Θα πενθώ πάντα - μ’ ακούς; - για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ
Πενθώ τον ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα καί οι βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οι κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μη"
Μια στον αέρα μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Ποy γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τα κομμάτια οι θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τούς φράχτες
Την ανεμώνα πού κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμες τρεις φορές το μοβ τρεις μέρες πάνω από τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο με τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα πού βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ
Έτσι μιλώ για σένα καί για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ καί στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες πού ασημίζουνε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μεσ’ στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα καί να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
ΙV
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Το χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι πού τρέχει μέσ’ στους ουρανούς
Καί των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ καί σε πάω καί σου φορώ
Το λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες καί των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μάς θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μάς κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μάς ρίξει
Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Καί δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μέσ’ στη μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές καί με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει - ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά ’ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου νά ’ρθω
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Καί για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες καί το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει καί ακούσει
Τίποτα μέσ’ στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη-άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μέσ’ στο σώμα καί που τρυπάει τη θύμηση
Καί να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά καί η γη μέσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μέσ’ στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών καί οι στέγες μέσ’ στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνάτής θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μέσ’ στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Καί να παίζει με τ’ άσπρο καί το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη καί μαζί
Για τη ρολογιά και το γκιούλ-μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδίνεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σού κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Κυκλοφορήθηκε το: «Regula Monachorum - Κανόνας Μοναχών» του οσίου Βενεδίκτου
-
Κυκλοφόρησε από το Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών το βιβλίο «Regula
Monachorum - Κανόνας Μοναχών» του οσίου Βενεδίκτου.Ένα αριστούργημα του
μοναχικ...
Πριν από 7 ώρες