[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 743-754]
Ἡ ἁγία μορφή τοῦ πανσόφου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου ὑπῆρξε πράγματι μεγάλη. Ὁ πάπας Ἰωάννης H΄ τόν ἀναφέρει: «Θαυμασιώτατον καί εὐλαβέστατον Ἀρχιερέα Θεοῦ». Ὁ ἐπίσκοπος Παφλαγονίας Δαβίδ τόν ὀνομάζει εὐγενῆ, σοφό, συνετό, εὐδόκιμο. Ὁ Γεώργιος Κεδρηνός τόν λέγει: γνωστό γιά τή σοφία του πρωτασηκρήτη. Ὁ ἐπίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος ὁ Μαργούνιος τόν χαρακτηρίζει: σοφώτατο, ἱερό, θαυμαστό ἐπιστολογράφο, κριτικό ἔντεχνο κι εὐκρινέστατο, ἱστορικό ἀκριβῆ, πανεπιστήμονα. Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς προλογίζοντας βιβλία, γράφει περί τοῦ ἱεροῦ πατρός: πολυμαθέστατος Πατριάρχης, σοφός συγγραφέας. Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος τόν ὀνομάζει: μέγα ὄνομα, θαῦμα τῶν αἰώνων, μεγαλοφυῆ, σοφό, ἐνάρετο, κλέος ἀγέραστο, πραγμάτων ἀλήθεια, δοξασμένο, λαμπρό, θησαυρό μέ ἀθάνατα βιβλία, πολυμαθή ἱστορικό, γραμματικό, μουσικό, ποιητή, γεωγράφο, χρονολόγο, ἀρχαιολόγο, πάμπλουτο φιλόλογο, μεγαλοφυέστατο κριτικό, ἐπιστολογράφο φιλόσοφο, μαθηματικό, ἰατρό, εὐφραδέστατο ρήτορα, νομικό, πολιτικό, κανονολόγο, ἱερό θεολόγο, χαριτωμένο λογοτέχνη, εὐφυῆ κι εὔγλωττο. Ὁ Σπυρίδων Ζαμπέλιος τόν χαρακτηρίζει: κλεινό ὄνομα, εὐφυῆ, φιλόπονο, ἀγγελικό, εὐαγγελικό, φιλογενῆ, ζωντανή βιβλιοθήκη, μουσεῖο σοφίας, θυσαυροφυλάκιο κοσμιότητος, μνημεῖο θεόκτιστο, ὀξυδερκῆ, προγνωστικό, γενναιόψυχο, ἐλεύθερο, σωτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡρωϊκό σωτήρα, περιβόητο πρόσωπο, μεγαλόνοα ἱστορικό ἀξιοζήλευτο, ἀπτόητο, ἀτάραχο, ἐξόριστο, γαλήνιο. Ἀρκετοί ἄλλοι σύγχρονοί καί παλαιότεροι, ἡμέτεροι καί Δυτικοί πολλά θετικά γράφουν, ἀλλά καί ἀρνητικά, γιατί πάντα ἐνοχλεῖ τούς μή ἐνάρετους ἡ σοφή ἀρετή.
Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 820. Κατήγετο ἀπό ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του Σέργιος εἶχε θεῖο τόν πατριάρχη Ταράσιο (+806). Ἡ μητέρα του Εἰρήνη εἶχε ἀδελφό, πού εἶχε συζευχθεῖ τήν ἀδελφή τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας. Οἱ γονεῖς του ὑπέστησαν μαρτύρια γιά τήν ὀρθή τιμή καί προσκύνιση τῶν ἁγίων εἰκόνων, διώχθηκαν κι ἐξορίσθηκαν. Πολύ νέος ἀγάπησε τήν προσευχή καί τή μοναχική ζωή, τή μάθηση καί τήν πρόοδο. Ἀργότερα θά πεῖ ὁ ἴδιος σ᾽ ἕνα πατέρα: φρόντιζε ν’ ἀσκεῖς τά παιδιά σου μέ σοφία κι ἀρετή, ὥστε καί νέοι νά ἔχουν ὡραία ζωή καί γέροι νά μήν ζητοῦν ἄλλη βοήθεια. Ἔλαβε σπουδαία μόρφωση, πού μαζί μέ τήν εὐφυΐα, τήν κρίση καί τή μνήμη, τοῦ ἔδωσε δυνατό ὁπλισμό γιά τούς κατοπινούς ἀγῶνες του. Ὁ πλοῦτος δέν τοῦ ἔδωσε περίσπαση καί ἡ γνώση ἔπαρση. Ἡ δίψα γιά μάθηση τοῦ χάρισε ζῆλο γιά νά τή μεταδώσει ἁπλόχερα σέ ὅσους τόν πλησίασαν.
Ὅλη του ἡ ζωή εἶναι μιά συνεχής διδασκαλία. Τό φῶς του θέλει νά τό προσφέρει καί γιά τήν πρόοδο ἄλλων. Ὁ Κρουμβάχερ θά πεῖ: «Μέγας τοῦ ἔθνους του διδάσκαλος». Ὅλα τά ἔργα τοῦ Φωτίου ἔχουν διδακτικό ὕφος. Τό σπίτι του τό κάνει σχολεῖο. Εἶχε μιά πλούσια καί σπάνια βιβλιοθήκη. Εἶχε ἀγαπητούς μαθητές, φίλους τῆς ὑψηλῆς παιδείας. Τό ἀξιοζήλευτο ἦθος του καί ἡ σοφή δημιουργικότητά του τόν συνέδεαν μέ τούς μαθητές του, τούς φιλόπονους, τούς φιλομαθεῖς, τίς λεπτές διάνοιες, τούς ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας, τούς ἀγαπῶντες τά θεῖα λόγια, καθώς ὁ ἴδιος μιλᾶ γι᾽ αὐτούς. Τό σπουδαστήριό του ἦταν ἐντευκτήριο ψυχῶν, πού τούς κατηύθηνε ἡ εὐσέβεια καί ἡ παιδαγωγική τοῦ σοφοῦ ἱεροῦ διδασκάλου.
Ὁ Φώτιος δίδαξε στό πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας θεολογία, λογική, διαλεκτική καί φιλολογία μέ μαθητές τόν ἅγιο Κύριλλο, τόν φωτιστή τῶν Σλάβων, τόν αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τόν Σοφό, τόν Καισαρείας Ἀρέθα καί ἄλλους. Τό πανεπιστήμιο αὐτό τό ἀναδιοργάνωσε, ὅπως καί τήν Πατριαρχική Σχολή, πού ἔδωσε νέα πνοή, ὁ ἄξιος κι ἐμπνευσμένος πανεπιστήμων. Ἡ ἀρχαιογνωσία του εἶναι ἐκπληκτική καί τοῦτο φαίνεται καθαρά στά ἔργα του, ὅπου μέ ἄνεση διαβαίνει ὅλους τούς αἰῶνες, κρίνοντας ἄφοβα, ἀπτόητα, ὑπεύθυνα. Δέν γίνεται ἀπολογητής, ἀφήνει τόν πολιτισμό νά κυλᾶ, γνωρίζει τήν ἀνωτερότητα τοῦ ὑψηλοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος. Ἦταν ἐπιστήμων, ἦταν ἀντικειμενικός, ἦταν ἀποδεικτικός, σαφής, ἀνόθευτος. Ὑποκειμενισμός καί σκεπτικισμός τοῦ ἦταν ἄγνωστα, γιατί εἶχε ἄγρυπνο νοῦ. Αὐτή ἡ ἀγρύπνια τοῦ νοῦ του τόν ἀξιώνει νά μή καταδικάζει οὔτε τούς σκεπτικιστές, ἀφοῦ τοῦ δίνουν τήν εὐκαιρία ν’ ἀκονίζει τό πνεῦμα του. Ἦταν ἱκανός καί γι’ αὐτό καλός κριτικός. Ἦταν προσεκτικός ἀναγνώστης, κάτοχος τοῦ θέματος καί γι’ αὐτό εἶχε ὀρθές κρίσεις. Ὡς ἀληθινός φίλος τῆς σοφίας ὑπῆρξε πάντα εὔστοχος παρατηρητής, αὐθεντικός καί λακωνικός, εὐρύς κι ὄχι ἐπιπόλαια ἐνθουσιώδης. Κλασσικιστής ἀλλ’ ὄχι ὀρθολογιστής, ἀμερόληπτος χριστιανός. Μελετᾶ τόν Πλάτωνα καί τόν Μέγα Βασίλειο καί δέν βρίσκει σέ τίποτε νά ὑπερτερεῖ ὁ πρῶτος τοῦ δεύτερου. Εὔγλωττος ρήτορας κι ὄχι φλύαρος σοφιστής. Δέν ἀγαποῦσε τήν πολυλογία, πού φέρνει τήν κενοδοξία. Θεωροῦσε τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης λαμπρό ρήτορα «καί ἡδονῆς τοῖς ὠσίν ἀποστάζων» καί τόν Μ. Βασίλειο «ἄριστον ἐν πᾶσι τοῖς αὐτοῦ λόγοις». Ἡ ἑλληνομάθειά του κι ἡ φιλολογική του κατάρτιση εἶναι ἀπαράμιλλα καί δημιουργοῦν μιά ὑψηλή λογοτεχνία, ἄρτιου πνευματικοῦ ἐπιπέδου.
Ὁ Φώτιος γιά τή σοφία του ἀπέκτησε ἐχθρούς. Οἱ φανατικοί, ζηλωτικοί, κοντόθωροι, συντηρητικοί κύκλοι, τόν ὑποψιάζονταν συνεχῶς, τόν κατηγοροῦσαν ἀσύστολα. Ὁ Φώτιος ἀγωνιζόταν νά συνδυάσει τήν ἐπιστημονική σοφία μέ τή χριστιανική πίστη. Κατανοοῦσε τό ἀπαραίτητο μιᾶς τέτοιας ἁρμονικῆς σύζευξης, τῆς διάνοιξης μίας νέας ὁδοῦ, τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας νά ὑπηρετεῖ τή θεολογία. Τή μοναχική βιοτή, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατρᾶσι» ἀγαπᾶ, τιμᾶ καί σέβεται καί ὀνομάζει φιλόσοφο βίο καί τούς μοναχούς ἀληθινούς φιλοσόφους τοῦ πανεπιστημίου τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας τῆς ἐρήμου, τούς ὁποίους ὅμως δέν μπόρεσε ν’ ἀκολουθήσει, ζώντας πάντως κι ἀσπαζόμενος τίς ἀρετές τους μέσα στή μεγάλη πόλη.
Ὁ Μιχαήλ Γ΄ τοῦ ἔδωσε βασιλικά ἀξιώματα, τοῦ πρωτοσπαθάριου καί τοῦ πρωτασηκρήτη, δηλαδή αὐλικοῦ τῆς φρουρᾶς καί διπλωμάτη. Οἱ ἀσχολίες του καί οἱ ἀποστολές του δέν τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τίς φίλες μελέτες καί συγγραφές του. Πιεζόμενος καί πράγματι δίχως νά θέλει ἀνέβηκε στόν πατριαρχικό θρόνο, γία νά φέρει στούς διασκορπισμένους καί φιλονεικοῦντες τήν ὁμοφροσύνη καί τήν ὁμογνωμοσύνη. Ἔτσι μέσα σέ πέντε ἡμέρες ἔγινε μοναχός, ὑποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος καί ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Μέ τή μεσολάβηση τοῦ πάπα Νικολάου καί ὀπαδῶν τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου δημιουργήθηκαν διχοστασίες καί διχογνωμίες. Ὁ πάπας θεώρησε ἰδανική τήν περίπτωση γιά νά προβάλλει τίς ἐπεκτατικές καί ἀντιδημοκρατικές διαθέσεις του. Ὁ Φώτιος καυτηριάζει μέ δριμύτητα σ’ ἐπιστολές του τά σοβαρά παπικά λάθη περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ πρωτείου κ.λπ. Δυστυχῶς ἡ διαφορά μεταξύ Φωτίου καί Ἰγνατίου διήρκησε ἐπί πολύ. Ὁ Φώτιος γεύθηκε τήν πικρή ἐξορία καί ὅτι στερήσεις τήν ἀκολουθοῦν. Τέλος συμφιλιώθηκε μέ τόν Ἰγνάτιο κι ἐπανῆλθε στόν θρόνο του. Οἱ πολιτικές καταστάσεις εἶχαν μεγάλη ταραχή, πού ἐπηρέαζαν καί τήν Ἐκκλησία. Στή λεγόμενη Ὄγδοη Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη δικαιώθηκε ἀπό ὅλους ὁ θεῖος Φώτιος, τό φῶς τῆς οἰκουμένης, ὅπως ἀποκαλέσθηκε ἀπό τούς συνοδικούς ἀρχιερεῖς. Στίς δυσμές τοῦ βίου του ὑπέμεινε ξανά τήν ἀγνωμοσύνη τοῦ παλαιοῦ μαθητῆ του Λέοντος Στ΄ τοῦ Σοφοῦ, πού εἶχε ἀνέβει στόν βασιλικό θρόνο κι ἤθελε νά σφετερισθεῖ καί τόν πατριαρχικό. Τελείωσε τόν βίο του εἰρηνικά ὁ ἱερός Φώτιος ἐξόριστος σέ μία μονή τό 891. Ὁ Φώτιος ἦταν γεννημένος γιά τή σπουδή, τή μελέτη καί τή διδαχή. Περιέπεσε στά δίχτυα πολυτάραχου βίου κι ἐξαντλήθηκε. Δέν ζήλεψε καί δέν φαντάσθηκε ποτέ μιά τέτοια ζωή. Τό λαμπρό ὄνομα τῆς προσωπικότητός του συνδυάσθηκε ἄχαρα μέ διχόνοιες πού μισοῦσε, μέ πάθη καί προβλήματα πού θανάσιμα ἀντιπαθοῦσε. Προσέχθηκε ὁ Φώτιος γιά τόν σφοδρό ἀντιλατινισμό του, τή βιβλιοφιλία του, τή λογοτεχνία του, τή γενικά πλούσια παιδεία του, φιλολογία, φιλοσοφία καί θεολογία του καί τά σοφά του ἔργα, πού θά μπορούσαμε νά τά κατατάξουμε: Σέ ποιητικά – ὑμνολογικά, πεζογραφικά – ὁμιλίες κι ἐπιστολές, φιλολογικά – λεξικά, ἡ Μυριόβιβλος, θεολογικά – δογματικά, ἑρμηνευτικά, παραινετικά, νομο-κανονικά καί ἄλλα.
Ὁ Φώτιος εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ἕνας σοφός τῆς Ἐκκλησίας πατήρ, διορατικός ποιμενάρχης, ἱεραποστολικός νοῦς, οἰκουμενικός διδάσκαλος. Ἀκραιφνής βυζαντινός, ἀντιδυτικός, ἑλληνομαθής, πιστός καί μαχητικός Ὀρθόδοξος χριστιανός, εὐσεβής κληρικός. Ἡ Δύση τόν μίσησε περισσότερο ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, γιατί ξεσκέπασε τά λάθη τῆς Ρώμης. Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας τόν δικαιώνει μετά τοῦ ἀντιπάλου του Ἰγνατίου. Ἦταν δύσκολοι καί τότε οἱ καιροί. Πολλοί, ἡμέτεροι καί ξένοι, ἀσχολήθηκαν μέ τόν βίο καί τά ἔργα τοῦ ἀοιδίμου πατρός. Μεταξύ τῶν συκοφαντῶν του δέν ἧταν μόνο ξένοι, ἀλλά καί ὁρισμένοι φανατικοί μοναχοί τῆς ἐποχῆς του, πού χρησιμοποίησαν σφοδρές καί φαιδρές ὑπερβολές καί τοῦτο εἶναι λυπηρό.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία γέμει κρίσεων, λίαν προβληματικῶν περιόδων, μεγάλων σκανδάλων, ταραχῶν καί διαιρέσεων. Φυσικά καί βέβαια ὅλ’ αὐτά εἶναι πολύ λυπηρά καί σκανδαλίζουν καί ταλαιπωροῦν ψυχές. Ὅμως παρ’ ὅλ’ αὐτά ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διασώζεται καί τελικά μένουν τῶν ὑπομονετικῶν κι ἀπτόητων ἁγίων τά ὀνόματα ὅπως Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Νεκταρίου Πενταπόλεως καί ἄλλων. Μέσα ἀπό ἐξορίες, διώξεις, κατηγορίες, συκοφαντίες καί περιπέτειες οἱ ἅγιοι γίνονται ἁγιότεροι. Μέσα ἀπό τίς καθημερινές δικές μας δοκιμασίες ὡριμάζουμε πνευματικά, ὡραιοποιούμεθα ψυχικά, καλλιεργούμεθα καρδιακά, ἐξαγιαζόμαστε, προσλαμβάνουμε τό ἀπαραίτητο ἀσκητικό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Φώτιος ἀγωνίσθηκε σθεναρά ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τήν ἔσωσε ἀπό τήν παπική δουλεία, τίς παπικές ἀξιώσεις, τή λατινική δεσποτεία. Δέν ἐπέτρεψε τή μή ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἄρνηση τῶν ἀρχαιοπαραδότων θεσμῶν, τόν παρασυρμό στήν ὑποδούλωση τοῦ καθολικισμοῦ, τήν πλάνη, τή βία καί τή νοθεία. Ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Φωτίου παρουσιάζεται ἡ λυπηρή διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ὁ αἴτιος αὐτῆς ἀσφαλῶς, ἀλλ’ αὐτός πού φώτισε τίς διαφορές, τίς καινοτομίες περί τήν ἀκέραια πίστη. Γι’ αὐτό ὁ σύγχρονός του Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μιχαήλ τόν ὀνομάζει σ’ ἐπιστολή του πρός τόν αὐτοκράορα «ἁγιώτατον πατριάρχην, τόν φωτοειδῆ καί φωτοποιόν ἄνθρωπον, τῆς ἱερωσύνης τήν τελειότητα, τόν γνώμονα τῆς ἀληθείας τόν ἀδιάστροφον, τῆς ἀρετῆς τόν κανόνα τόν εὐθύτατον, τῆς σοφίας τό ἐνδιαίτημα, τό κειμήλιον τῶν καλῶν τό σεβάσμιον».
Ὁ διαπρεπής Φώτιος ὑπῆρξε συντελεστής τῆς συναντήσεως τοῦ ἑλληνικοῦ μεσαίωνα μέ τή σοφία τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κόσμου. Τό ἔργο του δύναται νά συγκριθεῖ ἄνετα μέ τῶν Γραμματτικῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἡ Μυριόβιβλος γέμει ὀρθῶν παρατηρήσεων καί ἀκριβῶν κρίσεων γιά τοὐς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους. Κατάφερε νά κάνει προσιτή τήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία, τῆς ὁποίας ὡς γράφει ὁ ἴδιος «τό μυθῶδες καί πεπλασμένον διαπτύοντες» λαμβάνει «τό τῆς λέξεως εὔστροφον καί τεχνικόν». Ὁ Φώτιος ὑπῆρξε ὁ σοβαρός, ἀγωνιστής καί πολυμαθής Ἕλληνας, ὁ πιστός, εὐσεβής καί διακριτικός Ὀρθόδοξος. Ὁ μεσαιωνικός ἑλληνισμός βρῆκε στό πρόσωπό του τόν καλύτερο ἐκφραστή του. Ὅπως γράφει ὁ ἀρχι-επίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «Ὁ Φώτιος ὑπῆρξε κατά τούς μέσους χρόνους μέγα τι καί κολοσσιαῖον ἀνάστημα, ταμεῖον ἱερόν τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων καί κιβωτός τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, βιβλιοθήκη ζῶσα τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καί ἐπιστήμης». Ὁ ἱερός Φώτιος ἀποτελεῖ τόν ἄριστο Ἕλληνα ἐπίσκοπο, μέ τή μεγάλη παιδεία καί πνευματικότητα, μέ τή διάκριση καί διορατικότητα, μέ τή δύναμη νά ὁμιλεῖ, νά μελετᾶ, νά γράφει, νά κηρύττει, νά διδάσκει καί νά ἐμπνέει. Ὁ Φώτιος ὑπῆρξε ὁ ἰσχυρός κυματοθραύστης τῶν ρωμαϊκῶν κυμάτων, πού διαφύλαξε τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἀκέραιη ἀπό τή Ρωμαϊκή κυριαρχία κι ἐπίδραση. Γνώριζε ἱστορία καί ἀπό αὐτή ἀντλοῦσε ὠφέλιμα διδάγματα, ὥστε νά γίνεται ἀποδεικτικός καί πειστικός.
Ὡς πατριάρχης ὁ Φώτιος μέ τίς γνωστές ἱκανότητές του ἐπηρεάζει τήν πολιτικοκοινωνική κατάσταση κι ἀναπτύσσει ἀξιόλογες ἱεραποστολικές κινήσεις. Οἱ φωτιστές τῶν Σλάβων ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος εἶχαν πλούσια τήν εὐλογία του. Ὁ Φώτιος εἷναι ἐκεῖνος πού θέτει ἄφοβα τή Νέα Ρώμη ὑπεράνω τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Ἔτσι ἡ Δύση γίνεται ἐκείνη πού ἔχει σημαντικό ρόλο στίς πικρές περιπέτειες τοῦ ἀγέρωχου Φωτίου. Βέβαια ἀρκετοί Δυτικοί παρότι δέν θέλουν νά τόν παραδεχθοῦν, τοῦ ἀναγνωρίζουν πολλές ἀρετές. Ὅλοι οἱ μεγάλοι εἶχαν ἐχθρούς. Ὁ ἅγιος Φώτιος ὡς πολυγραφώτατος συγγραφέας, ὡς φιλόπονος διδάσκαλος καί κληρικός, ὡς ἐκχριστιανιστής βαρβάρων, ὡς σοφός θεολόγος, ἀποτελεῖ δόξα, τιμή καί καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ ἅγιος Φώτιος, ἀκολουθώντας τά βήματα τῶν ἁγίων, μισήθηκε, κα-τηγορήθηκε, κατασυκοφαντήθηκε. Ἡ εὐρύτητά του, ὁ στοχασμός του, ἡ πολυμάθειά του δέν γίνονταν ἀποδεκτά εὔκολα ἀπ’ ὅλους. Οἱ ὁρίζοντες πού ἄνοιγε δυσκόλευαν πολλούς νά τούς παρακολουθήσουν. Κατηγορήθηκε φοβερά γιά τήν ἑλληνομάθειά του. Οἱ φιλόσοφοι Πυθαγόρας, Πλάτωνας, Ἀριστοτέλης καί Ζήνωνας, οἱ ρήτορες Ἰσοκράτης, Δημοσθένης καί Πλούταρχος, οἱ ποιητές Ὅμηρος, Πίνδαρος κι Εὐριπίδης, οἱ ἰατροί Γαληνός, Ἰπποκράτης καί Θεόφραστος τοῦ ἦταν οἰκεῖοι, προσφιλεῖς καί ἀγαπητοί. Ὁ ἀληθινός Ὀρθόδοξος ἀνθρωπιστής Φώτιος, παρά τίς περιπέτειες τοῦ ἄλογου μίσους φανατικῶν ἀνοήτων, ἑπηρέασε σημαντικά, ὡς ἀναφέρει ὁ π. Δ. Κωνσταντέλος «τόν Βυζαντινόν Πολιτισμόν, τήν Ἑλληνι-κήν Ἐκκλησίαν καί τίς πολιτιστικές ἐξελίξεις, ἰδιαιτέρως στήν Ἀνατολική Εὐρώπη, μέχρι σήμερα». Ὁ Φώτιος πάντως στάθηκε πάντα πρός ὅλους ἀνεξίκακος, δίκαιος, εἰλικρινής. Τιμοῦσε ὅσο τούς ἔπρεπε μόνο καί ἄξιζε τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς, ἀλλά ὑπερτιμοῦσε τούς μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας• Μέγα Ἀθανάσιο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη. Κατά τόν Β. Τατάκη, «Ἀπό τόν Φώτιο καί ὕστε-ρα, ἡ μελέτη τῶν κλασσικῶν ἀρχίζει νά θυμίζει στούς Βυζαντινούς ὅτι ἀνήκουν στό τίμιον γένος τῶν Ἐλλήνων. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ ἀνθρωπισμός ἔρχεται νά προστεθεῖ στήν Ὀρθοδοξία ὡς συστατικό στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν Βυζαντινῶν». Ὁ Φώτιος λοιπόν, ὡς ἡ μέλισσα τό νέκταρ, συγκεντρώνει στήν ἐπιμελημένη κηρήθρα του τήν ὡραιότητα καί γλυκήτητα τῆς ἀρχαίας σοφίας καί κατασκευάζει ἁγνό κερί, πού τό καίει ἀκοίμητο στό εἰκονοστάσι τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Φώτιος ἐντρύφησε ὅσο λίγοι στήν Ἁγία Γραφή, τό πνεῦμα τῆς ὁποίας ρέει συνέχεια στά ἔργα του. Ἡ φιλανθρωπία του ἔχει πηγή της τή Γραφή. Ἡ λυπηρή διαφορά μέ τόν Ἰγνάτιο λύθηκε μέ αὐτό τό εὐαγγελικό πνεῦμα. Ἦταν δύο ποτάμια πού ἑνώθηκαν στό τέλος. Ὁ πανεπιστήμων ἱεράρχης ἀποτελεῖ παπομάστιγα καί μαζί μέ τούς ἁγίους Μάρκο Εὐγενικό καί Γρηγόριο Παλαμᾶ, κάστρο ἀπόρθητο τῆς Ὀρθοδοξίας, τούς τρεῖς Νέους Ἱεράρχες, τῶν ὁποίων τό ἔργο εἶναι ἄφθαστου μεγαλείου καί στό ὁποῖο βαθυσέβαστα ὑποκλινόμεθα.
῾Ο ἱερός Φώτιος ὑπῆρξε μεγάλος ἐκκλησιαστικός ἄνδρας καί συγγραφέας. Διακρινόταν γιά τή λογιοσύνη, τή σύνεση καί τήν εὐγενῆ κι εὐφυῆ σύζευξη ἐλαστικότητος καί μαχητικότητος. Προνοητικός νοῦς καθώς ἦταν ὀργάνωσε ἱεραποστολικές ἀποστολές πρός ἐκχριστιανισμό τῶν Σλαύων, τούς ὁποίους ἤθελε φίλους γείτονες. Ὀρθοδοξότατος πάντοτε δέν φοβήθηκε νά ξεσκεπάσει, καυτηριάσει καί στιγματίσει τίς παπικές πλάνες καί νά κερδίσει τή συμπάθεια τῶν πάντοτε ἀγαπητῶν του μοναχῶν. Κατά τόν μακαριστό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα τόν Β΄ «συνεδύαζεν ἑλληνικήν παιδείαν, χριστιανικήν εὐσέβειαν καί γνῶσιν, πίστιν, ἐπιμονήν, μαχητικότητα, εὐστροφίαν, ἀντοχήν καί διορατικότητα, θεωρητικός ὡς πρός τήν σκέψιν, πρακτικός ὡς πρός τό ἔργον, ἀναδειχθείς οὕτω διά τῶν περιστάσεων ἀντάξιος τῶν ζητήσεων καί τῶν κινδύνων τῆς ἐποχῆς του».
Τά ἐπί τοῦ ἱεροῦ Φωτίου μεγάλα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά τά ὁποῖα δέν ἦταν ἀμέτοχο τό παπικό πρωτεῖο, δέν ἀφήνουν νά θεαθεῖ καλά τό γεγονός ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ πραγματοποιήθηκε ἰδιαίτερα σημαντικό ἱεραποστολικό ἔργο στή νότια καί κεντρική Εὐρώπη καί τέθηκαν οἱ βάσεις γιά τόν μετά ἕνα αἰώνα ἐκ-χριστιανισμό τῶν Ρώσων. Ἡ ἀποστολή τῶν σπουδαίων θεσσαλονικέων ἁγίων ἀδελφῶν Κυρίλλου καί Μεθοδίου, ὁ πρῶτος ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Φωτίου, στή Μοραβία, ἦταν ἐπιτυχής καί συνεχίσθηκε στή Βοημία καί τή Βουλγαρία καί στούς Χαζάρους. Ὁ πατριάρχης Φώτιος ἤθελε τό ἔργο νά φαίνεται κι ὄχι τ’ ὄνομά του. Ἡ συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀπέδωσε τόν φωτισμό τῶν Σλαύων. Ἡ ἀξιοκρατία ἐπιβραβεύθηκε ἀπό τό σπουδαῖο ἀποτέλεσμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ χιλιάδων ψυχῶν. Στοιχεῖα τοῦ θαύματος αὐτοῦ ἦταν ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ἡ ταπεινότητα, ὁ σεβασμός στόν ἰδιαίτερο πολιτισμό, ἡ ὑπομονή στίς δυσκολίες καί ἡ θερμή πίστη. Τά στοιχεῖα αὐτά θά μποροῦσαν ξανά νά ἐμπνεύσουν ὅσους ἐργάζονται μέσα στήν Ἐκκλησία γιά τό καλό τοῦ κόσμου, πού ἐναγώνια διψᾶ τή σώζουσα Ἀλήθεια.
Ἀξίζει ἐπίσης νά ἀναφέρουμε μία ἄγνωστη στούς πολλούς πτυχή τοῦ πλούσιου ἱεραποστολικοῦ του ἔργου. Παρόμοιο ἔργο μέ αὐτό πού ἀναπτύσσουν στόν Βορρᾶ οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ἔχουν δυό ἄλλοι ἅγιοι, αὐτάδελφοι καί αὐτοί, ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἐπίσης, πού ξεκινοῦν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκοῦνται, καί κατευθύνονται ἱεραποστολικά σέ ὅλη σχεδόν τή σημερινή Ἑλλάδα καί καταλήγουν στήν Πελοπόννησο, ὅπου στό γνωστό Μέγα Σπήλαιο, λίγο μετά τή λήξη τῆς εἰκονομαχίας, βρίσκουν τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς θεομήτορος κι ἀναπτύσσεται ἡ λατρεία της. Πρόκειται γιά τούς ὁσίους Συμεών καί Θεόδωρο.
Ἡ λατινική προπαγάνδα δέν ἐπέτρεπε τή χρήση ἄλλης γλώσσας στή λατρεία, παρά μόνο τῶν τριῶν πού ἀναφέρονταν στόν σταυρό τοῦ Κυρίου: ἑλληνικά, ἑβραϊκά καί λατινικά. Ἡ εὐλογία τοῦ μεγαλόπνοου Φωτίου νά χρησιμοποιήσουν οἱ ἱεραπόστολοι τήν τοπική γλώσσα καί μάλιστα νά συνθέσουν ἰδιαίτερη γραφή ἀποτελεῖ πρωτοποριακό ἔργο. Ἡ τιμή τοῦ ἁγίου στόν σλαβικό κόσμο δέν ἦταν μόνο γι’ αὐτό, ἀλλά καί γιά τήν πολεμική του κατά τῆς λατινικῆς ἐκτροπῆς ἀπό τά ὀρθόδοξα δόγματα καί γιά τό ὅλο νομοκανονικό του ἔργο. Ὁ μακαριστός Γέροντας Ἰουστῖνος Πόποβιτς συνοψίζοντας τήν τιμή τοῦ εὐεργετημένου κόσμου γράφει χαρακτηριστικά περί τοῦ ἁγίου μας: «Ἀνάμεσα στούς ἀρχαίους μεγάλους Πατέρες οἱ μεγαλύτεροι ἐραστές τῆς ὀρθῆς πίστης καί τῆς θείας Ἀλήθειας ἦσαν οἱ ἅγιοι Μέγας Ἀθανάσιος καί Μέγας Βασίλειος. Μετά δέ ἀπ’ αὐτούς πολλοί ἄλλοι ἅγιοι πατέρες, φτάνοντας μέχρι τόν παρόντα ἅγιο καί θεοφόρο πατέρα ἡμῶν Φώτιο, τόν ἰσαπόστολο κήρυκα, ὁμολογητή καί ὑπερασπιστῆ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Οὗτος εἰς οὐδέν ὑπελείπετο τῶν ἄλλων…»
Μετά ἕνδεκα αἰῶνες τί ἔχει νά πεῖ σέ μᾶς σήμερα ὁ ἔνθεος βίος καί τό πλούσιο ἔργο τοῦ μεγάλου ἁγίου; Ἡ ἐργογραφία του θά πρέπει νά ἀποτελεῖ ἀντικείμενο μελέτης μόνο τῶν ἐρευνητῶν φιλολόγων καί θεολόγων; Τί ἔχει ἄραγε νά πεῖ σέ ὅλους ἐμᾶς τούς πιστούς; Ταπεινά φρονοῦμε πώς ἰδιαίτερη σημασία καί ἀξία ἔχει τό φρόνημά του. Ἦταν τοποθετημένο καλά στό Εὐαγγέλιο κι ἀκολουθοῦσε πιστά κι ἀτάραχα τ’ ἀχνάρια τῶν θεοφόρων ἁγίων. Ἐπρόκειτο περί γνησίου ἀσκητικοῦ μαρτυρικοῦ φρονήματος, ὀρθοδόξου βιώματος, πού γεννήθηκε στή μελέτη, στή θεία λατρεία, στήν προσευχή καί στήν ἄσκηση. Ἡ ἑλκυστική γνώση δέν τόν γοήτευσε πλανερά, ὥστε νά τόν φυσιώσει, νά τόν κάνει δηλαδή νά ὑπερηφανευθεῖ καί νά χάσει τόν μισθό τῶν καμάτων του. Ἀγάπησε ἀπό μικρός πολύ τήν Ἐκκλησία καί τῆς ἀφιερώθηκε κι ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικά. Φιλομαθής καί φιλάρετος, φιλόθεος καί φιλάγιος, φιλάδελφος καί φιλάνθρωπος, ἄνθρωπος ἀληθινός τοῦ Θεοῦ. Τά δοθέντα, καλλιεργηθέντα κι ἐπιμελῶς αὐξηθέντα τάλαντα καί χαρίσματα στολίζουν τόν βίο του, φαίνονται στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους, στούς ὡραίους λόγους του καί τά πολλά γραπτά του, πού στάζουν σοφία καί χάρη, στήν οἰακοστρόφηση τοῦ πλοίου τῆς Ἐκκλησίας, στή δια-ποίμανση τοῦ εὐλογημένου λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μεγαλοσύνη του δέν ἦταν ἔκτακτη καί ξαφνική καί φάνηκε στήν πατριαρχεία του, οὔτε γεννήθηκε ἔτσι, ἀλλά συστηματικά, ἐπίμονα, ὑπομονετικά κι ἔμπονα ἐργάσθηκε γιά τήν ἐπιμελῆ παθοκτονία καί θεάρεστη ἀρετοσυγκομιδή, ψάχνοντας νά βρεῖ τόπο καί χρόνο κατάλληλο πρός περισυλλογή, αὐτοέλεγχο, αὐτομεμψία, αὐτογνωσία, μόνωση κι ἔνδακρυ δέηση, δίχως ποτέ νά σκεφθεῖ τό μεγάλο τῆς ἀρχιεροσύνης ἀξίωμα, ὅπως ἀναφέρει στίς θεσπέσιες ἐπιστολές του. Ἀγάπησε πολύ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, τήν ὁποία ὅπως γράφει, πολύ πολεμᾶ ὁ παμπόνηρος δαίμονας, γιατί περισσότερο ἀπό αὐτή πολεμεῖται, μή ἀσχολούμενος τόσο μέ τίς διάφορες θρησκεῖες κι αἱρέσεις.
Ἀνυπόκριτος, ἀνυποχώρητος στήν ἀλήθεια, γνήσιος, εἰλικρινής, θαρραλέος καί τολμηρός. Δέν θώπευε τούς ψευδόμενους, τούς παραχαράκτες τῆς ἀληθείας, τούς δίψυχους, τούς προβατοσχήμους λύκους. Αὐτό πού ἔλεγε τό πίστευε καί τό βίωνε καί δέν φώναζε καί δέν φοβόταν τήν κριτική. Ὁ λόγος του ἦταν ζωή, βίωμα, ἦθος, ὕφος ὀρθόδοξο. Τή γλώσσα του ἀκό-νιζε στήν καθαρή του καρδιά κι ὁ κοντυλοφόρος του βυθιζόταν ὄχι στό μελάνι, ἀλλά στό αἷμα τῶν μαρτύρων καί τίμιο τόν ἱδρώτα τῶν ὁμολο-γητῶν. Κηρύττοντας ἐπαινοῦσε τήν πίστη, τήν διά ἔργων ἐνεργουμένη καί διά τοῦ σεμνοῦ βίου φανερούμενη, πού ἔτσι διατηρεῖται καί δέν ἐξανεμίζεται ἀπό τίς φοβερές καταιγίδες τῶν πειρασμῶν καί τῶν δαιμονικῶν θλίψεων , ἀλλά λαμπρύνεται μέ τίς ἔνθεες ἀρετές πού κοσμοῦν τόν βίο κι ἀναπτερώνουν τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνουν ἄξιο νά εἰσέλθει στή χαρά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀπό αὐτή τή ζωή. Πάντοτε φιλόθεος καί φιλάνθρωπος, ὅπως εἴπαμε, ἐπαινεῖ μέ τρανούς λόγους τήν ἀγάπη καί κατακε-ραυνώνει τήν ὑπερηφάνεια, πού καταστρέφει κάθε ἀρετή. Ἀναφέρεται συχνά στή σημαντική συνεισφορά τῆς προσευχῆς, στήν ἐνδυνάμωση καί ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου εἴτε ἰδιαίτερα εἴτε κοινά, συνδιαλεγόμενος κανείς μέ τόν Θεό. Δέν τά λέγει αὐτά βροντοφωνάζοντας ἀπό ἕνα πανύψηλο ἄμβωνα, γιατί ἁπλά πρέπει νά τά πεῖ, μέ τήν αἴσθηση ὅτι δέν μπορεῖ νά μή εἰσακουστεῖ, ἀφοῦ εἶναι πατριάρχης. Τά λέγει σεμνά, ἁπλά, καθαρά, ταπεινά, βιωματικά, ἀπευθυνόμενος αὐστηρά πρός τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στόν ἀγαπητό του πλησίον, ἀδελφικά, χαμηλόφωνα, μειλίχια, εἰρηνικά, μέ μεγάλο κι ἀληθινό ἐνδιαφέρον γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Ὅλος ὁ βίος τοῦ ἱεροῦ Φωτίου ἐμφορεῖται ἀπό μία ἀδιατάρακτη σεμνότητα. Ἀγάπησε τή μελέτη κι ὄχι τήν περιδιάβαση, τή μάθηση κι ὄχι τή φλυαρία καί περιττολογία. Ἡ μεγαλοφυΐα του φάνηκε ἀπό τή νεότητά του. Ἡ σοφία του δέν τόν ἔκανε ὑπερφίαλο, ἀπρόσιτο κι εἴρωνα, ἀλλά τόν διατήρησε ἁπλό καί τόν ἔκανε προσηνῆ διδάσκαλο. Νωρίς εἶχε ἀποκτήσει φήμη καί δόξα καί δέν τήν ἐπιζητοῦσε ἀπό τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία πάντα ἔβλεπε ὡς ἀγαθή μητέρα κι ἤθελε ὁλόψυχα νά τήν ὑπηρετήσει κι ὁλόκαρδα νά τή διακονήσει. Εἰλικρινά ἀπέφυγε τήν ἐπίμονα καί βίαια μάλιστα προταθεῖσα ἱερωσύνη κι ἀρχιερωσύνη του. Ὅπως ἄλλοι ἱκετεύουν γονυκλινῶς μετά δώρων νά τή λάβουν ἄν καί ἀνάξιοι. Τόν παρακαλοῦσαν κλῆρος καί λαός νά δεχθεῖ, κι ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, γνωρίζοντας τήν ἀρετή του καί τήν ἱκανότητά του νά εἰρηνεύσει τούς πάντες. Μέ θερμά δάκρυα καί εἰλικρινεῖς ἱκεσίες παρακαλοῦσε ὅλους ἄλλον νά ψηφίσουν. Συγκλονιστικά, ἀργότερα γράφει, πώς πιέσθηκε ἀφόρητα, χρησιμοποιήθηκε βία, δίχως νά θέλει φυλακίσθηκε σάν κακοῦργος, γιά νά μή φύγει, ἔβαλαν φρουρούς νά τόν φυλάγουν, ψηφίσθηκε παρά τή θέλησή του καί μάρτυρας τούτων ὅλων ὁ παντεπόπτης Θεός. Ποιός ἀρνεῖται σήμερα μία τέτοια πρόταση;
Ἡ ἄρνησή του νά ἀναλάβει τήν πατριαρχεία δέν ἦταν ἔλλειψη γνώσεως, δυνάμεως, θάρρους καί ἱκανότητος. Δέν ἔδειχνε ἀδιαφορία, ἀνυπακοή, ἀσέβεια, ἀλλά ταπείνωση, ἀφιλοδοξία καί τιμιότητα. Ἡ ἀρχική του ἄρνηση τελικά ἦταν ἀποτέλεσμα γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Ἡ ἀνάληψη τῆς παρτριαρχείας δέν τόν ἀλλοίωσε διόλου ἀπό τίς ἀρχές καί πεποιθήσεις του, δέν θέλησε ποτέ νά γίνει σκληρός στούς ἐναντίους του, ἀλλά ἀγάπησε κι ἐργάσθηκε σθεναρά γιά τήν εἰρήνευση ὅλων, παρότι δέν τόν ἀκολούθησαν πάντοτε οἱ πάντες. Δέν θέλησε νά ἐκμεταλλευθεῖ τίς ὑψηλές πολιτικές γνωριμίες του, ἀκόμη κι ὅταν τίς εἶχε ἀνάγκη, ὥστε νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία πάντα ὑψηλά, ἐλεύθερη κι ἀνεξάρτητη. Κύριο ἔργο του ἦταν ἡ ἐγνωσμένη ὑπεράσπιση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας, γιά τίς ὁποῖες σθεναρά ἐργάσθηκε σέ ὅλο του τόν βίο ἀνυποχώρητα.
Δέν φοβήθηκε, δέν δείλιασε, δέν ἀνέβαλε, δέν θεώρησε ὑπερβολή, οὔτε ἤθελε κακῶς νά τά ἔχει καλά μέ ὅλους καί πολύ περισσότερο μέ τούς δυνατούς. Ὄχι ὅτι ἦταν φίλερις καί φιλοπόλεμος, ἀλλά ἦταν ταπεινός καί σθεναρός λάτρης καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Ἔτσι δέν δίστασε διόλου νά τά βάλει μέ τήν πανουργία τῶν παπικῶν ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσαγάγει πολλές σοβαρές αἱρετικές καινοτομίες ὅπως τήν ὑποχρεωτική καί γενική ἀγαμία τοῦ κλήρου καί τή λαθεμένη ὑποστήριξη τῆς ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό τόν Υἱό, ὥστε νά ἔχουμε δυαρχία στή θεότητα. Στά περίφημα Ἀμφιλόχιά του εὐθαρσῶς ἀναφερόμενος στόν πάπα τοῦ λέγει πώς ὅποιοι ἐπιθυμοῦν ν’ ἀλλάξουν τήν ἀκρίβεια τῶν παραδεδομένων δογμάτων, θά βρεθοῦν ἀντιμέτωποι στό στέρεο κι ἀκλόνητο φρόνημά του καί θά ἐλεγχθοῦν γιά τίς πλάνες τους ἀπό τήν ἀμώμητη πίστη. Λυπᾶται πολύ γιά τήν ἠθελημένη ἤ ἀθέλητη παραποίηση τῶν ὀρθῶν δογμάτων, ὅπου δέν χωρεῖ συζήτηση ὑποχωρητική. Πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ἡ δολιότητα τοῦ πάπα Νικολάου δέν ἔπληττε ἁπλά τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τόν ἴδιο, ἀλλά τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, τή θεμελιωμένη μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν μαρτύρων.
Ὁ ἱερός Φώτιος δέν ἦταν ἕνας ἀκραῖος φανατικός, ἕνας φονταμενταλιστής, ὅπως θά τόν ἔλεγαν ὁρισμένοι σήμερα, ἕνας σκληροπυρηνικός, ἀρτηριοσκληρωτικός ζηλωτής, ὅπως θά τόν ἔλεγαν ἴσως ἄλλοι, ἀλλά ἕνας μετριοπαθής κι ἀφιλόδοξος πατριάρχης, πού ἐργαζόταν συστηματικά, μόνιμα κι ἐπιμελημένα γιά τήν ἁγία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Χριστός στό τελευταῖο ἐπίγειο Μυστικό Δεῖπνο. Εἶναι μεγάλο λάθος νά λέγεται ὅτι ὁ ἱερός Φώτιος ὑπῆρξε ὁ κύριος αἴτιος τοῦ φοβεροῦ σχίσματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ σθεναρές τοποθετήσεις τοῦ Φωτίου στά διάφορα δογματικά θέματα, τά ὁποῖα παρερμήνευαν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, δέν ἦταν γιά νά τούς κτυπήσει προσωπικά, ἀλλά γιά νά τούς ἐπαναφέρει στήν ἁγιοπατερική παράδοση. Τόν εἶχαν λοιπόν παρεξηγήσει, δέν τόν εἶχαν καταλάβει, μᾶλλον δέν ἤθελαν φαίνεται νά τόν καταλάβουν, δέν προσπαθοῦσαν νά τόν κατανοήσουν. Ἦταν πεισματικά προκατειλημμένοι.
Ὁ θεῖος Φώτιος εἴπαμε δέν ἦταν φιλόδοξος καί ἀρχομανής. Τήν ἐκκλησιαστική πρωτοκαθεδρία δέν τή θεωροῦσε ἀνάπαυλα κι ἀπόλαυση μάταιης δόξας, ἀλλά θέση ἀγώνων καί προσωπικῶν, γιά τή διατήρηση καί τήν αὔξηση τῆς θεοΰφαντης ἀρετῆς. Γράφει χαρακτηριστικά σέ μία ἀπό τίς πολλές ἐπιστολές του: «Ὅσο κανείς προέχει στήν ἀρχή τόσο χρωστᾶ καί νά πρωτεύει στήν ἀρετή»! Τά ἔργα του ἦταν σεμνά, κόσμια, ὀρθά, τά λόγια του, τά γραπτά του καί ὅλες οἱ πράξεις του, γιατί ποτέ δέν λησμόνησε ὅτι εἶναι μαθητής τοῦ ἀνεξίκακου, ἀναμάρτητου καί Σταυροαναστηθέντος Χριστοῦ. Ἐνδυναμωνόταν στίς συχνές ἀναίμακτες θεῖες ἱερουργίες, στή θαυματουργή ζωή τῆς προσευχῆς, πού τοῦ ἔδινε δύναμη κι ὑπομονή στίς θλίψεις καί δοκιμασίες, στή μελέτη τῆς ζωηφόρου παραδόσεως, πού δέν τόν ἄφηνε εὔκολα νά σκανδαλισθεῖ, ἀλλά καί σκανδαλίσει τό ἐνεπιστευθέν σέ αὐτόν ποίμνιο. Ἐνέπνεε ὁ βίος καί τά ἔργα του. Μετέδιδε ἱλαρότητα, εἰρήνη, ἁγιασμό. Αὐτό θεωροῦσε εἶναι τό ἔργο τοῦ κάθε ἄρχοντα. Νά μαγνητίζει στό ἀγαθό.
Οἱ μεγάλοι ἀλλά καί ὅλοι κρίνονται στίς δοκιμασίες, τούς πειρασμούς, τά προβλήματα. Στή μανιασμένη φουρτούνα φαίνεται ὁ καλός καραβοκύρης, λέγει δίκαια ὁ λαός μας. Στή δυσκολία, στήν ταραχή, στήν κρίση κρίνεται ἡ τυχόν πνευματικότητά μας. Στή στάση, στήν ἀντιμετώπιση, στήν ἀταραξία βαθμολογεῖται προβιβαστικά κι ἄριστα ἡ ὑπομονή, ἡ πίστη, ἡ ἐγκατάλειψη στόν Θεό, ἡ ἀνεξικακία, ἡ ψυχική γαλήνη κι ἠρεμία. Ἡ ἔκπτωση τοῦ Φωτίου ἀπό τόν περίπυστο πατριαρχικό θρόνο τό 867 δέν θεωρήθηκε ἀπό τόν ἴδιο μείωσή του, προσβολή του, ἐλάττωση. Λυπήθηκε γιά τόν σκανδαλισμό, γιά τήν ταραχή στήν Ἐκκλησία. Δέν θύμωσε, δέν ἐκδικήθηκε, δέν ὀργίσθηκε κατά τοῦ πρώην μαθητῆ του Λέοντα τοῦ λεγόμενου Σοφοῦ, πού τόν εἶχε εὐεργετήσει, πού ἐνήργησε γιά τήν ἀπομά-κρυνσή του ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο. Λυπήθηκε γιά τόν παρασυρμό του, ὄχι τόσο γιά τήν ἀγνωμοσύνη του ὅσο γιά τή μή ὀρθοφροσύνη του. Προκαλεῖ θαυμασμό καί στούς ἀντιπάλους του τό ταπεινό, τό γνήσιο αὐτό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα.
Εἶναι χάρισμα μεγάλο νά τόν πνίγει κανένα τό δίκιο του, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, καί νά διατηρεῖ τή μακάρια νηφαλιότητα καί τήν ἀξιοπρεπῆ εὐγένειά του. Τοῦτο τό λέμε ἀπό τό ἑξῆς γεγονός. Οἱ διά διάφορους λόγους ἀντίπαλοι τοῦ Φωτίου κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί κατέφυγαν στή Δύση καί μετέβαιναν στόν πάπα νά ἐκφράσουν τά διογκωμένα παρά-πονά τους καί τίς ἀσύστολες κατηγορίες τους. Ὁ πάπας ἐκμεταλλευόμενος τίς περιστάσεις καί καταστάσεις τούς φιλοξενοῦσε, περιποιόταν κι ἐξαγόραζε κι ἔτσι δίχαζε τήν Ἀνατολή. Ὁ Φώτιος μέ γνώση, θάρρος κι εὐγένεια τοῦ τόνιζε πώς δέν ἐπιτρέπεται αὐτό τό μικρό ἔργο στό μεγάλο του ἀξίωμα. Οἱ πρῶτοι δέν εἶναι γιά νά διχάζουν, πολεμοῦν καί κερδίζουν ἀπό τή θεομίσητη διχόνοια καί διαίρεση, ἀλλά νά φρονηματίζουν, διδάσκοντας, τό δίκαιο, τό ἀληθινό, τό τίμιο καί ἱερό, μέ λόγους καί κυρίως μέ πράξεις.
Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Φωτίου εἶναι ἕνα ὁλάνοιχτο, εὐκολοδιάβαστο καί ψυχωφελές βιβλίο. Μποροῦν νά διδαχθοῦν μικροί καί μεγάλοι, δάσκαλοι καί μαθητές, κληρικοί καί λαϊκοί, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, συγγραφεῖς κι ἀναγνῶστες, κήρυκες κι ἀκροατές, γονεῖς καί παιδιά, ὅλοι. Ταπεινά φρονοῦμε ἰδιαίτερα διδάσκει τούς ἡγέτες, ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς, λογίους, καθηγητές καί διπλωματούχους, μέ τό νά διατηροῦνται στήν ταπείνωση καί νά γίνονται ὑπέροχα πρότυπα καί φωτεινά παραδείγματα. Διαφορετικά, ὅσο ψηλά κι ἄν εἶναι, ὅσο ὡραῖα κι ἄν μᾶς τά λένε, ἄν οἱ λόγοι τους δέν εἶναι βιωματικοί, ἄν δέν ταυτίζονται μέ τή ζωή καί τίς πράξεις τους δέν ἐπηρεάζουν, δέν συγκινοῦν καί δέν διορθώνουν τελικά κανένα.
Ἡ παιδική, ἐφηβική καί νεανική ἡλικία τοῦ Φωτίου ἦταν βυθισμένη στήν ὑπακοή, στούς ἁγίους γονεῖς καί στούς καλούς δασκάλους του, στή φιλομάθεια καί τή φιλάρετη ζωή. Ἔτσι ἀνδρώθηκε πνευματικά, ὁπλίσθηκε κι ἐνδυναμώθηκε, ὥστε νά γίνει σοφός διδάσκαλος κι ἄριστος ποιμένας. Τό ἀπαράμιλλο ἦθος του τόν ἔκανε ἐξαιρετικό ἐκκλησιαστικό ἡγέτη, πού δίδασκε ὄχι μόνο μέ τά ὡραῖα λόγια του ἀλλά καί τήν καθαρή ζωή του. Αὐτή ἡ ζέουσα πίστη του τόν ἔκανε ἀτρόμητο στίς ἀπειλές καί τούς κινδύνους, ὥστε νά καταστεῖ ὁμολογητής τῶν εὐαγγελικῶν ἀπαραχάρακτων ὀρθοδόξων δογμάτων. Ἀσπάσθηκε κι ἐγκολπώθηκε τήν ἀρετή, ὥστε νά μή παρασυρθεῖ ἀπό μάταιες δόξες ἀξιωμάτων. Ἔγραφε σ’ ἕνα ἐπίσκοπο: «Ὅποιος γι’ ἀνθρώπινη δόξα παραβλέπει τούς θείους νόμους δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινός φίλος τῆς ἀρετῆς»!
Ὁ Φώτιος στό πρόσωπο τῶν μαθητῶν του, τῶν κληρικῶν του, τῶν ποιμενομένων του δέν ἔβλεπε κατώτερους ἀνθρώπους, ὑποχείρια, πιόνια, δούλους, ἐξουσιαζόμενους, ὀπαδούς, χειροκροτοῦντες ἀκολούθους. Ἔβλεπε στό κάθε μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο ἱερό πρόσωπο τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγωνιστική ἀγωνία τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ νά πορευθεῖ ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» στό «καθ’ ὁμοίωσιν». Τιμοῦσε τόν κάθε ἄνθρωπο. Δέν παρατηροῦσε τήν προσωρινή πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό γιατί πλάσθηκε καί γιά πού προοριζόταν. Μαζί μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν προσφιλῆ προκάτοχό του, δέν κτυποῦσε τόν ἁμαρτωλό ἀλλά τήν ἁμαρτία, ὄχι τόν ἐμπαθῆ ἀλλά τό πάθος πάντοτε. Δέν φερόταν ἐξουσιαστικά. Δέν ἤθελε νά ἐξουσιάζει κανένα. Ἄφηνε τούς ἀνθρώπους νά τούς ἐξουσιάζει ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός πού μπορεῖ νά μᾶς ἐξουσιάζει κι ἀπό ἀγάπη δέν μᾶς ἐξουσιάζει, σεβόμενος καταπληκτικά τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί βούληση, τό ὑπέροχο, μοναδικό, θεόσδοτο αὐτεξούσιο. Ἀληθινά οἰκουμενικός πατήρ ὁ ἅγιος Φώτιος, πάντα ἐπίκαιρος, συνέχεια προσηνής, μόνιμα ἀνοικτός, παραδοσιακός, ὁμολογιακός, διακριτικός καί σπουδαῖος. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνόμασε Μέγα. Ἔτσι μαζί μέ τούς Μεγάλους Ἀσκητές• Ἀντώνιο, Παχώμιο, Ἀρσένιο, Εὐθύμιο καί Ἱλαρίωνα καί τούς μεγάλους Ἱεράρχες• Βασίλειο, Ἀθανάσιο ἔχουμε καί τόν ἅγιο Φώτιο, τοῦ ὁποίου ὁ ἔνθεος βίος καί τό πλούσιο ἔργο νά μᾶς διδάσκει ὅλους νά μή ὑψηλοφρονοῦμε καί νά πορευόμεθα ταπεινόφρονα μέσα στήν ἁγία μητέρα μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἁγιαζόμενοι κι ἁγιάζοντες, φωτίζοντας μέ τό βιωμένο παράδειγμα, μέ τόν ἐνίοτε διακριτικό, ὑπεύθυνο, χαμηλόφωνο, ἀδελφικό λόγο, συνδράμοντας μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐπίκληση τῆς παρουσίας τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ στήν ἀδυναμία, πενία κι ἀνημποριά μας, μέ τήν ἐμπιστοσύνη σ’ Ἐκεῖνον κι ὄχι στόν ταλαίπωρο ἑαυτό μας, πού συχνά λαθεύει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
* Θεοδώρου Δ. Ε., Τό ἀνθρωπιστικό καί πολιτιστικό ἰδεῶδες τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, Ἀθήνα 1997.
* Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Συνεδρίου πρός τιμήν καί μνήμην τῶν ἁγίων αὐταδέλφων Κυρίλλου καί Μεθοδίου τῶν Θεσσαλονικέων, φωτιστῶν τῶν Σλάβων, Θεσσαλονίκη 1986.
* Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Πρακτικά IE΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου «Μέγας Φώτιος», Θεσσαλονίκη 1995.
* Τωμαδάκη Β.Ν., "Φώτιος ὁ Α΄, Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί Ἅγιος", Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ.12, Ἀθῆναι 1968, στ. 21-31.
* Χρήστου Κ. Π., Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 331-336.