Στὸν
Π. Β. Πάσχο, μέ ὅλο μου τό σεβασμό καί
τήν ἀγάπη
Καθένας,
πιστεύω, πού θά ἤθελε νά βιώσει τή Γιορτή τῶν Χριστουγέννων, θά ἐπιθυμοῦσε αὐτές
τίς ἅγιες ὧρες νά βρεθεῖ σέ εὐλογημένους χώρους ὅπου ἡ εἰρήνη καί ἡ ἡσυχία, μαζί
μέ τήν κατάνυξη καί τή λειτουργική ζωή, θεραπεύουν τίς πληγές τῶν μαχαιριῶν τοῦ
κόσμου, πού αἱμάσσουν μέσα του, καί διδάσκουν τήν ψυχή, τό πῶς «δεῖ ἑορτάζειν
πανηγυρικῶς καί οὐχί κοσμικῶς». Καί δέ γνωρίζω πόσοι ἀπό μᾶς θά ἐπιθυμοῦσαν νά
βρεθοῦν στό σπήλαιο πού ἀναφέρει ὁ μακαριστὸς Γέροντας Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης
στό πολύ σπουδαῖο καί θεολογικά ἄρτιο κείμενό του, «Χριστούγεννα στόν Ἄθω» [1]
ἤ σέ κάποιο ταπεινό ξωκκλῆσι, ὅπως ὁ Χριστός στό Κάστρο τῆς Παπαδιαμαντικῆς καί
Μωραϊτίδειας Σκιάθου, γιά νὰ γιορτάσουν ἥρεμα κι εὐλογημένα τό Μέγα καί Παράδοξον
θαῦμα τῆς τοῦ Χριστοῦ μας Ἐνανθρωπήσεως.
Πιστεύω ὅμως πώς, στά χρόνια μας, αὐτοί πού θά ἐπέλεγαν νά πανηγυρίσουν ἁπλά καί
θεοφιλῶς τά Χριστούγεννα εἶναι οἱ λιγοστοί ταπεινοί πιστοί, πού δέν ἀναπαύονται
μέσα στίς πολυθόρυβες πόλεις, ἀλλά ἐπιζητοῦν καί ἐπιθυμοῦν νἀ βρεθοῦν (μάλιστα,
προσεύχονται γιά νά τούς χαρίσει ὁ Θεός μιά τέτοια εὐκαιρία), σέ κάποιο ἐρημικό
μοναστηράκι, ἀπέριττο, στολισμένο μονάχα μέ τίς ἀρετές καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος τῶν ἐν αὐτῷ ἐνοικούντων Πατέρων ἤ Μητέρων.
Ὅσοι πλησιάσουν τοῦτες τίς ἑόρτιες ὧρες τά εὐλογημένα γραπτά τοῦ Ἀλέξανδρου
Μωραϊτίδη, αὐτοῦ δηλαδή τοῦ ξεχασμένου Σκιαθίτη λογίου[2], νοιώθουν
μέσα σέ τούτη τήν κοσμική παγωνιά, ἐκείνη τήν
οἰκεία θαλπωρή πού ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη, τήν εὐφροσύνη καί τή βιωματική
προσέγγιση τῆς γιορτῆς. Γιατί, ἄν δέ βεβαιωθεῖς, πώς μέσα στή γιορτή τῶν
Χριστουγέννων συντελεῖται μιά κοσμογονική ἀλλαγή τοῦ εἶναι σου, τότε τά πράγματα
φαίνεται πώς λειτουργοῦν γιά σένα κάπως περίεργα.[3]
Ἕνα ἀπό τά πλέον κορυφαῖα μνημεῖα τοῦ Ἕλληνος λόγου, στά ὁποῖα συναντᾶται
ἡ λαογραφία, ἡ κοινωνιολογική θεώρηση τῆς Σκιάθου τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ, ἀλλά
καί ἡ Ὀρθόδοξη πνευματική ζωή, εἶναι καί τό διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, «Ὁ
Δεκατιστής».
Δημοσιευμένο τό διήγημα αὐτό πρίν ἀπό 110 χρόνια[4] δέν προσέχτηκε
ὅσο ἔπρεπε, ἔτσι τουλάχιστον πιστεύω, ἄν καί ἀποθησαυρίζει πολλά καί ἱκανά στοιχεῖα
τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, πού σήμερα ἔχουν χαθεῖ.[5] Ὡστόσο,
μέρες πού εἶναι, καλό εἶναι νά τό προσεγγίσουμε δίνοντας ἔμφαση στό γεγονός τῆς
Ὀρθόδοξης πνευματικότητος, ἡ ὁποία καί σπονδυλώνει τό διήγημα, προσφέροντας, ὡς
βασική προτεραιότητα, τό σωτηριολογικό μήνυμα τῆς Θείας Ἐναθρωπήσεως καί συνακόλουθα
τῆς προσωπικῆς ἀναγέννησης τοῦ καθενός μας.
Τό τραγικό ὄντως πρόσωπο τῆς διηγηματογραφικῆς ὑποθέσεως εἶναι ὁ
δεκατιστής, αὐτός δηλαδή πού παίρνει τά δέκατα ἀπό τήν παραγωγή τοῦ λαδιοῦ, ὁ κύρ
Δημάκης: Ἕνας ξενόφερτος, ἀλλά τετραπέρατος φυγάς ἀπό τό τουρκοκραστούμενο τότε
Προμύρι-ἄγνωστο γιά ποιό λόγο.
Ὁ κύρ Δημάκης, καπάτσος καθώς εἶναι, καταφέρνει μέ ξένα κεφάλαια νά λάβει
τήν ἐνοικίαση τῶν ἐλαιοδένδρων τῆς Σκιάθου, μέ ἀπώτερο σκοπό, τήν εἴσπραξη τοῦ
δέκα ἐπί τοῖς ἑκατό τοῦ λαδιοῦ τῶν παραγωγῶν-κτηματιῶν τοῦ νησιοῦ.
Μόνο πού ἡ λήψη τῶν δεκάτων τοῦ λαδιοῦ δέν ἦταν πάντα δίκαιη καί ἀκριβής.
Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης γιά τήν κλοπή τοῦ παραγομένου λαδιοῦ, λόγω
τοῦ μεγάλου μέτρου πού διέθετε, στό νά λαμβάνει ἀπό τήν «κοπάνα»τοῦ ἐλαιοτριβείου
τό ἀναλογοῦν δέκατο. [6]
«-Ὀχτώ χιλιάδες (καυχήστηκε ὁ κύρ-Δημάκης, δεκατιστής) ἐμέτρησα σήμερα,
κυρά χήρα. Τήν πρώτη δόσι! Τ᾿ ἀκοῦς; τ᾿ ἀκούω, πές!
-Ναί, μά νἄχουμε καί τό νοῦ μας, ἐξηκολούθησεν ἡ χήρα τηγανίζουσα, τό μέτρο
εἶναι μεγάλο. Κατάλαβες;
-Καί τί ἤθελες κυρά-χήρα; νά ᾿ναι ξίγκικο;
-Εἶναι, λέει δέκα δράμια μεγαλύτερο ἀπό τίς πέντε ὀκάδες, ὅπως πρέπει νά
εἶναι τό μέτρο.
- Ναί, μά νά εἶναι γιά σένανε ὄχι γιά μένανε.
Ὁ δεκατιστής ἰδών ὅτι ἡ χήρα δέν ἠπατᾶτο, ὑπέλαβεν:
-Οὔ, καημένη κυρά χήρα, δέκα δραμια μεγάλη δουλειά!
-Δέκα ἀπό μένα δέκα ἀπό τήν ἄλλη. Κατάλαβες κύρ Δμάκη;»
Καί νά σκεφτεῖ κανένας ὅτι αὐτή τή λαδιά τήν περίμεναν οἱ φτωχοί οἱ
νησιῶτες, γιά νά ἐπιλύσουν πολλές ἀπό τίς ἀνάγκες τους. Ὅπως ἡ ἀπροστάτευτη χήρα
«ἡ ὁποία ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἀναμένει τήν προστασίαν. Ἡ πτωχή ὀρφανή, ἡ ὁποία μέ
τόν καρπόν αὐτόν θ᾿ ἀποκατασταθῇ εἰς τόν κόσμον. Ὁ δύσμοιρος κτηματίας, ὁ ὁποῖος
μέ τόν καρπόν αὐτόν θά θρέψῃ τά τέκνα του, ἀναμένοντα ὡς τά μικρά μισιργούδια ἐν
τῇ φωλεᾷ των, μέ ἀνοικτά τά στόματα».[7]
Εἶναι γνωστό, τόσο ἀπό τά διηγήματα τοῦ Ἀ. Παπαδιαμάντη, ἀλλά καί ἀπό τά
ὅσα ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Μωραϊτίδης πώς στή Σκιάθο ἦλθε καί ἐγκαταστάθηκε μιά ὁμάδα
ἀπό τοκογλύφους, οἱ ὁποῖοι λυμαίνονταν
τούς ἀπονήρευτους κτηματίες.[8] Ἡ ἐμφάνιση
τῶν ἀνθρώπωπων τούτων τοῦ ἄκρατου συμφεροντισμοῦ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μετάθεση
τῶν παλαιῶν οἰκονομικῶν μεγεθῶν στό νησί ἀπό τά μέχρι τοῦδε ντόπια πρόσωπα σέ ἄλλα,
ξένα. Τοῦτο δέ συνέβη μέ τήν ἀλλαγή, τήν ὁποία ἔφεραν οἱ νεοφερμένοι αὐτοί ἐπιχειρηματίες
στή Σκιάθο τοῦ 19ου αἰ.[9]
Μέσα σ᾿ αὐτή, λοιπόν, τήν κοινωνική κοσμογονία πού συντελεῖται στό νησί,
ἐμφανίζεται καί ὁ Προμυριώτης τοκογλύφος, ὁ κύρ Δημάκης, μέ πλούσιο σκοτεινό ἐνεργητικό
στήν πατρίδα του, τό ὁποῖο ἔμελλε νά τόν ὁδηγήσει στίς φυλακές, «εἰς τόν πυθμένα
τῆς Ὀθωμανικῆς εἰρκτῆς ἐν Βόλῳ»[10] λέει ὁ Μωραϊτίδης, ὅμως μέ τήν πονηριά καί τήν
καπατσοσύνη του καταφέρνει νά δραπετεύσει στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, κομμάτι τῆς ὁποίας,
ἀπό τό 1830, ἦταν καί ἡ Σκιάθος.
Στή Σκιάθο ἀρχίζει νά βρίσκει πρόσωπα τά ὁποῖα γνωρίζει ἀπό παλιά, ὅπως
μακρυνούς συγγενεῖς, τή «γραῖαν Ἀχτίτσα καί τήν νεαράν κόρην της, τήν ὡραίαν
Ματώ»[11], τίς ὁποῖες ξεγελοῦσε ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀδυναμία
τους καί τίς φαντασιώσεις πού εἶχαν, ὅτι τάχα ἦταν πλόυσιος καί πώς ἦταν εὐκαιρία
νά τόν κάμουν καί γαμπρό. Ξεγελάστηκαν ὅμως, ὅπως ξεγελάστηκε καί ὁ ἄλλος γνωστός
του, ὁ κύρ-Βαρσαμός, ὁ παντοπώλης, ἀπό τό ἀλισβερίσι πού εἶχε μέ «τήν ἀπέναντι
θεσσαλικήν χώραν τοῦ Πηλίου, ἵνα προμηθευθῇ πατάτες καί σεσηπότα κάστανα, ἅτινα
ἐπώλει εἰς τά λαίμαργα παιδία, μιά πεντάρα τρία».[12] Κι ἄν ἡ Ἀχτίτσα καί τό Ματώ τοῦ προσέφεραν στέγη
καί ἀσφάλεια, ὁ Βαρσαμός τοῦ ἔδωσε τά κεφάλαια, ὥστε ν᾿ ἀγοράσει «τά δέκατα», νοικιάζοντας τά ἐλαιόδενδρα τοῦ νησιοῦ κατά τή δημοπρασία. Μόνο πού ὅταν
ἄρχισε ν᾿ ἀποκτᾶ δικά του κεφάλαι ὁ Δημάκης παρμέρισε τόν χρηματοδότη καί εὐεργέτη
του.
Ἄν τό λάδι, ἕνα ἀπό τά βασικά ἀγροτικά προϊόντα
τῆς Σκιάθου τοῦ 19ου αἰ. ἦταν μιά καλή πηγή ἀπόδοσης τῶν ἀναγκαίων ἀγαθῶν γιά τή
ζωή τοῦ φτωχοῦ Σκιαθίτη κτηματία, τότε καλό εἶναι νά ὑπολογίσουμε ὅτι καί γιά
τούς τολογλύφους καί τούς παρασιτικῶς διαβιοῦντες, κάτι ἀνάλογο ἦταν, μιὰ καλὴ δηλαδὴ πηγή ἐσόδων· καί, μάλιστα, χωρίς νά ἔχουν οἱ ἴδιοι περιουσία ἤ καί κεφάλαια
ἀκόμα νά διακινήσουν. Ὅπως ὁ Δημάκης, πού, ἀφοῦ κατάφερε τόν παντοπώλη κύρ-Βαρσαμό
νά τόν βοηθήσει στή ἀρχή, μέ τό ἀζημίωτο φυσικά, μετά τόν ἀγνόησε. Καί, μάλιστα, μέ τόν τρόπο του, «παρουσιάσας ἐνώπιον τοῦ κερδαλεόφρονος παντοπώλου
ἕν πρόσωπον προβατίνας μόνον, πλαδαρόν, στιλπνόν, ἄκακον»[13].
Ἄν τώρα θελήσουμε νά παρακολουθήσουμε τή δραστηριότητα τοῦ Δημάκη θά
παρατηρήσουμε δύό πράγματα.
1. Γιά νά ἐξαπατήσει τούς ἀνταγωνιστές του καὶ νὰ λάβει ὁ ἴδιος, ὕστερα
ἀπό δημοπρασία, τὸ δικαίωμα τοῦ δεκατισμοῦ, διέδιδε, ψευδῶς μέν πλήν πειστικῶς,
ὅτι ὁ καρπός καστράφηκε, ἡ παραγωγή τοῦ λαδιοῦ θά ἔπεφτε κ. ἄ. πολλά. Ἀποτέλεσμα
αὐτῆς τῆς τακτικῆς του ἦταν ἡ ἰσόβια κατακύρωση τῶν δικαιωμάτων του ὡς
δεκατιστοῦ τῆς Σκιάθου.
2. Ἐκμεταλλεύεται, γιά τούς δόλιους σκοπούς του μιά χήρα, τήν κόρη της -στήν
ὁποία ὑπόσχεται γάμο- κι ἕναν κωφάλαλο. Φυσικά δέν εἶναι μονάχα αὐτά τά πρόσωπα,
τά ὁποῖα γίνοται χρήσιμα «ἐργαλεῖα» στά χέρια του. Εἶναι ἕνα χωριό ὁλάκερο, τό ὁποῖο
καρποῦται μέ τόν τρόπο του, τρόπο πού κάποτε καταντάει ἔμμεσα καταναγκαστικός.
«-Ἔτσι μαζώνουν τίς ἐλιές; Ἔλεγεν ἐνίοτε εἰς καμμίαν χήραν, ἐλέγχων αὐτήν,
διότι ἄφησεν ἴσως καμμίαν ἐλαίαν, κυλισθεῖσαν κάτω, μακράν είς τό ρεῦμα.
-Ἄς πάρῃ καί τό ρέμα! ἀπήντα ἡ χήρα. Ὅλες οἱ δεκατιστῆδες θά τές πάρουν;»[14]
Παραμονές Χριστουγέννων. Ὁ δεκατιστής πάλι παρών στή νέα δημοπρασία, γιά
τόν φόρο τοῦ ἐλαιοκάρπου. Μόνο πού αὐτή τή φορά ἔχει ἀπέναντί του ἕναν φιλόδοξο
παλιό καραβοκύρη, τόν καπετά-Παρμάκη, ὁ ὁποῖος διεκδικεῖ κι αὐτός τά δέκατα.
Στήν πρώτη δημοπρασία τά πράγματα δέν ἐτελεσφόρησαν, ἐπειδή διετάχθη ἀπό
τό ὑπουργεῖο νέα καί ὁριστική δημοπρασία «ἐν τῇ πρωτευούσῃ τῆς Ἐπαρχίας... ἥτις
θά ἐγίνετο ἐν Σκοπέλῳ τῇ 26ῃ Δεκεβρίου, ἡμέρᾳ Κυριακῇ»[15].
Ὅταν διαβάσουμε τόν Μωραϊτίδη, χωρίς προηγουμένως νά γνωρίζουμε τόν
προτρεπτικό χαρακτήρα πού ἔχουν τά διηγήματά του, ὥστε ὁ ἀναγνώστης του νά ἔλθη
«εἰς ἑαυτόν» (Λκ. 15, 17) καί νά κοιτάξει νά βρεῖ τό δρόμο τῆς σωτηρίας του, τότε
στεκόμαστε μονάχα στό γράμμα καί ὄχι στό πνεῦμα τῆς διηγήσεως. Γιατί σκοπός τοῦ
Μ. εἶναι νά προτρέψει τόν κάθε ἀναγνώστη του νά μάθει, κι ὕστερα νά βιώσει, τί ἀκριβῶς
ὁ Θεός τοῦ παραχωρεῖ γιά τή σωτηρία του[16]. Ὅπως στόν κακόμοιρο τόν κύρ-Δημάκη, τόν δεκατιστή,
ὁ ὁποῖος σέ κάποια κορυφαία στιγμή ἀποτυχίας καί ἀπογοήτευσης γεύεται τήν εὐλογία
τῶν Χριστουγέννων μέ τρόπο θαυμαστό καί ἀνέλπιστο. Ὁ Μωραϊτίδης ἐπιδιώκοντας νά
δώσει ἔμφαση στήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ ὄντως ἀποτυχημένου καί ἀπεγνωσμένου
δεκατιστῆ, ἀφήνει τή διήγησή του νά ἐξελιχτεῖ μέσα στό πραγματικό ἑόρτιο κλῖμα
τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Ἄς τόν παρακολουθήσουμε.
Παραμονή Χριστουγέννων, λοιπόν, γύρω στό μεσημέρι. Μιά βάρκα ξεκινᾶ ἀπό
τή Σκιάθο γιά τή Σκόπελο, ὅπου τήν Κυριακή, 26 Δεκεμβρίου θά γινόταν ἡ περιβόητη
δημοπρασία γιά τὀ φόρο τοῦ ἐλαιοδεκάτου, αὐτή τή φορά στήν τότε ἕδρα τῆς Ἐπαρχίας,
δηλαδή τή Χώρα τῆς Σκοπέλου. Στή βάρκα
συνταξιδεύουν τρία πρόσωπα. Οἱ διεκδικητές τῶν δεκάτων-ἄρα καί ἀναταγωνιστές-
καί ὁ βαρκάρης. Σημειώνει δέ ὁ Μωραϊτίδης ὅτι «τά λιμενικά ἔγγραφα εἶχον ἐκδοθῆ
ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ καπετάν- Παρμάκη· ὁ κύρ-Δημάκης ἀσφαλῶς ταξίδευε, γιά λόγους οἰκονομίας
ἤ καί τσιγκουνιᾶς μέ τόν ἀναταγωνιστή του, χωρίς χαρτιά».
Ἀφοῦ πέρασε κάμποση ὥρα καί βλέποντας πώς εἶχε «πέσει» ὁ ἄνεμος καί τό καΐκι εἶχε σχεδόν ἀκινητοποιηθεῖ, ἀποφάσισαν
νά σταθεῖ ἡ βάρκα σέ κάποιο ἀπό τά νησάκια τῆς θαλάσσιας περιοχῆς, μέ σκοπό νά
φᾶνε καί μετά νά συνεχίσουν τό ταξίδι ἴσαμε τόν Ἀγνώντα, τό ὑπήνεμο λιμάνι τῆς
Σκοπέλου καί τό πιό σίγουρο ἀπό τό λιμάνι τῆς Χώρας. Ἐντύπωση, μάλιστα,
δημιουργεῖ καί τό ἑξῆς γεγονός·: ὅτι
δηλαδή, ἐνῶ ὁ κατά πάντα εὐφυής καί εὔστροφος κύρ-Δημάκης ἔκανε κινήσεις μετρημένες
καί ποτέ βιαστικές, αὐτή τή φορά παρασυρμένος ἀπό τό πάθος του νά «γυαλεύει»,
δηλαδή νά περιφέρεται στίς ἀκρογιαλίες καί τά βράχια γιά νά συλλέγει πεταλίδες,
καβούρια, κοχύλια κ. ἄ, μόλις σταμάτησε ἡ βάρκα, βγαίνει γιά νά μαζέψει «ἀκρογιαλά»,
ὄντας ἐπιδέξιος σέ αὐτόν τόν τομέα, ὥστε
ὅλοι ὅσοι τόν ἔβλεπαν μέ ἀπορία ἔλεγαν,
- Ὥς καί τήν θάλασσα τήν δεκατίζει αὐτός ὁ δεκατιστής![17]
Ὁ ἀνταγωνιστής τοῦ κύρ-Δημάκη, τοῦ δεκατιστῆ, ὁ καπετάν Παρμάκης ἐκμεταλλευόμενος
τήν ἀπομάκρυνση τοῦ συνεπιβάτη του, διατάζει τόν βαρκάρη ν᾿ ἀποπλεύσουν γιά τή
Σκόπελο ἀφήνοντας στή νησίδα τόν δεκατιστή «νά κάμῃ Χριστούγεννα μέ τούς καλογέρους».
Ὁ καπετάν Παρμάκης ἀσφαλῶς ἤξερε κάτι πού δέν τό γνώριζε ὁ δεκατιστής. Ὄτι
δηλαδή στή νησίδα πού στάθηκαν, ὑπῆρχε ἐρημητήριο μέ ἡσυχαστές πατέρες[18] καί μέ βάρκα πού τή χρησιμοποιοῦσαν γιά τίς ἀνάγκες
τους. Γι᾿ αὐτό καί μετά ἀπό ἐπίμονη ἀναζήτηση τοῦ πλοιαρίου μέ τό ὁποῖο θά πήγαινε
στή Σκόπελο, ἀλλά καί τῶν συνεπιβατῶν του, ὅταν «ἐκουκουλώθη ὑπότινα σπηλαιώδη
βράχον, ριγῶν, πάσχων, ὡς θνήσκουσα φώκη...
(καί) ἀπεκοιμήθη... περί τό μεσονύκτιον... ἤκουσε γλυκύτατον ἦχον μοναστηριακοῦ
σημάντρου. Ἀνεμνήσθη ὅτι ἐξημέρωναν Χριστούγεννα· καί θεωρήσας τήν γυμνότητά
του ἔκλαυσεν».[19] Κι ἴσως νά ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἔκλαψε βλέποντας
καί διαπιστώνοντας τήν παντελῆ του γυμνότητα-ἐξωτερική καί ἐσωτερική. Παράλληλα
ὅμως ἐλπίζει πώς μπορεῖ νά εἶναι καμμία βάρκα πού θά τόν ἔφερνε στή Σκιάθο· ἄρα
οἱ ἐλπίδες του δέ χάθηκαν.
Τό βέβαιο στήν περίπτωση τοῦ κύρ-Δημάκη ἦταν ὅτι δέ χάθηκε, δέν ἀπόμεινε,
χρονιάρα μέρα πού ξεμέρωνε μοναχός του στήν έρημιά, ἀλλά ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ
ἐπεφύλαξε κάτι πού ὁ ἴδιος δέν τό εἶδε ὡς εὐλογία, ἄρα κι ὡς μιά περίπτωση
πνευματικῆς του ἀναγέννησης, καί, μάλιστα, μιά νύχτα, ὅπως εἶναι ἡ Νύχτα τῶν
Χριστουγέννων[20].
Γιά νά δείξει ὁ Μωραϊτίδης τήν σωτήριο ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στή ζωή τοῦ
δεκατιστῆ τοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά ὑπερβεῖ τή μοναξιά καί τήν ἐγκατάλειψη στήν
ὁποία τόν ὁδήγησε ὀ κόσμος καί τά συμφέροντα καί τόν εἰσάγει σέ ἔναν ἄλλο κόσμο:
τῆς σιωπῆς, τῆς προσευχῆς καί τῆς τέλειας ἐγκατάλειψης στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Παρακολουθοῦμε τίς κρίσμες ἐκεῖνες ὧρες τοῦ κύρ-Δημάκη, ὧρες ὁριακές,
κρίσιμες, ἀλλά καί πολύ θεραπευτικὲς γι᾿ αὐτόν[21].
Ἄκούγοντας λοιπόν στήν ἐρημοννησίδα, σέ ὥρα μεσονύχτια καί ἀπελπισμένος
τό σήμαντρο ὁδηγούμενος ἀπό τὸν ἦχο φθάνει σιμά σέ κάποιο ἡσυχαστήριο, στό ὁποῖο
ἀσκοῦνταν «Ἐρημίτης γέρων, μετά δύο νεωτέρων ὑποτακτικῶν του» καί ἑτοιμάζονταν
νά τελέσουν τήν νύχτα ἐκείνη τῆν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων.
Μόλις βλέπει ὁ γέροντας τόν κύρ-Δημάκη νά φθάνει στό μοναστηράκι, κι ἀφοῦ
μαθαίνει ἀπό τόν ἴδιο τό πάθημά του – «Μέ ἀφήσανε ἔξω, γέροντά μου!», αὐτό ἀναφέρει
στόν ἀσκητή, τοῦ ἀπαντᾶ μέ ἡρεμο καί φανερά πνευματικό τρόπο τό ἑξῆς: «Πειρασμός,
τέκνον μου, πειρασμός!», γιά νὰ τόν καλέσει στὴ συνέχεια νά ξαποστάσει καί νά
ζεσταθεῖ, «διότι ἔβλεπε αὐτόν τρέμοντα ἀπό τοῦ ψύχους».
Πολλοί θά ἤθελαν νά βρεθοῦν τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων σέ ἔνα ταπεινό
μοναστηράκι μέ λιγοστό, ταπεινό καί φιλέορτο ἐκκλησίασμα, ὅπου πραγματικά νοιώθεις
τό τί ἀκριβῶς ξημερώνει καί γιατί ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ μεταγγίζεται στίς ψυχές. Μάλιστα
γιά νὰ μᾶς μεταφέρει ὁ Μωραϊτίδης τό γνήσιο, ἁπλό καί ἁγιασμένο κλῖμα τῆς ἑορτῆς,
μᾶς δίνει περιγραφές εὐκατάνυκτου ὕφους καί ἀπαράμιλλου κάλλους. «Ἠσπάσθη ὁ κύρ-Δημάκης
τήν "Γέννησιν" ἀνακειμένην ἐν μέσῳ κλαδίσκων φασκομηλέας ἐπί χρυσοϋφάντου
ποδιᾶς... Κατ᾿ εὐθεῖαν προχωρεῖ πρός τό ἅγιον Βῆμα καί προκύπτει πρός τά ἔνδον,
ἵνα ἐρωτήσῃ τόν Γέροντα περί τῆς λέμβου. Ἀλλ᾿ ἰδών αὐτόν ἐν μέσῳ νεφέλης θυμιάματος,
πολιόν, ὁλόχρυσον, αἰγλήεντα ὡς φεγγοβολοῦσαν λαμπάδα, κύπτοντα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας
Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον ὑπό ξένου, μυστικοῦ φόβου, ὥστε δέν ἐτόλμησε νά ὁμιλήσῃ...».
Μόνο ὁ δεκατιστής δέ μποροῦσε νά ἡσυχάσει καί συνεχῶς ρωτᾶ ἄν πρόκειται
νάρθει καμμία βάρκα, ὥστε ν᾿ ἀποδράσει ἀπό τόν παραδείσιο ἐκεῖνο τόπο τῆς ἡσυχίας,
τῆς ἀσκήσεως καί τῆς περισυλλογῆς καί νά βρεθεῖ ξανά στόν κόσμο του: τῶν δεκάτων,
τῶν σκληρῶν ἀνταγωνισμῶν καί τῆς ἀδικίας, πού τήν ὑπηρετοῦν τά συμφέροντα τῶν ἀνθρώπων.
Ἐντύπωση πάντως δημιουργεῖ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουν οἱ σώφονες
ἐρημῖτες τόν ἀνήσυχο καί σκυθρωπό Δημάκη, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς ἦταν στά δέκατα καί
στή δημοπρασία πού θά γινόταν στή Σκόπελο.
-Θα ᾿ρθῆ λοιπόν βάρκα αὔριο!
-Κατά τόν καιρό!
Εἶναι γνωστή ἡ φειδωλή καί μετρημένη στάση τῶν ἀσκητῶν, ἡ ὁποία καί γίνεται
ὁπωσδήποτε συμβουλευτική στάση ζωῆς στούς κοσμικούς· σέ ὅσους δηλαδή ἐπιθυμοῦν
νά λάβουν μέσ ᾿ ἀπό τά λόγια τῶν ἔνθεων πατέρων λόγο ψυχωφελείας καί καταρτισμοῦ.
Δυστυχῶς ὁ
κύρ-Δημάκης δέν κατόρθωσε νά βιώσει τή σωτήρια καί πανίερο θαλπωρή τῆς ἐρημίας,
ὥστε νά γιορτάσει θεοφιλῶς τά Χριστούγεννα, ὅπως οἱ ἀσκητές, «οἱ ὁποῖοι εἰς τήν
ἐπέραστον καί κρυφὴν ἐκείνην γωνίαν τοῦ Παραδείσου», ἀμέσως μετά τήν κατανυκτική
Θεία Λειτουργία παρέθεσαν «ἐν τῷ κελλίῳ τοῦ Γέροντος, ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου,
πανηγυρικὴν τράπεζαν, εὐωδιάζουσαν μύρα ἀσκήσεως καί ἀπράγμονος βίου», γιατί
τόν βασάνιζε ἡ πίκρα πού ἔχασε τή δημοπρασία. Καί τό χειρότερο, «ὁ καιρός
<ἦτο εἰς τόν μάστορη>[22] κατά
τήν κοινήν ἔκφρασιν», ἀφοῦ ἔγινε μαΐστρος, χιονιστής.
Τέλος, ἀφοῦ ἀπογοητεύτηκε πλήρως ὁ δεκατιστής, γιατί ἦταν ἀδύνατο νά φύγει
ἀπό τή νησίδα, αὐτοπαρηγορούμενος, κι ἴσως ἀρχίζοντας νά καταλαβαίνει τή ρευστότητα
τῶν ἐφήμερων πραγμάτων, λέει στόν Γέροντα,
-Ἄς τά πάρουν κι ἄλλοι, γέροντά μου, νά ἰδοῦν τή γλύκα!
Γιά νά λάβει τήν ὀρθή ἀπάντηση:
-Τώρα εἶπες καλά τέκνον μου.
Νά μετανόησε, ἄραγε; Αὐτό, φυσικὰ, μόνο ὁ Θεός κι ὁ ἴδιος τό γνώριζαν.
Τό βέβαιο πάντως εἶναι πώς μετά τήν ἐπιστροφή του στή Σκιάθο ὅλοι τόν χάνουν ἐντελῶς.
Χριστούγεννα 2004-Φθινόπωρο 2005
[1] Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Χριστούγεννα
στό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω», στόν συλλογικό τόμο Χριστούγεννα, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1982, σελ.56-81
[2]
Τόν Παπαδιαμάντη γιά τά 150 χρόνια ἀπό τή γέννησή του τόν θυμήθηκαν, τόν
λιβάνισαν ἀρκετά, τόν ἔβγαλαν καί στό παζάρι-λές καί τἄθελε ὅλ᾿ αὐτά ἐκεῖνος ὁ
μακάριος-τόν χαραχτήρισαν, ὅπως τόν χαραχτήρισαν, καί μέ λίγα λόγια τόν τίμησαν
δεόντως. Τόν ἄλλον Ἀλέξανδρο, τόν Μωραϊτίδη, «τό ὁμόπλουν πλοῖον», ὅπως θά
ἔλεγε κι ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης, αὐτόν τόν λησμόνησαν κι ἄς συμπλήρωνε τό 2000, 150
χρόνια ἀπό τή γέννησή του. Μακαριστέ, Χρῆστο Χειμῶνα, ἐσύ πού μόνος θυμήθηκες
κι ἐκείνη τήν ἐπέτειο, γιατί βιάστηκες ν᾿
ἀναχωρήσεις;
[3]
Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό μέγα Μυστήριο τῆς Ἐναθρωπήσεως
τοῦ Κυρίου σημειώνει μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Μή παύσης, άδελφέ,
δοξολογῶν τόν γεννηθέντα Χριστόν.....Πρόλαβε δέ καί νά τόν ἀπαντήσῃς ἐξ οὐρανοῦ
κατερχόμενον διά τῆς πρός αὐτόν θεωρίας. Ὑψώθητι ἀπό τῆς γῆς καί τῶν γηίνων,
διά τήν ἀγάπηνν τοῦ διά σέ ἐπί γῆς κατελθόντος». εἰς π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Χριστούγεννα
στό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω», στόν τόμο Χριστούγεννα,
Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1982, σελ. 71
[4]
Τό διήγημα αὐτό πρωτοδημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα Νέα Ἐφημερίδα, στίς 2-3 Ἰανουαρίου 1894.Βλ. Ἀλ. Μωραϊτίδου, Τά διηγήματα, ἐπιμ.
Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, τόμος Β΄ ἐκδ. Γνώση καί Στιγμή, Ἀθήνα 1991, σελ. 354.
[5]
Ἀναφέρομαι στή λειτουργία τῶν παλιῶν χειροκίνητων ἐλαιοτριβίων, " τῶν
ταλιαγριῶν", ὅπως τἀ λέγανε στή Σκιάθο ἤ «καλιαγριῶν», στή γειτονική
Σκόπελο. Περισσότερα βλ. π. Κ. Ν. Καλλιανός, Σκοπελίτικα λαογραφικά θέματα, Τά παλιά ἐλαιοτριβεῖα τοῦ Κλήματος,
Θεσσαλικό Ἠμερολόγιο, τ. 39 (2001), σελ. 275-288.
[6] Ὁ Δεκατιστής, ὅπ.παρ., σελ. 103-104
[7]
Ἀ. Μωραϊτίδη, Ὁ δεκατιστής, σελ. 96.
[8]
Βλ. Ἀλ. Μωραίτίδη, Τά Βακούφικα, εἰς
Τά Διηγήματα, τ. Α΄ ἐκδ. Ἀθήνα 199 σελ.
[9]
Περισσότερα γιά τό ζήτημα αὐτό βλ. στή διδ. διατριβή τῆς Ροδάνθης Βαλερά-
Κουνάβα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
(1850-1929), Βιβλιογονία, Ἀθήνα 1996, σελ. 158-161 βλ. ἐπίσης καί
Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Ἀλληλογραφία,
εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια Ἐμμ. Μοσχονᾶς, Ὀσυσσέας, Ἀθήνα 1981, σελ. ιϛ΄
ἑξ.
[10]
Ἀλ. Μωραϊτίδη, Ὁ δεκατιστής, ὅπ.παρ.
σελ.90.
[11] Ὁ δεκατιστής, ὅπ.παρ., σελ. 92.
[12] Ὁ
δεκατιστής, ὅπ. παρ. σελ. 92.
[13]
Ὁ δεκατιστής, ὅπ. παρ. σελ. 94-95.
[14]
Ὁ δεκατιστής, ὅπ.παρ. σελ. 99.
[15]
Ὁ δεκατιστής, ὅπ.παρ. σελ. 114.
[16]
Ἀκολουθώντας ὁ Μωραϊτίδης τό δρόμο τῆς Ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας πού βασίζεται
στόν Κυριακό λόγο «οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον ἵνα
κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (Ἰω. 3, 17), κοιτάζει μέσω
τῶν διηγημάτων του νά προτρέψῃ τόν ἀναγνώστη του γιά μιά προσπάπεια ἐπιστροφῆς
βλ. τό πολύ καλό βιβλίο τοῦ π. Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου, Ἡ ἐπιστροφή, Ἀκρίτας, Ἀθήνα.
[17]
Ὁ δεκατιστής, ὅπ. παρ. σελ. 122.
[18]
Ποιητικῷ τῷ τρόπῳ Μωραϊτίδης ἀναφέρει
ὅτι ἡ νησίδα μέ τό ἡσυχαστήριο, τό ὁποῖο ἦταν ἀγιορείτικο μετόχι (σελ. 131),
βρισκόταν σέ κάποιο ἀπό τά νησάκια μεταξύ Σκιάθου καί Σκοπέλου. Έπειδή ὁ
Μωραϊτίδης, ὅπως ἔχουμε κι ἄλλα παραδείγματα, καταθέτει στά γραπτά του τά
προσωπικά του βιώματα, πιστεύω ὅτι κατι παρόμοιο θά εἶχε συναντήσει, καί
ἀσφαλῶς ζήσει, σέ κάποιο ἀπό τά
Ἐρημόννησα τῶν Βορείων Σποράδων, πού ἀνῆκε στό Ἅγιον Ὄρος. Βλ. καί τήν ὑπό
δημοσίευση μελέτη μου, Τά Άθωνικά Μετόχια τῶν Βορείων Σποράδων καί ἡ συμβολή
τους στήν Ὀρθόδοξη πνευματική διαμόρφωση τῶν νησιωτῶν.
[19]
Ὁ δεκατιστής, ὅπ. παρ. σελ. 129-130
[20]
Εἶναι, πιστεύω, πολύ χρήσιμο νά μνημονευτεῖ ἐδῶ τό παρακάτω τροπάριο τοῦ
Κανόνος τῶν Χριστουγέννων, γιά νά καταλάβει ὁ φιλόθεος ἀναγνώστης τό σωτηριολογικό
περιέχομενο τῆς γιορτῆς. «Ἰδών ὁ Κτίστης ὀλύμενον/τόν ἄνθρωπον χερσίν ὅν
ἐποίησε»
[21]
Ὁ δεκατιστής, σελ. 130-136.
[22] Μέχρι σήμερα, ὅταν ἀρχίζει ὁ χιονιᾶς, ἀκούγεται ἀπὸ τοὺς παλιοὺς νησιῶτες ἡ παροιμιώδης αὐτὴ φράση, ὡς ἑξῆς «τοὺ ν᾿ ἔχ᾿ στοὺ μάστουρα τοὺ γκιρὸ».