© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ;


Στὶς θαυμάσιες καὶ πολὺ ζωντανὲς ἴσαμε σήμερα «Εἰκόνες» του ὁ Σκιαθίτης λόγιος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης μᾶς διασώζει τὸν γνήσια παραδοσιακὸ τρόπο τῶν εἰσοδίων τοῦ Νέου Χρόνου στὸν τόπο του, στὴ γείτονα δηλαδή, Σκιάθο, κάτι ποὺ στὶς μέρες μας πάει νὰ ξεχαστεῖ -ἄν δὲν ἔχει, δηλαδή, συμβεῖ κι αὐτό. 

Ὡστόσο, παράλληλα μὲ τὶς νοσταλγικὲς ἐκεῖνες Εἰκόνες καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε καὶ κάποιες ἄλλες, λίγο νεώτερες, ἀσφαλῶς, ἀπὸ τὶς προηγούμενες, ἀλλὰ τόσο ἐντυπωσιακές, ἰδιαίτερα σήμερα,  ποὺ ἔχουμε χάσει τὸ νόημα τῆς Γιορτῆς καὶ παλινωδοῦμε, ἀντιγράφοντας ξένες συνταγὲς, ἀγνωστες καὶ ἀταίριαστες μὲ τὴ δικιά μας παράδοση. Κι ὅπως καταλαβαίνει ὁ καθένας, ὁ λόγος γίνεται γιὰ τὶς νέες συνήθειες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα κι ἐδῶ στὸ νησί μας, ποὺ θέλοντας καὶ μὴ «περιμένουν» τὸ Νέο Χρόνο,  μόλις τὸ πεῖ ἡ τηλεόραση ἤ τὸ ραδιόφωνο γύρω στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα. Κι αὐτὸ, ὄχι χωρὶς τὸ ἀπαραίτητο «ἑορταστικὸ» πρόγραμμα, τὸ ὁποῖο διακόπτεται πρὸς χάριν τῆς «εἰδήσεως» τῆς ἐλεύσεως τοῦ Νέου Χρόνου. Μάλιστα, στὶς μεγάλες πόλεις ἔχει καθιερωθεῖ νὰ πηγαίνουν, ὅσοι ἀσφαλῶς τὸ ἐπιθυμοῦν,  σὲ νυκτερινὲς ἱερὲς ἀκολουθίες ποὺ τελοῦνται σὲ κάποιους ναούς, ὥστε ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Νέου Ἐνιαυτοῦ νὰ τοὺς βρεῖ στὸ ναὸ προσευχομένους. 

Κι ὅμως γιὰ μᾶς τοὺς παλιότερους, ποὺ ἔχουμε κάποια ἡλικία καὶ συνάμα ἔχουμε ζήσει σὲ ἄλλες ἐποχὲς καὶ χρόνους κι ἔχουμε βιώσει καταστάσεις ἁπλότητας καὶ παραδοσιακῶν ἀρχῶν, ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ παραπάνω μᾶς φαίνονται παράξενα κι ἄνοστα. Γιατὶ δὲν ἔχουν μέσα τους τὴν ὀμορφιὰ ἐκείνων τῶν γιορτῶν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ τὸν διαλαλοῦσαν τὰ παιδιὰ ἀποβραδίς μὲ τὴν «Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά» καὶ βίωναν τὴν ἔλευσή του, μαζὶ μὲ κείνη τοῦ Νέου Χρόνου, δηλαδή,  τὸ πρωΐ, στὴν ἐκκλησιά, ὅπου εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, «Χρόνια πολλά, καλὴ χρονιά». 

Στὶς μέρες μας δυστυχῶς τὰ πραγματα ἄλλαξαν πολύ. Καὶ μάλιστα, ὄχι μονάχα ἄλλαξαν, ἀλλὰ καὶ μπερδεύτηκαν τόσο, ποὺ τελικὰ δὲν ξέρεις πότε ἔρχεται αὐτὸς ὁ «Ἁη Βασίλης»: Τὰ Χριστούγεννα ἤ στὴ γιορτή του, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν Πρωτοχρονιά. Γιατί, γιὰ ἐμπορικοὺς καθαρὰ λόγους «φέρνουν» τὸν «Ἁη-Βασίλη»1 παραμονὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα τόσο παραλλαγμένο, ποὺ ὄντως μᾶς ξενίζει πολὺ ἐμᾶς τοὺς παλιοτερους. Δὲ μιλῶ ἐδῶ γιὰ καμινάδες, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἰσέρχεται κι ἀφήνει τὰ δῶρα του κ. ἄ. ἀκόμη. Ἀναφέρομαι καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα σὲ δὺο ζητήματα, τὰ ὁποῖα τείνουν -ἄν δὲν ἔχουν γίνει δηλαδή- νὰ γίνουν ἔθιμά μας. Κι ἄς εἶναι (κακο)ἀντιγραμμένα ἀπ’ ἀλλοῦ. Κι αὐτὰ εἶναι ὁ ψεύτικος «Ἁη-Βασίλης» κι ἡ λανθασμένη ἡμέρα τῆς ἐλεύσεώς του. Φυσικὰ, λίγοι τὸ καταλαβαίνουν αὐτό.  Καὶ τὸ χειρότερο, δὲν εἰσακούονται ὅσα κι ἄν ποῦν. Γιατὶ, ἄν ἐξετάσουμε τὰ πράγματα σωστὰ καὶ ὄμορφα, τότε θὰ δοῦμε ὅτι ἔχουμε μιὰ λαμπρὴ παράδοση μὲ χίλια δυὸ στολίδια ὡραίσμένη, ποὺ ἔχει-αἰῶνες τώρα-τοποθετήσει τὰ πράγματα πολὺ σωστά. Βάζοντας τὸ καθένα στὴ θέση ποὺ τοῦ πρέπει. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. 

Ἀλήθεια, ποιοὶ θὰ τὸ προσέξουν καὶ ποιοὶ θ᾿ ἀντισταθοῦν σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀλλοιώνουν τὶς παραδόσεις μας καὶ ὑποτιμοῦν τὴν πίστη τῶν προγόνων μας;  

π. κ. ν. κ.    

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ


Ὅσο μεγαλώνει ὁ ἄνθρωπος τόσο  ὁ χρόνος  ποὺ σωρεύεται μέσα του τοῦ χαρίζει ἕνα πλῆθος ἀπὸ  ἐμπειρίες. μπειρίες,  ἀπὸ τὶς ὁποῖες,  κάποιες  κι ἀπομένουν ἀλησμόνητες καὶ χλωρὲς στὴν ψυχή του. Γιατὶ διακρατοῦν μιὰν ἱερότητα κι ἕνα δέος μοναδικό. Τότε, λοιπόν, νοιώθει πὼς μερικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς  στιγμὲς ποὺ ἔζησε στὸ παρελθόν του, ὅλο καὶ ἀποκτοῦν μεγάλη αξία, καθὼς μεταβάλλονται σὲ  πολύτιμα κοσμήματα, ἀκριβὰ κοσμήματα καὶ μὲ συναισθηματικὴ ἀξία φορτωμένα.

Ἔτσι, ἀπὸ τὶς πιὸ κορυφαῖες στιγμές τοῦ χθές ποὺ δύσκολα λησμονιοῦνται, εἶναι κι ἐκεῖνες τῶν παιδικῶν του χρόνων καὶ μάλιστα αὐτὲς ποὺ συνδέονται μὲ τὴν τρυφερὴ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Γιατὶ, τότε ὅλα ὅσα ζεῖ κανείς,  πασπαλίζονται μὲ τὴ χρυσόσκονη τῆς Νοσταλγίας καὶ  τῆς Συγκίνησης. Ἔστω κι ἄν σήμερα ἔχει ἀμβλυνθεῖ ἡ συνείδηση καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τῆς κατανάλωσης καὶ τῆς λατρείας τῆς εἰκόνας του, δὲ συγκινεῖται πιά, μήτε κι ἀγναντεύει ἀπὸ τὸ χαγιάτι τοῦ Χρόνου νὰ ξαναδεῖ περιούσιες στιγμὲς ποὺ στήνονται,  ὡς ἄλλοι ὁδοδεῖχτες,  μέσα στὴν ὄλη του βιοπορεία. Τὸ γιατὶ εἶναι εὔκολο νὰ ἐπισημανθεῖ... 

Δικαιώνω, λοιπόν, ἀπόλυτα τοὺς λογίους γείτονές μου, τοὺς δύο Ἀλέξανδρους τῆς φίλης Σκιάθου, ποὺ τέτοιες μέρες ἡ Νοσταλγία κι ἡ εὐαιασθησία λειτουργοῦσαν τόσο παραστατικά, ὥστε νὰ μᾶς παρουσιάσουν ἀνεπανάληπτες εἰκόνες ἀπὸ μιὰν ἐποχή χαρισματική (π.χ. βλ. τὶς κορυφαῖες «Εἰκόνες» τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη). Γιατὶ μέσα τους διακρίνεται ἡ ἁπλότητα, ἡ σοφία καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς ἐκείνων  τῶν ἀνθρώπων.  

Κάποιες εἰκόνες ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὰ τρυφερὰ ἐκεῖνα  τὰ χρόνια θὰ προσπαθήσω κι ἐγὼ νὰ ἰχνογραφήσω, ἔτσι, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε, ἐμεῖς, οἱ ὅσοι πιστοὶ ἀπομείναμε νὰ ἀγναντεύουμε ἀπὸ τὸ παραθυρο τῆς Νοσταλγίας καὶ νὰ θυμόμαστε...

Ἀπὸ τὶς πλέον ἀλησμόνητες στιγμὲς ποὺ ζήσαμε, λοιπόν, τότε ποὺ πηγαίναμε στὰ σπίτια τὸ ἀπόβαραδο τῆς Παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων γιὰ τὰ Κάλαντα ἦταν κι οἱ εἰκόνες μὲ τὶς ἀναμμένες παραστιές, ποὺ φεγγοβολοῦσαν σ᾿ ὅλο τὸ μικρὸ τὸ δωματιο, ἀφήνοντας μιὰ λάμψη χρυσαφένια, ζωντανή, παραμυθητική. Ἐντύπωση, μάλιστα,  προκαλοῦσαν πολλὰ ἀπὸ ὑπέροχα ἐκεῖνα τζακια τῶν παλιῶν Κληματιανῶν σπιτιῶν, ὅμως ἐκείνη ἡ παραστιὰ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ μπαρμπα Βαγγέλη τοῦ Καραστάθη στὸ Κατω Χωριό,  εἶχε μιὰ ἄλλη χάρη κι ὁμορφιά.. Γιατὶ τὸ δωματιο ἦταν χωμένο μέσα στὴ γῆς, σὰν μιὰ σπηλιά, μὲ ἕνα παράθυρο νὰ κοιτᾶ κατὰ τὸ πέλαγο καὶ τὶς φραγκοσυκιὲς ποὺ εἶχαν φυτώσει παρακάτω. Πόση θαλπωρή, στ᾿ ἀλήθεια, ἀκτινοβολοῦσε  ἐκεῖνο τὸ λιτὸ δωμάτιο.

Σιμὰ στὸν γραφικὸ Τσιτσίραφλο ἦταν τὸ σπίτι αὐτό, δυτικὰ τῆς μικρῆς πλατείας. Γιὰ νὰ πᾶς ὅμως κάτω, ἐκεῖ, δηλαδή,  ποὺ ἦταν ἡ παραστιὰ,  ἔπρεπε νὰ κατεβεῖς δυό-τρία σκαλοπάτια - πάντα λευκά, φρεσκοασβεστωμένα. Ὅπως σχεδὸν καταλευκη ἦταν κι ἡ παραστιά, ὅπου δίπλα της ξεκουραζονταν ὁ μπάρμπα Βαγγέλης. 

Ἦταν τὸ δεύτερο ἤ τὸ τρίτο σπίτι ποὺ πηγαίναμε νὰ «τὰ ποῦμε» - πρῶτο ἦταν πάντα τοῦ μπάρμπα-Κωνστανῆ τοῦ Τρακόσα σιμὰ στὴν ἐκκλησιά. Ὅμως ἡ ἐπισκεψη σὲ κείνη τὴν περιοχὴ εἶχε καὶ τὸ ἄλλο της κέρδος. Ἐκέινη τὴν πανοραμικὴ θέα ἀπὸ τὸν Τσιτσίραφλο κατὰ τὸ Λουτράκι, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Γλώσσα παραπάνω, ἤ κι ἀντίκρυ πρὸς  τὴ Σκιάθο, ποὺ βούλιαζε μέσα στὰ θεϊκὰ τὰ  χρώματα τοῦ δειλινοῦ. 

Ἀκόμα ἐκεῖνο ποὺ ἐντυπωσίαζε τὶς παιδικές μας ψυχὲς ἦταν τὸ κρέας, τὸ ἑόρτιο ἔδεσμα, ποὺ ἄν δὲν ἔβραζε στὴν παραστιά, ἦταν κρεμασμένο στὸ καρφί, ψηλὰ στὴν παραταρια, σὲ μέρος δροσερό, ὄχι στὸ χειμωνιάτικο. Λιγοστὸ ἦταν πάντα, γιατὶ φτωχοὶ ἦταν οἱ περισσότεροι καὶ τέτοια ἐπίσημα φαγητὰ μονάχα στὶς γιορτάδες τρώγανε καὶ κάποιες λιγοστὲς Κυριακὲς ὅλο τὸ χρόνο. 

Συνήθως στὰ περισσότερα τὰ σπίτια ὑπῆρχαν καὶ τὰ λεγόμενα «ἀγριουμιρνά», τὰ πουλιὰ δηλαδή,  ποὺ πιάνανε μὲ παγίδες, ὅπως κοσύφια ἤ καὶ καμμιὰ μπεκατσα. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ  συμπλήρωναν τὸ γεῦμα ἤ τὸ δεῖπνο τὸ γιορταστικό, ἀπὸ τὴ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων, τὸ Σαρανταήμερο, δηλαδή, λόγω τῆς νηστείας,  τὰ ἀλάτιζαν καὶ τὰ τρώγανε σὲ πρώτη εὐκαιρία.  

Καθὼς ἀνεβαίναμε τώρα,  γιὰ νὰ πᾶμε στὸ σπίτι τοῦ μπαρμπα-Γιωργάκη, περνούσαμε ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς θειᾶς-Μαριγούλας, ποὺ εἶχε μιὰ ἰδιαίτερη ὄψη, ἀφοῦ ἦταν ἀπὸ τὰ καινούρια σπίτια τοῦ Κατω Χωριοῦ. Ἐντύπωση, μάλιστα, μᾶς ἔκανε ἡ μεγαλη παραστιὰ ποὺ ἦταν φρεσκοβαμμένη μὲ διάφορα χρώματα καὶ ἔδινε στὸ σπίτι μιὰ νότα γιορταστικῆς αἰσιοδοξίας καὶ θαλπωρῆς. Καὶ σιμὰ ἐκεῖ ὁ καλὸς ὁ μπάρμπα-Γιάννης, ἀπὸ τοὺς καλύτερους καμινάδες τοῦ χωριοῦ. Κι ἀπὸ κεῖ τραβούσαμε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Γερο Ζησιμή, μὲ παγωμένη πάντα τὴν ψυχή, γιατὶ ἦταν στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, στὸ δρόμο γιὰ τὴν Πλατάνα κι ὅταν ἄρχιζε νὰ σκοτεινιάζει, ὅλο καὶ πιὸ βιαστικὰ πηγαίναμε... Γιατὶ μὴν τὸ ξεχνᾶμε πὼς ἦταν κι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἐλεύθερα κυκλοφοροῦσαν τὰ καλλικατζούρια!! 
  
Μιὰ ἄλλη εἰκόνα ποὺ δὲ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ εἶναι κι ἐκείνη τῆς καλιάγριας, ποὺ καθὼς ἀποτελειωνε τὸ τριμμένο στάμα καὶ ἔβγαζε τὸ στερνὸ τὸ λάδι ἐκείνης τῆς μέρας, κι ἑτοιμαζονταν νὰ κλείσει γιὰ τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ξανανοίξει μετὰ τῆς Παναγίας. 

Καθώς περνούσαμε, λοιπόν, ἀπέξω ἀπὸ τὴν καλιάγρια σὲ ὥρα ἀπόβραδη, γιὰ νά πᾶμε Ἀποπέρα, κοιτάζαμε μὲ ἀπορία νὰ ἀχνοφέγγει τὸ ἐσωτερικό της ἀπὸ τὸν ἰσχνὸ φωτισμό καὶ νὰ χωνεύουν ὅλα ἐκεῖ μέσα, ἄνθρωποι καὶ ἐργαλεῖα στὴ χρυσόμαυρη καπνιά, ποὺ ἀναδινε ὁ καμμένος πυρήνας, ἀλλὰ κι ὁ θερμὸς ποὺ ἔβραζε στὴν παραστιὰ, ἤ ἔλουζε τὰ τσουπιὰ πάνω στὴ μηχανή. Κι ἔβλεπες ὅλους έκείνους τοὺς λαδωμένους καλιαγρατζῆδες νὰ βιάζονται νὰ συμμαζἐψουν τὰ πράματα, ὥστε νὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους -χρονιάρα μέρα ξημέρωνε, βλέπεις- νά ξαποστάσουν καὶ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησιά. Νὰ γιορτάσουν τοῦ Χριστοῦ μὲ σεβασμὸ καὶ συνάμα εὐφροσύνη. 

Ἄλλη ἀλησμόνητη εἰκόνα ἦταν κι αὐτή.  Ὅταν, δηλαδή,  νύχτα πιὰ πηγάιναμε κατὰ τὸν Πεῦκο νὰ τὰ ποῦμε στὰ σπίτια ποὺ ἦταν ἐκεῖ γύρω. Καὶ λέω ὅτι ἀλησμόνητη ἦταν ἡ εἰκονα ποὺ βλέπαμε, γιατι ἀγαναντεύαμε τὰ χλωμά φωτισμένα σπίτια τοῦ χωριοῦ μας, ἀντίθετα μὲ τὴν ἀντικρυνὴ τὴ Γλώσσα ποὺ μὲ ζωηρὰ φῶτα -εἶχε βλέπεις ἠλεκτρισμὸ τὸ χωριὸ τότε- φάνταζε γιορταστική, πανέμορφη. 

Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ μάγευε τὴν παιδικὴ ψυχὴ ἦταν ἐκείνη ἡ ἡσυχία τῆς νύχτας, ποὺ κάποιες στιγμὲς τὴν ἔκοβε ὁ ἀργὸς παφλασμὸς ἀπὸ τὰ κύματα κάτω στοῦ «Κώστα» ἤ στὰ «Σπάσματα» καὶ τὴ «Δάφνη». Θύμιζε, λοιπόν, αὐτὴ ἡ θαλασσοταραχὴ τὸ Χριστουγεννιάτικο διήγημα ποὺ εἴχαμε διδαχτεῖ  καὶ μᾶς εἶχε ἐντυπωσιασει τόσο: Ἦταν τὸ διήγημα  «Φουρτουνιασμένη θάλασσα» τοῦ Γεράσιμου Ἄννινου καὶ βρίσκεται στὸ Ἀναγνωστικὸ τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ (ἔκδ. 1959, σελ.75-78). Ἕνα γνήσιο Χριστουγεννιάτικο  διήγημα μὲ σημασία μεγαλη καὶ πολλαπλὰ μηνύματα, ποὺ μέχρι σήμερα κεντοῦν τὸν ψυχισμό μας. 

Δὲ θέλω νὰ κλείσω αὐτὸ τὸ γραφτό μου δίχως νὰ παρουσιάσω μιὰ ἀκόμα τελευταία εἰκόνα:  Ἐκείνη τοῦ βαθέως Ὄρθρου,  ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, ποὺ ἀνεβαίναμε γιὰ τὴν ἐκκλησιά -ἄρχιζε τότε ἡ Ἀκολουθία γύρω στὶς 3 τὸ πρωΐ- κρατώντας οἱ περισσότεροι φανάρια κὰι κάποιοι τὰ λεγόμενα «λάϊτ» μὲ μπαταρία. Πάντως ἐκεῖνο τὸ σεργιάνι μέσα στὴ νυχτα μὲ τὰ σκόρπια φῶτα νὰ κινοῦνται κατω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ψιχάλιζε ἀστέρια, ἦταν ένα θέαμα ἀλησμόνητο, μοναδικό, ἀξεπέραστο. Καὶ πάντα αὐτὴ ἡ σκηνὴ δένεται μέσα μου μὲ τὸ βιβλικό «Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεέμ, καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονὸς ὃ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.»( Λκ. 2, 17- 18).

Στ᾿ ἀλήθεια πῶς μπορεῖ κανένας νὰ μὴν τὰ θυμηθεῖ ὅλ᾿ αὐτὰ, μέρες ποὺ ἔρχονται,   καὶ συνάμα νὰ μὴν προβληματιστεῖ,  ποὺ τὰ νέα τὰ παιδιὰ δὲ θὰ ζήσουν ποτέ τους εἰκόνες σὰν αὐτές. Εἰκόνες σφραγισμένες μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ... Στιγμὲς ὄντως πάντερπνες, στιγμὲς εὐλογημένες. 

Κλείνοντας αὐτὴν τὴν περιήγηση, νοιώθω, πὼς ἡ τιμὴ ποὺ μυστικὰ μοῦ δόθηκε, ὥστε νὰ καταγράψω κάποες τέτοιες εἰκόνες, λησμονημένες σήμερα, εἶναι ἀναμφίβολα μιὰ μεγάλη ὑποχρέωση ποὺ ἔχω ἀπέναντι σὲ πρόσωπα ἱερὰ καὶ ἀγαπημένα, ποὺ ἔχουν ἀναχωρήσει πιά, χρόνια τώρα ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Ἀναρωτιέμαι, μάλιστα, ὅτι μπορεῖ νὰ εἶμαι ὁ μόνος ποὺ ψάχνει τὶς μνῆμες του μὲ μιὰν εὐαιασθησία περίεργη - ὄχι νοσηρή, τὸ ἐννοῶ αὐτό. Κι αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ πιστεύω πὼς πρέπει νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀφάνεια γεγονότα καὶ πρόσωπα, θαμμένα μέχρι σήμερα στὴ λήθη καὶ στὴν ἀδιαφορία -δὲ χρησιμοποιῶ τὴ λέξη περιφρόνηση, γιατὶ δὲν  μοῦ ἀρέσει νὰ τὴν υἱοθετήσω. Θὰ ἦταν ἱεροσυλία αὐτὸ, ἄλλωστε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάθε χρόνο πασχίζω ν᾿ ἀνασέρνω ἀπὸ τὰ βαθειὰ ἐρμάρια τῆς ψυχῆς μου ὅ, τι θυμᾶμαι, μέχρι νἄρθει ἡ ὥρα νὰ σωπάσω. Φυσικὰ ὅλα ὅσα γράφω δὲν ἔχουν τὸ χαρακτήρα τῆς αὐτοπροβολῆς, ἀλλὰ τῆς διάσωσης, γιατὶ μαζὶ μὲ τὰ γεγονότα  βγαίνουν  στὸν ἀπανω κόσμο κὰι τὰ πρόσωπα ποὺ μνημονεύονται. Κι αὐτό, ὄχι τυχαῖα....-

π.κ. ν. κ. Χριστούγεννα 2017/2019

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ


Είμαι συγγραφέας και υποθέτω πως αυτή την ιστορία την έχω επινοήσει. Γράφω «υποθέτω», μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχω επινοήσει, κι όμως θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να έχει συμβεί κάπου, κάποτε· ότι πρέπει να έχει συμβεί μια παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια μεγάλη πόλη, μέσα στο κρύο και την παγωνιά.

Βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα μικρό αγοράκι, έξι χρονών ή και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε εκείνο το πρωί σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο. Φορούσε ένα ρούχο σαν κοντή νυχτικιά και έτρεμε από το κρύο. Η αναπνοή του έβγαινε από το στόμα του σαν σύννεφο άσπρου ατμού·καθισμένο σ’ ένα κασόνι στη γωνιά, περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον αχνό, που ανέβαινε προς το ταβάνι και σιγά σιγά διαλυόταν. Όμως πεινούσε φοβερά. Εκείνο το πρωινό έφτασε πολλές φορές ως το σανιδένιο κρεβάτι, όπου κειτόταν η άρρωστη μάνα του πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μάτσο άχυρα για προσκεφάλι. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Πρέπει να είχε έρθει με το παιδί της από κάποια άλλη πόλη και ξαφνικά ν’ αρρώστησε. Πριν από δυο μέρες, είχαν οδηγήσει στο τμήμα τη σπιτονοικοκυρά που είχε μοιράσει το υπόγειο στα τέσσερα και νοίκιαζε τις γωνίες πλησίαζαν οι γιορτές και οι νοικάρηδες είχαν πάρει τους δρόμους·ο μόνος που είχε ξεμείνει, είχε προλάβει να γίνει σκνίπα πριν έρθουν τα Χριστούγεννα εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες ήταν αναίσθητος από το μεθύσι. Σε μιαν άλλη γωνιά, μια άθλια γριά, γύρω στα ογδόντα, που κάποτε ήτανε νταντά ενός παιδιού αλλά τώρα την είχαν παρατήσει να πεθάνει αβοήθητη, αναστέναζε και βογκούσε από τους ρευματισμούς, βρίζοντας και αποπαίρνοντας το παιδί, κάνοντάς το να φοβάται να την πλησιάσει. Το παιδί είχε ανακουφίσει τη δίψα του με λίγο νερό που είχε ξεμείνει σε μια κανάτα·όσο κι αν έψαξε, όμως, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα ξεροκόμματο και πολλές φορές έφτασε ως το κρεβάτι της μητέρας του, με σκοπό να την ξυπνήσει. Στο τέλος, άρχισε να φοβάται μέσα στο σκοτάδι·είχε βραδιάσει από ώρα, αλλά ούτε ένα φως δεν είχε ανάψει. Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του και είδε με έκπληξη πως έμεινε εντελώς ακίνητη και πως ήταν παγωμένη σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ», σκέφτηκε. Έμεινε έτσι για λίγο, με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους της νεκρής γυναίκας, μετά χουχούλιασε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει κι ύστερα έψαξε στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι για το κασκέτο του και βγήκε απ’ το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν το μεγάλο σκυλί που ούρλιαζε όλη μέρα έξω από την πόρτα του γείτονα, στο ισόγειο. Αλλά το σκυλί δεν ήταν τώρα εκεί και το παιδί βγήκε στον δρόμο.

Κύριε ελέησον, τι πόλη! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Στην πόλη απ’ όπου είχε έρθει, το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο τη νύχτα! Υπήρχε μόνο ένα φανάρι για όλο το σοκάκι·στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια τα παραθυρόφυλλα ήταν σφαλιστά· κανένας δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο· μόλις σουρούπωνε, όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο τα ουρλιαχτά των σκύλων, εκατοντάδων, χιλιάδων σκύλων που γάβγιζαν και αλυχτούσαν όλη νύχτα. Αλλά εκεί ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν φαγητό, ενώ εδώ - αχ, μανούλα μου, να είχε κάτι να φάει! Και τι φασαρία και οχλοβοή εδώ, τι φώτα και τι κόσμος, άλογα και αμάξια και τι κρύο... Οι παγωμένες ανάσες σχημάτιζαν συννεφάκια πάνω απ’ τ’ άλογα, πάνω απ’ τα στόματά τους που άχνιζαν· οι οπλές τους κροτάλιζαν στο χιονισμένο πλακόστρωτο κι όλα τους κάλπαζαν τόσο, και - αχ, μανούλα μου, πόσο λαχταρούσε μια μπουκιά φαΐ και πόσο δυστυχισμένος αισθάνθηκε ξαφνικά! Ένας αστυφύλακας πέρασε, στρίβοντας απότομα για ν’ αποφύγει το παιδί.

Να κι ένας άλλος δρόμος - ω, τι φαρδύς που ήταν, εδώ σίγουρα δεν θα τη γλίτωνε, θα τον ποδοπατούσαν. Πώς φώναζαν όλοι, πώς έτρεχαν πάνω κάτω, και το φως, το φως!... Και τι ήταν αυτό; Ένα πελώριο παράθυρο και πίσω από το τζάμι ένα δέντρο που υψωνόταν ίσαμε το ταβάνι, ήταν ένα έλατο και πάνω του κρέμονταν τόσα φώτα, χρυσόχαρτα και μήλα και κουκλίτσες κι αλογάκια·και μέσα στο δωμάτιο παιδιά, καθαρά και ντυμένα με τα καλά τους, έτρεχαν παντού. Κι ύστερα, ένα μικρό κοριτσάκι άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι, τι όμορφο κοριτσάκι! Κι έφτανε στ’ αυτιά του η μουσική μέσα απ’ το τζάμι. Το παιδί κοίταξε και θαύμασε και γέλασε, μ’ όλο που τα ποδαράκια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και τα δάχτυλά του είχαν μελανιάσει και ξυλιάσει και το πονούσαν, όποτε έκανε να τα κουνήσει. Και ξαφνικά το παιδί θυμήθηκε πόσο το πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του κι άρχισε να κλαίει και να τρέχει· και πάλι πίσω από ένα τζάμι είδε ένα άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και σ’ ένα τραπέζι λιχουδιές κάθε λογής - αμυγδαλόψωμα, κόκκινα κουλουράκια και κίτρινα κουλουράκια και τρεις όμορφες νεαρές κυρίες κάθονταν εκεί κι έδιναν τα γλυκά σ’ όποιον ερχόταν κοντά τους και η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο και πλήθος κύριοι και κυρίες έμπαιναν από το δρόμο. Το παιδί τρύπωσε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Α, πώς του φώναξαν και το έδιωξαν ανεμίζοντας τα χέρια τους! Μια κυρία όρμησε πάνω του και γλιστρώντας ένα καπίκι στη χούφτα του, άνοιξε την πόρτα και το έβγαλε στο δρόμο. Πόσο φοβήθηκε! Και το καπίκι έπεσε και κατρακύλησε κουδουνίζοντας στα σκαλιά·δεν μπορούσε να λυγίσει τα μελανιασμένα του δάχτυλα για να το κρατήσει σφιχτά.

Το παιδί έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ξέρει πού πήγαινε. Ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα, αλλά φοβόταν κι έτρεχε όλο και πιο μακριά, χουχουλίζοντας τα δάχτυλά του. Και ήταν δυστυχισμένο γιατί αισθανόταν τόσο μόνο κι έρημο και, ξαφνικά, Κύριε ελέησον - τι ήταν αυτό πάλι; Πλήθος άνθρωποι στέκονταν ακίνητοι, θαυμάζοντας. Πίσω από μια βιτρίνα ήταν τρεις κουκλίτσες, ντυμένες με κόκκινα και πράσινα φορέματα κι έμοιαζαν τόσο, μα τόσο αληθινές! Η μία ήταν ένας μικρός γεράκος, που καθόταν κι έπαιζε ένα μεγάλο βιολί και δύο άλλοι στέκονταν κοντά του κι έπαιζαν μικρά βιολιά και κουνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους και κοίταζε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιόνταν, μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν στ’ αλήθεια, μόνο που τα λόγια τους δεν ακούγονταν μέσα από το τζάμι. Και στην αρχή το παιδί νόμισε πως ήταν άνθρωποι ζωντανοί, κι όταν κατάλαβε πως ήταν κούκλες, γέλασε. Δεν είχε δει ποτέ του τέτοιες κούκλες, και δεν φανταζόταν πως υπήρχαν! Και ήθελε να κλάψει, αλλά χαιρόταν, χαιρόταν με τις κούκλες. Σε μια στιγμή ένιωσε πως κάποιος πίσω του είχε γραπώσει τη μπλούζα του: ένα απαίσιο μεγάλο αγόρι στεκόταν πλάι του και ξαφνικά τον χτύπησε στο κεφάλι, άρπαξε το κασκέτο του και τον έριξε κάτω. Το παιδί έπεσε στο σώμα ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα του να παγώσει, πήδησε πάνω κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, βρέθηκε στην αυλόπορτα κάποιου σπιτιού και κούρνιασε πίσω από μια στοίβα ξύλα: «Δεν θα με βρουν εδώ, έτσι κι αλλιώς είναι σκοτάδι!»

Έμεινε εκεί, κουβαριασμένο και ξέπνοο από τον τρόμο και, στη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο ευτυχισμένο: τα χέρια και τα πόδια του δεν πονούσαν πια κι είχαν ζεσταθεί τόσο, σαν να’ χε χωθεί μέσα σε φούρνο·μετά τον διαπέρασε ένα ρίγος κι άνοιξε τα μάτια του, γιατί πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για λίγο. Τι όμορφα που ήταν να κοιμάσαι εδώ! «Θα καθίσω εδώ λιγάκι και μετά θα πάω πάλι στις κούκλες» είπε το παιδί και χαμογέλασε μόλις τις σκέφτηκε. «Τόσο, μα τόσο ζωντανές!...» Και ξαφνικά, άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει. «Μανούλα, με πήρε ο ύπνος·τι όμορφα που είναι να κοιμάσαι εδώ!»

«Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη μου», του ψιθύρισε μια απαλή φωνή

Νόμισε πως ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν εκείνη. Ποιος τον φώναζε δεν μπορούσε να δει, αλλά κάποιος έσκυψε και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι·κι άπλωσε τα χέρια του σ’ αυτόν και ξαφνικά - ω, τι λαμπρό φως! Ω, τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Κι όμως, δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί δέντρο σαν κι αυτό! Πού βρισκόταν τώρα; Όλα έλαμπαν και άστραφταν και παντού γύρω του ήταν κούκλες, όμως όχι, δεν ήταν κούκλες, ήταν αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο πιο λαμπερά κι αστραφτερά από τα κανονικά. Ήρθαν κοντά του πετώντας, κι όλα τον φίλησαν, τον πήραν μαζί τους και πετούσε κι ο ίδιος και είδε πως η μητέρα του τον κοίταζε και γελούσε χαρούμενα. «Μανούλα, μανούλα· α, πόσο όμορφα είναι εδώ, Μανούλα!» Και πάλι φίλησε τα παιδιά και ήθελε να τους πει αμέσως για κείνες τις κούκλες στη βιτρίνα. «Αγόρια, πώς σας λένε; Πώς σας λένε κοριτσάκια;» ρώτησε, γελώντας και θαυμάζοντάς τα.

«Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους...» Και κατάλαβε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά όπως κι εκείνος·πως άλλα, νεογέννητα ακόμη, είχαν παγώσει μέσα στα καλάθια που είχαν παρατήσει οι γονείς τους έξω απ’ τις πόρτες των πλουσίων της Πετρούπολης, άλλα τα είχαν στραγγαλίσει άκαρδες μαμές, άλλα είχαν σβήσει κρεμασμένα στα στήθη μητέρων που λιμοκτονούσαν (στο λιμό της Σαμάρα), άλλα είχαν πεθάνει από ασφυξία μέσα σε αποπνικτικά βαγόνια της τρίτης θέσης κι όμως, ήταν όλα εδώ, ήταν όλα σαν άγγελοι γύρω από τον Χριστό κι Εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους κι άπλωνε τα χέρια Του να τ’ αγγίξει και ευλογούσε - και αυτά και τις αμαρτωλές μητέρες τους... Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν σε μιαν άκρη κλαίγοντας η κάθε μια γνώριζε το δικό της παιδί. Και τα παιδιά πέταξαν προς το μέρος τους και τις φίλησαν και τους σκούπισαν τα δάκρυα με τα τρυφερά χεράκια τους και τις ικέτεψαν να πάψουν να κλαίνε, γιατί όλα τους ήταν τόσο ευτυχισμένα.

Κι όταν ξημέρωσε, ο κηπουρός βρήκε το μικρό νεκρό κορμάκι του παγωμένου παιδιού πάνω στα ξύλα, έψαξαν για τη μητέρα του... εκείνη είχε πεθάνει πριν από το παιδί. Και συναντήθηκαν μπροστά στον Κύριο, στους ουρανούς.

Γιατί επινόησα μια τέτοια ιστορία, τόσο αλλιώτικη απ’ όσα μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ ένα ημερολόγιο και μάλιστα συγγραφέα; Και σας είχα υποσχεθεί δύο ιστορίες! Αλλά τι να γίνει; Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά μπορεί να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια - δηλαδή όσα έγιναν στο υπόγειο και πλάι στα ξύλα, όσο για τα άλλα, όρκο δεν παίρνω.

(Από το «Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1880-1881)

ΣΣ: Καλά Χριστούγεννα με ένα διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που προέρχεται από τον τόμο «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», εκδόσεις Ερατώ 2001. Η μετάφραση είναι της Κατερίνας Σχινά.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Η ΑΝΕΙΠΩΤΗ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ


Στὸν Παναγιώτη, τὸ Σταθη, τὸν Γιάννη, στὸν Ἀντώνη κι ὅλους τοὺς Κληματιανοὺς ποὺ συνεχίζουν νὰ θυμοῦνται...

Μέρες ποὺ ἔρχονται, ἁγιασμένες τοῦ ἱεροῦ Δωδεκαημέρου μέρες, ἡ Μνήμη εὐλαβικὰ σκύβει πάνω σὲ φωτεινὲς τοῦ χτὲς παρενθέσεις, ποὺ εὐωδιάζουν καλωσύνη καὶ τρυφερότητα. Ἦταν οἱ μέρες οἱ καθαγιασμένες τοὺ Ἁγίου Δωδεκαήμέρου, ποὺ τὶς ἄνοιγε ἡ μεγάλη τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἑορτὴ καὶ Πανήγυρις, μὲ ὅλο τὸ ἱερὸ της θάμβος στολισμένη.

Ὄχι, δὲν ὑπῆρχαν τότε σ’ ἐκεῖνο τὸ μικρὸ τὸ χωριὸ στολισμένα δέντρα, μήτε καὶ περιττὰ στολίδια, ὡσὰν αὐτὰ ποὺ βλέπουμε σήμερα νὰ φορτώνουν πόλεις καὶ χωριά. Μόνο γιορταστικὴ διάθεση καὶ ἁπλότητα, ποὺ τὴ διαπίστωνες, τὴ ζοῦσες καὶ τὴν ἔβλεπες. Κι ἦταν αὐτὴ τὸ στολισμα τοῦ σπιτιοῦ τότε, τὸ ἀσβέστωμα τῆς καπνισμένης παραστιᾶς, τὰ νέα χοντρὰ ξύλα ποὺ θὰ καἰγονταν γιὰ μέρες, ἡ εὐωδιὰ τοῦ δάσους ποὺ ξεχύνονταν ἕνα γύρω ἀπὸ τὸ σιγανὸ τὸ κάψιμό τους κι ὕστερα ἐκείνη ἡ στοργὴ ποὺ ἅπλωνε μέσα στὸ χειμωνιάτικο τὸ βραδυ μὲ τὸ χρυσοκίτρινο τὸ φῶς ν’ ἀντιφεγγίζει ἕνα γύρω στὸ σπίτι καὶ νὰ σέρνεται νωχελικὰ πάνω στοὺς γκρίζους τοίχους,  ποὺ τοὺς πάγωνε τὸ ξεροβόρι. 

Κι ὅμως αὐτὴ ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ λιτότητα εἶναι ἐκείνη ποὺ ἄφησε στὴν ψυχὴ τὶς ὁμορφότερες καὶ ἀρυτίδωτες μνῆμες. Μνῆμες Χριστουγεννιάτικες, πασπαλισμένες μὲ μιὰ νοσταλγία ποὺ δὲν ἐκφράζεται μὲ γράμματα. Βιώνεται μονάχα καὶ στεφανώνεται, μὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο ἀπὸ μιὰν ἔρμη σήμερα ἐκκλησιά, στημένη ἀκόμα ἀναμεσα σὲ ἐρείπια κατοικίας ἀνθρώπων. Σὲ μιὰ ἐκκλησιὰ ποὺ μοσχομύριζε θυμίαμα καὶ ανάσες αἰώνων, λὲς καὶ συμμάζευε ὅλες τὶς παλιὲς τὶς ἀνάσες, τῶν ὅσων διάβηκαν ἀπὸ τὰ μοναχικά της σήμερα στασίδια καὶ τὶς κρατοῦσε συντροφιά, γιὰ νὰ τὶς ἔχει  τέτοιες μέρες. Μέρες χρονιάρες ποὺ ἀπομένει σιωπηλή, μοναχικὴ καὶ καρτερική. Περιμένοντας πάντα ὄχι μονάχα τὴν ἐπίσκεψή μας, ἀλλὰ κυρίως τὴ θύμησή μας, νὰ τὴ συντροφέψει, ὅπως συντροφέψουμε τὸν μοναχικὸ κι ἀρρωστο συνάνθρωπό μας...

Οἱ μέρες αὐτὲς, τὸ ξέρουμε ἄλλωστε, πὼς  εἶναι μέρες στοργῆς, εὐαισθησίας καὶ ἐπιστροφῆς. Ἤ πιὸ ἁπλᾶ, μιὰ μεγάλη καὶ ψυχοσωτήρια παρένθεση μέσα στὴν ἀδυσώπητη καθημερινότητα ποὺ ζοῦμε καὶ ὑπάρχουμε. Καὶ μακάριοι ὅσοι τὴ ζοῦν πραγματικὰ κι ἀποκοιμιῶνται στὴ τρυφερὴ τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Νόστου. 

π. ν. κ. ν.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Γιώργου Λέκκα: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΕΡΑ (νέο ποίημα)


Όλη μου η ζωή μια μέρα –
να προλάβω  να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτή τη μέρα.
Μια ολόκληρη ζωή, φοβίες, μέριμνες, επιθυμίες –
πού να μπορέσω να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτή τη μέρα.
Προχωράει η μέρα – πώς να σ’ ευχαριστήσω
αν δεν σταματήσω λίγο πριν τελειώσει η μέρα;
Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη μέρα
έστω κι αν πρέπει για να σ’ ευχαριστήσω
σήμερα να  'ναι η τελευταία μου μέρα.
Αρκεί μονάχα να σ’ ευχαριστήσω εξ όλης της καρδίας
για να ξημερωθώ ευθύς στην όγδοη πλέον ημέρα. 

30.11.2019

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.]


Related Posts with Thumbnails