Χαρακτική Μανόλη Γιανναδάκη |
Στην τοπική μας αγιογραφική παράδοση και κυρίως στην δημιουργία των δύο μας μεγάλων πιτόρων, του Κουτούζη και του Καντούνη, ο Θεός - Πατέρας εικονίζεται και παριστάνεται σαν ένας σεβάσμιος και σοφός γέρος. Ιδιαίτερα στην εικόνα της Αγίας Τριάδας κατέχει την δεξιά θέση, δίπλα στον κρατούντα την γη και τον λυτρωτικό σταυρό του ημίγυμνο Υιό -τα Επτάνησα δεν ήταν ποτέ σεμνότυφα- έχοντας πάνω τους το, «εν είδει περιστεράς», Άγιο Πνεύμα και κρατά το σκήπτρο της απόλυτης εξουσίας του. Σχετικά καλλιτεχνήματα σώθηκαν από την μεγάλη καταστροφή του Αυγούστου του 1953 και φυλάσσονται σήμερα τόσο στο νέο μας Μουσείο, της πλατείας Σολωμού, όσο και σε πάμπολλες εκκλησίες του νησιού μας. Το απόλυτα δίκαιο και με ουράνια ισότητα ιστορημένο τρίγωνο της κεφαλής του τονίζει ακόμα περισσότερο την δικαιοσύνη του και τα ολόλευκά του γένια, την δίχως αμφισβήτηση, εκ φύσεως, σοφία του. Υπάρχουν, επίσης, και άλλες παραστάσεις, όπως σε μερικές περιπτώσεις αυτή του Ευαγγελισμού ή της Βάπτισης, που ο πρώτος των τριών, αλλά και ο προϋπάρχων της όλης δημιουργίας, διαφαίνεται και ιστορείται και πολλές φορές τον παριστάνουμε και ανάγλυφο, όπως σε κάποιες ξυλόγλυπτες καθέδρες διαπιστώνουμε, να ευλογεί την κάτωθέν του εικόνα της Παναγίας συνήθως, αλλά και πολλών Αγίων.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, στην ορθόδοξη, ανατολική εκκλησία είναι απαράδεκτο. Σκληροπυρηνικοί, μάλιστα, θεολόγοι, ερμηνεύοντας κατά γράμμα τα πάντα, το θεωρούν ασυζητητί αμαρτία. Και αυτό επειδή ισχυρίζονται - και φαινομενικά ίσως έχουν δίκιο - πως κανένας δεν έχει ποτέ δει το Θεό και γι’ αυτό δεν πρέπει να ζωγραφίζεται. Δογματική αλήθεια, βέβαια, μα για έναν Επτανήσιο και δη Ζακυνθινό ο κανόνας πάντα ήταν -και θα έπρεπε να είναι- η μη τήρηση του κανόνα. Η εικόνα της Αγίας Τριάδας, ως εκ τούτου, γι’ αυτούς, τους μη Ιόνιους, είναι η προεικόνιση του γεγονότος και συγκεκριμένα η φιλοξενία των τριών Αγγέλων από τον Αβραάμ.
Πώς σου ήρθε, αλήθεια, θα μου πείτε, μες στο γιορταστικό κλίμα του Δωδεημέρου, που ζούμε και παραμονές Πρωτοχρονιάς, να θυμηθείς όλα αυτά, που αν τα επιθυμούσες επίκαιρα, κάπου εκεί κατά τις αρχές του Καλοκαιριού, στο εορταστικό και τουριστικό τελευταία τριήμερο της Πεντηκοστής θα έπρεπε να τα σκεφτείς και να μας τα επισημάνεις;
Δεν έχετε άδικο, θα σας απαντήσω, μα πάντα η μορφή του Άναρχου Πατέρα, όπως η δική μου παράδοση και ιδιοσυγκρασία τον έχει αποτυπώσει στην παιδική μου μνήμη, άρα και στην προσωπικότητά μου, θυμίζει τον χρόνο και μ’ αυτόν ταυτίζεται. Έτσι κλείνοντας το 2010 και περιμένοντας το 2011, σε αναμονή μιας αρχιχρονιάς, ο «φθονερός γέρων» του συντοπίτη μας του Ανδρέα Κάλβου, έχει την τιμητική του και για να μην μας φέρει θλίψη το κύλισμά του, τον επαναφέρουμε σαν Θεό δίχως φθόνο.
Είναι αλήθεια πως ποτέ δεν μου άρεσε η Πρωτοχρονιά, ακόμα και όταν ήμουν μικρός και αυτήν την μέρα μου έκαναν τους μποναμάδες. Ιδιαίτερα το απόγευμα της γιορτής, που «τελείωνε με την μπάντα», είχε μια μεγάλη θλίψη και ένα παράξενο βάρος. Έκρυβε μια μοναξιά και μια μουντάδα.
Τα Χριστούγεννα, που είχαν προηγηθεί, ήταν, αναμφίβολα, το κάτι άλλο. Είχαν φως, ζεστασιά, θαλπωρή, μελωδία και προπάντων ελπίδα. Το ίδιο και τα Φώτα, που ακολουθούσαν. Σ’ αυτήν την γιορτή υπήρχε μυστήριο, εξαγνισμός, διαφορετικότητα και το φως παντού, όχι μόνο λόγω ονόματος, αλλά και αυξανόμενο κάθε που νύχτωνε ή και το πρωί, που ξυπνούσα και το ξανάβρισκα, εισερχόμενο από τις γρίλιες.
Το ενδιάμεσό τους, η αρχή της νέας χρονιάς, ήταν ημέρα ετερόφωτη στην άγουρη αφέλειά μου και μια δίχως αιτία φασαρία. Τηγανίτες, ημερολόγια, μπαλόνια, κάλαντα (με μαντολίνα και κιθάρες και όχι με τριγωνάκια), ευχές, τυχερά παιγνίδια, μα τίποτα καινούργιο δεν μου φαινόταν να ερχόταν, ούτε καταλάβαινα πως κάτι άλλαζε, όπως για παράδειγμα τον Μάρτη, που εφήβευε η Άνοιξη ή τον Σεπτέμβρη, που παρά την θέλησή μου, τέλειωναν οι διακοπές και ξεκινούσαν τα σχολεία.
Έτσι την ημέρα αυτή, αιρετικός, όπως πάντα, την φανταζόμουν σαν τον προχωρημένης ηλικίας χρόνο, που έχασκε πάνω από τα κεφάλια μας σε όλες τις τάξεις του σχολείου του Άμμου, σε κάποιον χάρτη, ο οποίος έκανε παρέα στους ήρωες του '21 και στα φυτά και τα ζώα, που πιστεύαμε πως διακοσμούσαν τους τοίχους και έκαναν καλύτερη την μαθητική ζωή μας, με τις γαλανόλευκες ετικέτες και τα πολλά «ζήτω».
Μπέρδευα, επίσης, τότε ή πιο σωστά από τότε, την μορφή εκείνη του χάρτη με την άλλη, που γονατισμένος πάνω σε φρεσκοκομμένες μερτίες, οι οποίες μύριζαν μεθυστικά, δίπλα στην κατασυγκινημένη νόνα μου, γεμάτος από πλήξη, έβλεπα να λιτανεύεται πανηγυρικά και να μπαίνει στο τετράποδο, αλλάζοντας μιαν άλλη με μια αντρική φιγούρα στο κάτω μέρος, που υπήρχε φυλακισμένη, σε μια στενότητα, ποδοπατούμενη από δώδεκα γενειοφόρους.
Αργότερα έμαθα πως αυτός ο τελευταίος ήταν ο κόσμος και αναρωτιόμουν από τότε ποιος τον είδε και γιατί τον απεικόνισε, επειδή ακόμα πιστεύω πως είναι σφαιρικός ή έστω σαν καρβέλι χωριάτικο ψωμί, όπως μας έλεγε η δασκάλα μας στο Δημοτικό και ουδέποτε είχε μορφή ανθρώπινη.
Λίγο αργότερα έμαθα να ταυτίζω τον χρόνο με τον Κρόνο, μα όχι επιπόλαια και αυθαίρετα, σαν τον Παλαιό των Ημερών, τον οποίο μπέρδευα με την γεροντική μορφή του χάρτη. Ήταν τότε που ο μύθος γινόταν πραγματικότητα. Τότε που ο φοβερός πατέρας έτρωγε τα παιδιά του. Παρ’ όλ’ αυτά ποτέ δεν τα είχα καλά μαζί του. Αυτός συνέχιζε να μεγαλώνει αγέραστα και εγώ δεν διάβαζα τα επισκεπτήριά του..
Πρόσφατα ο χρόνος επανήλθε στη ζωή μου ή πιο σωστά στη αληθινή γειτονιά μου. Εκεί στην οδό «Φωσκόλου», όπου μεγάλωσα και επηρεάστηκα, τ’ όνομά του το επανέφερε ένας ζεστός και πολιτισμένος χώρος, ο οποίος, σεβόμενος την επωνυμία και την ιστορία του δρόμου, που όντως «είχε τη δική του ιστορία», γραμμένη λιγότερο με μπογιά και περισσότερο ανεξίτηλα, προσπαθεί να τον νικήσει με καλαισθησία ή - για να μην κρυβόμαστε πίσω από το μικρό μας δαχτυλάκι - να τον κάνει ν’ αργοπορήσει, καλυτερεύοντας την καθημερινότητά μας. Έτσι μπορείς πια να φας ή να πιεις τον καφέ ή το τσάι σου στον «Χρόνο», καινοποιώντας τον.
Πρωτοχρονιά, λοιπόν, σε λίγες μέρες και ο νέος ενιαυτός, νηπιάζων, βρίσκεται μπρος από την πόρτα μας, όχι σαν έκθετο, μα πιθανόν σαν ένας άλλος άνθρωπος υποσχόμενος. Πιστεύουμε πως κάτι καινό, καλύτερο θα φέρει «το νέον έτος» και πως το παλιό θα περάσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, σαν μια κακή ανάμνηση και ένας περασμένος εφιάλτης. Γι’ αυτό οι ευχές, οι χαρές και οι προσδοκίες. Γι’ αυτό οι πυροβολισμοί της αλλαγής.
Παλιότερα στο νησί μας, τέτοιες μέρες, κυκλοφορούσαν ειδικές, σατιρικές εφημερίδες με «μπουναμάδες». Στίχους δηλαδή, που στόλιζαν κυριολεκτικά, παρότι εντός εισαγωγικών, τα δημόσια πρόσωπα του τόπου μας και προ πάντων τους πολιτικούς μας. Ήταν μια προσπάθεια εξορκισμού του χρόνου με το πολυτιμότερο όπλο του πολίτη του τόπου, την έφεσή του στην ρίμα και την «ποιητική», ποιοτική κριτική.
Μικρός θυμάμαι τον αξέχαστο Σπύρο Μαρίνο - Μισοπούλη να κρατά στο χέρι το «Αγκάθι» του και να το πουλά στις γωνίες της Πλατείας Ρούγας και κυρίως σ’ αυτήν που σχηματίζεται με την διασταύρωσή της με την δικιά μου, την Διονυσίου Στεφάνου, που δεν υπέστη καμιά επίφοβη αλλαγή από την πρόσφατη λαίλαπα της ονοματοδοσίας των οδών, εκτός του ότι, σαν σε στρατολογικό ή άλλο δημόσιο κατάλογο, μπήκε μπρος το επώνυμο και ύστερα το όνομα. Μου άρεσε εκείνη η μορφή και ήταν μια πρωτοχρονιάτικη φιγούρα, δίχως την ψεύτικη προσδοκία. Ένας τζαντιώτης Αϊ - Βασίλης. Πιστεύω πως ήταν και μια αντίσταση στην φθορά του χρόνου.
Τώρα οι εφημερίδες αυτές χάθηκαν, μαζί με τους δημιουργούς και τους αναγνώστες τους. Η Ζάκυνθος ριζικά αλλάζει, χάνοντας υπόσταση και ταυτότητα. Ο χρόνος, πάντως, επιμένει να τρέχει επιζήμια για την φθαρτότητά μας και ωφέλημα για την ανθρωπότητα.
Δεν μπορούμε να τον δαμάσουμε, μα γίνεται να τον βελτιώσουμε. Ο νέος που σε λίγο αρχίζει, ας είναι τουλάχιστον λίγο καλύτερος από αυτόν που φεύγει. Ο πολιτισμός και η ποιότητα μπορούν να τον θεμελιώσουν έτσι, όπως τον προσδοκάμε.
Φίλοι και φίλες, «καλή χρονιά».