Γύρω ἀπὸ μιὰν πρόσφατη ἐπίσκεψη στὴν
παλιά μας τὴν ἐκκλησιά
Στὸν
ρέκτη Κληματιανὸ ἐφημέριο παπα-Νικόλαο Ἀθ. Σκιαθίτη, ποὺ μὲ
περισσὸ
μεράκι κοπιάζει γιὰ τὴν ἀνακαίνιση
τῆς παλιᾶς μας
τῆς ἐκκλησίας
στὸ Κάτω Χωριό
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, χρόνια εἶχα νὰ βρεθῶ μέσα στὸν παλιὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων,
ποὺ σώζεται στὸ Κάτω Χωριό, στὸ Κάτω
Παλιὸ Κλῆμα
δηλαδή. Καὶ
πάντα ζητοῦσα τὴν εὐκαιρία
νὰ τὸν ἐπισκεφτῶ, γιατί, κακὰ τὰ ψέματα, μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ χῶρο ἔνοιωσα
τὰ πρῶτα
μεταφυσικὰ
σκιρτήματα, ἐκεῖ βίωσα τὸ γεγονὸς τῆς Πίστης, μαθήτευσα τὴν εὐλογία
τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἁπλότητας σιμὰ σὲ
κάποιον ἀγαθὸ καὶ ἄκακο
παπᾶ, τὸν
παπα-Βαγγέλη Διομήδη, ἐδῶ
καὶ μισὸ αἰῶνα ἤ καὶ παραπάνω. Κι αὐτὴ τὴν εὐλογία
μοῦ τὴν
πρόσφερε ἡ καλὴ κἀγαθὴ καρδία τοῦ νέου ἐφημερίου
τῆς ἐνορίας
τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ Νέου Κλήματος, ὅπου
καὶ ὑπάγεται
καὶ ὁ ναὸς ἐκεῖνος, τοῦ παπα-Νικολάου. Τὸν εὐχαριστῶ καὶ ἀπό τῆς θέσεως ταύτης.
Βρέθηκα,
λοιπόν, τῆ
φροντίδι καὶ
προσκλήσει τοῦ ἐντίμου ἀδελφοῦ παπα-Νικόλα
στὸ Κάτω Χωριό καὶ μὲ
δέος, συγκίνηση καὶ
ρίγος εἰσόδευσα στὸ ναὸ τὸν ἀγαπημένο,
τῶν παιδικῶν μου χρόνων τὸ
πανίερο καταφύγιο, τοῦ ὁποίου ἡ κάθε
γωνιά, τὸ κάθε σημεῖο, εἶναι
γιὰ μένα μιὰ πολύτιμη κοσμηματοθήκη, ὅπου φυλάσσονται οἱ
πολιτιμότερες μνῆμες
μου. Μνῆμες προσώπων, γεγονότων, «περιστατικῶν, πραγμάτων ποὺ ἀγαπήσαμε»(
Γ. Σεφέρης), οἱ ὁποῖες καὶ ἀνεβαίνουν
μέσα μου τέτοιες ὧρες. Ὧρες πυκνὲς ἀπὸ συγκίνηση καὶ τὴν ἀναπόληση, ποὺ προκαλεῖται καὶ
προσκαλεῖται αὐτὲς τὶς
στιγμές. Προσκαλεῖται νὰ βοηθήσει τὴν καρδιὰ νὰ ὑψώσει
μέσα μου τὰ
πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ ἔφυγαν
πιὰ καὶ μόνο
τὰ σιωπηλά τους κρανία ὑπάρχουν στὸ λίγο παρακάτω ἀπό τὸ ναὸ
Κοιμητήριο, νὰ ἀναμένουν τὴ σάλπιγγα τῆς
Δευτέρας Παρουσίας.
Νὰ, στὸ
ψαλτήρι ὁ μπάρμπα-Ἀλέκος ὁ
Ξανθούλης μὲ τὴν εὐλαβική
του φωνὴ νὰ ψάλει
καὶ νὰ
στέλνει στὸν Οὐρανὸ καὶ στοὺς ἁπλοὺς
χωρικοὺς κύματα χαρμολύπης. Στὸ ἱερὸ Βῆμα ὁ παπα-Βαγγέλης μὲ τὴν
παλιὰ ρούσικη στολή, τὴν ξεθωριασμένη, ποὺ εὐωδίαζε
καμένο θυμίαμα καὶ ξεραμένο
βασιλικό. Οἱ ἐπίτροποι πίσω ἀπό τὸ παλιὸ παγκάρι σκυμένοι πάνω στὰ χειροποίητα κεριά, ἔχοντας ἀναμμένη τὴ
λαμπάδα, ποὺ τὴ στρερέωναν μέσα στὴν ὑποδοχὴ ποὺ εἶχε τὸ μπρούτζινο
κιβωτίδιο γιὰ τὰ χρήματα. Τὶ χρήματα δηλαδή, δεκάρες, πενηνταράκια, δραχμὲς καὶ
κάπου-κάπου κανένα τάληρο. Ἃμα
φαινόταν στὶς
γιορτάδες, Χριστούγεννα, Πάσχα καὶ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων κανένας «Ἀμερικάνος»-μετανάστης δηλ. στὴν Ἀμερική-
τότε φαινόταν καὶ
κανένα δολάριο...
Ἀνάμεσα στοὺς ἐπιτρόπους
διακρίνω τὸν
παπποῦ μου τὸ
Νικολάκη καὶ τὸν μπάρμπα-Παντελὴ μὲ τὸ φιρφιρένιο μυροδοχεῖο, ποὺ εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ
πράσινου τοῦ βυθοῦ τῆς
θάλασσας, νὰ ρίχνει τὴν κολώνια, τὴ χαρὰ τῶν
παιδιῶν, ὅταν
μύρωνε τὰ κουρεμένα κεφλάια τους.
Παραπέρα
ἡ θειὰ τὸ Μαχὼ, ἡ νεωκόρος, νὰ σάζει τὴ φουστάνα της, ἡ θειὰ τὸ Λενιὼ ἤ
Ράπαινα νὰ
σιγοψέλνει... Καὶ τόσοι
ἄλλοι. Νὰ στέκονται αὐστηροὶ καὶ
σιωπηλοὶ στὰ
στασίδια τους οἱ ἄντρες καὶ νὰ
συλλογιοῦνται. Νὰ συλλογιοῦνται
τὴν ἀνέχεια,
τὴ βασανισμένη τους ζωή, τὰ κορίτσια ποὺ μεγάλωναν καὶ ἦταν τῆς παντρειᾶς,, τὰ ἀγόρια ποὺ ξενιτεύτηκαν, τὰ
χτήματα ποὺ
θέλουν καλλιέργεια, οἱ ἀνάγκες ποὺ τρέχουν καὶ τόσα
ἄλλα. Κι ἐδῶ, σιμὰ στὸ Θεὸ καὶ στοὺς Ἁγίους
ἠρεμοῦσαν.
Περίμεναν νὰ ἀπολύσει ἠ ἐκκλησιά,
νὰ πᾶνε στὸ σπίτι νὰ φᾶνε τὸ φαΐ τους, νὰ βγοῦν
λίγο στὸν καφενέ, νὰ τὰ ποῦνε μέχρι νὰ ξημερώσει ἡ μέρα
καὶ νὰ
κινήσουν πάλι γιὰ τὸ μεροκάματο.
Ἀπέναντι ἀπὸ
παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἤ πάνω στὸ γυναικωνίτη μαζεύονται οἱ γυναῖκες,
μὲς τὶς
μαντῆλες τους τὶς φτωχικές συμμαζεμένες, ν᾿ ἀκούσουν
τὴν ἐκκλησιά,
νὰ κάμουν μετάνοιες, νὰ παρακαλέσουν μὲ εἰλικρινῆ δάκρυα τὴν Παναγιὰ καὶ τοὺς Ἁγίους γιὰ τὸ κάθε
τί... Κι ἄκουγες
τότε νὰ βγαίνει ὁ στεναγμὸς μὲ τὴ
φράση «Παναΐτσα
μ΄».
Τὸ ἱερὸ Βῆμα ἦταν ἡ μόνιμη καθέδρα τῶν παιδιῶν, στριμωγμένα πάντα πάνω στὸ ξύλινο μπαοῦλο,
ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπό τὴν
Πρόθεση, νὰ
κοιτάζουμε μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια, κι ὄχι χωρὶς ἀταξίες, τὸν παπᾶ
χωμένο μέσα στὴ
μισοσκότεινη χιβάδα τῆς
Προσκομιδῆς νὰ γεμίζει τὸ Δισκάριο μερίδες: Ζώντων καὶ Κεκοιμημένων. Ποῦ νὰ φανταζόμασταν τότε, ὅτι λίγο παρακάτω, στὸ Κοιμητήριο ποὺ ἀναπαύονταν,
μόλις ἄκουγαν τὸ ὄνομά
τους ἀναθάρρευαν, γιατὶ κάποιος τοὺς κάλεσε. Καὶ ποῦ, στ᾿ ἀλήθεια... Στὸ Τραπέζι τοῦ Θεοῦ!
Αὐτὰ
λοιπόν, κι ἄλλα
περισσότερα ξανάζησα μὲ τὴν ἱερὴ καὶ πάντιμα
εὐλογημένη ἐπίσκεψη στὴν
πολυφίλητη καὶ
πολύκλαυστη παλιά μας ἐκκλησιά.
Ποὺ γιὰ μένα
εἶναι τὸ
θεοτίμητο ἐφαλτήριο,
γιὰ νὰ βρεθῶ ἐδῶ ποὺ εἶμαι καὶ
στοχάζομαι...
Μακάρι,
Θεέ μου, νὰ μοῦ ἀνοίγεις
συχνὰ αὐτὲς τὶς
πολύτιμες πύλες τῆς ἀναπόλησης καὶ ἐπίσκεψης
στὸ χτὲς τὸ πανευλογημένο.