ΔΙΚΑΙΩΣΗ
Έστω και μετά θάνατον
έγινες πια κι εσύ ο «αγαπημένος»
Έστω και μετά θάνατον
αξιώθηκες κι εσύ το «θαυμασμό» μας -αναποτρέπτως «έγκλειστον»
σε λιγοστές σελίδες
αλλά
«δεδηλωμένον» επί τέλους.
Μπορεί η ψυχή σου συνεχώς να νιώθει
δικαιωμένη και να συνεχίζει
ήρεμη τον μεταθανάτιο βίο
Έστω και «ολιγοσέλιδος»
ικανοποιημένος πρέπει να 'σαι
Αφού γνωρίζεις ασφαλώς
πόσο ακριβά κοστολογείται η φήμη
και πως εσύ δεν είχες χορηγούς
εθελοντές χρηματοδότες
λάτρεις τής τέχνης ανιδιοτελείς
και ποιος λοιπόν για σένα να φροντίσει
ποιος και γιατί να σε νοιαστεί
έτσι που ζούσες αφανής
σκιώδης
με τον καφέ και την εφημερίδα
αθέατος στις απόμερες γωνιές
άδειων κατά κανόνα καφενείων
Τόσα μπορούσαμε για σένα τόσα πράξαμε
Μη μας κρατάς λοιπόν κακία Συχνά
η ανάγκη δυστυχώς μας καθορίζει
Μας παρασύρουν οι κακοί καιροί
Σύμβουλοι και συνθήκες μάς εκτρέπουν
Άνθρωποι γαρ -
μα εσύ μην αμφιβάλλεις
Με θλίψη φίλε σ' αποχαιρετούμε
Με θλίψη και παραδοχή
και γεύση ματαιότητας στα χείλη
Καλό ταξίδι στο Υπερούσιο Φως
- εκεί που σβήνουν όσα
τώρα
λάμπουν.
Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ
Όμως
ποια να 'σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
με τόση λάμψη τόση μουσική
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ' αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί το βλέμμα σου στη μνήμη;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
-σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο-
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω
ΤΟ ΡΟΠΤΡΟ
Τέλος
χτυπώ το ρόπτρο
λαχταρώντας
μια φιλική ματιά
μια χειραψία
Όμως
κανείς δεν έρχεται ν' ανοίξει
Και ποιος να 'ρθεί και τι
ν' ανοίξει τάχα;
Πίσω απ' το ρόπτρο δεν
υπάρχει θύρα
σπίτι κατοικημένο δεν
υπάρχει
Το ρόπτρο
αιωρείται
στο κενό
ανώφελα
χωρίς προορισμό
σαν σκιάχτρο σε καμένο περιβόλι
Τίποτα δεν επιφυλλάσσει πια
Τίποτα δεν υπόσχεται στον ξένο.
ΔΟΥΛΤΣΙΝΕΑ
Έρχομαι από τα βάθη των καιρών
απ' τους βυθούς ενός χαμένου κόσμου
ματαιωμένος εξερευνητής
ιππότης νικητής
ανεμομύλων
Έρχομαι
σέρνοντας τα πολύχρωμα κουρέλια μου
φορώντας
τα επινικελωμένα μου παράσημα
και πάνω στο κεφάλι μου
- κορώνα
και δόξα των ονείρων της ζωής μου-
την άχρηστη λεκάνη του μπαρμπέρη
Έρχομαι τσακισμένος οδοιπόρος
γονυπετής μπροστά στο θαύμα της αγάπης σου
φώτισε με το βλέμμα σου τα σκοτεινά τοπία μου
ρίξε τα χέρια σου γεφύρια στο αχανές μου
βοήθησέ με πάλι να υψωθώ
μέσ' απ' τη δίψα των ψυχών
και το πανάρχαιο ρίγος των σωμάτων
ΟΚΤΩ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΪΚΟΥ
Φύλλο σαλεύει
μια στάλα φως κυλάει
πάνω στην πέτρα.
*
Λευκό λουλούδι
Μια μέλισσα πλησιάζει
Ανατριχίλα
*
Μικρό σπουργίτι
ραμφίζει το χορτάρι
κι ας ψιλοβρέχει
*
Άδειο λιμάνι
Ένα χλωμό φεγγάρι
και μια βαρκούλα
*
Μια πεταλούδα
σ' ενός μωρού παλάμη
καθώς κοιμάται
*
Γλάροι στο μώλο
κι ανάμεσά τους μόνη
μια δεκοχτούρα
*
Καϋμένα δέντρα
Άγριος αγέρας πάλι
τα μαστιγώνει
*
Νύχτα και κρύο
Σ' ένα μικρό κουρέλι
κοιμάται ο σκύλος