ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ KΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Αδελφοί συλλειτουργοί και τέκνα εν Κυρίω ευλογημένα,
«Ο ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε»!
(Ιδιόμελον Λιτής Χριστουγέννων).
Η απόστασις και πόλωσις ανάμεσα εις τον Θεόν και τον άνθρωπον, την οποίαν είχεν επιφέρει η αμαρτία του ανθρώπου, κατηργήθη με την πρόσληψιν ακεραίας της ανθρωπίνης φύσεως από τον Μονογενή Υιόν και Προαιώνιον Λόγον του Θεού. Η κατά την «ευδοκίαν» του Θεού, κατά το πρώτον δηλαδή και ολόθυμον θέλημά Του, Σάρκωσις του Υιού Του, καταργεί κάθε απόστασιν, ενώνει τον ουρανόν με την γην και συνάπτει το δημιούργημα με τον Δημιουργόν!
«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις», έψαλεν η Εκκλησία κατά την εορτήν των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία, δια της αφιερώσεως της μακαρίας Μαρίας εις τον Ναόν και της εκεί προετοιμασίας της δια να γίνη χωρίον του Αχωρήτου Θεού, ήνοιγε τον δρόμον της Ενσάρκου Οικονομίας του Θεού και προεκήρυττε την σωτηρίαν μας.
«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις˙ ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται», έψαλε πάλιν η Εκκλησία κατά την εορτήν του Ευαγγελισμού, τότε που συνετελέσθη εκ Πνεύματος Αγίου η άσπορος σύλληψις του Ασυλλήπτου εις την αγίαν κοιλίαν της Θεοτόκου και ήρχισε να «συνυφαίνεται», η θεία με την ανθρωπίνην φύσιν, και ο Θεός άνθρωπος γέγονεν, «ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», κατά την έκφρασιν του Μ. Αθανασίου. Η «ευδοκία», λοιπόν, η οποία εχαιρετίσθη κατά τα Εισόδια, και η σωτηρία, η οποία «εκεφαλαιώθη» και εφανερώθη κατά τον Ευαγγελισμόν, σήμερον, κατά την μεγάλην και αγίαν ημέραν των Χριστουγέννων, καθίσταται απτή πραγματικότης! Σήμερον «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν»,[1] και οι Άγγελοι επανηγύρισαν το γεγονός ψάλλοντες: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»![2]
Με την Σάρκωσιν, την Ενανθρώπησιν του Λόγου, ήδη η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους έχει δυνάμει συντελεσθή. Διότι, εκείνοι οι οποίοι, αφού πιστεύσουν εις τον Ιησούν, ζήσουν ζωήν σύμφωνον με την πίστιν αυτήν, σύμφωνον με τας εντολάς και την όλην διδασκαλίαν του Ιησού, υψώνονται με την τοιαύτην θεάρεστον βιοτήν και καθίστανται φίλοι και κοινωνοί του Θεού! Γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως»,[3] θεοί κατά χάριν! Τούτο συντελείται αποκλειστικώς μέσα εις την Εκκλησίαν, όπου ο άνθρωπος αναγεννάται εν Χριστώ και υιοθετείται υπό του Πατρός δια του αγίου Βαπτίσματος, και, εν συνεχεία, δια των αγίων Μυστηρίων και της καλλιεργείας της αρετής, πληρούται θείας χάριτος και Πνεύματος Αγίου και αυξάνει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»,[4] μέχρις ότου φθάσει να λέγη μετά του Αποστόλου Παύλου: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».[5] Τους ούτω τελειουμένους ο Χριστός δεν τους θεωρεί απλώς φίλους Του η αδελφούς Του, αλλά τους αναγνωρίζει ως μέλη του Σώματός Του. Δια τούτο και έλεγεν από του ύψους του Σταυρού προς την Παναγίαν Μητέρα Του περί του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Γύναι, ίδε ο υιός σου» και εις τον Ιωάννην «ιδού η Μήτηρ σου».[6] Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, ανοίγουν διάπλατα την θύραν της κατά χάριν χριστοποιήσεως και θεοποιήσεως του ανθρώπου, και ένεκα τούτου ακριβώς «άγει εορτήν, εν χαρά πάσα η κτίσις, και οι ουρανοί συν ημίν αγαλλιώνται» κατά την εύσημον και σωτήριον αυτήν ημέραν![7]
Με αυτά τα χαρμόσυνα και ελπιδοφόρα δεδομένα εις χείρας, απευθύνομεν, από της εν Φαναρίω καθηγιασμένης καθέδρας του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, θερμά εόρτια συγχαρητήρια και εγκαρδίους Πατριαρχικάς ευχάς επί τη «μητροπόλει των εορτών» προς άπαντα τα ανά τον κόσμον προσφιλή και επιπόθητα τέκνα της αγιωτάτης Μητρός Εκκλησίας, κληρικούς παντός βαθμού, μονάζοντας και λαϊκούς, άρχοντας και αρχομένους, μικρούς και μεγάλους, μάλιστα δε προς τους εμπεριστάτους, τους εν θλίψει, ανάγκη και δοκιμασία ευρισκομένους. Είθε, ο εν σπηλαίω γεννηθείς και εν φάτνη ανακλιθείς προαιώνιος Υιός του Θεού και χάριν ημών Υιός του Ανθρώπου, να καταστήση πάντας ημάς αξίους της κενωτικής αγάπης και της αγίας και προσκυνητής ενσάρκου οικονομίας Του!
Φανάριον, Χριστούγεννα , βθ΄
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος
Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών
[1] Ιωάν. 1: 14.
[2] Λουκ. 2: 14.
[3] Β Πέτρ. 1: 4.
[4] Εφεσ. 4: 13.
[5] Γαλ. 2: 20.
[6] Ιωάν. 19: 26-27.