(Μὲ
ὁδηγὸ τὸν Ἀλέξανδρο
Μωραϊτίδη)
Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης μᾶς ἔχει παραδώσει λαμπρὲς σελίδες, οἱ ὁποῖες
τιμοῦν δεόντως καὶ εὐφροσύνως τὶς ἄχραντες αὐτὲς ἡμέρες τοῦ πάντερπνου
Δωδεκαημέρου. Ὡστόσο δὲν θὰ ἔπρεπε, μέρες ποὺ εἶναι, νὰ λησμονήσουμε καὶ τὸν ἄλλον
Ἀλέξανδρο τῆς Σκιάθου, τὸν Μωραϊτίδη, ποὺ ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ὅλο καὶ
λησμονιέται κι ἄς μᾶς κληροδότησε φωτεινὲς λογοτεχνικὲς σελίδες, στὶς ὁποῖες καὶ
διακρίνεται καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα τὸ προσωπικό του βίωμα. Αὐτὸ τὸ ἐφαλτήριο δηλαδὴ
ποὺ ξεδιπλώνεται, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ ὁ λόγος του καὶ νὰ σταθεῖ, μὲ τὸ ἔντιμο ὕφος ποὺ
τὸν περιβάλλει καὶ τὸ φιλόθεο ἦθος ποὺ διακρατεῖ, ἐκεῖ ὅπου ἀξίζει: στὶς ἁγνὲς
καὶ φιλότιμες συνειδήσεις τῶν ὅσων Νεοελλήνων συνεχίζουν νὰ συντροφεύουν τὶς
μέρες αὐτὲς μὲ ἀναγνώσματα ποὺ εὐωδιάζουν Ὀρθοδοξία, Ἑλλάδα, μελισσοκέρι καὶ
θυμίαμα.
Ἀπὸ
τὰ πλέον τρυφερὰ κείμενα ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν Πρωτοχρονιὰ εἶναι καὶ οἱ «Εἰκόνες»
τοῦ παραπάνω Σκιαθίτη. Χωρίζονται δὲ σὲ δύο ἑνότητες: ἡ μία ἀναφέρεται στὰ
Χριστούγεννα κι ἡ ἄλλη στὴν Πρωτοχρονιά.
Ἀπὸ
αὐτή, λοιπόν, τὴ δεύτερη ἑνότητα δανείζομαι κάποιες γραμμὲς ποὺ εὐωδιάζουν ἁλμύρα,
ταπεινό, νησιώτικο σπίτι χωνεμένο στὸν χειμωνιάτικο καιρό καὶ νοσταλγία. Γιατὶ ὁ
Μωραϊτίδης ὑπῆρξε ἀθεράπευτα νοσταλγὸς τῆς «μικρᾶς του πατρίδος», τῆς Σκιάθου.
Καθὼς
βηματίζουμε στὶς ἐσχατιὲς τοῦ 2013 καὶ τὸ περιμένουμε νὰ σφαλίσει τὴ θύρα του
καὶ νὰ πάρει μαζί του τὰ σκοτάδια καὶ τὰ φαρμάκια του, στεκόμαστε μὲ εὐλάβεια ἀπένατι
στὸ λόγο τοῦ Μωραϊτίδη ποὺ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὰ εἰσόδια τοῦ Νέου Χρόνου.
Γνωρίζω
ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ Μ. θὰ ξενίσει κάποιους, ὡστόσο πρέπει νὰ σεβαστοῦμε τὸν τρόπο γραφῆς
τοῦ συγγραφέα καὶ πολὺ περισσότερο, μέσα στὸν ἐκχυδαϊσμὸ ποὺ ὑφίσταται σήμερα ὁ
πολύτιμος Ἕλλην λόγος, νὰ κοιτάξουμε νὰ ἀναβαπτιστοῦμε στὰ ἀμόλυντα νάματα αὐτῆς
τῆς πλούσιας σὲ λέξεις γλώσσας, τῆς λογίας, δηλαδή, γλώσσας, ἡ ὁποία τόσο πολὺ
περιφρονεῖται.
«Ποσάκις μικρὸν παιδίον δὲν ἔκλεισα
ὀφθαλμοὺς ὄλην τὴν νύκτα φανταζόμενος ἐνώπιόν μου τὸν Ἅγιον Βασίλειον τοῦ
τραγουδιοῦ, οἷον ἔβλεπον ἐν τῇ Εἰκόνι τῆς ἐκκλησίας, μὲ τὸ ξηρὸν καὶ καταχλωμον
προσωπόν του, μὲ τοὺς μεγάλους του κοίλους ὀφθαλμοὺς καὶ μὲ τὴν μαύρην ὡς τὰ
πτερὰ τοῦ κόρακος μακρὰν γενειάδα του, οὐχὶ ὅμως μὲ τὴν ἱερατικήν του στολὴν καὶ
τὸ εὐαγγέλιον, ὡς ἐν τῇ Εἰκόνι -ἐνταῦθα ἡ ἀντίληψίςμου συνεχέετο- ἀλλὰ ἐκ
Καισαρείας ἐρχόμενον, κατὰ τὸ τρυφερό μου τραγούδι, κρατοῦντα ραβδί, χαρτὶ καὶ
καλαμάρι, κομίζοντά μοι ὅλα τὰ δῶρα, ἅτινα τὴν πρωΐαν θὰ μοὶ ἔδιδον οἱ γονεῖς.
καὶ τὸ ἠδονικώτερον, φέροντα ἐν τῷ οἴκῳ μας ὅλα τὰ ἀγαθὰ, ἅτινα τὴν ἐπαύριον θὰ
παρετίθεντο εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ἐν πλουσίῳ καὶ ἀφθόνῳ γεύματι....
Ὦ παιδικὴ ἐκείνη χαρά ! Ποσάκις ἔκτοτε
σὲ ἀνεζήτησα εἰς τὴν πολυτέλειαν τῶν ἀθηναϊκῶν δώρων, ὅτε ὁ δίδων δέκα ἀναμένει
εἴκοσι, καὶ ὁ μὴ δίδων τίποτε δὲν ἀναμένει τίποτε !
..................................................................................
Οὔτε ὁ βαρὺς τῶν τηλεβόλων κρότος
ἀφύπνισε τὸ μικρόν μου χωρίον, οὔτε στρατιωτικαὶ μουσικαὶ ἔψαλαν μεθυστικὰ ἐγερτήρια
ἀνὰ τὰς στενὰς καὶ σκολιὰς ὁδούς του. Τὸ παγερὸν σύρισμα τοῦ ὀρθρίου βορρᾶ καὶ ὁ
παρατεταμένος γδοῦπος τῶν ἐπὶ τῶν σκοπέλων θραυομένων κυμάτων ἀπετέλεσαν μίαν
θαυμαστὴν συναυλίαν δύο στοιχείων, χαιρετιζόντων ἐν βοῇ καὶ μηκυθμῷ τὴν ἡμέραν
τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τοῦ μυστηριώδους τούτου ἀγγέλου τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ὅστις ὑπὸ
τὰς πλουσίας πτυχὰς τοῦ μεσαιωνικοῦ φαιλονίου του φέρει τὰ δῶρα καὶ τὰ
παιγνίδια τῶν παιδίων, τὴν γαλήνην καὶ τὴν παρηγορίαν τῶν γονέων, ἐνῶ διὰ τῆς ἀσκητικῆς
χειρός του εὐλογεῖ τὴν χρυςῆν μοῖραν τῶν παρθένων.
.................................................................................................
Ἡ σκηνὴ
κατὰ τὰς παρούσας ἑορτὰς παριστᾶ πάντοτε οἶκον μετ᾿ εὐγενοῦς καθαριότητος εὐπρεπισμένον,
δι᾿ ὅ εἰργάσθησαν ἡ φροντὶς τῆς μητρός, ἡ ἐπιμέλεια τῆς κόρης καὶ ἡ
γενναιοδωρία τοῦ πατρός. Τὰ παράθυρα ἑρμητικῶς κεκλεισμένα, ὅπως μὴ εἰσέρχηται
τὸ ὁρμητικὸν ρεῦμα τοῦ βορρᾶ. Εἰς τὴν γωνίαν, ἤ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ τοίχου ἡ ἑστία, ἕνα
πολυσύνθετον κατασκεύασμα μετὰ δύο ἐξεχόντων κορνιζῶν, ἐφ᾿ ὧν κατὰ γραμμὴν ἵστανται
ἤ κρέμανται δισκοειδῆ μικρὰ πιάτα τῆς Βενετίας, φέροντα ποικίλας γραφάς, ἐν αἷς
ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπικρατεῖ τὸ πράσινον χρῶμα... Ἐντὸς δὲ τῆς ἑστίας ἡ λάμπουσα
πυρὰ παρέχει φαιδρὰν ζωὴν ἐν τῆ αἰθούσῃ...Τὰ πρόσωπα εἶναι τὰ γνωστὰ ἡμῖν. Ὁ
πατήρ, ἡ μήτηρ, τὰ παιδία, ὁ Ἅγιος
Βασίλειος ὁρατὸς μόνον ὑπὸ τῶν παιδίων, καὶ ἐγώ, θαυμαζων πῶς εὑρέθην ἐν τῶ
μέσῳ τῆς ἀθώας αὐτῆς ὁμηγύρεως, καὶ κουρασμένος διὰ τὸ μέγα διάστημα τῶν ἐτῶν, ἅτινα
διῆλθον, ἕως οὗ ἀναπαυθῶ ἐγγὺς τῆς προσφιλοῦς μου ἑστίας...»[1]
Θεώρησα
καλὸ νὰ παραθέσω γιὰ ἑόρτιο πνευματικὸ φίλευμα στοὺς γνησίως τιμῶντας τὴ μνήμη
«τοῦ ἐνδόξου Μεγάλου Βασιλείου», τοῦ ξεχασμένου στὶς μέρες μας, αὐτὲς τὶς ἀθάνατες
σελίδες τοῦ Σκιαθίτη λογίου καὶ νοσταλγοῦ. Γιατὶ τὸ σύγχρονο καὶ ἀδηφάγο marketing θεώρησε πιὸ σωστὸ νὰ
προβάλλεται ἡ μορφὴ ἐνὸς ξενόφερτου καὶ ἄγνωστου στὴν παραδοσή μας «ἁη-Βασίλη»,
ὁ ὁποῖος καμμία ἀπολύτως σχέση δὲν ἔχει καὶ μὲ τὴν Παραδοσή μας καὶ μὲ τὴν βιοτὴ
τῶν πατερων μας. Γιατὶ ἐμεῖς οἱ παλιοτεροι θυμόμαστε μὲ φαρμακωμένη τὴν ψυχή, ὅτι
ὁ νέος χρόνος δὲν ἐρχόταν ποτὲ ἀποβραδύς. Τὸν συναντούσαμε στὴν ἐκκλησία, ὅπου
διαβάζονταν τὰ λαμπρὰ καὶ περιφρονημένα γράμματα τῆς γιορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ
Κυρίου καὶ τὰ ὅσα ὑμνολογοῦσαν τὸν ἐκ Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἐρχόμενο
δωροφόρο Ἅγιο. Καὶ παίρνοντας ἀπόλυση λέγαμε τὴν Καλὴ Χρονιά, τὰ Χρόνια πολλά,
πηγαίναμε στὸ σπίτι κομίζοντας τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ
μεσημέρι στὸ ἑόρτιο γεῦμα κόβαμε γιὰ τὸ καλό τὴν Ἁγιοβασιλιατική κουλούρα.
Μακάριοι
ὅσοι στὶς μέρες μας ἐπιμένουν νὰ ἐπιστρέφουν σὲ Πρωτοχρονιὲς εὐλογημένες καὶ εἰρηνικές,
στεφανωμένες ἀπὸ τὴ Χάρη Τοῦ Περιτμηθέντος Χριστοῦ καὶ τοῦ ἑνός ἐκ τῶν τριῶν
μεγίστων φωστήρων, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Εὐλογημένα
εἰσόδια τοῦ 2014, ἀδελφοὶ Χριστιανοί.
π.κ.ν.κ.
[1] Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ διαβάσουν ὅλο
τὸ κείμενο τῶν Εἰκόνων, βλ. Ἀλ. Μωραϊτίδης, Τὰ
Διηγήματα, τ. Α΄ (φιλ. ἐπιμ. Ν. Δ.
Τριανταφυλλόπουλος), ἐκδ. ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ, Ἀθήνα 1990, σελ. 52-58.