ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Το σπίτι και ο χρόνος
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΛΜΟΥ
Αγαπούσε τον άνεμο
Αγαπούσε τον άνεμο. Αγαπούσε τις συμμαχίες του μ’ εκείνο το φως των Εξαρχείων που περνούσε τα κυριακάτικα πρωινά ανάμεσα απ’ τις σκισμένες αφίσες απλώνοντας σκιές στους τοίχους της αφθονίας. Αγαπούσε τις μυρωδιές του τρίμμενου καφέ καθισμένος στα κατακάθια των πρωινών ονείρων των χνότων και των ελπίδων που λιάζονταν στις καφετέριες της πλατείας. Αγαπούσε εκείνες τις μυρωδιές που σκαρφάλωναν ως το Λόφο. Τη μεθούσαν καθώς τα μυριάδες φωτάκια της πόλης χόρευαν στα μάτια της. Αγαπούσε το φως και το γλυπτικό άγγιγμα του εκείνο που ζωγράφιζε το κορμί της. Απ’ το φως αναδύονταν η αγάπη της για τα λάθη κι εκείνη η παράλληλη σχέση της με το θρόισμα των φύλων, το άγγιγμα της βροχής, τις χοντρές ψιχάλες που έσταζαν απ’ τις σκισμένες σημαίες στα μπαλκόνια της επανάστασης.
Περπατούσε ανηφορικά στη Θεμιστοκλέους. Η γραφικότητα των χρόνων υψώνονταν στο τρίξιμο των κλειδώσεων στα παράθυρα των κτιρίων. Ζωγράφιζε την αρμονία στο περπάτημα της, μα στα μάτια της βυθιζόταν διαστροφή της αλήθειας. Κοίταξε αθόρυβα τις πλάκες του βρεγμένου δρόμου, το βλέμμα της σκαρφάλωνε στους γκριζαρισμένους τοίχους, στα ματωμένα τους γράμματα, στα συνθήματα που μοιάζουν να ζωντανεύουν στο χρόνο, στα χρώματα πινακίδων, στους περαστικούς. Ένας νέος κατέβαινε το δρόμο, τον κοίταξε επίμονα. Την κοίταξε κι εκείνος, χαμογέλασε, του χαμογέλασε και εκείνη. Απόλαυσε για μια στιγμή την ασφάλεια της μυστικής τους συνεννόησης και συνέχισε τον ασυλλόγιστο βηματισμό της.
Το σπίτι και ο χρόνος
Η γειτονιά «καλλιτέχνιζε». Αρκετοί γνωστοί των Γραμμάτων και Τεχνών ζούσαν στα πέριξ. Συχνά ανεβαίνοντας την οδό Ροβέρτου Γκάλι λίγο πριν την ανοιχτωσιά του «Διόνυσου», γωνία με την οδό Ουέμπστερ, στο ισόγειο έμενε ο Μποστ. Εάν το παράθυρο του γραφείου του, που έβλεπε την Ροβέρτου Γκάλι ήταν ανοικτό, σταματούσα προς στιγμή να κοιτάξω κλεφτά μέσα γιατί είχε πολλά έργα του αναρτημένα στον απέναντι του παραθύρου τοίχο. Θυμάμαι το ανάπτυγμα, σε κατά το μήκος τομή, ενός πλοίου μέσα στο οποίο μάλλον περίεργα πράγματα γινόντουσαν, αλλά η απόσταση και το μέγεθος δεν μου τα μαρτυρούσε. Από την κουνιάδα του, με την οποία έτυχε να παίρνουμε μαθήματα αγγλικών από την ίδια δασκάλα, έμαθα ότι ήταν η «Χριστίνα» του Ωνάση. Του το είπα όταν τον γνώρισα στην Θεσσαλονίκη το ’75, σε προεκλογική παρουσία του ΚΚΕ με το οποίο κατέβαινε υποψήφιος. Μαζί του ήταν και ο συνυποψήφιος του, ο εκλιπών πλέον, καθηγητής του Α.Π.Θ. Παύλος Πετρίδης.
Στην οδό Ουέμπστερ κατοικούσε και ο Σπύρος Βασιλείου. Το σπίτι ήταν όψιμου νεοκλασικισμού, στο οποίο είχαν κάνει προσθήκη δύο ορόφων, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα και το ατελιέ. Λόγω της γνωριμίας μου με τις δύο θυγατέρες του, επισκεπτόμουν το σπίτι όπου και με εντυπωσίαζε ο μεγάλος πίνακας αναπαράστασης της θέας που είχε από την πίσω πλευρά, προς την Ανατολή.
Η εικόνα ξεκινούσε από τα Προπύλαια της Ακρόπολης και έφτανε στην νότια κορυφογραμμή του Υμηττού. Σχεδόν στη μέση στο κάτω μέρος, έβλεπα το σπίτι του αγαπημένου φίλου Γιώργου Π. Η αυλή του οποίου είχε μεσοτοιχία με το σπίτι των Βασιλείου και ήταν και ο λόγος γνωριμίας μας με τα κορίτσια. Όχι πολύ μακριά από τον Σπύρο Βασιλείου, μένει ακόμη ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στη συμβολή των οδών Μισαραλιώτου και Βεΐκου ήταν μέχρι τα μέσα του ’60 και η διώροφη κατοικία της οικογένειας του ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη. Από τα ωραιότερα εκλεκτιστικά κτίρια της παλιάς Αθήνας με μεγάλο κήπο και με κάποια, απ’ ό,τι θυμάμαι, «ντροπαλά» στοιχεία Αρ Νουβώ.
Δίπλα στο σπίτι μας, από δεξιά, σε μία διώροφη οικοδομή έμενε το ζεύγος Φραντζεσκάκη του «Ζυγού». Όταν το σπίτι έγινε πολυκατοικία (η πρώτη της γειτονιάς), έφυγαν. Δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε.
Τους κτυπούσα το κουδούνι, παιδί τότε για μία καλημέρα, με την ελπίδα όμως να μπω για λίγο στο διαμέρισμα, όπου θαύμαζα στους τοίχους ωραία έργα ζωγραφικής και χαρακτικά. Μου προκαλούσαν γοητεία οι πρωτότυπες μήτρες για ακουαφόρτε και ξυλογραφία, που αναρτούσαν μαζί με άλλα έργα. Αρκετά χρόνια μετά, ένας αμερικανός φίλος χαράκτης με έβαλε στα μυστήρια αυτής της τέχνης, κάνοντας μαζί του τα πρώτα βήματα στην χάραξη του χαλκού και του τσίγκου.
Οι παλαιότεροι καλλιτέχνες εγκατεστημένοι στην περιοχή ήσαν, ο γλύπτης Γεωργαντής και ο Παρθένης. Ο πρώτος είχε το εργαστήρι του στην αρχή, σχεδόν, της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και ο δεύτερος στο τέρμα της οδού, εκεί που σήμερα βρίσκεται ένα παρκάκι. Το πρώτο υπάρχει ακόμη., Αυτό του Παρθένη υπέκυψε στην περί κατεδαφίσεων πολιτική βούληση του Καραμανλή του Α΄, έτσι ώστε να μην μολύνει την θέα προς την Ακρόπολη από το εστιατόριο- bar- καφετέρια ο «Διόνυσος». Στην ίδια οικογενειακή γραμμή επιμένει και ο Καραμανλής ο Β΄ με την απόφαση κατεδάφισης των δύο ωραίων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου για να προσφερθεί θέα προς την Ακρόπολη, χωρίς παρεμβολές, στους θαμώνες του bar- καφετέρια του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Η πρόσφατη αντιπαλότητα σχετικά με την κατεδάφιση, ή διατήρηση των δύο αυτών κτιρίων, μου αναζωπύρωσε το παλαιό συναίσθημα θλίψης και ματαίωσης που με κυριεύει όταν επιστρέφω στην Αθήνα, βλέποντας την επιταχυνόμενη αλλοίωση του αποτυπωμένου στα κτίριά της χρόνου, που παρασέρνει η κατεδάφιση όλων ό,τι αποτελούσε για μένα το ελάχιστο των εναπομεινάντων αναφορών μιας πόλης που απεμπόλησε το παρελθόν της. Γιατί το παρελθόν γίνεται σαν χημική ουσία, απλωμένη σε τοίχους και λιθόστρωτα, στα περίτεχνα κάγκελα, ή σε ξυλόγλυπτες θύρες, ουσία φωτογραφικού φιλμ που αποτυπώνει την αφή ανθρώπων και γεγονότων. Και είναι τραγικό να ψάχνω την Αθήνα που χάθηκε, ανατρέχοντας σε βιβλία που αναφέρονται στης πόλης τα συμβάντα, όπως οι φωτογραφίες του DMITRI KESSEL του Δεκέμβρη 1944. Κάποιοι αποφάσισαν να σβήσουνε τις ενοχές τους ξηλώνοντας το σκηνικό της τραγωδίας.
Στην οδό Ουέμπστερ κατοικούσε και ο Σπύρος Βασιλείου. Το σπίτι ήταν όψιμου νεοκλασικισμού, στο οποίο είχαν κάνει προσθήκη δύο ορόφων, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα και το ατελιέ. Λόγω της γνωριμίας μου με τις δύο θυγατέρες του, επισκεπτόμουν το σπίτι όπου και με εντυπωσίαζε ο μεγάλος πίνακας αναπαράστασης της θέας που είχε από την πίσω πλευρά, προς την Ανατολή.
Η εικόνα ξεκινούσε από τα Προπύλαια της Ακρόπολης και έφτανε στην νότια κορυφογραμμή του Υμηττού. Σχεδόν στη μέση στο κάτω μέρος, έβλεπα το σπίτι του αγαπημένου φίλου Γιώργου Π. Η αυλή του οποίου είχε μεσοτοιχία με το σπίτι των Βασιλείου και ήταν και ο λόγος γνωριμίας μας με τα κορίτσια. Όχι πολύ μακριά από τον Σπύρο Βασιλείου, μένει ακόμη ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στη συμβολή των οδών Μισαραλιώτου και Βεΐκου ήταν μέχρι τα μέσα του ’60 και η διώροφη κατοικία της οικογένειας του ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη. Από τα ωραιότερα εκλεκτιστικά κτίρια της παλιάς Αθήνας με μεγάλο κήπο και με κάποια, απ’ ό,τι θυμάμαι, «ντροπαλά» στοιχεία Αρ Νουβώ.
Δίπλα στο σπίτι μας, από δεξιά, σε μία διώροφη οικοδομή έμενε το ζεύγος Φραντζεσκάκη του «Ζυγού». Όταν το σπίτι έγινε πολυκατοικία (η πρώτη της γειτονιάς), έφυγαν. Δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε.
Τους κτυπούσα το κουδούνι, παιδί τότε για μία καλημέρα, με την ελπίδα όμως να μπω για λίγο στο διαμέρισμα, όπου θαύμαζα στους τοίχους ωραία έργα ζωγραφικής και χαρακτικά. Μου προκαλούσαν γοητεία οι πρωτότυπες μήτρες για ακουαφόρτε και ξυλογραφία, που αναρτούσαν μαζί με άλλα έργα. Αρκετά χρόνια μετά, ένας αμερικανός φίλος χαράκτης με έβαλε στα μυστήρια αυτής της τέχνης, κάνοντας μαζί του τα πρώτα βήματα στην χάραξη του χαλκού και του τσίγκου.
Οι παλαιότεροι καλλιτέχνες εγκατεστημένοι στην περιοχή ήσαν, ο γλύπτης Γεωργαντής και ο Παρθένης. Ο πρώτος είχε το εργαστήρι του στην αρχή, σχεδόν, της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και ο δεύτερος στο τέρμα της οδού, εκεί που σήμερα βρίσκεται ένα παρκάκι. Το πρώτο υπάρχει ακόμη., Αυτό του Παρθένη υπέκυψε στην περί κατεδαφίσεων πολιτική βούληση του Καραμανλή του Α΄, έτσι ώστε να μην μολύνει την θέα προς την Ακρόπολη από το εστιατόριο- bar- καφετέρια ο «Διόνυσος». Στην ίδια οικογενειακή γραμμή επιμένει και ο Καραμανλής ο Β΄ με την απόφαση κατεδάφισης των δύο ωραίων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου για να προσφερθεί θέα προς την Ακρόπολη, χωρίς παρεμβολές, στους θαμώνες του bar- καφετέρια του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Η πρόσφατη αντιπαλότητα σχετικά με την κατεδάφιση, ή διατήρηση των δύο αυτών κτιρίων, μου αναζωπύρωσε το παλαιό συναίσθημα θλίψης και ματαίωσης που με κυριεύει όταν επιστρέφω στην Αθήνα, βλέποντας την επιταχυνόμενη αλλοίωση του αποτυπωμένου στα κτίριά της χρόνου, που παρασέρνει η κατεδάφιση όλων ό,τι αποτελούσε για μένα το ελάχιστο των εναπομεινάντων αναφορών μιας πόλης που απεμπόλησε το παρελθόν της. Γιατί το παρελθόν γίνεται σαν χημική ουσία, απλωμένη σε τοίχους και λιθόστρωτα, στα περίτεχνα κάγκελα, ή σε ξυλόγλυπτες θύρες, ουσία φωτογραφικού φιλμ που αποτυπώνει την αφή ανθρώπων και γεγονότων. Και είναι τραγικό να ψάχνω την Αθήνα που χάθηκε, ανατρέχοντας σε βιβλία που αναφέρονται στης πόλης τα συμβάντα, όπως οι φωτογραφίες του DMITRI KESSEL του Δεκέμβρη 1944. Κάποιοι αποφάσισαν να σβήσουνε τις ενοχές τους ξηλώνοντας το σκηνικό της τραγωδίας.
Άλλη μια μέρα εδώ στο Βρετανικό Νησί της Κυψέλης. Μείναμε αποσβολωμένοι με το θαύμα της φύσης. Τουτέστιν, ένα σμήνος από μαύρα πουλιά που είχαν καλύψει τον ουρανό από την Κυψέλη έως το βουνό απέναντι. Πώς το λένε αυτό το βουνό δεν ξέρω. Θα ρωτήσω το Στηβάκι.
Το Στηβάκι ξέρει όλα τα βουνά της Αθήνας με τ’ όνομα τους και όχι μόνο. Ξέρει πού είναι ακριβώς. Εγώ πριν χρόνια νόμιζα ότι η Πεντέλη ήταν η Πάρνηθα και ο Υμηττός, μισός Υμηττός και μισός Πεντέλη. Νόμιζε ο άθεος προτεστάντης ότι θα μάθει από μένα τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της Αττικής!
Ευτυχώς το κατάλαβε γρήγορα και χωρίς να με προσβάλλει, γιατί είναι τζέντλεμαν, άρχισε να με ξεναγεί στις ομορφιές του τόπου. Είδα ξανά το Πεδίο του Άρεως, το Ζάππειο, τον Εθνικό Κήπο. Αν και το Στηβάκι φοβάται να περνάει από εκεί όταν σκοτεινιάζει, γιατί μαζεύονται, λέει, πολλοί αστυνομικοί.
«Τι κάνουν εκεί οι αστυνομικοί, μωρό;» με ρωτάει. «Κάνα τσιγάρο θα κάνουν ρε μωρό μου», του απαντάω για να τον καθησυχάσω. Γιατί το Στηβάκι έχει ακούσει πολλές ιστορίες για την Ελληνική Αστυνομία απ’ τους αριστερούς φίλους μας και αγριεύεται άμα τους βλέπει.
Έλεγα, λοιπόν, ότι θαυμάζαμε το σμήνος με τα μαύρα πουλιά που πετούσαν πάνω από την Αθήνα. Εγώ και το Στηβάκι μόνοι στην ταράτσα του Βρετανικού Νησιού. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Και δεν θα το έβλεπα, αν δεν είχα τον φιλοπερίεργο μικρό εξερευνητή, να με πάρει σηκωτή και να με ανεβάσει επάνω.
Το σμήνος που κάλυπτε τον ουρανό, πετούσε επί σαράντα λεπτά. Ανέβαινε και κατέβαινε, γυρνούσε, χωριζόταν και ενωνόταν ξανά. Κάποια στιγμή βγήκε ένα παιδάκι στο μπαλκόνι κι αναθάρρησα. Αλλά γρήγορα το επανέφεραν στην τάξη: «Τι κάνεις παιδί μου στο μπαλκόνι; Έλα εδώ που καθόμαστε όλοι! Έχει επανάληψη τις ‘Πεθερές’ που σ’ αρέσουν».
Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά άμα σου λένε συνέχεια από μικρό ότι κάτι σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, στο τέλος το πιστεύεις. Μου συνέβη με τις αγκινάρες. Για χρόνια η μάνα μου έλεγε: «Έφτιαξα αγκινάρες που δεν τις τρως. Θες να σου κάνω μια μπριζόλα;» Πείστηκα. Πολύ αργότερα, στα τριάντα δύο, ανακάλυψα ότι μ’ αρέσουν. Και μια μέρα, στο Κυριακάτικο τραπέζι, έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Πικράθηκε η μάνα μου…
Τέλος πάντων, για να επανέλθω, ο μικρός Γιωργάκης πήγε να δει τις «Πεθερές» σε επανάληψη κι εμείς συνεχίσαμε να βλέπουμε το ανεπανάληπτο θέαμα των πουλιών, που είχε φτάσει στους τίτλους του τέλους.
«Μωρό μου», φωνάζει το Στηβάκι, «όλα αυτά τα πουλιά μένουν στη Φοκίοουνις». Βλέμμα δυσπιστίας. «Αλήθεια, τα έχω ακούσει» επιμένει ο φυσιολάτρης, παρουσιάζοντας ακλόνητα στοιχεία. Και πράγματι, τα πουλιά άρχισαν τη μαζική τους κάθοδο και, λίγα-λίγα, χάνονταν στα δέντρα της Φωκίωνος Νέγρη.
Ο ήλιος έδυε, ο Γιωργάκης γλάρωνε στην τηλεόραση, το σμήνος κούρνιαζε στα άνω διαμερίσματα της πάλαι ποτέ ένδοξης Φωκίωνος, κι εμείς είπαμε να κλείσουμε τη μέρα μ’ ένα-άντε δύο επεισόδια Σταρ Τρεκ, για να το γλεντήσουμε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ
Η μεγάλη απόφαση
Το Στηβάκι ξέρει όλα τα βουνά της Αθήνας με τ’ όνομα τους και όχι μόνο. Ξέρει πού είναι ακριβώς. Εγώ πριν χρόνια νόμιζα ότι η Πεντέλη ήταν η Πάρνηθα και ο Υμηττός, μισός Υμηττός και μισός Πεντέλη. Νόμιζε ο άθεος προτεστάντης ότι θα μάθει από μένα τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της Αττικής!
Ευτυχώς το κατάλαβε γρήγορα και χωρίς να με προσβάλλει, γιατί είναι τζέντλεμαν, άρχισε να με ξεναγεί στις ομορφιές του τόπου. Είδα ξανά το Πεδίο του Άρεως, το Ζάππειο, τον Εθνικό Κήπο. Αν και το Στηβάκι φοβάται να περνάει από εκεί όταν σκοτεινιάζει, γιατί μαζεύονται, λέει, πολλοί αστυνομικοί.
«Τι κάνουν εκεί οι αστυνομικοί, μωρό;» με ρωτάει. «Κάνα τσιγάρο θα κάνουν ρε μωρό μου», του απαντάω για να τον καθησυχάσω. Γιατί το Στηβάκι έχει ακούσει πολλές ιστορίες για την Ελληνική Αστυνομία απ’ τους αριστερούς φίλους μας και αγριεύεται άμα τους βλέπει.
Έλεγα, λοιπόν, ότι θαυμάζαμε το σμήνος με τα μαύρα πουλιά που πετούσαν πάνω από την Αθήνα. Εγώ και το Στηβάκι μόνοι στην ταράτσα του Βρετανικού Νησιού. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Και δεν θα το έβλεπα, αν δεν είχα τον φιλοπερίεργο μικρό εξερευνητή, να με πάρει σηκωτή και να με ανεβάσει επάνω.
Το σμήνος που κάλυπτε τον ουρανό, πετούσε επί σαράντα λεπτά. Ανέβαινε και κατέβαινε, γυρνούσε, χωριζόταν και ενωνόταν ξανά. Κάποια στιγμή βγήκε ένα παιδάκι στο μπαλκόνι κι αναθάρρησα. Αλλά γρήγορα το επανέφεραν στην τάξη: «Τι κάνεις παιδί μου στο μπαλκόνι; Έλα εδώ που καθόμαστε όλοι! Έχει επανάληψη τις ‘Πεθερές’ που σ’ αρέσουν».
Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά άμα σου λένε συνέχεια από μικρό ότι κάτι σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, στο τέλος το πιστεύεις. Μου συνέβη με τις αγκινάρες. Για χρόνια η μάνα μου έλεγε: «Έφτιαξα αγκινάρες που δεν τις τρως. Θες να σου κάνω μια μπριζόλα;» Πείστηκα. Πολύ αργότερα, στα τριάντα δύο, ανακάλυψα ότι μ’ αρέσουν. Και μια μέρα, στο Κυριακάτικο τραπέζι, έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Πικράθηκε η μάνα μου…
Τέλος πάντων, για να επανέλθω, ο μικρός Γιωργάκης πήγε να δει τις «Πεθερές» σε επανάληψη κι εμείς συνεχίσαμε να βλέπουμε το ανεπανάληπτο θέαμα των πουλιών, που είχε φτάσει στους τίτλους του τέλους.
«Μωρό μου», φωνάζει το Στηβάκι, «όλα αυτά τα πουλιά μένουν στη Φοκίοουνις». Βλέμμα δυσπιστίας. «Αλήθεια, τα έχω ακούσει» επιμένει ο φυσιολάτρης, παρουσιάζοντας ακλόνητα στοιχεία. Και πράγματι, τα πουλιά άρχισαν τη μαζική τους κάθοδο και, λίγα-λίγα, χάνονταν στα δέντρα της Φωκίωνος Νέγρη.
Ο ήλιος έδυε, ο Γιωργάκης γλάρωνε στην τηλεόραση, το σμήνος κούρνιαζε στα άνω διαμερίσματα της πάλαι ποτέ ένδοξης Φωκίωνος, κι εμείς είπαμε να κλείσουμε τη μέρα μ’ ένα-άντε δύο επεισόδια Σταρ Τρεκ, για να το γλεντήσουμε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ
Η μεγάλη απόφαση
¨Τον θυμάσαι τον Γιώργο, τον γιο της Ασπασίας, από την απέναντι πολυκατοικία; Για δυο χρόνια, είπε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα, μόνο για όσο θα διαρκούσε η φοίτηση του σε εκείνο το ΙΕΚ και μετά θα επέστρεφε. Έξι χρόνια έχουν περάσει και ακόμα τον περιμένει η μάνα του, για να αναλάβει το ψιλικατζίδικο.
Της έχει πέσει η μέση, της κακομοίρας της Ασπασίας, να κουβαλάει όλη τη μέρα, τα καφάσια με τις Amstel, για να γεμίζει τα ψυγεία και ο κανακάρης της, ακόμα να φανεί. Δεν την αλλάζει, λέει, με τίποτα την Αθήνα, τώρα, που την έζησε. Τη λάτρεψε, λέει, και δεν θέλει να γυρίσει στο νησί. Ακούς καμώματα ο Γιωργάκης; Και εσύ μου λες, πως θες να σπουδάσεις εκεί; Θέλεις δηλαδή, να πάθεις κι εσύ τα ίδια; Να σου ρίξουν τίποτα στο ποτό σου, κανένα βράδυ, και να μην μπορείς να φύγεις ποτέ από εκεί;
Γιατί δηλαδή, κακή είναι η Πάτρα, που είναι και σχεδόν δίπλα μας; Μια ώρα με το καράβι, άλλη μια με το λεωφορείο και έφτασες. Θα πηγαίνεις την Κυριακή το βράδυ και το μεσημέρι της Παρασκευής θα μπαίνεις στο λεωφορείο και θα έρχεσαι να σε βλέπουμε λίγο και εμείς. Τι τη θες την πρωτεύουσα; Τόσα χρόνια, στην πρωτεύουσα του νησιού δεν μένουμε; Σου έλειψε ποτέ ο πρωτευουσιάνικος αέρας; Όχι πες μου, σου έλειψε;¨
Η διαπεραστική φωνή της κυρά Βασιλικής, αψηφώντας τα ωράρια κοινής ησυχίας και τα ευαίσθητα νεύρα της γειτονιάς, εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι, ακουγόταν πιο αγχωμένη από ποτέ. Ανεβασμένη πάνω στη ¨Σκάλα του Μιλάνο¨, έτσι είχε βαπτίσει ο άντρας της, τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα, έδινε για μια ακόμη φορά τη δική της παράσταση, έξω από το παράθυρο του Περικλή, αφού για κακή του τύχη, η συγκεκριμένη σκάλα περνούσε ακριβώς μπροστά από το δωμάτιό του.
¨Κάνεις πως δεν ακούς τώρα, έτσι; Ξέρεις πως έχω δίκιο και δεν απαντάς!¨ Κρατώντας στο ένα της χέρι, τα φρεσκοπλυμένα ρούχα που επρόκειτο να απλώσει σε λίγα λεπτά και στο άλλο τη σακούλα με τα μανταλάκια, συνέχιζε ακάθεκτη την υψηλόφωνη διάλεξή της, αν και κατά βάθος ήξερε, πως οι ωτασπίδες που συνήθιζε να φοράει ο Περικλής, όταν κοιμόταν, ήταν εξαιρετικά καλής ποιότητας και δεν υπήρχε περίπτωση, όσο δυνατά κι αν φώναζε, να βγει κερδισμένη, σ’ αυτή την άνιση μάχη με την τεχνολογία.
¨Πάω να απλώσω τα ρούχα και τα υπόλοιπα θα τα πούμε σε λίγο, στο τραπέζι. Σήκω και ντύσου να φάμε, μεσημέριασε και εσύ ακόμα κοιμάσαι, σε χειμερία νάρκη έχεις πέσει; Προπόνηση για την Αθήνα κάνεις;
Η τελευταία φράση, αν και όλα έδειχναν πως θα έκλεινε την αυλαία, προσωρινά έστω, εντούτοις, προς μεγάλη ατυχία των γειτόνων, που είχαν ήδη βλαστημήσει όλους τους γνωστούς Αγίους, από τη στιγμή που η Βασιλική ξεκίνησε να ωρύεται, και είχαν τώρα περάσει στους λιγότερο δημοφιλείς, όπως ο Άγιος Ιωακείμ και η Αγία Χρυσή, εκτινάχθηκε από το στόμα της, προσέκρουσε στα νυσταγμένα βλέφαρα του Περικλή και προσγειώθηκε ανώμαλα στα αυτιά του άντρα της, του Παναγιώτη, που τη στιγμή εκείνη, έμπαινε στο σπίτι.
¨Πάλι το ζαλίζεις το παιδί; Γιατί δεν το αφήνεις να κάνει αυτό που επιθυμεί; Αφού θέλει να πάει στην Αθήνα, εσένα τι σε κόφτει; Για σπουδές θα πάει, δεν θα πάει να ψήνει κάστανα στην Ομόνοια. Πάλι του λες να πάει στην Πάτρα, για να σε έχει συνέχεια μέσα στα πόδια του; Ήμαρτον!¨ Ο Παναγιώτης, πριν προλάβει να βγάλει το μπουφάν του και να αφήσει στην κουζίνα, τις μπίρες που είχε πεταχτεί να αγοράσει από το ψιλικατζίδικο της Ασπασίας, έλαβε θέση μάχης στα δυο πρώτα σκαλοπάτια, αφενός για να υπερασπιστεί το γιο του, το ¨καμάρι του¨, όπως τον αποκαλούσε, μετά από εκείνο το βράδυ στο καφενείο, όπου τον ενημέρωσαν πως είδαν τον Περικλή, στην καφετέρια της πλατείας, μαζί με μια πανέμορφη, ξανθιά συμμαθήτριά του και, αφετέρου, για να υποστηρίξει για μια ακόμη φορά, το προφίλ του ανοικτόμυαλου, εκσυγχρονισμένου πατέρα, που με τόσο ζήλο καλλιεργούσε στη γειτονιά, από τότε που αποφάσισε να κατέβει υποψήφιος, στις επόμενες Δημοτικές Εκλογές, με το Προοδευτικό Κίνημα Αγίας Τριάδας.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΛΜΟΥ
Αγαπούσε τον άνεμο
Αγαπούσε τον άνεμο. Αγαπούσε τις συμμαχίες του μ’ εκείνο το φως των Εξαρχείων που περνούσε τα κυριακάτικα πρωινά ανάμεσα απ’ τις σκισμένες αφίσες απλώνοντας σκιές στους τοίχους της αφθονίας. Αγαπούσε τις μυρωδιές του τρίμμενου καφέ καθισμένος στα κατακάθια των πρωινών ονείρων των χνότων και των ελπίδων που λιάζονταν στις καφετέριες της πλατείας. Αγαπούσε εκείνες τις μυρωδιές που σκαρφάλωναν ως το Λόφο. Τη μεθούσαν καθώς τα μυριάδες φωτάκια της πόλης χόρευαν στα μάτια της. Αγαπούσε το φως και το γλυπτικό άγγιγμα του εκείνο που ζωγράφιζε το κορμί της. Απ’ το φως αναδύονταν η αγάπη της για τα λάθη κι εκείνη η παράλληλη σχέση της με το θρόισμα των φύλων, το άγγιγμα της βροχής, τις χοντρές ψιχάλες που έσταζαν απ’ τις σκισμένες σημαίες στα μπαλκόνια της επανάστασης.
Περπατούσε ανηφορικά στη Θεμιστοκλέους. Η γραφικότητα των χρόνων υψώνονταν στο τρίξιμο των κλειδώσεων στα παράθυρα των κτιρίων. Ζωγράφιζε την αρμονία στο περπάτημα της, μα στα μάτια της βυθιζόταν διαστροφή της αλήθειας. Κοίταξε αθόρυβα τις πλάκες του βρεγμένου δρόμου, το βλέμμα της σκαρφάλωνε στους γκριζαρισμένους τοίχους, στα ματωμένα τους γράμματα, στα συνθήματα που μοιάζουν να ζωντανεύουν στο χρόνο, στα χρώματα πινακίδων, στους περαστικούς. Ένας νέος κατέβαινε το δρόμο, τον κοίταξε επίμονα. Την κοίταξε κι εκείνος, χαμογέλασε, του χαμογέλασε και εκείνη. Απόλαυσε για μια στιγμή την ασφάλεια της μυστικής τους συνεννόησης και συνέχισε τον ασυλλόγιστο βηματισμό της.
DANA SEMITECOLO
Είμαι ο Τάκης και είμαι ποδήλατο
Είμαι ο Τάκης και είμαι ποδήλατο
Είμαι ο Τάκης και είμαι ποδήλατο. Μην απορείς, δεν είμαι ένα τυχαίο ποδήλατο. Είμαι το ποδήλατο του Νίκου. Γι’ αυτόν και για την παρέα του μιλάει αυτή η ιστορία που θα σου διηγηθώ και κάθε λέξη της, είναι αληθινή.
Το βρίσκεις παράλογο που μπορώ και σου γράφω; Δεν είναι! Απλά εσύ τα τελευταία χρόνια έχεις το πρόβλημα που ονομάζω «υπερβολική λογική» και ό,τι δεν εντάσσεται σε αυτήν, το θεωρείς «παραμύθια της Χαλιμάς».
Ξεπέρασε λοιπόν γρήγορα το όποιο σοκ και πάμε παρακάτω. Άλλωστε, κανείς γύρω σου δεν μπορεί να ξέρει πως αυτό που διαβάζεις είναι γραμμένο από ένα ποδήλατο. Αντιθέτως, εγώ ξέρω τα πάντα για το αφεντικό μου, τον Νίκο και τους φίλους του. Τον ακολουθούσα και τον ακολουθώ σχεδόν παντού και έχω ακούσει πολλά πράγματα. Όσα δεν ξέρω, μου τα έχουν πει τα άλλα ποδήλατα, των φίλων του, με το νι και με το σίγμα που λέτε κι εσείς.
Εκείνη τη περίοδο λοιπόν, πριν λίγα μόλις χρόνια, ήταν όλοι στη παρέα ενθουσιασμένοι με την νέα αγαπημένη τους συνήθεια που είχε έρθει να γεμίσει τις ώρες της βαρεμάρας τους: τα ταράτσα-πάρτι. Η ιδέα ενός τέτοιου πάρτι, είχε έρθει με απευθείας πτήση από το πουθενά, όταν ένα απογευματάκι απολάμβαναν τον καφέ τους και παραφιλοσοφούσαν, στο σπίτι του αφεντικού μου, στα Εξάρχεια. Εκεί που ακούγανε στο ραδιόφωνο ζωηρές μουσικές και χωρίς να το πολυκαταλάβουν, βρέθηκαν στην ταράτσα της πολυκατοικίας αγκαλιά με το ραδιόφωνο, να χορεύουν ξέφρενα και να πίνουν μπίρες. Αυτά το πάρτι συνήθως, κρατούσαν ένα δίωρο κι έτσι ξαφνικά όπως άρχιζαν, έτσι κι απότομα σταμάταγαν και όλοι επέστρεφαν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πιο σταθεροί θαμώνες στα ταράτσα-πάρτι, ήταν ο Νίκος, ο Γιάννης, η Άννα, η Σόνια, η Μαρία, ο Άλεξ, η Φωτεινή και ο Αντώνης όποτε ερχόταν από το νησί για να τους δει. Όλοι από το ίδιο νησί προερχόμενοι, κυνηγούσαν το μεγάλο τους όνειρο στις γειτονιές της Αθήνας. Ο καθένας με τον τρόπο του και με σταθερό μέσο το ποδήλατό του. Άλλοι στα Πανεπιστήμια, άλλοι στα ΙΕΚ, άλλοι σε ιδιωτικές σχολές. Όλοι όμως στο δρόμο για την απόκτηση "ενός χαρτιού", που έλεγαν κι οι γονείς τους, ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν στο μέλλον, μια δουλειά της προκοπής. Και πράγματι, στο μέλλον, βρέθηκε η "δουλειά της προκοπής" για τον καθένα, ανεξάρτητα από το πτυχίο, το δίπλωμα και το degree. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο, διαφορετικό κεφάλαιο.
Οι θαμώνες των πάρτι δεν ξεπερνούσαν τους δέκα γιατί έτσι είχε αποφασίσει η παρέα ότι ήθελε να γίνει. Το νούμερο δέκα ήταν ένα ευέλικτο σχήμα για ταράτσα-πάρτι, όπως έλεγε ο Άλεξ. Οι περισσότεροι από δέκα, θα έκαναν υπερβολική φασαρία. Βέβαια υπήρξαν φορές που ο αριθμός μειωνόταν, όμως ποτέ δεν άφηναν να αυξηθεί. Ήταν ένας άγραφος κανόνας της παρέας και αυτός. Το ποιοι και πότε θα συμμετείχαν δεν το προγραμμάτιζαν ποτέ. Απλά γινόταν. Αν τύχαινε κι ερχόταν κανείς, ενώ ο αριθμός είχε συμπληρωθεί τον έδιωχναν διακριτικά ή έπαιρνε τη θέση κάποιου που ετοιμαζόταν να φύγει λόγω κάποιας υποχρέωσης.
Το βρίσκεις παράλογο που μπορώ και σου γράφω; Δεν είναι! Απλά εσύ τα τελευταία χρόνια έχεις το πρόβλημα που ονομάζω «υπερβολική λογική» και ό,τι δεν εντάσσεται σε αυτήν, το θεωρείς «παραμύθια της Χαλιμάς».
Ξεπέρασε λοιπόν γρήγορα το όποιο σοκ και πάμε παρακάτω. Άλλωστε, κανείς γύρω σου δεν μπορεί να ξέρει πως αυτό που διαβάζεις είναι γραμμένο από ένα ποδήλατο. Αντιθέτως, εγώ ξέρω τα πάντα για το αφεντικό μου, τον Νίκο και τους φίλους του. Τον ακολουθούσα και τον ακολουθώ σχεδόν παντού και έχω ακούσει πολλά πράγματα. Όσα δεν ξέρω, μου τα έχουν πει τα άλλα ποδήλατα, των φίλων του, με το νι και με το σίγμα που λέτε κι εσείς.
Εκείνη τη περίοδο λοιπόν, πριν λίγα μόλις χρόνια, ήταν όλοι στη παρέα ενθουσιασμένοι με την νέα αγαπημένη τους συνήθεια που είχε έρθει να γεμίσει τις ώρες της βαρεμάρας τους: τα ταράτσα-πάρτι. Η ιδέα ενός τέτοιου πάρτι, είχε έρθει με απευθείας πτήση από το πουθενά, όταν ένα απογευματάκι απολάμβαναν τον καφέ τους και παραφιλοσοφούσαν, στο σπίτι του αφεντικού μου, στα Εξάρχεια. Εκεί που ακούγανε στο ραδιόφωνο ζωηρές μουσικές και χωρίς να το πολυκαταλάβουν, βρέθηκαν στην ταράτσα της πολυκατοικίας αγκαλιά με το ραδιόφωνο, να χορεύουν ξέφρενα και να πίνουν μπίρες. Αυτά το πάρτι συνήθως, κρατούσαν ένα δίωρο κι έτσι ξαφνικά όπως άρχιζαν, έτσι κι απότομα σταμάταγαν και όλοι επέστρεφαν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πιο σταθεροί θαμώνες στα ταράτσα-πάρτι, ήταν ο Νίκος, ο Γιάννης, η Άννα, η Σόνια, η Μαρία, ο Άλεξ, η Φωτεινή και ο Αντώνης όποτε ερχόταν από το νησί για να τους δει. Όλοι από το ίδιο νησί προερχόμενοι, κυνηγούσαν το μεγάλο τους όνειρο στις γειτονιές της Αθήνας. Ο καθένας με τον τρόπο του και με σταθερό μέσο το ποδήλατό του. Άλλοι στα Πανεπιστήμια, άλλοι στα ΙΕΚ, άλλοι σε ιδιωτικές σχολές. Όλοι όμως στο δρόμο για την απόκτηση "ενός χαρτιού", που έλεγαν κι οι γονείς τους, ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν στο μέλλον, μια δουλειά της προκοπής. Και πράγματι, στο μέλλον, βρέθηκε η "δουλειά της προκοπής" για τον καθένα, ανεξάρτητα από το πτυχίο, το δίπλωμα και το degree. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο, διαφορετικό κεφάλαιο.
Οι θαμώνες των πάρτι δεν ξεπερνούσαν τους δέκα γιατί έτσι είχε αποφασίσει η παρέα ότι ήθελε να γίνει. Το νούμερο δέκα ήταν ένα ευέλικτο σχήμα για ταράτσα-πάρτι, όπως έλεγε ο Άλεξ. Οι περισσότεροι από δέκα, θα έκαναν υπερβολική φασαρία. Βέβαια υπήρξαν φορές που ο αριθμός μειωνόταν, όμως ποτέ δεν άφηναν να αυξηθεί. Ήταν ένας άγραφος κανόνας της παρέας και αυτός. Το ποιοι και πότε θα συμμετείχαν δεν το προγραμμάτιζαν ποτέ. Απλά γινόταν. Αν τύχαινε κι ερχόταν κανείς, ενώ ο αριθμός είχε συμπληρωθεί τον έδιωχναν διακριτικά ή έπαιρνε τη θέση κάποιου που ετοιμαζόταν να φύγει λόγω κάποιας υποχρέωσης.
Ήμουν στον αύλειο χώρο του Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού ένα τέταρτο πριν από την καθορισμένη –σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο προσκλητήριο- ώρα έναρξης της γαμήλιας τελετής. Ήταν περισσότερο από βέβαιο ότι πιο βασανιστικά παρά ποτέ θα κυλούσαν τα τουλάχιστον τριάντα λεπτά ανιαρής αναμονής μέχρι την εμφάνιση της νύμφης. Η «βασίλισσα» εκείνης της βραδιάς, η Φαίη (εκ του Ευφροσύνη), απησχολείτο ως τηλεφωνήτρια στο Paparazzo, το εβδομαδιαίο περιοδικό που, αφότου ανέλαβα τη διεύθυνσή του, πρωτεύει σε κυκλοφορία, αναγνωσιμότητα και παροχή «υπηρεσιών» στις μεσημβρινές τηλεοπτικές εκπομπές.
Όχι, δεν είμαι το αποφώλιον τέρας που εκβιάζει καλλιτέχνες ή «καλλιτέχνες», μοντέλες και λοιπούς μαϊντανούς, για να εξασφαλίζει τις αποκλειστικές και συνταρακτικές «ειδήσεις», όπως διαλαλούν οι κακεντρεχείς και φθονεροί ανταγωνιστές μου.
Απλώς, ξέρω (από ένστικτο;) τι θέλει η κοινή γνώμη. Πιάνω τον παλμό της. «The PULSE», όπως λέω, για να θυμίζω -στον εαυτό μου πρωτίστως- ότι είμαι δεινός χειριστής της γλώσσας του Σαίξπηρ.
Έλεγα νωρίτερα πως η Φαίη απησχολείτο στο περιοδικό ως τηλεφωνήτρια. Απησχολείτο, τρόπος του λέγειν. Γιατί κατά κανόνα απασχολούσε το τηλεφωνικό κέντρο με τις προσωπικού περιεχομένου κλήσεις της στους γονείς, στην αδελφή, στη φιλενάδα και κυρίως στον γκόμενο. Όχι αυτόν που σε λίγο θα αλυσόδενε ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Αναχωρώντας από την Εκάλη λίγο μετά τις οκτώ, εκείνο το σαββατιάτικο δειλινό, υπολόγιζα ότι θα έφθανα στο κέντρο της Αθήνας περίπου μία ώρα αργότερα, δηλαδή αφού θα είχε παρέλθει το δεκαπεντάλεπτο κατά το οποίο ο δυστυχής γαμπρός περιμένει τη νύμφη με την ανθοδέσμη ανά χείρας και φέροντας το χαμόγελο της αμηχανίας, δηλωτικό του άγχους και ενίοτε του εκνευρισμού για το στήσιμο.
Οι γυναίκες είναι συνεπέστατες στα ραντεβού τους μέχρι τον υμέναιο, ακόμη και οι απειροελάχιστες για τις οποίες ο υμένας δεν είναι μόνο μια ανάμνηση… Ωστόσο, ο υπολογισμός μου απεδείχθη λανθασμένος, επειδή μου διέφυγε ότι μεσούντος του θέρους η Αθήνα είναι άδεια και, συνεπώς, άδειες είναι και οι οδοί της. Σύντομα ήμουν στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.
Ναι, βρήκα αμέσως θέση να παρκάρω. Αύγουστος γαρ. Την αρχική ικανοποίηση ότι απέφυγα την κατεξοχήν ταλαιπωρία των εν Αθήναις οδηγών, διαδέχθηκε η απογοήτευση, όταν συνειδητοποίησα ότι, για να φθάσω στον Ναό, έπρεπε να ανεβώ 99 σκαλοπάτια. Αμέσως, ανακάλεσα στη μνήμη μου την χιτσκοκική ταινία «Τα 39 Σκαλοπάτια» και ο συνειρμός του θρίλερ ήταν αυτονόητος. Ωστόσο, μόλις πάτησα το τελευταίο σκαλοπάτι, οι ελκυστικές εικόνες που αντίκρισα με αντάμειψαν και ανέσυραν στην επιφάνεια τον επίδοξο ποιητή που από παιδί κρύβω εντός μου.
Ο Φαέθων, σε πείσμα του μύθου, οδηγούσε καλά το άρμα του πατέρα του, Ήλιου, και το έστελνε ορμητικά εκεί στη Δύση, για να το κρύψει κάτω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα. Οι εναλλαγές των χρωμάτων στον ουράνιο θόλο μετέβαλαν το ανθρώπινο μάτι σε ένα έκπληκτο λόγω ευχαρίστησης φασματοσκόπιο. Για έναν πιστό ακόλουθο του Βάκχου, όπως εγώ, το ηλιακό κίτρινο φάνταζε σαν το χρώμα της ξανθής μπίρας, που έδινε τη σειρά του στο κόκκινο της μοναστηριακής.
Από τη βορινή πλευρά του Ναού έβλεπα πανοραμικά το κέντρο της πόλης. Την Πανεπιστημίου, από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια, κι από αριστερά μού φανερώνονταν, νοσταλγικά, οι συνοικίες της Αθήνας στις οποίες σύχναζα στα χρόνια τα φοιτητικά: Η περιοχή «όπισθεν Χίλτον», όπως έγραφαν παλαιότερα οι μικρές αγγελίες για να δελεάσουν τον ενοικιαστή, και το Παγκράτι. Και λίγο πιο δεξιά τους ο Ιερός Βράχος με τη λάμψη του τεχνητού φωτισμού μα κυρίως με την αυθεντική λάμψη του κάλλους και της δόξας του. Και τα τετράτροχα στους δρόμους πέρα δώθε. «Ας λένε ό,τι θέλουν για την Αθήνα», μονολόγησα και πρόσθεσα: «I love the PULSE of city life». Όπως το λέτε κι εσείς εδώ (παραφράζω τη Γεωργία Βασιλειάδου σαν «Θεία απ΄ το Σικάγο»), «αγαπώ τη ζωντάνια της πόλης». Αυτής της πόλης, που μας κρατάει εκούσιους δεσμώτες.
Την ονειροπόληση διέκοψε απότομα η συναίσθηση του λόγου για τον οποίο βρισκόμουν λίγο πιο κάτω από την κορυφή του Λυκαβηττού. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον, όχι κατ’ ανάγκην εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας, έφιδρο γαμπρό. Στην έκδηλη αμηχανία του προσετέθη και η δική μου, του προσκεκλημένου. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων (η Φαίη δεν ήταν και ο συμπαθέστερος των ανθρώπων στο Paparazzo), περιέφερα τη σακούλα που περιείχε το δώρο. Μια σακούλα από καθορισμένο –σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο προσκλητήριο- κατάστημα, στο οποίο οι μελλόνυμφοι είχαν ανοίξει «λίστα γάμου».
Όχι, δεν είμαι το αποφώλιον τέρας που εκβιάζει καλλιτέχνες ή «καλλιτέχνες», μοντέλες και λοιπούς μαϊντανούς, για να εξασφαλίζει τις αποκλειστικές και συνταρακτικές «ειδήσεις», όπως διαλαλούν οι κακεντρεχείς και φθονεροί ανταγωνιστές μου.
Απλώς, ξέρω (από ένστικτο;) τι θέλει η κοινή γνώμη. Πιάνω τον παλμό της. «The PULSE», όπως λέω, για να θυμίζω -στον εαυτό μου πρωτίστως- ότι είμαι δεινός χειριστής της γλώσσας του Σαίξπηρ.
Έλεγα νωρίτερα πως η Φαίη απησχολείτο στο περιοδικό ως τηλεφωνήτρια. Απησχολείτο, τρόπος του λέγειν. Γιατί κατά κανόνα απασχολούσε το τηλεφωνικό κέντρο με τις προσωπικού περιεχομένου κλήσεις της στους γονείς, στην αδελφή, στη φιλενάδα και κυρίως στον γκόμενο. Όχι αυτόν που σε λίγο θα αλυσόδενε ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Αναχωρώντας από την Εκάλη λίγο μετά τις οκτώ, εκείνο το σαββατιάτικο δειλινό, υπολόγιζα ότι θα έφθανα στο κέντρο της Αθήνας περίπου μία ώρα αργότερα, δηλαδή αφού θα είχε παρέλθει το δεκαπεντάλεπτο κατά το οποίο ο δυστυχής γαμπρός περιμένει τη νύμφη με την ανθοδέσμη ανά χείρας και φέροντας το χαμόγελο της αμηχανίας, δηλωτικό του άγχους και ενίοτε του εκνευρισμού για το στήσιμο.
Οι γυναίκες είναι συνεπέστατες στα ραντεβού τους μέχρι τον υμέναιο, ακόμη και οι απειροελάχιστες για τις οποίες ο υμένας δεν είναι μόνο μια ανάμνηση… Ωστόσο, ο υπολογισμός μου απεδείχθη λανθασμένος, επειδή μου διέφυγε ότι μεσούντος του θέρους η Αθήνα είναι άδεια και, συνεπώς, άδειες είναι και οι οδοί της. Σύντομα ήμουν στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.
Ναι, βρήκα αμέσως θέση να παρκάρω. Αύγουστος γαρ. Την αρχική ικανοποίηση ότι απέφυγα την κατεξοχήν ταλαιπωρία των εν Αθήναις οδηγών, διαδέχθηκε η απογοήτευση, όταν συνειδητοποίησα ότι, για να φθάσω στον Ναό, έπρεπε να ανεβώ 99 σκαλοπάτια. Αμέσως, ανακάλεσα στη μνήμη μου την χιτσκοκική ταινία «Τα 39 Σκαλοπάτια» και ο συνειρμός του θρίλερ ήταν αυτονόητος. Ωστόσο, μόλις πάτησα το τελευταίο σκαλοπάτι, οι ελκυστικές εικόνες που αντίκρισα με αντάμειψαν και ανέσυραν στην επιφάνεια τον επίδοξο ποιητή που από παιδί κρύβω εντός μου.
Ο Φαέθων, σε πείσμα του μύθου, οδηγούσε καλά το άρμα του πατέρα του, Ήλιου, και το έστελνε ορμητικά εκεί στη Δύση, για να το κρύψει κάτω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα. Οι εναλλαγές των χρωμάτων στον ουράνιο θόλο μετέβαλαν το ανθρώπινο μάτι σε ένα έκπληκτο λόγω ευχαρίστησης φασματοσκόπιο. Για έναν πιστό ακόλουθο του Βάκχου, όπως εγώ, το ηλιακό κίτρινο φάνταζε σαν το χρώμα της ξανθής μπίρας, που έδινε τη σειρά του στο κόκκινο της μοναστηριακής.
Από τη βορινή πλευρά του Ναού έβλεπα πανοραμικά το κέντρο της πόλης. Την Πανεπιστημίου, από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια, κι από αριστερά μού φανερώνονταν, νοσταλγικά, οι συνοικίες της Αθήνας στις οποίες σύχναζα στα χρόνια τα φοιτητικά: Η περιοχή «όπισθεν Χίλτον», όπως έγραφαν παλαιότερα οι μικρές αγγελίες για να δελεάσουν τον ενοικιαστή, και το Παγκράτι. Και λίγο πιο δεξιά τους ο Ιερός Βράχος με τη λάμψη του τεχνητού φωτισμού μα κυρίως με την αυθεντική λάμψη του κάλλους και της δόξας του. Και τα τετράτροχα στους δρόμους πέρα δώθε. «Ας λένε ό,τι θέλουν για την Αθήνα», μονολόγησα και πρόσθεσα: «I love the PULSE of city life». Όπως το λέτε κι εσείς εδώ (παραφράζω τη Γεωργία Βασιλειάδου σαν «Θεία απ΄ το Σικάγο»), «αγαπώ τη ζωντάνια της πόλης». Αυτής της πόλης, που μας κρατάει εκούσιους δεσμώτες.
Την ονειροπόληση διέκοψε απότομα η συναίσθηση του λόγου για τον οποίο βρισκόμουν λίγο πιο κάτω από την κορυφή του Λυκαβηττού. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον, όχι κατ’ ανάγκην εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας, έφιδρο γαμπρό. Στην έκδηλη αμηχανία του προσετέθη και η δική μου, του προσκεκλημένου. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων (η Φαίη δεν ήταν και ο συμπαθέστερος των ανθρώπων στο Paparazzo), περιέφερα τη σακούλα που περιείχε το δώρο. Μια σακούλα από καθορισμένο –σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο προσκλητήριο- κατάστημα, στο οποίο οι μελλόνυμφοι είχαν ανοίξει «λίστα γάμου».