© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Από τη σεισμοπυρκαϊά στον σύγχρονο homo Zakynthius

Τρία κείμενα και ένα αντι-κείμενο για τη Ζάκυνθο και τους σεισμούς του 1953 ή, αλλιώτικα, η αξιοπρέπεια ενός χαμένου πολιτισμού

Γράφει ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΖΕΡΜΠΙΝΟΣ / Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ | Κυριακή 24 Αυγούστου 2003 

Αν σήμερα, 50 χρόνια μετά τον σεισμό του 1953, γινόταν ένας παρόμοιος, δεν είναι καθόλου πιθανό ότι οι χρονογράφοι θα είχαν να πουν τα ίδια ή κάποια άλλα ανάλογα συγκινητικά μ' εκείνα που γράφτηκαν τότε για τη Ζάκυνθο και τον χαμένο πια πολιτισμό της.

H μελαγχολική αυτή σκέψη σήμερα παραμένει αδιαπραγμάτευτη, έστω κι αν άνετα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η οδυνηρή εμπειρία έχει πλέον αμβλυνθεί, η ζωντανή θύμηση, μέρα με τη μέρα, γίνεται δυσεύρετη, η παναιωνίως γνωστή μέθοδος αναπαραγωγής της ζωής εμπλουτίζεται με... νέες τεχνικές και η σφαιρική επέτειος επιβάλλει τα... συνηθισμένα: μνήμες, μνημόσυνα, εκθέσεις, αφιερώματα, ημερίδες, συνέδρια, συμπεράσματα, προτάσεις και φυσικά προβληματισμούς. Τι έχασε η Ζάκυνθος, τι έχει, τι της πρέπει!

Αν αληθεύει το αξίωμα ότι κάθε εποχή για να απολαύσει τα επιτεύγματά της πρέπει η ίδια να καταγγείλει και να ανατρέψει το παρελθόν, η 50ετία που διέρρευσε από τους σεισμούς του 1953 ως σήμερα, στη Ζάκυνθο τουλάχιστον, δεν θα μπορούσε να καυχηθεί ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, αφού όχι μόνο για καταγγελία του παρελθόντος δεν συντρέχει λόγος αλλά πολύ περισσότερο επειδή ούτε και επιτεύγματα διαθέτουμε προς... απόλαυση. Κάπως έτσι φαντάζομαι μπορώ να δικαιολογήσω τον τίτλο ενός αφιερώματος όπως το παρόν, που πέρα από την προσφορά στην επέτειο ενέχει και την ελπίδα μιας γενικότερης αυτοκριτικής. Επιφυλασσόμενος για την τελευταία, θα επιχειρήσω κατ' αρχήν μιαν αναφορά στον γραπτό λόγο δύο ξεχωριστών Ζακυνθινών που, πέρα από τις όποιες διαφορές τους και τις πολύ περισσότερες συγκλίσεις τους, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξαν απαράμιλλα αντιπροσωπευτικοί της συλλογικής συνείδησης των Ζακυνθίων μπροστά στην τραγικότητα των ημερών εκείνων.

Γνωστοί και οι δύο για την πολυμερή πνευματική και κοινωνική τους προσφορά προς στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, ο μεν πρώτος ως κορυφαίος των γραμμάτων και dilletante της πολιτικής, ο δε δεύτερος ως επαγγελματίας πολιτικός και χαρισματικός χειριστής του λόγου. Και οι δυο τους όμως, ανεξάρτητα από το μέτρο της αναγνώρισής τους, μέσα από το συνολικό τους έργο, παραμένουν αδιαφιλονίκητοι εκφραστές του ζακυνθινού εκείνου πνεύματος που συμπυκνώνει την αγάπη για τον γενέθλιο τόπο και την παράδοσή του, από τη μία μεριά, και τη δυνατή βίωση στο ρομαντικό ιδεώδες, από την άλλη.

Αναφέρομαι στον Διονύση Ρώμα και στον Τάλμποτ (Μπούμπη) Κεφαλληνό.

Από τα 26 σχετικά με τους σεισμούς χρονογραφήματά του πρώτου, τα οποία δημοσιεύει στην πρώτη πάντα σελίδα της αθηναϊκής «Ελευθερίας» και αργότερα θα συγκεντρώσει (μαζί με άλλα) στην έκδοση των «Ζακυνθινών» του (εκδόσεις «Εστία»), και τα 54 περίπου του δεύτερου, τα οποία δημοσιεύονται στην τοπική εφημερίδα «H Αλήθεια», που εκδίδει ο ίδιος, ασκώντας παράλληλα και μαχητική πολιτική δημοσιογραφία, επιλέγω δύο. Σε αυτά τα γραπτά τους (όπως άλλωστε και σε άλλα) φαίνεται να ταυτίζουν την τέχνη με τη ζωή και ίσως αυτό, για εκείνες τουλάχιστον τις δύσκολες μέρες, μπορεί να σήμαινε κάτι.

Το πρώτο είναι κυριολεκτικά καταλυτικό. Το δημοσιεύει ο Ρώμας στις 14 Αυγούστου 1953, τη μεθεπομένη δηλαδή του μεγάλου και αποτελειωτικού σεισμού. Αν και αναδημοσιευμένο πολλές φορές, νομίζω πως αξίζει για μιαν ακόμη φορά η παράθεσή του, στο σημερινό επετειακό:

«ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Το Χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη ξανάκλεισε προχθές! Πεντακόσιων χρονώνε ιστορία έσβυσε με μια τρελλή μονοκοντυλιά της Μοίρας. Με τα μάτια βουρκωμένα κυττάζω μια φωτογραφία του ερειπωμένου Τζάντε, παρμένη από αεροπλάνο. Προσπαθώ μ' αγωνία μέσα στα συντρίμμια και τους καπνούς ν' αναγνωρίσω αγαπημένες μου τοποθεσίες. Αδύνατο! Ολα είναι θαμπά, γκρεμισμένα, ακατάληπτα και για τον θερμότερο ακόμα εραστή αυτής της γης. Αυτής της γης που το χώμα της φέρνει ακόμα τα χνάρια του Σολωμού, του Κάλβου, του Φώσκολου, του Τερτσέτη, των Λομβάρδων, των Ρώμα, του Καρρέρ, του Τσακασιάνου, των Μόσχων, του Κουτούζη, του Καντούνη και όλων των πνευματικών της παιδιών. Ψάχνω με πόνο μη συνατήσω όρθια τη Φανερωμένη, τους Αγίους Πάντες, την Παναγία των Αγγέλων ή καμμιά τουλάχιστον άλλη από τις τόσες και τόσες γεμάτες μεταβυζαντινούς θησαυρούς εκκλησίες... Αδύνατο! Ολα είναι θαμπά, γκρεμισμένα, σκεπασμένα από καπνό... Ακατάληπτα και για τον θερμότερο ακόμα εραστή αυτής της άγιας γης! Τι απομένει από τη "Φλωρεντία της Ελλάδος", όπως κάποιοι σωστά την ονομάσανε; Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα!...

Μου μιλάνε για ανοικοδόμηση - ναι! Οι άνθρωποι, οι δυστυχισμένοι αυτοί αδελφοί μου, μπορεί ίσως να ξαναποκτήσουν κάποτε ένα ταβάνι για να μη βρέχονται. Ποιος όμως θ' ανοικοδομήσει την γκρεμισμένη μας πια παράδοση; Ποιος θα ξαναβάλει στη θέση του το τέμπλο της Φανερωμένης; Την Κοίμηση της Θεοτόκου του Ηλιού Μόσχου; Τους Βίτορες του Βυζαντινού Μουσείου; Τους Τζάννηδες; Τα 300 ξυλόγλυπτα τέμπλα των γκρεμισμένων εκκλησιών; Ποιος θα μας ξαναδώσει τους θησαυρούς που κλείνανε τα παλιά αρχοντικά; Ποιος... Αλλά τι κάθουμαι και γράφω; Αδιόρθωτος εραστής της γης αυτής και των μνημείων της, κλαίω τ' άψυχα και λησμονώ τους ανθρώπους! Τους πληγωμένους, γυμνούς, αλλόφρονες ανθρώπους, που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια να καταστρέφεται η ζωή τους, ο μόχθος των πατεράδων τους και το μέλλον των παιδιών τους...

Κάποτε θα ηρεμήσουμε πάλι! Θα ηρεμήσουμε και 'μείς και η τρελλή Μοίρα που κυνηγάει την Εμμορφιά. H κουρασμένη γη θα παραμείνει ακίνητη για κάμποσες δεκαετίες. Τότε μονάχα θα καταλάβουμε στ' αλήθεια τι χάσαμε! Στα νοτισμένα μνήματα θάχει ανθίσει μολοχάνθη και τις πληγές της γης και των ανθρώπων θα καλύψουνε ουλές... Ολα θα ξεχασθούνε! Και το πένθος και ο τρόμος και η αγωνία και ο σπαραγμός. Από την προχθεσινή ημέρα δεν θα περισσέψει παρά μια σκληρή κι απλή διαπίστωση: H Φλωρεντία της Ελλάδος δεν υπάρχει πια! Το Χάσμα π' άνοιξε κάποτε ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη ξανάκλεισε συνεπαίρνοντας στα σκοτάδια της λησμοσύνης πέντε ολόκληρους αιώνες ζωής μεστής από πολιτισμό. Σ' εκατό χρόνια, ίσως κανένας αλαφροΐσκιωτος νυχτερινός διαβάτης ν' ακούσει τα φεγγαρόλουστα Αυγουστιάτικα βράδυα καμμιά λησμονημένη καντάδα, ν' αναδύεται μέσ' από τα παλιά χώματα και ν' αντηχεί στ' αυτιά του σαν Αγγέλων Ωσαννά! Φτωχά μου αδέλφια, ήταν γραφτό κι αυτό, να ζήσουμε να δούμε το θάνατο του χρυσαφένιου περιβολιού της Ανατολής. Το Τζάντε μας δεν υπάρχει πια! Αιωνία του η Μνήμη!».

Τη λέξη «διαβάτης» του Ρώμα χρησιμοποιεί και ο Μπούμπης σαν ψευδώνυμο στα χρονογραφήματα της «Αλήθειας» του, τα οποία αργότερα θα επανεκδώσει στη συλλογή με τον τίτλο «Εδώ ερείπια».

Σε χρονογράφημα της 17ης Δεκεμβρίου 1954 (μνήμη Αγίου Διονυσίου) ο Μπούμπης δίνει το χρονικό της ημέρας, ισοζυγιάζοντας τις συναισθηματικές δόσεις ανάμεσα στα βιώματα του τοπικού εθίμου και στη μελαγχολική μετασεισμική επικαιρότητα, έναν χρόνο και πλέον μετά τον σεισμό:

«ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ

Στην άκρη της μπαράκας, καθησμένος στην κασσέλα που πήρε τη θέση της αναπαυτικιάς πολυθρόνας του αρχοντικού του, ο σορ Νιόνιος θυμάται και νοσταλγεί.

Ήταν Αγίου και τ ό τ ε. Νιόπαντρος καμάρωνε στο μπαλκόνι του, δίπλα στην "κυρά", την ώρα που περνούσε η λιτανεία, ενώ χιλιάδες ζευγάρια μάτια ζηλιάρικα τον κύτταζαν.

Και τι δεν είχε αλήθεια εκείνο τον καιρό!!!

Νιάτα, πλούτια, δύναμη.

Ο Λομπάρδος κι ο Ρώμας, ναι μα τον Αγιο κι οι δύο, ενωρίς, ενωρίς, φτάνανε στο σαλόνι του για να του πούνε τα χρόνια πολλά. Ξέρανε πως σαν άνοιγαν οι κάλπες και κατέβαινε με τους σέμπρους στον Πλατύφορο την έπαιζε την εκλογή. Οσο για γλέντια, άλλο τίποτα. Ολη η αφρόκρεμα της αριστοκρατίας χόρευε στο σπίτι του κι άδειαζε βαρέλια ολάκαιρα βερντέα πίνοντας στην υγειά του.

Κι οι πιο φημισμένοι καναταδόροι της Ζάκυθος, στ' αρχοντικό του "την αράζανε" μόλις βράδιαζε, για να "την πούνε" του αφέντη τους του χρυσού.

Κι άνοιγε το πουγγί και μοίραζε χρυσάφι.

Αραδιασμένοι στους τοίχους οι πρόγονοι τον κυττούσαν και τον καμάρωναν κι αυτοί. A! όλα κι όλα, κανένας δεν μπορούσε να τούχει παράπονο. Ως και τα χρέη που τ' άφησαν, κάτι υποθήκες που καίγανε, τάσβυσε μέσα σε λίγα χρόνια από τότε που πήρε τη διαχείριση στα χέρια του.

Αλήθεια... πώς ήταν εκείνο τον καιρό!! Και πως θάταν, όσο κι αν γέρασε, όσο κι αν χάθηκε ο Λομπάρδος κι ο Ρώμας, όσο κι αν τα φεστίνια άλλαξαν όψη, όσο κι αν θες οι αναποδιές, θες οι προίκες, θες εκείνη η άτιμη η κατοχή, άδειασαν τα σκρίνια και τα μετζάα... Και πώς θάταν αν...

Ενας κόμπος σφίγγει το λαιμό του σορ Νιόνιου κι άθελα σκεπάζει με τα δυο του χέρια τα μάτια του, σαν να θέλει να διώξει τ' όραμα το φριχτό που ζωντανεύουν οι θύμησες...

Παλεύει να σβύσει από τη σκέψη κι από τα μάτια του την εικόνα τη φριχτή, μα του κάκου.

Ενας σπασμός ταράζει το κορμί του, και το πατρικό του, μ' ολανοιγμένα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες, ξεπροβάλλει μπροστά του ζωσμένο στις φλόγες...

Κάποτε ο σορ Νιόνιος σταμάτησε να κλαίει. Σταμάτησε όχι γιατί κουράστηκε κι όχι γιατί στερέψανε τα δάκρυα. Σταμάτησε γιατί το θέλησε.

Κάποιος ήχος καμπάνας δειλός δειλός είχε φτάσει ως της μπαράκας του την άκρη φέρνοντάς του το μήνυμα πως "έβγαινε ο Αγιος".

Στηρίχτηκε στην κασσέλα του και σηκώθηκε. Εκαμε το σταυρό του, τον ξανάκαμε και, ζωντανεύοντας το παληκάρι εκείνου του καιρού, έπνιξε τη νοσταλγία στην ελπίδα ψιθυρίζοντας: "Και του χρόνου... και του χρόνου"».


Μέσα και από τα δύο αυτά χρονογραφήματα (και όχι βέβαια τα μόνα) αναδύονται ο πολιτισμικός απόηχος της παλιάς Ζάκυθος και ο πλούσιος ψυχισμός του μέσου Ζακυνθινού, για να λειτουργήσουν σαν συναισθηματικοί ενισχυτές της ανα-οικοδομητικής προσπάθειας.

Κι ένας τρίτος Ζακυνθινός, μικρότερης, εννοείται, λογοτεχνικής εμβέλειας αλλά της αυτής ψυχοσύνθεσης με τους προηγούμενους, ο Διονύσιος X. Στραβόλεμος, αναδεικνύεται πολύτιμος χρονογράφος της καταστροφής του '53, με το βιβλίο-ντοκουμέντο «H Ζάκυνθος υπό τα ερείπια και τας φλόγας». Με συναισθηματική φόρτιση κι αυτός αλλά και μ' έναν επιβαλλόμενο ρεαλισμό, χρονογραφεί την πεντάμηνη περίπου περίοδο από τους σεισμούς μέχρι τέλους του '53, για να καταλήξει σε διαχρονικά, όπως μπορούμε να πούμε σήμερα, βαρυσήμαντα συμπεράσματα:

«Επί του πτώματος της νεκρωμένης πόλεως Ζακύνθου επέπεσαν σαν αχόρταγα και πεινασμένα όρνεα υπό μορφήν εργατοτεχνιτών, ξυλουργών και εργολάβων, διαφόρων ποιοτήτων και επαγγελμάτων άνθρωποι εκ πολλών χώρων της Ελλάδος και ιδίως της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Και ήρχισεν η κατασκευή των ξυλίνων παραπηγμάτων εις τους συνοικισμούς κατά τρόπον προοιωνίζοντα τας ατελείας και τα μειονεκτήματα που αργότερα επαρουσίασαν...

Ολα γίνονται και εκτελούνται αψυχολόγητα, πρόχειρα, άπονα, βεβιασμένα, αμελέτητα, άσωτα. Στο κράμα αυτό των αθλιοτήτων εστηρίχθη η πρόχειρη στέγασις του δεινοπαθήσαντος και κατατεμαχισθέντος πληθυσμού της πόλεως...

Οι μπουλντόζες και οι ξένοι προς την Ζάκυνθο, προς την ιστορία της και τον πολιτισμό της άνθρωποι που επέδραμαν "για να δουλέψουν" δεν εσεβάσθησαν τίποτε. Λαξευμένοι λίθοι, που επί αιώνες είχαν χαρίσει το θαυμάσιο εκείνο αρμονικό και καλλιτεχνικό σύνολο που ενεφάνιζε η πόλις της Ζακύνθου (αγκωνάρια των Ναών Φανερωμένης, Αγίων Πάντων, Ιεροσπουδαστηρίου Ιησουητών, μεγάρου Κομούτων, Νομαρχίας και άλλων), εσύρθησαν και ερρίφθησαν στη θάλασσα...».

Ισως αυτά (ή περίπου αυτά) να έγραφα κι εγώ, αν από τότε μέχρι σήμερα δεν είχε μεσολαβήσει η διαρρεύσασα 50ετία. Σήμερα όμως που η αδρότητα με την οποία διαπλάσσεται η πολιτιστική ζωή στη Ζάκυνθο πραγματώνει μιαν αρνητική υπέρβαση ανάμεσα στο εφικτό και στο ευκταίο, η θέση του γράφοντος, παρά την προμετωπική ένθεση της γνώμης του σπουδαίου βιεννέζου στοχαστή, επιβάλλει την αποβολή κάθε στοιχείου μεταφυσικής. Ζώντας και σκεπτόμενος (και αμφιβάλλοντας βέβαια), κατά την καρτεσιανή εκδοχή και αντιφάσκοντας προς το κλασικό Dum spiro, spero, δεν διατηρώ καμία ελπίδα ότι θα με καταλάβει ποτέ ο σύγχρονος homo Zakynthius. Του οποίου η οποιαδήποτε σχέση ή ομοιότητα με τα πνεύματα που, κατ' ιδεατήν αναφοράν, μπορεί (πεπλανημένα μάλλον) να πλανώνται πάνω από τις στάχτες της Ζακύνθου, μετά το 1953, είναι ανύπαρκτη έως τυχαία.

Πίσω από ένα παρόν που εξελίσσεται αρνητικά, ευτελίζοντας ή εκφυλίζοντας τις αξίες, η οπτική του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να είναι δυσοίωνη. Αν την ίδια παρατήρηση έκανε κάποιος μετά το τέλος μιας άλλης καταστροφής, του B' Παγκοσμίου Πολέμου ας πούμε, θα είχε ασφαλώς άδικο. Γιατί ανεξάρτητα από τα δεινά που είχε επισωρεύσει στην ανθρωπότητα ο πόλεμος αυτός, η επούλωση των πληγών και οι προοπτικές της ανασυγκρότησης ήταν υπαρκτές, και η έλλογη δρομολόγηση της πραγμάτωσής τους ήταν ικανή να στηρίξει την ελπίδα.

H μεταφορά του παραδείγματος στη μετά σεισμούς ζακυνθινή πραγματικότητα δεν θα ήταν εύστοχη. Γιατί, πέρα από αδρομολόγητες προοπτικές και την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η καταστροφή από το επίσημο κράτος, εξέλιπε η συνείδηση της συνέχειας του χαμένου πολιτισμού. Και για την απώλεια αυτή δεν έφταιξαν μόνο οι σεισμοί και η κρατική πρόνοια.

Με τη σεισμοπυρκαϊά δεν καταστράφηκε μόνο ο 500χρονος υλικός πολιτισμός της πόλης της Ζακύνθου, στο πρόσωπο της οποίας άλλωστε αντανακλούσαν όλη του η καλλιέργεια και η ιστορική του δομή. Δεν καταστράφηκαν μόνο τα μνημεία της τέχνης, τα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα, οι ρυθμοί των εκκλησιών, η πνευματική κληρονομιά, οι βιβλιοθήκες, τα έργα της διανόησης, η αστική λαϊκή κουλτούρα. Ολα αυτά με την πάροδο του χρόνου (και της όποιας διάρκειάς του) θα μπορούσαν να ξαναγίνουν. Καταστράφηκε όμως και κάτι μη αποκαταστάσιμο: ο ψυχικός δεσμός του Ζακυνθινού με τη μάνα του την πόλη. Μιλώ για την πόλη γιατί εκεί κυρίως συντελέστηκε η καταστροφή και εκεί ακριβώς επισημαίνονται οι πολιτισμικές της συνέπειες.

Ο,τι στα τελευταία 500 χρόνια αποτέλεσε γνώρισμα της ζακυνθινής ψυχοσύνθεσης (η αγάπη για τη γενέθλια πόλη, ο «σπουργιτισμός» των Ζακυνθίων, αν θέλετε, η υγιεινή αγωγή της εθιμολατρίας, η ποιοτική αντίληψη του πολιτισμού, η ευπροσηγορία της καθημερινότητας, μεταλλάχθηκαν μέσα στη σκληράδα του μπετόν και την έλλειψη αναστολών του νέου πληθυσμού.

H art de vivre που χαρακτήριζε την προσεισμική (αστική) κοινωνία της Ζακύνθου (πλούσιους και φτωχούς) παραμένει πια απολίθωμα πομπηιανής τοιχογραφίας και νοσταλγικό όνειρο αθεράπευτων ρομαντικών, και συγγνώμη από τους τυχόν διαφωνούντες.

Κι αν όλα αυτά μπορεί να πει κανείς ότι έτσι κι αλλιώς θα συνέβαιναν, είτε με σεισμούς είτε χωρίς, και αποτελούν αναπόφευκτες συνέπειες της... εξέλιξης, εγώ δεν θα διαφωνήσω. Δεν θα παύω όμως να τα επισημαίνω ως συμπτώματα πολιτισμικής παρακμής και ως ιστορικά τεκμήρια της εποχής που ζούμε, ώστε, αν κανείς κάποτε τα διαβάσει, να θυμηθεί τη ρήση του Wittgestein που προτάχθηκε στην αρχή του παρόντος.
Related Posts with Thumbnails