© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

"Τώρα που επέστη ο καιρός της Συνόδου..." Συνέντευξη με τον π. Παντελεήμονα Μανουσάκη για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο

Για την επικείμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Πεντηκοστής 2016 έχουν γραφτεί πάμπολλα και -κατά τα φαινόμενα- θα γραφτούν ακόμη τα μύρια όσα. Πολλά θετικά και άλλα τόσα πολεμικά, τα οποία δεύτερα πάντως αμαυρώνουν ολοένα την εικόνα της πνευματικής χαράς (και χάριτος) για την αγαπητική συνάντηση επί το αυτό των πνευματικών Πατέρων της απανταχού Ορθοδοξίας, με στόχο κατ' αρχήν την Ενότητα συν όλα τα άλλα, τα οποία αυτή -ως θεόσδοτη εντολή- θα υπαγορεύσει.

Το e-περιοδικό μας, ευρισκόμενο στην έπαλξη της πληροφόρησης για τη μεγάλη και ελπιδοφόρο αυτή διοργάνωση των Πανορθοδόξων, συναντά σήμερα έναν έγκριτο σκαπανέα του θεολογικού και φιλοσοφικού λόγου, έναν κληρικό που διαπρέπει από περίοπτη καθηγητική έδρα της Βοστόνης. Είναι ο Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Μανουσάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας στο College of the Holy Cross, Worcester, MA, USA. Τον ευχαριστούμε για τη χαρά της (επι)κοινωνίας και για την καλοσύνη να απαντήσει σε μερικά ερωτήματα, που -θεωρούμε- απασχολούν το κοινό μας. Ακολουθεί πλήρης η συνέντευξη που μας παραχώρησε.

π. Π. Κ.


π. Παναγιώτης Καποδίστριας: Πανοσιολογιώτατε π. Παντελήμον, η επί θύραις Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, στοιχούμενη στην επιθυμία του Κυρίου Ιησού "ίνα ώσιν έν", αποβλέπει εντέλει στην Ενότητα. Ποιος άραγε φοβάται την Ενότητα των Oρθοδόξων και πώς χρειάζεται να αντιμετωπισθεί από την ίδια την επικείμενη Σύνοδο;
            π. Παντελεήμων Μανουσάκης: Πράγματι, π. Παναγιώτη, ίσως η Ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών να φοβίζει κάποιους. Το ερώτημα είναι ποιοι είναι αυτοί. Είναι εκείνοι που έχουν γεμίσει το διαδίκτυο (μια και δεν έχουν άλλη θεσμική ιδιότητα) με κείμενα και σχόλια εναντίον της Συνόδου; Είναι εκείνοι που, καταχρώμενοι την θεσμική θέση τους, οργανώνουν ημερίδες και εξάγουν ψηφίσματα εναντίον της Συνόδου; Νομίζω πως όχι. Και αυτοί μεν φοβούνται, αλλά όχι την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Φοβούνται, τουναντίον, το έλλειμμα ενότητος, ή μάλλον την ελλειμματική και ελαττωματική ενότητα, την οποία η προσπάθεια της σύγκλησης της παρούσας Συνόδου έχει αποκαλύψει με κραυγαλέο τρόπο. Για όσο καιρό οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν είχαν συνέλθει συνοδικώς, αλλά η καθεμία εξ αυτών βίωνε την αυτοκεφαλία της ωσάν να ήταν αυτάρκης στην απομόνωσή της, φροντίζοντας μόνο τα του οίκου της, ήταν εύκολο να μιλά κανείς για την θρυλούμενη ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ενότητα η οποία υποτίθεται ερειδόταν στην κοινή πίστη και στο κοινό λειτουργικό. Τώρα, όμως, που επέστη ο καιρός της Συνόδου, και άρα καλείται η κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία να εξέλθει του οίκου της προς συνάντηση των άλλων αδελφών της, τώρα ανέκυψαν και συνεχίζουν να ανακύπτουν προβλήματα, τα οποία -κατ' εμέ- υπογραμμίζουν με τον πλέον δραματικό τρόπο πως η λεγόμενη Ενότητα των Ορθοδόξων έπασχε και πάσχει, ακριβώς διότι ούτε η κοινή πίστη ούτε η κοινή λειτουργική ζωή επαρκούν για να λειτουργήσουν ως εγγυητές της ενότητος, εφ' όσον δεν υποστασιοποιούνται στο πρόσωπο ενός Πρώτου.
            π. Παν. Καποδίστριας: Εξηγήστε μας, παρακαλώ, πώς εννοείτε την θέση του Πρώτου στην πολυπόθητη Ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων.
            π. Παντελεήμων Μανουσάκης: Έχω γίνει κουραστικός να γράφω περί του πρωτείου. Ήδη από το 2013, στα κείμενά μου “Primacy and Ecclesiology: The State of the Question” και “Το Πρωτεύον Πρόβλημα του Πρώτου” (στην Νέα Ευθύνη) διέγνωσα το έλλειμμα ενότητος στον Ορθόδοξο κόσμο. Έκτοτε έχω γράψει σειρά άρθρων κι ένα μικρό βιβλίο (For the Unity of All), στα οποία παραθέτω τα επιχειρήματά μου περί του πρωτείου. Τα επιχειρήματα αυτά είναι εν πολλοίς θεωρητικά—βασίζονται, δηλαδή, στην θεολογία και την εκκλησιολογία της παραδόσεώς μας. Η σύγκληση, όμως, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μάς προσέφερε απτά επιχειρήματα, που επιβεβαιώνουν την απωλεσθείσα ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κινδυνεύει, όπως γνωρίζετε, η επιτυχία της Συνόδου από τις έριδες μεταξύ αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας προέβαλε μέχρι προσφάτως ως προϋπόθεση της συμμετοχής και παρουσίας του προκαθημένου του στην Σύνοδο την επίλυση του θέματος του Κατάρ, το οποίο στάθηκε η αφορμή για την διακοπή της κοινωνίας με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Το Πατριαρχείο Σερβίας, παρομοίως, θέλει να φέρει ενώπιον της πανορθοδόξου Συνόδου την δική του έριδα με το Πατριαρχείο Ρουμανίας για την περιοχή Τιμόκ. Δεν μπορεί ολόκληρη η Ορθόδοξος Εκκλησία να καθίσταται όμηρος της οποιασδήποτε τοπικής Εκκλησίας.
            Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες και έχει προβεί σε μεγάλες παραχωρήσεις σε ότι αφορά τις δικές του σχέσεις με άλλες εκκλησίες αλλά και γενικότερα (π.χ., το πρόβλημα του προκαθημένου της Τσεχίας), προκειμένου να προχωρήσει η Ορθόδοξος Εκκλησία απρόσκοπτα το δρόμο προς την Πεντηκοστή. Όταν, όμως, οι τοπικές εκκλησίες αρνούνται το ουσιαστικό πρωτείο του Οικουμενικού Θρόνου (χάριν ενός κακώς εννοουμένου “πρωτείου τιμής”), στερούν και από τους εαυτούς τους την δυνατότητα μιας ειρηνικής επίλυσης των διμερών προβλημάτων τους.
            Υπό αυτήν την έννοια, θεωρώ πως η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος έχει ήδη πετύχει πριν καν συνέλθει. Διότι η σύγκλησή της και μόνον κατέδειξε το έλλειμμα ενότητος εντός του Ορθοδόξου κόσμου. Όταν, συν Θεώ, συνέλθουν επί το αυτό οι Συνοδικοί Πατέρες σε μερικές εβδομάδες, το θέμα συζήτησης θα είναι ένα—έστω και αν δεν έχει κατονομασθεί: η Ορθόδοξη Ενότητα. Και άνευ Πρώτου δεν μπορεί να υπάρξει παρά μια εύθραυστη ενότητα, έρμαιη της κάθε διένεξης και δυσκολίας.
            π. Π. Καποδίστριας: Πώς ερμηνεύετε τέτοιας έκτασης σκεπτικισμό από διάφορες πλευρές ως προς τη σύγκληση της μεγάλης Συνόδου, όταν η Ορθοδοξία αυτοφημίζεται συνήθως για την ανοικτότητα και την εξωστρέφειά της;
            π. Παντελεήμων Μανουσάκης: Κάθε τι που φέρει την σφραγίδα του Χριστού —και ασφαλώς και η Εκκλησία και η παρούσα Σύνοδος— είναι αναγκαίο να χαρακτηρίζεται από τα λόγια της προφητείας του θεοδόχου Συμεών πως “οὗτος κεῖται εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον” (Λκ. 2:34). Αναπόφευκτα θα γινόταν και η παρούσα Σύνοδος σημείον αντιλεγόμενον, το οποίο μας αποκαλύπτει τους μάταιους διαλογισμούς πολλών καρδιών (Λκ. 2:35). Ακούσθηκαν πολλές απόψεις, οι οποίες, κατά την μακρόχρονη περίοδο της υπνώττουσας Συνοδικότητος της Εκκλησίας, δεν είχαν βγει στην επιφάνεια.
            Ακούσαμε, για παράδειγμα, πως κριτήριο της ενότητος της εκκλησίας δεν είναι ο επίσκοπος αλλά ο «άγιος,» ο «θεόπνευστος» κ.ο.κ. Όταν τέτοιες απόψεις εκφράζονται μάλιστα απο χείλη επισκόπων απορεί κανείς για το αν κατανοούν πως αυτοακυρώνονται. Το πνευματικό χάρισμα (μια και εδώ μιλάμε για την αγιότητα με την πολύ στενή σημασία) δεν μπορεί να αυτονομηθεί απο το θεσμό της Εκκλησίας. Το παράδειγμα της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας είναι χαρακτηριστικό: η ασκητική της θα ήταν μάταιη δίχως την θεία κοινωνία που της προσέφερε ο πατήρ Ζωσιμάς, δίχως, δηλαδή, την ένταξή της στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Είναι γελοίες (και το χειρότερο, θεολογικώς επικίνδυνες) οι αφελείς εκείνες απόψεις που θέλουν την συμμετοχή στην Σύνοδο να περιορίζεται μόνο σε αγίους, θεοφόρους, θεόπνευστους κ.λπ., αρχιερείς. Όσοι σκανδαλίζονται από την ενσάρκωση της Εκκλησίας μπορούν να ασπαστούν και ανοιχτά τον Γνωστικισμό τον οποίον εμμέσως ομολογούν, και να δημιουργήσουν κοινότητες καθαρών και αγίων.
            Αλλά και τέτοιες απόψεις, ακόμα, αποτελούν μια θετική εξέλιξη στον βαθμό που μας αναγκάζουν να κοιτάξουμε κατάματα θέματα, που για καιρό είχαμε επιλέξει να αποφεύγουμε. Με την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ανοίγεται ένας θεολογικός διάλογος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ένας διάλογος με τον εαυτό Της, ένας διάλογος που ίσως Της επιτρέψει να αρθρώσει ουσιαστικό λόγο προς τον κόσμο.
            Το πρόβλημα, για μένα, βρίσκεται μόνο στην επιθυμία να αποφευχθεί η παρούσα Σύνοδος με οποιαδήποτε πρόφαση, επειδή κάποιοι ίσως φοβούνται πως η Σύνοδος θα ανοίξει (όπως έχει ήδη κάνει) παράθυρα που έχουν μείνει απ᾽αιώνων κλειστά. Εσείς, ως ποιητής, γνωρίζετε το ποίημα του Αλεξανδρινού για τα παράθυρα: “ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία, / ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.” Είναι δυνατόν, όμως, για τον οποιοδήποτε Χριστιανό να επιλέγει να ζει στο σκοτάδι, όσο και αν μας βολεύει στο βαθμό που αποκρύπτει από τα μάτια μας ό,τι βρίσκουμε δυσάρεστο ή αποκρουστικό; Είναι δυνατόν η Εκκλησία του Χριστού, του φωτός του αληθινού του φωτίζοντος “πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον” (Ιω. 1:9), να φοβάται το φως;
            π. Π. Καποδίστριας: Κατά τη γνώμη σας θα αποτελέσει η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος συνέχεια των Οικουμενικών Συνόδων και ποια η θέση των αποφάσεων των ενδιάμεσων Συνόδων μετά το Σχίσμα;
            π. Παντελεήμων Μανουσάκης: Ο πρωταρχικός σκοπός της Συνόδου της Πεντηκοστής του 2016, όπως τον αντιλαμβάνομαι, δεν είναι να προστεθεί μία Οικουμενική Σύνοδος στην σειρά των Συνόδων της πρώτης χιλιετίας, αλλά το να επανακτήση η Ορθόδοξος Εκκλησία και στο πανορθόδοξο επίπεδο το ζην συνοδικώς. Η ιστορία θα κρίνει το ποιά είναι η θέση της παρούσας Συνόδου στην ζωή και στην πορεία της Εκκλησίας. Νομίζω, όμως, πως η ιστορία της Εκκλησίας χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια, χωρίς τούτο να σημαίνει στασιμότητα. Η συνέχεια στην οποία αναφέρομαι κατορθώνει να συνενώσει δύο στοιχεία που ίσως φανούν αντιφατικά εκ πρώτης όψεως, δηλαδή, την ταυτότητα και την εξέλιξη της Εκκλησίας. Δεν νομίζω πως θα ήταν σωστό να κριθεί η επί θύραις Σύνοδος υπό το φως μιας αρχαιολογικής προοπτικής, δηλαδή, υπό το πρίσμα του παρελθόντος, αλλά θα πρέπει να αξιολογηθεί με την ματιά του μέλλοντος, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει κατά την παρούσα στιγμή. Όλα τα πράγματα στην ιστορία, μας λέει ο αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, ακολουθούν το τρίπτυχο σκιά – εικόνα – αλήθεια. Η αλήθεια των πραγμάτων βρίσκεται στα έσχατα. Το παρόν εικονίζει την αλήθεια και αληθεύει στο βαθμό ακριβώς που εικονίζει με πιστότητα την εσχατολογική αλήθεια. Θα ήταν παρακινδυνευμένο για μας σήμερα να αποπειραθούμε μια αποτίμηση της Συνόδου πριν καν μάλιστα αποπερατώσει το έργο της.
            Σίγουρα στην συζήτηση αυτή δεν έχουν θέση τα επιχειρήματα που προσπάθησαν να πλήξουν το κύρος της Συνόδου επί της βάσεως πρακτικών ζητημάτων, όπως για παράδειγμα, του αριθμού των συμμετεχόντων επισκόπων. Έγραψα και αλλού πως η ιστορία των επτά Οικουμενικών Συνόδων καθιστά σαφές πως δεν συμμετείχαν όλοι οι ανά την οικουμένη επίσκοποι, ούτε θα ήταν και πρακτικά δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο. Το ερώτημα για το αν θα μπορούσε να θεωρηθεί μια Σύνοδος Οικουμενική εφ᾽ όσον δεν συμμετέχουν σε αυτήν άλλες Χριστιανικές ομολογίες είναι για μένα ανοικτό και παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Θα πρέπει κάποια στιγμή στο μέλλον να γίνει μια νηφάλια συζήτηση για το πώς επισήμως (διότι ακούμε πολλές και αντικρουόμενες απόψεις) θεωρεί η Ορθόδοξος Εκκλησία αυτές τις Χριστιανικές ομολογίες, με τις οποίες δεν βρίσκεται σε ευχαριστιακή κοινωνία.
            π. Π. Καποδίστριας: Το ερώτημα όμως που γεννάται είναι αν μιλάμε για σχίσματα, για αιρέσεις ή για ένα συνδυασμό των δύο; Και ποια η διαβάθμιση των δύο αυτών καταστάσεων;
           π. Παντελεήμων Μανουσάκης: Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία, φυσικά, δεν μπορώ να δώσω απαντήσεις (ούτε θα ενδιέφερε κανέναν η δική μου απάντηση), αλλά είναι και ερωτήματα τα οποία με βασανίζουν, αναλογιζόμενος πως η αίρεση προσβάλλει μεν την πίστη, το σχίσμα όμως πληγώνει την αγάπη και ίσως, υπό το πρίσμα της ιεράρχησης που μας προσφέρει ο απόστολος Παύλος, όπου μείζων της πίστεως η αγάπη (Α´ Κορ. 13:13), να είναι το σχίσμα μεγαλύτερο κακό στο εκκλησιαστικό σώμα από την αίρεση. Το κείμενο της παρούσας Συνόδου για τις Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον Λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον δεν εξετάζει, κατά την γνώμη μου, σε ικανοποιητικό βάθος τα ερωτήματα αυτά. Είναι, όμως, ένα πρώτο θεμιτό και θετικό βήμα προς την σωστή κατεύθυνση.
          π. Π. Καποδίστριας: Ευχαριστώ πολύ για την καλοσύνη Σας, να απαντήσετε στα ερωτήματά μας και Σας εύχομαι ό,τι Αισιότερο!
          π. Παντελεήμων Μανουσάκης: Κι εγώ Σας ευχαριστώ!

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Ο ΒΑΦΤΙΣΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Την δημοφιλέστερη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη {1883-1950} Ο Βαφτιστικός, σε επιμέλεια και αποκατάσταση του  μουσικού κειμένου από τον αρχιμουσικό Γιώργο Πέτρου, παρακολουθήσαμε, αναγεννημένη, από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο θέατρο "Ολύμπια" στις 15/5/2016, υπό την μπαγκέτα του αρχιμουσικού Γιώργου Αβραμίδη και διεύθυνση χορωδίας του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. 

Την αναγέννηση έφερε η δημιουργική σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα, ο οποίος έπλασε μια  παράσταση εκπληκτικής ομορφιάς, μια παράσταση συνόλου, που κάλυψε κάθε μικρή αδυναμία, κάθε μικρό "ολίσθημα" και αυτό προσμετράται  στα σκηνοθετικά του επιτεύγματα.  Συνέβαλαν βέβαια τα μέγιστα, το καλαίσθητο αρχιτεκτονικό, λειτουργικό σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, τα ωραιότατα, κοστούμια εποχής της Κλαιρ Μπρέισουελ, οι μαγικοί φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη και τα θαυμάσια βίντεο του Στάθη Μήτσιου.

Η Οπερέτα Βαφτιστικός, με μελωδίες αξέχαστες όπως, "Στο στόμα, στο στόμα γλυκά φίλησέ με" , "Τον καιρό εκείνο τον παλιό", "Η καρδιά μου πονεί για σας", "Ψηλά στο μέτωπο", τραγούδι που χρησιμοποιήθηκε για την εμψύχωση των στρατιωτών κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία,    άντεξε έναν αιώνα  και έμελλε, να κάνει αθάνατο τον συνθέτη της. Η υπόθεση του έργου, παρμένη από μία γαλλική φάρσα, Η κυρία και ο βαφτιστικός της, των Maurice Hennequin, Pierre Veber και Henry de Gorsse, είχε παρουσιαστεί στο Παλαί Ρουαγιάλ του Παρισιού στις 12 Σεπτεμβρίου του 1916. Στην Αθήνα το έργο, όπως αναφέρεται, γράφτηκε μέσα σε σαράντα ημέρες, πρωτοπαίχτηκε στις 18 Ιουλίου του 1918,  από τον θίασο του Γιάννη Παπαϊωάννου, με πρωταγωνιστή τον ίδιο, την Μελπομένη Κολυβά, την Αφροδίτη Λαουτάρη, τον Σπύρο Μηλιάδη και του Ουμπέρτο Μπεντιβόλιο. Στη Λυρική Σκηνή ανέβηκε στις 19 Ιουλίου του 1946, με πρωταγωνιστές την Ανθή Ζαχαράτου, τον Πέτρο Επιτροπάκη και  διευθυντή ορχήστρας τον αρχιμουσικό Βάλτερ Πφέφερ.

Τα εύσημα ανήκουν πρωτίστως στον σκηνοθέτη, ο οποίος κράτησε το ιστορικό-κοινωνικό υπόβαθρο του Βαφτιστικού, μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο,  λίγο πριν τη Μικρασιατική  Εκστρατεία και τη μοιραία της Καταστροφή, σατιρίζοντας με λεπτό πνεύμα τον μικροκοινωνιολογικό περίγυρο. Έτσι η υπόθεση  του Βαφτιστικού προβάλλεται σε πρώτο πλάνο στην οπερέτα, έχοντας όμως φόντο την ιστορία, με τον πόλεμο να ταλανίζει συνεχώς την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο ανοίγει, αλλά και κλείνει με πατριωτικό τραγούδι, "Από το μέτωπο γυρνάμε στο χωριό μας" και με σημαιοστολισμένο το σκηνικό.

Ο σκηνοθέτης κίνησε,  με θεατρικότητα, τους ηθοποιούς του, στα πλούσια σαλόνια, στις  βεράντες, στις μεγαλοπρεπείς σκάλες, της βίλας Ζαχαρούλη, με τα θαυμάσια βιτρό, και άφησε  με ζηλευτή χάρη τις κυρίες  να περιφέρονται και να φλυαρούν στους ωραίους χώρους της, αναδεικνύοντας τις κομψές τουαλέτες τους, ενώ οι  καλοντυμένοι κύριοι με τα κοστούμια και τις ζηλευτές στολές τους  φλέρταραν με  άνεση,  υποδηλώνοντας το ύφος  μιας ανέμελης κοινωνίας.

 Την παράσταση έκλεψαν οι τέσσερις βουβοί χαρακτήρες των υπηρετών, τόσο για τις έξυπνες, σημαίνουσες μιμήσεις και μεταμφιέσεις, όσα και για τα ευρηματικά κοστούμια τους. Φορώντας  τα λεβέντικα τσαρούχια και τη φουστανέλα, έφεραν στο επάνω μέρος επίσημο φράκο και ανέκφραστες μάσκες στο πρόσωπο, μαρτυρώντας την ευφυή εναρμόνιση του  σχεδιαστή με τον σκηνοθέτη, ο οποίος συνέλαβε και εξέθεσε με το λεπτότατο πνεύμα του, τη μεταβατικότητα μιας ολόκληρης εποχής, σε μια άλλη, το φραγκολεβαντίνικο πνεύμα, την με λάθος τρόπο μετακένωση της ευρωπαϊκής παιδείας στην ελληνική, κατά τη ρήση του Αδαμάντιου Κοραή. Οι τέσσερις έξοχοι βουβοί υπηρέτες, έκαναν ένα  πολύ δυνατό, υπαινικτικό πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. 


Η θαυμάσια η χορογραφία των Τσιγγάνων της Ιρίνας Ακριώτη- Κολομπάκινα,  αν και ασφυκτιούσε στο στενό χώρο της σκηνής ανέδειξε τους καλογυμνασμένους και λαμπερούς χορευτές της. Ωραίες και κομψές παρουσίες της υψιφώνου, Άννας Στυλιανάκη, Βιβής και της μεσοφώνου  Διαμάντης Κριτσωτάκη, Κικής, που αποτελούσαν το δίδυμο των απατημένων γυναικών. Αντιστοίχως και οι σύζυγοι: Σταμάτης Μπερής, θαυμάσιος τενόρος κωμικός στο ρόλο του Ζαχαρούλη και ο επίσης τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου, ασύγκριτος στο ρόλο  του ψευτοβαφτιστικού εραστή, Πέτρου Χαρμίδη. Εξαιρετικός ως ερωτύλος, συνταγματάρχης, ο  βαρύτονος Κωστής Ροσιδάκης, με αποκορύφωμα την εμφάνιση του βαθύφωνου Παύλου Μαρόπουλου, υποδυόμενου τον πραγματικό Βαφτιστικό, Μαρκ Κορτάση, ο οποίος, με το άξεστο στρατιωτικό  πνεύμα και την αφέλεια του χωρικού,  λειτούργησε σαν αντίστιξη στο μεγαλοαστισμό του σαλονιού, σκορπώντας αβίαστο γέλιο. Άψογη η συμμετοχή όλων των μικρών βοηθητικών ρόλων.




Πάνω απ' όλα όμως, θα το επαναλάβουμε, ήταν μια εξαίσια παράσταση συνόλου του Σίμου Κακάλα, στην οποία συνέβαλε τα μέγιστα ο αρχιμουσικός Γιώργος Αβραμίδης που  έφερε υπό την μπαγκέτα του τον αέρα της εποχής, με ζωντάνια και ρυθμό, αποσπώντας απολαυστικές  ερμηνείες από μονωδούς, χορωδούς και από τη θαυμάσια Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.  

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

GIUSEPPE VERDI REQUIEM ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Ένα έργο κολοσσό, το Requiem του Giuseppe Verdi {1813- 1901}, είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε σε μια εξαιρετική εκτέλεση στις 27-4-16, από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό την μπαγκέτα του Γερμανού αρχιμουσικού Marcus Bosch, με τρεις χορωδίες, ΕΡΤ, Δήμου Αθηναίων, Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και ένα εξαίρετο κουαρτέτο Μονωδών, αποτελούμενο από τη σοπράνο Ursula Targler-Sell, τη μετζοσοπράνο Manuela Bress, τον τενόρο Mario Zeffiri και τον  μπάσο Πέτρο Μαγουλά.

To έργο ενταγμένο στον υψηλού επιπέδου Κύκλο, Adagio, Μουσικές για τις ημέρες του Πάσχα, ήταν συμπαραγωγή του ΜΜΑ και της ΚΟΑ και πραγματοποιήθηκε με την ευγενική υποστήριξη της Πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σε συνεργασία με τον ΟΠΑΝΔΑ.

Η δεύτερη λαμπερή περίοδος του Verdi ολοκληρώνεται με ένα έργο που δεν προοριζόταν για τη σκηνή αλλά για την εκκλησία. Το  Requiem  συνέθεσε ο Verdi  στη μνήμη του Alessandro Manzoni {1785-1973}, Ιταλού ρομαντικού ποιητή, συγγραφέα, ουμανιστή και ένθερμου υποστηρικτή της ενοποίησης της Ιταλίας. O συνθέτης θαύμαζε ιδιαίτερα το έργο του Manzoni,  τον οποίο και θεωρούσε ισάξιο του Rossini,  τη "δόξα της  Ιταλίας", όπως τον αποκαλούσε. Όταν ο Rossini πέθανε το 1846, ο Verdi,  θέλοντας  να τον τιμήσει, πρότεινε στους καλύτερους από τους συναδέλφους του να γράψουν από κοινού ένα Requiem. Το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, ο ίδιος όμως είχε συνθέσει το "Libera me" το οποίο, συμπεριέλαβε αναθεωρημένο στο Manzoni Requiem. Η πρώτη  παρουσίαση του έργου  έγινε  κατά την πρώτη επέτειο του θανάτου του ποιητή, στο Ναό  San Marko  του Μιλάνου, στις 22 Μαΐου 1874. Ο ίδιος ο συνθέτης διηύθυνε την ορχήστρα αποτελούμενη από 200 μουσικούς και χορωδούς και με σολίστ τους διασημότερους μονωδούς της εποχής του. Τρεις ημέρες μετά, το έργο επανελήφθη, με μεγάλη επιτυχία, στη Σκάλα του Μιλάνου,  με  τον Verdi στο πόντιουμ και με τους ιδίους συντελεστές.  Έκτοτε παίχτηκε πολλές φορές στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Βιέννη. Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, έγκλειστοι του στρατοπέδου συγκέντρωσης, Theresientadt,  μέσα από την άκρα ταπείνωση της αιχμαλωσίας και των δεινών της, ερμήνευσαν,  σαν σε επίκληση, δεκαέξι φορές το Requiem  υπό την διεύθυνση του Τσεχοσλοβάκου πιανίστα, συνθέτη και αρχιμουσικού, Rafael Schächter {1905-1945},  ο οποίος μερικές βδομάδες μετά την τελευταία συναυλία, στις 16 Οκτωβρίου του 1944, εστάλη μαζί με 1000 κρατουμένους στο Άουσβιτς, όπου και εκτελέστηκε, λίγες μόλις ημέρες πριν οι Σοβιετικοί απελευθερώσουν το στρατόπεδο.

Το Requiem προκάλεσε αντιδράσεις, γιατί κάποιοι θεώρησαν ότι η θεατρικότητα των δοξαστικών ύμνων, απάδει σε έργο  που προορίζεται να ακουστεί σε εκκλησία, αφού  μόνο στην όπερα μπορεί να γίνει  αποδεκτή και αντιβαίνει στο θρησκευτικό πνεύμα ενός Mozart η ενός Cherubini. Άλλη έντονη αντίδραση προήλθε από τον αρχιμουσικό Hans von Bülow, ο οποίος μόλις άκουσε τη σύνθεση τη χαρακτήρισε ανοησία, αλλά αμέσως έσπευσε να διορθώσει το ατόπημά του με μία επιστολή προς τον συνθέτη όπου αναγνώριζε το λάθος του και συνόδευε  τη συγγνώμη του με μια μεγάλη αλήθεια:  "Το Requiem είναι μια από τις μεγαλύτερες συνθέσεις του αιώνα".


Ο Αρχιμουσικός Marcus Bosch απέσπασε εξαιρετικές ερμηνείες από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, τις τρεις Χορωδίες και το κουαρτέτο των  Μονωδών. Ανέδειξε  τους δυναμικούς ρυθμούς της σύνθεσης, τις  θεϊκές μελωδίες της και τις ξέχωρες δραματικές αντιθέσεις και εντάσεις. Κράτησε εκπληκτικές ισορροπίες  και αποκάλυψε, δια της μουσικής, τη δύναμη και το μεγαλείο του θεϊκού λόγου, στο Requiem et Kyrie {Ακολουθία εις κεκοιμημένους και Κύριε}, στο Dies irae {Ημέρα οργής}, στο Lacrimosa dies illa {Δακρυόεσσα η ημέρα εκείνη}, στο Ofertorio {Προσφορά}, στο Sanctus {Κύριος}, στο   Agnus Dei {Ο Αμνός του Θεού}, στο Lux aeterna  {Φως ανέσπερον} και στο Libera me {Ελευθέρωσόν με}, προκαλώντας ρίγη  συγκίνησης.

Το αριστούργημα του Verdi κατατάσσεται ανάμεσα στα θρησκευτικά έργα κοσμικού χαρακτήρα, όπως το Requiem του Berlioz και το Γερμανικό Requiem  του Brahms, ο οποίος και  θα πει για τη συγκεκριμένη αυτή σύνθεση: "Μόνο ένας μεγαλοφυής θα μπορούσε να δημιουργήσει τέτοιο έργο" και η θαυμάσια ερμηνεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ακούστηκε  σαν επαλήθευση των λόγων του Γερμανού συνθέτη.





Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου: Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ


Ὁμιλία Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, κατά τήν ἀνακήρυξή του σέ ἐπίτιμο Διδάκτορα τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, τήν 13η Μαΐου 2016 



Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Για το βιβλίο “Θέλξις Σαπφώ. Δεκαπέντε μελετήματα”

Επιλογή-Επιμέλεια: Μαίρη Ι. Γιόση, Δήμητρα Κιούση, Άννα Τάτση
Εκδ. Σμίλη 2004

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Έτος σημαδιακό για την Ελλάδα το 2004. Ολυμπιακοί Αγώνες (ανεξαρτήτως από το τι μας στοίχισαν και πώς αξιολογήθηκαν αργότερα), μια λαμπρή ατμόσφαιρα, την οποία είχε προετοιμάσει εκείνο το ενθουσιαστικό EURO και φυσικά συνοδεύτηκε και από άλλα σημαντικά γεγονότα. Σ’ αυτά είναι και η έκδοση του βιβλίου, Θέλξις ΣΑΠΦΩ, Δεκαπέντε μελετήματα. Οι δεκαπέντε μελετητές και οι αντίστοιχοι μεταφραστές είναι: Bruno Gentili (Θεοδώρα Πανοπούλου), Claude Calame (Πατρίτσια Κολαΐτη), Jane McIntosh Snyder (Ευγενία Δ. Μακρυγιάννη), John J. Winkler (Παναγιώτης Φανάρας), Ellen Greene (Νίκος Σκιαδόπουλος), André Lardinois (Λένια Τζαλλήλα, Patricia A. Rosenmeyer (Αγγελική Λάλου), ilja Leonard Pfeijffer (Δήμητρα Κιούση), Keith Stanley (Γαβριέλα Σωτηροπούλου), Charles Segal (Δήμτρα Κιούση), Eva Stehle Stigers (Διοτίμα παπάδη), Jensper Svenbro (Πηνελόπη Σκαρσούλη), Emmet Robbins (Μαίρη Ι. Γιόση), Riccardo Palmisciano (Μαίρη Ι. Γιόση- Άννα Τάτση), Anne Carson (Αλεξάνδρα Δ. Μελίστα). Τα ποιητικά αποσπάσματα που παρεμβάλλονται ανήκουν στους Ι.Θ.Κακριδή, Δανιήλ Ιακώβ, Παναγή Γ. Λεκατσά, Ι. Ν. Καζάζη, Οδυσσέα Ελύτη, Μ. Γιόση.

Ο εύρωστος τόμος, και από άποψη όγκου αλλά και από άποψη μελετών και μελετητών, αρχίζει και τελειώνει με παραδοξότητα. Το πρώτο κείμενο δεν έχει σχέση με τη Σαπφώ και το τελευταίο «συκοφαντεί» τον Αριστοτέλη (τα εισαγωγικά είναι του βιβλίου). Όμως και τα δύο αυτά κείμενα δίνουν το χωροχρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται το έργο της μεγάλης αυτής ποιήτρια της αρχαιότητας αλλά και την ποικιλία των ερμηνειών της ποιητικής της. Από τους δύο άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η μελέτη, ο ένας ερευνά την ποιητική δημιουργία από τη σκοπιά της κοινωνικής ανθρωπολογίας και ο άλλος από τη σκοπιά της ποιητικής της. Στις δεκαπέντε μελέτες αναπτύσσονται θέματα σχετικά με την ερμηνεία του σαπφικού κειμένου, τον διάλογο με άλλα παρεμφερή κείμενα, τη δημιουργία σε σχέση με το φύλο, τη σχέση της Σαπφούς με την ποιητική παράδοση. Εξετάζεται το λυρικό εγώ, ο ποιητικός χαρακτήρας και η σχέση με το κοινό, ο δημόσιος και ιδιωτικός χαρακτήρας της ποίησης και παρεμφερώς η «διπλή συνείδηση» της ποίησης και η διάκριση «αρσενικό-θηλυκό», από όπου θα προκύψει και το γυναικείο «ενεργητικό» ερωτικό υποκείμενο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, και θίγεται στο βιβλίο, ότι η Σαπφώ δημιουργούσε στον κλειστό κύκλο της σχολής της, επομένως τα ποιήματα είναι ιδιωτικά, αλλά και κατά μίαν έννοια δημόσια. Υποθέσεις ιδιωτικές εξομολογημένες σε σένα δημοσίως, καθώς θα έλεγε και ο Τ. Σ. Έλιοτ.

Στο κείμενο του Segal θα δοθεί έμφαση στην λειτουργική διάσταση της ποίησης της Σαπφούς και θα ερευνηθεί η σχέση των ποιημάτων με τους θρήνους, τις προσευχές και τα επιθαλάμια. Σχέσεις παρόμοιες θα ανευρεθούν και σε άλλα παλαιότερα κείμενα και στον Όμηρο, σχέσεις με την Αφροδίτη, τον έρωτα και τις Μούσες, σαν η Σαπφώ, μέσω της ποιητικής της να προσπαθεί να ταυτιστεί με την πηγή έμπνευσής της, την Αφροδίτη, τον έρωτα και τις Μούσες. Σκανδαλίζει ιδιαιτέρως η παρατήρηση ότι «σκοπεύουμε να ανακαλύψουμε σ’ αυτήν, αν και ό,τι περιμένουμε πλέον να βρούμε είναι, πιθανότατα, το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που είχαν ανακαλύψει οι παππούδες μας. Όπως ο Νάρκισσος καθρεφτιζόμαστε στο νερό». Επίθεση στους ερευνώντες τα ομοερωτικά ποιήματα έκανε ο Βιλαμόβιτς το 1896, ο οποίος υποστήριξε ότι η Σαπφώ ήταν διευθύντρια παρθεναγωγείου με θρησκευτικό χαρακτήρα, αφιερωμένου στην Αφροδίτη, περιβαλλόμενη από έναν θίασο κοριτσιών που συμμετείχαν στη λατρεία της θεάς, και ως εκ τούτου τα ποιήματα περιείχαν περιγραφές συνάδουσες με την ιδιότητά τους. Επικαλείται και μαρτυρίες, για την ύπαρξη παρόμοιων σχολών-θιάσων στη Λέσβο, που απαντούν ακόμα και στην Ιλιάδα. Με έμφαση υποστηρίζεται η ιδέα της παραμονής τη Σαπφούς στην ανθρώπινη μνήμη, ότι, δηλαδή, «η ποιήτρια οραματίζεται για τον εαυτό της το είδος του καλού θανάτου που οραματίζεται ο ομηρικός Αχιλλέας», στο κείμενο του Palmisciano.

Το τελευταίο κείμενο, για το οποίο είπαμε πως αποτελεί μια παραδοξότητα, είναι αυτό που «συκοφαντεί» τον Αριστοτέλη. Σ’ αυτό η συγγραφέας εξετάζοντας την ετοιμολογία του ρήματος (σύκα, φαίνω) μας προϊδεάζει για μια άλλη έννοια του ρήματος, αποκαλυπτική μιας αλήθειας και όχι καταδηλωτική ενός ψεύδους, ζητώντας μας να ερευνήσουμε τι είναι η αριστοτελική μίμησις από τη σκοπιά της λυρικής ποιήσεως. Στο κείμενο αυτό έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη σημασία των ονομάτων και την κλίση τους, η οποία τελικώς αποκαλύπτει την «ηδονή της λυρικής ποιήσεως».

Ο Έλληνας αναγνώστης (ελληνική είναι η παρούσα έκδοση) είναι ευνοημένος εκ των πραγμάτων – διαβάζει ελληνική ποίηση- και ευτύχησε να έχει μεταφρασμένα τα ποιητικά αποσπάσματα από επιφανείς Έλληνες, τους οποίους αναφέραμε πιο πάνω, που αγαπούν την ποίηση και, όπως λέει και η Σαπφώ και ο «μακρινός εξάδελφός» της ο Οδυσσέας Ελύτης, το καλύτερο πράγμα στη ζωή είναι αυτό που αγαπάει ο καθένας - «όττω τις έραται». Και στην προκειμένη περίπτωση, την Ποίηση έραται. 

Related Posts with Thumbnails