«Διὸ σπουδάσωμεν, πάντες τὸν καιρὸν [τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς] ὑποδέξασθαι»
Ἀπὸ τὶς κορυφαῖες στιγμές τοῦ ἱερατικοῦ μας βίου, ἀπὸ τὶς πλέον συγκινητικὲς ποὺ σφραγίζουν πραγματικὰ τὴν ὅλη μας ποιμαντικὴ διαδρομή, εἶναι κι αὐτὴ τῆς εἰσόδου μας στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κι εἶναι ὄντως μιὰ εὐλογημένη καὶ θεοφώτιστη εὐκαιρία, μέσα στὴν ἐτήσια πορεία μας, γιὰ νὰ βροῦμε ξανὰ τὴν ἄκρη τοῦ νήματος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Θεό καὶ νὰ Τὸν ξαναβάλουμε στὴν καθημερινότητά μας. «Κύριον, πλέον καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς» μας, δηλαδή.
Ὅμως γιὰ τὸν κάθε ἱερέα τὸ ἀποψινὸ τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, ποὺ μὲ τὸν πρῶτο Κατανυκτικὸ Ἑσπερινὸ κάνει τὸ πρῶτο σεργιάνι της στὴ ζωή καὶ τὶς διακονίες μας ἡ Μεγαλη Σρακοστή, ἤ, ἡ Κυρά-Σαρακοστὴ τοῦ λαοῦ μας, τὸ βράδυ αὐτό, λοιπόν, ἕνα περίεργο ρῖγος καταλαμβάνει τὸν κάθε ἱερέα. Ἕνα ρῖγος ποὺ τὸ νοιώθει, καθὼς ἀνοίγει τὴν Ὡραία Πύλη, ὥστε νὰ φανεῖ τὸ μισοφωτισμένο Ἱερὸ Βήμα τὸ ντυμένο μὲ τὰ μώβ τὰ χρώματα τῆς Σαρακοστῆς. Γιατὶ νοιώθει πὼς αὐτὸν διάλεξε κι ἐφέτος ἡ Χάρις Του, ὥστε ν᾿ ἀνοίξει πάλι τὴ θύρα στὸ πανίερο αὐτὸ τῶν ἀρετῶν τὸ στάδιο, ὥστε νὰ εἰσοδεύσουν «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι». Καὶ νοιώθει ὑπεύθυνος γιὰ ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ κέινους ποὺ ἀπόμειναν ἔξω. Γιὰ ἐκείνους ποὺ λανθασμένα γιορτάζουν καὶ τιμοῦν τὶς ἡμέρες αὐτές, μὲ εὐωχία, κοσμικὴ συνείδηση καὶ σὲ κλίμα ἐντελῶς ξένο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ περιέχουν, διδάσκουν καὶ προτείνουν οἱ καθαγιασμένες ἡμέρες τῆς Σαρακοστῆς. Ἔτσι, ἐνῶ εὔχονται Καλὴ Σαρακοστή, ἀπὸ τὴν ἄλλη μήτε τὴν Σαρακοστὴ τιμοῦν, μήτε συντονίζονται πνευματικὰ μὲ τὴν εὐκατάνυκτο συχνότητα ποὺ οἱ ἡμέρες αὐτὲς ἀκτινοβολοῦν. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ ἱερέας προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ καταστήσει σὲ ὅλους γνωστὸ ὅτι εὔχεται, ὅπως Ἐκεῖνος, «ὡς Δεσπότης καὶ εὔσπλαγχνος,[τὸν καθένα τους ξεχωριστὰ πρὸς μετάνοιαν] πάλιν ἀνακαλέσαι».
Στ᾿ ἀλήθεια, ἄν ἐπιχειρήσουμε νὰ κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα μας, θὰ παρατηρήσουμε τὸ πόση ἀνάγκη τὴν ἔχουμε αὐτὴν τὴν ἱερὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ἕνα δρομολόγιο, μιὰ χρήσιμη πορεία, ὄχι χωρὶς νόημα καὶ σκοπό. Γιατὶ ἡ παρουσία τοῦ Τριωδίου στὴ ζωή μας, καὶ δὴ στὴν πνευματική μας βιοτή, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν εὐεγερσιῶν τοῦ Θεοῦ στὸ καθένα μας. Μὲ λίγα λόγια εἶναι τὸ κορυφαῖο μάθημα ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ Χάρις Του, ὥστε νὰ κατορθώσουμε, ἀφοῦ συνέλθουμε «ἐκ τοῦ κλύδωνος τῆς ἁμαρτίας», νὰ ἀποβάλουμε τὸ κάθε προσωπεῖο ποὺ φορᾶμε καθημερινὰ «ἵνα φανῶμεν τοῖς ἀνθρώποις» (Μτθ. 6, 16). Καὶ θέλει «ἀρετὴν καὶ τόλμην» μιὰ τέτοια προσπάθεια, γιατὶ διαφορετικὰ θὰ ταλανιζόμαστε μέσα στὰ συμπλέγματα ποὺ μᾶς κληροδοτοῦν τὰ προσωπεῖα, τὰ ὁποῖα ἀναγκαζόμαστε νά τὰ φορᾶμε, μὲ ἀποτέλεσμα ὅλο καὶ περισσότερο νὰ βυθιζόμαστε σὲ τέλμα ἀμφιβολιῶν καὶ πνευματικῆς ἀστάθειας. Μὲ λίγα λόγια, ἀκριβὴς καθρέφτης τῆς ψυχῆς τοῦκαθενός μας εἶναι τὸ παρακάτω τροπάριο, τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν εὔκρατο ζώνη τῶν κατανυκτικῶν τροπαρίων τῆς Ὀκτωήχου καὶ ταιρίαζει τόσο πολὺ μὲ τὸ ὅλο κλίμα τῆς ἀποψινῆς βραδιᾶς τῶν θείων εἰσοδίων τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς:
«Βλέψον σου τὰ παράνομα ἔργα, ὦ ψυχή μου, καὶ θαύμασον, πῶς σε γῆ βαστάζει, καὶ σκηπτὸς οὐ φλέγει; πῶς ἄγριοι θῆρες οὐκ ἐσθίουσί σε; πῶς δὲ καὶ ὁ Ἥλιος ὁ ἄδυτος, ἐλλάμπων σοι, ἀεὶ οὐκ ἐπαύσατο; ἀνάστα, μετανόησον, βόησον πρὸς Κύριον. Ἥμαρτόν σοι ἥμαρτον, ἐλέησόν με».
Ἄς τὸ ξαναδιαβάσουμε καλύτερα. Ποιὸς ξέρει, ἴσως ἡ Σαρακοστή μας γίνει ἀληθινὴ πορεία πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Αὐτό, ἄλλωστε, δὲ ζητᾶμε;
π.κ.ν.κ