© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Η παλιννόστηση της Κρύπτης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Στην σημερινή, θλιβερή τις περισσότερες φορές, πραγματικότητα του νησιού μας λίγες είναι οι ανάσες και οι γνήσιες στιγμές, όπου μας προσφέρονται και σε πείσμα της φθοράς μας κάνουν να ελπίζουμε και να ευελπιστούμε. Είναι μέσα στο τόσο ψέμα και την επικράτηση του εφήμερου και του επίφοβου οι ελάχιστες επιμονές της αλήθειας και - γιατί όχι - και οι ευλογημένες εμμονές για ό,τι δημιουργικό και ψυχωφελές. Γιατί, όπως ακούγαμε παλιότερα, όταν τα τραγούδια είχαν ακόμα διάρκεια και δεν κυκλοφορούσαν, όπως αυτόν τον καιρό, με ημερομηνία λήξεως, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Εμείς όμως, με την κατάρα του «μωραίνει Κύριος» κάναμε «την τρίχα, τριχιά» και κομπορρημονούμε κυριολεκτικά τραγουδώντας κενότητα, ενώ τα πάντα γύρω μας καίγονται και γίνονται στάχτη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί καταδικασμένοι σε μια συνεχή και δίχως επιστροφή πτώση, στηρίζουμε το εφήμερο - στηρίζοντας αυτούς που το στηρίζουν - και, για «να μην χαλάσει η πιάτσα» - συγχωρήστε μου την λαϊκή πτώση - κυνηγάμε το σωστό και απορρίπτουμε το μεγάλο, μια και - σαν την κολοβή αλεπού του αισώπειου μύθου - ερμηνεύουμε κατά το δοκούν τον μύθο και πιστεύουμε στην ισοπεδωτική ισότητα.
Μια από αυτές τις ανάσες στον χώρο του πολιτισμού ήταν παλιότερα και ο πολιτιστικός χώρος «Κρύπτη» στο ριζοχώρι Μαχαιράδο, όπου δημιουργήθηκε από την αγάπη και την ευαισθησία του γνωστού συμπατριώτη μας ζωγράφου Διονύση Παπαδάτου, ο οποίος αφού έκανε μια ζηλευτή καριέρα εκτός νησιού - κανένας προφήτης δεν δοξάζεται στον τόπο του - επέστρεψε στην γενέθλια γη και στο πατρικό του κτήμα δημιούργησε μια όαση καλλιτεχνικής εστίας, όπου συχνά έφερνε τους από παντού πυρπολούμενους Ζακύνθιους σε επαφή με την αληθινή και γνήσια τέχνη, κυρίως στην εικαστική της έκφραση, αλλά όχι μόνο, και τους γνώριζε το πού βρίσκεται σήμερα και το πόσο έχει προχωρήσει η δημιουργική ελευθερία.
Ο κόσμος, αυτοί που ακόμα αντιστέκονται και επιμένουν και φαίνεται να είναι πολλοί, περισσότεροι σίγουρα απ’ ότι περιμέναμε και ελπίζαμε, αγκάλιασε την προσπάθεια και την πλαισίωσε με στοργή και αγάπη. Είναι σημαντικός και παρήγορος ο αριθμός αυτών που βρήκαν σ’ αυτήν καταφυγή και αποτελεί δείγμα παρηγοριάς το ότι τόσοι παρέμειναν άφθοροι και ζήτησαν στον φιλόξενο και φιλότιμο αυτό χώρο όχι μόνο διαφυγή δροσιάς από τους καυτούς μήνες του Καλοκαιριού, αλλά και προστασία από τους ανίερους βομβαρδισμούς αυτών που μιλούν για πολιτισμό και «έχουν μπερδέψει τα σώβρακα με τις γραβάτες», πιστεύοντας πως οι λικνισμοί στην πίστα και το τηλεοπτικό γυαλί μπορεί να ονομαστούν πολιτιστική δημιουργία.
Ο απλός κόσμος στήριξε την «Κρύπτη», αυτοί όμως που έχουμε εκλέξει να κάνουν κουμάντο στον τόπο μας και τη ζωή μας και είμαστε εντελώς υπεύθυνοι για την ύπαρξη και την επικράτησή τους, αδιαφόρησαν και γύρισαν αλλού την προσοχή τους, προωθώντας ό,τι βολεύει και ό,τι πραγματικά αποκοιμίζει. Έτσι μέσα στον γλυκό, γι’ αυτό και επίφοβο, βαθύ μας ύπνο, δεν καταλάβαμε πώς έγινε και ο πολύπλευρος αυτός χώρος έκλεισε, αναγκάζοντας τον δημιουργό του, σαν γνήσιο καλλιτέχνη, να ζητήσει αλλού διαφυγή και οδηγούμενος, ίσως, από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, να επιστρέψει στους χώρους που τον ενέπνεαν και τον βοηθούσαν να συνεχίσει την αναζήτηση και την έκφρασή του.
Φαίνεται, όμως, πως ο Διονύσης Παπαδάτος, σαν γνήσιος ζακυνθινός σπουργίτης, έτσι όπως συνέλαβε τον χαρακτηρισμό ο Γιάννης Τσακασιάνος, αγαπά πραγματικά τον τόπο του και όσο και αν έχει αναγνωριστεί και αγαπηθεί εκτός του, σ’ αυτόν θέλει να προσφέρει και να δώσει.
Έτσι, για το καλό αυτού του νησιού, που για την παράδοση και την ιστορία του και μόνο, δικαιούται μια καλύτερη και πιο ουσιαστική καθημερινότητα, επέστρεψε στην γη του και ξανάνοιξε τον χώρο του και χώρο μας, για μια αντίσταση και πάλι και μια ελπίδα σωτηρίας στον επικείμενο χαμό του 4 Χ 4.
Το βράδυ της Κυριακής, λοιπόν, 18 Ιουλίου και ενώ το Καλοκαίρι είχε για καλά σταθεροποιηθεί και προχωρήσει, εκεί στην ρίζα του Βραχιώνα έγινε η παλιννόστηση της «Κρύπτης» και ο χώρος απέκτησε και πάλι ζωή και διάρκεια.
Αυτό που πέρυσι τον Σεπτέμβρη παρουσιάστηκε στην αποκτώσα, τελευταία ζωή Πάτμο, η οποία εκμεταλλεύεται δημιουργικά την ιστορία της, σε αντίθεση με μάς, επέστρεψε στον χώρο της δημιουργίας του και εκτέθηκε εκεί ακριβώς όπου έγινε η σύλληψη και η εφαρμογή του. Κυρίαρχο σύμβολο της βραδιάς και πρωταγωνίστρια η πανάρχαια και πολυπρόσωπη σπείρα και αυτή από όλες σχεδόν τις εκφράσεις της εικαστικής αναζήτησης κυριάρχησε και προβλημάτισε όλους αυτούς που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και δεν έχασαν σε κενότητες και εφήμερες καταστάσεις τον χρόνο τους.
Για μια ακόμα φορά ο Διονύσης Παπαδάτος απέδειξε πως ο κάθε αληθινός δημιουργός, σε αντίθεση από τον απλό καλλιτέχνη, μπορεί να νεάσει ελπιδοφόρα, δίχως να σοκάρει και να προκαλέσει ειρωνείες παλιμπαιδισμού και πως η ανανέωση είναι αυτή που συντηρεί τη ζωή και αναγκάζει όσους την ακολουθούν να διασώζονται και να ξεφεύγουν.
Η Ζάκυνθος, δίχως καμιά αμφιβολία, στον χώρο της τέχνης έχει μια μεγάλη και πλούσια παράδοση, που κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Ακόμα και αυτοί που της προσάπτουν δυτική επιρροή, δεν μπορούν να την αρνηθούν και γνωρίζοντας την παγκοσμιότητα της τέχνης, απλά και μόνο τονίζουν την αμάθειά τους με την εμμονή τους στον περιορισμό της εφήμερης αντίδρασης. Σταυροδρόμι ρευμάτων και εκφράσεων, χωνευτήρι απόψεων και πολιτισμών, επιβίωσε στον χώρο της και ταυτόχρονα διεκδίκησε και κέρδισε μια διεθνή συνύπαρξη.
Αυτό, μεταξύ άλλων, προσπαθεί να επαναφέρει και η «Κρύπτη». Γνωρίζοντας το μεγαλείο του χθες, αλλά και το επίφοβο της στείρας και δίχως σκοπό επανάληψής του, μπολιάζει αυτό που δικαιωματικά υπάρχει με την σύγχρονη αναζήτηση και ελπιδοφόρα κοιτάζει το μέλλον, που μπορεί να γίνει και πάλι δημιουργικό και αξιοσημείωτο, αν ξανά μπορέσει να παντρέψει, να συνενώσει και να συνεχίσει. Να γιατί πρέπει να αγκαλιαστεί απ’ όλους, να διατηρηθεί και να επιβιώσει. Γιατί η ύπαρξή της δεν είναι θέμα δικό της, αλλά δικό μας και η παρουσία της δεν αποτελεί θέμα αυταρέσκειας, αλλά αιτία και δικαιολογία της προσωπικής μας συντήρησης.
Ο έλληνας Πατροκοσμάς έλεγε πως «όταν κλείνει ένα σχολείο, ανοίγει μια φυλακή». Εγώ σαν συνειδητός Επτανήσιος θα παραλλάξω πως όταν σφραγίζει ένας χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας, ανεπαίσθητα καβαφικά τείχη υψώνονται γύρω μας και η ζωή μας γίνεται περισσότερο ασφυκτική.
Και έχουμε ανάγκη από αιτίες ζωής. Ας τις διατηρήσουμε.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ελληνική Δημοτική Μουσική Παράδοση

Γράφει η Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου

Τα δημοτικά μας τραγούδια, τα ποιήματα και οι δημοτικοί μας χοροί έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα. Είναι μια αλυσίδα καταγωγής. Κρίκοι που οδηγούν πίσω στον Όμηρο, στους τραγωδούς, στους αρχαίους Έλληνες. Ο λαός μας ήδη από τη βυζαντινή εποχή, συνεχίζοντας την ομηρική παράδοση είχε τεχνουργήσει πολλά τραγούδια που αναφέρονταν σε διάφορα ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα. Μόνο σ αυτά μπορούμε να βρούμε την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας. Στην παράδοση του τόπου, στη λαϊκή ζωή, στα ήθη και στα έθιμα, στους εθνικούς μας χορούς και στο δημοτικό μας τραγούδι. Εκεί βρίσκεται η ιστορία μας. Σ΄ αυτό που χορεύουν και τραγουδούν
για να γλεντήσουν,
«-Τραβώδ’ Γαβρά, Τραβώδ’ Γαβρά, νε Γαβροκωνσταντίνε….»
για να θρηνήσουν,
«Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα και μαύρα μοιρολόγια ,
ας πά’ στα κάστρα του Μωρεά, στης πόλης τα καντούνια…»
για να συμβουλεύσουν, να παροτρύνουν, να ζητήσουν συγγνώμη,
«Αν ίσως με τα λόγια μου σήμερα πείραξά σε
Λησμόνησε το σφάλμα μου και πλειο μην το θυμάσαι …»
να σατιρίσουν,
«Εμέν η μάνα μ’ είπε με, υιέ μ’ ντο έν’ το χάλι σ’
με το νυχτοπερπάτεμαν, έφαες το κιφάλι σ’»
να αγαπήσουν,
«αυτά τα μάτια Δήμο, τα έμορφα, τα φρύδια τα γραμμένα,
αυτά με κάνουν Δήμο κι αρρωστώ, με κάνουν κ’ απεθαίνω»
να επικοινωνήσουν,
«εβγάτε αγόρια ‘σ τον χορόν, κοράσια ‘σ τα τραγούδια,
να ιδείτε και να μάθετε πως πιάνεται η αγάπη…»,
Για να υμνήσουν την αντρειοσύνη. (Πως ο ακρίτας πάει να ζωστεί τα άρματα)
«Πριχού τα πιάσει (τα άρματα) πιάνουττο, πριχού τα σείσει, σειόττο
Πριχού τα βάλει πάνω του, εκείνα περπατειόττο»
Για να μη ξεχνούν.
«Εμίσευσες και μ’ άφηκες ένα υαλί φαρμάκι
Και το καλόν σου γύρισμα όλο φιλιά κι αγάπη…»

Τα δημοτικά μας τραγούδια έχουν τον αυθορμητισμό ενός ανώνυμου λαού και την αρχή τους σε κάποιον ανώνυμο δημιουργό, όχι λογοτέχνη αλλά απλό άνθρωπο του λαού, προικισμένο με ταλέντο και καλλιτεχνική ευαισθησία. Γρήγορα υιοθετούνται από το κοινωνικό σύνολο, γίνονται κτήμα του λαού και προφορικά παραδίδονται από στόμα σε στόμα, από εποχή σε εποχή και από περιοχή σε περιοχή. Με την ευρύτερη διάδοσή τους δουλεύονται ταυτόχρονα μέσα στο χωνευτήρι του λαού, που τα τροποποιεί και τα παραλλάσσει πολλές φορές, από το αρχικό ποίημα.
«Εγώ ‘χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια
Για να’ βγω να παλέψουμε στο μαρμαρένιο αλώνι.»
Ή σε παραλλαγή
«Εγώ ‘χω ατσάλι στην καρδιά και σιδερένια μπράτσα
Κι έβγα να πολεμήσουμε, μαζί να σκοτωθούμε.»

Σαν ποιητικά δημιουργήματα τα δημοτικά τραγούδια ξεχωρίζουν για τη ζωντανή και παραστατική απεικόνιση του εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου που εκφράζουν, καθώς και για τη λιτότητα και την πυκνότητα του λόγου. Έχουν τολμηρές προσωποποιήσεις . Τα ζώα, τα δέντρα, τα βουνά, τα πουλιά μιλούν και συμπάσχουν με τους ανθρώπους. Το άλογο ήταν αγαπητό θέμα στα τραγούδια.
«Κι ένας γρίβας (το άλογο), παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος
Κείνος απολογήθηκε γυρίζει και μου λέει.
-Εγώ είμαι γέρος κι άχαρος ταξίδια δε μου πρέπουν
Μα για χατήρι της κυράς θα μακροταξιδέψω
Οπού μ’ ακριβοτάγιζε στο γύρο της ποδιάς της
Κι οπού μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της.»
Και αλλού
«Όλα τα κάστρα χαίρονται κι όλα βαρούν παιγνίδια
Το Νάπλι κι η Μονεμβασιά κάθονται μαραμένα
-Νάπλι γιατί δε χαίρεσαι , τι δε βαρείς παιχνίδια;
-Τι καλόν έχω να χαρώ και να βαρώ παιχνίδια
Μένα με πλάκωσε Τουρκιά, στεριά και του πελάγου…»
Στα 400 χρόνια της σκλαβιάς του στον τούρκικο ζυγό ο λαός μας τραγούδησε τους καημούς του και τους πόθους του. Με τα κλέφτικα τραγούδια ύμνησε τον ηρωισμό των κλεφτών και αρματωλών, με τα μοιρολόγια θρήνησε τον πόνο του χαμού.
«Τη λευτεριά λαχτάρισα, δε θέλω να ’μαι σκλάβος.
Θ ανέβω πάνω στα βουνά, πάω να γίνω κλέφτης.»
Και χόρευε ο λαός μας τραγουδώντας, κυρίως στα πανηγύρια όπου μπορούσαν να συγκεντρωθούν όλοι χωρίς φόβο να προκαλέσουν υποψίες στον κατακτητή.
Όλη η ιστορία της Ελλάδας, οι πόλεμοι, οι καταστροφές, η κατοχή, η πείνα και η στέρηση, η αδικία, η κάθε απελευθέρωση, το κάθε πολιτικό γεγονός, έγινε δημοτικό τραγούδι, στην καρδιά, τη ζωή και τη μνήμη του λαού.
Τον πιο έγκυρο χαρακτηρισμό στα δημοτικά τραγούδια έδωσε ο Κολοκοτρώνης που τα χαρακτήρισε «εφημερίδες στρατιωτικές» αφού πέρα από την ψυχαγωγία που πρόσφεραν ήταν και μέσα Εθνικής παίδευσης και διατήρησης της Εθνικής μνήμης.
Κι όταν ήρθαν οι μοντέρνοι καιροί και οι φουστανέλλες αντικαταστάθηκαν από τα ευρωπαϊκά ρούχα, και η λύρα και το κλαρίνο και η φλογέρα, το κανονάκι, το λαούτο και το ούτι αντικαταστάθηκαν από το πιάνο και την κιθάρα και το συνθεσάϊζερ, τότε άρχισε και η αλλοίωση και η περιθωριοποίηση της μουσικής μας ρίζας, άρχισε η παράδοσή μας να περνάει σε δεύτερη μοίρα, άρχισε η λησμονιά και η αποκοπή ενός ομφάλιου λώρου δυόμισι χιλιάδων ετών .
Το «καμπανάκι του κινδύνου» το άκουσαν κάποιοι άξιοι πατριώτες έλληνες και μη (ενδεικτικά θα αναφέρω το Σοφοκλή Δημητρακόπουλο, τη Δώρα Στράτου, το φιλέλληνα Κλωντ Φωριέλ), και αρκετοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι, που κατέγραψαν όσα μπόρεσαν δημοτικά τραγούδια και χορούς. Αυτή τη μουσική και ποιητική μας παράδοση, είναι χρέος όλων μας να την κρατούμε ζωντανή και να τη διδάσκουμε στα παιδιά μας. Θα ήταν ευχής έργον εάν διδάσκονταν σαν κύριο μάθημα στα σχολεία και το λέω εγώ που υπήρξα καθηγήτρια επί σειρά ετών και πονούσα αφάνταστα με τη διαπίστωση ότι δυστυχώς τα παιδιά μας «περί άλλων τυρβάζουν» και δε φταίνε μόνο αυτά. Και όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός βοήθησε να διατηρηθεί η ιστορία και η γλώσσα μας με τα κρυφά σχολειά έτσι και η πολιτεία σήμερα οφείλει να κάνει τα σχολεία, κρυφά σχολειά της διατήρησης της παράδοσής μας, για να πάψουνε τα παιδιά μας και εμείς να είμαστε μιμητικά όντα μιας γιουροβίζιον με μόνους στόχους το shake dance και το brake dance το τσιφτετέλι dance …. κ.α.π. (δεν έχουμε καν το θάρρος να πάμε με τη δική μας αυθεντική λαλιά και λεβεντιά και ας μην κερδίσουμε, αρκεί που θα τους αφήσουμε τη σφραγίδα μας) Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είμαστε απλά ευρωπαίοι πολίτες, αλλά έλληνες, ευρωπαίοι πολίτες.
Τα δημοτικά μας τραγούδια γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα στις απομονωμένες κλειστές κοινωνίες σαν η πιο γνήσια έκφραση της λαϊκής ψυχής. Και μέσα από τους αιώνες δόθηκαν σε μας σαν μια κληρονομιά ζωντανή, συγκλονιστικών βιωμάτων των προγόνων μας που μιλούσαν και μιλούμε την ίδια περήφανη ελληνική γλώσσα.
Και οφείλουμε να την παραδώσουμε στα παιδιά μας πλουσιότερη, έτσι ώστε σε όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκονται, όταν ακούν αυτές τις απλές και μεστές προτάσεις της δημοτικής ποίησης, που κουβαλούν όλο το έθνος μας, όλο το «βιός» μας, να νιώθουν όλη την ιστορία τους να πάλλει την ψυχή τους. Και όταν ακούν λύρα ποντιακή ή κρητική, ή κλαρίνο ή άλλο παραδοσιακό όργανο να ζωντανεύει η λεβεντιά στις φλέβες τους και στα κορμιά τους. Αυτή είναι ιερή υποχρέωση όλων μας.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Αρχιμανδρίτου Διονυσίου Λυκογιάννη: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ ΤΩΝ ΝΑΩΝ ΤΟΥ ΜΠΑΝΑΤΟΥ

 [Διάλεξη - ανακοίνωση κατά την 500ετηρίδα Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ενορίας του Μπανάτου Ζακύνθου, 25 Ιουλίου 2010]

Το Μπανάτο ή εξελληνισμένα Βανάτο υπήρξε έως πρόσφατα ένας μικρός και ήσυχος συνοικισμός, ο οποίος δεν απασχόλησε τους κατά καιρούς ιστοριογράφους. Στους μέχρι τώρα γνωστούς χάρτες της Ζακύνθου του 16ου και 17ου αι. δε γίνεται μνεία της κώμης, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει και την ανυπαρξία του οικισμού. Οι κάτοικοι κατά το πλείστον ασχολούμενοι με αγροτικές εργασίες, στο διάβα των αιώνων δημιουργούσαν και ανακατασκεύαζαν ιερές στέγες στην περιοχή τους και φρόντιζαν για τη διακόσμηση και τον πλουτισμό τους με καλλιτεχνήματα, κάτι που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.

Δυστυχώς, οι αιώνιοι εχθροί των μνημείων του νησιού μας, οι σεισμοί, η αδιαφορία, η εγκατάλειψη, αλλά και η εσκεμμένη καταστροφή των αγαθών του παρελθόντος, υπήρξαν η κύρια αιτία των λιγοστών απόηχων και της μπανατιώτικης πολιτιστικής δημιουργίας. Μετά τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 και την καταστροφή του Αρχειοφυλάκιου, οι μόνες μαρτυρίες που έχουμε για το Μπανάτο είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που διέσωσαν οι ιστοριοδίφες και ερευνητές, εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε τον Λεωνίδα Ζώη και τον Ντίνο Κονόμο και κυρίως, όσον αφορά την εκκλησιαστική τέχνη, από τα ίδια τα έργα με τα όποια αποτυπώματα αυτά έχουν.

Η παρούσα ομιλία έχει κυρίως σαν σκοπό, ευσύνοπτα να παρουσιάσει τα σημαντικότερα καλλιτεχνήματα των δύο ενοριακών ναών του Μπανάτου, με τις αντίστοιχες αρχειακές (1) και ιστορικές μαρτυρίες, καθώς και τα νεώτερα στοιχεία που προήλθαν από την πρόσφατη καταγραφή των εκκλησιαστικών κειμηλίων. Αυτή πραγματοποιήθηκε το 2009, μετά από μητροπολιτική εγκύκλιο, η οποία όριζε τον Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Λυκογιάννη, Ιεροκήρυκα της Μητροπόλεως Ζακύνθου, σε συνεργασία με τους συντηρητές έργων τέχνης Ανδρέα και Μάριο Θεοδόση, τότε υπαλλήλους του εργαστηρίου συντήρησης της Μητροπόλεώς μας, να προβούν στην καταγραφή των εκκλησιαστικών κειμηλίων των ενοριακών ναών μετά των παρεκκλησίων τους, σε όλη τη Ζάκυνθο (2).

Αποτυπώθηκαν φωτογραφικά οι αρχιτεκτονικές όψεις των ναών και ο εσωτερικός τους καλλιτεχνικός διάκοσμος. Στη συνέχεια, ακολούθησε η λεπτομερής καταγραφή και φωτογράφηση όλων των κειμηλίων, βάζοντας ως ορόσημο ως προς την επιλογή, τη χρονολογία 1953. Αυτό συνέβη, διότι, μετά τους σεισμούς του 1953, τα αντικείμενα που εισήλθαν στους ναούς δεν παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ιστορικό - καλλιτεχνικό ή αρχαιολογικό ενδιαφέρον, και συνήθως, ιδίως τα έργα της μεταλλοτεχνίας, αποτελούν προϊόντα μαζικής παραγωγής.

Είναι παρήγορο ότι παρατηρείται, παρά την εμφανή μείωση των Ζακυνθινών καλλιτεχνών που επήλθε με την οικονομική δυσπραγία στο νησί κατά τον 20ού αιώνα και παρά τις όποιες δυσκολίες, μια προσπάθεια διατήρησης της τοπικής μας καλλιτεχνικής παράδοσης, ιδιαίτερα στον τομέα της ξυλογλυπτικής και της εικονογραφίας - ζωγραφικής. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα είναι κυρίως η έλλειψη καλλιτεχνικής παιδείας, η οποία οδηγεί μερικές φορές σε καταστάσεις τραγελαφικές, όταν αυθαιρέτως αντικαθίστανται παλαιά εκκλησιαστικά αντικείμενα ή στολίζονται ναοί, οι οποίοι έχουν διασώσει τον καλλιτεχνικό υφολογικό τους χαρακτήρα, με ξυλόγλυπτα και αγιογραφίες που διασπούν την στιλιστική τους αρτιότητα και ομοιογένεια.

Στον τομέα της μικροτεχνίας και ιδιαίτερα στην τόσο έντονη και παραγωγική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής αργυρογλυπτικής, με παράδοση τεσσάρων τουλάχιστον αιώνων, με λύπη διαπιστώνουμε ότι τα σκαλισμένα ασημένια βατσέλια - δίσκοι, τα καλύμματα των Ευαγγελίων με φόντο το ανάλογα με την εορτή χρώμα βελούδο, οι επηρεασμένες από τη Δύση αργυρές καντήλες, τα φουντώματα των σταυρών αγιασμού και οι καλυμμένοι με ασημένια ανάγλυφα πάμφυλλα σταυροί λιτανειών, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη καλλιτεχνικής δημιουργίας, μιας και η αργυροχοϊκή εκκλησιαστική τέχνη έσβησε στη Ζάκυνθο στις αρχές του 20ού αιώνα.

Το υλικό, που είχαν στη διάθεσή τους οι παλαιοί κτίστες, την πέτρα δηλαδή, για να οικοδομήσουν τις ιερές στέγες, ακολουθώντας τις οδηγίες και τα σχέδια μηχανικών και αρχιτεκτόνων, αντικατέστησαν μετασεισμικά από το τσιμέντο. Τα σκαλιστά θυρώματα με τις μπαρόκ και τις νεοκλασικές τους γλυφές, ανάλογα με τα καλλιτεχνικά κριτήρια της εποχής και την επιδεξιότητα του σκαλιστή, που πολλές φορές νομίζεις κοιτώντας τα ακόμη όπου διασώζονται, ότι βρίσκονται σε μια αντιπαλότητα με τη στασιμότητα του κτιρίου και προσπαθούν να αποτινάξουν το λίθινο όγκο τους με τις καμπύλες, τα οριζόντια και κάθετα ανοίγματά τους, σε συνδυασμό με το έξεργο ανάγλυφό τους, διαδέχτηκαν οι γύψινες ή τσιμεντένιες κακόγουστες κατά το πλείστον απομιμήσεις.

Στο Μπανάτο σώζονται ελάχιστα, σε σχέση με αυτά που θα πρέπει να υπήρχαν στις δώδεκα περίπου ιερές στέγες που αναφέρονται στην ευρύτερη περιοχή και που κάποιες από αυτές είτε διατηρούν τη λειτουργική τους ιδιότητα ως κτίσματα ανακατασκευασμένα (Παναγία επονομαζομένη Παναγούλα, Παναγία η Φανερωμένη, Άγιος Νικόλαος και Ταξιάρχες, Ευαγγελίστρια, Άγιος Νικόλαος των Καρκαναίων, Παναγία η Βλαχέραινα, Προφήτης Ζαχαρίας του Ζελοχοβίτη) είτε στη θέση τους υπάρχει ένα προσκυνητάρι (Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Νικόλαος του Στραβοπόδη, Άγιος Βλάσιος) ή έχουν χαθεί εντελώς από τη μνήμη των κατοίκων και διασώζονται μόνον ως αρχειακές αναφορές (Ανάληψη, Άγιος Λουκάς).

Η καταγραφή περιορίστηκε στους δύο ενοριακούς ναούς της Παναγούλας και της Φανερωμένης, μιας και οι υπόλοιποι σωζόμενοι αποτελούν είτε ιδιωτικά παρεκκλήσια είτε είναι νεόδμητοι με σύγχρονα αντικείμενα (ναός Αγίου Νικολάου και Ταξιαρχών). Όλοι οι ναοί είναι μονόκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές, όπως οι περισσότερες εκκλησίες της Ζακύνθου των νεωτέρων χρόνων. Ο αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός φαίνεται ότι υιοθετήθηκε ως ο καταλληλότερος για το σεισμογενές περιβάλλον της περιοχής μας και συνάμα ο πιο οικονομικός.

Ο ναός της Παναγούλας.
Ο ναός της Παναγίας, της επονομαζομένης Παναγούλας, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μαρτυρείται αρχειακά από τις πράξεις του συμβολαιογράφου Αλεξάνδρου Ραφτόπουλου (3). Αναφέρεται το 1510 η ύπαρξη μοναστηριού της Παναγίας, το οποίο ανήκε στον Ανδρέα Μάρκο και το έδινε στον ιερέα Δημήτριο Μάζη. Η αναφορά μοναστηριού υποδηλώνει πέρα από το ναό και παρουσία παραπλήσιων κτισμάτων. Αυτά ήταν το κελί - δωμάτιο του ιερέα και διάφοροι άλλοι αποθηκευτικοί χώροι. Φαίνεται πως η χρήση του όρου μοναστήρι ή Μονή δεν περιοριζόταν στα οργανωμένα κοινόβια ή ιδιόρρυθμα μοναστηριακά συγκροτήματα, αλλά συνηθιζόταν παλαιότερα για τους λατρευτικούς χώρους, όπου υπήρχε κατοίκηση δίπλα στον ευκτήριο οίκο και ήταν υποχρεωμένος να μένει συνήθως κάποιος άγαμος ή έγγαμος κληρικός με την οικογένειά του, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά παρεκκλήσια, που ανεγείρονταν είτε δίπλα σε οικίες ευγενών οικογενειών είτε στους αγρούς.

Ο ναός ακόμη και σήμερα φαίνεται πως αποτελούσε την κεντρικότερη εκκλησία του Μπανάτου, μαζί με αυτόν της Παναγίας της Φανερωμένης. Μετά τους σεισμούς του 1953 ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερος εκ θεμελίων. Η νότια κύρια είσοδος του ναού διαμορφώνεται με μνημειώδες αξονικά τοποθετημένο θύρωμα και με τέσσερα συμμετρικά τοποθετημένα παράθυρα, ενώ οι άλλες πλευρές δε διαθέτουν κάποιο διακοσμητικό στοιχείο. Τα διακοσμητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία της κύριας εισόδου και των θυρωμάτων εν πολλοίς αντιγράφουν αυτά του προσεισμικού ναού του Αγίου Λουκά της πόλης της Ζακύνθου, ο οποίος ανοικοδομήθηκε το 1822, συνδυάζοντας υφολογικά το νεοκλασικισμό με το ρομαντικό απόηχο του μπαρόκ. Παρά την έλλειψη λιθοδομής αποτελεί μια από τις καλύτερες προσπάθειες αποδόσεως μορφολογικών στοιχείων, που μιμούνται προσεισμικά πέτρινα ανάγλυφα.

Ο ναός φαίνεται από τις αρχειακές μαρτυρίες (4) ότι κατά τον 19ο αιώνα έπαθε αρκετές φορές ζημιές από σεισμούς και χρειάστηκε να επισκευαστεί ή ξαναφτιαχτεί. Από το 1828 και για δύο τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με μαρτυρία του ιερέως Ιωάννη Καποδίστρια, ο ναός επισκευαζόταν και η εικόνα της Παναγίας είχε μεταφερθεί στο ναό της Βλαχέραινας και μετά στη Φανερωμένη. Το 1846 δίνεται άδεια στους Επιτρόπους να πουλήσουν το ματεριάλε (5) της μικρής εκκλησίας όπου ανήκει στον Γεώργιο Μερκάτη και αυτός την χάρισε στο ναό της Παναγούλας, για να κτιστεί ή διορθωθεί εκκλησία ή το κελί εφημερίου.

Σε αίτηση επικύρωσης του χρηματικού εξόδου προς το Επαρχιακό Συμβούλιο Ζακύνθου με χρονολογία 16 Ιουλίου 1862, αναφέρεται ότι σε έγγραφο του 1858 οι κάτοικοι υποχρεωθήκαν χάρην ευλαβείας να καταβάλλουν ο καθένας ό,τι χρειάζεται ούτως ώστε να ανοικοδομηθεί ο ναός. Το κτίσμα, όπως αναφέρει η επιστολή, προσεγγίζει εις την τελειοποίησίν του, μένει μόνον να κατασκευασθεί τo υπερώον (6) και το ταμούζο (7). Για τον λόγο αυτόν κάλεσαν ξυλουργό ο οποίος εκτίμησε το έργο 500 τάλληρα δίστηλα.

Η Αποκαθήλωση. Θωράκιο του Τέμπλου στην Παναγούλα.
Το επιχρυσωμένο (περασμένο μετασεισμικά με μπρουτζίνα) ξυλόγλυπτο τέμπλο, είχε ήδη κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας και ινταγιαδόρος - ξυλογλύπτης Διονύσιος Τορτορέλης με τη συνεργασία του Παναγιώτη Μιχαλάκη και Διονυσίου Τρίχα, το 1860 σε σχέδιο του Ιωάννη Π. Καταιβάτη (8), αντί του ποσού των 610 τάλληρων διστήλων.

Οι εικόνες όλες του τέμπλου καθώς και τα βημόθυρα έχουν αποδοθεί στο χρωστήρα του Παναγιώτη Νίκα Πλέσσα (1799-1867) (9). Η τρίτη ζώνη, η επίστεψη του εικονοστασίου πρόκειται για μετασεισμική προσθήκη. Το επίσης ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο αρτοφόριο είναι δημιούργημα του Σπυρίδωνα Ι. Τορτορέλη (10) (1844-1908), ενώ ο δεσποτικός θρόνος, σύμφωνα με χαραγμένη επιγραφή, κατασκευή του Ζακυνθινού Αναστασίου Δ. Βλάχου το 1911.

Η εκφραστικότατη ελαιογραφία του Εσταυρωμένου, αναφέρεται ως έργο του ιερέως Νικολάου Καντούνη (11).

Ίδε ο Άνθρωπος. Ελαιογραφία Κ. Φραγκόπουλου στην Παναγούλα.
Το 1925 ο Κωνσταντίνος Ν. Φραγκόπουλος, πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη, όπως ο ίδιος αναφέρει στις υπογραφές του, δόκιμος ζωγράφος, ακόλουθος της ζωγραφικής παράδοσης του νησιού, όπως αποτυπωνόταν την περίοδο εκείνη από τον Σπύρο Πελεκάση και τον υιό του Δημήτριο, ζωγράφισε για το ναό της Παναγούλας έντεκα ελαιογραφίες με θέματα από τον χριστολογικό κύκλο και σκηνές από το βίο της Αγίας Βαρβάρας, στολίζοντας εσωτερικά το βόρειο και νότιο τοίχο καθώς και το στηθαίο του γυναικωνίτη.

Στο ναό υπάρχουν επίσης έντεκα αγιογραφίες του Χρήστου Ρουσέα, έξι στα καμπυλωμένα άκρα της ουρανίας, τρεις στην πρόσοψη του γυναικωνίτη και δύο φυλάσσονται επίσης στο γυναικωνίτη. Απεικονίζουν τον Ιησού καθήμενον και ευλογούντα, τη μετάσταση της Θεοτόκου, την Αγία Τριάδα, Προφήτες και Ευαγγελιστές. Πιθανόν, ήταν τοποθετημένες στην προσεισμική ουρανία της εκκλησίας.

Στη βάση της ζωγραφισμένης καθέδρας - προσκυνηταρίου της σύγχρονης εικόνας της Αγίας Βαρβάρας, στην οποία απεικονίζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου και μάλλον προέρχεται από το ναό της Φανερωμένης, βρίσκεται η επιγραφή 1805 Διά χειρός παϊσίου ιερομονάχου του βούτου. Τελευταία στην αναφορά μου στα ζωγραφικά έργα της Παναγούλας, άφησα τις δύο εικόνες που θεωρώ ότι είναι και οι πιο σημαντικές σωζόμενες καλλιτεχνικές δημιουργίες στο Μπανάτο.

Η λιτανευόμενη περίπυστη Εικόνα της Παναγούλας.
Η πρώτη είναι η λιτανευομένη εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας στον τύπο της Οδηγήτριας, καλυμμένη με ασημένιο πάμφυλλο και τοποθετημένη σε ξυλόγλυπτη επιχρυσωμένη καθέδρα του 19ου αι.  Παρόλο που η εικόνα δεν έχει συντηρηθεί ούτος ώστε να μας αποκαλύψει τα μυστικά της, κάτω από την αργυρή επένδυση, που θα πρέπει να χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 18ου αι., στην πίσω ζωγραφισμένη με φυτική διακόσμηση και σταυρό όψη, πάνω στο τρέσο υπάρχει η επιγραφή 1742. ΧΕΙΡ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΕΡΓΗ. Εξετάζοντας υφολογικά και χρωματικά, παρά το ότι επαναλαμβάνω η εικόνα είναι ασυντήρητη, τα ακάλυπτα ζωγραφικά μέρη και την υπογραφή, θεωρώ ότι θα πρέπει να αποδοθεί στον πιο σημαντικό αγιογράφο του α΄ μισού του 18ου αιώνα ως γνήσιο δημιούργημά του. Αυτό βέβαια θα το αποδείξει η περαιτέρω επιστημονική έρευνα και συντήρηση του έργου.

Η Εικόνα της Ελεούσας πριν τη συντήρηση.
Η δεύτερη εικόνα, καλυμμένη κι αυτή με παλαιό ασημένιο πάμφυλλο, είναι και η αρχαιότερη του Μπανάτου. Βρισκόταν φυλαγμένη από τον εφημέριο και κατά την καταγραφή επισημάνθηκε η παλαιότητα και σημαντικότητά της. Αμέσως, συντηρήθηκε στο εργαστήριο της Μητροπόλεως Ζακύνθου από τους αδελφούς Θεοδόση. Καθαρίσθηκε από το βερνίκι και το μαύρο παχύ στρώμα σκόνης που την κάλυπτε, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που είχαν επιφέρει αρκετές απώλειες στο ξύλο, έγιναν οι απαραίτητες στερεώσεις, για να αποκαλυφθεί η μορφή της Παναγίας στον τύπο της Οδηγήτριας με την επονομασία ΕΛΕΟΥCΑ.

Η ανωτέρω Εικόνα μετά τη συντήρηση.
Κρατεί με το αριστερό χέρι το παιδί Ιησού, γέρνοντας ελαφριά προς το μέρος του, βυθίζοντας το βλέμμα της πέρα από τον προσκυνητή, ενώ φέρει το δεξιό χέρι μπροστά στο στήθος της δείχνοντας προς το μέρος του Ιησού. Ο Χριστός κάθεται με όρθιο κορμό, στρέφει το πρόσωπο προς τη μητέρα του και ευλογεί με το δεξί χέρι ενώ με το αριστερό κρατεί κλειστό ειλητάριο ακουμπισμένο στο γόνατό του. Ο βαθυκύανος πλουμισμένος με αστέρια χιτώνας που φορεί, ίδιο χρώμα με τον χιτώνα και τον κεφαλόδεσμο της Παναγίας, η τοποθέτηση της παράστασης μπροστά από χρωματικές λωρίδες καφέ χρώματος, αποχρώσεων του γαλάζιου και του άσπρου για να δηλωθεί το φυσικό τοπίο, το σχέδιο του στικτού φωτοστέφανου και των δύο μορφών, φανερώνουν επιδράσεις της ιταλικής τέχνης σε εικόνα που ακολουθεί κρητικά πρότυπα. Χρονολογικά θα μπορούσε να τοποθετηθεί με επιφύλαξη, διότι χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, καθώς σε υπέρυθρες λήψεις υπάρχουν ενδείξεις για επί μέρους επιζωγραφήσεις στα πρόσωπα, στην περίοδο των πρώτων αναφορών για το ναό, δηλαδή τον 16ο αιώνα.

Στα ελάχιστα αργυρόγλυπτα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον θα πρέπει να επισημάνουμε δύο άγια Ποτήρια, μια ασημένια με μερική επιχρύσωση λαβίδα, το παλαιό θυμιατό, οι επενδύσεις του τυπωμένου στη Βενετία το έτος 1768 Ευαγγελίου, τα αργυρά πάμφυλλα των δύο λιτανευτικών εικόνων της Παναγίας, καθώς και τα τέσσερα καντήλια του τέμπλου, χρονολογούμενα όλα τον 18ο αιώνα. Σε δύο καντήλια από αυτά υπάρχει η χρονολογία 1751 και η επιγραφή ΤΙC ΠΑΝΑΓΟΥΛΑC ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΤΟ.

Αξιοσημείωτα είναι και τα τέσσερα αντιμήνσια που φυλάσσονται στο ναό. Δύο από αυτά είναι ζωγραφισμένα σε λινό ύφασμα με απεικονίσεις του νεκρού σώματος του Χριστού στον τάφο και τους Ευαγγελιστές στις τέσσερις γωνίες, χρονολογούμενα το πρώτο το έτος 1808 και το δεύτερο χωρίς χρονολογία, επί αρχιερατείας του Μητροπολίτη Κεφαλληνίας - Ζακύνθου Ιωαννίκιου Αννίνου (1783-1817).

Τα δύο άλλα είναι τυπωμένες σε ύφασμα χαλκογραφίες με απεικονίσεις του επιτάφιου θρήνου και τη ζωή του Χριστού. Η παλαιότερη έχει χαραχθεί από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο στις Καρυές του Αγίου Όρους το έτος 1842 και καθιερωθεί επί Μητροπολίτου Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη το 1846. Υφολογικά ανήκει στα αγιορείτικα εργαστήρια χαρακτικής, με απλοϊκή τεχνοτροπία, λιτή και λίγο άκαμπτη. Του ίδιου χαράκτη στη Ζάκυνθο εντοπίζονται και άλλα αντιμήνσια. Το νεώτερο έχει χαρακτεί από τον ιεροδιάκονο Γεώργιο Στεφανόπουλο στις αρχές του 20ού αιώνα, επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου (διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος τα έτη 1902-1917 και 1920-1922).

Τα τελευταία χρόνια στο ναό της Παναγούλας, χάρη στις προσπάθειες του εφημερίου π. Παναγιώτη Καποδίστρια, των κατά καιρούς εκκλησιαστικών Συμβουλίων και βεβαίως την αρωγή των ενοριτών και απανταχού Μπανατιωτών, καταβάλλεται προσπάθεια να ολοκληρωθεί ο εσωτερικός καλλιτεχνικός διάκοσμος του κυρίως ναού. Ο βόρειος και νότιος τοίχος, αφού καλύφθηκαν με ξύλινες σανίδες στις οποίες προσαρτήθηκε ξυλόγλυπτος διάκοσμος, έργο των αδελφών Διονυσίου και Γεωργίου Τσουκαλά, συναφής υφολογικά με την περίοδο κατασκευής του τέμπλου και του γυναικωνίτη, στολίστηκαν παράλληλα με τις ελαιογραφίες του Φραγκόπουλου και με σύγχρονες του Νικολάου Μπιάζη. Ο κυρίως ναός συμπληρώθηκε εικονογραφικά από τον Διονύσιο Πάλμα, ενώ την περίοδο αυτήν ολοκληρώνεται η ζωγραφική και η επί μέρους επιχρύσωση της ξύλινης διακόσμησης της βορεινής πλευράς από τον ίδιο ζωγράφο.

Ο ναός της Φανερωμένης.
Για τον δεύτερο ενοριακό ναό του Μπανάτου, αυτόν της Παναγίας της Φανερωμένης, δεν υπάρχουν πολλές αρχειακές μαρτυρίες. Το 1706 αναφέρεται ότι οι νέοι Επίτροποι δεν παρέλαβαν κανένα βιβλίο του ναού, με αποτέλεσμα να γράψουν οι ίδιοι κάποια περιουσιακά στοιχεία (12). Φαίνεται πως το κτίριο, είτε με τους σεισμούς του 1893 είτε του 1912, υπέστη μεγάλη ζημιά και ανοικοδομήθηκε ή τουλάχιστον εσωτερικά στολίστηκε εξ αρχής με ξυλόγλυπτο και ζωγραφικό διάκοσμο. Μετά τους σεισμούς του 1953 επισκευάστηκε η τοιχοποιία του ναού και αντικαταστάθηκε το παλαιό καμπαναριό, που ήταν απλό και όχι πυργοειδές όπως σήμερα.

Το τέμπλο, τα ξύλινα σκαλίσματα των τοίχων του κυρίως ναού και του γυναικωνίτη θα πρέπει να τοποθετηθούν στις αρχές του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία η εργασία του γυναικωνίτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1925 και 1935 από τον Μαχαιραδιώτη μάστορα Αντώνιο Βόσσο ή Ντόμη και τον Μπανατιώτη μαθητή του Τάση Καποδίστρια ή Καρκάνια (13). Έργα του Ντόμη είναι ακόμη ο επιτάφιος και το τέμπλο (14), το οποίο χρυσώθηκε σύμφωνα με επιγραφή από τον Σπυρίδωνα και τον υιό του Αντώνιο Πανταζή. Ο τελευταίος επίσης, επιχρύσωσε και το ξυλόγλυπτο αρτοφόριο της Αγίας Τράπεζας το 1931.

Το Τέμπλο της Φανερωμένης.
Με την κατασκευή του υπάρχοντος τέμπλου, που αντικατέστησε παλαιότερο του 18ου αιώνα, αν κρίνουμε από την τεχνοτροπία των βημοθύρων που διασώζονται με παραστάσεις δεομένων αγγέλων, θεωρήθηκε ότι οι παλαιές εικόνες θα έπρεπε να καλυφθούν με ζωγραφισμένους μουσαμάδες, οι απεικονίσεις των οποίων θα ταίριαζαν υφολογικά με το νέο εικονοστάσιο και το καλλιτεχνικό αισθητήριο της εποχής. Οι δεσποτικές εικόνες του Προδρόμου και του Χριστού καθώς και τα δύο βημόθυρα καλύφθηκαν (15) από ελαιογραφίες του Δημητρίου Ροπακά.

Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ελαιογραφία του Δ. Ροπακά στη Φανερωμένη.
Έργα του άγνωστου αυτού ζωγράφου έχω συναντήσει μόνον στην εκκλησία της Φανερωμένης στο Μπανάτο και σύμφωνα με μαρτυρία του εφημερίου υπάρχουν άλλα δύο στον Άγιο Νικόλαο των Καρκαναίων. Συγκεκριμένα, ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, οι Άγιοι Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος είναι δημιουργίες του Δ. Ροπακά, φτιαγμένες στη Ζάκυνθο το 1924, σύμφωνα με επιγραφές πάνω στα έργα και φυλάσσονται μετά την αφαίρεσή τους από τις αντίστοιχες παλαιές εικόνες στο γυναικωνίτη. Στον ίδιο καλλιτέχνη θα πρέπει να αποδοθούν η δεσποτική εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου και οι ελαιογραφίες των τεσσάρων θωρακίων του τέμπλου με τις μορφές του Προφήτη Συμεών και των Ιεραρχών Βασιλείου, Γρηγορίου και Χρυσοστόμου.

Ο Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος ζωγράφισε για το ναό δώδεκα έργα. Συμπλήρωσε εικονογραφικά τη δεύτερη ζώνη του εικονοστασίου με τις απεικονίσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών, του Ιησού και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και σε φορητές εικόνες απεικόνισε τον Άγιο Χαράλαμπο με χρονολογία 1925, την Αγία Τριάδα, την Υπαπαντή, την Πεντηκοστή και καλλιτέχνησε ένα υφασμάτινο λάβαρο με την Παναγία Πλατυτέρα στη μια όψη και τα Εισόδια της Θεοτόκου με χρονολογία 1926 στην άλλη.

Αυτός όμως που κυριολεκτικά στόλισε την εκκλησία ζωγραφικά είναι ο Χρήστος Ρουσέας. Φιλοτέχνησε είκοσι επτά πίνακες (16), οι οποίοι τοποθετήθηκαν ο ένας στην πρόθεση και οι υπόλοιποι στον κυρίως ναό, σφραγίζοντας με το ύφος και τις χρωματικές του συνθέσεις τη ζωγραφική φυσιογνωμία του ναού. Αν και αχρονολόγητες θα πρέπει να τις εντάξουμε στην περίοδο που αναφερόμαστε τη δεκαετία δηλαδή 1925-1935.

Απαντάται ακόμη μια ελαιογραφική σύνθεση της μετάστασης της Θεοτόκου με την επιγραφή Δ. Σ. Πελεκάση (1)919 στην πίσω πλευρά της καθέδρας της Παναγίας. Ο Παναγιώτης Νίκας Πλαίσας συμφώνησε τον Ιανουάριο του 1931 με τον εφημέριο Χαράλαμπο Κοντονή και τους Επιτρόπους να αγιογραφήσει τέσσερις εικόνες προσκυνηταρίου αντί του ποσού των 3.000 δραχμών. Πρόκειται για τις μικρές εικόνες μπροστά από τις δεσποτικές του τέμπλου. Ακόμη τον Φεβρουάριο του 1933 συμφώνησε την αγιογράφηση του Αμνού, του ξύλινου ομοιώματος δηλαδή του τεθνεώτος Ιησού που τοποθετείται στον επιτάφιο, αντί του ποσού των 400 δραχμών (17).


Η εφέστια εικόνα της Φανερωμένης.
Από τις παλαιότερες εικόνες του ναού, μαζί με τις ήδη αναφερθείσες του τέμπλου, είναι και η εικόνα της ΚΥΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ, όπως αναφέρει η επιγραφή στην αργυρή επένδυση. Πρόκειται για απεικόνιση της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο, βαστώντας με τα δυο χέρια της τον Χριστό, ο οποίος κρατεί κλειστό ειλητάριο και ευλογεί με το δεξί του χέρι, περιστοιχισμένη εκατέρωθεν από δύο σεβίζοντες αγγέλους.

Το ασημένιο πάμφυλλο έχει τις επιγραφές, 1806 ΕΠΙΤΡΟΠΙ ΦΗΛΙΠΟΣ ΤΟΥΡΚΑΚΙC ΠΑΒΛΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟS ΤΖΙΟΡΤΖΙC ΔΡΟΝΓΓΙΤΙC ΧΡΗCΟΧΟΟS ΓΕΩΡΓΙΟS ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟS ΠΟΤΕ ΙΩΑΝΟΥ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΙCOY. Στα λιγοστά αργυρά του ναού οφείλουμε να αναφέρουμε και το παλαιό θυμιατό, που χρονολογείται στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αι. και τον δίσκο με την απεικόνιση της Οδηγήτριας στον ομφαλό του, ο οποίος παραγγέλθηκε στον Παντελή Τζίρο το 1862 αντί του ποσού των 78 τάλληρων δίστηλων (18). Ο δίσκος έχει χαραγμένη τη χρονολογία 1863.

Συλλογή τεσσάρων αντιμήνσιων έχουμε και στο ναό της Φανερωμένης. Το ένα είναι ζωγραφισμένο με παραστάσεις της αποκαθήλωσης και των τεσσάρων Ευαγγελιστών, καθιερωμένο επί αρχιερατείας Διονυσίου Λάττα το 1835. Τα άλλα τρία είναι χαλκογραφίες τυπωμένες σε ύφασμα. Δύο είναι όμοια ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΩΑΣΤ ΧΕΙΡ ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, καθιερωμένο το ένα από αυτά το 1867 επί Μητροπολίτου Νικολάου Κοκκίνη και το τέταρτο καθιερώθηκε επί Διονυσίου Πλαίσα το 1911.

Ο ναός της Παναγίας της Φανερωμένης διαπιστώνει κανείς πως αποτελεί ένα αδιασάλευτο και ολοκληρωμένο δείγμα εσωτερικής καλλιτεχνικής διακόσμησης ναού της ζακυνθινής υπαίθρου των αρχών του 20ού αιώνα, πλημμυρισμένος από απαλές ζωγραφικές αποχρώσεις, βγαλμένες από τον χρωστήρα του Χρήστου Ρουσέα. Μόνη νεώτερη προσθήκη αποτελούν οι πρόσφατες τοιχογραφίες του ιερού Βήματος, έργα του Νικολάου Μπιάζη.

Για να καταστεί ακόμη πιο σαφής η αγάπη των κατοίκων του Μπανάτου προς τις ιερές στέγες και τα λατρευτικά τους εικονίσματα, σε όποιες εκκλησίες κι αν αυτά βρίσκονται, παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα εγγράφου από το Αρχειοφυλάκιο της Ζακύνθου (19), με χειρόγραφη αναφορά του ιερέα Ιωάννη Καποδίστρια και χρονολογία 28 Ιουνίου 1830, επιδί τον ιούνιον ευρέθι να φαμπρικαριστί ο θίος ναός τις υπεραγίας θεοτόκου ονόματι παναγούλα εις το άνοθεν χορίον ι επίτροπι του ιδίου ναού νικόλαος ροδίτις Γιάννις σαρκάδις εκουβάλισαν τιν αγίαν αυτού ικόνα εις τον ναόν τις βλαχέρενας που απαρθενέβι τις κλιρονομίας του ποτέ κιρίου ευγενίν κόμιτος Λορέντζου Μαρκάτι…τιν ιμέραν τον χριστουγένον εκουβάλισαν τιν αγίαν ικόνα ι αυτί επίτροπι εις τον ναόν τις ριθίσας υπεραγίας φανερωμένης όθεν έος τιν σίμερον ευρίσκετε χορίς κανένα βάρος τον αυτόν επιτρόπον διά τιν θείαν τις γιατρίαν… .


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στο σημερινό Αρχειοφυλάκιο της Ζακύνθου σώζεται φάκελος με χειρόγραφα που αφορούν τους ναούς της Παναγούλας και της Φανερωμένης στον φάκελο 7β2, υποφ. 8 και 9.
2. Βλ. Διονύσιος Λυκογιάννης, «Χριστιανικές επιγραφές των ιερών ναών της πόλης της Ζακύνθου», στον τιμητικό τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 563-564.
3. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967, σ. 115.
4. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ.7β2, υποφ. 8.
5. Μάλλον εννοείται το οικοδομικό υλικό. Ο ναός φαίνεται πως γκρεμίστηκε, διότι αλλού αναφέρεται ότι οι Επίτροποι έχτισαν το 1845 μια κολόνα – προσκυνητάρι στη θέση της εκκλησίας.
6. Γυναικωνίτης.
7. Ξυλόγλυπτο ταβάνι ή ουρανία.
8. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, ό.π.
9. Γιάννης Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, τ. Α΄, Αθήνα 1998, σ. 119.
10. Ντίνος Κονόμος, ό.π.
11. Ντίνος Κονόμος, ό.π.
12. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ.7β2, υποφ. 9.
13. π. Παναγιώτης Καποδίστριας, Σημειώματα εκκλησιαστικής ιστορίας από το Μπανάτο Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2003, σ. 26.
14. π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ό.π.
15. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφημερίου.
16. Πρβλ. π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ό.π., σ.σ. 19-26.
17. Οι δύο αυτές μαρτυρίες προέρχονται από αδημοσίευτο χειρόγραφο παραγγελιών έργων του αγιογράφου, ευρισκόμενο σήμερα στην κατοχή ιδιώτη.
18. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ. 7β2, υποφ. 8, …ως προς το σημαντικότερον της προαποκτήσεως του σκεύους έτυχον τούτου παρά τω αργυροχώυ Παντελή Τζιρώ ποτέ Ιωάννου υποσχόμενου να κατασκευάση αυτός τον δίσκον τούτον επί πληρωμή τάλλαρα δύστυλου ενός και ημίσεως ανά πάσαν ογγιάν βαρους…
19. Βλ. Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, ό.π.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Μια γιορτή της Γκιόστρας ή φωτεινές πινελιές στην γκρίζα μας πραγματικότητα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Την Κυριακή 11 Ιουλίου η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, θέλοντας να ξεφύγει από τα νεοελληνικά δεδομένα της τελευταίας στιγμής και να επαναφέρει έναν ευρωπαϊκό αέρα, που κάποτε θέλουμε να πιστεύουμε πως υπήρχε στη νησί μας, οργάνωσε μια φιλική συγκέντρωση των μελών και των φίλων της, με κύριο σκοπό της την επαφή τους μαζί της και μαζί τους, αλλά και την προετοιμασίας της Γκιόστρας του 2011, που παρά τις υπάρχουσες αντίξοες συνθήκες και τις αλλαγές - δοκιμές που πρόκειται να γίνουν στην πολύαθλη και πολύπαθη τοπική αυτοδιοίκηση, θα γίνει, σε πείσμα του κακού που μας περιτριγυρίζει και για την μνήμη των παππούδων μας, οι οποίοι ακόμα και μετά τον φοβερό σεισμό και την πολύπλευρη καταστροφή του Αυγούστου του 1953 γιόρτασαν το Καρναβάλι τους στις μπαράκες των πρόχειρων συνοικισμών, όπου επιβίωναν.
Η ανταπόκριση του κόσμου υπήρξε αληθινά συγκινητική. Παρ’ ότι την βραδιά εκείνη συνέπεσε ο τελικός του Μουντιάλ, το πανηγύρι της Αγίας Μαύρας στο Μαχαιράδο και κάποιες άλλες εκδηλώσεις -Κυριακή του κατά Καβάφη «θείου» Ιουλίου ήταν- ο χώρος του Ε.Ο.Τ., όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση, κυριολεκτικά γέμισε και οι κάτοικοι του νησιού μας απέδειξαν πως αγαπούν την παράδοση και την ιστορία τους και πως ότι όταν γίνεται κάτι με μέθοδο και προγραμματισμό, θεμελιωμένο σε σωστές βάσεις και την επιστημονική έρευνα, το στηρίζουν και το αγκαλιάζουν με την αγάπη τους, αλλά και την ποικιλόμορφη συνδρομή τους.
Η κάποτε φωτεινή και χαρούμενη ακτή του Ε.Ο.Τ. ξέφυγε εκείνο το βράδυ από την καταδίκη της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας, που όλοι την έχουμε καταδικάσει και όσοι την επισκέφτηκαν χάρηκαν την ομορφιά της θάλασσας, με την «γαλήνη» του Σολωμού, την θέα του βουνού συμβόλου, του Σκοπού, που παρά τις ανίερες παρεμβάσεις, οι οποίες τον πληγώνουν, εξακολουθεί να παραμένει φύλακας και βιγλάτορας του τόπου, κατάλαβαν πως η Ζάκυνθος, παρά την αδηφαγία μας και την αδιαφορία μας, μπορεί ακόμα να αντισταθεί και να υπάρχει «ωραία και μόνη», «μητρική μας γη» - για να μην ξεχνάμε και τους δύο άλλους κορυφαίους και πρωτόκλητους - και τέλος πως μπορεί με απλά πράγματα να περάσουμε όμορφα και να χαρούμε πραγματικά. Πάνω απ’ όλα, όμως, απέδειξαν με τον οβολό τους, πως πρέπει επιτέλους να αναλάβουμε εμείς την ποιότητα της ζωή μας, να την πάρουμε στα χέρια μας μαζί με την κυριότερη έκφρασή της, που είναι ο πολιτισμός και να μην περιμένουμε τίποτα από τους «μη έχοντες» κατέχοντες, του, δυστυχώς, ειδώλου μας στον καθρέφτη της αλήθειας, οι οποίοι, όπως έχει αποδειχτεί, ούτε μπορούν, ούτε θέλουν.
Η βραδιά εκείνη ήταν μια αληθινή και καθόλου στημένη γιορτή. Είχε την ταυτότητα της γνησιότητας και την ετικέτα του αυθόρμητου. Γι’ αυτό και άρεσε και οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους ζήτησαν να επαναληφθεί, με την δική τους μάλιστα βοήθεια, η οποία είναι και η κυριότερη απόδειξη της επιτυχίας του τολμήματος. Να γιατί στην αρχή έκανα λόγο για ευρωπαϊκό πνεύμα και διαφυγή από την μιζέρια.
Η Γκιόστρα της Ζακύνθου, ήταν και είναι, απ’ ότι έχει και έμπρακτα και επιστημονικά αποδειχθεί, ένα κομμάτι της ιστορίας και της παράδοσης του νησιού μας και των κατοίκων του. Αυτός είναι και ο λόγος που η επαναφορά της αγκαλιάστηκε από την αρχή με ιδιαίτερη αγάπη απ’ όλους αυτούς που αγαπούν τον τόπο μας και πιστεύουν στην διάσωσή του και συγχρόνως έγινε και πηγή έμπνευσης και δημιουργίας στην σημερινή, ισοπεδωτική πραγματικότητα. Επιδεικνύοντας την ταυτότητά της και μόνο κατόρθωσε να μπει στην ζωή μας και να γίνει, με την αξία της και δίχως στήριξη από εφήμερους και περαστικούς, το κυριότερο γεγονός του Τζαντιώτικου Καρναβαλιού.
Για όλους αυτούς τους λόγους μπόρεσε να περάσει και στην νεότερη γενιά, το αύριο του τόπου μας και έτσι να εξασφαλιστεί η συνέχειά της και η διαβίωσή της.
Στις τριήμερες εκδηλώσεις, που έγιναν τον περασμένο Απρίλιο, με τον γενικό τίτλο «Η Γκιόστρα τ’ Άι-Γιωργιού», τα παιδιά μας ζωγράφισαν τους ιππικούς αγώνες του νησιού μας και νησιού τους και μας τους παρουσίασαν, με όλες τις μορφές και όλες τις εκφράσεις τους, από την στιγμή της γέννησής τους στον ιστορικό και μακρινό Αρίγκο, την κάθοδό τους στον Αιγιαλό και την Πλατεία Ρούγα έως και σήμερα.
Στις αρχές του Ιουνίου, όπως όλοι πρέπει να γνωρίζετε, ταξίδεψαν έως την γειτονική Ιταλία και πήραν μέρος στην παιδική Γκιόστρα της πόλης Sulmona, εκπροσωπώντας το νησί και την χώρα μας στην μεγάλη αυτή εκδήλωση και αποσπώντας όχι μόνο τα χειροκροτήματα του κοινού, αλλά και τις καλύτερες κριτικές από τον εκεί τοπικό τύπο.
Μα και στην βραδιά όπου αναφερόμαστε τα παιδιά πρωτοστάτησαν και αυτά ήταν μια αιτία για την επιτυχία της. Αυτόκλητα και αυθόρμητα ήρθαν από νωρίς στον τόπο της συγκέντρωσης και προσφέρθηκαν αφιλοκερδώς να βοηθήσουν και να δουλέψουν για κάτι, το οποίο ήδη το θεωρούν δικό τους και οικείο τους.
Έστρωσαν τραπέζια, μετάφεραν πράγματα, μοίρασαν διαφημιστικό υλικό και γενικότερα χάρηκαν την δημιουργία και την ευτυχία της συμμετοχής, όχι με τον σκοπό ενός μελλοντικού ταξιδιού, αλλά με την πληρότητα που δίνει η δημιουργία και η ουσιαστική προσφορά στον τόπο τους, τους συμπολίτες τους και τον εαυτό τους.
Όσοι παραβρέθηκαν εκείνο το βράδυ στην οικογενειακή αυτή συνάθροιση, όπου η φαμίλια φάνηκε παρήγορα πολυπληθής και ευοίωνα μεγάλη, κατάλαβαν πού βρίσκεται το μυστικό της επιτυχίας της ιππικής Γκιόστρας της Ζακύνθου. Είναι που η πανάρχαια αυτή συνήθεια, με την μεγάλη της πορεία στο χρόνο, η οποία δεν φαίνεται να έχει ακόμα τελειώσει, δεν είναι υπόθεση των λίγων, αλλά αφορά όλους τους Ζακυνθινούς και έχει γίνει και πάλι, όπως και παλιά, συνήθεια και καθημερινότητά τους.
Απ’ όλα αυτά καταλαβαίνουμε γιατί από ολόκληρο τον αριστουργηματικό «Ερωτόκριτο» του πολύ Βιτσέντζου Κορνάρου, μόνο το κομμάτι της Γκιόστρας του παρέμεινε στην θύμηση των Ζακυνθινών και μόνο αυτό ως και σήμερα επιβιώνει στον τόπο του «Χάση» του πρωτοπόρου Δημητρίου Γουζέλη και παίζεται σαν «Ομιλία», με ιδιαίτερη, μάλιστα, επιτυχία και ανταπόκριση από το σύγχρονο κοινό του νησιού μας, που μπορεί να βομβαρδίζεται καθημερινά από τα σκουπίδια της τηλεόρασης, αλλά, λόγω της παλιάς του παιδείας και του πολιτισμού, που έχει κληρονομήσει, δεν ξεχνά την καταγωγή του, αλλά και δεν γίνεται να νερώσει εντελώς το αίμα του.
Μια καλοκαιρινή, καθαρά ζακυνθινή νυχτιά ζήσαμε όλοι εμείς, που το ζεστό - με όλες τις σημασίες του επιθέτου - εκείνο βράδυ βρεθήκαμε στην πλαζ του Ε.Ο.Τ. και δεν θυμηθήκαμε μόνο τις όμορφες εφηβικές μας ώρες, που είχαμε περάσει σ’ αυτήν, όταν υπήρχε και δεν είχε ισοπεδωθεί από την επικίνδυνη νεοελληνική νοοτροπία και πραγματικότητα, που τα τελευταία χρόνια πέρασε και στον ιόνιο χώρο, αλλά κοιτάξαμε μπροστά και είδαμε ευοίωνο το μέλλον μας, μια και η Γκιόστρα δεν είναι αντιγραφή και μίμηση αυτού που αρέσει, αλλά, από ό,τι έχει αποδειχθεί, υπάρχει στο αίμα μας και συνεχίζει να μας συγκινεί, όπως ακριβώς και τους προγόνους μας, οι οποίοι ακόμα και από τα βουνά, με τα πόδια, κατέβαιναν στη Χώρα, για να την δουν και να την χαρούν.
Η βραδιά ζητήθηκε από πολλούς να επαναληφθεί και θα επαναληφθεί. Έτσι για να μπορέσουμε σε κάτι να ελπίζουμε. Για να βάζουμε φωτεινές πινελιές στην γκρίζα μας πραγματικότητα. Για να ξορκίζουμε το κακό και να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας.
Η Γκιόστρα του 2011 ετοιμάζεται. Είναι υπόθεση όλων μας.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Οι εξετάσεις των μαθητών και το κατούρημα

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης



Το διδακτικό σχολικό έτος έφτασε στο τέλος του και το σχολείο προετοιμάζεται για τη διενέργεια των προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων. Η ανακοίνωση από τη διεύθυνση αναρτήθηκε στην πλαϊνή πλευρά του σιδερένιου γαλάζιου ντουλαπιού που βρίσκεται στη δεξιά μεριά της εισόδου στο γραφείο των μη καπνιζόντων καθηγητών. Είναι χειρόγραφη με κεφαλαία γράμματα κόκκινου χρώματος η οποία φωτοτυπήθηκε και τοιχοκολλήθηκε και σε άλλους πίνακες ανακοινώσεων του σχολείου, ώστε όλοι να λάβουν γνώση.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Την Τρίτη 15/5/19.. και ώρα 10.30, συνεδριάζει ο σύλλογος των διδασκόντων, προκειμένου να ασχοληθεί με τα εξής θέματα:
1. Χαρακτηρισμός φοίτησης μαθητών
2. Προετοιμασία εξετάσεων
Η παρουσία όλων είναι απαραίτητη
Από τη διεύθυνση

-Θα 'ρθετε αύριο το μεσημέρι να φάμε τα ψάρια που έπιασα με το παραγάδι; Μ’ ερωτά ένας φίλος που γνωρίζει την αδυναμία μου στα θαλασσινά.
-Σ’ ευχαριστώ, αλλά δε θα μπορέσω, γιατί συνεδριάζει ο σύλλογος των καθηγητών και δεν ξέρω τι ώρα θα ξοφλήσουμε. Να το κανονίσουμε άλλη μέρα, να το απολαύσουμε.
-Φαντάζομαι ότι θα συζητάτε σημαντικά πράγματα εκεί, όλοι μορφωμένοι!
-Εξαρτάται…. Το γεγονός ότι είμαστε πτυχιούχοι πανεπιστημίων και μάλιστα μερικοί και με μεταπτυχιακές σπουδές δε σημαίνει ότι είμαστε μορφωμένοι. Γνώσεις έχουμε λίγο πολύ ….. της επιστήμης μας.
Από το πρωί υπάρχει μεγάλη κινητικότητα από τους καθηγητές. Πρέπει όταν αρχίσει η συνεδρίαση να είναι όλα έτοιμα. Να έχει γίνει άθροισμα των απουσιών, να έχουν υπολογιστεί οι δικαιολογημένες και οι αδικαιολόγητες και να έχει κατατεθεί η βαθμολογία. Οι μαθητές είναι μερικές εκατοντάδες και οι καθηγητές μερικές ντουζίνες.
Η αίθουσα που συνήθως συνεδριάζει ο σύλλογος έχει ένα μεγάλο τραπέζι με καρέκλες και γύρω- γύρω γραφεία και ντουλάπες με βιβλία κι έγγραφα του σχολείου. Οι καρέκλες δεν επαρκούν και γι αυτό κουβαλούν και άλλες από τις αίθουσες διδασκαλίας που τις τοποθετούν πολύ κοντά τη μία στην άλλη. Ο χώρος είναι μικρός γι αυτό ορισμένοι μένουν όρθιοι στην είσοδο, ενώ άλλοι περιφέρονται στο διάδρομο.
Η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική γιατί έχει αρχίσει η πρώιμη ζέστη του Μάη. Τα παράθυρα είναι κλειστά για να εξασφαλιστεί το απόρρητο των συνεδριάσεων. Ο συνωστισμός και οι οσμές της αναπνοής, της εφίδρωσης και των αρωμάτων ενεργοποιούν την αλλεργική ρινίτιδα ορισμένων που φτερνίζονται και αναζητούν τα χαρτομάντιλά τους. Ευτυχώς τηρείται απαρέγκλιτα η απαγόρευση του καπνίσματος.
-Θέλετε να συνεδριάσουμε στη διπλανή αίθουσα των φυσικών επιστημών; ερωτά το σύλλογο ο διευθυντής, όταν προσερχόμενος στη θέση του δυσκολεύεται να την προσεγγίσει.
-Ο στρατηγός δε ρωτά τους στρατιώτες, διατάσσει! Παρεμβαίνει ο καθηγητής κ. Νομικός που κάπως έτσι αντιλαμβάνεται τη σχέση της διεύθυνσης με τους συναδέλφους διδάσκοντες καθηγητές.
Η αμηχανία κι ο εκνευρισμός από αυτό το άκουσμα των λόγων ενός συναδέλφου που έχει φιλοδοξίες για ηγετικές θέσεις είναι έκδηλη στα πρόσωπα των καθηγητών. Ο διευθυντής δεν απαντά, είναι ήπιων τόνων και σπανίως εκφράζει την άποψή του, γιατί πιστεύει στη δημοκρατική λειτουργία του συλλόγου. Εκθέτει τα προς συζήτηση θέματα και αναμένει τη ζύμωση που θα ακολουθήσει από τις τοποθετήσεις των μελών. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με ψηφοφορία.
-Πού να πηγαίνουμε τώρα, μουρμουρίζει βαρύθυμα η Θεολόγος.
Οι υπόλοιποι σιώπησαν…… στ' αυτιά τους αντηχούσαν ακόμα τα αυταρχικά λόγια του κ. Νομικού. Τελικά η συνεδρίαση συνεχίστηκε στον ίδιο χώρο με ανοιχτούς τους δύο ανεμιστήρες που κρέμονται από την οροφή.
Η πρακτικογράφος κάθισε σε περίοπτη θέση, έβγαλε το καπάκι από το στυλό της, άνοιξε τις κεραίες της, πανέτοιμη να καταγράψει τις τοποθετήσεις των συναδέλφων. Το μεγάλο τραπέζι και τα γραφεία είναι γεμάτα από τις καρτέλες των μαθητών και τα βιβλία απουσιών. Ορισμένοι υπεύθυνοι τμημάτων κάνουν τον τελικό έλεγχο γι αυτό και διευθυντής προτιμά να αρχίσει τη συζήτηση του δεύτερου θέματος.
-Συνάδελφοι, πρέπει να προσέξουμε το θέμα των εξετάσεων… Ένα σοβαρό πρόβλημα είναι οι επιτηρήσεις των μαθητών, ώστε να εξασφαλίζεται ηρεμία και να αποφεύγονται οι αντιγραφές.
-Συγγνώμη, διέκοψε μια νέα και άπειρη φιλόλογος, αν μας ζητήσουν να πάνε τουαλέτα τι θα κάνουμε;
-Αυτό είναι σοβαρό θέμα, απάντησε ο υποδιευθυντής. Ορισμένοι μαθητές εκμεταλλεύονται το γεγονός και πηγαίνουν δύο και τρεις φορές και υποψιάζομαι ότι χρησιμοποιούν τις σημειώσεις τους.
-Να πούμε στον επιστάτη να φροντίζει για χαρτί τουαλέτας, μπορεί να μολυνθούν τα παιδιά, παρενέβη καθηγήτρια των καλλιτεχνικών, που δεν παρακολουθούσε προσεκτικά τη συζήτηση και κατάγεται από φτωχή ορεινή περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας.
-Να συνοδεύει κάποιος καθηγητής και να ελέγχει τις τουαλέτες, πρότεινε η υποδιευθύντρια του σχολείου.
-Σωστό, και αν δεν υπάρχει χαρτί να ειδοποιεί τον επιστάτη….
Τα διακριτικά γέλια έγιναν τρανταχτά κακαρίσματα και γιουχαϊσματα κι ένας αέρας ευθυμίας φύσηξε, από τον αυθορμητισμό και την αθωότητα της συναδέλφου.
-Να απαγορεύσουμε τελείως το κατούρημα, ο νόμος δεν το αναφέρει πουθενά, ακούστηκε από τη νευρική φωνή του κ. Νομικού, ο οποίος δε σήκωνε αστεία την ώρα της δουλειάς, και έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στην τήρηση των νόμων.
-Δεν έχουμε το δικαίωμα, είναι φυσική ανάγκη και δεν μπορούμε να το απαγορεύσουμε, αντέτεινε μεσήλικας μαθηματικός.
Εν τω μεταξύ ο κ. Νομικός ανοίγει την τσάντα βγάζει τους νόμους που αφορούν στις εξετάσεις και ψάχνει μανιωδώς να βρει κάτι που θα ισχυροποιεί την άποψή του.
-Τα παιδιά μπορούν να πηγαίνουν για κατούρημα, αν όμως θέλουν το χοντρό τους; Ρώτησε συνάδελφος που ήθελε να γελοιοποιήσει όλη τη συζήτηση.
-Τότε να το συζητήσουμε, απάντησε ένας άλλος.
Στη συνέχεια, η καθηγήτρια της Βιολογίας ζήτησε το λόγο από το διευθυντή για να περιγράψει με αναλυτικό τρόπο, όπως το συνηθίζει, το ουροποιητικό σύστημα. Πώς συγκεντρώνονται τα ούρα στην ουροδόχο κύστη, πώς όταν γεμίσει, πιέζει κι επηρεάζει το νευρικό σύστημα και δημιουργεί εκνευρισμό. Επεσήμανε μάλιστα ότι η πρωινή στύση των ανδρών προέρχεται από τη βραδινή συγκέντρωση ούρων προς απαγοήτευση βέβαια του ανδρικού πληθυσμού.
Ελαφρύς κνησμός στην περιγενετική χώρα υποχρέωσε ορισμένους να οδηγήσουν το δεξί τους χέρι κάτω από το γραφείο για πρόσκαιρη ανακούφιση Πηγαδάκια από καθηγητές συζητούσαν το θέμα ενώ ο κ. Νομικός πήγε στη γραμματεία κι έψαχνε άλλους φακέλους γιατί οι δικοί του ήταν ανεπαρκείς.
-Συνάδελφοι να προχωρήσει η συνεδρίαση, ύψωσε τη φωνή του ο διευθυντής.
-Ο παπάς όταν λειτουργεί ποτέ δεν πηγαίνει για κατούρημα και στα δικά μας χρόνια απαγορευόταν αυστηρώς. Το ίδιο πρέπει να εφαρμόσουμε κι εμείς, επέμενε ο κ. Νομικός αφού δε βρήκε τίποτε στα επίσημα έγγραφα που να εμποδίζει τη σωματική ανάγκη στη διάρκεια των εξετάσεων.
-Δεν υπάρχει απαγόρευση στους κληρικούς, πετάχτηκε ο θεολόγος, όταν θελήσουν συμβαίνει και αυτό.
-Εγώ θυμάμαι ότι είχα πάει μερικές φορές, απάντησε η πρακτικογράφος υψώνοντας το χέρι της.
-Κι εγώ το ίδιο και μάλιστα θυμάμαι ότι είχα και διάρροιες από το άγχος.
-Εγώ είχα αποκτήσει συχνουρία από την προετοιμασία.. Θυμάστε, τότε δίναμε εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο στο τέλος του καλοκαιριού, και πηγαίναμε στην Αθήνα για φροντιστήριο. Έμενα λοιπόν σε μια θεία μου, σε διαμέρισμα, και για να κάνω διάλειμμα πήγαινα στην τουαλέτα για κατούρημα. Απόκτησα το σύνδρομο της συχνουρίας για χρόνια…
Μόλις τελείωσε την αγόρευσή του ο φιλόλογος κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα αφού πρώτα μπήκε στη γραμματεία όπου βρίσκεται η κλειδοθήκη του σχολείου για να πάρει το κλειδί της τουαλέτας των ανδρών. Το κλειδί έλλειπε από τη θέση του και η κ. Ρούλα τον πληροφόρησε ότι προηγήθηκε ο κ. Στραβόχειλος. Η κ. Ρούλα υπέθεσε ότι ευθύνονται τα γλυκά που κέρασε το πρωί ένας γονιός. Από την εμπειρία της δεν μπορούσε να εξηγήσει, διαφορετικά, τη μεγάλη σημερινή προσέλευση ούτε και το σκοπό της. Άλλες φορές διέκρινε από την ταχύτητα και τον τρόπο του βαδίσματος, τους μορφασμούς, ή το χρόνο παραμονής ποια ανάγκη τους ικανοποιούσαν. Δεν ήταν βέβαια στα ενδιαφέροντά της, αλλά η θέση της κλειδοθήκης, ακριβώς απέναντι από το γραφείο της, την υποχρέωνε σε ακούσια καταγραφή.
Στη γραμματεία μπήκαν γι΄ άλλο λόγο και δύο μαθηματικοί εξοργισμένοι για το θέμα της συζήτησης κατά τη συνεδρίαση του συλλόγου, οι οποίοι καυτηρίαζαν την αυταρχική ιδεολογία και συμπεριφορά του κ Νομικού που θέλει πάντα να ενεργεί νομότυπα.
-Η αυστηρή τήρηση των νόμων οδηγεί σε αδικίες και δείχνει χαμηλό δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης, διατύπωσε με ανάλογο χρωματισμό της φωνής του έτερος φιλόλογος καθώς έμπαινε κι αυτός στη γραμματεία ανάβοντας το τσιγάρο του. Στο σύλλογο είχαν αρχίσει να συζητούν το χαρακτηρισμό της φοίτησης κι εκεί ο κ. Νομικός μπορούσε να παίξει το ρόλο του βασιζόμενος σε συγκεκριμένη νομοθεσία.
Στις γυναικείες τουαλέτες υπήρχε ουρά και κατά την αναμονή συνεχιζόταν η συζήτηση για την πρόταση απαγόρευσης.
-Είναι απαράδεκτος, ούτε χούντα να είχαμε!
-Πρέπει να αντιδράσουμε, να μη μπει καν σε ψηφοφορία είναι γελοία πράγματα αυτά.
Εν τω μεταξύ καθηγητής της πληροφορικής συνδέθηκε με το διαδίκτυο, πληκτρολόγησε τη λέξη κατούρημα και αναζήτησε πληροφορίες. Στο δεύτερο δικτυακό τόπο πρόβαλε στην οθόνη μικρό βίντεο με δυο δεκαπεντάρηδες σε μια παραλία να κατουρούν και στη συνέχεια να μετρούν το βεληνεκές στη ζεστή και ξερή άμμο. Το μικρό βίντεο προβλήθηκε αρχικά στους πιο κοντινούς και στη συνέχεια υπό τα μειδιάματα των περισσοτέρων κατέληξε στον κ. Νομικό ο οποίος ως καθηγητής της φυσικής έσπευσε να υπολογίσει την απόσταση βολής των ούρων βασιζόμενος στην ταχύτητα και το χρόνο. Η διαπίστωση των μεγάλων δυνάμεων που κρύβουν μέσα τους οι έφηβοι μελαγχόλησε τον κ. Νομικό όταν αναλογίστηκε την τωρινή του βιολογική ώριμη αδυναμία, του έκοψε τα φτερά της έπαρσης και τον οδήγησε στην έξοδο και στην παρηγοριά του καπνού του.
Στη συνεδρίαση εισήλθε, εν τω μεταξύ, και ο συνάδελφος της πληροφορικής κ. Καπάρας,, ο οποίος βρισκόταν σε διπλανό γραφείο απασχολημένος με τους υπολογιστές και κρυφακούγοντας τα διαδραματιζόμενα στο σύλλογο. Σπανίως παρευρίσκεται σε ολόκληρη τη συνεδρίαση γιατί είναι νευρικός, εριστικός, δύσκολος στην επικοινωνία του με τους άλλους παρόλο που ισχυρίζεται ότι διάγει συνεχώς βελτιούμενος, γιατί είναι μόνιμος φοιτητής διεθνούς «Πανεπιστημίου» που έχει παράρτημα στο νησί εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ο κ. Καπάρας ομοϊδεάτης του κ. Νομικού, υποστήριξε ότι αυτός δεν επιτρέπει στους μαθητές την ώρα του μαθήματος, πόσο μάλλον την ώρα των εξετάσεων, να πηγαίνουν στην τουαλέτα. Επέμενε μάλιστα ότι οι μαθητές που αντιδρούν στη απαγόρευση θα πρέπει να αποβάλλονται από το μάθημα και να παίρνουν απουσία.
Ο διευθυντής αποφάσισε να δώσει τέλος στη συζήτηση, χωρίς να θέσει τις προτάσεις σε ψηφοφορία, αλλά επέστησε την προσοχή των επιτηρητών και εισήγαγε ένα νέο θεσμό, τους διαδρομιστές (-κατουρολόγους) καθηγητές που θα έχουν την εποπτεία των εξεταζομένων που πηγαίνουν τουαλέτα, ώστε να μην παραμένουν πολύ χρόνο και να μην έχουν μαζί τους σημειώσεις με την εξεταζόμενη ύλη.

Related Posts with Thumbnails