Τον γνώρισα στο Κατηχητικό. Όλο ζωή και περιττά κιλά.
«Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις;» τον ρώτησα.
«Άγιος», μου απάντησε.
Έμεινα άφωνος. Δεν είχα ξανακούσει τέτοιο επάγγελμα και μου φάνηκε πολλή η άγνοιά μου.
«Άγιος;» ξαναρώτησα.
«Βεβαίως!» μου ξανάπε με σταθερότητα. «Παλιότερα ήθελα αστροναύτης, αλλά ανακάλυψα ότι με πειράζουν τα ύψη. Νομίζω ότι θα πέσω από κανένα αστέρι και μάλιστα χωρίς αλεξίπτωτο».
«Σωστά», του απάντησα. «Και τι μαθήματα δίνετε στις εξετάσεις;».
«Το πηδάλιο, σοφιστείες και ευφυολογήματα και φυσικά ταχυδακτυλουργίες και μαγικά».
Από εκείνη τη μέρα τον κοίταζα με σεβασμό. Η αλήθεια είναι ότι τον παρατηρούσα με προσοχή, όχι γιατί ήταν ενδιαφέρων τύπος, αλλά γιατί πρέσβευε ένα επάγγελμα που, σαφώς άγνωστο σε μένα, μου προκαλούσε δέος. Όπως λέμε πυρηνικός φυσικός ή βυρσοδέψης. Και για τα δύο αδυνατούσα να δώσω εξήγηση λόγω έλλειψης σχετικών γνώσεων. Τώρα ερχόταν να προστεθεί και ένα τρίτο επάγγελμα. Ήμουν σαφώς μπερδεμένος και αρκετά λίγος για να αποφασίσω για το μέλλον μου. Ο επαγγελματικός μου προσανατολισμός στερείτο πρωτοτυπίας και αρκούμουν στα κλασσικά επαγγέλματα. Γιατρός, δικηγόρος, δάσκαλος, άντε και καμιά τέχνη μα και αυτή εντός των τετριμμένων. Μάλλον μαραγκός έλεγα, όταν με ζόριζαν τα πολλά διαβάσματα.
Ο παχουλούλης ήταν όμως σταθερός. «Άγιος», έλεγε και ξαναέλεγε και το πάλευε κατά πως έδειχναν όλα με απόλυτη συνείδηση. Διάβαζε ατελείωτες ώρες, ανέβαινε και κατέβαινε τις σκάλες της εκκλησίας τρέχοντας, για να έχει καλή φυσική κατάσταση, έβγαζε λόγους στις μαζώξεις και κάθε φορά τόνιζε με απίστευτη ικανότητα τη νέα ρήση και το νέο ευφυολόγημα που είχε αποστηθίσει. Νήστευε ακόμη και τις Κυριακές, ακολουθούσε πιστά τους κανόνες, τιμωρούσε σκληρά τον εαυτό του σε κάθε περίπτωση. Στην εφηβεία αρνήθηκε τη φύση του. Όχι μόνο δεν μιλούσε σε γυναίκες, αλλά και μόνο στο άκουσμα της λέξης έρωτας ανατρίχιαζε. Από τις κακουχίες άρχισε να χάνει κιλά και για ένα περίεργο λόγο ακόμη και το πρόσωπό του έδειχνε να μεταλλάσσεται. Έβγαλε πρώτος γένια, άφησε τα μαλλιά του μακριά και απόκτησε ένα μόνιμο χαμόγελο, λίγο ανεξήγητο για εμάς που δεν ήμασταν μυημένοι στο επάγγελμα. Μεταξύ μας όλα τα δικαιολογούσαμε, καθότι η εκμυστήρευσή του μάλλον ήταν το κοινό μυστικό της παρέας. Ήταν το καμάρι της ενορίας που ήθελε διακαώς εκτός από ιερείς να βγάλει και τον πρώτο άγιό της. Κάποια μέρα θα γραφόταν το συναξάρι του και μείς θα ήμασταν σίγουρα στην αγιογραφία του. Έτσι όλοι κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να τον βοηθήσουμε να τα καταφέρει. Ακόμη και λάθος να έκανε τον επαινούσαμε, σε ατόπημα και αν περιέπιπτε τον δικαιολογούσαμε. Τον είχαμε στα πούπουλα και του συμπεριφερόμαστε πάντοτε με ευγένεια και θαλπωρή. Κάναμε χώρο να περάσει, σκύβαμε το κεφάλι στην θέα του, τον βάζαμε να κάτσει στο καλύτερο θρονί και φυσικά τού μιλούσαμε πάντοτε στον πληθυντικό. Μαζί μας μεγάλωνε ένας άγιος. Οι γονείς του καμάρωναν και επαινούσαν την προσπάθειά του. Ήταν οι πρώτοι ακόλουθοί του και με το πλήθος όλων εμάς των πιστών νομίζαμε ότι η επιτυχία θα ήταν εξασφαλισμένη.
Κάποτε τον ρώτησα πότε είναι οι εξετάσεις. Με κοίταξε απόμακρα, με σταύρωσε και, αντί για απάντηση, μού έδειξε με το δείκτη του δεξιού του χεριού τον ουρανό. Κατάλαβα, ήμασταν στο παραπέντε. Συνέπιπτε όμως με τις πανελλήνιες και έτσι χάθηκα για κάμποσο από τις μαζώξεις. Τράβηξα τον δικό μου δρόμο, σπούδασα, βγήκα στο επάγγελμα και κάποτε επέστρεψα ξανά στα γνώριμα μέρη μου.
«Ο άγιος;» ρώτησα τους φίλους της Κυριακής.
«Δυστυχώς, κόπηκε» μου ανακοίνωσαν.
«Κόπηκε;» ρώτησα. «Πού;».
«Στα μαγικά», μου απάντησαν. «Του ζήτησαν να πετάξει και ενώ απογειώθηκε χαλαρά και όλοι λέγαμε πέταξε – πέταξε, έκανε μια απότομη κλίση και έπεσε κατακόρυφα».
«Να, εκεί» μου έδειξαν. «Κάτω από το παράθυρο του σπιτιού του».
Πήγα κοντά. Ένα εικονοστάσι μαρτυρούσε την προσπάθεια. Στην ρίζα του βάθρου κάποιος είχε γράψει με σπρέι: «Λάθος επαγγελματικός προσανατολισμός».
[Στη φωτό: Χαρακτικό του Μιχαήλ Αγγελάκη]