Διάλεξη, κατά την 3η σύναξη του γ΄ κύκλου δράσεων του Κέντρου Λόγου "Αληθώς",
(Παναγούλα Μπανάτου εν Ζακύνθω, 31 Οκτωβρίου 2013)
Κύριε Πρόεδρε του Δημοτικού Συμβουλίου και λοιποί Άρχοντες της Ζακύνθου,
Αγαπητοί Πατέρες και Συμπρεσβύτεροι,
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα κατ’αρχάς να εκφράσω θερμότατες ευχαριστίες στον οργανωτή της εκδήλωσης αυτής, Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρ. Παναγιώτη Καποδίστρια, τον άνθρωπο με το ιστορικό επώνυμο και την πλουσιότατη λογοτεχνική καρποφορία, με τον οποίο μας συνδέει μια μακρόχρονη διαδικτυακή φιλία, καθώς και η κοινή μας διακονία στην Οδό της Εκκλησίας και στους διαδρόμους της ποίησης και του παγκόσμιου ιστού. Επιτρέψτε μου δε, να ευχαριστήσω όλους και τον καθένα από εσάς ξεχωριστά, που ήλθατε απόψε εδώ, για να συνοδοιπορήσουμε μαζί σ’ ένα χώρο όπου ένα γνήσιο τμήμα του Οικουμενικού Ελληνισμού εργάζεται και αγωνίζεται, όχι μόνο για τον «επιούσιο» και την βιοποριστική του τακτοποίηση, αλλά και για την ποιοτική του άνοδο, την επαγγελματική και επιστημονική του εξέλιξη και την κοινωνική του πρόοδο και καταξίωση.
Εισαγωγικά
Η εποχή στην οποία ζούμε χαρακτηρίζεται και διακρίνεται από έντονο ευρωπαϊσμό, από μια κοινωνική φιλοσοφία που είναι βαθιά ποτισμένη από τις ιδέες και τις αρχές μιας ενωμένης ή ενοποιημένης Ευρώπης, μιας νέας, όχι τόσο «δύναμης» όσο, συγκεκριμένης και απτής «πραγματικότητας». Αυτή η δυναμική, για άλλους αναιμική, αλλά πάντως, οντολογική πραγματικότητα, μπορεί να είναι καλή ή κακή, μπορεί να φέρνει δώρα και ευχές, ή να δημιουργεί προβληματισμό και σκεπτικισμό, όμως -όπως και να 'χει- είναι εδώ, είναι δηλαδή παρούσα, και είναι ουσιαστικό κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, είτε το αποδεχόμαστε, είτε όχι.
Πιστεύω πως όλοι μας, άλλος λίγο, άλλος πολύ, είμαστε μέτοχοι και συμμέτοχοι, για να μην πω υπεύθυνοι και συνυπεύθυνοι, στις διαδικασίες, ή στον μηχανισμό εκείνο, που δίνει οντότητα στην «παρουσία» της πραγματικότητας που προαναφέρθηκε.
Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι, οι πολίτες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασχολούνται και προβληματίζονται τα τελευταία χρόνια, με ουσιαστικό ενδιαφέρον, αλλά και με αληθινή αγωνία, για το πως θα καθορίσουν τα πλαίσια της συνεργασίας μεταξύ τους, κι ακόμη για το πως θα ανταλλάξουν τα διάφορα αγαθά που παράγουν, στον τομέα της υλικής παραγωγής, αλλά, επίσης, κι ίσως πρωταρχικά και βασικά, στον άλλο τομέα -τον πιο σημαντικό κι ευαίσθητο- εκείνον του πολιτισμού.
Για να καταστεί δυνατόν να επιτευχθεί τελικά ο στόχος αυτός, είναι αναγκαία κατ’ αρχάς η γνωριμία, ύστερα δε, η άμεση επαφή, η δημιουργία μηχανισμού μόνιμης επικοινωνίας, η ανταλλαγή ιδεών, η αλληλοκατανόηση, η γεφύρωση χασμάτων και τέλος η συστηματική καλλιέργεια κοινού κοινωνικού βιώματος.
Όλα αυτά δεν είναι ούτε λόγοι κενοί, ούτε φιλοσοφικές σκιές, αλλά ουσία και παρουσία της σημερινής μας ζωής. Τα ζούμε όλοι μας, τ’ ακούμε κάθε ημέρα στις ειδήσεις, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, τα διαβάζουμε στις εφημερίδες, τα συζητούμε στις όποιες συναντήσεις και συγκεντρώσεις μας, και πάνω απ’ όλα ασχολούμαστε και προβληματιζόμαστε γύρω απ’ αυτά, ο καθένας ίσως μόνος του, στις ώρες της αυτοσυγκέντρωσης και της προσωπικής μας περισυλλογής.
Ο Ελληνισμός, βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζει την επαφή με τους «άλλους», εν προκειμένω με τους Ευρωπαίους. Είναι σαφές πως έχει μακροχρόνια εμπειρία παρουσίας και κίνησης μέσα στο χώρο που ονομάζουμε Ευρώπη, κι έχει οπωσδήποτε προσφέρει πολλά σ’ αυτόν, αλλά δεν πρέπει να διστάζουμε να ομολογούμε πως έχει κι αποκομίσει, για τον ίδιο τον εαυτό του, οφέλη πολλά.
Μια από τις πλέον οργανωμένες παρουσίες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη, κι επίσης από τις παλαιότερες, βρίσκεται και δραστηριοποιείται στη Μεγ. Βρετανία. Τα δύο αυτά πνευματικά μεγέθη, τα οποία συναντώνται, συνεργάζονται αρμονικά και τελικά αλληλοπεριχωρούνται, παράγοντας τον Ελληνορθόδοξο Πολιτισμό, θα πρέπει να θεωρούνται πια αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και κοινωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Α) Ιστορικά Ανάλεκτα
Η αλήθεια είναι ότι ο Ελληνισμός συνταυτίζεται με το ταξίδι, την έξοδο, την αλλαγή στον τόπο κατοικίας, την επιθυμία για γνωριμία με άλλους τόπους και λαούς. Κι αυτό δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. O Νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης αναφέρει χαρακτηριστικά, μέσα από το «Ημερολόγιο Καταστρώματος», πως «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το μακρινό ταξίδι».
Οι Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων είχαν «μέσα στο αίμα» τους, όπως συνηθίζεται να λέγεται, τα ταξίδια και τις μετοικίσεις. Έτσι τους βρίσκουμε να ταξιδεύουν (συνήθως με πλοία) και να εμπορεύονται, αλλά επίσης και να κατοικούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κάποτε και μόνιμα, σε διάφορες γωνιές της γης.
Το 1915 εκδίδεται στο Λονδίνο ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, με τίτλο «Hellenism in England» («Ελληνισμός στην Αγγλία»). To βιβλίο αυτό, το οποίο περιέχει πολλές -και πολύ μεγάλης σημασίας- πληροφορίες, για τον Ελληνισμό της Αγγλίας και της Ουαλίας, είναι γραμμένο από δύο εκκλησιαστικούς άνδρες, της Αγγλικανικής Ομολογίας, τον Θεόδωρο Ντάουλινγκ και τον Έντγουϊν Φλέτσερ. Την εκτενή Εισαγωγή έχει γράψει ο Ιωάννης Γεννάδιος, τότε Πρέσβης της Ελλάδας στην Αγγλία.
Στον Πρόλογο του βιβλίου οι συγγραφείς δηλώνουν πως παρ’ ό,τι πραγματοποίησαν «επιμελή έρευνα», όπως οι ίδιοι την χαρακτηρίζουν, δεν κατόρθωσαν να βρουν κανένα στοιχείο που ν’ αποδεικνύει την παρουσία Ελλήνων στην Αγγλία από το 27 π.Χ. μέχρι το 1453 μ.Χ.
Σήμερα θα λέγαμε πως η άποψη αυτή είναι ορθή μόνο όσον αφορά οργανωμένες ομάδες Ελλήνων, κι όχι μεμονωμένες προσωπικότητες, που επισκέπτονταν κατά καιρούς την Αγγλία, και κάποτε έμεναν για πάντα εκεί. Χαρακτηριστικά αναφέρω δύο περιπτώσεις εκκλησιαστικών ανδρών, του Αγ. Αριστοβούλου, που η παρουσία του στην Αγγλία αναφέρεται από την Παράδοση της Εκκλησίας, και του Αρχιεπισκόπου Θεοδώρου, που είναι μια ιστορική προσωπικότητα.
Συγκεκριμένα, στο Συναξάρι της 15ης Μαρτίου διαβάζουμε: «Τη αυτή ημέρα, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Αριστοβούλου, Επισκόπου Βρεττανίας, αδελφού Βαρνάβα τού Αποστόλου». Και συνεχίζει το Συναξάρι ως εξής: «Ούτος ην εις των Εβδομήκοντα Μαθητών· ηκολούθησε δε τω Αγίω Αποστόλω Παύλω, κηρύττων το Ευαγγέλιον εις πάσαν την οικουμένην, διακονών αυτώ, υφ’ ου και χειροτονείται Επίσκοπος εις την των Βρεττανών, χώραν, αγρίων ανθρώπων και ωμοτάτων. Παρ’ ων ποτέ μεν τυπτόμενος, ποτέ δε και κατά της αγοράς συρόμενος, πολλούς έπεισε τω Χριστώ προσελθείν· όθεν και Εκκλησίας συστησάμενος, και Πρεσβυτέρους, και Διακόνους εν αυτή καταστήσας, ετελειώθη»!
Ο Πρέσβης Ιωάννης Γεννάδιος, στην Εισαγωγή του βιβλίου που αναφέραμε ενωρίτερα, μας δίνει κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για τους πρώτους Έλληνες που έφτασαν ομαδικά στην Αγγλία στα 1615 μ.Χ., κι οι οποίοι ήταν απόγονοι του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Aξίζει να ενθυμηθούμε εδώ πως μετά την πτώση της Βασιλεύουσας τα αδέλφια του Κωνσταντίνου κατέφυγαν στην Ιταλία. Ενας απόγονος αυτών, ονόματι Θεόδωρος Παλαιολόγος, μαζί με την κόρη του και τον γαμπρό του, έφτασαν το 1615 στην Αγγλία, έμειναν μόνιμα εκεί, και μάλιστα ο Θεόδωρος ξαναπαντρεύτηκε μια Αγγλίδα.
Οι απόγονοι του Θεόδωρου είχαν πάντα συμμετοχή στα κοινά στην Αγγλία, ασχολήθηκαν δε περισσότερο με τις Αγγλικές Ένοπλες Δυνάμεις, τις οποίες υπηρέτησαν πιστά. Κάποιοι από αυτούς αναφέρονται και σαν ήρωες σε διάφορες μάχες. Το 1863 ένα μέλος αυτής της ίδιας οικογένειας, στρατιωτικός γιατρός κατά το επάγγελμα, ήταν ένας από εκείνους που απαίτησαν το βασιλικό θρόνο της Ελλάδας, μετά την έξωση του Όθωνα.
Στα 1676 οι Τούρκοι εκδιώκουν τον Μητροπολίτη της Σάμου Ιωσήφ Γεωργηρίνη από την Μητρόπολή του, κι εκείνος καταφεύγει στο Λονδίνο. Φαίνεται όμως πως δεν ήταν ο μόνος Έλληνας που είχε καταφύγει εκεί. Έτσι, με γνήσια ελληνικό και φιλόπονα οργανωτικό πνεύμα, ο Ιωσήφ καταφέρνει να συστήσει την πρώτη ομάδα Ελλήνων στην Αγγλία, και με προσωπική του φροντίδα κτίζεται και η πρώτη Ελληνική Εκκλησία στο Soho του Λονδίνου, αφιερωμένη στην Παναγία.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, και το 1838 οι Έλληνες του Λονδίνου, που τώρα αρχίζουν να αυξάνουν, ξεκινούν πάλι τις προσπάθειες για σύσταση Ελληνορθόδοξης Κοινότητας. Η Κοινότητα αυτή αρχίζει να υφίσταται και ψάχνει για ένα κατάλληλο, αλλά και μόνιμο, χώρο λατρείας. Αφού πέρασε από διάφορα κτήρια, τελικά κατέληξε εκεί που βρίσκεται μέχρι σήμερα, στον Καθεδρικό Ναό της του Θεού Σοφίας.
Λέγει ο Κωνσταντίνος Κούρκουλας για την κοίμηση του Καλλίνικου πως «...την νύκτα εκείνην, που η Ελλάς έλεγε το “Όχι” και εισήρχετο εις το στάδιον των δοκιμασιών της, ο Καλλίνικος έλεγε το “Ναι” εις την φωνήν του Κυρίου του, που τον εκάλει εις ανάπαυσιν» (Θ.Η.Ε., τ. 7, στ. 261).
Το 1865 ξεκινά να κτίζεται ο Ι. Ν. Αγ. Νικολάου στο Λίβερπουλ. Ο Ναός αυτός ολοκληρώνεται πέντε χρόνια αργότερα και στις 4 Ιανουαρίου του 1970 γίνονται τα Εγκαίνια, από τον Αλέξανδρο Λυκούργο, Αρχιεπίσκοπο Σύρου και Τήνου, στην παρουσία πολυπληθούς εκκλησιάσματος, καθώς και εκπροσώπων της Αγγλικανικής Ομολογίας.
Το 1873 οργανώνεται η τέταρτη κατά σειρά Ελληνορθόδοξη Κοινότητα στην Βρετανία, η οποία όμως δεν βρίσκεται στην Αγγλία, αλλά στο Κάρδιφ της Ουαλίας. Ο Ιερός Ναός του Αγ. Νικολάου οικοδομήθηκε εκεί το 1906, τη χορηγία Ελλήνων ναυτικών, που ταξίδευαν συχνά στην περιοχή της Νότιας Ουαλίας για εμπορικούς σκοπούς. Την Κοινότητα αυτή είχε την ιδιαίτερη ευλογία να διακονήσει ο ομιλών για μια περίοδο 6 ετών.
Οι τέσσερις αυτές Κοινότητες υπήγονταν τα χρόνια εκείνα κατευθείαν στο σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού δεν υπήρχε καμιά Ελληνορθόδοξη Επισκοπή στην Ευρώπη. Το Πατριαρχείο διαπιστώνοντας κάποια στιγμή την αυξανόμενη κίνηση των Ελληνορθοδόξων στην Ευρώπη, και με πρωτοβουλία του σπουδαίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Μεταξάκη, συστήνει το 1922 την Μητρόπολη Θυατείρων, με έδρα το Λονδίνο.
Οι τέσσερις αυτές Κοινότητες υπήγονταν τα χρόνια εκείνα κατευθείαν στο σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού δεν υπήρχε καμιά Ελληνορθόδοξη Επισκοπή στην Ευρώπη. Το Πατριαρχείο διαπιστώνοντας κάποια στιγμή την αυξανόμενη κίνηση των Ελληνορθοδόξων στην Ευρώπη, και με πρωτοβουλία του σπουδαίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Μεταξάκη, συστήνει το 1922 την Μητρόπολη Θυατείρων, με έδρα το Λονδίνο.
Πρώτος Μητροπολίτης διορίζεται ο Σχολάρχης της περιωνύμου Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και Τιτουλάριος τότε Μητροπολίτης Σελευκείας Γερμανός Στρηνόπουλος. Την ίδια χρονιά συστήθηκε και η Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Η Εκκλησία των Θυατείρων πέρασε από διάφορες ιστορικές φάσεις. Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής της περιείχε στην δικαιοδοσία της όλη την Δυτική και Κεντρώα Ευρώπη. Σιγά - σιγά όμως οι Δυτικοευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να γεμίζουν με Έλληνες. Έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη να αποκοπούν συγκεκριμένα τμήματά της και να δημιουργηθούν κι άλλες θυγατρικές Εκκλησίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1954, η Μητρόπολη Θυατείρων, ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή, επί Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα Καββάδα. Μετά τον θάνατο αυτού το 1962 έγινε πάλι Μητρόπολη, και το 1968 επί Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα Κοκκινάκη ανακηρύχθηκε και πάλι σε Αρχιεπισκοπή. Ο Αρχιεπίσκοπος σήμερα φέρει τον τίτλο του «Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας», κι επίσης, «Υπερτίμου και Εξάρχου Δυτικής Ευρώπης και Ιρλανδίας». Ακόμη δε, ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων είναι και «Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αρχιεπισκοπή Καντουαρίας». Στην Αρχιεπισκοπική του Περιφέρεια περιλαμβάνονται σήμερα η Μεγ. Βρετανία και η Ιρλανδία.
Β) Κοινότητες και Ναοί κατά τον 20ό και 21ο αιώνα
O σπουδαίος Έλληνας τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος έχει γράψει, συνθέσει και τραγουδήσει ένα ωραίο τραγούδι, το οποίο μεταξύ άλλων περιέχει και τους παρακάτω στίχους:
O σπουδαίος Έλληνας τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος έχει γράψει, συνθέσει και τραγουδήσει ένα ωραίο τραγούδι, το οποίο μεταξύ άλλων περιέχει και τους παρακάτω στίχους:
«Είτε με τις αρχαιότητες
είτε με Ορθοδοξία
των Eλλήνων οι Κοινότητες
φτιάχνουν άλλο γαλαξία».
Οι Έλληνες όπου κι αν βρέθηκαν, όπου κι αν μετανάστευσαν, στα παλιότερα -αλλά περισσότερο στα νεώτερα- χρόνια, δημιούργησαν Κοινότητες, ίδρυσαν οργανισμούς, εκκλησιαστικούς, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς και άλλους, οι οποίοι φέρουν πάντα το ένδοξο όνομα της φυλής μας. Έτσι ο Ναός μας στη Βενετία ονομάζεται «Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων», ενώ σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου η όποια οργάνωση Ελλήνων έχει ονομασία στην οποία απαραίτητο συστατικό είναι το επίθετο «ελληνικός» ή «ελληνική». Και βέβαια οι οργανωμένες αυτές ομάδες που αποκαλούνται Κοινότητες βασίζονται, όπως σωστά λέει και ο Διονύσης Σαββόπουλος, στις δύο μεγάλες αξίες, την Ορθοδοξία και το ελληνικό πνεύμα.
Οι κατά περιοχές Ελληνικές ή Ελληνορθόδοξες Κοινότητες στη Διασπορά, είναι σώματα που σαφώς εμπερικλείουν και την έννοια της Ενορίας, αλλά και αυτήν του ελληνικού πολιτιστικού οργανισμού, ο οποίος έχει στη φροντίδα του την ελληνική εκπαίδευση, την ελληνική φιλοξενία - φιλανθρωπία και πολλά πολιτιστικά στοιχεία, όπως π.χ. χορευτικούς και πατριωτικούς συλλόγους.
Κατά τη διάρκεια του 20ού και του 21ου αι., σε διάφορες περιόδους και για ποικίλους λόγους, μεταναστευτικά ρεύματα κινήθηκαν από τους μητροπολιτικούς χώρους προς τη Μεγ. Βρετανία, και όταν έφτασαν στη χώρα υποδοχής διακλαδώθηκαν σε πολλές περιοχές. Σήμερα υπολογίζεται πως ζουν και δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή γύρω στους 300.000 Ομογενείς, στην συντριπτική τους πλειοψηφία Ελληνοκυπριακής καταγωγής. Το μεγαλύτερο ποσοστό της Ομογένειας κατοικεί στη μεγαλούπολη του κοσμοπολίτικου Λονδίνου.
Απλωμένες σε όλη την βρετανική επικράτεια υπάρχουν και λειτουργούν σήμερα περίπου 110 Κοινότητες, οι οποίες έχουν πάντα σαν κέντρο, όχι μόνο κτηριακό αλλά και πνευματικού ανεφοδιασμού, τον τοπικό Ελληνορθόδοξο Ιερό Ναό. Σ’ αυτές τις Κοινότητες, υπηρετούν 114 Ιερείς και Διάκονοι, και στα Μοναστήρια της Αρχιεπισκοπής μονάζουν 33 μοναχοί και μοναχές. Εκτός του Αρχιεπισκόπου υπάρχουν επίσης κι άλλοι τρεις Αρχιερείς, ως βοηθοί Επίσκοποι και Αρχιερατικώς Προϊστάμενοι σε μεγάλες και ιστορικές Κοινότητες.
Οι Κοινότητες έχουν ως κύρια φροντίδα τους την διατήρηση των θρησκευτικών και των εθνικών εθίμων και παραδόσεων. Έτσι, ιδρύουν Εκκλησίες, Ελληνικά και Κατηχητικά Σχολεία, Συλλόγους Νεολαιών και Φιλανθρωπικά Σωματεία. Οι ανεξάρτητες κινήσεις, επίσης, κάποιων εμπνευσμένων Ομογενών, εννοώ τα διάφορα Σωματεία, Συλλόγους, Οργανώσεις, κ.λ.π., αποφέρουν πάντοτε αγαθά αποτελέσματα και καλούς καρπούς.
Πολλοί από τους Ναούς μας αποτελούν ιδιόκτητη περιουσία των Κοινοτήτων, αλλά υπάρχουν και αρκετοί που ενοικιάζονται για την Ορθόδοξη λειτουργική χρήση από τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες, οι οποίες είναι πάντα, ή σχεδόν πάντα, πολύ ευγενικές και γενναιόδωρες απέναντί μας. Υπάρχουν ακόμη και Ναοί που συν-χρησιμοποιούνται από Ελληνορθοδόξους και Δυτικούς Χριστιανούς. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακόμα και η ίδια Αγία Τράπεζα για την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, από τους κληρικούς των δύο δογμάτων, σε διαφορετικές φυσικά -όπως είναι αυτονόητο- ώρες, και βέβαια σε ξεχωριστές ακολουθίες.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, και άξιο εμφατικής αναφοράς εδώ, είναι πως οι Ομογενείς μας κρατούν τις εκκλησίες τους ανοικτές με το να επωμίζονται από το προσωπικό ή οικογενειακό τους βαλάντιο όλα τα απαραίτητα έξοδά τους. Με τον όρο «έξοδα» εννοώ μισθούς Ιερέων, Ιεροψαλτών, Νεωκόρων και καθαριστών, αλλά και την συντήρηση των κτηρίων, εκκλησιών, Κοινοτικών Αιθουσών, Πρεσβυτερείων και άλλων βοηθητικών χώρων.
Οι κατά περιοχές Ελληνικές ή Ελληνορθόδοξες Κοινότητες στη Διασπορά, είναι σώματα που σαφώς εμπερικλείουν και την έννοια της Ενορίας, αλλά και αυτήν του ελληνικού πολιτιστικού οργανισμού, ο οποίος έχει στη φροντίδα του την ελληνική εκπαίδευση, την ελληνική φιλοξενία - φιλανθρωπία και πολλά πολιτιστικά στοιχεία, όπως π.χ. χορευτικούς και πατριωτικούς συλλόγους.
Κατά τη διάρκεια του 20ού και του 21ου αι., σε διάφορες περιόδους και για ποικίλους λόγους, μεταναστευτικά ρεύματα κινήθηκαν από τους μητροπολιτικούς χώρους προς τη Μεγ. Βρετανία, και όταν έφτασαν στη χώρα υποδοχής διακλαδώθηκαν σε πολλές περιοχές. Σήμερα υπολογίζεται πως ζουν και δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή γύρω στους 300.000 Ομογενείς, στην συντριπτική τους πλειοψηφία Ελληνοκυπριακής καταγωγής. Το μεγαλύτερο ποσοστό της Ομογένειας κατοικεί στη μεγαλούπολη του κοσμοπολίτικου Λονδίνου.
Απλωμένες σε όλη την βρετανική επικράτεια υπάρχουν και λειτουργούν σήμερα περίπου 110 Κοινότητες, οι οποίες έχουν πάντα σαν κέντρο, όχι μόνο κτηριακό αλλά και πνευματικού ανεφοδιασμού, τον τοπικό Ελληνορθόδοξο Ιερό Ναό. Σ’ αυτές τις Κοινότητες, υπηρετούν 114 Ιερείς και Διάκονοι, και στα Μοναστήρια της Αρχιεπισκοπής μονάζουν 33 μοναχοί και μοναχές. Εκτός του Αρχιεπισκόπου υπάρχουν επίσης κι άλλοι τρεις Αρχιερείς, ως βοηθοί Επίσκοποι και Αρχιερατικώς Προϊστάμενοι σε μεγάλες και ιστορικές Κοινότητες.
Οι Κοινότητες έχουν ως κύρια φροντίδα τους την διατήρηση των θρησκευτικών και των εθνικών εθίμων και παραδόσεων. Έτσι, ιδρύουν Εκκλησίες, Ελληνικά και Κατηχητικά Σχολεία, Συλλόγους Νεολαιών και Φιλανθρωπικά Σωματεία. Οι ανεξάρτητες κινήσεις, επίσης, κάποιων εμπνευσμένων Ομογενών, εννοώ τα διάφορα Σωματεία, Συλλόγους, Οργανώσεις, κ.λ.π., αποφέρουν πάντοτε αγαθά αποτελέσματα και καλούς καρπούς.
Πολλοί από τους Ναούς μας αποτελούν ιδιόκτητη περιουσία των Κοινοτήτων, αλλά υπάρχουν και αρκετοί που ενοικιάζονται για την Ορθόδοξη λειτουργική χρήση από τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες, οι οποίες είναι πάντα, ή σχεδόν πάντα, πολύ ευγενικές και γενναιόδωρες απέναντί μας. Υπάρχουν ακόμη και Ναοί που συν-χρησιμοποιούνται από Ελληνορθοδόξους και Δυτικούς Χριστιανούς. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακόμα και η ίδια Αγία Τράπεζα για την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, από τους κληρικούς των δύο δογμάτων, σε διαφορετικές φυσικά -όπως είναι αυτονόητο- ώρες, και βέβαια σε ξεχωριστές ακολουθίες.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, και άξιο εμφατικής αναφοράς εδώ, είναι πως οι Ομογενείς μας κρατούν τις εκκλησίες τους ανοικτές με το να επωμίζονται από το προσωπικό ή οικογενειακό τους βαλάντιο όλα τα απαραίτητα έξοδά τους. Με τον όρο «έξοδα» εννοώ μισθούς Ιερέων, Ιεροψαλτών, Νεωκόρων και καθαριστών, αλλά και την συντήρηση των κτηρίων, εκκλησιών, Κοινοτικών Αιθουσών, Πρεσβυτερείων και άλλων βοηθητικών χώρων.
Θεωρώ πως στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε -κάπως γενικότερα- πως η εκκλησιαστική ζωή, κέντρο της οποίας είναι πάντοτε ο Ελληνορθόδοξος Ναός, είναι δεδομένη πρακτική των Ελλήνων στη διασπορά. Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο της ζωής τους και του εβδομαδιαίου προγράμματός τους. Ο Ναός αποτελεί για τον μετανάστη την παρηγοριά του, το πνευματικό του αποκούμπι, το σταθερό σημείο αναφοράς του, τον χώρο όπου νιώθει να ορίζεται και να προσδιορίζεται ως Έλληνας και χριστιανός, τον συνδετικό κρίκο που τον ενώνει με όλους τους ομογενείς και ομοπίστους του.
Στο Ναό ενώνονται όλες οι μεγάλες δυνάμεις της Ομογένειας. Οι μικροί και οι μεγάλοι, οι άνδρες και οι γυναίκες, τα μέλη και οι φίλοι, οι επισκέπτες από την Πατρίδα, οι κοντινοί και οι μακρινοί, οι αγέννητοι, οι αβάπτιστοι, οι δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντες, αλλά και οι προαπελθόντες, έχουν όλοι τη δική τους θέση μέσα στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι του πνευματικού και λατρευτικού κέντρου της τοπικής Κοινότητας. Δυνάμεις έντονες, μεγάλες, ουσιαστικές, «αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας» (Οδυσσέα Ελύτη, Το Άξιον Εστί, Εκδ. Ίκαρος, 12η έκδοση, 1979, σ. 15), που επικεντρώνουν και προσανατολίζουν την ύπαρξη και την παρουσία τους στο μυστήριο της κοινωνίας των προσώπων.
Μέσα στα πλαίσια των Κοινοτήτων, και υπό την επίβλεψη των Ιερατικώς Προϊσταμένων, υφίστανται και λειτουργούν οι ονομαζόμενες Βοηθητικές Αδελφότητες Κυριών και Δεσποινίδων. Αυτές είναι οργανωμένες ομάδες αφοσιωμένων γυναικών, που έχουν ως βασικούς σκοπούς τους:
- Να διοργανώνουν το έργο της φιλανθρωπίας στην Κοινότητα, όπου ανήκουν.
- Να φροντίζουν για την βοήθεια και συμπαράσταση στους ασθενείς, και γι’ εκείνους που κατοικούν μόνιμα στην Βρετανία, αλλά και για όσους μεταβαίνουν στην Αγγλία για θεραπεία, από την Ελλάδα και την Κύπρο.
- Να φροντίζουν για την εξεύρεση των αβάπτιστων βρεφών, άπορων ή αδιάφορων οικογενειών και να επιμελούνται τα της βαπτίσεως αυτών.
- Να βοηθούν τους άπορους μαθητές και φοιτητές και να συμπαρίστανται σ’ αυτούς που μεταβαίνουν για σπουδές στην Βρετανία από την Ελλάδα και την Κύπρο.
- Να προσφέρουν βοήθεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα ορφανά της Κωνσταντινουπόλεως, κ.λ.π.
Πέρα απ’ αυτές τις τυπικές και καταστατικές προτάσεις, θα ήθελα να τονίσω ιδιαίτερα πως το έργο των Βοηθητικών Αδελφοτήτων είναι κυριολεκτικά έργο σπουδαίας εκκλησιαστικής και εθνικής σημασίας. Μερικές Κοινότητες πραγματικά κρατούνται ζωντανές από το μεγάλο και ουσιαστικό ενδιαφέρον των Αδελφοτήτων αυτών. Όλες όμως οι Κοινότητες, μικρές ή μεγάλες, εύπορες ή μη, πραγματικά χρεωστούν ευγνωμοσύνη στις ομάδες αυτές των Δεσποινίδων και Κυριών για την παρουσία και το εξαιρετικής σημασίας έργο τους.
Παράλληλα με την Αγία Τράπεζα στις Κοινότητες της διασποράς διακονούμε κι άλλη μια «αγιασμένη τράπεζα», κι αυτή είναι η σχολική έδρα, η έδρα του εκπαιδευτικού. Ιερείς και δάσκαλοι στη διασπορά είμαστε εκ των πραγμάτων Απόστολοι του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Η Ομογένεια όπου γης, και ιδιαίτερα αυτή της Μεγ. Βρετανίας, έχει επενδύσει στο ονομαζόμενο Ελληνικό Παροικιακό ή Κοινοτικό Σχολείο όνειρα και ελπίδες, για ένα καλύτερο, πιο δημιουργικό και καρποφόρο μέλλον. Τα ελληνόπουλα δεύτερης, τρίτης, αλλά και άλλων γενεών, περικλείονται στην αγαπητική αγκαλιά του Ελληνικού Σχολείου, αναγεννιούνται και πορεύονται στη ζωή ως γνήσια τέκνα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Στην Ομογένεια του Ηνωμένου Βασιλείου λειτουργούν συνολικά 86 σχολεία, 43 εντός και 43 εκτός Λονδίνου, με 8.700 μαθητές, 6.500 μαθητές εντός και 2.200 μαθητές εκτός Λονδίνου (Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από το Αρχείο της Κυπριακής Εκπαιδευτικής Αποστολής Μεγ. Βρετανίας). Όμως είναι γνωστό ότι ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών της Ομογένειας (που κάποιοι το τοποθετούν γύρω στο 75%) δεν παρακολουθεί -δυστυχώς- μαθήματα στο Ελληνικό Σχολείο. Αυτό προβληματίζει πολύ τις εκκλησιαστικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές αρχές της Παροικίας. Όμως υπάρχουν αρκετοί και σημαντικοί λόγοι για την αποχή αυτή. Μερικοί από αυτούς είναι: οι μικτοί γάμοι, η μακρινή απόσταση από το σχολείο, οι ακατάλληλες κάποτε ώρες λειτουργίας του σχολείου, η ακαταλληλότητα των αιθουσών κ.ά. Το σχολικό κτήριο παραμένει πάντα ένα βασικό πρόβλημα των σχολείων μας στη Μεγ. Βρετανία. Δεν είναι λίγες οι φορές που μία ή και περισσότερες τάξεις του σχολείου στεγάζονται μέσα στον ίδιο το Ναό, θυμίζοντάς μας έτσι, και μάλιστα με αυθεντικό και ζωηρό τρόπο, την παράδοση του «κρυφού σχολειού» των σκοτεινών χρόνων της τουρκοκρατίας. Οι σχολικές εκδηλώσεις (εθνικές και θρησκευτικές εορτές, τελετή λήξης μαθημάτων κ.ά.) συνήθως λαμβάνουν χώρα μέσα στον Κοινοτικό Ιερό Ναό. Έτσι, καλλιεργείται και κατοχυρώνεται στα απόδημα παιδιά μας η ελληνορθόδοξη ταυτότητα και ψυχή. Άλλοτε οι Κοινότητες στην Αγγλία ενοικιάζουν, για λίγες ώρες την εβδομάδα, αίθουσες από τα καθημερινά δημόσια σχολεία για να γίνουν εκεί τα μαθήματα, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι κατάλληλες για τις δικές μας ανάγκες.
Οι εκκλησιαστικές Κοινότητες έχουν ευτυχώς ιδιόκτητους χώρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται εκτός των άλλων και για τη σχολική - εκπαιδευτική δραστηριότητα. Αυτή είναι σαφώς η καλύτερη δυνατή λύση, αφού οι αίθουσες αυτές είναι μόνιμες αίθουσες του Ελληνικού Σχολείου. Στους τοίχους αυτών των αιθουσών μπορούν να τοποθετηθούν βιβλιοθήκες με ελληνικά βιβλία, διάφορα στολίδια και εθνικοθρησκευτικές παραστάσεις, ενώ οι μαθητές μπορούν να αναρτήσουν χάρτες, ζωγραφιές, άλλες εργασίες τους, καθώς επίσης και αφίσες με τοπία από την Πατρίδα, τα οποία λειτουργούν ως μια διαρκή πρόσκληση επικοινωνίας και γνωριμίας με τον τόπο καταγωγής.
Αξίζει βέβαια να αναφερθεί πως τα σπουδαία αυτά ιδρύματα υπάρχουν και λειτουργούν χάρη στην εμπνευσμένη πρωτοβουλία, την αφοσίωση και την αγάπη που δείχνουν πάντα οι Ομογενείς μας. Αυτοί προσφέρουν, με πλουσιοπάροχη γενναιοδωρία, χρήματα, από το περίσσευμα ή το υστέρημά τους, αλλά επίσης και προσωπικό έργο, ανεκτίμητης -πραγματικά- σημασίας και αξίας, έργο που έχει σαφή αναφορά σε σύνολο τον Οικουμενικό Ελληνισμό και την πολιτισμική του πορεία, κι όχι μόνο σε ένα μικρό τμήμα του.
Η κτηριακή και λοιπή υποδομή είναι οπωσδήποτε σημαντική, αλλά μεγάλη αξία έχει πρώτα και πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος. Εν προκειμένω ο μαθητής και ο δάσκαλος. Η διαλεκτική που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο αυτών προσώπων είναι από αρχαιοτάτων χρόνων η βάση της προόδου στη ζωή και την κοινωνία. Ας ενθυμηθούμε και την αρχαία ελληνική ρήση: «το ζην οφείλω στους γονείς μου, ενώ το ευ ζην στους δασκάλους μου».
Ως δάσκαλοι στα σχολεία μας στη Μεγ. Βρετανία είναι εκπαιδευτικοί που αποστέλλονται από την Ελλάδα και την Κύπρο, άλλοι ωρομίσθιοι δάσκαλοι που διορίζονται από τις κατά τόπους σχολικές επιτροπές και βέβαια και οι προσοντούχοι ιερείς μας, οι οποίοι έχουν πάντα καταλυτική και ευεργετική -πνευματικά- παρουσία και συμμετοχή στη σχολική ζωή, ιδιαίτερα των Ελληνικών Σχολείων που ιδρύονται από τις εκκλησιαστικές Κοινότητες.
Η «αγιασμένη» διδασκαλική έδρα υπηρετείται πάντα από έμπειρους και αφοσιωμένους κληρικούς και λαϊκούς εκπαιδευτικούς, ενώ διακονεί με τη σειρά της την ελπιδοφόρα νεολαία της ελληνικής διασποράς, με πολύπλευρο και πολυδιάστατο στόχο, που κυρίως αναφέρεται, εκτός από την διατήρηση των κυριοτέρων στοιχείων της ελληνορθόδοξης ιδιοπροσωπίας και ταυτότητας, και στην παραγωγή ελληνορθόδοξου πολιτισμού όπου γης.
Πριν από λίγα χρόνια επισκέφθηκα το Μοναστήρι αυτό, στην περιοχή Έσσεξ της Ανατολικής Αγγλίας, με τον αγαπητό μου αδελφό και συλλειτουργό, παλιό μου συμφοιτητή και κοινό φίλο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια κι εμού, τον Πρωτοπρ. Γεώργιο Αντζουλάτο, Κεφαλληνιακής καταγωγής, που διακονεί σήμερα σε Ενορία της Ι. Μ. Γλυφάδας. Μας υποδέχθηκε και μας ξενάγησε ο Πνευματικός της Μονής και σεβαστός προσωπικός μου φίλος π. Ζαχαρίας. Εμείς, οι επισκέπτες, γεμάτοι από την απορία και την περιέργεια του κόσμου, αρχίσαμε να απευθύνουμε στον π. Ζαχαρία πολλές ερωτήσεις σχετικά με τη Μονή, την ίδρυση, τον κτήτορα, την ιστορία, τα κτήρια, τις εκδόσεις της και βέβαια αναφορικά με την ιδιαιτερότητα της Μονής, την οποία θα αναφέρω παρακάτω.
Ο π. Ζαχαρίας, με το γλυκύ και μειλίχιο ύφος του, μας απάντησε με έναν πρωτότυπο τρόπο που κυριολεκτικά μας αποστόμωσε: «Ο Γέροντάς μας», μας είπε, «μας είχε συμβουλέψει να μην μιλήσουμε για το Μοναστήρι, ούτε να το διαφημίσουμε, πριν να περάσουν 50 χρόνια από την ίδρυσή του»!
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, ιδρύθηκε το 1959 από τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωφ. Από τότε πέρασαν 54 χρόνια. Έτσι, λοιπόν, είμαστε νομίζω ελεύθεροι απόψε να μιλήσουμε και να πούμε λίγα λόγια για τη Μονή αυτή.
Το «Μοναστήρι του Έσσεξ», όπως είναι ευρύτερα γνωστό σε όλη την Ορθοδοξία, αποτελεί πόλο έλξης για όλους τους ανά την οικουμένη Ορθόδοξους πιστούς και όχι μόνο. Το Μοναστήρι αυτό έχει καταφέρει να προσελκύει Ορθοδόξους μοναχούς και μοναχές αλλά και δόκιμους και λαϊκούς από όλες τις εθνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αποδεικνύοντας έτσι στην πράξη ότι η Ορθοδοξία είναι η πραγματικά «Καθολική» Εκκλησία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις Ιερές Ακολουθίες χρησιμοποιούνται πολλές και διάφορες γλώσσες.
Μια χαρακτηριστική και ίσως μοναδική ιδιαιτερότητα του Μοναστηριού αυτού είναι το γεγονός ότι εκεί μονάζουν μοναχοί και μοναχές. Εκείνοι που δεν γνωρίζουν καλά την Παράδοση της Εκκλησίας μας χαρακτηρίζουν το Μοναστήρι αυτό ως «μικτό». Όμως ο σωστός ορισμός είναι ότι το Μοναστήρι είναι «διπλό». Αυτό είναι οπωσδήποτε αρχαία Παράδοση, από τα χρόνια του Μεγ. Βασιλείου, η οποία όμως σήμερα δεν είναι σε ευρεία χρήση.
Ιδρυτής και κτήτωρ της Μονής είναι -όπως προείπαμε- ο Αρχιμ. Σωφρόνιος, ο οποίος γεννήθηκε το 1896 στη Μόσχα. Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και κατ’ αρχάς ασχολήθηκε με την ζωγραφική. Κατόπιν σπούδασε στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και το 1925 αναχώρησε για το Άγιο Όρος, όπου εγκαταβίωσε στην Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος. Εκεί γνωρίσθηκε και συνδέθηκε στενά με τον Άγιο Σιλουανό. Αυτή η γνωριμία αποτέλεσε σταθμό στη ζωή του και στην πνευματική του πορεία. Μετά την κοίμηση του Αγ. Σιλουανού αποσύρθηκε στην έρημο του Αγίου Όρους. Ύστερα (στα 1948) μετέβη στη Γαλλία και τελικά έφθασε στην Αγγλία όπου ίδρυσε το Μοναστήρι αυτό στο Έσσεξ. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 11 Ιουλίου 1993.
Σημερινός Καθηγούμενος της Μονής είναι ο Ελληνο-Αυστραλός Αρχιμ. Κύριλλος. Στο Μοναστήρι εγκαταβιούν 2 Αρχιμανδρίτες, 4 Ιερομόναχοι, 2 Διάκονοι, 4 μοναχοί και 20 μοναχές. Εορτάζει δε στις 24 Ιουνίου, στις 29 Αυγούστου και στις 24 Σεπτεμβρίου.
Στην εν λόγω Μονή μπορεί κανείς να βρει ό,τι ποθεί η ψυχή του. Κατ΄ αρχάς είναι ένα μοναστικό κέντρο που φημίζεται για την πνευματική παράδοση και θεολογική προσφορά του, για τις πολύγλωσσες Ιερές Ακολουθίες του, για την άσκηση της Προσευχής του Ιησού και για την μεταφύτευση της Αγιορείτικης Παράδοσης στην Αγγλία.
Η εγκάρδια υλική και πνευματική φιλοξενία μοναχών και μοναζουσών είναι γνωστή τοις πάσι και όσοι την έχουν επισκεφθεί το γνωρίζουν καλά. Η καλλιέργεια της τέχνης, κυρίως της ψαλτικής και της αγιογραφικής είναι επίσης γνωστή και εκτιμητέα από όλους. Το βιβλιοπωλείο, με τα Ορθόδοξα βιβλία σε πολλές γλώσσες, με τα υπέροχα θρησκευτικά αντικείμενα, και πολλά άλλα, είναι πνευματική όαση για τους Ορθόδοξους πιστούς στην Αγγλία.
Ένα άλλο στοιχείο, από εκείνα που είναι απόλυτα απαραίτητα για τους μοναχούς, τις μοναχές και τους προσκυνητές είναι τα περιβόλια της Μονής. Σ΄ αυτά μπορεί κανείς να βρει και να θαυμάσει την άκρως επαγγελματική περιποίηση των δέντρων, των λαχανικών, των θερμοκηπίων, των λουλουδιών, και γενικά όλων των φυσικών στοιχείων που είναι αναγκαία για την υλική καρποφορία και την κάλυψη αντίστοιχων αναγκών του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί η Εκκλησία και ο Μοναχισμός φροντίζουν πάντα για τον όλο άνθρωπο.
Ο σημερινός Καθηγούμενος, Αρχιμ. Κύριλλος, θεωρείται άξιος συνεχιστής του π. Σωφρονίου. Είναι -όπως προείπαμε- Ελληνο-Αυστραλιανής καταγωγής, έλκοντας την οικογενειακή καταγωγή του από την Ακράτα της Αχαΐας. Ο π. Κύριλλος είναι ένας ευγενέστατος, ευπροσήγορος και πολύ καταδεκτικός άνθρωπος, ο οποίος σε μαγεύει κυριολεκτικά με το προσηνές, το ήρεμο και μειλίχιο ύφος και ήθος του. Ο νέος αυτός «κανόνας πίστεως και εικόνα πραότητος» κληρικός, υποδέχεται χαμογελαστός παιδιά, νέους, ενήλικες και ηλικιωμένους και κάνει όλους να θεωρούν πως βρίσκονται στο σπίτι τους. Όταν πριν από λίγα χρόνια είχαμε επισκεφθεί τη Μονή με την Ενορία μας, τον είχα παρακαλέσει να μας προσφέρει, μετά την Ιερή Ακολουθία που τελέσαμε, μια σύντομη πνευματική ομιλία, γιατί εμείς στους κοσμικούς μας χώρους ακούμε πάντα βασικά πρακτικού ενδιαφέροντος ομιλίες κι όχι τόσο πνευματικές. Κι ο π. Κύριλλος μας έκανε τότε μια από πιο πνευματικές ομιλίες που ακούσαμε ποτέ, με θέμα την «ακηδία»!
Σε μια πρόσφατη προσκυνηματική επίσκεψή μας στη Μονή, εκτός από την ωραία δυνατότητα για πνευματική ανανέωση, για περισυλλογή και για νοερά προσευχή, είχα προσωπικά την ευκαιρία και για μια... ιδιαίτερη ανακάλυψη.
Επιτρέψτε μου να πω κατ’ αρχάς πως έχω επισκεφθεί αρκετές φορές την εν λόγω Μονή. Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί ανακαλύπτω κι άλλα πρόσωπα και πράγματα. Υποθέτω ότι κάπως έτσι είναι η εμπειρική γνώση, την οποία αποκτά κανείς στην πνευματική ζωή, στην οποία όλοι οι άνθρωποι πορευόμαστε με βήματα αργά και προσεκτικά.
Στην προκειμένη αυτή περίπτωση ανακάλυψα τις... ομπρέλες! Όπου κι αν πήγαινα μέσα στο Μοναστήρι έβλεπα μπροστά μου ομπρέλες. Στην είσοδο του Ναού του Αγ. Σιλουανού, στο πλάι του Ναού υπό την σκέπη του Αγ. Σιλουανού, στην είσοδο του Ηγουμενείου, στις εισόδους των εργαστηρίων...
Όταν συνειδητοποίησα το γεγονός αυτό άρχισα να κινούμαι εντός του Μοναστηριού για να βρω και να καταγράψω με τη φωτογραφική μηχανή τις ομπρέλες αυτές. Κάποια στιγμή συνάντησα μια νεαρή μοναχή και την ρώτησα τον λόγο για την ύπαρξη των ομπρελών. Εκείνη τότε μου εξήγησε πως επειδή στην περιοχή της Μονής βρέχει συχνά, τις έχουν εκεί σε διάφορα σημεία, για εξυπηρέτηση των μοναχών αλλά και των προσκυνητών!
Ιδού, λοιπόν, ένα συγκλονιστικό αποδεικτικό στοιχείο, που μας βεβαιώνει πως η ποιμαντική της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα του μοναχισμού αγκαλιάζει τον όλο άνθρωπο, μαζί με όλες πραγματικά τις ανάγκες του, υλικές και πνευματικές!
Προοπτικές
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας αυτή, και με το βλέμμα προς το μέλλον, αξίζει να δούμε -έστω και επιγραμματικά- κάποιες από τις προοπτικές της Ελληνορθόδοξης Ομογένειας στη Μεγ. Βρετανία. Μέσα στο πολυποίκιλο και πολυδιάστατο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και βέβαια με όλο αυτό το ευνοϊκό κλίμα, που διαμορφώνεται με αργά -ίσως- αλλά σίγουρα και σταθερά βήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την πολύτροπη και πολυσύνθετη επικοινωνία λαών, χωρών, πολιτισμών και θρησκειών, το μέλλον του Ελληνισμού στην Βρετανία διαφαίνεται πως θα είναι οπωσδήποτε λαμπρό και καρποφόρο.
Υπάρχουν βέβαια θετικά και αρνητικά στοιχεία, ή αν θέλετε -με άλλες λέξεις- δυναμικά και αδύνατα σημεία του Ελληνισμού, που πρέπει να συνεξεταστούν, για να μπορέσουμε να σχηματίσουμε την καλύτερη και ακριβέστερη δυνατή εικόνα (και γιατί όχι και πρόβλεψη) για το μέλλον.
Φοβούμαι πως ο χώρος και ο χρόνος δεν μας επιτρέπουν ούτε την εις πλάτος, ούτε την εις βάθος, μελέτη των δεδομένων. Για τούτο θα διακινδυνεύσω μια συντομευμένη, υποκειμενική και βέβαια μη πολύπλοκη παρουσίαση των προσδοκιών της Ελληνικής Ομογένειας στην Βρετανία.
Διατήρηση της ελληνικότητας σε όλα τα επίπεδα είναι ένα από τα κεντρικότερα ζητούμενα του γενικότερου οράματος των Ομογενών, σε παραλληλία βέβαια με την διατήρηση της Ορθόδοξης Χριστιανικής μας Παράδοσης και ζωής.
Η ελληνικότητα διατηρείται, αλλά και αναπτύσσεται, από τους Ομογενείς, μέσα από την συμμετοχή τους στην Κοινοτική ζωή και εκδηλώσεις, κι επίσης από την στήριξη και υποστήριξη που παρέχουν στην Ελληνική Παροικιακή Εκπαίδευση.
Η σπουδή της γλώσσας μας καλλιεργείται επίμονα από τα Σχολεία, τις Κοινότητες, τις Εκκλησίες, τους Συλλόγους και κυρίως από την οικογένεια. Τα Ελληνικά Σχολεία (έστω κι αν λειτουργούν λίγες μόνο ώρες την εβδομάδα) είναι γεμάτα από ζωηρά ελληνόπουλα, τα οποία σπεύδουν να διδαχθούν την μητρική τους γλώσσα, όπως επίσης και ελληνική μουσική και χορούς, αλλά και άλλα πατριδογνωσικά στοιχεία, όπως ελληνική ιστορία, μυθολογία, γεωγραφία και θρησκευτικά.
Ένα από τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα γενικά ο απόδημος Ελληνισμός και ειδικότερα εκείνος της Βρετανίας είναι η αφομοίωση στην κοινωνία όπου ζει. Η αφομοίωση είναι μια ταχύτατη διαδικασία ενσωμάτωσης, η οποία επιταχύνεται ακόμα περισσότερο με τους μικτούς γάμους, οι οποίοι φαίνεται πως είναι πολλοί και αυξάνονται συνεχώς. Έτσι αρχίζει σταδιακά να δημιουργείται στη διασπορά μια άλλη κατηγορία Ελλήνων, η οποία δεν είναι κατά 100% Έλληνες, αλλά μόνο κατά ένα ποσοστό, που στην καλύτερη περίπτωση είναι 50%, ενώ μπορεί να είναι και λιγότερο. Για τον λόγο αυτό η ελληνική αυτοσυνειδησία, ιδιαίτερα στις νέες γενεές, που γεννούνται και ανατρέφονται στην ξένη, περνά σίγουρα μια κρίση.
Ένα σημαντικό αντίδοτο όμως, σ’ αυτές τις ιδιαιτερότητες της κοινωνικής αφομοίωσης και των μικτών γάμων, οι οποίες μπορεί να εμπεριέχουν και κάποιο αρνητισμό, είναι το σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο μας φέρνει προς την Αγγλία, περισσότερο από την Ελλάδα και λιγότερο από την Κύπρο, πολλά νεαρά άτομα και νέες οικογένειες, τα μέλη των οποίων είναι συνήθως επιστήμονες, αλλά και άλλοι, με επαγγελματική κατάρτιση και ενδιαφέρουσες ειδικότητες, που τους βοηθούν να αποκατασταθούν γρήγορα και μόνιμα στη νέα κοινωνία και να αποκτήσουν μια καλή -βαθμολογικά και μισθολογικά- θέση. Αρκεί να σας αναφέρω ότι πρόσφατα η Βρετανική Διεύθυνση Εργασίας και Συντάξεων ανακοίνωσε πως κατά το τελευταίο οικονομικό έτος έφτασαν στην Αγγλία 8.680 νεο-μετανάστες από την Ελλάδα. Αυτοί, είναι σίγουρο πως όταν τακτοποιηθούν μόνιμα και οριστικά στην Αγγλία, θα στελεχώσουν προσεχώς τις Κοινότητες, τα Σχολεία και τους Παροικιακούς Οργανισμούς και θα προσφέρουν ανανέωση στην Ομογένεια και αναβάθμιση στις προσφερόμενες από αυτήν υπηρεσίες.
Ο Ελληνισμός είναι οικουμενικός. Το ίδιο και η Ορθοδοξία. Έτσι ήταν από πάντα. Δεν κλείνονται σε όρια και δεν περιορίζονται σε καλούπια, αφού αποτελούν κατ’ ουσίαν τρόπο ζωής. Και τα δύο μεγέθη είναι ζωντανότατοι οργανισμοί, που αναπτύσσονται και επεκτείνονται συνεχώς, κι έτσι θα συνεχίσουν να κάνουν εις τους αιώνας των αιώνων!