© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

ἤ, Κοιτώντας τοὺς ξεθωριασμένους τοίχους μιᾶς παλιᾶς Κληματιανῆς καλιάγριας, μέρες ποὺ εἶναι...
Στὸν Βαγγέλη Θ. Τσουκαλᾶ, χαιρετισμός 

Σιμὰ στὰ λείψανα κατοικίας ἀνθρώπων στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα σώζονται καὶ κάποια ἄλλα λέιψανα ἀπὸ παλιὰ ἐργαστήρια, χρήσιμα στὴν ἐποχή τους ἐργαστήρια, ἐρείπια σήμερα, ὡστόσο γιὰ κάποιους ἀπὸ μᾶς, ποὺ τὰ ζήσαμε -καὶ μᾶς ἔζησαν ἐδῶ ποὺ τά λέμε- εἶναι καὶ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστα κομμάτια ἑνὸς πολιτισμοῦ βαφτισμένου στὴν ἁπλότητα καὶ στὴ νοικοκυροσύνη.
Πρόκειται γιὰ τὶς παλιὲς τὶς καλιάγριες, τὰ ἐλαιοτριβεῖα τοῦ χωριοῦ ποὺ βρίσκονταν κάτω στὸ Ρέμα. Στὸν τόπο μὲ τὰ πολλὰ νερά, ἀφοῦ πρωτίστως το νερὸ χρειάζονταν γιὰ νὰ βγεῖ τὸ λαδι.
Ἄν καὶ κοντὰ πενήντα χρόνια σιωποῦν καὶ μὲ τὸ χρόνο ὅλο καὶ ἐρειπώνονται, ἐν τούτοις ἀκόμα κρατοῦν ἐκείνη τὴν παλιά γοητεία τους μὲ τὸ καλοχτισμένο οἰκοδόμημα. Ὅπως ἐπίσης φαίνονται ἀκόμα οἱ μεγαλες μυλόπέτρες ποὺ στέκουν ἀκίνητες, ἀφοῦ δεκαετίες ὁλάκερες ἔχουν νὰ «τρίψουν» ἐλιὲς... Οἱ μυλόπετρες, ποὺ ὁ μαστρο-Γιώργης ὁ Τσουκαλᾶς πῆγε καὶ τὶς «ἔκοψε»στὴ Ψαθούρα, ὅταν ἔστησε τὴν καλιάγρια στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ.
Πᾶνε χρόνια ὅταν σὲ μιὰ ἐπίσκεψή μου στὸ Ρέμα πρόσεξα σὲ κομμάτι τοίχου τῆς καλιάγριας τοῦ παπποῦ τοῦ Γ. Τσουκαλᾶ, ποὺ εἶχε πέσει τὸ ἕνα στρῶμα τοῦ ἀσβέστη, νὰ ὑπάρχουν κάποιοι λογαριασμοὶ γραμμένοι μὲ τὸ μολύβι στὴ λευκὴ ἐπιφάνειά του. Λογαριασμοὶ χρόνων παλιῶν, τότε ποὺ λειτουργοῦσε ἀκόμα ἡ καλιάγρια. Τότε, πρὶν ἀπὸ πενήντα-ἐξήντα χρόνια... Καὶ ποῦ νὰ ξέραμε ὅτι ἦταν οἱ στερνὲς μέρες ποὺ δούλεψε, ποὺ ἔβγαλε τὰ λάδια τῶν Κληματιανῶν. Γιατὶ ἦρθε μιὰ χρονιά, πού, ἀφοῦ ἔτριψε τὸ στερνὸ τὸ στάμα καί, ἀφοῦ μπῆκε στὰ τσουπιὰ τὸ λάμα, βγῆκε καὶ τὸ τελευταῖο λάδι. Κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ. Σφάλισε τὶς πόρτες της γιὰ πάντα. Καὶ μόνο ἡ ἐρημιὰ κι ἡ ἐγκατάλειψη ἀπόμειναν ν᾿ ἁπλώνονται, σὰν ἐπιδημία, μέσα στὸ μισοφωτισμένο κτίριο... Γιὰ νὰ θυμίζει μέρες ἀρχαῖες. Μέρες ποὺ μοσχοβολοῦσαν φρέσκο λάδι, καψαλισμένο ψωμί, κομμένο πορτοκάλι καὶ τηγανίτες μὲ πετιμέζι.
Κι εἶναι μεγάλο κρίμα ποὺ αὐτὰ τὰ μοναδικὰ ἐργαστήρια δὲ διασώθηκαν ὡς μουσεῖα, γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ νεότεροι ὅτι οἱ λαδιὲς ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἶχαν μεγάλο κόπο γιὰ νὰ βγοῦν. Κόπο στὸ κτῆμα, στὸ κουβάλημα, στὸ «τρίψιμο», στὸ βγάλσιμο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ θεωροῦσαν ἱερὸ καὶ πρόσεχαν μὴ τὸ σπαταλοῦν.
Γιὰ νὰ καταλάβει δὲ ὁ ἀναγνώστης τὸ πὼς δούλευαν οἱ παλιὲς ἐκεῖνες καλιάγριες παραθέτω τὴν ἀνεπανάληπτη περιγραφὴ τοῦ γείτονα Σκιαθίτη λογοτέχνη Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη. 
«(…) Νὺξ παγερὰ τοῦ Δεκεµβρίου. Γαλήνη χιονώδης καὶ κρύα νηνεµία. Ὀµίχλη ἐλαιοκαπνοῦ, σύννεφον, σχηµατισθέν, ὡς ἀπὸ ἐστιῶν ἀπειραρίθµων λουκουµαδοπωλείων, κατεκάλυπτε τοὺς οἰκισµοὺς καί τὸν λιµένα, πυκνωθὲν εἰς µίαν ἀτµοσφαῖραν, ὄζουσαν ἐλαίου καί τηγανίτας (…). 'Ήδη τὰ ἐλαιοτριβεῖα εἶχον ἀρχίσει τὴν ἐργασίαν των, ἐκ τῶν πυραύνων τῶν ὁποίων ἐξήρχετο ὁ ἐλαιώδης καπνός, ἡ πνοὴ τῆς καιοµένης πυρήνας. Βαρέα τινὰ πατήµατα ὡς λαθρεµπόρων, ἠκούοντο εἰς τὰς στενωπούς, αἵτινες ἐβούιζον ὑποκώφως. Οἱ ἐργάται ἀπὸ τῶν οίκιῶν µετεκόµιζον εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα τὰς ἐλαίας πρὸς ἔκθλιψιν (…). Ὁ ἀρχιεργάτης µὲ λαδωµένον ὑαλίζοντα ὡς βαύκαλιν ὑψηλὸν κοῦκκον καὶ ῥυπαρὰν ποδιάν, ἁπτόµενος ἐλαφρὰ-ἐλαφρὰ τοῦ µοχλοῦ -τῆς µακρᾶς δρυΐνης µανέλλας- τῆς περιστρεφούσης τὸν κοχλιώδη σιδηροῦν ἄτρακτον, µόνον ἵνα διευθύνῃ τήν κίνησιν, ἐνῶ τρεῖς ἄλλοι νεανίαι ὡς λαδωµένοι ποντικοί, ἀκτένιστοι, χασµώµενοι, µόλις ἐγερθέντες -ἡ πρωϊνὴ φρουρὰ- ἐντὸς τῆς ὁµίχης, παραπλεύρως τῆς µηχανῆς, περιέστρεφον ἐπιµόχθως τὸν ἀργάτην τὸν προσέλκοντα τὸν µοχλόν, τὴν παχεῖαν µανέλλαν, διὰ χονδροῦ καραβοσχοίνου περιελισσοµένου περὶ αὐτόν. Καὶ ἠκούοντο οἱ τριγµοὶ τοῦ ἀτράκτου κοχλιουµένου ἐντὸς τοῦ ὄγκου τοῦ δρυΐνου βουρδουναρίου, ὅπερ ὡς ἀρχαῖον δωρικὸν ἐπιστύλιον, µὲ σιδηροὺς κρίκους περιεσφιγµένον, ἐπιστεγάζει τοὺς δύο κίονας τῆς ἐλαιοθλιπτικῆς µηχανῆς, τριγµοὶ φοβεροὶ ὡς µυκηθµοὶ σφαζοµένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγµοὶ ραγιζοµένης αἰωνοβίου δρυός, νὰ πέσῃ νὰ θραυσθῇ. Καὶ ὁ ἄτρακτος κατήρχετο ὁλονὲν συστρεφόµενος ἐν τῷ κoχλίᾳ συνθλίβων, πιέζων τὰς ὑπ' αὐτὸν τριχίνας πάνας, εἶκοσι τέσσαρας τὸν ἀριθµόν, κ' ἔρρεεν ἀπὸ τῶν ἀραιῶν πλεγµάτων αὐτῶν στάγδην τὸ ἔλαιον, ὕδατι θερµῷ ἀνάµικτον. Καὶ ὅσον συνεθλίβετο τὸ εἰς τάς πάνας ἔνδον περιτυλιγµένον λάµα -ἡ πολτώδης µᾶζα τῶν συντριβεισῶν ἐλαιῶν- τόσον αἱ σταγόνες µετεβάλλοντο εἰς ἐλαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους, ἀναπέµποντας χρυσοπρασίνους µαρµαρυγὰς ἐν τῷ φωτί, τῆς ἀπὸ τοῦ ἐπιστυλίου κρεµαµένης µεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες καί πληροῦντες τὰ κοῖλα χείλη τοῦ τετραγώνου βάθρου τῆς µηχανῆς, ἔλαιον ἀχνίζον, ὡς τὸ αἷµα εἰς τοὺς βωµοὺς τῶν ἀρχαίων, εἰσρέον εἰς τὴν βαθεῖαν κοπάναν, δρυΐνην τετράγωνον λεκάνην. 
- Φόρτε! ἐκέλευσεν ὁ ἀρχιεργάτης, ὅταν συνεπληρώθη ἡ µία στροφὴ τοῦ ἀτράκτου, ἐκταθέντος τοῦ σχοινίου τοῦ µοχλοῦ. Οἱ νεανίαι ἔπαυσαν τότε νὰ στρέφωνται, ἀνέκυψαν. Εἷς ἐξ αὐτῶν ἀποτυλίσσει τὸ περὶ τὸν ἀργάτην σχοινίον, περιστρέφων αὐτὸν διὰ ταχείας κινήσεως ὡς σβούραν, ὁ δὲ ἀρχιεργάτης ἐκβαλῶν τὸν µοχλόν, τὴν µανέλλαν, ἔθηκεν ἤδη αὐτὴν εἰς τὴν ἄλλην ὀπὴν τῆς ἀτράκτου, ἵνα πάλιν ἀρχίσῃ νέα στροφὴ αὐτοῦ µετὰ φοβερωτέρου τριγµοῦ ὅλης τῆς µηχανῆς, τριγµοῦ καθελκυοµένου εἰς τὴν θάλασσαν πλοίου». 
(Πηγή: Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Τὰ Διηγήµατα, ἐπιµ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. «Γνώση καὶ Στιγµή», Αθήνα 1991, τ. Β, 100-102. Το ἀπόσπασµα εἶναι ἀπὸ τὸ διήγηµα, «Ο δεκατιστής»).
π. κ.ν.κ. 

Related Posts with Thumbnails