[Συμπληρώθηκε κιόλας ένας χρόνος από την αιώνια «φυγή» του εκλεκτού και βραβευμένου Ζακυνθινού συγγραφέα, ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΨΑΣΚΗ (19.2.1928-28.8.2007).
Τιμώντας τη μνήμη του και την πνευματική του προσφορά, αναδημοσιεύουμε το εξαιρετικό κείμενο (δοκίμιο), που έγραψε γι’ αυτόν ο λογοτέχνης και κριτικός Νίκος Ι. Χουρδάκης και το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στο γνωστό αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 38, Απρίλης 2008, σ. 52-53].
Ο Σωκράτης Καψάσκης υπήρξε πνευματικός άνδρας της μείζονος προσπάθειας και των σπουδαίων έργων. Ανυπέρβλητος μεταφραστής του αριστουργήματος του Τζέημς Τζόυς «Οδυσσέας», αλλά και εξαιρετικός πεζογράφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Λιγότερο γνωστός είναι ως ποιητής γιατί δεν έλαχε, ενόσω ζούσε, να συμπεριληφθεί στις καθιερωμένες ανθολογίες της γενιάς του, της περίφημης πρώτης μεταπολεμικής. Αλλά και οι συλλογές του δεν έτυχαν κριτικού σχολιασμού, καθώς, για πολλά χρόνια, θεωρήθηκε περισσότερο ως άνθρωπος του κινηματογράφου, παρά των γραμμάτων. Επίσης, ως ποιητής υπήρξε ολιγογράφος, με μεγάλα διαστήματα εκδοτικής απουσίας. Σήμερα, όμως, που διαθέτουμε σ’ επιτομή το έργο του (βλ. Διαδρομή, Επτανησιακά Φύλλα, Ζάκυνθος 2003), μπορούμε να πούμε πως ό,τι έγραψε είναι σημαντικό.
Αρχικά στην πρώτη του συλλογή Αισθήσεις, ([Ιδιωτική έκδοση], Αθήνα 1953), διακόνησε τη δραματική αφηγηματική ποίηση, συνομιλώντας άμεσα, τότε, με την ποίηση του στενού φίλου του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981), που δύο χρόνια νωρίτερα είχε εκδώσει το Μεταίχμιο.
Η συλλογή, που περιέχει 15 ποιήματα, είμαι μέσα στο πνεύμα της ποιητικής του Σεφέρη. Όμως, ο Καψάσκης, αυτό το πνεύμα το ενέταξε, χωρίς τους μιμητισμούς των πρωτάρηδων ήταν, τότε, 25 ετών, στην οικονομία της δικής του ευαισθησίας και το περιστοίχισε με τους δικούς τους βαθυνούστατους προβληματισμούς. Αυτοί εκφράστηκαν με διακεκριμένους στίχους για τη μοίρα του σώματος στη ροή του χρόνου και την αναπότρεπτη φθορά του· σε εναγώνιες ενύπνιες παρεκβάσεις και παθιασμένες ερωτικές ή αισθησιακές αναζητήσεις.
Στη συλλογή, αν και απουσιάζει η ευθεία αναφορά στα τεκταινόμενα της εποχής, δεν απουσιάζει καθόλου η εσωτερική οδύνη που αυτά προξενούσαν. Νιώθουμε τη βασανιστική προσπάθεια του ποιητή ν’ αντέξει, χρησιμοποιώντας μια δική του τεχνοτροπία συμβολισμών, όλα όσα έχουν συμβεί (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος) και όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν (ήττα κομμουνιστών, διώξεις, στρατοδικεία, εξορίες, εκτελέσεις): Μπορεί καλύτερα να τους θυμάται ο ταχυδρόμος / εδώ που τ’ όνειρό τους δε θα εξηγηθεί/ μες στο ενδεχόμενο της άλλης μέρας,/ εδώ που πλάγιασαν χαμηλότερα από το επίπεδο / του πειρασμού της πράξης και της μετάνοιας / σ’ ένα κενό δίχως θερμοκρασία και βάρος / δίχως διαστάσεις, αδιάφοροι.// Μα δεν τους φθάνει μήτε μήνυμα μήτε γραφή.// Γι’ αυτό κι ο φίλος που χαμογελάει μες στην εσπέρα,/ την ώρα που με οξύτητα κατηγορεί το παρελθόν η μνήμη του, (…) περνάει πονετικός κι αφήνει εκεί τα δώρα τα ευτελή / χρυσό, πετράδια, ασπρόπετρες και/ τραπουλόχαρτα («Ανώνυμο»). Αλλά σημαντικά ποιήματα αυτής της συλλογής, που αντέχουν τη δοκιμασία του χρόνου: ο «Δημήτρης», ο «Ακταίων», «Η καλλονή και ο χρόνος», το «Τοπίο», η «Περιπλάνηση», ο «Έρωτας».
Στη δεύτερη συλλογή του Εφημερίδα ([Ιδιωτική έκδοση], Αθήνα 1955, ο Καψάσκης επιχειρεί και πετυχαίνει κάτι σχεδόν μοναδικό, τουλάχιστον θεματικά, στη μεταπολεμική ποίηση. Εμπνέεται από τις εφημερίδες και εκδίδει τη συλλογή του ωσάν να είναι ένας ιδιότυπος εκδότης – δημοσιογράφος. Περιέχει 18 ποιήματα.
Τεχνοτροπικά επιχειρεί και πετυχαίνει μία σημαντική μετατόπιση από το δραματικό στον ειρωνικό λόγο, τον οποίο φορμάρει σε ορισμένα σημεία υπό το πνεύμα της καβαφικής παράδοσης και σε άλλα υπό το πνεύμα της παράδοσης του ευρωπαϊκού μοντερνισμού (κυρίως Τζόυς, Έλιοτ και Μπρεχτ) και τον εξελίσσει σε μια νέα διάσταση, που όταν μελετηθεί θα μας κάνει ν’ αναθεωρήσουμε κάποια ζητήματα, σε σχέση με την τροπική εξέλιξη του ποιητικού λόγου της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Στη συλλογή, όπως είπαμε, αποφεύγει τις δραματικές διατυπώσεις και γίνεται ένας αποστασιοποιημένος (entfremden/Entfremdung) κυριολεκτικός καταγραφέας του ψυχροπολεμικού γίγνεσθαι, όπως π.χ. στα ποιήματα: «ΟΗΕ», «Συνέντευξη με ένα πρόσωπο σημαντικό», «Προετοιμασία πολέμου», «Επιστροφή απ’ τον πόλεμο» καθώς και γεγονότων της καθημερινότητας στην ελληνική ή διεθνή κοινωνία της δεκαετίας του ’50, όπως π.χ. στο εξαιρετικό σπονδυλωτό ποίημα «Εικοσιτετράωρο», απ’ όπου και το «Απωλέσθη κύων»: Πρωί πρωί στην εφημερίδα τραγικό το γεγονός / του αεροπορικού δυστυχήματος. Τριάντα δύο νεκροί./ Το τσάι το ξέχασα πάνω στο δίσκο, κρύωσε/ μου θύμισε την κλινική του Sir Edwards, φυματιολόγου/ Σκωτία, 1913, μήνας Μάιος. / Πέρα μακριά το τραίνο κοίταζα από τη βεράντα. // Στην τέταρτη σελίδα / βρήκα την είδηση για τη μικρή μου Lucky. / Ανάξιο το ποσό της αμοιβής, τελείως ασήμαντο / και τα γράμματα μικρά και πλάγια/ όπως στη γραφή της Βιβλικής Εταιρείας, έκδοση Λονδίνου./ Μόνο που εκεί δίνει άλλο τόνο το χρυσό σιρίτι/ στο περίγραμμα της σελίδας.// Χτύπησα το κουδούνι κι ειδοποίησα θα μείνω σπίτι σήμερα, νιώθω κάπως αδιάθετη / και κοίταζα την ακακία έξω από το παράθυρο / και κοίταζα το τηλέφωνο.
Ο Καψάσκης στη συλλογή κάνει υψηλού επιπέδου «ειρωνεία των καταστάσεων», χωρίς να εμπλέκει το δικό του υποκείμενο μέσα σ’ αυτές, τηρώντας αναλογικά την ίδια στάση μ’ έναν δημοσιογράφο, που καταστατικά καταγράφει ή σχολιάζει τα γεγονότα χωρίς, βέβαια να τα προξενεί ή να εμπλέκει το δικό του υποκείμενο μέσα σ’ αυτά.
Έτσι, δε χρησιμοποιεί τη δοκιμασμένη, από άλλους ποιητές της γενιάς του, «ειρωνεία του λόγου», που από τη φύση της καθιστά τον είρωνα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος: Ποιος λέει τι, γιατί, πότε, που και πόσο έξυπνα το λέει, όπως για παράδειγμα συμβαίνει, με ποιήματα ή συλλογές, εκείνης πάνω κάτω εποχής, των Μιχάλη Κατσαρού, Άρη Αλεξάνδρου, Δημήτρη Δούκαρη ή του κατά τι νεότερου Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Στην τρίτη του συλλογή, μετά από απουσία 23 ετών, Το καλοκαίρι του σώματος (Κέδρος, Αθήνα 1978), αναδημοσιεύει τις δύο προηγούμενες καθώς και μια ομότιλη ενότητα με άλλα 9 ποιήματα. Εμφανίζεται καταλυτικά εσωτερικός και αισθητικά λιτός. Εδώ, αν και κάνει μια πολυθεματική ποίηση, μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει ουσιαστικά υπαρξιακή. Νιώθει κανείς μια θλίψη για τη ζωή του υποκειμένου καθώς κινείται μέσα σε «άδειες κάμαρες», ζώντας εσωτερικά σε αντίστιξη το ελληνικό καλοκαίρι.
Στη συλλογή παρότι ανακυκλώνει παλιές εμμονές (με τη δημιουργική πάντα έννοια), όπως αυτήν για τη «μοίρα» του σώματος, ένεκα της ουσιαστικοποιημένης γλώσσας που χρησιμοποιεί πια, δίνει άλλες διαστάσεις στα ίδια θέματα καθώς η ποιητική συνείδηση αναδεικνύεται πολυπρισματική. Όπως γράφει: «Το καλό και το κακό το συναντάς/ όσο φωτίζονται περισσότερο».
Σημαντικό ποίημα αυτής της συλλογής είναι: «Οι Ήρωες» (βλ. Ανθολόγηση), το οποίο είναι, ίσως, και το γνωστότερο απ’ όσα έγραψε ο ποιητής καθώς, τα τελευταία χρόνια, το βρίσκει κανείς καταχωρημένο σε κάποια sites στο διαδίκτυο. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», (τ. 55-56, Ιούλιος – Αύγουστος 1959).
Ύστερα από απουσία, πάλι, περίπου 7 ετών, στο περιοδικό «η λέξη» (τ. 41, Γενάρης ’85) δημοσιεύει την ενότητα "ΙΙ μικρά ποιήματα", που συνεχίζουν ακόμα πιο εμπεριστατωμένη την αισθητική της ενότητας Το καλοκαίρι του σώματος, αλλά στο επίπεδο της διάθεσης προσθέτει μια διάσταση αναγγελίας για την κατολίσθηση της ζωής, Γίνεται «άγγελος κακών επών», που σήμερα πια αποτελούν επιβεβαιωμένη καθημερινότητα. Εδώ η πρότερη λύπη του μπορούμε να πούμε ότι εξελίσσεται σε κατάθλιψη: Πρώτα σκοτώσαμε την επανάσταση / ύστερα μαγαρίσαμε τον έρωτα / και τελικά ξεκινάμε το σώμα μας // Έργο κουραστικό και δύσκολο που τα παιδιά μας / με τη σειρά τους προσπαθώντας να τα καταφέρουν / δεν βρήκανε καιρό για να μας θυμηθούνε.
Τρία χρόνια αργότερα ο Σωκράτης Καψάσκης θα δημοσιεύσει τη μείζονα συλλογή του: Η Σκάλα, (Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα 1988). Πρόκειται για την ποιητική αφήγηση ενός ονείρου, στο οποίο ο ονειρευτής βλέπει πως κατεβαίνει μια σκάλα μαζί με αμέτρητους άλλους ανθρώπους. Η αφήγηση κλιμακώνεται με περιγραφές, αναφορές διαθέσεων, εικόνες και σκέψεις του ονειρευτή, που αποτελεί και το ποιητικό υποκείμενο.
Η εξαιρετική αφήγηση καθιστά τη συλλογή ένα ξεχωριστό παράδειγμα χρήσης της ελληνικής γλώσσας στην ποίηση. Ταυτόχρονα συμβολοποιεί με ουσιαστικούς όρους την καθολική περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης σαν περιπέτεια καθόδου.
Η χρήση του συμβόλου σκάλα δημιουργεί πλήθος συσχετισμών με βιβλικές / θρησκευτικές, λογοτεχνικές, φιλοσοφικές και κινηματογραφικές αφηγήσεις, ενώ παράλληλα δίνει νόημα στην κοινότατη εμπειρία όλων μας, να ανεβοκατεβαίνουμε σκάλες στη διάρκεια του καθημερινού βίου μας.
Η σκάλα αποτελεί φορέα συμβολισμού, πολύ πλούσιο, που δε χάνει καθόλου τη συνοχή του καθώς απεικονίζει, με μια υλική αναπαράσταση, τη ρήξη επιπέδου, που καθιστά εφικτό το πέρασμα από έναν τρόπο ύπαρξης σε κάποιον άλλο ή με άλλα λόγια, καθιστά εφικτή την επικοινωνία ανάμεσα στον Ουρανό, τη Γη και τον Άδη.
Σ’ αυτή τη συλλογή ο Καψάσκης θέτει σε δοκιμασία μαζί με τον εαυτό του και όλους εμάς και πετυχαίνει να φτιάξει μια από τις σημαντικότερες συλλογές που δημοσιεύτηκαν στη χώρα μας από το 1967 ως το τέλος του 20ού αιώνα. Καθώς τα βήματά μου με κατέβαζαν, μ’ εκείνο το φοβερό τρόμο που κατέχει το στρατοκόπο που νυχτώθηκε σε ώρα κεραυνού στην ανοιχτή πεδιάδα και στρέφει φυλακτικά λίγο το πρόσωπο ψηλά, αλλά ταυτόχρονα σκύβει το σώμα του κατά τη γη και καμπουριάζει, μου άρεσε να σκέφτομαι πως με κάποιο τρόπο έβρισκα τη δύναμη, σαν ασκητής ή σαν άγιος, να βγω έξω από το σώμα μου που ολοένα κατέβαινε και να υψωθώ πάνω από αυτή τη στριφογυριστή σκάλα, ψηλά, πολύ ψηλά, πολύ ψηλά, κερδίζοντας μια τέλεια εποπτεία του χώρου, χιλιόμετρα πολύ να ξετυλίγεται αυτή η γραμμή σαν αίμα, μιλιούνια ανθρώπων κατεβαίνοντας αμέτρητα, ψάχνοντας με τα μάτια του, όχι με πρόθεση μετρήματος, αλλά και για ν’ αντικρύσει κάποτε το βλέμμα μου το τέλος της γραμμής, που τόσο πολύ όλοι μας επιθυμούσαμε να φτάσουμε. Γιατί τελικά αυτό που λογαριάζαμε δεν ήταν η κούραση και ο καιρός, αλλά η οριστική απάντηση στο ερώτημα που μας έκαιγε, ποιο τοπίο θα ανοιγότανε μπροστά στα μάτια μας, πίσω από την τεράστια θύρα.
Ο Σωκράτης Καψάσκης έκλεισε την ποιητική του διαδρομή με τον Ύμνο στο Διονύσιο Σολωμό, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επτανησιακά Φύλλα», (τ. ΙΖ-3, Ζάκυνθος Καλοκαίρι 1996).
Το δοξαστικό αυτό ποίημα που είναι, ίσως, το καλύτερο που γράφτηκε ποτέ για το μεγάλο ποιητή, αποτελεί, αφ’ ενός, απότοκο του θαυμασμού του Καψάσκη για τον Σολωμό όχι μόνο ως ομοπάτριο ποιητή, αλλά και ως άνθρωπο και, αφ’ ετέρου, ένα είδος ποιητικής μεταγραφής των σημαντικών ιστοριοδιφικών ερευνών του γι’ αυτόν. Πάντως, κάποιες αποστροφές του Ύμνου δικαιωματικά περιλαμβάνουν και χαρακτηρίζουν τον γράψαντα αυτόν: (…) επειδή η σημασία δεν έγκειται στο τελικό αποτέλεσμα / μήτε σε αμφίβολες καταγραφές των εφησυχασμένων, / αλλά στη σταθερή συνέχιση της έντιμης προσπάθειας / και στην πεισματική εμμονή για ν’ αρθρωθεί το άναρθρο,// επειδή και εμείς του ίδιου αυτού δρόμου ψάχνοντας τη διαδρομή / και μιαν εξήγηση ζητώντας της δικής μας της αποτυχίας, / τολμήσαμε μια κριτική και μια ανάλυση σεμνή των λόγων που σταθήκανε / τα αίτια της εκκίνησης και της παραμονής σου,/ για όλα αυτά αναφωνούμε / Άξιος, (…)
Ναι, άξιος ποιητής και σεμνός και άνδρας πραγματικός υπήρξε ο Σωκράτης Καψάσκης στην επίγεια διαδρομή του!
Από τα δημοσιεύματα για το έργο του Σωκράτη Καψάσκη προτείνουμε το: Αφιέρωμα στο Σωκράτη Καψάσκη, περ. «Επτανησιακά φύλλα», Ζάκυνθος, Χειμώνας 2003, που κυκλοφόρησε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την εμφάνιση του Σ. Καψάσκη στα ελληνικά γράμματα. Ο Διονύσης Σέρρας, εκδότης του περιοδικού, δημοσιεύει μεταξύ πολλών άλλων αξιόλογων συνεργασιών, μια πολύτιμη βιβλιογραφία του τιμώμενου, όπως και ένα εμπεριστατωμένο βιογραφικό τα οποία θα μπορούσαν να συμβουλευθούν οι περαιτέρω ενδιαφερόμενοι αναγνώστες του «Μανδραγόρα».
Πηγή: Εφημερίδα Ημέρα τση Ζάκυθος, http://www.imerazante.gr/