© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

«Μετα-σχηματισμοί»: Η έκθεση της Σοφίας-Ελένης Παραστατίδου στο Art-Studio «ΙΡΙΔΑ»

[Παρασκευή 16 Μαΐου 2014]












Ομιλία - παρουσίαση της έκθεσης από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΕΜΕΤΗ

Αγαπητοί Φίλοι,
Την ίδια εποχή που η τοπική πολιτιστική πολιτική εξαντλείται στα προεκλογικά φυλλάδια των υποψηφίων, ενώ στην πρωτεύουσα πραγματοποιείται το «Art-Athina», το σημαντικότερο εικαστικό γεγονός από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αιθουσών Τέχνης, το Art-Studio «ΙΡΙΔΑ», του Διονύση και της Μάντης, μάς κάνει μια ιδιαίτερη προσφορά,  παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στο χώρο του, την έκθεση της εικαστικού Σοφίας- Ελένης Παραστατίδου, με τον τίτλο «Μετα-σχηματισμοί».
Σε παλιότερο δημοσίευμά μας, με τον τίτλο «ART-ATHINA 2009 και ART-ZAKYNTHOS 2009»[i],, υπογραμμίζαμε τη μεγάλη σημασία του συγκεκριμένου γεγονότος, που θεσμοθετημένο από το 1993 από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αιθουσών Τέχνης, αποτελεί το μεγαλύτερο ετήσιο εικαστικό γεγονός στην χώρα μας.
Η 19η ART-ATHINA, αποτελεί φέτος σημείο συνάντησης για τη διεθνή καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς φέρνει κοντά σημαντικές ελληνικές και ξένες αίθουσες τέχνης, πολιτιστικούς φορείς, επιμελητές, συλλέκτες, κριτικούς τέχνης και, σαφώς, το φιλότεχνο κοινό. Πραγματοποιείται δε από τις 15 ώς τις 18 Μαΐου στο Κλειστό Φαλήρου (γήπεδο TaeKwonDo).
Απόψε, που το ART-ZAKYNTOS 2014, πραγματοποιείται αποκλειστικά στο φιλόξενο χώρο του Art- Studio «ΙΡΙΔΑ», μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, η έκθεση της εικαστικού Σοφίας-Ελένης Παραστατίδου, αποτελεί μια καλή αφορμή για να σκύψουμε πάνω από το εικαστικό τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας μας και να διαπιστώσουμε, εάν πράγματι κάτι κινείται κι εδώ, τι μορφή έχει και πώς μπορούμε να το υποστηρίξουμε, προκειμένου ν’ αποτελέσει μέσο έκφρασης και άλλων δυνάμεων που ζωοποιούν και δίνουν ελπίδα για κάτι πιο ποιοτικό και ειλικρινές στο μικρό νησί μας.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η κύρια ιδιότητα της Ελένης είναι καθηγήτρια του μαθήματος των Καλλιτεχνικών στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αποτελεί κατά τη γνώμη μας τον κατ’ εξοχήν λόγο για να ενδιαφερθούμε για τη δουλειά της και να προσεγγίσουμε το έργο της.
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε για το είδος της τροφής που παρέχουμε στα παιδιά μας, για τις αποταμιεύσεις που τους περιμένουν ή εξανεμίστηκαν από την τράπεζα, καθώς επίσης και για τα υλικά αγαθά με τα οποία μπορούμε να «επενδύσουμε» τη ζωή τους.
Τι γίνεται όμως με τα πνευματικά εφόδια που γεμίζουν τη σχολική τους ζωή, για εκείνη δηλαδή την τροφή που θα τα χορτάσει ψυχικά και θα τους δώσει τη δύναμη να κάνουν μια καινούργια εκκίνηση, διαφορετική από τη δική μας, γεμάτη ποιότητα και αξίες τέτοιες που θα οδηγήσουν την κοινωνία μας σ’ ένα δρόμο μακριά από αυτόκλητους σωτήρες και επαγγελματίες κινδυνολόγους;
Η έκθεση της Ελένης, ενταγμένη στην έντονη προεκλογική περίοδο, μάς δίνει την αφορμή για τέτοιες σκέψεις, και βλέποντας τα έργα της, με τον εύστοχο τίτλο «Μετα - σχηματισμοί», μπορούμε να αισθανθούμε για λίγο αισιόδοξοι, όταν τα αξιολογήσουμε κάτω από το πρίσμα  της τρέχουσας επικαιρότητας.
Γιατί τα εικοσιοκτώ έργα που παρουσιάζονται απόψε εδώ, φιλοτεχνημένα με αυγοτέμπερα, τέμπερα, παστέλ, ακουαρέλα, κάρβουνο, μολύβι, μελάνι και σε μεικτή τεχνική, αποδεικνύουν κατ’ αρχήν ότι, η «δασκάλα» των παιδιών μας, είναι εξοικειωμένη με τις διαφορετικές τεχνικές, τις οποίες κατέχει άρτια. Έχει δηλαδή κατ’ αρχήν αυτό που μάταια αναζητάμε γύρω μας: την ειλικρίνεια στη διαπραγμάτευση της εικαστικής  έκφρασης μέσ’ από μια άψογα αφομοιωμένη εικαστική γλώσσα.
Και τη φανταζόμαστε μέσα στην τάξη να ψιθυρίζει στα αυτιά τους τα λόγια του Άγγλου συγγραφέα, ζωγράφου και κριτικού τέχνης Τζον Ράσκιν (1819-1900), που σημειώνει στο έργο του Τα στοιχεία του σχεδίου: «Δεν πρέπει να φοβάσαι καθόλου μήπως το παρακάνεις μ’ αυτές τις αναλογίες. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να γίνει. Είναι τόσο ακριβείς και πλήρεις, που όσο περισσότερο επιμένεις σ’ αυτές, τόσο πιο σαφείς, χρήσιμες και σίγουρες θα τις βρίσκεις….Η συμπάθεια και η διχόνοια, η ηρεμία και η δυσαρέσκεια, η αποφασιστικότητα και η αδυναμία, η χλιδή και η αγνότητα, η υπερηφάνεια και η μετριοφροσύνη, όλες αυτές οι καταστάσεις και κάθε δυνατή παραλλαγή ή ανάμειξή τους, μπορούν να αποδοθούν με μαθηματική ακρίβεια μέσω της γραμμής ή του χρώματος»[ii].
Με την ίδια σιγουριά με την οποία χαράσσει τις δικές της γραμμές, μοιάζει να καθοδηγεί τα παιδιά μας σε στέρεους δρόμους, γεμάτους ποιότητα και φως, μέτρο και ρυθμό, για να εξασκήσει το εσωτερικό τους μάτι να ψάχνουν να τα αναζητούν, γύρω τους και μέσα τους.
Με γερές σπουδές που ξεκινούν από Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας και συνεχίζονται μεταπτυχιακά στο Κέντρο Τέχνης και Ψυχοθεραπείας, έχει μελετήσει τον εντοπισμό της διαφορικής διάγνωσης των ψυχικών ασθενειών μέσω της Τέχνης και της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας.
Μέσ’ από τους «Μετα-σχηματισμούς» της, μπορούμε ν’  αναγνωρίσουμε, γιατί η δημιουργία είναι μια ενεργός παρέμβαση πάνω στα παθολογικά στοιχεία, μια συνειδητή ή ασυνείδητη προσπάθεια αποκατάστασης της ψυχικής ισορροπίας[iii].
Και μάλιστα έχει δουλέψει τόσο πολύ στον κατακερματισμό της εικόνας και στη συνέχεια στην ανασύνθεσή της, μέσα από τα δικά της εκφραστικά μέσα (π.χ. στις ψηφίδες από εφημερίδες, στα σχήματα στερεών που ζωντανεύουν μέσα από το μολύβι και το κάρβουνο, στα μαλακά τοπία που λειώνουν μέσα στην ακουαρέλα και στη συνέχεια ξυπνούν αναγεννημένα μέσα στο φως, στα γυμνά σώματα που αιωρούνται ρυθμικά μέσα σ’ ένα σκοτεινό σύμπαν και καταφέρνουν να γλιστρήσουν στην επιφάνεια μέσα από το χρώμα), που πραγματικά φλερτάρουμε με την ιδέα να προτείνουμε μια εκπαιδευτική εκδρομή των υποψήφιων των μεθαυριανών εκλογών από την έκθεσή της.
Γιατί αυτό κατά τη γνώμη μας έχει σημασία: ο τελικός «Μετα-σχηματισμός» της ζωής μας να οδηγήσει στην ισορροπία που δημιουργείται μέσα από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα και η τέχνη της Ελένης κατά τη γνώμη μας το πετυχαίνει.
Άλλωστε η επιστήμη είναι ουδέτερη και ο καλλιτέχνης πρέπει να διακινδυνεύσει αν θέλει να επικαλεστεί τα πορίσματά της.
Και η Ελένη το τόλμησε, εδώ στο μοναδικό ART-ZAKYNTHOS της ΙΡΙΔΑΣ.
Την ευχαριστούμε γι’ αυτό κι ευχόμαστε για αρκετά χρόνια ακόμα να είναι δασκάλα των παιδιών μας.




[i] ΕΡΜΗΣ, 29-5-2009 και αναδημοσίευση στο Κατερίνα Δεμέτη, Από το Ιnlook στο Outlook, εκδ. Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2012, σελ. 157.
[ii] Ε.Η.Gombrich, Τέχνη και Ψευδαίσθηση. Μελέτη για την ψυχολογία της εικαστικής αναπαράστασης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1995, σελ. 409
[iii] Εφημερίδα  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 1 Απριλίου 2007, Γιαννούλης Χαλεπάς, «από την άλλη όχθη». Η έκθεση στην Εθνική Γλυπτοθήκη φωτίζει για πρώτη φορά το σύνολο του έργου του θλιμμένου γλύπτη από την Τήνο, της Μαριλένας Ζ. Κασιμάτη.

Κική Δημουλά: Η Ιστορία τραβά το δρομολόγιό της ερήμην των ποιητών

Η 83χρονη ελληνίδα ποιήτρια μιλάει στο «Βήμα» για την ποίηση, για την Ελλάδα και τους Ελληνες, για τα κοινωνικά προβλήματα και τα αίτια της κρίσης 

[Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ: 19/04/2014 05:45  / Γιάννης Μπέκος]

Η Κική Δημουλά, ως πρόεδρος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας βρίσκεται στην έδρα του Ιδρύματος επί της οδού Οθωνος στο Σύνταγμα.
Τι κάνουν τα βράδια οι ποιήτριες όταν δεν γράφουν ποίηση; «Δεν εκπροσωπώ όλες τις ποιήτριες, και πάντως συνταγή δεν υπάρχει. Προσωπικά, κύρια ασχολία μου είναι να μην ξεχάσω να αφαιρέσω μια ημέρα ακόμη απ' όσες μου υπολείπονται, να μετρήσω τις εκκρεμότητες που συσσωρεύονται - ελάχιστα τις περιορίζω - και να διαβάσω λίγο, όσο μου επιτρέπουν τα μάτια μου» είπε στο «Βήμα» η 83χρονη Κική Δημουλά.

«Και για να απομακρύνω κάπως τα ανήσυχα αισθήματά μου, βλέπω καμιά, αστυνομική κυρίως, ταινία στην τηλεόραση, έχω μεγάλη περιέργεια αν θα βρουν τον ένοχο, και πόσοι θα τη γλιτώσουν, γιατί όλοι ένοχοι είμαστε» συμπλήρωσε η ίδια καθώς ο καπνός της ανέβαινε στροβιλιζόμενος προς το ταβάνι. Απολογήθηκε που άναψε τσιγάρο. «Δοκίμασα και το ηλεκτρονικό, απέτυχα. Με πάγωνε αυτό το σιδερένιο ψέμα ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Οχι πως είμαι μανιώδης φιλαλήθης, αλλά αρκετά αναγκάζομαι να παριστάνω κάτι που δεν είμαι, γιατί να επιβαρυνθώ ότι υποθάλπω άλλη μια υποκρισία; Κι έτσι επέστρεψα στη φυσική καταστροφή» συνέχισε.

Η ίδια μας υποδέχθηκε στην έδρα του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, επί της οδού Οθωνος στην καρδιά της πρωτεύουσας, το οποίο τελεί υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών. Βρίσκεται εκεί τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας. Είναι η πρόεδρός του, προκάτοχός της ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Μας ξενάγησε και στην ταράτσα του. Από κάτω, πιάτο, η πλατεία Συντάγματος. «Αυτή η πλατεία πριν από λίγο καιρό παρουσίαζε ένα θέαμα άδειο από ζωή, κι από αυτή την εικόνα προέκυψε και το σχετικό ποίημα με την πτώχευση των σουσαμένιων κουλουριών» που περιλαμβάνεται στη νέα της συλλογή «Δημόσιος καιρός» (Ικαρος, 2014).

«Ημουν πεπεισμένη ότι η προηγούμενη, "Τα εύρετρα" του 2010, θα ήταν το τελευταίο μου βιβλίο. Φάνηκε, όμως, ότι ήθελα να αποτρέψω με κάποιον τρόπο την αίσθηση ότι είμαι ολίγον ετοιμοθάνατη, ετοιμοθάνατη πλην οργισμένη που θα πεθάνω, αυτή η οργή για τον θάνατο ποτέ δεν πεθαίνει» ανέφερε η Κική Δημουλά.

Στο ποίημα που δίνει τον τίτλο στη νέα σας συλλογή, κυρία Δημουλά, αναρωτιέστε «λες να πουλήθηκε και ο ύστατος/ καλός μας δημόσιος καιρός/ στον βαρύ χειμώνα;» και δεν είναι ο μόνος παρεμβατικός υπαινιγμός σας. Είναι έτσι;
«Διακριτικοί υπαινιγμοί υπάρχουν πολλοί, αλλά είναι πλεγμένοι με την ποίηση. Η αλήθεια είναι ότι, σε όλα σχεδόν αυτά τα ποιήματα, που ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου, κυριαρχούσε η αίσθηση της αβεβαιότητας, ότι όλα κινούνται, έρχονται και χάνονται, πολύ γρήγορα. Είχα μια ανησυχία ότι κλυδωνίζεται ο καιρός, αυτός ο δημόσιος και αναπαλλοτρίωτος καιρός, με την έννοια ότι ανήκει σε όλους μας».

Στην «Εσωστρέφεια» διαπιστώνετε ότι είναι «μεσίστια η λιακάδα πατρίς»...
«Εγώ έψαχνα, εν προκειμένω, να βρω πώς μπορεί να τελειώσει το ποίημα. Τέλος πάντων, αν το ίδιο το ποίημα επιμένει να έχει επιθετική χροιά, ήτοι πολιτική, αφήστε το να σημαίνει. Εν ονόματι, όμως, της ποίησης πάλι, πρέπει να πω ότι η μεσίστια σημαία κάλλιστα μπορεί να αναφέρεται και στη στιγμή που ο ήλιος παύει να μεσουρανεί και αρχίζει να χαμηλώνει...».

Επισκεπτόμενη, ποιητικώ τω τρόπω, ένα αρχαίο θέατρο αναρωτιέστε «για την καταπάτηση της παλαιότητας από το παρόν» και αποφαίνεστε ότι «το παρελθόν/ αναγνωρίζει τον εαυτό του/ μόνον ερειπωμένον». Γιατί ασχολούμαστε περισσότερο με το παρελθόν, παρά με το μέλλον, ακόμη και σε τούτη τη φάση που θέλουμε να υπερβούμε ένα δύσκολο παρόν;
«Με αυτό το απώτατο παρελθόν, σαν που απέχω τόσο, δεν είναι εύκολο να συνδεθώ, αφού τόση Ιστορία, έχοντας μεσολαβήσει, μας έχει στερήσει τις ομοιότητές μας με αυτό. Ωστόσο, φυσικό είναι να θέλουμε να είμαστε απόγονοι ενός μεγαλείου, αλλά ας μην το επικαλούμεθα ζητώντας ιδιαίτερη, χάριν αυτού, μεταχείριση. Θέλουμε καλή μεταχείριση επειδή είμαστε μέρος της ανθρωπότητας. Αν ήμασταν όμοιοι με τους αρχαίους ημών - τους τραγικούς, τους ποιητές και τους σοφούς - δεν θα το θίγαμε το θέμα. Για να τους επικαλούνται κάποιοι συνεχώς σημαίνει ότι κάπου νιώθουν να υστερούν. Προσωπικά πάντως δεν επαίρομαι, προσέχω. Εγώ συντηρώ το αίσθημα ότι είμαι Ελληνίδα, μιλώντας την ελληνική γλώσσα και νιώθοντας μια ήσυχη, σίγουρη συγκίνηση μπροστά στην ελληνική σημαία. Ρίζα η πατρίδα όπως και το θείον».

Πάντως το «εθνικόν», για να θυμηθούμε και τον Σολωμό, κακόπαθε, άλλοι το εκμεταλλεύθηκαν και άλλοι το απαξίωσαν...
«Συμφωνώ. Εχετε, όμως, βγάλει άκρη επί του ζητήματος εσείς απ' όλες αυτές τις συζητήσεις; Ενα πράγμα έχω μονάχα να σας πω. Οταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήμουνα δεν ήμουνα ένα κοριτσάκι εννέα ετών. Χτυπήσανε τότε οι σειρήνες - ακαριαίος ο πανικός - και μαζί με τους γονείς μου μπήκαμε αμέσως σ' ένα αυτοκίνητο να πάμε στην Καλαμάτα ούτως ώστε να αποφύγουμε τυχόν βομβαρδισμούς. Την ώρα που φθάσαμε στην περιοχή βομβαρδιζόταν η εταιρεία ηλεκτρισμού της περιοχής! Κατόπιν αυτού μεταφερθήκαμε στο χωριό του πατέρα μου που ήταν κοντά. Εκεί, που λέτε, υπήρχε μια εξαδέλφη που με ανέβαζε σ' έναν γάιδαρο και με γύριζε στα περιβόλια. Μου έδωσε, θυμάμαι, κι έναν σουγιά. Οταν, αργότερα, άκουσα τις καμπάνες και τις φωνές ότι "έπεσε το Τεπελένι", εγώ ριγούσα χωρίς να αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς συνέβαινε. Το ίδιο ρίγος το νιώθω ακόμη και σήμερα με πολλές αφορμές. Φαίνεται ότι η πατρίδα είναι ένα πράγμα ριζωμένο μέσα μου που δεν ελέγχεται...».

Πώς ακούτε εσείς όλους αυτούς που σήμερα κάνουν λόγο για «κατοχή» και υπόγειο «εμφύλιο πόλεμο»;
«Εζησα και την Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Και από τους δυο πολέμους πτώματα είναι γεμάτη η μνήμη μου. Σήμερα ακούγονται πολλές στομφώδεις κουβέντες. Σας έλεγα πριν ότι πήγαμε στην Καλαμάτα. Να προσθέσω ότι επιστρέψαμε λίγες ημέρες μετά. Στην Αθήνα είδα εικόνες φρίκης, εικόνες τερατώδεις. Ακούω και σήμερα, κάπως διαπεραστικότερη, την ετοιμοθάνατη φωνή στους δρόμους της γειτονιάς μου, εκείνο το "πεινάω, μάνα μου, πεινάω". Είδα ανθρώπους να κείτονται στο δρόμο και μετά το κάρο της δημαρχίας να μαζεύει τις συνέπειες της πείνας. Εν μέρει πείνασα κι εγώ - χυλό με καλαμποκάλευρο και πετιμέζι από πάνω έτρωγα.

Ηταν σημαντικό το συμπλήρωμα που παρείχε τότε η Τράπεζα της Ελλάδος στους υπαλλήλους της, ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου. Ακόμη τον θυμάμαι να μας φέρνει φραγκόσυκα, μέσα σ' ένα καλάθι ραμμένο με πανί, εκεί τα έβαζε. Ακόμη θυμάμαι τη μυρωδιά τους, τα επίφοβα αγκάθια τους που μου προκαλούσαν τρόμο, αλλά και την επιδεξιότητα του πατέρα μου να τα καθαρίζει και να μας τα βάζει στο στόμα. Στην Κατοχή πάντως δεν αγωνιούσα ότι θα χαθεί η πατρίδα. Στον Εμφύλιο, αργότερα, είδα τους νεκρούς που άφηνε η ένοπλη ιδεολογία εκατέρωθεν. Πολύ εχθρικός και κατατρομαγμένος καιρός, στα παιδικά μου ακόμη χρόνια».

Αν ήταν ένα κομπόδεμα η πατρίδα τι θα είχε μέσα;
«Θα ήταν μεγάλο κομπόδεμα αν περιείχε τα χρυσά νομίσματα της ειρήνης και της ασφάλειας. Και της ακεραιότητας της χώρας μας. Να μείνουν, προπάντων, ιδιοκτήτριες της ύπαρξής τους οι ανεξάντλητες ομορφιές του τόπου μας».

Γράφετε ότι «αιμορραγούν τα πράγματα έξω», συνδιαλέγεστε με τη σεφερική προμετωπίδα της συλλογής σας «τραυματισμένος ο τόπος, τραυματισμένος ο καιρός»…
«Ετσι είναι. Υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που αιμορραγούν, ένα μεγάλο μέρος του λαού μας αιμορραγεί. Το γιατί και το πώς εγώ δεν μπορώ να το θίξω με την ποίησή μου, εγώ βλέπω την κίνηση των πραγμάτων. Αλλά μπορεί η ποίηση να κάνει μετάγγιση αίματος; Είναι αρκετό να συμπάσχει; Οχι, δεν είναι. Είναι αρκετό να το εκφράζει;».


Κανείς δεν γεννιέται κλέφτης, γίνεται κλέφτης


Λένε για τους ποιητές ότι μπορούν να εκφράσουν το αίσθημα ενός ολόκληρου λαού...
«Δεν αναγνωρίζω τέτοια δύναμη στην ποίηση. Οι ποιητές είναι άνθρωποι, με τις αδυναμίες τους κι αυτοί. Γι' αυτό άλλωστε δεν με έχει απασχολήσει και ποτέ το ερώτημα "τι λένε, τι κάνουν οι πνευματικοί άνθρωποι;". Μα τι να κάνουν κι αυτοί; Κάποιοι τυραννισμένοι είναι κι αυτοί από μια άλλη πλευρά, πιο κρυφή. Και τι δύναμη έχουν εν πάση περιπτώσει; Πείτε μου ποια θηριωδώς μεγάλα πνεύματα άλλαξαν την πορεία της Ιστορίας; Τράβηξε ή δεν τράβηξε η Ιστορία το δρομολόγιό της ερήμην τους; Ξέρω εγώ, σας ερωτώ, περισσότερα από το παιδί που με τράβηξε πριν από λίγο φωτογραφία; Γιατί ο ποιητής να μπορεί να επηρεάσει περισσότερο από τον δεινοπαθούντα; Τι πιο εύγλωττο και αμεσότερο; Είμαι δύσπιστη. Εγώ ένα πράγμα ξέρω: κάτι που από κάπου τρέχει, ενώ ο μάστορας το κλείνει και γίνεται στεγανό, σε κάποιο άλλο σημείο εμφανίζει διαρροή».

Η κρίση φανέρωσε κάτι;
«Μου ζητάτε να έχω δει και κάτι περισσότερο απ' ό,τι φαίνεται. Να υποθέσω μόνον μπορώ. Και δεν μπορώ να κατηγορήσω. Θα πείτε βέβαια ότι αυτό μοιάζει με στάση στρουθοκαμήλου, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να ενοχοποιώ αδιακρίτως έναν ολόκληρο λαό όταν δεν ξέρω ποιος ήταν ο πρώτος ένοχος. Μια αλυσίδα ενόχων, ποιος όμως ήταν ο πρώτος ένοχος; Και αυτός γεννήθηκε ένοχος ή έγινε; Πολύ βαθιά νερά για το δικό μου άτολμο μυαλό.
Ακόμη πάντως και οι Ελληνες που μπήκαν να δουλέψουν στο Δημόσιο, χρησιμοποιώντας τη συναλλαγή και τις άκρες τους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχτισαν μια ζωή η οποία εν τούτοις γκρεμίστηκε όταν τους έδιωξαν. Αυτό είναι σκληρό. Το ζήτημα είναι να εντοπιστεί, αν και το θεωρώ αμφίβολο, η πρώτη ένοχη αιτία, το πρώτο χωρίς ήθος κύτταρο. Να είναι, λέτε, στη φυλή, στις καταβολές μας; Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη: κανείς δεν γεννιέται κλέφτης, γίνεται κλέφτης».

Σε πολλά ποιήματα τα έχετε πάλι με τον Υψιστο...
«Δεν τα έχω ακριβώς. Απορίες τού εκφράζω σαν ίσος προς άνισον. Συνομιλώ πάντως μαζί του, έχω μια σχέση που νομίζω ότι την αναλύω στο ποίημα που έχει τίτλο "Η ζύμη". Λέω ότι, παρ' όλο που τον ερευνώ, που τον ψάχνω και τον σχολιάζω, δεν λέει αυτός να ξεριζωθεί με τίποτα από μέσα μου. Ξέρετε, αν δεν πίστευα σε κάτι το οποίο δεν ξέρω να το ορίσω ίσως και να μην τού απευθυνόμουν. Βέβαια δεν είναι μονάχα ο Θεός το μόνον ενδεχομένως ανύπαρκτο - αν πράγματι είναι ανύπαρκτο - στο οποίο απευθυνόμαστε. Τα πράγματα για τα οποία μιλάμε πιο πολύ και για τα οποία γράφουμε πιο πολύ είναι αυτά που δεν υπάρχουν. Δεν συμφωνείτε;».

Μια που το λέτε, πώς εξηγείτε εσείς την καλώς εννοούμενη λόξα που έχουμε ως λαός με την ποίηση;
«Δεν ξέρω αν πρόκειται για κύτταρο της φυλής ή μήπως αυτή η τάση προς την ποίηση προκύπτει από την εντύπωση ότι η ποίηση είναι ένας έμπιστος χώρος να καταθέτει κανείς τα αισθήματά του. Μου είπε κάποιος "με εκφράσατε", μια άλλη κυρία μού είπε κάποτε ότι παρηγορήθηκε για το πένθος της από την ποίησή μου. Συμβαίνει κι αυτό. Μόνον όμως όταν το αίσθημα υποστεί τις παραμορφώσεις που απαιτούνται μέσω της γλώσσας, ώστε τα πράγματα να μην είναι μόνον έτσι αλλά και αλλιώς. Η ποίηση είναι για να δούμε ότι τα πράγματα είναι κάτι άλλο αν λεχθούν αλλιώς».

Σας απασχολεί εν γένει η υστεροφημία, κυρία Δημουλά;
«Παρά τα όσα λέω, μάλλον θα με απασχολεί. Αλλά ξυστά. Προς τι να την ποθώ, αφού δεν θα γνωριστούμε ποτέ; Ποιος θα τη νέμεται αυτή την υστεροφημία; Η αιωνιότητα της απουσίας μου;».

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΦΥΛΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ]

Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου εἰς τό Συμπόσιον
τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Μονάχου εἰς τήν Ἀκαδημίαν Fürstenried
(16 Μαΐου 2014)


Θέμα Συμποσίου: 
Ἀειφόρος τρόπος ζωῆς (Ζωή ἀειφορίας) καί διαφύλαξις τῆς Δημιουργίας. Μία κοινή πρόκλησις.
(Nachhaltig Leben – Schöpfung bewahren. Eine gemeinsame Herausforderung)

Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Reinhard Marx, Ἀρχιεπίσκοπε Μονάχου καί Freising,
Σεβασμιώτατε Ἐπίσκοπε τῆς Εὐαγγελικῆς Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας Βαυαρίας,
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Διευθυντά τῆς Ἀκαδημίας ταύτης,
Ἀγαπητοί καί ἐκλεκτοί μετέχοντες εἰς τό Συμπόσιον τοῦτο,

«Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα Σου καί οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρός ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου», ἀναφωνεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, θαυμάζουσα καί ὑμνοῦσα τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί τήν δημιουργίαν Του, τήν ὁρατήν καί ἀόρατον. Ὁμολογεῖ δέ εἰς τήν προσευχήν του ὁ πιστός ἄνθρωπος τήν μηδαμινότητα αὐτοῦ καί συνόλης τῆς δημιουργίας, τῆς ἐν ἁρμονίᾳ καί ἀενάῳ λειτουργίᾳ δημιουργηθείσης ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἀποδίδων, ὁ ἄνθρωπος, τά πάντα εἰς τόν Θεόν: «Σύ γάρ βουλήσει ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγών τά σύμπαντα, τῷ σῷ κράτει συνέχεις τήν κτίσιν, καί τῇ σῇ προνοίᾳ διοικεῖς τόν κόσμον. Σύ ἐκ τεσσάρων στοιχείων τήν κτίσιν συναρμόσας, τέτταρσι καιροῖς τόν κύκλον τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐστεφάνωσας. Σέ τρέμουσιν αἱ νοεραί πᾶσαι δυνάμεις, σέ ὑμνεῖ ἥλιος, σέ δοξάζει σελήνη, σοί ἐντυγχάνει τά ἄστρα, σοί ὑπακούει τό φῶς, σέ φρίττουσιν ἄβυσσοι, σοί δουλεύουσιν αἱ πηγαί. Σύ ἐξέτεινας τήν γῆν ὡσεί δέρριν, σύ ἐστερέωσας τήν γῆν ἐπί τῶν ὑδάτων, σύ περιετείχισας τήν θάλασσαν ψάμμῳ, σύ πρός ἀναπνοάς τόν ἀέρα ἐξέχεας» (Εὐχή Μ. Ἁγιασμοῦ).

Πάντα, λοιπόν, τά δημιουργήματα ὑποτάσσονται πρός ἄλληλα καί λειτουργοῦν ἀμέμπτως, ἁρμονικῶς, λειτουργικῶς, ἀποκαραδοκοῦντα τήν «ἐλευθερίαν πάσης τῆς κτίσεως». Ὁ μόνος ἀνυπότακτος μεταξύ τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ μέ ἐλευθερίαν προικισθείς καί ἀλαζών, ἀτυχῶς, ἄνθρωπος. Ὡς ἐκ τῆς ἀλαζονείας δέ ταύτης ὁ ἄνθρωπος, διά τήν ἁμαρτίαν, ἀδυνατεῖ ἐν τῇ πραγματικότητι «νά κατακυριεύσῃ τῆς γῆς», παρά τήν θείαν ἐντολήν (πρβλ. Γεν. α΄ 28). Ἀντί νά κατακυριεύσῃ τῆς γῆς, ἀτυχῶς κατακυριεύεται ἐξ ἰδίων ὑπ᾿  αὐτῆς.

Ἐκφράζομεν, ἐν πρώτοις, τάς θερμάς εὐχαριστίας τῆς ἡμετέρας Μετριότητος καί τοῦ ὑφ᾿ ἡμῶν ἐκπροσωπουμένου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα, Καρδινάλιε κ. Marx, Ἀρχιεπίσκοπε Μονάχου, τόν Διευθυντήν τῆς Ἀκαδημίας ταύτης καί πρός τό διοικητικόν καί πνευματικόν προσωπικόν αὐτῆς, διά τήν τιμητικήν πρόσκλησιν πρός ἡμᾶς ὅπως ἐκθέσωμεν πρός τήν ἀγάπην σας  σκέψεις καί ἐμπειρίας ἡμῶν ὅσον ἀφορᾷ εἰς τό σοβαρόν καί πάντοτε ἐπίκαιρον θέμα τοῦ Συμποσίου σας, «τοῦ ἀειφόρου τρόπου ζωῆς» καί τῆς διαφυλάξεως τῆς δημιουργίας, ὡς μιᾶς πάντοτε συγχρόνου προκλήσεως.

Ἀνταποκρινόμεθα μετά χαρᾶς εἰς τό αἴτημα, διότι ἀληθῶς τό θέμα τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος δονεῖ ἐντόνως τάς χορδάς τῆς καρδίας μας καί μᾶς ὠθεῖ, καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν διακονίας, ἀλλά καί πρό αὐτῆς, νά ἐργαζώμεθα μετά ζήλου διά τήν εὐαισθητοποίησιν τῆς κοινῆς γνώμης, μέσῳ τῆς ὁποίας δύναται νά ἐνεργοποιηθῇ ἡ ἑκασταχοῦ διοίκησις, οἱ ἡγέται τῶν λαῶν καί οἱ κυβερνῆται τοῦ κόσμου καί οἱ ἐπί μέρους ὀργανισμοί, πρός λῆψιν τῶν ἀναγκαίων διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος μέτρων.

Ἀλλά καί ἑκάστου ἀτόμου ἡ προσοχή καί ἡ εὐαισθησία ἔναντι τῶν καταστροφῶν τοῦ περιβάλλοντος, παρατηρουμένων καί διαπιστουμένων καθημερινῶς, δύναται νά συντελέσῃ σημαντικῶς εἰς τήν βελτίωσιν τῆς καταστάσεως.

Τήν λύσιν εἰς τήν ἀπορίαν, ὡς διατυποῦται διά τοῦ τίτλου τοῦ ὑπό διαπραγμάτευσιν θέματος τοῦ Συμποσίου, δίδει ὁ ἀνωτέρω δοξολογικός ὕμνος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀναπέμπεται  μέν προσευχητικῶς,  οὐδόλως ὅμως ἐν τῇ πράξει ἐφαρμόζεται ὑπό τοῦ ἐνοίκου τοῦ πλανήτου τούτου ἀνθρώπου.

Ἡ παρατηρουμένη κατά τούς ἐσχάτους χρόνους ραγδαία  καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τοῦ πλανήτου μας ἔχει ὁδηγήσει τήν ἀξιολογοῦσαν καί μελετῶσαν «τά σημεῖα τῶν καιρῶν» Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,  εἰς μίαν ἰδιαιτέραν ἐν προκειμένῳ ἐπαγρύπνησιν.

Ἔχει δέ καταστῆ πανθομολογουμένως πλέον ἀντιληπτόν, ὡς ἀποτέλεσμα καί τῆς πρωτοβουλίας ταύτης τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι μόνον μία συλλογική προσπάθεια πνευματικῶν, πολιτικῶν, ἐπιστημονικῶν φορέων καί ἡγετῶν εἶναι δυνατόν νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ καιρίου τούτου διά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος προβλήματος.

Εἶναι ἀσφαλῶς καί εἰς τήν ἀγάπην σας γνωστόν, ὅτι ὁ ἀοίδιμος προκάτοχος ἡμῶν Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος, τήν 1ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1989, -ἡμερομηνίαν ἐνάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, συμπίπτουσαν μέ τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου (τοῦ νέου ἔτους) εἰς τό Βυζάντιον-, ἐξαπέλυσε πρωτοβούλως πρός τό Ὀρθόδοξον πλήρωμα, τόν Χριστιανισμόν καί τήν παγκόσμιον κοινήν γνώμην,  προφητικόν αὐτοῦ μήνυμα, -τό πρῶτον μιᾶς σειρᾶς ἔκτοτε κατ᾿ ἔτος ἐγκυκλίων-, καί ἐκάλεσε λίαν ἐνωρίς σύμπαντα τόν χριστιανικόν κόσμον «νά ἀναπέμπῃ κατ᾿ ἔτος τήν ἡμέραν ταύτην (τήν 1ην Σεπτεμβρίου) δεήσεις καί ἱκεσίας διά τό μέγα δῶρον τῆς δημιουργίας, ἱκετηρίους δέ διά τήν προστασίαν καί σωτηρίαν αὐτῆς ἀπό παντός κακοῦ». Διά τοῦ ἰδίου ἐκείνου Πατριαρχικοῦ  μηνύματος ἡ ἡμέρα αὕτη τῆς 1ης Σεπτεμβρίου ἑκάστου ἔτους καθιερώθη ἔκτοτε ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη εἰς τήν δημιουργίαν καί εἰς τό φυσικόν περιβάλλον. Ἐκ παραλλήλου, διά τοῦ πρώτου ἐκείνου ἐκ Κωνσταντινουπόλεως Μηνύματος προετρέποντο οἱ πιστοί νά ἀναλογισθοῦν τάς ἑαυτῶν εὐθύνας «εἰς σεβασμόν καί διαφύλαξιν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος», οἱ δέ πολιτικοί ἡγέται «ὅπως προβοῦν εἰς πᾶσαν ἀπαραίτητον ἐνέργειαν, πρός προστασίαν καί διάσωσιν τῆς φυσικῆς δημιουργίας».

Ἡ θέσις καί πρότασις αὕτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου υἱοθετήθη ἀμέσως ὑπό τῆς συγκληθείσης ἐν Φαναρίῳ, ἡμετέρᾳ πρωτοβουλίᾳ, πρώτης Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ ἔτους 1992. Ἡ ἰδία πρότασις ἐγένετο ἀργότερον ἀποδεκτή ὑπό τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν καί ἐν συνεχείᾳ  καί ὑπό τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, δηλαδή ὑφ᾿ ὁλοκλήρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, γεγονός ὅπερ συνετέλεσεν εἰς τήν ἀφύπνισιν ἐν προκειμένῳ τῆς παγκοσμίου κοινῆς γνώμης.

Ἐχάρημεν δέ ἰδιαιτέρως διότι ἐν ἔτει 2010 καί αἱ ἐν Γερμανίᾳ Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι συνεργάζονται εἰς τό Ἐθνικόν Συμβούλιον Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν (ACK), εἰσήγαγον τόν οἰκουμενικόν ἑορτασμόν τῆς Ἡμέρας τῆς Δημιουργίας συνεχίζουσαι τοιουτοτρόπως τήν κληρονομίαν τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου ἡμῶν Πατριάρχου Δημητρίου.

Τήν συγκεκριμένην πρωτόβουλον ἐνέργειαν τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Δημητρίου ἠκολούθησε σειρά συναντήσεων διά τῆς συμμετοχῆς ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, θεολόγων καί ἐπιστημόνων-περιβαλλοντολόγων, εἰς Πάτμον ἔν ἔτει 1989, εἰς τό Ἱερόν Πατριαρχικόν καί Σταυροπηγιακόν Μετόχιον Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἐν Ὁρμυλίᾳ Χαλκιδικῆς, ἐν ἔτει 1990, εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης, ἐν ἔτει 1991, καί εἰς τήν ἀναμένουσαν τήν ἐπαναλειτουργίαν αὐτῆς Ἱεράν Θεολογικήν Σχολήν τῆς Χάλκης, ἐν ἔτει 1992. Αἱ συναντήσεις αὗται συνετέλεσαν εἰς τήν εἰς βάθος συζήτησιν τῶν προβλημάτων τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ὑπό τό πρῖσμα κυρίως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Θεολογίας• εἰς τήν διατύπωσιν εὐκρινῶν θεωρητικῶν ἐννοιῶν• καί εἰς συγκεκριμένας προτάσεις καί εἰς τήν εἰσήγησιν τῆς ἀναγκαιότητος λήψεως συγκεκριμένων πρακτικῶν μέτρων ἀντιμετωπίσεως τῶν οἰκολογικῶν λεγομένων προβλημάτων.

Ἁπλῆ ἀναδίφησις εἰς τάς τότε ἐκδόσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου: «Ἡ Ὀρθοδοξία καί τό οἰκολογικόν πρόβλημα» (1991) καί «Γιά νά ζήσῃ ἡ Δημιουργία τοῦ Θεοῦ» (1992), μαρτυρεῖ καί καταδεικνύει τοῦ λόγου τό ἀληθές, δηλαδή τήν πρωτοποριακήν μέριμναν αὐτοῦ τε καί γενικῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός ἀντιμετώπισιν τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως.

Διαδεχθεῖσα ἡ ἡμετέρα Μετριότης τόν ἀλήστου μνήμης Πατριάρχην Δημήτριον εἰς τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, ἐθέσαμεν ἤδη διά τοῦ ἐνθρονιστηρίου ἡμῶν λόγου ἀπό τῶν βαθμίδων τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τήν 2αν Νοεμβρίου 1991 ὡς πρωταρχικῆς σημασίας τήν μέριμναν ἡμῶν διά τό περιβάλλον, καί μάλιστα ὡς ἄμεσον καί ἐπείγουσαν προτεραιότητα τῆς ἡμετέρας Πατριαρχικῆς διακονίας, οὕτως ὥστε τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νά εὐαισθητοποιῆται καθημερινῶς ὡς πρός τήν ἐπαπειλοῦσαν τόν κόσμον ὁλοκληρωτικήν καταστροφήν καί νά συνειδητοποιῇ αὐτήν, ἡ ὁποία δυστυχῶς συνεχίζει νά ἀπειλῇ τόν πλανήτην μας μέχρι  καί τῆς σήμερον.

Μεταξύ τῶν ποικίλων πρωτοβουλιῶν, αἱ ὁποῖαι ἐξ ἀρχῆς  σχεδόν τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν θητείας ἀνεπτύχθησαν, ἦτο ἡ δημιουργία εἰδικῆς Θρησκευτικῆς καί Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς (1995) προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἡ διοργάνωσις διαφόρων, ἱκανῶν τόν ἀριθμόν διεπιστημονικῶν - θρησκευτικῶν, ἐπιστημονικῶν καί περιβαλλοντικῶν- Συμποσίων μέχρι σήμερον.

Τοιουτοτρόπως, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον προσπαθεῖ διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτοῦ πνευματικῶν καί θεολογικῶν δυνάμεων καί τῆς δημιουργηθείσης ἐμπράκτως δυναμικῆς νά συμβάλῃ τό ἐπ᾿ αὐτό εἰς τόν πολυμέτωπον ἀγῶνα πρός διατήρησιν τοῦ ἐξελθόντος ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ πανσόφου Δημιουργοῦ καί περιβάλλοντος ἡμᾶς «λίαν καλοῦ» κόσμου.

Ὡς εἰκός, ἡ μέριμνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος δέν ἐξαντλεῖται εἰς μίαν ἁπλῆν μόνον ἀκτιβιστικήν δραστηριότητα. Ὡς πνευματικός ὀργανισμός δέν διαθέτει τοῦτο ἀσφαλῶς τάς ἀπαιτουμένας κοσμικάς δυνάμεις καί τήν ἐξουσίαν διά νά ἀνακόψῃ τήν ἀλόγιστον καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖον δύναται νά προσφέρῃ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί εἰς τό ὁποῖον  καί ἔγκειται ἡ ἀποφασιστική συμβολή αὐτῆς εἶναι ἡ διαμόρφωσις ἑνός ἤθους ζωῆς καί ἡ προβολή μιᾶς θεολογικῆς θεωρήσεως τοῦ κόσμου. Τό ἦθος ἐκεῖνο, τό ὁποῖον, υἱοθετούμενον ὑπό τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν κοινωνιῶν, ἐμπνέει αὐτομάτως τόν σεβασμόν εἰς τό περιβάλλον καί ἐμποδίζει τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν τῶν φυσικῶν πόρων, ἡ ὁποία μέ μαθηματικήν ἀκρίβειαν καί ἀθέλητον στοχοθέτησιν ὁδηγεῖ εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος.

Ὑπό τό πρῖσμα τοῦ Ὀρθοδόξου τούτου ἤθους θά καταβληθῇ προσπάθεια ὑπό τοῦ ὁμιλοῦντος πρός προσέγγισιν τοῦ θέματος τῆς ἀειφορίας τῆς κτίσεως καί συγχρόνως τῆς διασφαλίσεως αὐτῆς ἀπό τῆς καταστροφῆς, ἵνα ὁ κόσμος ζῇ καί κινῆται, πάντοτε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐν τῷ Ὁποίῳ «εἰρηνοβραβεύτως» «τό βασιλεύειν πέλει, τό ἁγιάζειν, τό κινεῖν τήν κτίσιν» (πρβλ. ἀναβαθμούς β΄ἤχου).

Σεβασμιώτατοι, Ἱερώτατοι, Θεοφιλέστατοι καί ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν τῷ κοινῷ Δημιουργῷ  Κυρίῳ καί Θεῷ καί Σωτῆρι ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ κατ᾿ εἰκόνα Ἑαυτοῦ δημιουργήσαντι ἕκαστον ἐξ ἡμῶν,

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογοῦσα εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τήν πίστιν εἰς «ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων», κηρύττει συγχρόνως πρός τούς πάντας τήν θεολογίαν περί τῆς ἱερότητος  τῆς τε ἀοράτου, δηλαδή τῆς ἀγγελικῆς καί ἁγίας, καί τῆς ὁρατῆς κτίσεως, τῆς ὑπό ἀνθρώπων, κατά μίμησιν τῆς ἀγγελικῆς εὐταξίας πλασθέντων καί  ὑμνούντων τόν Δημιουργόν καί Πλάστην αὐτῆς κατοικουμένης.
Ὁμιλοῦντες περί τῆς ἱερότητος τῆς δημιουργίας, τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀοράτου, καί δή περί τῆς ἀειφορίας τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, περί τῆς ὁποίας ὁ λόγος, φρονοῦμεν ἐκ τῆς πνευματικῆς ἡμῶν ἐμπειρίας,  ὅτι αὕτη περικλείεται ἐμπραγμάτως εἰς μίαν καί μόνον λέξιν: τήν μεταμόρφωσιν.

Ἄς μή λησμονῶμεν δέ ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ ὑποδεικνύει καί καταδεικνύει  τόν ἁγιασμόν καί τήν μεταμόρφωσιν τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἡ ὁποία δέχεται τό φῶς τοῦ μεταμορφωθέντος Κυρίου: «Ὁ φωτί σου ἅπασαν τήν οἰκουμένην ἁγιάσας», ψάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην. Δηλαδή εἰς τήν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου συμμετέχει καί ἡ κτίσις: «Σοῦ δέ Σωτήρ μεταμορφουμένου, τό Θαβώριον ὄρος φωτί ἐσκέπετο» (ἑσπέριον δοξαστικόν ἑορτῆς). Βεβαίως καί ἡ ὕλη, τά ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ, «ἐγένοντο λευκά ὡς τό φῶς» καί τό πρόσωπον Αὐτοῦ «ὡς ὁ ἥλιος». Δηλαδή ἡ ὕλη, ἡ κτίσις, ἐδοξάσθη ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, τήν ὁποίαν δόξαν οἱ Μαθηταί Αὐτοῦ εἶδον «καθώς ἠδύναντο».

Ἐπί πλέον, ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνῳδός παρουσιάζει τόν Προφήτην Δαυΐδ συγκαλοῦντα τήν κτίσιν πᾶσαν πρός εὐφροσύνην:  «Τήν σήν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ προορώμενος, ἐν Πνεύματι διά σαρκός, πρός ανθρώπους ἐπιδημίαν, ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ, πόρρωθεν πρός εὐφροσύνην συγκαλεῖται τήν κτίσιν, καί προφητικῶς ἀνακράζει, Θαβώρ καί Ἑρμών ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται». Ἡ κτίσις ἅπασα ὑμνεῖ τόν Κύριον: «Ὁ τοῦ φωτός διατμήξας τό πρωτόγονον χάος, ὡς ἐν φωτί τά ἔργα ὑμνεῖ σε Χριστέ, τόν Δημιουργόν». «Τό ἄδυτον φῶς, τοῦ Πατρός τό ἀπαύγασμα», τό Ὁποῖον ἔλαμψεν εἰς τό Θαβώρ ἐν τῇ ἀπροσίτω δόξῃ Αὐτοῦ, δέν ἐθέωσε μόνον τούς ἀνθρώπους, ἀλλά «ἐφαίδρυνε καί τήν κτίσιν»  πᾶσαν (τροπάριον η΄ ὠδῆς τῆς Μεταμορφώσεως).

Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος μέ τήν Μεταμόρφωσιν Αὐτοῦ, «τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκε, μεταστοιχειώσας αὐτήν εἰς τήν τῆς θεότητος δόξαν τε καί λαμπρότητα», οὕτω καί «αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. η΄, 21-22). Ἡ κτίσις δέχεται καί ἀντιπροσφέρει μίαν πρόγευσιν τῆς τελικῆς ἐξαναστάσεως. Εἰς τήν μεταμόρφωσιν ταύτην ἔγκειται ἡ ἀειφορία τῆς κτίσεως καί ἀπ᾿ αὐτῆς ἡ ἀειφορία τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ.

Ἐν ἄλλοις λόγοις, ἡ μεταμόρφωσις τῆς κτίσεως ἀκολουθεῖ τήν μεταμόρφωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὁ ἐξαγιασμός τῆς κτίσεως ἕπεται τῷ ἐξαγιασμῷ τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως. Καί ἡ κτίσις ὅμως καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτόφωτοι, ἀλλά δέχονται τό φῶς ἐκ τῆς Πηγῆς τοῦ φωτός, ἐκ τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος Μακάριος, εἷς ἀσκητής καί μελετητής τῆς φύσεως καί τῆς κτίσεως τοῦ Δημιουργοῦ, παρουσιάζει  καί ἐξηγεῖ  τήν σχέσιν μεταξύ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διά τῶν ἀκολούθων χαρακτηριστικῶν: «ὡς γάρ ἔσωθεν ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ οὖσα ἐφηπλώθη ἐπί τῷ σώματι Αὐτοῦ καί ἐξέλαμψε, τόν αὐτόν τρόπον κἄν τοῖς ἁγίοις ἡ ἔσωθεν οὖσα τοῦ Χριστοῦ δύναμις, ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔξωθεν εἰς τά σώματα αὐτῶν ὑπερεκχεῖται».

Ἡ μεταμορφωτική δύναμις τοῦ θείου φωτός ἐπεκτείνεται εἰς ἅπαντα τόν κόσμον: «Φῶς ἀναλλοίωτον, Λόγε, Φωτός Πατρός ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι Φωτί σου σήμερον ἐν Θαβωρίω, Φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, Φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν» (Ἐξαποστειλάριον τῆς  ἑορτῆς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως).

Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἐπιτυγχάνεται ἡ προστασία τῆς κτίσεως καί ἡ ἀειφορία της μέσῳ τῆς καλλιεργείας τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους, ἀποδεικνύεται ἐμπράκτως καί μαρτυρεῖται κυρίως εἰς τήν ἀσκητικήν καί μοναχικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τῆς βιωματικῆς πνευματικῆς καί θεολογικῆς ἐμπειρίας.

Βασικός στόχος, ὡς γνωστόν, τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς ζωῆς, τῆς «κατά μόνας» ζωῆς, εἶναι ἡ δοξολογία διά πάντων «ὧν ἴσμεν καί ὧν οὐκ ἴσμεν» τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος. Μέ  τόν τρόπον αὐτόν, δηλαδή μέ τήν ἀπάρνησιν τοῦ θελήματος καί τῶν ἐπιθυμιῶν του, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει μετά τήν πτῶσιν αὐτοῦ τήν τάσιν νά κυριαρχῇ εἰς τόν ἐξωτερικόν κόσμον διά τοῦ ἰδικοῦ του θελήματος καί νά τόν χρησιμοποιῇ πρός αὐτοϊκανοποίησίν του, διδάσκεται νά μή ἔχῃ ὡς κέντρον τῆς κτίσεως τόν ἑαυτόν του, τό «ἐγώ»  του, τά πάθη του. «Πόθεν πόλεμοι καί μάχαι ἐν ὑμῖν; Οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν;», διερωτᾶται κατ᾿ ἐμπειρικήν ἀναγωγήν ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (Ἰάκ. δ΄, 1-2).

Διά τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς ἐμπειρικῆς πρακτικῆς ταύτης ὄχι ἁπλῶς κυοφορεῖται ἀλλά δημιουργεῖται ἡ πλέον ἁρμονική σχέσις μεταξύ ἀνθρώπου καί φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει βαθεῖαν τήν αἴσθησιν ὅτι εἶναι ὁ κυρίαρχος τῆς κτίσεως, ἀλλά συγχρόνως δέν λησμονεῖ ὅτι ἔχει χρέος νά τήν ὑψώνῃ ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ αὐτῆς, ὡς ὁ ἱερεύς μέ τά Τίμια Δῶρα. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα», δεόμεθα καί παρακαλοῦμεν κατά τήν ὥραν τῆς Θείας ἀναφορᾶς καί τοῦ καθαγιασμοῦ καί τῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου εἰς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, διά νά προσφέρωμεν ἐν συνεχείᾳ «τά πάντα», τόν Θεῖον Ἀμνόν καί τό «ἐκχυθέν ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» Κυριακόν Αἷμα, πρός ἅπασαν τήν κτίσιν «εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου» καί εἰς «βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα». Μόνον  τοιουτοτρόπως «νεουργεῖται ἡ πεπτωκυῖα  κτίσις». Οὕτω μόνον εἶναι δυνατόν «νά φθάσωμεν τόν Ἄφθαστον», ὁδηγούμενοι εἰς Αὐτόν ἀπό τῆς ὁρατῆς κτίσεως. «Ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων», προφητεύει ὁ βασιλεύς Δαυίδ, ὁ θεωρήσας  πνευματοκινήτως τήν κτίσιν καί ἀναχθείς ἐξ αὐτῆς καί δι᾿ αὐτῆς εἰς τόν Δημιουργόν. Διότι ἡ κτίσις ἀποτελεῖ ὁδηγόν θεογνωσίας, ὁδηγόν διδασκαλίας καί διδάσκει: τήν αὐτάρκειαν, τήν ἀνάστασιν, τό φιλόπονον, τό κοινωνικόν, τήν ἀμεριμνησίαν, τήν ἀποφυγήν τοῦ καλλωπισμοῦ καί, μέ ἕνα λόγον, τήν ἀειφορίαν.

Ὀφείλομεν εἰς τό σημεῖον τοῦτο νά ὑπομνήσωμεν πρός ἑαυτούς καί πρός ἀλλήλους, ὅτι ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀπαλλαγῇ ἐκ τῆς ἐπιθυμίας αὐτοῦ νά κυριαρχῇ ἐπί τῶν ἀδελφῶν του, δέν θά εὕρῃ ἀνάπαυσιν εἰς τόν κόσμον τοῦτον. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλαγῇ  ἐκ τῆς ἐπιθυμίας διά κυριαρχίαν ἐπί τῶν ἀδελφῶν του, τότε αὐτομάτως ἀπαλλάσσεται καί ἡ κτίσις ἐκ τοῦ κινδύνου τῆς καταχρήσεως αὐτῆς, ἐπειδή ἡ ἐπιθυμία διά κυριαρχίαν ἐπί τῶν ἀδελφῶν πραγματοποιεῖται συνήθως διά τῆς καταχρήσεως καί ὑπερχρήσεως τῆς κτίσεως καί τῶν πόρων αὐτῆς, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά ὑπερκεράσῃ καί νά νικήσῃ τό πλησίον αὐτοῦ καί τά κράτη καί οἱ λαοί νά ἐπικρατήσουν εἰς βάρος ἄλλων κρατῶν καί λαῶν καί ἐθνῶν.

Ἰδιαιτέρως, ἐν τῷ  πλαισίῳ τούτῳ καί εἰς μαρτυρίαν τῆς κατά τά ἀνωτέρω βιουμένης «ἀειφορίας τῆς ζωῆς», πνευματικῆς καί ὑλικῆς,  πάντοτε, ἀλλά καί σήμερον, εἰς τάς ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης Ὀρθοδόξους Ἱεράς Μονάς ἡ ἁρμονία ζωῆς καί φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι κανών, τύπος, βίωμα καθημερινόν.

Ἀναφερόμεθα εἰς τό ἀμέσως ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τελοῦν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τό ὁποῖον βλέπομεν καί βιοῦμεν τήν ἀνάπτυξιν μιᾶς ἁρμονικῆς σχέσεως μεταξύ περιβάλλοντος καί ὀρθοδόξου μοναχοῦ. Εἰς τόν μοναδικόν αὐτόν φυσικόν καί συγχρόνως πνευματικόν χῶρον μέ τήν ὑπερχιλιετῆ αὐτοῦ ἱστορίαν, ἀποτελοῦντα καί σήμερον ἕν ἐξαιρετικόν θησαύρισμα καί τοπίον ἰδιαιτέρου φυσικοῦ κάλλους, οἱ μοναχοί βιώνουν εἰς τήν καθημερινότητά των τά ἐπέκεινα καί ἡ παραγωγική δραστηριότης των μεταβάλλεται εἰς ἕνα καρποφόρον διάλογον μέ τήν φύσιν.

Ἡ  παρατηρουμένη εἰσέτι καί σήμερον ὡραιότης καί ἁρμονία τῆς φύσεως καί τῶν οἰκιστῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους περιγράφεται ὑποδειγματικῶς ὡς πρότυπον καί πρός παραδειγματισμόν ἡμῶν τῶν συγχρόνων ὑπό τοῦ  Αὐστριακοῦ φιλολόγου Φράντς Σπούντα, ὅπως τό  ἐβίωσεν οὗτος εἰς τόν ἱερόν ἐκεῖνον τόπον, τό κατοικητήριον τῆς Παρθένου Μαρίας, κατά τήν ἐκεῖσε ἐπίσκεψιν αὐτοῦ ἐν ἔτει 1928: «Ἡ καρδιά μου εἶναι μαγεμένη ἀπό τή γοητεία τοῦ Ἄθω. Ὁλοένα καί πιό βαθειά δάση, ὁλοένα καί πιό διάφανη καί ὁλόφωτη ἀτμόσφαιρα. Μέ ἡδυπάθεια, πού μεγαλώνει ὥρα τήν ὥρα, τά στήθη σου ρουφᾶνε τῶν βοτανιῶν τό βάλσαμο καί τῆς μυρικιᾶς τό ἀρωματισμένο μῦρο, πού πέφτει σταλαματιά-σταλαματιά. Μπροστά μου ἔχω τώρα τό ἀσάλευτο καί φωτεινό πέλαγος, πού ἁπλώνεται πάλι ὀπίσω μου μέ ἀπεραντοσύνη ... Ὦ! Ὅραμα θεϊκό, πού θά μέ κυριαρχῇς ἑβδομάδες ὁλόκληρες! Τί γοητεία μέ συνεπῆρε μέ τήν πρώτη φορά, πού ἀνίδεος καί κατάπληκτος σέ ἀντίκρυζα! Πῶς νά παραβληθοῦν μαζί σου ὅλες οἱ ἄλλες μαγευτικές ὀμορφιές τῆς ἄλλης Χώρας; Τί ἀξίζουν μπροστά σου ὁ Ταΰγετος, ἡ Θήρα, ἡ μεγαλόπερεπη καί ὑποβλητική Κρήτη! Σιγή ἱερή ἁπλώνεται πάνω ἀπό τό τοπίο, σάν κάποιος ἀόρατος Ἄγγελος νά προστατεύῃ μέ τίς φτεροῦγες του τόπο καί πέλαγος. Ἄν ὁ Παράδεισος βρισκόταν κάπου ἐπάνω στή γῆ, ἐδῶ θά ἦταν ὁ τόπος του» (Franz Spunda, Τό Ἅγιον Ὄρος Ἄθως, μετάφρασις Μητροπολίτου Αὐστρίας Χρυσοστόμου Τσίτερ, Στάχυς, Τεῦχος 4-5, Ἰανουάριος-Ἰούνιος 1966, σελ. 94, 95).

Τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν εἴκοσιν Ἱερῶν Μονῶν  του, τῶν σκητῶν καί τῶν κελλίων καί τῶν καλυβῶν του, ἀλλά καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Μονῶν ἐκτός Ἁγίου Ὄρους εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἰς ἄλλας χώρας, ὅπως ἐπί παραδείγματι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς  τῆς Ἁγίας Σκέπης ἐν Σολάν τῆς γειτονικῆς σας  Γαλλίας, ἔνθα οἱ μοναχοί δίδουν μίαν ἰδιαιτέραν βαρύτητα εἰς τήν συνετήν «οἰκολογικήν» διαχείρισιν τῆς γεωργικῆς παραγωγῆς, ἀποδεικνύουν εἰσέτι ζωντανήν τήν παράδοσιν τῆς ἁρμονικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς φύσεως, πηγάζουσαν ἀπό τῶν βυζαντινῶν χρόνων καί ἀπό τῆς παραδόσεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Τήν ἁρμονίαν αὐτήν χαρακτηριστικῶς περιγράφει ὁ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως λόγιος Μανουήλ Γεδεών ἐν ἔτει 1885: «ἐν ᾧ αἱ τοποθεσίαι, ἐφ᾿ ὧν εἰσιν ᾠκοδομημένα τά μοναστήρια τοῦ Ἄθω καί συνῳκισμέναι αἱ σκῆται ἔχουσί τι τό γραφικόν, οἱ ἀνεγείραντες ἐκεῖνα καί συνοικίσαντες ταύτας ἐγίνωσκον, ὡς καί γινώσκουσιν ἔτι, νά συνδυάζωσι φιλοκάλως καί κινοῦντες τήν ἔκπληξιν τοῦ περιηγητοῦ, τό σχῆμα καί τό μῆκος: καί τῶν κελλίων καί τῶν ναῶν, καί τῶν θόλων αὐτῶν καί τῶν ὀροφῶν τῶν παρεκκλησίων, καί τῶν κελλίων καί τῶν ἐξωστῶν καί τῶν κωδωνοστασίων καί τῶν ὑψηλῶν πύργων» (Μ. Γεδεών, Ὁ Ἄθως - Ἀναμνήσεις, Ἔγγραφα, Σημειώσεις, Πατριαρχικόν Τυπογραφεῖον, Κωνσταντινούπολις 1885, σελ. 16-18). Μέ τόν τρόπον αὐτόν ὁ  Φαναριώτης λόγιος καί ἱστορικός ἐκφράζει τό ἀρχιτεκτονικόν ἦθος τοῦ Ἄθω, ὅπου αἱ ἀνθρώπιναι ἐγκαταστάσεις ἐντάσσονται ἁρμονικῶς εἰς τό φυσικόν περιβάλλον, ἄνευ ἀλλοιώσεώς του. Μήπως ἡ αὐτή ἁρμονία δέν παρατηρεῖται καί εἰς τούς Βυζαντινούς Ἱερούς  Ναούς τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως, ὡς  τούς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰρήνης, τοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς Παντοκράτορος, τοῦ Παντεπόπτου, τοῦ Ἀκαταλήπτου, τῶν μέχρι σήμερον Ἱερῶν Ναῶν τῆς Παναγίας τῶν Μογγόλων καί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κυπαρρισᾶ Ὑψωμαθείων, ἤ εἰς ἱστορικούς πάλαι Ναούς τῆς Τραπεζοῦντος, τῆς Νικαίας, τῆς Νικομηδείας καί ἐν γένει τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς βυζαντινῆς Θεσσαλονίκης; Τό Ἅγιον Ὄρος, κατάλοιπον καί συνέχεια τοῦ Βυζαντίου, συνεχίζει καί ἐν τούτῳ τό ἀκραιφνές ἐκεῖνο ὀρθόδοξον ἦθος τοῦ μέτρου, τῆς ἁρμονίας καί  τῆς συμπορείας ἀψύχου κτίσεως, ἐμβίων ὄντων καί τοῦ κυριεύοντος αὐτῶν, κατά θείαν ἐντολήν καί παραχώρησιν, «βασιλέως» τῆς κτίσεως ἀνθρώπου.

Οἱ Ὀρθόδοξοι μοναχοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί μεριμνῶμεν καί πρέπει νά μεριμνῶμεν πάντοτε νά ὑπάρχῃ συμμετρία μεταξύ ἀναγκῶν καί χρήσεως,  μεταξύ τῶν ἀγαθῶν καί τοῦ χώρου, κατά τήν  προτροπήν καί τόν κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:  «Ἐγκρατείας δέ ὁ κάλλιστος ὅρος καί κανών οὗτος ἔστω, τό μήτε πρός τρυφήν, μήτε πρός κακοπάθειαν τῆς σαρκός βλέπειν, ἀλλά φεύγειν ἐν ἑκατέρῳ τήν ἀμετρίαν... Ἔστω τοίνυν ἡ χρῆσις τῇ χρείᾳ σύμμετρος» (PG 31, στ. 876-877).

Διά ταῦτα πάντα εἰς τόν Ὀρθόδοξον μοναχισμόν, ἡ ἐκμετάλλευσις, ἐπί παραδείγματι -διά νά ἀναφερθῶμεν μόνον εἰς τοῦτο δειγματοληπτικῶς- τῶν δασῶν, μιᾶς ἐκ τῶν βασικωτέρων προσόδων τῆς παγκοσμίου οἰκονομίας, γίνεται μέ βάσιν τήν ἀρχήν τῆς ἀειφορίας, ἤτοι τῆς ἀπολήψεως καί ἐκμεταλλεύσεως τῶν δασικῶν προϊόντων, ἄνευ καταστροφῆς τῶν φυσικῶν πόρων.

Ἡ παράδοσις αὕτη δέν εἶναί τι τό νεκρόν ἤ εἷς τύπος τοῦ παρελθόντος, ὅταν ἀκόμη δέν εἶχον ἐξελιχθῆ εἰς τό σημερινόν ἐπίπεδον καί τήν ἐνεστῶσαν πρόοδον ἡ τεχνολογία καί αἱ ἐπιστῆμαι. Ὑπῆρξεν ἀνέκαθεν ἡ παράδοσις αὕτη τό πρότυπον ἁρμονίας ἀνθρώπου καί φύσεως. Τό πρότυπον καί ἡ πρακτική αὐτή ἀρκεῖ  διά τήν ἀντιμετώπισιν τῆς πρωτοφανοῦς οἰκολογικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία, μαζί μέ τήν πυρηνικήν ἀπειλήν, ἀποτελοῦν τάς δύο σοβαρωτέρας ἀπειλάς διά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος.

Ὁ βιούμενος εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν  μοναχισμός, ὡς τρόπος ζωῆς  ὑποδεικνύει τόν τρόπον διασφαλίσεως τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος ἡμᾶς κόσμου. Εἶναι  ἀσφαλῶς ὁ πνευματικός φάρος δι᾿ ἕνα ἰδανικώτερον, ἁπλούστερον, λιτώτερον, αὐθεντικώτερον τρόπον ζωῆς.

Εἶναι ἀπαραίτητον ὁ ἄνθρωπος, ἐάν θέλῃ νά ἐπιλύσῃ τό λεγόμενον οἰκολογικόν πρόβλημα, νά ἀλλάξῃ στάσιν καί νοοτροπίαν καί νά υἱοθετήσῃ μίαν θεώρησιν, ἡ ὁποία θά ἔχῃ θεμέλιον καί βάσιν τήν ἐγκράτειαν, τήν προσεκτικήν χρῆσιν τῶν προϊόντων τῆς φύσεως καί τήν στοργικήν μέριμναν διά τήν διατήρησιν τῆς ἰσορροπίας τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ νοοτροπία αὐτή ὀφείλει νά ἀποτελέσῃ τό ἀντίβαρον εἰς τήν νοοτροπίαν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύεται τήν φύσιν καί τούς πόρους αὐτῆς κατά ληστρικόν καί βίαιον τρόπον, ὁδηγοῦντα εἰς τόν πλήρη ἀφανισμόν τῶν θείων  καί ζωοπαρόχων τούτων πόρων.

Διά συντόνων προσπαθειῶν ὅλων τῶν φορέων, μέ ὑπομονήν καί ἐπιμονήν, μέ συνεχῆ πειθώ καί συνεργασίαν, μέ ἀλλαγήν στάσεως ζωῆς καί νοοτροπίας, εἶναι δυνατόν νά καταστῇ ὁ πλανήτης, ὁ  κόσμος, καί πάλιν τόπος ἀπολύτου ἁρμονίας ἀνθρώπου καί φύσεως, ὅπου τό φυσικόν καί τό ἀνθρωπογενές περιβάλλον θά ἀλληλοπεριχωρῶνται.

Καί ἐφ᾿ ὅσον ὁ λόγος περί τῆς ἀειφορίας τῆς ζωῆς καί τῆς διαφυλάξεως καί τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος, κατακλείομεν τόν λόγον μέ δύο ἐπισημάνσεις: τήν Πατερικήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Θαύμαζέ σου τόν Δεσπότην ἀπό τῆς κτίσεως. Εἰ δέ τί σε ὑπερβαίνει τῶν ὁρωμένων, [...] καί διά τοῦτο δόξασον τόν ποιήσαντα, ὅτι ὑπερβαίνει σου τήν κατάληψιν ἡ σοφία τῶν γινομένων» (Εἰς τούς Ἀνδριάντας ΙΒ’, P.G. 49,130)• τήν Βιβλικήν τοῦ βιβλίου Βασιλειῶν Γ΄: «ἰδού παρελεύσεται Κύριος. Καί πνεῦμα μέγα κραταιόν διαλῦον ὄρη καί συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, [...] καί μετά τό πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος• καί μετά τόν συσσεισμόν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρί Κύριος • καί μετά τό πῦρ", λοιπόν, ἀδελφοί καί τέκνα, φωνή αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (πρβλ. Βασιλ. Γ΄, 19, 11-12).

Τά ἀνωτέρω ἀπό μέρους τῆς ἡμετέρας Μετριότητος καί ἀπό τῆς φωνῆς τῶν αἰώνων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.  Ταῦτα περί τῆς ἀειφορίας τῆς ζωῆς καί τῆς προστασίας τῆς κτίσεως τοῦ Δημιουργοῦ, ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ.
Ἄς ἐξαγάγωμεν ὁ καθείς τά συμπεράσματά του καί ἄς χαράξωμεν γραμμήν πορείας καί στοχοθεσίαν.

Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν μέ τήν ὁποίαν μᾶς παρηκολουθήσατε.
Ἡ Χάρις τοῦ Δημιουργοῦ τῶν πάντων Θεοῦ, τοῦ ἀεί προνοοῦντος καί ἀειφοροῦντος, καί τό πλούσιον Αὐτοῦ Ἔλεος εἴησαν μετά πάντων ὑμῶν.  Ἀμήν.

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ


Ο Μ Ι Λ Ι Α 
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ 
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ 
κ.κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ 
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗΝ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΕΩΣ ΑΥΤΟΥ 
ΕΙΣ ΕΠΙΤΙΜΟΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΥΠΟ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ 
ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ LUDWIG MAXIMILIAN ΜΟΝΑΧΟΥ 
(16 Μαΐου 2014) 

[Ehrendoktorwürde für Bartholomaios I. (Mitte) / Foto: Dr. Wolfgang Steck]
Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Reinhard Marx, Ἀρχιεπίσκοπε Μονάχου καί Freising, 
Ἱερώτατε καί ἀγαπητέ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, 
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί, 
Ἐλλογιμώτατε Κοσμῆτορ τῆς περιπύστου ταύτης Θεολογικῆς Σχολῆς, 
Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί, 
Ἀγαπητοί φοιτηταί καί φοιτήτριαι, 
«Ἐξομολόγησιν καί μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω, ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον»
(Ψαλμ. ργ΄, 1-2).
Αἰσθανόμεθα ὡς ἀληθῶς, Ἐλλογιμώτατε κύριε Κοσμῆτορ καί φίλτατοι ἐκπρόσωποι τῆς ἐπιστήμης τῆς θεολογίας μετά τῶν ἀγαπητῶν ἡμῖν φοιτητῶν καί φοιτητριῶν τῆς ὑμετέρας εὐφήμως γνωστῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Μονάχου, εἰς τήν ὁποίαν καί ἡ ἡμετέρα Μετριότης καί πολλοί ἄλλοι Ὀρθόδοξοι κληρικοί καί λαϊκοί ἐσπούδασαν σπουδήν θεολογικῆς ἐπιστήμης, αἰσθανόμε-θα, ὁμολογοῦμεν, μεγάλην χαράν ἐπικοινωνοῦντες μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τό πνευματικόν τοῦτο Ἵδρυμα τῶν ἐπιστημῶν, μετά τήν ἐκ μέρους ὑμῶν ἀπόφασιν ὅπως ἀπονείμητε ἡμῖν τόν τίτλον τοῦ ἐπιτίμου διδάκτορος τῆς Σχολῆς ὑμῶν ταύτης. 
Ἀποδεχόμεθα τήν τιμήν ταύτην ὡς ἀποδιδομένην εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό Ἱερόν τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρον, τοῦ ὁποίου ἡγούμεθα καί ἐν τῷ «πνεύματι» τοῦ ὁποίου ἐμπνεόμεθα ὑφ᾿ ἑνός πνεύματος οἰκουμενικοῦ, τό ὁποῖον σέβεται τάς πανανθρωπίνους ἀξίας καί τάς ἰδιαιτερότητας ἑκάστου ἔθνους καί ἑκάστου λαοῦ. 
Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ ταύτῃ, συγχαίρομεν ὑμῖν πᾶσι, διδάσκουσι καί διδασκομένοις, οὐ μήν ἀλλά καί τοῖς διοικοῦσι τήν Σχολήν ταύτην τῆς ἐν Γερμανίᾳ ἀδελφῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, διά τό ἔργον τό ὁποῖον ἐπιτελεῖτε διά τήν σπουδήν καί τήν μαρτυρίαν τῆς Θεολογίας. Εὐχόμεθα ὅπως ὁ Θεός χορηγῇ εἰς ὑμᾶς ὑγείαν, δύναμιν καί ἔμπνευσιν ἵνα ἐπιτελῆτε τό ἔργον τοῦτο μετά ζήλου καί γνώσεως, πρός ὠφέλειαν τῶν φιλούντων τήν θείαν γνῶσιν καί σοφίαν ἀλλά καί τήν ἀνθρωπίνην μόρφωσιν, διά τήν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς προσωπικότητος αὐτῶν καί ἵνα γνῶσιν ἀληθῆ ἔχωσι καί ἔχωμεν οἱ πάντες «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (πρβλ. Α΄ Πετρ. γ΄ 15). 
Τήν συγκίνησιν καί χαράν τῆς παρουσίας ἡμῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μεταξύ σας, Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Marx καί ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα, ἐπαυξάνει τό γεγονός τῆς προσεχοῦς συναντήσεώς μας, ἐντός ὀλίγων ἡμερῶν, εἰς τά Ἱεροσόλυμα μετά τοῦ ἀδελφοῦ Προκαθημένου τῆς ὑμετέρας Ἐκκλησίας, Ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου, διά νά προσευχηθῶμεν πρός τόν Ἕνα Κύριον τῆς δόξης καί νά ἀνανεώσωμεν τήν δέμευσιν καί ἐλπίδα ἀμφοτέρων ἡμῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, τήν ὁποίαν δέσμευσιν καί προσδοκίαν συνωμολόγησαν εἰς τούς χώρους τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου οἱ ἀοίδιμοι προκάτοχοι ἡμῶν Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καί Πάπας Παῦλος ὁ Στ΄ πρό πεντηκονταετίας ἀκριβῶς. Τήν δέσμευσιν εἰς τήν συνέχισιν τῆς πορείας διά τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀληθείας πρός τήν διά τῶν ἔργων τῆς ἀληθείας ἐπανεύρεσιν τῆς «ἀπολεσθείσης δραχμῆς», τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ Θελήματος τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου ἵνα πάντες ἕν ὧμεν, τοῦ ἐλθόντος εἰς τόν κόσμον ὄχι ἵνα τόν κρίνῃ, ἀλλά ἵνα σώσῃ αὐτόν. 
Θά συναντηθῶμεν μετά τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν ἵνα ἀντλήσωμεν ἔμπνευσιν καί ἐνίσχυσιν εἰς τήν κοινήν δύσβατον πορείαν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἐκ τοῦ παραδείγματος τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ὁ ὁποῖος «ἐν ἑκάστῃ χώρᾳ πολλά τά ἀντιπίπτοντα ὑφίστατο, πολλαῖς τε πραγμάτων δυσχερείαις ὡμίλει», ἀλλά «ροπῇ Χριστοῦ καί βοηθείᾳ πάντων ἐκράτει» («Βίος Ἁγίου Ἀνδρέου», κατά τόν Συναξαριστήν Κωνσταντινουπόλεως). 
Κατά τήν συνάντησιν ἡμῶν ταύτην θά προσευχηθῶμεν ἔτι συντονώτερον ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ διάσπασις τῆς ἑνότητος αὐτῆς πολλά δεινά προεκάλεσε καί συνεχίζει νά προκαλῇ καθ᾿ ἡμέραν εἰς τήν ἀνθρωπότητα καί τά ἀποτελέσματά της ὑπῆρξαν τραγικά.
Ἡ Φιλοσοφία τῶν Φώτων ἐν τῇ Δύσει καί ἡ Γαλλική Ἐπανάστασις ἐνήργησαν μίαν ἀληθινήν ἐπανάστασιν, μέ σκοπόν νά ἀντικατασταθῇ ἡ προηγουμένη παράδοσις τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μέ μίαν νέαν, μή χριστιανικήν, ἀντίληψιν διά τόν ἄνθρωπον καί τήν κοινωνίαν. Ἐξ αὐτῆς τῆς ἐπαναστάσεως προέρχονται ἐν πολλοῖς ὁ πρακτικός ὑλισμός τῶν σημερινῶν κοινωνιῶν καθώς καί αἱ διάφοροι μορφαί τοῦ στρατευμένου ἀθεϊσμοῦ καί ὁλοκληρωτισμοῦ, αἱ ὁποῖαι ἀτυχῶς κατά τούς δύο τελευταίους αἰῶνας καί κατά τήν πρώτην δεκαετίαν τοῦ παρόντος καί μέχρι σήμερον ἐστοίχισαν εἰς τόν κόσμον ἑκατομμύρια ἀθώων ἀνθρωπίνων θυμάτων. 
Ἐντός ἑνός τοιούτου πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος, ὁδηγήσαντος διά ποικίλων διαδικασιῶν εἰς μίαν ἀπώλειαν τῆς ἐννοίας τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί τῆς ζώσης λατρείας Του καί εἰς ἕνα ὑποβιβασμόν τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς εἰς μίαν ἀνθρωπιστικήν ἠθικήν, μέ σχετικοποίησιν τῶν δογματικῶν ἀλλά καί τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν καί διατυπώσεων, πραγματοποιεῖται ἡ συνάντησις κορυφῆς αὕτη ἀμφοτέρων τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί πνευματικῶν ἡγετῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Πραγματοεῖται εἰς τήν Ἀνατολήν, ἔνθα ἀνέτειλε καί ἐγνωρίσθη τῇ οἰκουμένῃ ἡ «ἐξ ὕψους ἀνατολή», ὁ τῆς δόξης Κύριος καί σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν. 
Διά τοῦτο, ἐν ὄψει τῆς συναντήσεως ταύτης, ἐπιθυμοῦμεν νά μοιρασθῶμεν μαζί σας ὡρισμένας ἐμπειρίας ἡμῶν καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, περί τῆς θεολογίας, ὡς ἐμπειρικῆς καί βιωματικῆς ἐπιστήμης. 
Εἰς τήν Χριστιανικήν Ἐκκλησίαν καί μάλιστα εἰς τήν Ὀρθόδοξον καί εἰς τήν Θεολογίαν της δέν ἰσχύει καί δέν πιστεύομεν εἰς τήν φράσιν «ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἰδέα», ὡς διδάσκει ἡ Φιλοσοφία καί ἐγκολποῦται ἀτυχῶς ὁ κόσμος καί ὁ σύχρονος ἄνθρωπος τῆς ὕλης καί τῆς τρυφῆς, ἀλλά πιστεύομεν ὅτι «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. α΄ 1) τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐνυπόστατος καί Τριαδικός Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Ὁποῖος καί ἐνέβαλεν εἰς ἕκαστον τῶν ὄντων τόν λόγον τῆς ὑπάρξεώς του, ὥστε τά πάντα εἰς τό Σύμπαν νά διέπῃ «ὁ Λόγος». 
Κατά συνέπειαν, ὁ Θεός διευθύνει καί κατευθύνει τήν ἱστορίαν διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του. Ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπραγματοποίησε μίαν ριζικήν παρέμβασιν εἰς τήν ἱστορίαν. Ἐγένετο ὁρατός, ἔνσαρκος ἄνθρωπος, δηλαδή προσέλαβεν ἱστορικήν σάρκα, ἐδίδαξεν, ἔπαθεν, ἐσταυρώθη, ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς. Εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας δέν ὑφίσταται διαλεκτική ἀντίθεσις μεταξύ «Χριστοῦ τῆς πίστεως» καί «Χριστοῦ τῆς ἱστορίας», διότι ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖον πιστεύομεν καί διά τοῦ Ὁποίου σῳζόμεθα, εἰσῆλθεν εἰς τήν ἱστορίαν διά νά τήν μεταμορφώσῃ. 
Ἑπομένως, ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ· ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ φανερώνεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ· καί ἡ ἐν Χριστῷ υἱοθεσία ἐνεργεῖται ἐν τῇ ἱστορίᾳ. Ὅθεν, ἡ «ἱερά ἱστορία» ταυτίζεται μετά τῆς «ἱστορίας τῆς σωτηρίας» ἑκάστου ἀνθρώπου. Τοῦτο, ἐκτός τῶν ἄλλων, σημαίνει, ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων ἀλλά καί τῆς παραδόσεώς μας δέν γίνεται ἔξω τῆς ἱστορίας, δηλαδή δέν θεωρεῖται ὡς εἷς κῶδιξ θείων ἐντολῶν, ἀλλά γίνεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός μεταμόρφωσιν τῆς ἱστορίας. 
Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ἡ Ἐκκλησία κινεῖται ἐντός τῆς ἱστορίας καί ὄχι ἔξω αὐτῆς, ζῇ εἰς τόν ἱστορικόν χρόνον καί τόπον, προσλαμβάνει τόν ἄνθρωπον, τόν ὄντα ἐν τῇ ἱστορίᾳ μετά τῶν ποικίλων προβλημάτων του, καί τόν μεταμορφώνει, τόν ἐξαγιάζει, δηλαδή μεταμορφώνει τόν χῶρον καί τόν χρόνον καί ἐξαγιάζει τόν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ζῇ εἰς τόν συγκεκριμένον αὐτόν χῶρον καί χρόνον. Καί τό πράττει διά τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἐμπειρία. Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός, ὁ διπλοῦς τήν φύσιν, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἀντίθετος τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ ἰδεολογία, ἡ οἱαδήτις ἰδεολογία, ἡ ὁποία συνήθως καταντᾷ εἰς φανατισμόν καί διαστρέβλωσιν τῆς ἀληθείας. Διότι ὁ ἰδεολόγος ἐνδιαφέρεται νά ἐπαληθεύσῃ διά σοφισμάτων καί δικαιολογιῶν τήν ἰδεολογίαν του καί τάς πράξεις του καί ὄχι νά εὕρῃ τήν ἀλήθειαν, ἰδίᾳ ὅταν αὕτη θέτῃ εἰς διακινδύνεσιν τήν ἐξουσίαν του ἤ τήν ἐγκυρότητα τῆς ἰδεολογίας του. 
Ἡ τοποθέτησις τῆς ἀληθείας εἰς τήν κορυφήν τῶν ἐπιδιώξεων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς εἶναι αὐτόθροος συνέπεια τῆς ἐπιστημονικῆς ἰδιότητός της. Διό καί ἡ θεολογία, ὡς Θεοῦ γνῶσις, κρίνει τά γεγονότα (τήν ἱστορίαν), καταδικάζει τάς ἀδίκους καί ἐμπαθεῖς πράξεις, ὑφ᾿ οἱουδήτινος καί ἄν ἐγένοντο, ἀλλά δέν συγκαλύπτει καί δέν ἀλλοιώνει τά γενόμενα διά νά ἀποσείσῃ ἤ νά μετακινήσῃ εὐθύνας. Ὑπ᾿ αὐτήν τήν ἔννοιαν γνωρίζοντες τήν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων καί τῶν προσώπων ἐλευθερούμεθα διά νά ζῶμεν κατά τόν ἀρχαῖον Περικλῆ «εὐψύχως». Διότι τά γενόμενα κακῶς, ἐξαλείφει ἡ μετάνοια καί ἡ ὁμολογία καί ὄχι ἡ ἀπόκρυψις καί ἡ ψυχολογική ἀπώθησις. Ἡ ἱστορία τῆς θεολογίας καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδέκαστος. Ἄλλωστε ὁ Θεός Πατήρ ἐξουσίαν ἔδωκε τῷ Υἱῷ «καί κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱός ἀνθρώπου ἐστί» (Ἰωάν. ε΄ 27-28). Ἡ κρίσις ὑπό τῆς θεολογίας τῆς ἀληθείας εἶναι κρίσις ζωῆς. Ὡς ἐκ τούτου δέ ἡ θεολογία εἶναι ἐμπειρική ἐπιστήμη καί βιωματική, περισσότερον πάσης ἄλλης πρακτικῆς ἤ θεωρητικῆς ἐπιστήμης. Διό «ὁ τόν λόγον τοῦ Κυρίου ἀκούων καί πιστεύων τῷ πέμψαντι αὐτόν ἔχει ζωήν αἰώνιον καί εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (πρβλ. Ἰωάν. ε΄, 24). Ὁ Κύριος, ὡς «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» ποιεῖ «κρίσιν» θανάτου, ὡς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δίδει ζωήν καί ἀνάστασιν. 
Ἡ θεολογία βιοῦται ὑπό τῶν Ἁγίων καί δέον νά βιῶται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς ἐμπειρική ἐπιστήμη, κυρίως ὡς ταπείνωσις, ὡς κένωσις. «Πολλοί τῆς ταπεινοφροσύνης οἱ τρόποι. [...] Ταύτης γάρ ὑποκειμένης, μετά ἀσφαλείας ἅπαντα τά ἄλλα ἐπιτίθησιν ὁ οἰκοδομῶν. Ταύτης δέ ἀνῃρημένης, κἄν μέχρι τῶν οὐρανῶν φθάσῃ πολιτευόμενος, ἅπαντα ὑποσύρεται ῥαδίως καί εἰς χαλεπόν καταστρέφει τέλος. [...] Αὕτη φιλοσοφίας ἁπάσης ἀρχή. [...] Καί τί τοῦτο πρός τούς μαθητάς, φησί, τούς πάντοθεν ὄντας ταπεινούς» (πρβλ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, P.G. 57, 224-225). Ἡ θεολογία, βιουμένη ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς θεωρητική ἁπλῶς ἐπιστήμη, καθίσταται ἁπλῶς πάρεργον καί ἐξελίσσεται εἰς χρησιμοθηρικόν ἐργαλεῖον πρός ἄνοδον εἰς τήν κλίμακα τῶν ἀξιῶν τῆς ζωῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης ἰσχύος καί δυνάμεως, ἥτις «ὡς ὄναρ παρῆλθε καί ὡς χόρτος ἄνθου ἐξηράνθη». Διότι συγκαλύπτει τήν ἀλήθειαν. Μεταβάλλεται ἀπό ἀληθείας εἰς ἀλαζονείαν καί τῦφον τῶν οὕτω καλλιεργούντων αὐτήν, πολλάκις κληθέντων ἐπί τήν λυχνίαν τῆς κενωτικῆς διακονίας ἵνα φέγγωσι πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ, νά εἶναι οἱ κεκλημένοι ὑπό τῆς Χάριτος, νά εἶναι ἡ ζύμη ἥτις ὅλον τό φύραμα ἤθελε ζυμώσει. Ἀπ᾿ αὐτῆς ὀφείλομεν ἐν τῇ ἀενάῳ πορείᾳ τῆς ἐμπιπιστευμένης κληρονομίας νά διαφυλάξωμεν τήν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι «πολύς ὁ τύφος τῶν ἐν ἀρχαῖς ὄντων, καί οὐδέ ἐν συμφοραῖς καταβαίνουσιν» καί περαιτέρω «οὐδέν οὕτως εἰς ἀλαζονείαν ἐπαίρει, ὡς ἀρχή καί προεδρία» (Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον ΚΣΤ καί ΞΒ P.G.57,336 καί 58,601). 
«Ἡ ἐμή διδαχή», λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, «οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλά τοῦ πέμ­ψαν­τός με· ἐάν τις θέλῃ τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περί τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἤ ἐγώ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ λαλῶ» (Ἰωάν. 7, 17). Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ οὗτοι ἀποτελοῦν ἀκριβῶς μίαν προτροπήν διά ἐμπειρικήν προσέγγισιν καί ἐπαλήθευσιν τῆς διδαχῆς Αὐτοῦ, ὡς περιεγράφη ἀνωτέρω. Εἶναι ἡ ἐμπειρική προσέγγισις τοῦ παρόντος ἀλλά καί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. 
Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἡ θεολογία, δέν προσφέρεται ὡς ψιλή τις θεω­ρία ἀλλά ὡς βιωματική ἐμπειρία· ὡς ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀφυπνίζει τόν ἄνθρω­πον ἀπό τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πραγματικοῦ ἑαυτοῦ του. 
«Πολλή τῆς λήθης ἡ τυραννίς», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβά­σιλας, «καί οὐδέν τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, οὕτω συνεχῶς καί ραδίως ἀνα­τρέπει τόν ἄνθρωπον, ὡς τοῦτο τό πάθος» (Ἑρμηνεία εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν 21, PG 150,413C). Ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συνεπάγεται καί τήν λήθην τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἰκονίζει τόν Θεόν, ἔχει ὀλεθρίας συνεπείας διά τήν ζωήν καί τόν πολιτισμόν αὐτοῦ. Καί αἱ συνέπειαι αὗται διαρκῶς καί καθ᾿ ἡμέραν καθίστανται πλέον ψηλαφηταί. Τάς ζῶμεν ἐν τῇ καθημερινότητι ἡμῶν, ἐν τῷ πολιτισμῷ ἡμῶν, ἐν τῷ φυσικῷ ἡμῶν περιβάλλοντι. Τάς συνεπείας αὐτάς οὐδεμία ἀτυχῶς ἐπανάστασις καί ἀνθρωπίνη προσπάθεια κατώρθωσε νά τάς ὑπερβῇ, νά τάς διασκεδάσῃ, νά τάς ἐξαλείψῃ. 
Ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκαλλιεργήθη καί ἐνεπεδώθη εἰς τόν νεωτερικόν καί μετανεωτερικόν κόσμον μας, ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ, ἡ διακηρυχθεῖσα καί ὡς θάνατος τοῦ Θεοῦ μέ τήν πλήρη ἐκκοσμίκευσιν καί αὐτονόμησιν τοῦ ἀνθρώπου, διακόπτεται κατά τούς συγχρόνους καιρούς ἀπό ὡρισμένας ἀναλαμπάς, αἱ ὁποῖαι ἀβιάστως δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς σημεῖα. Σημεῖα ἐλπίδος καί προσδοκίας διά ἑνότητα. 
Μέσα ἀπό τά συν­τρίμμια τῶν παγκοσμίων πολέμων καί τῶν ἀπανθρώπων ὁλοκληρωτι­σμῶν, μέσα ἀπό τήν ὑποταγήν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν ὑλοφροσύνην καί τήν ματαιότητα τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ἐδημιουρ­γήθησαν μερικαί ρωγμαί μεταεκκοσμικεύσεως καί ἀναμνήσεως τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς σπουδαιότητός της διά τόν ἄνθρωπον καί τήν ζωήν του. Δι᾿ αὐτόν ὅμως ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ βιωματική καί ἐμπειρική προσέγγισις καί προβολή τῆς θεολογίας κατά τάς ἡμέρας μας εἶναι ὄντως ἐπιτακτική. 
Ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ διά μίαν τοιαύτην προσέγγισιν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πρωτοφανής ἐν τῇ ἀνελίξει τῆς ἱστορίας τῆς θείας οἰκονομίας. Ὁλόκληρος ἡ Βιβλική Παράδοσις διακρίνε­ται διά τόν βιωματικόν ἤ ἐμπειρικόν χαρακτῆρα της. Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὁ Ψαλμῳδός Δαυΐδ προτρέπει: «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33,9). «Σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψαλμ. 45,11). Ἡ γνῶσις αὐτή δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξωτερικῆς ἀντικειμενικῆς διαδικασίας, ἀλλά ἄμεσος προσω­πική ἐμφάνεια ἡ ὁποία εἰς οὐδεμίαν ὑπόκειται ἐξωτερικήν ἀκύρωσιν ἤ ἀμφι­σβήτησιν. Δι᾿ αὐτῆς τῆς προσωπικῆς ἐμφανείας κηρύττεται ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ.
Βεβαίως, ὅλοι δέν προσεγγίζομεν τήν χριστιανικήν διδαχήν διά τοῦ τρόπου τούτου. Δέν τήν γευόμεθα ἐμπειρικῶς καί δέν τήν πειραματιζόμεθα προσω­πικῶς. Ἀλλά καί εἰς τό ἐπίπεδον τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν δέν ἔχουν ὅλοι ἄμεσον ἐμπειρίαν καί γνῶσιν τῶν ἐπιστημονικῶν πορισμάτων. Προσωπικήν ἐμπει­ρίαν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀληθείας ἔχουν μόνον οἱ ἐρευνηταί. Ὅλοι ὅμως δυνάμεθα νά ἀποδεχθῶμεν καί νά ἀπολαύσωμεν τούς καρπούς της. Παρο­μοίως καί εἰς τό ἐπίπεδον τῆς θεολογίας προσωπικήν ἐμπει­ρίαν τῆς θεο­λογικῆς ἀληθείας ἔχουν μόνον οἱ Ἅγιοι, οἱ Ὅσιοι, οἱ Δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι τήν ἐδοκίμασαν καί τήν ἔζησαν. Ὅλοι ὅμως, ὅσοι τήν ἀποδέ­χομεθα καί τήν τηροῦμεν ἠμποροῦμε νά ἀπο­λαύσωμεν τούς καρπούς της. Διά τοῦτο καί χαρακτηρίζομεν καί τήν θεολογίαν ὡς ἐμπει­ρι­κήν ἐπιστήμην. Καί εἶναι. Ὁ χαρακτηρισμός βεβαίως οὗτος οὐδόλως σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιστήμη αὕτη δέν ἔχει καί τό καθαρῶς θεωρητικόν ἤ γραμμα­το­λογικόν αὐτῆς μέρος. Σημαί­νει ὅμως ὅτι ἡ καρδία της, ἡ δογματική της ἀλήθεια ἔχει ἐμπειρικόν βιωματικόν χαρα­κτῆρα. Εἶναι ζωή καί φῶς. Τό θεολογικόν ἐμπειρικόν αὐτό βίωμα ἐκφράζει ὡς ἄριστα εἷς ἀναστάσιμος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Σέ τόν ὡς Θεόν ἐκ τάφου ἀναστάντα Χριστόν, τήν ὁλόφωτον Χάριν, οὐ βλεφάροις ἰδόντες, ἀλλά καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες, Σε μεγαλύνομεν». 
Ἐκ τοῦ περιεχομένου τοῦ περιεκτικοῦ δοξολογικοῦ τούτου ὕμνου ἐξάγεται καί δέον νά σημειωθῇ παραλλήλως ὅτι ἡ θεολογική ἐμπειρία δέν κινεῖται εἰς τό ἐπίπεδον τῶν σωματικῶν, ἀλλά τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων· τῶν αἰσθήσεων ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπον καί τόν διαχωρίζουν ἀπό τόν ζωϊκόν κόσμον. Τό «οὐ βλεφάροις ἰδόντες, ἀλλά καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες» περιλαμβάνει ὁλόκληρον τήν θεολογίαν τοῦ χριστιανοῦ. Τήν θεολογικήν ταύτην ἐμπειρίαν ἐκφράζει τό λαϊκόν γνωμικόν: «φύλλο δέν πέφτει ἀπό τό δενδρί χωρίς τό θέλημά Σου». 
Τό ἀτυχές ὅμως εἶναι ὅτι αἱ αἰσθήσεις αὗται ἔχουν ἀμβλυνθῆ μέχρις ἀφανισμοῦ ὑπό καί ἐν τῷ συγχρόνῳ ἀνθρώπῳ. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅστις ἀποτελεῖ καί τόν πνευματικόν ὀφθαλμόν τῆς ψυχῆς του, ἀποσυνεδέθη τῆς καρδίας του, παρέλυσε, παρεδόθη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τάς σωματικάς του αἰσθήσεις καί κατέστη ὑπηρέτης τῶν παθῶν του. Ἡ πνευματική ὅμως ἐγρήγορσις καί ἡ καθαρό­της τῆς καρδίας συνιστοῦν οὐσιαστικἀς προϋπο­θέσεις διά τήν ἀπόκτησιν τῆς θεολογικῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἐμπειρία αὕτη οὐδόλως ἀποτελεῖ, βεβαίως, προϊόν ἀκαδημαϊκῶν ἐρευνῶν. Αἱ ἔρευναι ὅμως αὗται δέν παύουν νά εἶναι χρήσιμοι καί πολύτιμοι διά τήν διατήρησιν καί τήν διασφάλισίν της. Ἀλλά καί πάλιν, ὅπως εἰς τάς ἐμπειρικάς ἐπιστήμας χρειάζονται τά κατάλληλα ὄργανα καί οἱ κατάλληλοι δέκται διά τήν ἐξαγωγήν πορισμάτων, τοιουτοτρόπως καί εἰς τήν θεολογίαν χρειάζονται τά κατάλληλα ὄργανα καί οἱ κατάλληλοι δέκται διά τήν ἀναγνώρισιν καί μετάδοσιν τῆς θεολογικῆς ἀληθείας. Ἐπί παραδείγματι, εἰς τούς Μακαρισμούς τοῦ Χριστοῦ παρατηρεῖται: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8). Ὁ μακαρισμός οὗτος δέν ἰσχύει μόνον διά τόν μέλλοντα, ἀλλά κυρίως καί διά τόν παρόντα αἰῶνα, τήν παροῦσαν ζωήν. Καθαρότης τῆς καρδίας σημαίνει ἀγάπην πρός πάντας· σημαίνει δικαιοσύνην καί ὄχι προσωποληψίαν· σημαίνει προσοχήν πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· σημαίνει μακαριότητα καί ὄχι ἐμπάθειαν. Ἡ ἐμπειρική θεολογία καί ἡ βίωσίς της ἀπαιτεῖ καθαρότητα τῆς καρδίας. Ἡ μακαριότης τῆς καρδίας εἶναι μακαριότης, «μακαριότητα δέ ὅταν εἴπω, τήν κορυφήν λέγω τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων. Ὥσπερ γάρ μισθοῦ πλέον ἡ δικαιοσύνη, οὕτω δικαιοσύνης πλέον ὁ μακαρισμός. [...] Ὅπου δέ μακαρισμός, αἰσχύνη πᾶσα ἀνῄρηται καί πολλή ἡ δόξα. Ἐπίτασις γάρ ἐστι καί μισθῶν καί δόξης ὁ μακαρισμός» (Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πρός Ρωμαίους Θ΄, P.G. 60,456). 
Ἡ θεολογία καί αἱ λεγόμεναι θετικαί ἐπιστῆμαι ἀποτελοῦν δύο εἴδη ἐμπειρικῶν ἐπιστη­μῶν, αἱ ὁποῖαι κινοῦνται εἰς δύο διαφορετικά ἐπίπεδα καί ἐκπρο­σωποῦν δύο διαφορετικά εἴδη ἐμπειρίας. Ἡ θεολογία ἀσχολεῖται μέ τήν ἐμπειρίαν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἐντός τοῦ κόσμου, τοῦ ἀκτίστου ἐντός τῆς κτίσεως, ἐνῷ αἱ θετικαί ἐπιστῆμαι ἀσχολοῦνται μέ τήν ἔρευναν καί τήν γνῶσιν τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Τοῦτο σημαίνει ὅτι μεταξύ τῆς θεολογίας καί τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν δέν δύναται κατ᾿ ἀρχήν νά ὑπάρχῃ σύγκρουσις, διότι κινοῦνται εἰς διαφορετικά ἐπίπεδα καί ἔχουν ἴδιον ἑκατέρα χαρακτῆρα. Εἰς τάς θετικάς ἐπιστήμας, ὅπου δεσπόζει ἡ ἀρχή τῆς ἀντι­κειμε­νικότητος, κυριαρχοῦν οἱ ἀριθμοί, αἱ ποσότητες καί αἱ ἀπρόσωποι σχέσεις, ἐνῷ ταυτοχρόνως παραμερίζονται αἱ ποιότητες, αἱ ἀξίαι, τά πρόσωπα καί αἱ προσωπικαί σχέσεις. Τήν ἰδίαν μάλιστα τακτικήν ἀκολουθοῦν συχνάκις καί αἱ κοινωνικαί ἐπιστῆμαι, ἄν καί αὗται ἀσχολοῦνται μέ τόν ἄνθρωπον καί τήν κοινωνικήν του ζωήν. 
Ἡ τα­κτική αὕτη, ἡ ὁποία ἐπεκράτησεν εἰς τόν ἐπιστημονικόν κόσμον μετά τόν λεγόμενον θρί­αμβον τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, παραβλάπτει τάς κοινωνικάς ἐπιστήμας καί τάς ἀπο­­μακρύνει ἀπό τόν πραγματικόν σκοπόν των, ὅστις εἶναι ἡ μελέτη τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας καί τῶν προσωπικῶν καί διαπροσωπικῶν σχέσεων. Ἐπί πλέον, ἡ τακτική αὕτη παραμερίζει τό πρόσωπον, τό ὁποῖον συνιστᾷ τήν ἀρχήν καί τήν πλη­ρότητα τοῦ εἶναι. Καί ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς παραμερίζεται τό πρόσωπον νεκροῦται καί ἡ ὄντως ἀλήθεια. 
Ἐνῷ ὅμως αἱ θε­τικαἰ ἐπι­στῆμαι κινοῦνται εἰς τό ἐπίπεδον τοῦ ἀντικειμενικοῦ κόσμου καί ἀναζητοῦν ἀντικειμενικάς ἀληθείας, ἡ θεολογία κινεῖται εἰς τό ἐπίπεδον τοῦ προ­σώπου καί τῶν προσωπικῶν σχέσεων. Καί ἡ ἀλήθεια εἰς τό ἐπίπεδον τοῦτο δέν ἀφορᾷ εἰς ἀντικείμενα οὔτε εἶναι ἀντικειμενική. Εἶναι ἀλήθεια ζωῆς καί κοινωνίας· εἶναι ἀλήθεια προσωπική. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλή­θεια τοῦ Χριστοῦ, ἤ ἀκριβέστερον, αὐτή ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος» (Ἀποκ. α΄, 8). 
Αἱ θετικαί ἐπιστῆμαι ἐξυπηρετοῦν τήν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώ­που καί συντελοῦν εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῆς τεχνολογίας καί τοῦ τεχνολογικοῦ λεγομένου πο­λιτισμοῦ. Ἡ θεολογία ἀσχο­λεῖται μέ τήν ὀντολογικήν ἀλήθειαν καί παρέχει νόημα ζωῆς. Ἀναφέρεται εἰς τήν ἐν Χριστῷ λύτρωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ταὐτοχρόνως ἐμπνέει τά ἔργα, τάς κινήσεις, τάς σκέψεις, τά δημιουργήματα καί τόν πολιτισμόν του. Ὁλό­κληρος ὁ εὐρω­παϊκός πολιτισμός εἶναι συνυφασμένος μέ τόν Χριστι­ανι­σμόν. Καί αἱ σύγχρονοι θετικαί ἐπι­στῆμαι ἔχουν ἐκκινήσει, ὡς γνωστόν, ἀπό τάς Μονάς τῆς Δύσεως. 
Εἰς τάς θετικάς ἐπιστήμας ὁ ἄνθρωπος καί αἱ δραστηριότητες αὐτοῦ ἀνάγονται εἰς ἀριθμούς, περιγράφονται μέ ἀριθ­μούς ἀλλά καί ἐγκλω­βίζονται εἰς τούς ἀριθμούς. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως «παραμένει ἄνθρωπος, ὅσον ὑπάρχει καί ἀναπτύσ­σεται ὡς πρόσωπον. Ἡ ἀρχή τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀρχήν τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, ὅπως ἄλλωστε καί τῆς θεολογί­ας. Ὅ­­ταν καταλύ­εται τό πρόσωπον, τότε οὔτε ὁ ἄνθρωπος παρα­μένει ὡς ἄνθρωπος οὔτε ὁ Θεός λατρεύεται ὡς ζῶν Θεός» (Βλ. Θεσμός καί χάρισμα, Ἅγιον Ὄρος 2012, σ. 291). Ὁ ἄν­θρω­πος εἰς οὐδέν ὑπόκειται καί εἰς οὐδένα, ἀλλά ὑπάρχει ὡς δεδο­μένον ἀκόμη καί διά τόν ἴδιον τόν Θεόν. Δι᾿ αὐτό καί αἱ σχέσεις του μέ τόν Θεόν στηρίζονται εἰς τήν ἀρχήν τῆς ἐλευθερίας. Ὁ, τιδήποτε ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπον καί μειώνει τήν ἀξίαν του ὡς προ­σώπου, ἔχει ἀρνητικήν ἀξίαν. 
Ὁ σύγχρονος πολιτισμός καί ἡ ὑπεροχή τῶν ἐν ἐξουσίαις ὄντων, ἐκκλησιαστικῶν καί πνευματικῶν παραγόντων, ἀφανίζει τό πρόσωπον. Τό μηχανοκρατικόν πνεῦμα καί ἡ ὑλοκρατία καί ἡ «ἐμπιστοσύνη» εἰς τήν «ἀνθρωπίνην δύναμιν καί ἐξουσίαν» καί εἰς τά προσόντα καί τάλαντα ἑκάστου ἀνθρώπου ἐξοντώνει τό ἀνθρώπινον πνεῦμα καί παραλύει τάς πνευματικάς του ἀναζητήσεις. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐπηρεασμένος ἀπό τό πνεῦμα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, αἱ ὁποῖαι ἀποσκοποῦν εἰς τήν ἱκανοποίησιν τῶν πρακτικῶν ἀναγκῶν του, ἐνδιαφέρεται διά χρηστικάς ἀληθείας καί δέν ἀναζητεῖ τήν θρησκευτικήν ἀλήθειαν, ἤ ἀκριβέστερον τήν ἀλήθειαν καθ᾿ ἑαυτήν. Δέχεται τάς ἐπιστημονικάς ἀληθείας μετά θρησκευτικῆς εὐλαβείας. Δι᾿ αὐτό καί ἡ ἀπολυτοποίησις τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία παρατηρεῖται συχνάκις εἰς τόν ἁπλοῦν λαόν ἀλλά καί εἰς ὡρισμένους πεπαιδευμένους, οἱ ὁποῖοι θεο­ποι­οῦν τήν ἐπιστήμην, ἀγνοοῦν ἤ παραμερίζουν τόν Θεόν, καί ἐν τέλει καταλήγουν εἰς ἕν εἶδος ἐπιστημονικοῦ φοντα­μεντα­λι­σμοῦ, εἶναι ἀντιεπιστημονική καί βλαπτική. 
Ἡ θεολογία δέν ἀναφέρεται εἰς τήν ἀλήθειαν τῶν ἀντικειμένων ἀλλά εἰς τήν ἀλήθειαν τῆς ζωῆς. Δέν ἐξετάζει τήν σχετικήν ἀλλά τήν ἀπόλυτον καί καθολικήν ἀλήθειαν· τήν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία δέν ἐξαντλεῖ­ται εἰς τό ἐπίπεδον τοῦ κτιστοῦ, ἀλλά ἐκτείνεται καί παραμένει αἰωνίως εἰς τό ἐπίπεδον τοῦ ἀκτίστου. Χρησιμο­ποι­οῦντες τήν ἀριστοτελικήν ὁρολογίαν θά ἠδυνάμεθα νά εἴπωμεν ὅτι ἡ θεολογία ἀναφέρεται εἰς τά «μή ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν», ἐνῷ ἡ κοσμική ἐπιστήμη εἰς τά «ἐνδε­χόμενα ἄλ­­λως ἔχειν» (Βλ. Ἀριστοτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια VI,2,1139a 7-8· Φυσικά Δ,12, 221b – 222 a 9). 
Αἱ θετικαί ἐπιστῆμαι ἀδυνατοῦν νά λύσουν ἤ ἀκόμη καί νά προσεγγίσουν τά ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι τό νόημα καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς, τό πρόβλημα τοῦ πόνου, τό μυστήριον τοῦ θανάτου. Καί ἀδυνατοῦν διά δύο βασικούς λόγους. Πρῶτον, ἐπειδή τά προβλήματα αὐτά δέν δύνανται νά ἀντικειμενοποιηθοῦν, καί, δεύτερον, ἐπειδή «ἡ λογική αὐτοῦ τοῦ κό­σμου δέ θά μπορέσῃ νά κατανοήσῃ ποτέ πλήρως τήν ἀλήθειά του, γιατί ἀκριβῶς ἀποτελεῖ μέρος του», ἐνῷ κάθε σύστημα, ὅπως καί ὁ κόσμος ὡς σύστημα, μπορεῖ νά κατανοηθῇ «μόνο ἀπό ἕνα ἄλλο σύστημα πού τό ὑπερ­βαίνει» (Π. Παναγιωτόπουλου, Φυσικές ἐπιστῆμες καί θεολογία, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 55.) 
Εἰς τό σημεῖον ἀκριβῶς τοῦτο προβάλλει καί ἡ ἁρμοδιότης τῆς θεολογίας. Τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς, ἡ ὁποία εἶναι τόσον ἐπίκαιρος ἀλλά καί τόσον ἀπόμακρος διά τόν ἐκκοσμικευμένον ἄνθρωπον τῆς ἐποχῆς μας. Τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία μόνη δύναται νά βοηθήσῃ τόν σύγχρονον ἄνθρωπον νά ἐξέλθῃ τῆς παραζάλης τοῦ "ἀπνευμάτου" κοσμοειδώλου του καί νά ἐπιτρέψῃ εἰς τό πνεῦμα του νά ἀναπνεύσῃ τόν ζωογόνον ἀέρα τοῦ ὑπερκοσμίου προορισμοῦ του. Τοῦ προορισμοῦ, τόν ὁποῖον ἐνεφύτευσεν ἐξ ἀρχῆς ὁ Δημιουργός εἰς τήν ὕπαρξίν του μέ τήν «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ κατασκευήν του. 
Ἐάν ἐμβαθύνωμεν, ἄλλωστε, κατά τό δυνατόν εἰς τήν ἡμετέραν φύσιν, εἰς τό πνεῦμα τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ κόσμου, θά διαπιστώσωμεν ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά θέλῃ ὁ Θεός τήν ἐν τῷ πολέμῳ καί διά τοῦ πολέμου καταστροφήν τῶν ἀνθρωπίνων ζωῶν. Λίαν παραστατικῶς ἐκφράζεται ἡ ἀλήθεια αὕτη εἰς τήν Σοφίαν Σολομῶντος, ὅπου λέγεται: «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων. Ἔκτισε γάρ εἰς τό εἶναι τά πάντα, καί σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καί οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπί γῆς. Δικαιοσύνη γάρ ἀθάνατός ἐστιν. Ἀσεβεῖς δέ ταῖς χερσί καί τοῖς λόγοις προσεκαλέσαντο αὐτόν, φίλον ἡγησάμενοι αὐτόν ἐτάκησαν καί συνθήκην ἔθεντο πρός αὐτόν, ὅτι ἄξιοί εἰσι τῆς ἐκείνου μερίδος εἶναι» (Σοφ. Σολ. α΄, 13-16). 
Ἀσφαλῶς, ὑπ᾿ αὐτάς τάς προϋποθέσεις ἱστορικῆς καί ἐμπειρικῆς θεολογικῆς γνώσεως ὁ ἀρχαῖος ἕλλην εἶπε τό γνωστόν «ὄλβιος (μακάριος) ὅστις τῆς ἱστορίης ἔσχε μάθησιν». Τῆς ἱστορίας τῆς ἀληθοῦς καί ὄχι τῆς τροποποιημένης πρός ἐξυπηρέτησιν διαφόρων προπαραγανδιστικῶν σκοπῶν καί δικαιολόγησιν τῆς τεταραγμένης συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων, «ἧς οὐδέν βιαιότερον ἐν κόσμῳ», κατά τόν Ἅγιον Ἀνδρέαν Κρήτης. 
Δι᾿ αὐτό καί σεῖς, φίλοι φοιτηταί, καί ὁ σύγχρονος ἐν γένει ἄνθρωπος ἀγωνίζεσθε νά μάθητε τήν ἀλήθειαν δι᾿ ὅλα. Διά τήν ἐπιστήμην, τήν πολιτικήν, τήν θρησκείαν. Κατ᾿ ἐξοχήν δέ διά τήν ἱστορίαν, τήν σύγχρονον καί παρελθοῦσαν. Ἡ ὁποία ἀλήθεια εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τό ἐσφαγμένον καί ζῶν Ἀρνίον, τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, τό «ἐσθιόμενον καί μηδέποτε δαπανώμενον», τό πάντοτε «ἁγιάζον τούς μετέχοντας» ἐμπειρικῶς εἰς τό Μυστήριον, ὅτι: «Αὐτός (ὁ Κύριος) ἀλλοιοῖ καιρούς καί χρόνους, καθιστᾷ βασιλεῖς καί μεθιστᾷ, διδούς σοφίαν τοῖς σοφοῖς καί φρόνησιν τοῖς εἰδόσι σύνεσιν» (Δαν. β΄, 21) καί «Αὐτός μαστιγοῖ καί ἐλεεῖ, κατάγει εἰς Ἅδην καί ἀνάγει καί οὐκ ἔστιν ὅς ἐκφεύξεται τήν χεῖρα Αὐτοῦ» (Τωβίτ ιγ΄, 2), ὅτι τά «σύμπαντα δοῦλα» Αὐτοῦ (Ψαλμ. ριη΄ 91), τήν ἐξομολόγησιν καί μεγαλοπρέπειαν Αὐτοῦ διηγοῦνται ψηλαφητῶς πάντα τά ἔργα Αὐτοῦ, ὁρατά τε ἅπαντα καί ἀόρατα. 
Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, 
Ἡ θεολογία ὑπερβαίνουσα τό σύστημα τοῦ κόσμου δέχεται καί ἀφηγεῖται εἰς τόν ἄνθρωπον τήν ὑπερκόσμιον ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ. Λειτουργεῖ ὡς ἐξαγγελτικός δέκτης τῆς φανε­ρώσεως καί τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Δι᾿ αὐτό εὐστόχως ἐπισημαίνεται καί ἐν τοῖς πλαισίοις τῆς συγχρόνου ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ὁ ἀφηγηματικός χαρακτήρ αὐτῆς. Μέ τόν χαρακτῆρά της αὐτόν ἡ χριστιανική θεολογία δύναται νά βαδίσῃ καί πάλιν ὡς παρήγορος συνοδοιπόρος μέ τούς προβληματισμένους καί σκυθρω­πούς ὁδοιπόρους τῆς ὁδοῦ πρός Ἐμμαούς. 
Ἡμεῖς ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ διακόνου τῆς ἀληθείας καί τῆς βιωματικῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως ἐν τῇ ἱστορικῇ του πορείᾳ, τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδοξίας, πορευόμεθα ἀπό τῶν ἱερῶν Ἐπισκοπῶν τῶν αὐταδέλφων Ἀποστόλων Ἀνδρέου καί Πέτρου εἰς τήν Ἐπισκοπήν Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετά τοῦ «ἀοράτως συνόντος Κυρίου», καί μετά Λουκᾶ καί Κλεόπα, εἰς τήν ἄλλην Ἐμμαούς, ἵνα ἀξιολογήσωμεν τά ἀποτελέσματα μιᾶς πεντηκονταετοῦς πορείας ἀτυχῶς διαιρέσεων καί ἀντιθέσεων «ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν καί τοῦ κόσμου», ἀλλά συγχρόνως καί πορείας ἀνυποκρίτου ἀγάπης καί προσπαθειῶν πολλῶν ἐν ἀφελότητι καρδίας πρός ὑπέρβασιν τῆς μεθοδείας τοῦ πονηροῦ καί σύμπτωσιν εἰς τό Θέλημα τοῦ Κυρίου, τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς πάντας καί τόν κόσμον Του εἰς ἑνότητα καί εἰς ὁμολογίαν ὅτι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Προσδοκῶμεν δέ ἐν προσευχῇ ὅτι θά φανερωθῇ εἰς ἡμᾶς διά τῆς εὐλογίας καί θά πληρώσῃ τήν θείαν Αὐτοῦ οἰκονομίαν ὅταν θά μᾶς ἀξιώσῃ τῆς ἀπό κοινοῦ κλάσεως τοῦ Ἄρτου καί κοινωνίας ἐκ τοῦ Αὐτοῦ Ποτηρίου Του. 
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν καί σᾶς εὐλογοῦμεν καί ἐπικαλούμεθα τάς προσευχάς ὅλων σας, ὥστε ἡ συνάντησίς μας μέ τόν ἀδελφόν Πάπαν Φραγκίσκον εἰς τά Ἱεροσόλυμα νά ἀποβῇ σταθμός ἐντός τῆς ἀενάου πορείας τῆς στρατευομένης καί τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας,ὅτι «τά ἔργα Κυρίου πάντα ἀγαθά καί πᾶσαν χρείαν ἐν ὥρᾳ αὐτῆς χορηγήσει» (Σοφ. Σειρ. λθ΄ 33). Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος καί ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις καί ἡ εὐχαριστία νῦν καί εἰς τόν αἰῶνα. Ἀμήν.
Related Posts with Thumbnails