σιωπή που
την τυλίγει και τα μαύρα της μάτια όπως
εκείνα του πληγωμένου ζώου…
«Άξιον
εστίν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την
Θεοτόκον…» οι πρώτες λέξεις από τα
μεγαλυνάρια αγκαλιάζουν το εκκλησίασμα.
Σταυροκοπιούνται λυγίζοντας παράλληλα
τη μέση τους- ένδειξη αφοσίωσης και
ταπεινοσύνης- οι γυναίκες. Και εκείνη
κατεβαίνοντας το σκαλοπάτι του στασιδιού
της, από της ικεσίας την ανάγκη, χύνεται
γονατίζοντας στα ασπρόμαυρα του δαπέδου
της εκκλησιάς τσινιά. Ασήκωτο της
δυσίατης αρρώστιας της το βάρος…
«Από
των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα
ασθενεί μου και η ψυχή…» ακούγεται
ανατριχιαστικά η συγκλονιστική διαπίστωση
του επόμενου μεγαλυναρίου! Συνταρακτική
η στιγμή της ομολογίας της επίγνωσης
του λάθους και της επίκλησης βοήθειας
από των «Απηλπισμένων την ελπίδα»…
Σαρώνει
τώρα, καθώς σέρνεται, το δάπεδο η «ικεσία
του οικτειρήσαι»… Δακρύζει ανθοστολισμένη
στο εικόνισμά της η Παναγιά. Απλώνει
το χέρι της και γίνεται «θερμή Πρεσβεία»
για να ανεβάσει στου παιδιού της το
θρόνο την δακρύβρεκτη παράκληση. Λειώνουν
από τη φλόγα της ικεσίας στα μανουάλια
τα κεριά… Λειώνει και η καρδιά από της
συγγνώμης του Θεού το ακατανόητο θαύμα!
Άγγελος
σταλμένος από τον ουρανό φαντάζει το
λευκοντυμένο κοριτσάκι που μόλις μπήκε
στην εκκλησιά! Στη θέαση της ριγμένης
στα πλακάκια μαύρης φιγούρας ανοίγει
διάπλατα τα ματάκια του καθώς αδυνατεί
να εξηγήσει αυτό που βλέπει μπροστά
του… Γλυκαίνει η ψυχή στην σκέψη της
καινούργιας ανθοφορίας που υπόσχεται
το παιδί και η ευχή που ανεβαίνει
αυθόρμητη: «μακάρι πνεύματος γλώσσες
να γίνουν οι φλόγες των κεριών απάνω
στα κεφαλάκια όλων των παιδιών μας»
Σήμανε
την απόλυση του Παρακλητικού Κανόνα το
«Δι’ ευχών» του καλού ιερέα καθώς έξω
η νύχτα τύλιγε στα πέπλα της τη μικρή
πλατεία.
Στη
Σκόπελο 4-8-2015