Οι στρατιώτες αγαπούσαν
πολύ την Τζιν Χάρλοου και έτσι δεν τους αποκάλυψαν τίποτε για το θάνατό της. Την
βρήκαν, λέει πνιγμένη σε ένα αδιάφορο χιλιόμετρο του αυτοκινητοδρόμου, υπ’ αριθμόν
66. Πρόκειται για έναν πολύ αφιλόξενο δρόμο που ελίσσεται σαν βόας πάνω στη γη και
εκτείνεται στο μήκος του σταυρού. Νεκρά ζώα, παρατημένα οχήματα. Παλιά, αμερικανικά.
Ξαφνικοί ανεμοστρόβιλοι. Πολλοί ισχυρίζονται πως υπάρχουν εταιρείες που ευθύνονται
για αυτού του είδους τα φυσικά γεγονότα. Χαμηλοί ουρανοί, μια μόνη μοτοσικλέτα με
στεφάνια στολισμένη σαν τους πρωταθλητές, αίμα κατακόκκινο, λευκές λωρίδες που θα
καταστούν ολοένα και πιο υπόλευκες, σαν τα χαρτιά που έγραφε ο στρατιώτης τα γράμματα
προς την Τζιν και οι ανώτεροι αξιωματικοί έκλαιγαν καθώς τα διάβαζαν μες στα εφοδεύοντα
σκοτάδια.
Η Τζιν Χάρλοου είχε πια σκοτωθεί και όφειλαν να
μεταβιβάσουν στους οπλίτες την είδηση της αναρρήσεώς της. Σκέφτηκαν λοιπόν και αποφάσισαν
να τους δωρίσουν από ένα αγκάνθινο στεφάνι, να τους παρηγορήσουν κάπως για την τρομερή
δυστυχία. Είπαν μάλιστα να σταυρώσουν έναν
από αυτούς, μα κάποιοι αρνήθηκαν, μιλώντας για αναχρονισμούς. Εν τέλει φρόντισαν
να παρηγορήσουν τον μελλοθάνατο όσο ήτο δυνατό. Μετέφεραν ένα ομοίωμα ή ακόμα την
ίδια τη φεύγουσα κόρη μέσα από τα τσιμέντα και την έθεσαν εις τη διάθεση του στρατιώτη.
Εκείνος όμως γνώριζε πως το παρελθόν επιστρέφει πάντοτε και από οπουδήποτε και έτσι
δεν έφερε αντίδραση καμιά. Σταυρώθηκε με το όνομα της στα χείλη του.
Μιλώ βεβαίως για την Τζιν Χάρλοου.
Τότε ήταν όλοι γύρω κατάλληλα ενδεδυμένοι. Όπως
στα συνοικιακά δράματα με τον ποιμενικό χαρακτήρα. Και η Τζιν Χάρλοου νεκρή. Για πάντα.
Πλάι στους γενναίους, τα όμορφα κορίτσια, τα ανυπόφορα τολ των καρκινικών θερμοκρασιών,
ορισμένους ανένδοτους αυτόχειρες. Κανείς δεν πιστεύει, κανείς από τους στρατιώτες
δεν πιστεύει πως κατέληξε πριν απ΄όλες τις ευκαιρίες η Τζιν.