ἤ,
Τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα ἡ πνευματικὴ
ἀναψυχή
Στὴν
ἀξιότιμη κυρία Μαρία Κοτοπούλη, ταπεινὸ
εὐχετήριο γιὰ τὰ ὀνομαστήριά της
Βομβαρδισμένος
καθὼς εἶναι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ
λέξεις κι ἔννοιες περίεργες, ὅπως π.
χ. οἰκονομικὸ κράχ, Grexit,
Capital controls,
μνημόνια, φορολογικὲς διατάξεις καὶ
ἕνα σωρὸ ἀκόμη οἰκονομοτεχνικοὺς
ὅρους, νομίζει ὅτι ἀσφυκτιᾶ καὶ ὅτι
κυριολεκτικὰ τοῦ κόβεται ἡ αἰσιοδοξία
καὶ ἡ προοπτικὴ γιὰ ζωή καὶ δημιουργία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ καταφεύγει ὕστερα σὲ
διάφορες ἀγωγὲς καὶ ψυχοφαρμακευτικὲς
συνδρομές, ὥστε νὰ ξαναβρεῖ -ἔστω καὶ
μὲ δεκανίκια- τὴν ἡρεμία του. Μιὰ
ἡρεμία ὡστόσο ἀμφίβολη, ἀφοῦ πάντα
θὰ ὑπάρχουν οἱ εὐκαιρίες ἐκεῖνες
ποὺ θὰ τοῦ ἀποσυντονίζουν τὴν διάθεση
καὶ θὰ τοῦ καῖνε τὴν ψυχή.
Μάλιστα,
ἄν λάβει ὑπόψιν του κάποιος καὶ τοὺς
ἐξωτερικοὺς μετεωρολογικοὺς καύσωνες,
ποὺ ἀφαιροῦν κάθε ἰκμάδα ἀπὸ τὸ
εἶναι, ἰδιαίτερα γιὰ τὸν κάτοικο τῶν
ἀστικῶν κέντρων, τότε διαπιστώνεται
ἀκόμα περισσότερο τὸ πόση ἀνάγκη ἔχει
ὁ ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μας γιὰ μιὰ
ἀναζήτηση ἀναψυχῆς, δρόσου δηλαδὴ
ούσιαστικῆς καὶ μόνιμης, ποὺ θὰ
ἀποδιώξει τὰ ὁποιαδήποτε «νέφη τῶν
λυπηρῶν» καὶ τὴν ἀπελπισία ποὺ
προέρχεται «ἐκ τῶν δεσμῶν
τῶν τοῦ ᾅδου». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία,
ἐπιθυμώντας νὰ μεταποιήσει τὶς λέξεις
τῆς καθημερινότητας, ποὺ συνθλίβουν
τὴν ψυχὴ σὲ βιώματα χαρισματικὰ καὶ
ἰαματικά, καλεῖ κάθε βράδυ, τώρα τὸν
Δεκαπεντάυγουστο τοὺς ὅποιους πιστοὺς
ἐπιθυμοῦν νὰ μετάσχουν
στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς τῶν
Παρακλήσεων, ποὺ ὡς ἄλλες προσευχὲς
ἀναπέμπονται στὴν Κυρία Θεοτόκο. Τὴν
Παναγία μας, ποὺ ἀναμφίβολα τὴ νοιώθουμε
νὰ εἶναι ἡ Μήτηρ τῆς Ζωῆς: παναπεῖ
τῆς αἰσιοδοξίας, τῆς προστασίας, τῆς
γαλήνης: Ἀγαθῶν ποὺ μέσα στὴν
καθημερινότητα ὅλο καὶ ἐκλείπουν,
ὅπως ἐκλειπει ἡ ἀνθρωπιά, ἡ συναντίληψη
κι ἡ ἀλληλοεκτίμηση στὶς διαπροσωπικὲς
σχέσεις.
Κάθε
ἀπόβραδο, λοιπόν, ὅλοι ἐμεῖς ποὺ
καταφεύγουμε στὴν ἀνύστακτη παραμυθία
Της, ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ ἀστείρευτο
πηγάδι τῶν οἰκτιρμῶν Της δροσισμὸ
καὶ κατάνυξη. Ναί, τὰ ἔχουμε ἀνάγκη
αὐτὰ τὰ ἀγαθά, ποὺ τὰ στολίζουν οἱ
εὐωδιὲς τοῦ βασιλικοῦ καὶ γιασεμιοῦ
καὶ τοῦ θυμίαματος. Γιατὶ μὲ λέξεις
ποὺ αἰῶνες τώρα φτερουγίζουν τέτοιες
ὦρες πανίερες μέσα στοὺς χωνεμένους
στὸ δειλινὸ τὸ φῶς ναοὺς νοιώθουμε
νὰ μᾶς ραντίζει δρόσος οὐρανιος:
«Τὸν
ποταμόν, τὸν γλυκερόν τοῦ ἐλέους
σου, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα,
τὴν παναθλίαν καὶ ταπεινήν, πάναγνε
ψυχήν μου, τῶν συμφορῶν καί τῶν
θλίψεων, καμίνῳ φλογισθεῖσαν, μεγαλύνω
κηρύττω, καὶ προστρέχω τῇ σκέπῃ σου
σῶσον με»
Αἰῶνες
οἱ πατέρες μας γεύτηκαν παράλληλα
μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ νηστεία καὶ τὴ
συνδρομὴ τῶν λόγων πού, ὡς ἄλλοι
προσεγμένοι καὶ δουλεμένοι μὲ προσοχὴ
καὶ προσευχή λίθοι, ὕψωσαν τὸ ἄσειστο
οἰκοδόμημα τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων.
Γιατὶ «στοὺς ἱκετήριους ἤ παρακλητικοὺς
Κανόνες στρέφεται
ἱκετευτικὰ ὁ λόγος, ἐπικλητικὰ καὶ
παρακλητικά, ὡς ἐκζήτηση ἔμπονη
βοηθείας πρὸς ἐπίτευξη τῆς προσδοκώμενης
θεραπείας» (Καθηγητὴς π. Νικόδημος
Σκρέττας).
Ἔτσι συμπλέκονται στὰ κείμενα αὐτὰ
ἡ ἐκτενὴς δέηση μὲ τὴν ἐξομολόγηση,
ἀλλὰ καὶ ἡ δοξολογία μὲ τὴν ἔκφραση
εὐγνωμοσύνης.
«Πῶς
ἐξειπεῖν, σοῦ κατ' ἀξίαν δυνήσομαι,
τοὺς ἀμέτρους, οἰκτιρμοὺς ὦ Δέσποινα,
τοὺς τὴν ἐμὴν πάντοτε ψυχήν, δεινῶς
πυρουμένην, ὡς ὕδωρ περιδροσίσαντας;
Ἀλλ' ὢ τῆς σῆς προνοίας, καί τῆς
εὐεργεσίας, ἧς ἀφθόνως αὐτὸς
παραπήλαυσα»!
Οἱ
λέξεις μετασχηματίζονται σὲ δροσεροὺς
ἀνασασμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς
λειμῶνες τοὺς ἀθάνατους τῆς
Κεχαριτωμένης. Λὲς κι εἶναι μυρωμένο
μελτέμι ἀπὸ ἁρμύρα καὶ πεῦκο, ποὺ
παραμερίζει τῶν παθῶν μας τὸν τάραχον
καὶ τῶν ἐφιαλτικῶν λέξεων τὶς ἔννοιες
καὶ σκιές.
Τώρα
πιὰ ξέρουμε γιατὶ ζοῦμε. Καταλαβαίνουμε
τὴν ματαιότητα τῆς ἐφημερίας μας καὶ
στεκόμαστε στὸ κατώφλι Της, ὅπως τὰ
παλιὰ τὰ θερινὰ τὰ ἀπόβραδα κάθονταν
οἱ νοικοκυρὲς τὸ κατώφλι γιὰ ν᾿
ἀπολάψουν τὴ δροσιὰ ποὺ βημάτιζε μὲ
τὸ πρῶτο σκοταδι, καὶ Τῆς ξαναθυμίζουμε:
«Προστάτιν
σε τῆς
ζωῆς
ἐπίσταμαι,
καὶ
φρουρὰν
ἀσφαλεστάτην,
παρθένε,
τῶν
πειρασμῶν διαλύουσαν
ὄχλον, καὶ ἐπηρείας δαιμόνων ἐλάυνουσαν,
καὶ δέομαι διαπαντός, ἐκ φθορᾶς τῶν
παθῶν μου ρυσθῆναί
με». Ἀμήν.
Δεκαπενταύγουστος
2015