[μετάφραση Νίκη Τσιρώνη, εκδ. Σύνδεσμος υποτρόφων Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης, Αθήνα 2004]
Ἕνα Βιβλίο γιὰ Ὅλους τούς Χριστιανούς
Τὸ 1782 ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἕνας ὀγκώδης τόμος στὰ ἑλληνικὰ ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν (1). Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐκδόθηκε δὲν εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν Ἑλληνορθόδοξο κόσμο, ἐνῷ στὴ Δύση τὸ ἔργο παρέμεινε τελείως ἄγνωστο γιὰ πολὺ καιρό. Ἀναδρομικὰ ὡστόσο, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Φιλοκαλία ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἑλληνικὲς ἐκδόσεις ποὺ πραγματοποιήθηκαν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς Τουρκοκρατίας. Σήμερα, δύο αἰῶνες καὶ πλέον μετὰ τὴν πρώτη της ἔκδοση, ἡ Φιλοκαλία ἐξακολουθεῖ νὰ κυκλοφορεῖ στὸ πρωτότυπο ἀλλὰ καὶ σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση. Ἐπίσης, ἔχει μεταφρασθεῖ ὄχι μόνον στὶς γλῶσσες τῶν χωρῶν ποὺ παραδοσιακὰ θεωροῦνται ὀρθόδοξες, ἀλλὰ καὶ στὶς περισσότερες δυτικοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Τόσο τὸ πρωτότυπο ὅσο καὶ οἱ μεταφράσεις ἔχουν κυκλοφορήσει σὲ τακτικὲς ἐπανεκδόσεις στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων σαράντα ἐτῶν. Στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες χῶρες, οἱ πωλήσεις αὐξάνονται κάθε χρόνο. Σὲ πολλοὺς ὀρθόδοξους, ἀλλὰ καὶ σὲ μὴ ὀρθόδοξους κύκλους μιλᾶμε πλέον γιὰ μία «φιλοκαλικὴ» προσέγγιση τῆς θεολογίας ἢ τῆς προσευχῆς, καὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν αὐτὴ τὴ φιλοκαλικὴ στάση ὡς τὸ πλέον δημιουργικὸ στοιχεῖο τῆς 'Ορθοδοξίας σήμερα.
Ὑπάρχουν ὁρισμένα βιβλία ποὺ μοιάζει σὰν νὰ μὴν ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τὴ δική τους ἐποχή, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Τὴν ἐποχὴ τῆς ἔκδοσής τους περνοῦν σχεδὸν ἀπαρατήρητα, ἐνῷ ἡ ἐπίδρασή τους γίνεται, ἐμφανὴς μετὰ ἀπὸ δύο ἢ περισσότερους αἰῶνες. Ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο βιβλίο.
Τί εἴδους βιβλίο εἶναι ἡ Φιλοκαλία; Ἡ πρώτη της ἔκδοση, τὸ 1782, κλείνει μὲ μία σελίδα στὰ Ἰταλικά: εἶναι ἡ licenza, δηλαδὴ ἡ ἄδεια δημοσίευσης τὴν ὁποία ὑπογράφουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ λογοκριτὲς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πάδοβα. Στὴν ἄδεια αὐτὴ γράφουν ὅτι τὸ βιβλίο δὲν περιέχει τίποτε ἀντίθετο στὴν ἁγία καθολικὴ πίστη (contrο la Santa Fede Cattolica), καθὼς καὶ τίποτε ἐνάντια στὶς ἀγαθὲς ἀρχὲς καὶ συνήθειες (contro principi, e buoni costumi) [2]. Ὡστόσο, παρόλο ποὺ ἡ Φιλοκαλία φέρει αὐτὴ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ σφραγίδα (imprimatur) δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἐντελῶς ὀρθόδοξο βιβλίο. Οἱ τριάντα ἕξι διαφορετικοὶ συγγραφεῖς, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ τὰ ὁποῖα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 4ο ὡς τὸν 15ο αἰώνα, εἶναι ὅλοι Ἕλληνες ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κασσιανὸ (περ. 430), ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης γνωστὸς ὡς Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸ ἔργο του στὰ λατινικά. Αὐτὴ ἡ ἐξαίρεση εἶναι περισσότερο φαινομενικὴ παρὰ πραγματική, καθὼς ὁ Κασσιανὸς ἀνατράφηκε στὴ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, ποὺ φοίτησε κοντὰ στοὺς Πατέρες τῆς Καππαδοκίας.
Ποιοὶ ἦταν ὡστόσο οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας; Στὴ σελίδα τίτλου τῆς ἔκδοσης τοῦ 1782 ἀναγράφεται μὲ μεγάλα στοιχεῖα τὸ ὄνομα τοῦ χορηγοῦ ποὺ κατέστησε δυνατὴ τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου: ...διὰ δαπάνης τοῦ Τιμιωτάτου, καὶ Θεοσεβεστάτου Κυρίου Ἰωάννου Μαυρογορδάτου. (Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸν Ἰωάννη Μαυροκορδάτο ποὺ ὑπῆρξε Πρίγκιπας τῆς Μολδαβίας ἀπὸ τὸ 1743 ἕως τὸ 1747). Ὡστόσο, οὔτε στὴ σελίδα τίτλου οὔτε στὶς 1.206 σελίδες τῆς ἀρχικῆς ἔκδοσης γίνεται ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στοὺς ἐκδότες τοῦ ἔργου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὴν ταυτότητά τους: πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Μακάριο Κορίνθου (1731-1805) καὶ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809), ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο μέλη τοῦ Κινήματος τῶν Κολλυβάδων (3).
Ποιὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος δημοσίευσαν αὐτὴ τὴ μεγάλη συλλογὴ Πατερικῶν κειμένων σχετικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή; Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε κρίσιμη καμπὴ γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδας. Παρὰ τὸ ὅτι ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔληξε μὲ τὴν πτώση τῆς Πόλης τὸ 1453, ἡ βυζαντινὴ (ἢ καλύτερα ἡ ρωμαίικη) περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς 'Ορθοδοξίας συνεχίστηκε χωρὶς διακοπὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Μὲ αὐτὸ ἐννοῶ ὅτι ἡ 'Ορθόδοξη Ἐκκλησία συνέχισε νὰ παίζει κεντρικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Παρὰ τὶς δυτικὲς ἐπιδράσεις, ρωμαιοκαθολικὲς ἢ προτεσταντικές, ἡ θεολογία συνέχισε νὰ ἀναπτύσσεται κυρίως πάνω στὰ ἀχνάρια τῆς Πατερικῆς σκέψης. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες κοιτάζοντας πίσω στὸ παρελθόν, εἶχαν ὡς ἰδεῶδες τους τὴ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου.
Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ 18ου αἰώνα ὡστόσο, μία νέα ἰδεολογία ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν λόγιων Ἑλλήνων• τὸ πνεῦμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Τὸ ὕφος αὐτῆς τῆς νέας νοοτροπίας ἦταν περισσότερο κοσμικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν Ρωμιῶν, ἂν καὶ ἀρχικὰ τουλάχιστον δὲν ἦταν ρητὰ ἀντιεκκλησιαστικό. Οἱ πρωταγωνιστὲς αὐτοῦ τοῦ κινήματος στράφηκαν πρὸς τὰ πίσω, πιὸ πίσω ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, προβάλλοντας ὡς ἰδεῶδες τὴν Ἀθήνα τοῦ Περικλέους, ποὺ τόσο θαύμαζαν στὴ Δύση. Πρότυπά τους δὲν ἦταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς τῆς κλασικῆς περιόδου. Αὐτοὶ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ἐμπνεύστηκαν ὡστόσο, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴ δυτικὴ λατρεία γιὰ τὶς κλασικὲς σπουδές, ἀλλὰ γενικότερα ἀπὸ τὴ νοοτροπία τοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung), ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν Γάλλων Ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν ἰδεολόγων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης (ἡ ὁποία ἄρχισε μόλις ἑπτὰ χρόνια μετὰ τὴ δημοσίευση τῆς Φιλοκαλίας) καὶ ἀπὸ τὸν ψευδό-μυστικισμὸ τῶν Μασόνων.
Εἶναι περιττὸ νὰ προσθέσω ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ φανταστοῦμε τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα ὡς ἐποχὴ ἁπλῆς μετάβασης ἀπὸ τὴ ρωμαίικη παράδοση (ποὺ ξαφνικὰ θὰ ἔφτανε στὸ τέλος καὶ θὰ παραχωροῦσε τὴ θέση της) σὲ ἐκείνη τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἀντίθετα, τὸ ρωμαίικο στοιχεῖο συνέχισε νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Νέο Ἑλληνισμὸ στὴν Ἑλλάδα τόσο τοῦ 19ου ὅσο καὶ τοῦ 20ου αἰώνα. Οἱ δυὸ προσεγγίσεις ἐφάπτονται σὲ πολλὰ σημεῖα, μὲ συνέπεια τὴ δημιουργία μιᾶς λεπτῆς καὶ πολύπλοκης μίξης τῶν δύο, ποὺ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ὁ Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν ἐπισημαίνει στὸ βιβλίο του Τὸ Ἀρχιπέλαγος τῶν Γκούλαγκ ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ μέσον κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς (4). Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ τοῦ Ρωμιοῦ καὶ τοῦ Ἕλληνα περνάει ἀπὸ τὸ μέσο τῆς καρδιᾶς καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἐὰν δεχτοῦμε ὅτι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς εἶναι ὁ πιὸ διακεκριμένος ἐκπρόσωπος τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, τότε οἱ πιὸ ἐπιφανεῖς ἐκπρόσωποι τοῦ ρωμαίικου, ἢ ἀλλιῶς, τοῦ παραδοσιακοῦ ὀρθόδοξου πνεύματος εἶναι οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Κολλυβάδες, οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος αἰσθάνθηκαν ἀπειλητικὴ τὴ διείσδυση τῶν ἰδεῶν τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung) στὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς τους. Πίστευαν ὅτὶ ἡ ἀναγέννηση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔθνους θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πραγματικότητα μόνον μέσα ἀπὸ τὴν ἀναβίωση τῆς μυστικῆς καὶ νηπτικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων. Μὴν ἐλπίζετε στὴ νέα ἐκκοσμίκευση τῆς Δύσης, ἔλεγαν στοὺς Ἕλληνες συμπατριῶτες τους. Θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπογοήτευση. Ἡ μόνη ἐλπίδα ἀναγέννησης εἶναι νὰ ἀνακαλύψουμε ἐξαρχῆς τὶς γνήσιες ρίζες μας στὸ παρελθὸν τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἶναι τὸ μήνυμά τους ἐξίσου ἐπίκαιρο σήμερα, ὅσο ἦταν καὶ τὸν 18ο αἰώνα;
Οἱ Κολλυβάδες πρότειναν, λοιπόν, ἕνα μακρόπνοο καὶ ριζικὸ πρόγραμμα ressourcement, δηλαδὴ ἐπιστροφῆς στὶς αὐθεντικὲς ρίζες τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ τὸ πρόγραμμα εἶχε τρία βασικὰ σκέλη. Κατὰ πρῶτο λόγο, ὅσον ἀφορᾶ στὴ λατρεία, οἱ Κολλυβάδες τόνιζαν τὴ σημασία τῆς πίστης στὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπέμεναν στὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων τὴν καθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡμέρα, δηλαδή, τὸ Σάββατο, καὶ ὄχι τὴν Κυριακή. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε καὶ ἡ ὀνομασία Κολλυβάδες ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἕνα θέμα σχετικὰ ἥσσονος σημασίας. Πολὺ πιὸ σημαντικὴ ἦταν ἡ ἔμφαση ποὺ ἔδιναν στὴ συχνὴ μετάληψη τῆς Θείας Κοινωνίας. Στὸ θέμα αὐτὸ πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιτάχθηκαν ἔντονα πετυχαίνοντας τελικὰ τὸ διωγμὸ καὶ τὴν ἐξορία τῶν Κολλυβάδων. Κατὰ δεύτερο λόγο, οἱ Κολλυβάδες ἐνδιαφέρονταν γιὰ μία Πατερικὴ ἀναγέννηση τῆς θεολογίας. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ξεκίνησαν ἕνα φιλόδοξο ἐκδοτικὸ πρόγραμμα, στὸ ὁποῖο ἡ ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο. Κατὰ τρίτο λόγο, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Πατερικὴ κληρονομιὰ ἔδωσαν ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὸν 14ο αἰώνα. Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ἀποτελεῖ τὴ ζώσα καὶ σφύζουσα καρδιὰ τῆς Φιλοκαλίας καὶ προσδίδει σὲ αὐτὸ τὸ πολυσυλλεκτικὸ ἔργο ἑνιαῖο χαρακτῆρα.
Αὐτὸ εἶναι ἑπομένως τὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο τῆς Φιλοκαλίας. Ἀποτελεῖ θεμελιῶδες καὶ ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ressourcement, τῆς ἐπιστροφῆς στὶς ρίζες τῆς Πατερικῆς παράδοσης ποὺ ἐπεδίωκαν. Οἱ Κολλυβάδες στράφηκαν πρὸς τοὺς Πατέρες, ἀντιμετωπίζοντάς τους ὄχι ὡς ἀρχαιολογικὰ κειμήλια ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ὡς ζωντανοὺς ὁδηγοὺς τῶν σύγχρονών τους Χριστιανῶν. Ἤλπιζαν ὅτι ἡ Φιλοκαλὶα δὲν θὰ ἔμενε στὰ ράφια τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλὰ ὅτι θὰ ἄλλαζε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ πρώτιστος στόχος τῆς Φίλοκαλίας ἦταν πρακτικός.
Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια σημαντικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος δὲν προόριζαν τὴ Φιλοκαλία ἀποκλειστικὰ γιὰ μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ λαϊκούς• ὄχι μόνον γιὰ εἰδικούς, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τους Χριστιανούς. Τὸ βιβλίο προοριζόταν, ὅπως ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ στὴ σελίδα τίτλου, εἰς κοινὴν τῶν 'Ορθοδόξων ὠφέλειαν. Εἶναι γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ὅλα τὰ κείμενα ποὺ ἐμπεριέχονται στὴ Φιλοκαλία εἶναι γραμμένα ἀπὸ μοναχοὺς καὶ ἀρχικὰ προορίζονταν γιὰ ἕνα ἀντίστοιχο κοινό. Εἶναι ἐπίσης γεγονὸς ὅτι, μὲ μόνη ἐξαίρεση ἑπτὰ συνοπτικὰ χωρία ποὺ παρατίθενται στὸ τέλος τοῦ τόμου, ὅλο τὸ ὑπόλοιπο ὑλικὸ ἐκδόθηκε σὲ μεσαιωνικὰ ἑλληνικά, χωρὶς νεοελληνικὴ (δημοτική) μετάφραση, παρὰ τὸ ὅτὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος χρησιμοποίησαν τὴ δημοτικὴ στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκδόσεις τους. Παρὰ τὶς γλωσσικὲς δυσκολίες σὲ πολλὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας, εἰδικὰ σὲ ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ἐκδότες δὲν ἀφήνουν περιθώριο ἀμφισβήτησης τῶν προθέσεων καὶ τῶν ἐλπίδων τους. Στὸν πρόλογό του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δηλώνει καθαρὰ ὅτι τὸ ἔργο προορίζεται γιὰ ὅλους: πάντες ὅσοι κλήσεως Ὀρθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα λαϊκοί τε καὶ μοναχοί (5). Εἰδικότερα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι ἡ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε (Α' Θέσ. 5:17) δὲν ἀφορᾶ μόνον σὲ ἐρημίτες ποὺ ἀσκητεύουν σὲ σπηλιὲς ἢ στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ ἔγγαμους Χριστιανοὺς μὲ οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις, σὲ ἀγρότες, ἐμπόρους, δικηγόρους, ἀκόμη καὶ βασιλεῖς... καὶ βασιλεῖς αὐτοί, καὶ ἐν βασιλείοις διατρίβοντες (6). Εἶναι μία παγκόσμια προτροπή. Τὸ κάλλιστο ἀνήκει σὲ ὅλους.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ἐπίγνωση ὅτι κάνοντας γνωστὰ τὰ κείμενα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὸ εὐρύτερο κοινό, καθιστοῦσε τὸν ἑαυτό του εὐάλωτο ἀπέναντι σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοῦ ἀσκήσουν κριτική. Σημειώνει λοιπὸν στὸν πρόλογο:
Ἀλλ' ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενομένοις ὑποκρούσειεν ἂν τις ἴσως, μὴ θεμιτόν, εἶναι φάσκων, ἐστὶν ἄττα τῶν ἐν τῇ βίβλῳ δημοσιεύειν ταῖς τῶν πολλῶν ἀκοαῖς ὡς ξενήκουστα• ὅτι, φησί, καὶ κίνδυνός τις ἐκ τούτων παρακολουθεῖ (7).
Ἀλήθεια, δὲν ἐγκυμονοῦσε κάποιον κίνδυνο ἡ διάθεση αὐτῶν τῶν κειμένων σὲ ἔντυπη μορφὴ στὸ εὐρὺ κοινό; Ὁρισμένοι ἴσως ἔπεφταν θύματα πλάνης ἐὰν ἀκολουθοῦσαν τὶς συμβουλὲς αὐτές, χωρὶς τὴν προσωπικὴ καθοδήγηση ἑνὸς πνευματικοῦ. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίρρηση ποὺ ἔφερε ὁ σύγχρονος τοῦ ἁγίου Νικόδημου, ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794). Στὴν ἀρχὴ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἔκδοση τῆς μετάφρασης τῆς Φιλοκαλὶας στὰ σλαβονικά, ἀκριβῶς ἐπειδὴ φοβόταν πὼς τὸ βιβλίο μπορεῖ νὰ πέσει σὲ λάθος χέρια. Στὸ τέλος, ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ συμφώνησε στὴν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρούπολης, Γαβριήλ (8). Ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος συμφωνοῦσαν ἀπόλυτα μὲ τὸν Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ σχετικὰ μὲ τὴν τεράστια σημασία τῆς ὑπακοῆς σὲ ἕναν πνευματικὸ πατέρα. Ταυτόχρονα ὅμως ἦταν προετοιμασμένοι γιὰ τὸ ἐγχείρημα τῆς ἔκδοσης τῆς Φιλοκαλίας. Ἂς εἶναι ὁρισμένοι νὰ πέσουν θύματα πλάνης ἐξαιτίας τῆς οἰήσεως καὶ τῆς ὑπερηφανείας τους, ἔγραφε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Καὶ συνέχιζε: ἄλλοι ὅμως θὰ ἀποκομίσουν βαθὺ ὄφελος ἂν διαβάσουν τὴ Φιλοκαλία μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πενθικῆς διαθέσεως (9). Ἐάν μᾶς λείπει ὁ γέροντας, ἂς ἐμπιστευθοῦμε ὡς τελευταῖο καταφύγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς πνευματικὸς ὁδηγός.
Ἡ ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Φιλοκαλίας
Κατὰ πόσο μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ Φιλοκαλία, ὡς ἔργο πολυσυλλεκτικό, ἔχει ἑνιαῖο χαρακτῆρα; Ὑπάρχουν κοινὰ θέματα ποὺ συνδέουν τοὺς τριάντα ἕξι συγγραφεῖς μεταξύ τους; Κι ἀκόμη, κατὰ πόσο μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ μία ἰδιότυπη καὶ χαρακτηριστικὴ πνευματικότητα ἀναφερόμενοι στὴ Φιλοκαλία;
Ἐκ πρώτης ὄψεως εἶναι πιθανὸν ἡ Φιλοκαλία νὰ δώσει τὴν ἐντύπωση ἑνὸς ἔργου χωρὶς ἐσωτερικὴ συνέχεια καὶ χωρὶς μία ξεχωριστή, φιλοκαλική, προσέγγιση τῆς πνευματικότητας. Τὰ διάφορα κείμενα παρατίθενται ἁπλῶς μὲ χρονολογικὴ σειρά, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἔνδειξη ποὺ θὰ ὑποδείκνυε ποιὰ κείμενα εἶναι κατάλληλα γιὰ «ἀρχαρίους» καὶ ποιὰ γιὰ περισσότερο «προχωρημένους». Σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ἂς ἀναλογιστοῦμε κατ' ἀρχὰς τί σημαίνει ὁ τίτλος «Φιλοκαλία». Ἡ μία ἑρμηνεία ποὺ μπορεῖ νὰ δοθεῖ εἶναι πνευματική: σημαίνει τὴ φιλότητα πρὸς ὁτιδήποτε εἶναι ὄμορφο καὶ καλό, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ὡς πηγὴ ὅλου τοῦ κάλλους, τὴν ἀγάπη πρὸς ὁτιδήποτε ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸ θεῖο καὶ ἄκτιστο κάλλος. Ταυτόχρονα, ἡ λέξη μπορεῖ νὰ σημαίνει ἁπλῶς «ἀνθολογία», ἕνα ἀπάνθισμα καλῶν καὶ ὄμορφων πραγμάτων. Εἶναι ἴσως αὐτὸς ὁ πραγματικὸς χαρακτῆρας τῆς Φιλοκαλίας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ τοῦ ἁγίου Μακαρίου; Εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία ἐπιλογὴ ἄσχετων μεταξύ τους κειμένων, πού διαλέχτηκαν λίγο πολὺ τυχαῖα; Ἐὰν κοιτάξουμε βαθύτερα θὰ δοῦμε ὅτι ἡ Φιλοκαλία εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία σειρὰ ἄσχετων κειμένων ποὺ συμπεριλαμβάνονται, χάριν εὐκολίας, σὲ ἕναν βιβλιοδετημένο τόμο. Ὑπάρχουν συγκεκριμένα μοτίβα, καθὼς καὶ ὁρισμένα κεντρικὰ θέματα ποὺ κυριαρχοῦν καὶ τὰ ὁποῖα προσδίδουν στὴ Φιλοκαλία τὸν ἑνιαῖο της χαρακτῆρα καὶ τὸν συγκεκριμένο της σκοπό. Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφερθῶ σὲ τρία βασικὰ θέματα, τὰ ὁποῖα διατρέχουν ὁλόκληρο τὸ ἔργο, καὶ στὴ συνέχεια σὲ τρία πιὸ συγκεκριμένα χαρακτηριστικὰ τῆς Φιλοκαλίας.
1. Ἡ γενικὴ προοπτικὴ τῆς Φιλοκαλίας: ἐσωτερικὴ δράση
Ἡ Φιλοκαλὶα ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ παρὰ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ δράση. Δὲν ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐρήμου ὀνόμαζαν σωματικὸ κόπο, ἀλλὰ στὴν τοῦ νοὸς φυλακή (10). Δὲν ἑστιάζει στὴ λεπτομερὴ διατύπωση κανονισμῶν σχετικὰ μὲ τὴν τήρηση τῶν νηστειῶν, τὶς ὧρες τοῦ ὕπνου, ἢ τὸν ἀριθμὸ τῶν μετανοιῶν. Προχωράει πέρα ἀπὸ τὸ «γράμμα» ὅλων αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν κανόνων στὸ ἐσωτερικό τους «πνεῦμα», στὸν πνευματικό τους στόχο καὶ στὸ ἀποτέλεσμά τους. Ἐκεῖνο πού μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴ Φιλοκαλία, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸν πρόλογό του, εἶναι ἡ ἐντὸς ὑμῶν Θεοῦ βασιλεία (βλ. κατὰ Λουκᾶν 17:21), ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ τῆς καρδίας κεκρυμμένος... θησαυρὸς (βλ. κατὰ Ματθαῖον 13:44) [11].
Αὐτὴ ἡ ἐντός μας βασιλεία σύμφωνα μὲ τὴ Φιλοκαλία, διακρίνεται ἀπὸ δύο συγκεκριμένες ἀρετές: τὴ νῆψιν, ἕναν ὅρο ποὺ σημαίνει νηφαλιότητα, ἐγκράτεια, διαύγεια σκέψης καὶ πάνω ἀπ' ὅλα ἐνάργεια καὶ ἐγρήγορση, κι ἀπὸ τὴν ἡσυχίαν, ἡ ὁποία δὲν ἀναφέρεται στὴν ἐξωτερικὴ ἔλλειψη θορύβου, ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ ἠρεμία τῆς καρδιᾶς. Ἔννοιες κομβικῆς σημασίας γιὰ τὴν πνευματικότητα τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐν γένει, αὐτὲς οἱ δύο συναφεῖς ἀρετὲς ἀποκτοῦν ἰδιαίτερο νόημα ἀναφορικὰ μὲ τὴ Φιλοκαλία. Ἂν θέλαμε νὰ συνοψίσουμε τὸ μήνυμα τῆς Φιλοκαλίας μὲ δυὸ λέξεις θὰ διαλέγαμε τοὺς ὅρους νῆψις καὶ ἡσυχία. Ἡ σημασία τῆς νήψης γίνεται ἤδη σαφὴς στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου: Φιλοκαλὶα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸν πρόλογό του περιγράφει τὴ Φιλοκαλία ὡς τὸ τῆς νήψεως ταμιεῖον (12), ἐννοώντας τὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ἐγρήγορσης. Ἑρμηνεύοντας τὴν ἔκφραση αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν καθόλου νῆψιν, δηλαδὴ στὴν καθολικὴ νήψη τὴν ὁποία συνδέει μὲ δύο ἄλλες κομβικὲς ἔννοιες τῆς 'Ορθόδοξης ἀσκητικῆς θεολογίας, τὴν προσοχὴ καὶ τὴ φυλακὴ τοῦ νοός (13). Ἡ εἴσοδός μας στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ διασφαλίζεται μέσῳ τῆς νήψης. Μὲ τὰ λόγια του ἁγίου Φιλοθέου του Σιναΐτου ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὴ Φιλοκαλία: ὁδὸς μὲν εἰς βασιλείαν ἄγουσα, εἴς τε τὴν ἐντὸς ἡμῶν, καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν (14). Ὁ δεύτερος κομβικὸς ὅρος, ἡ ἡσυχία, στὴ Φίλοκαλία χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ποὺ τῆς δόθηκε ἀπὸ τὸν Εὐάγριο, δηλαδὴ μιᾶς προσευχῆς ὅπου ὁ νοῦς ἀπεκδύεται ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀμετροεπὴ σκέψη. Πρὸς τὸ τέλος τῆς Φιλοκαλὶας ἡ βασικὴ ἔννοια συνοψίζεται μὲ τὴν ἐπιγραμματικὴ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου: Ἡσυχία γάρ ἐστιν ἀπόθεσις νοημάτων.
2. Πρωταρχικὸς στόχος• ἡ θέωση
Ἐὰν δεχτοῦμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς Φιλοκαλίας, μὲ ποιὸν τρόπο περιγράφεται μέσα στὸ ἔργο τὸ ζητούμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς; Ὁ ἅγιος Νικόδημος παρέχει μία καθαρὴ ἀπάντηση στὴν πρώτη φράση τοῦ προλόγου του: Θεός, ἡ μακαρία φύσις, ἡ ὑπερτελὴς τελειότης, ἡ πάντων τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν Ποιητικὴ Ἀρχὴ ὑπεράγαθος καὶ ὑπέρκαλλος ἐξ ἀϊδίου πρωρίσας τὴν θεαρχικὴν αὐτοῦ ἰδέαν θεῶσαι τὸν ἄνθρωπον...(16). Γι' αὐτὸν τὸ λόγο λοιπὸν δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπώτατος σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς: ἡ θέωσις. Τὸ θέμα τῆς θέωσης, τῆς ἄμεσης μεταλλακτικῆς ἕνωσης μὲ τὸν ζῶντα Θεό, ἀποτελεῖ συνεκτικὸ ἱστὸ ὁλόκληρης τῆς Φιλοκαλίας.
3. Μέσο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἡ συνεχὴς ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος
Ἔχοντας ἀναφέρει στὴν πρώτη πρόταση ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μὲ στόχο τὴ θέωσιν, ὁ ἅγιος Νικόδημος συνεχίζει τὸν πρόλογό του μιλώντας γιὰ τὴν Πτώση, τὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐπέρχεται πρωταρχικῶς μὲ τὴ βάπτιση. Αὐτὴ ἡ χάρη τοῦ βαπτίσματος, πού μᾶς δίνεται στὴν παιδικὴ ἡλικία, στὴ συνέχεια ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κοσμικὲς μέριμνες. Πῶς μπορεῖ νὰ ἐπανενεργοποιηθεῖ; Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀπαντᾶ:
Σοφίζει μὲν τὸ Πνεῦμα τοὺς θεοσόφους Πατέρας... καὶ τρόπον αὐτοῖς ἀποκαλύπτει εἰς τὸ τὴν χάριν αὖθις εὑρεῖν, ὡς θαυμαστὸν ἀληθῶς καὶ ἐπιστημονικώτατον. Ὃ δὲ ἦν τὸ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι οὐχ ἁπλῶς, ἐν νοΐ, φημί, μόνον καὶ χείλεσι (τοῦτο καὶ γὰρ ἅπασι κοινῶς τοῖς εὐσεβεῖν αἱρουμένοις προφανὲς καὶ τῷ τύχοντι ἐστὶν εὐχερές)• ἀλλ' ὅλον τὸν νοῦν κατὰ τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον ἐπιστρεψαμένους, ὃ καὶ θαυμαστόν, οὕτως ἔνδον καὶ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς καρδίας βάθει τὸ τοῦ Κυρίου έπικαλεῖσθαι πανάγιον ὄνομα καὶ παρ' αὐτοῦ τὸ ἔλεος ἐκζητεῖν, αὐτοῖς καὶ μόνοις γυμνοῖς τοῖς τῆς προσευχῆς προσέχοντας ρήμασιν καὶ μηδὲν ἕτερον οὒτ' ἔσωθεν, οὔτ' ἔξωθεν τὸ σύνολον παραδεχομένους ἀσχημάτιστον ὅλως καὶ ἄχροον τηρεῖν τὴν διάνοιαν (17).
Αὐτὸ τὸ ἐπιστημονικὸν καὶ πνευματικὸν ἔργο, ἂν συνοδευτεῖ ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, θὰ ἐξαλείψει τὰ πάθη καὶ θὰ μᾶς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιστρέψουμε (ἐπαναδραμεῖν) πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς δωρηθεῖσαν ἐν τῷ Βαπτίσματι τελείαν χάριν τοῦ Πνεύματος (18). Σὲ μία προσπάθεια νὰ μᾶς βοηθήσει στὴν ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος ὁ ἅγιος Νικόδημος προσθέτει ὅτι ἀρκετοὶ Πατέρες συστήνουν ἕναν πρακτικὸν τρόπον διά τινων φυσικῶν μεθόδων (19).
Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι τὰ μέσα ποὺ προτείνει ἡ Φιλοκαλία καὶ διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὸν ὕψιστο στόχο, τὴ θέωση. Ἡ «ἐπιστημονικὴ μέθοδος» ποὺ προτείνουν οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ πέντε βασικὰ σημεῖα:
1. στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ
2. στὴν προσευχὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς
3. στὸν ἀποκλεισμὸ ὁποιασδήποτε εἰκόνας ἢ σκέψης στὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς
4. στὴν ἐπίκληση τοῦ Θείου 'Ονόματος τοῦ Ἰησοῦ
5. στὴ χρήση τῆς φυσικῆς τεχνικῆς ποὺ συνίσταται στὴν κάμψη τοῦ κεφαλιοῦ στὸ στῆθος, τὸν ἔλεγχο τῆς ἀναπνοῆς καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει σαφῶς στὸν πρόλογο τῆς ἔκδοσης ὅτὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ θέματα τῆς Φιλοκαλίας. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ ὅσον ἀφορᾶ στὴ θέση αὐτοῦ τοῦ θέματος συνολικὰ μέσα στὸ ἔργο. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς τῆς Φιλοκαλίας ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Δύση δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ἔργο δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ὁδηγὸς γιὰ τὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ὡστόσο, οἱ δύο συγγραφεῖς, τὸ ἔργο τῶν ὁποίων ἀναλογικὰ καταλαμβάνει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἔκδοσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, δὲν ἀναφέρονται διόλου στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία ἀποκτᾶ κεντρικὴ θέση μόνον στὸ τελευταῖο μέρος τοῦ ἔργου. Διαβάζοντας κανεὶς τὴ Φιλοκαλία στὸ σύνολό της, θὰ δεῖ ὅτι οἱ ἐκδότες της δὲν θεωροῦσαν στὸ ἐλάχιστο τὴν ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος ὡς μία «τεχνικὴ πνευματικότητας» ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐφαρμοστεῖ ἀποκομμένα. Ἀντίθετα, τὴν τοποθετοῦν πάντοτε σὲ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο ἀσκητικῆς πρακτικῆς καὶ «νήψης», ποὺ προϋποθέτει σὲ κάθε βῆμα τὴν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ὡστόσο, παρὰ τὸ ὅτι ἡ «φιλοκαλική» πνευματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς πρακτική της Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ σημαντικὸ συνεκτικὸ ἱστὸ τῆς Φιλοκαλὶας.
Τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς ξεχωριστῆς «.φιλοκαλικῆς» πνευματικότητας ἀρχίζουν τώρα νὰ διαφαίνονται. Τρία ἰδιαίτερα στοιχεῖα χρῄζουν μνείας:
3.1. Ἡ παράδοση τοῦ Εὐαγρίου καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
Παρὰ τὸ ὅτι τὰ ἔργα ποὺ περιλαμβάνονται στὴ Φιλοκαλὶα ἀπηχοῦν πλειάδα προσεγγίσεων, ἡ καθοριστικὴ ἐπιρροὴ τοῦ Ευαγρίου καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητου εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Ἡ Φιλοκαλὶα παραλείπει τὰ Ἀποφθέγματα., τὸν ἅγιο Ἐφραίμ, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο καὶ τὸν ἅγιο Δωρόθεο. Εἶναι γεγονὸς ὅτὶ περιλαμβάνει ἀρκετὸ ὑλικὸ τοῦ Μακαρίου σὲ διασκευὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ. Ἐπικρατέστερη ὡστόσο εἶναι ἡ ὁρολογία καὶ ἡ κατηγοριοποίηση τοῦ Εὐαγρίου κι αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἰδιαίτερα στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ποὺ καταλαμβάνουν σημαντικὸ μέρος τῆς Φιλοκαλίας.
3.2. Παλαμισμὸς
Κατὰ πόσον εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Φιλοκαλὶα δὲν ἀπηχεῖ μόνον τὴν προσέγγιση τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν Εὐάγριο καὶ τὸν Μάξιμο, ἀλλὰ ὅτι, πιὸ συγκεκριμένα, ἀναπαράγει τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Ὁποιαδήποτε ἀπάντηση θὰ πρέπει νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ ἐπιφυλάξεις. Οἱ Κολλυβάδες ἦταν ἀδιαμφισβήτητα ὀπαδοὶ τοῦ Παλαμισμοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Νικόδημος προετοίμασε μία ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Παλαμᾶ σὲ τρεῖς τόμους, ποὺ τελικὰ ὅμως δὲν κυκλοφόρησε. (Τὸ χειρόγραφο αὐτῆς τῆς ἔκδοσης ποὺ ἐστάλη σὲ ἕναν Ἕλληνα τυπογράφο στὴ Βιέννη, κατασχέθηκε καὶ καταστράφηκε ἀπὸ τὴν Αὐστριακὴ ἀστυνομία τὸ 1798, μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ. Μικρὸ μέρος τοῦ χειρογράφου σώθηκε ἐνῷ τὸ μεγαλύτερο καταστράφηκε ἢ χάθηκε) [20]. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὰ ἡσυχαστικὰ γραπτά του 14ου αἰώνα δὲν καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὸ ἕνα τέταρτο τῆς Φιλοκαλίας, ἐνῷ τὰ συγκεκριμένα κείμενα ποὺ ἐπελέγησαν ἀπὸ τοὺς ἐκδότες ἦταν στὴν πλειοψηφία τους ἔργα ποιμαντικὰ καὶ μὴ πολεμικά, μὲ ἐλάχιστες ἀναφορὲς στὴν Παλαμικὴ διδασκαλία περὶ θείου φωτὸς καθὼς καὶ στὴ διαφορὰ μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ ἐνέργειας. Κατὰ μία εὐρύτερη ἔννοια ὡστόσο, οἱ ἐκδότες τῆς Φίλοκαλιας ἐμπνεύστηκαν καὶ πραγματοποίησαν τὴν ἔκδοση στὸ πνεῦμα τοῦ Παλαμισμοΰ. Ἡ κύρια ἀντινομία, ἡ ὁποία διαφυλάσσεται μέσα ἀπὸ τὴ διαφοροποίηση οὐσίας καὶ ἐνέργειας, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ταυτόχρονα γνωστὸς καὶ ἄγνωστος, ὑπερβατικὸς καὶ ἐνυπάρχων, πέρα ἀπὸ κάθε ὂν καὶ πανταχοῦ παρών, διαπερνᾶ τὴ Φιλοκαλία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Ἡ ἀποφατικὴ προσέγγιση τοῦ θείου μυστηρίου τονίζεται ἐπανειλημμένως. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ ἕνα κείμενο ποὺ περιλαμβάνεται στὴ Φιλοκαλία, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ὑπεράγνωστος ... [ὁ ὁποῖος] πᾶσαν ... διάφεύγει νόησιν τῶν νοούντων ... καὶ πάσης πασῶν γνώσεων ἀπείρως ὑπερεκτείνεται γνώσεως (21). Ταυτόχρονα, ἡ Φιλοκαλία ἐπιβεβαιώνει τὸ ἰδεῶδες της θέωσης: ἀκόμη καὶ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀπείρως ὑπερβατικὴ θεότητα. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὴν τολμηρὴ φράση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, μέσῳ τῆς θέωσης παραχωρεῖται στοὺς ἁγίους μία κατ' ἐνέργειαν ταύτιση μὲ τὸν τριαδικὸ Θεό, ἂν καὶ δὲν συμμετέχουν στὴ θεία οὐσία (22). Ἐὰν λοιπὸν ἡ διαφοροποίηση οὐσίας-ἐνέργειας (διάκριση πολὺ προγενέστερη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Παλαμᾶ) δὲν θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς φιλοσοφικὸς στοχασμὸς ἀλλὰ ὡς ἀληθινὴ βιωματικὴ διάσταση -δηλαδή, ὡς τρόπος ἔκφρασης τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων κατὰ τὴν προσευχή- τότε πράγματι ἡ Φιλοκαλία θὰ πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἔκφραση μιᾶς «Παλαμικῆς» τάσης.
3.3. Ἡ ἀπουσία δυτικῶν ἐπιδράσεων
Τὰ ἔργα ποὺ περιλαμβάνονται στὴ Φιλοκαλία ἐμπίπτουν ὅλα στὴν παράδοση τῆς πνευματικότητας τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς. Σὲ ἄλλες του ἐκδόσεις ὁ ἅγιος Νικόδημος ἦταν πρόθυμος νὰ διασκευάσει ρωμαιοκαθολικὰ ἔργα (ὅπως τὸ Combattimento Spirituale τοῦ Lorenzo Scupoli, τὸ Esercizi Spirituali τοῦ Giampetro Pinamonti, βασισμένο στὸν Ἰγνάτιο Loyola, καὶ τὰ Il confessore istruito καὶ Il penitente istruito τοῦ Paolo Segneri) γιὰ τὸ ὀρθόδοξο κοινό (23). Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκτίμησε τὴ ψυχολογικὴ ὀξυδέρκεια αὐτῶν τῶν δυτικῶν συγγραφέων, καθὼς καὶ τὸ συναίσθημα, τὸν διάπυρο καὶ οἰκεῖο τόνο ποὺ χαρακτηρίζει τὰ ἔργα τους. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι αἰσθάνθηκε πὼς ἡ μέθοδος τοῦ ἐλεύθερου διαλογισμοῦ ἰδιαίτερα τῶν Θείων Παθῶν, ποὺ ὑποστήριζαν αὐτοὶ οἱ συγγραφεῖς, θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τοὺς ὀρθόδοξους ἀναγνῶστες ποὺ συναντοῦσαν δυσκολίες μὲ τὴν ἀνεικονικὴ προσευχὴ τῆς παράδοσης τοῦ Εὐαγρίου. Παραταῦτα, στὸν Ἀόρατο Πόλεμο θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ προσθέσει ἕνα κεφάλαιο -ποὺ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν πηγή του, τὸν Scupoli- σχετικὰ μὲ τὸν ἔλεγχο τῆς φαντασίας καὶ τῆς μνήμης (24). Στὴ Φιλοκαλία, ὡστόσο, οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος περιορίστηκαν ἀποκλειστικὰ στὰ παραδοσιακὰ κείμενα τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς, χωρὶς νὰ ἐνσωματώσουν κανένα δάνειο ἀπὸ ρωμαιοκαθολικὲς πηγές. Ἂν καὶ ἡ Φιλοκαλὶα περιέχει ἀρκετὰ κείμενα ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν φαντασιακὸ διαλογισμὸ πάνω στὸ βίο καὶ τὸ Πάθος τοῦ Ἰησοῦ (ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Νικόλαο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ) [25], ὁ τρόπος προσευχῆς ποὺ προτείνεται συνήθως εἶναι ἐκεῖνος τοῦ Εὐαγρίου ποὺ συνίσταται στὴν «ἀπόθεση νοημάτων».
Αὐτοὶ εἶναι ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς συνεκτικοὺς ἱστοὺς τῆς Φιλοκαλίας οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀναφερόμαστε σὲ μία ἰδιαίτερη «φιλοκαλική» πνευματικότητα. Ὡς βιβλίο ποὺ ἐπικεντρώνεται κατὰ κύριο λόγο στὴν ἐσωτερικὴ δράση, στὸ «ἐσωτερικὸ βασίλειο» τῆς καρδιᾶς, ἡ Φιλοκαλία προσδίδει ἰδιαίτερη σημασία στὶς δύο συναφεῖς ἀρετὲς τῆς νήψης καὶ τῆς ἡσυχίας. Βασικὸς στόχος ἐκείνου ποὺ ἐπιδίδεται στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴ θέωση, τὴν ἄμεση συμμετοχὴ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κύριο μέσο γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ στόχου εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου 'Ονόματος, συνοδευόμενη ὅταν πρέπει ἀπὸ τὴ «φυσικὴ τεχνική». Ἡ Φιλοκαλία δὲν τονίζει τὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ μὲ μονόπλευρο ἢ ἀποκλειστικὸ τρόπο. Ἡ τάση ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο εἶναι κατὰ κύριο λόγο ἐκείνη τοῦ Εὐαγρίου καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ταυτόχρονα, ἡ Φίλοκαλὶα προϋποθέτει τὴν «Παλαμική» διαφορὰ θείας οὐσίας-ἐνέργειας. Δὲν κάνει χρήση τῆς πνευματικότητας τῆς δυτικῆς ἀντιμεταρρύθμισης, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀντιτίθεται πολεμικὰ στὸ χριστιανισμὸ τῆς Δύσης. Εἶναι πράγματι ἕνα ἔργο γιὰ ὅλους τους χριστιανούς, γιὰ μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Χωρὶς νὰ εἶναι διεξοδικὸ ἢ συστηματικὸ ἔργο, ἡ Φιλοκαλὶα διέπεται ἀπὸ αὐθεντικὴ ἑνότητα καὶ ἐσωτερικὴ συνέχεια. Πολὺ παραπάνω ἀπὸ μία τυχαία συλλογὴ κειμένων ποὺ ἐκδόθηκαν στὸν ἴδιο τόμο, ἡ Φιλοκαλία εἶναι πράγματι αὐτὸ ποὺ φιλοδοξοῦσαν οἱ ἐκδότες της, οἱ ἅγιοι Μακάριος Κορίνθου καὶ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: μυστικὸν διδασκαλεῖον τῆς νοερᾶς προσευχῆς (26).
Πολλὲς φορὲς μὲ ρωτοῦν: Μὲ ποιὰ σειρὰ θὰ πρέπει νὰ διαβάζονται τὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας; Θὰ πρέπει νὰ ἀρχίζει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τὴν πρώτη σελίδα καὶ νὰ συνεχίζει ἕως τὸ τέλος; Ἴσως αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι ἡ καλύτερη μέθοδος. Γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι ἐξοικειωμένοι μὲ τὸν Ἡσυχασμό, ἀλλὰ ποὺ ἔχουν σοβαρὸ καὶ βαθὺ ἐνδιαφέρον νὰ ἀνακαλύψουν τὸ ἀληθινό του νόημα, ἡ σειρὰ ποὺ προτείνω εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
1. Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Περὶ τῶν αἱρουμένων ἡσυχῶς βιῶναι (Φιλοκαλὶα IV, 197-295) [27].
2. Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου, Περί νήψεως καὶ ἀρετῆς (Φιλοκαλὶα Ι, 141-173).
3. Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ (στὴν πραγματικότητα, Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ), Περὶ Προσευχῆς (Φιλοκαλὶα Ι, 176-189).
4. Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Φιλήμονος (Φιλοκαλία ΙΙ, 241-252).
5. Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, Περὶ ἡσυχίας καὶ προσευχῆς, μαζὶ μὲ τὰ δύο συνοπτικὰ ἔργα ποὺ ἕπονται (Φιλοκαλία IV, 66-88) [28].
(Ὡστόσο, ἐδῶ συστήνω στοὺς ἀρχαρίους νὰ μὴν ἀποπειραθοῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὴ φυσικὴ μέθοδο ποὺ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐκτὸς κι ἐὰν βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἄμεση καὶ προσωπικὴ καθοδήγηση κάποιου πνευματικοῦ πατέρα).
Η Φιλοκαλία χθὲς καὶ σήμερα
Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας τῆς Φιλοκαλίας. Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ ἐπίδρασή της; Στὸν ἑλληνικὸ κόσμο τὸ βιβλίο ἀρχικὰ εἶχε μέτρια ἀπήχηση, ἴσως γιατί -ὅπως προανέφερα- σχεδὸν ὅλα τὰ κείμενα ἐκδόθηκαν στὸ πρωτότυπο χωρὶς μετάφραση στὰ νέα ἑλληνικά. Πέρασε διάστημα περισσότερο ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια πρὶν ἐμφανιστεῖ ἡ δεύτερη ἔκδοση στὰ ἑλληνικά, τὸ 1893. Ἑξήντα τέσσερα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1957, ξεκίνησε ἡ τρίτη ἔκδοση. Ἔτσι λοιπόν, στὴ διάρκεια τῶν πρώτων ἑκατὸν ἑβδομήντα πέντε χρόνων τῆς ὕπαρξής της, ἡ Φιλοκαλὶα τυπώθηκε μόνον τρεῖς φορές. Δὲν ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε best seller! Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἕνα κλασικὸ ἔργο τῆς δεκαετίας τοῦ 1930, ἡ πολύτομη Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, κάτω ἀπὸ τὸ λῆμμα «Φιλοκαλία» ἀναφέρει μόνον τὴ Φιλοκαλία τοῦ Ὠριγένους ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἐνῷ δὲν ἀναφέρει κὰν τὴ Φιλοκαλία τῶν ἁγίων Μακαρίου καὶ Νικόδημου (29).
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, στὸν σλαβικὸ κόσμο τοῦ 19ου αἰώνα ἡ Φιλοκαλὶα εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὴ τύχη. Ἡ σλαβονικὴ μετάφραση τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1793 καὶ ἡ ἐπαυξημένη ρωσικὴ ἔκδοση τοῦ ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου ποὺ ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται τὸ 1877, ἀνατυπώθηκαν πολλὲς φορὲς καὶ στὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα γνώρισαν ἀνταπόκριση πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τῆς ἑλληνικῆς ἔκδοσης. Τρία χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τῆς ἐπιρροῆς ποὺ ἄσκησε ἡ σλαβονικῆ Dobrotolubiye εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ὄχι μόνον τὴν εἶχε διαβάσει, ἀλλὰ καὶ παρέπεμπε τακτικὰ σὲ αὐτήν. Ἐπίσης, ἡ Φιλοκαλία διαβαζόταν ἀπὸ τοὺς startsi (γέροντες) τῆς Ὄπτινα ποὺ τὴ συνέστηναν στοὺς πιστούς. Κι ἀκόμη ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας τῶν Περιπετειῶν ἑνὸς Προσκυνητοῦ κουβαλοῦσε τὴ Φιλοκαλία στὸν ταξιδιωτικό του σάκκο, καθὼς περιπλανιόταν στὰ ρωσικὰ δάση μὲ τὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ στὰ χείλη καὶ ἕνα κομποσχοίνι στὸ χέρι του.
Ὡστόσο, ἡ πραγματικὴ ἐποχὴ τῆς Φιλοκαλίας δὲν ἦταν οὔτε ὁ 18ος αἰώνας μὲ τοὺς Κολλυβάδες, οὔτε ἡ «Ἁγία Ρωσία» τοῦ 19ου αἰώνα, ἀλλὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ του 20οῦ αἰώνα καὶ συγκεκριμένα τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ἡ τρίτη ἔκδοση τῆς Φιλοκαλὶας ποὺ ἐμφανίστηκε σὲ πέντε τόμους ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο «Ἀστὴρ-Παπαδημητρίου» (1957-1963) κυκλοφόρησε εὐρύτατα καὶ ἀνατυπώθηκε στὰ μέσα της δεκαετίας τοῦ '70. Κι ἀκόμη, ἡ Φιλοκαλὶα μεταφράσθηκε στὰ νέα ἑλληνικά. Μέχρι, πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια ἡ Φιλοκαλία στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἦταν γνωστὴ μόνο σὲ ὁρισμένα μοναστήρια• σήμερα ἐκεῖνοι, ποὺ τὴ μελετοῦν καὶ ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴν ἀξία της εἶναι ὅλο καὶ περισσότεροι, ἰδιαίτερα δὲ κοσμικοί. Καὶ κατ' αὐτὴ τὴν ἔννοια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος πέτυχαν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ φιλοδοξοῦσαν.
Μία ἄλλη ὀρθόδοξη χώρα ποὺ ἐπηρεάστηκε βαθύτατα ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία -ἰδιαίτερα μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἡ ρουμανικὴ μετάφραση ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται τὸ 1946 καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἔκδοση ἦταν ὁ διακεκριμένος θεολόγος Πρωθιερέας Dumitru Staniloae (1903-1993). Ἕως τὸ 1948 εἶχαν ἐκδοθεῖ τέσσερις τόμοι• ὅμως ἡ ἔκδοση σταμάτησε ἐξαιτίας πιέσεων ἀπὸ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστώς. Τριάντα χρόνια ἀργότερα η προσπάθεια αὐτὴ μπόρεσε νὰ συνεχιστεῖ καὶ ἀπὸ τὸ 1976 ἕως τὸ 1981 κυκλοφόρησαν ἄλλοι ἕξι τόμοι, συμπληρώνοντας ἔτσι τὸ δεκάτομο ἔργο (ποὺ ἀντιστοιχεῖ σὲ περισσότερες ἀπὸ 4.650 σελίδες) (30). Σὲ σύγκριση μὲ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, ἡ ρουμανικὴ Φιλοκαλία περιλαμβάνει μία σαφῶς μεγαλύτερη ἐπιλογὴ κειμένων. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Πατὴρ Staniloae πρόσθεσε ὁρισμένα ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ξανάγραψε ἐπίσης τὰ εἰσαγωγικὰ σημειώματα ποὺ προηγοῦνται τοῦ ἔργου τοῦ κάθε συγγραφέα καὶ ἔδωσε πολυάριθμες παραπομπές. Στὶς σημειώσεις του ὁ πατὴρ Staniloae παραθέτει κριτικὴ βιβλιογραφία ἀπὸ τὴ σύγχρονη Δύση, ἂν καὶ ὁ συγγραφέας ἐξετάζει ὅλα τὰ ἔργα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη σκοπιά.
Ἡ ρουμανικὴ Φιλοκαλία συνέβαλε μὲ καθοριστικὸ καὶ δημιουργικὸ τρόπο στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση ποὺ παρατηρεῖται σήμερα στὴν ὀρθόδοξη Ρουμανία. Ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸν πατέρα Staniloae εἶναι ἡ ἐντυπωσιακὴ ὁμάδα νεαρῶν ἐπισκόπων καὶ θεολόγων ποὺ ἀναδύθηκε καὶ ἡ προσέγγιση τῆς ὁποίας εἶναι βαθύτατα «φιλοκαλική». Στὴ Ρουμανὶα σήμερα, ὅπως καὶ στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα, ἡ ἐπίδραση τῆς Φιλοκαλίας ἐπ' οὐδενὶ δὲν περιορίζεται, σὲ μοναστικοὺς κύκλους. Ἀντίθετα, ἐπηρεάζει τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της.
Ἐὰν ἡ ἐπίδραση τῆς Φιλοκαλίας στὴ Ρουμανὶα εἶναι ἀληθινὰ ἐντυπωσιακή, ἀκόμη πιὸ ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ εὐρύτατη ἐπιτυχία της στὸ δυτικὸ κόσμο στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων πενήντα ἐτῶν. Ἡ πρώτη ἔκδοση, ποὺ κυκλοφόρησε στὴ Βενετία τὸ 1782, ἐστάλη σχεδὸν καθ' ὁλοκληρία στὴν Ἀνατολή. Ἐλάχιστα ἀντίτυπα διοχετεύθηκαν σὲ βιβλιοθῆκες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ εὐρυμαθὴς Dom Pitra καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιμελητὲς τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν J.-P. Migne εἶχαν πρόσβαση στὴν ἑλληνικὴ Φιλοκαλία, μόνον ἀπὸ τὸν τόμο ὀγδόντα πέντε καὶ μετὰ καὶ δὲν παραλείπουν νὰ τονίσουν τὴ σπανιότητα τοῦ ἔργου: «...ex libro inter rariores rarissimo» (PG 127:1127).
Σπουδαιότατο ρόλο στὴ διάδοση τῆς Φιλοκαλίας στὴ Δύση ἔπαιξε ἡ Μεγάλη Βρετανία. Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 μία ἐπιλογὴ ὑλικοῦ τῆς ρωσικῆς Dobrotolubiye τοῦ ἁγίου Θεοφάνους μεταφράσθηκε ἀπὸ τὰ ρωσικὰ στὰ ἀγγλικὰ μὲ ἐκδοτικὴ φροντίδα τῆς ρωσίδας ὀρθόδοξης Evgeniya Kadloubovsky καὶ τοῦ Ἄγγλου ὀρθόδοξου Gerald Palmer. Ἔτσι ἐκδόθηκαν δύο τόμοι, τὰ Γραπτὰ ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία γιὰ τὴν Προσευχὴ τῆς Καρδιᾶς (Writings from the Philokalia on Prayer of the Heart), τὸ 1951, καὶ Οἱ Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία (Early Fathers from the Philokalia), τὸ 1954. Οἱ δύο αὐτοὶ τόμοι γνώρισαν ἐκπληκτικὴ καὶ ἀπρόσμενη ἐπιτυχία. Τὸ ρωμαιοκαθολικὸ περιοδικὸ The Catholic Herald χαιρέτησε τὴν ἔκδοση τῶν φιλοκαλικῶν κειμένων ὡς «ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ δοκίμια πνευματικότητας ποὺ μεταφράστηκαν ποτὲ στὰ ἀγγλικά» καὶ οἱ δύο τόμοι ἀνατυπώθηκαν ἐπανειλημμένα.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ ἐκδότες τῆς ἀγγλικῆς Φιλοκαλίας, οἱ Faber and Faber, δὲν θὰ εἶχαν ποτὲ δεχτεῖ νὰ ἐκδώσουν τὸ ἔργο χωρὶς τὴν ὑποστήριξη τοῦ T.S. Eliot, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διευθυντὲς τοῦ οἴκου. Ὁ Eliot ἐντυπωσιάστηκε τόσο ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Φιλοκαλίας, ὥστε ἐπέμεινε νὰ ἐκδοθεῖ πάσῃ θυσίᾳ ἂν καὶ ἦταν σχεδὸν βέβαιος ὅτι θὰ εἶχε σοβαρὸ οἰκονομικὸ κόστος. Στὴν πραγματικότητα σημείωσε μεγάλη ἐκδοτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐπιτυχία. «Δὲν ἔχουμε χάσει ποτὲ χρήματα ἐκδίδοντας ὀρθόδοξα βιβλία», μοῦ εἶπε πρόσφατα κάποιο στέλεχος τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Fabers. Ὁ ἀείμνηστος Philip Sherrard μοῦ διηγήθηκε ὅτι κάποια μέρα βρισκόταν στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γιώργου Σεφέρη ὅταν πρόσεξε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ράφια τὸν ἀγγλικὸ τόμο Γραπτὰ ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία. Τὸν πῆρε στὰ χέρια του καὶ ἀνακάλυψε ὅτι εἶχε σταλεῖ στὸ Σεφέρη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Eliot μὲ τὴν ἀφιέρωση: «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Δὲν ξέρω ἂν ὁ Σεφέρης διάβασε τὸ βιβλίο, ἀλλὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ Eliot τὸ εἶχε διαβάσει μὲ προσοχή.
Τὸ 1979 ἄρχισε νὰ κυκλοφορεῖ μία νέα ἀγγλικὴ ἔκδοση. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἔκδοση δὲν περιέχει ἁπλῶς μία ἐπιλογή, ἀλλὰ περιλαμβάνει ὅλα τὰ ἔργα τῆς πρωτότυπης ἑλληνικῆς ἔκδοσης, καὶ δὲν εἶναι βασισμένη στὴ ρωσικὴ ἀπόδοση τοῦ Θεοφάνους ἀλλὰ στὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, καὶ χρησιμοποιεῖ σύγχρονες κριτικὲς ἐκδόσεις, ὅπου ὑπάρχουν. Ἡ ἀγγλικὴ μετάφραση πρόκειται σύντομα νὰ συμπληρωθεῖ: ὁ πέμπτος καὶ τελευταῖος τόμος βρίσκεται ἤδη στὸ στάδιο τῆς προετοιμασίας γιὰ ἔκδοση. Ὅπως καὶ ἡ προηγούμενη ἀγγλικὴ ἔκδοση, ἔτσι καὶ αὐτή, εἶχε ἐκπληκτικὴ ἀπήχηση σὲ ἕνα εὐρύτατο κοινό. Οἱ πρῶτοι τόμοι τῆς ἀγγλικῆς Φιλοκαλίας ἔχουν ἤδη ἀνατυπωθεῖ ἀρκετὲς φορές. Ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ καταφθάνουν στὰ γραφεῖα τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου εἶναι σαφὲς ὅτὶ ἡ ἀγγλικὴ Φιλοκαλία δὲν κυκλοφορεῖ μόνον μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς 'Ορθόδοξης Ἐκκλησίας, ἢ ἔστω μεταξὺ χριστιανῶν. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἴτε ἀνήκουν σὲ ἄλλες θρησκεῖες εἴτε δὲν ἀνήκουν σὲ κάποια θρησκευτικὴ παράδοση, ἀλλὰ ἀναζητοῦν μία πίστη καὶ διαβάζουν τὴ Φιλοκαλία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ μετάφραση τοῦ ἔργου ἐπιτελεῖ ἕνα ἀξιοσημείωτο ἱεραποστολικὸ ἔργο.
Τὸ παράδειγμα τῆς Βρετανίας ἀκολούθησαν πολλὲς ἄλλες δυτικὲς χῶρες. Ἀπὸ τὸ 1953 καὶ μετά, μεταφράσεις τῆς Φιλοκαλὶας ἐμφανίστηκαν πρῶτα στὰ γαλλικά, κι ὕστερα στὰ γερμανικά, τὰ ἰταλικά, τὰ ἱσπανικά, καὶ τὰ φινλανδικά. Ἐν πρώτοις, οἱ ἀποδόσεις αὐτὲς περιεῖχαν μόνον ἐπιλογὲς κειμένων καὶ μερικὲς φορὲς δὲν βασίζονταν στὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ κείμενο. Ὡστόσο, στὴ διάρκεια τῆς τελευταίας εἰκοσαετίας ἐμφανίστηκαν πλήρεις ἐκδόσεις μεταφρασμένες ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ὅπως καὶ στὴν Ἀγγλία, οἱ μεταφράσεις αὐτὲς γνώρισαν τεράστια ἐπιτυχία καὶ ξεπέρασαν τὶς τολμηρότερες προσδοκίες τῶν ἐκδοτικῶν οἴκων.
Στὸ ξεκίνημα τῆς τρίτης χιλιετίας, ἡ φωνὴ τῆς Φιλοκαλίας ἀκούγεται ὅλο καὶ πιὸ δυνατὰ τόσο στὸν ὀρθόδοξο κόσμο ὅσο καὶ στὴ Δύση. Εἶναι σίγουρα ἀξιοσημείωτο -καὶ γιὰ μένα προσωπικὰ ἰδιαίτερα ἐνθαρρυντικό- ὅτι μία συλλογὴ κειμένων ποὺ προοριζόταν γιὰ ἑλληνορθόδοξους χριστιανοὺς τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας τοῦ 18ου αἰώνα, κατάφερε νὰ ἀσκήσει τέτοια ἐπίδραση δύο αἰῶνες ἀργότερα, στὸ ὁλότελα διαφορετικὸ ἱστορικὸ καὶ πολιτισμικὸ περιβάλλον τῆς μετα-χριστιανικῆς Εὐρώπης, ποὺ ἐκκοσμικεύεται ὅλο καὶ περισσότερο. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ποὺ τόσο ἀγάπησαν καὶ ἐφάρμοσαν οἱ ἅγιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ Μακάριος Κορίνθου, παραμένει ἐπίκαιρη στὸ σύγχρονο κόσμο.
Σημειώσεις
1. Σχετικὰ μὲ τὴν πρώτη ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας καὶ τὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις καὶ ἀνατυπώσεις βλ. Kallistos Ware, 'Philocalie', Dictionnaire de Spiritualité 12 (1984), 1336-1352. Γιὰ πληρέστερες βιβλιογραφικὲς ἀναφορὲς βλ. τὶς σημειώσεις τοῦ ἀγγλικοῦ κειμένου ποὺ ἀκολουθεῖ.
2. Γιὰ λόγους προφανεῖς ἢ licenza δὲν ἀνατυπώθηκε στὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις τῆς Φιλοκαλὶας ποὺ κυκλοφόρησαν στὴν Ἀθήνα.
3. Γιὰ βιβλιογραφία βλ. τὸ ἀγγλικὸ κείμενο τῆς διάλεξης.
4. The Gulag Archipelago, 2, Glasgow 1975, 597.
5. Φικολαλία Ι, xxiv. Οἱ παραπομπὲς τῆς Φιλοκαλίας δίνονται στην τρίτη ἑλληνικὴ ἔκδοση τοῦ Ἀστέρος-Παπαδημητρίου (Ἀθήνα, 1957-63) μὲ ἀριθμὸ τόμου καὶ σελίδας.
6. Φιλοκαλία I, xxii. Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ὑπ' ὄψιν του τὴ διαμάχη μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ μοναχοῦ Ἰώβ. Σχετικὰ βλ. Πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, PG 151: 573Β-574Β, ποὺ παρατίθεται στὴ Φιλοκαλία V, 107.
7. Φιλοκαλία I, xxiii.
8. Dobrotolubiye, Μόσχα 1793. Βλ. Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ταχιάος, «Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του» (Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου 73: Θεσσαλονίκη 1964), 113-14.
9. Φιλοκαλὶα I, xxiii-xxiv
10. Σύγκρινε τὴν ἀναλογία τοῦ φυλλώματος ἑνὸς δένδρου μὲ τὸν καρπό του ἀπὸ τὸ Γεροντικόν, Ἀγάθων 8, PG 65:112ΑΒ.
11. Φιλοκαλία I, xxiv.
12. Φιλοκαλία I, xxiii.
13. Φιλοκαλία I, xx.
14. Νηπτικὰ Κεφάλαια Μ', 3 (Φιλοκαλία ΙΙ, 275).
15. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, Περὶ τοῦ πῶς δεῖ καθέζεσθαι 5, Φιλοκαλία IV.82. Ἡ φράση προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κλίμακος, Κλῖμαξ 27, PG 88:1112Α,ο ὁποῖος τὴ δανείζεται ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγρίου, Περὶ Προσευχῆς 71 [70], Φιλοκαλία Ι, 182.
16. Φιλοκαλία I, xix.
17. Φιλοκαλὶα Ι, xx.
18. Φιλοκαλὶα I, xxi. Πρβλ. Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι, Περὶ τῶν αἱρουμένων ἡσυχῶς βιῶναι 4, Φιλοκαλὶα IV, 199.
19. Φιλοκαλία I, xxi.
20. Βλ. Citterio, L' orientamento (σημ. 3 τοῦ ἀγγλικοῦ κειμένου), 349-52.
21. Μάξιμος, Περὶ ἀγάπης 3:98' Κεφάλαια Διάφορα 3:1 (Φιλοκαλία ΙΙ, 40, 91).
22. Μάξιμος, Κεφάλαια Διάφορα 6:19 (Φιλοκαλία ΙΙ, 150)• Πρὸς Θαλάσσιον 59 (PG 90:609Α• Corpus Christianorum 22, 53, σειρὲς 137-8).
23. Βλ. Citterio, L' Orientamento, 112-36.
24. Βλ. τὴν εἰσαγωγή του Η.A. Hodges, στὸ Unseen Warfare: Being the Spiritual Combat and Path to Paradise of Lorenzo Scupoli as edited by Nicodemus of the Holy Mountain and revised by Theophan the Recluse, μτφρ. Ε. Kadloubovsky καὶ G.E.H. Palmer, Faber & Faber, London 1952, 49-51.
25. Φιλοκαλία I, 134-5 (= PG65:1041B-1045A). Ὃ Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής, γνωστὸς ἐπίσης καὶ ὡς Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης, ὀρθότερα ὀνομάζεται Μᾶρκος ὁ Μοναχός.
26. Φιλοκαλία I, xxiii.
27. Βλ. Kallistos Ware, Α Fourteenth-Century Manual of Hesychast Prayer: the Century of St Kallistos and St Ignatios Xanthopoulos, Canadian Institute of Balkan Studies, Toronto 1995.
28. Βλ. Kallistos Ware, 'The Jesus Prayer in St Gregory of Sinai', Eastern Churches Review 4:1 (1972), 3-22' David Balfour, 'Saint Gregory the Sinaite: Discourse on the Transfiguration', ἀνάτυπο ἀπὸ τὴν Θεολογία 52:4-54:1 (1981-3).
29. Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, 24, Ἀθήνα 1934, 8.
30. Δύο ἐπιπλέον τόμοι ἔχουν προστεθεῖ ἔκτοτε στὴ σειρά.