[Επιμέλεια-
Πρόλογος, Θανάσης Νιάρχος, Εκδ. Τόπος,
2014]
Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Η
Νεανική Αλληλογραφία
του Βασίλη Βασιλικού με τον Μένη
Κουμανταρέα, από τις εκδόσεις Τόπος,
με επιμέλεια και πρόλογο του Θανάση
Νιάρχου, αρχίζει το 1954 και σταματά το
1960, όταν και οι δύο είναι νέοι και γεμάτοι
όρεξη να κατακτήσουν τη ζωή που έχουν
μπροστά τους, αλλά και την τέχνη που
προηγείται και έπεται. Κίνητρο απλό
είναι η χαρά της επικοινωνίας, αλλά και
για να γεμίσουν το κενό του αποχωρισμού,
όπως, περίπου, έλεγε ο Σεφέρης. Τα γράμματα
μιλούν για πράγματα απλά, καθημερινά,
αρκετά όμως από αυτά παρεκκλίνουν για
να αποκτήσουν έναν ιδιαίτερο φιλολογικό
ή ευρύτερα καλλιτεχνικό χαρακτήρα και
να ικανοποιήσουν τον φιλεύρευνο
αναγνώστη. Παρόμοια, με έντονη σπιρτάδα,
που έτσι για τη σύγκριση αναφέρω, είναι
τα γράμματα του Κώστα Ταχτσή προς τον
Νάνο Βαλαωρίτη, τα οποία βρίθουν από
φιλολογικές, λογοτεχνικές αστραπές και
ύφος περιπαικτικό, ιδιαίτερα πληροφορητικό.
Όπως εκείνοι, πιστεύω, δεν έγραφαν με
την προοπτική μιας μελλοντικής
δημοσίευσης, έτσι και οι τωρινοί συντάκτες
των επιστολών δεν υποψιάζονταν τότε
πως η δική τους αλληλογραφία θα έβλεπε
το φως της δημοσιότητας τώρα, ωστόσο,
το είδε και οι ίδιοι έδωσαν την άδεια,
υποθέτω.
Ο
Κουμανταρέας άδικα και πρόωρα αποχώρησε
από το στίβο και ίσως δεν πρόλαβε να
απολαύσει την δημοσιευμένη νεανική του
αλληλογραφία. Ο Βασιλικός όμως σίγουρα
έχει πολλές ευκαιρίες να την απολαύσει,
γελώντας, ίσως, ή στοχαζόμενος, απλώς,
πάνω στις ανησυχίες που είχε και
υπολογίζοντας, τέλος, πόσα από όσα
ονειρεύτηκε πραγματοποιήθηκαν. Η ζωή
του βέβαια είναι γνωστή. Οι πολιτικές
περιπέτειες, τα βιβλία του, το πολυδιαβασμένο
«Ζ», που από βιβλίο έγινε κινηματογραφική
ταινία και σύνθημα στους τοίχους. Η ζωή
του που έγινε σίριαλ. Τελευταία, μαζί
με την σύζυγό του Βάσω Παπαντωνίου
ασχολείται με το «Σπίτι» της Μαρίας
Κάλας. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι έγινε
πλούσιος με όσα κέρδισε
στο δρόμο. Και ο
Κουμανταρέας, επίσης, έζησε την εκδοτική
επιτυχία και είδε τα έργα του να
μεταφέρονται στην μεγάλη και στην μικρή
οθόνη. Και οι δύο εν ολίγοις, έγιναν και
διάσημοι και σπουδαίοι και υπήρξαν
αγαπητοί και είναι (στον Ενεστώτα) και
οι δύο.
Ξαναπιάνοντας
το νήμα από το μακρινό 1954, παρατηρούμε
ότι οι δύο συγγραφείς γράφουν μόνο για
το παρόν. Σαν να θέλουν να γνωρίσουν ο
ένας τον άλλο, τι διαβάζει, τι βλέπει,
τι ακούει, γενικώς, όπως προκύπτει π.χ.
από ένα γράμμα του Βασιλικού προς τον
Κουμανταρέα: «Γράψε μου τι κάνεις; Πού
δουλεύεις; Τι γράφεις; Πώς ερωτεύεσαι;»
(10 Μαΐου
1955). Και άλλο: «Τι γίνεσαι, τι γράφεις,
ποιους βλέπεις, τι μουσική ακούς, πόσα
λεφτά ξοδεύεις για ταξί, τι διαβάζεις;»
(Νέα Υόρκη, 8 Απριλίου 1960).
Ο
Κουμανταρέας από την Αθήνα κάνει το
ρεπορτάζ του. Στην Αθήνα έφτασε ο Δημήτρης
Μητρόπουλος και έπαιξε Μπραμς. Στο
εκτενές σχόλιό του για τον μεγάλο
καλλιτέχνη, μιλάει και για την εκτέλεση
και τον χαρακτήρα του, ο οποίος «δέχεται
και αγαπά τις εκδηλώσεις του κόσμου …
σαν εκδηλώσεις αγάπης για τη μουσική
που παίζει, όμως στο βάθος περιφρονεί
τη μάζα, το μεγάλο πλήθος, που του είναι
αδιάφορο».
Αλλού
ο Βασιλικός σχολιάζει με θαυμασμό τον
Camus, τον ανδρισμό του, τον
αλγερινό ουρανό και το μεσογειακό του
κλίμα, αλλά και τον Ξένο
του, που είναι έργο «άψογα γραμμένο και
τελειώνει μ’ ένα allegro
vivace τραγικό μαζί και
υπέροχο». Για τον Sartre
σημειώνει ότι «γράφει άσχημα … Κι ύστερα
όλη η σκέψη του θυμίζει τις πίσω σκάλες
των πολυκατοικιών για τα σκουπίδια».
Στις
30 Απριλίου του 1955 ο Κουμανταρέας στέλνει
ένα γράμμα στον Βασιλικό, στο οποίο
δίνει στοιχεία, τα οποία ο ίδιος
χαρακτηρίζει «γριφώδη» και στεναχωρείται
που δεν μπορεί να ανοιχτεί περισσότερο.
Του συμβαίνει μια «αλλαγή ξαφνική όπως
ο κεραυνός». Είναι αναστατωμένος και
μπερδεμένος, εξομολογητικός και
αινιγματικός. Η απάντηση του Βασιλικού
σ’ αυτό το γράμμα είναι καθησυχαστική
με διευκρινιστικές ερωτήσεις του τύπου
αν «έπεσε θύμα της συναισθηματικότητάς»
του και ό,τι και αν είναι δεν θα τον
πειράξει.
Στις
2 Νοεμβρίου
του 1955 ο Βασιλικός αυτοπεριγράφεται:
«σήμερα είμαι ντυμένος άψογα. Φορώ μια
μαύρη εφαρμοστή μπλούζα με πυργωτό
γιακά κι ένα γκρι-bleu
casmiri παντελόνι… Μαύρα
παπούτσια, με καουτσούκ ευρωπαϊκό, γερά
σαν αρβύλες. Τα μαλλιά μου πέφτουν σε
μικρές αφέλειες πάνω στο μέτωπο που
λάμπει από ένα εσωτερικό φως. Κι είμαι
ολόκληρος ακμαίος, δυνατός, ίσιος -
έτοιμος για την κατάκτηση του χρυσόμαλλου
δέρατος… Αλίμονο όμως! … Μπαίνω στα 23
μου … κι αισθάνομαι κιόλας να με βαραίνει
κάποιο παρελθόν, που όταν ήμουν αληθινός
Ιάσονας -δηλαδή πριν δυο χρόνια- δεν το
είχα στην πλάτη μου. Η σκέψη ότι βαραίνω
με τρομάζει- εγώ που πάντα ήθελα να ’μουν
πιο ανάλαφρος από ’να πούπουλο και πιο
έτοιμος για εκτινάξεις από ένα βέλος
στην τεντωμένη χορδή».
Η
αυτοαναφορά εμπεριέχει κωμικά, κυρίως,
στοιχεία με την προβολή της ομορφιάς
και της κομψότητας, η οποία είναι αληθινή,
δεν υπάρχει αντίλογος επ’ αυτού, όταν
όμως μιλάει για το «εσωτερικό φως» και
για «χρυσόμαλλο δέρας» είναι προφανές
ότι αυτοσαρκάζεται, αφήνοντας αιχμές
για την μελλοντική καταξίωση και αμέσως
πιο κάτω, κάνει τη συναισθηματική
ανατροπή σαν Καβάφης και εκφράζεται
σαν κομψευόμενος ρομαντικός ποιητής
του 19ου
αιώνα.
Στις
4 Νοεμβρίου του 1955, ο Βασιλικός επανέρχεται:
«Η πορεία του ανθρώπου είναι αυτή:
ανυπαρξία, συνείδηση πρώτη της ζωής,
ανησυχίες της εφηβείας, αμφιταλάντεμα
μεταξύ δύο δρόμων, ακολουθά τον ένα από
τους δύο, ανησυχίες κι εμπόδια του
δρόμου, συνήθεια που φέρνει την ωριμότητα,
ωριμότητα που φέρνει τις παραξενιές
και τα ηθελημένα καπρίτσια, αίσθηση της
κοινωνικής ζωής, σοσιαλισμός, κομμουνισμός,
θρησκεία, γήρας. Τέλος. Δευτέρα Παρουσία…»
(10 Μαΐου
1955). Μελλοντολογώντας και απομυθοποιώντας
ή απλώς βάζοντας τα πράγματα στην φυσική
τους κλίμακα δίνει το σύνολο της μακράς
πορείας της ζωής.
Τελικώς,
και οι δύο, με την άνεση της νιότης τους,
με την καλλιτεχνική τους αδηφαγία, με
την όρεξη να κατακτήσουν τη ζωή, με την
αίσθηση ότι αυτοί διαφέρουν από το
σύνολο, με τις σπουδές τους και τη
σχετική οικονομική άνεσή τους, ξεχωριστοί
και ωραίοι θα ήταν ίσως αντιπροσωπευτικά
δείγματα του άγνωστου ακόμα τότε λάιφ
στάιλ. Το βιβλίο διαβάζεται απολαυστικά.