Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ζακύνθου κύριο Διονύσιο, παλαιὸ συμφοιτητή, ἑόρτιος ἐν ἀμέτρῳ σεβασμῷ χαιρετισμός.
Κρύβεις στά δάχτυλα πού σταυροκοπιοῦνται τόν ὕπνο κι ἀφήνεσαι στίς λέξεις, πού μᾶς προίκισαν οἱ Πατέρες μας ὡς ξόρκια γιά τό νυσταγμό τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, νὰ σὲ ταξιδέψουν∙ κι ὕστερα ψάχνεις νά φυτέψεις στή καρδιά ἕναν κῆπο: μέ τά βοτάνια τῆς ἡσυχίας καί τῆς σιωπῆς, ὅπου στήν ἰσκιωμένη τους Μορφή ἐπιθυμεῖς νὰ καταφύγεις, ἔτσι, γιά νά ξαποστάσεις ἀπό τήν ὁλοήμερη τήν ἀμάχη. Γι᾿ αὐτό κι ἡ ἀναμονή τοῦ Μεσονυχτίου εἶναι ἡ περιούσια ἐκείνη ὥρα, κατά τήν ὁποία ἐπιχειρεῖς νά φυλλορροήσεις τήν ψυχή σου, ἀφήνοντας στὴν ἄκρη τά παντός εἴδους σκουπίδια καί ἀφανίζοντας τήν ὅποια ἀρνητική καί ἄκοσμη εἰκόνα πού ἔζησες στό ἡμερήσιο δρομολόγιό σου.
Ὡστόσο, αὐτό πού χαρακτηρίζει τούτη τήν κορυφαία καί θεοπρεπῆ ὥρα τοῦ ἡμερονυχτίου εἶναι ἡ σιωπή καί καί ἡ ἐπιμονή γιά προσευχή, ἀλλά καί ἡ διατύπωση κάποιων ἐρωτημάτων πρός τόν ἑαυτό σου καί τό Θεό. Γιατί μέσα στό κορύφωμα τῆς ἡσυχίας εἶναι πιά δυνατή ἡ εἰσόδευσή σου στόν κόσμο τῆς ψυχῆς ὅπου καί μπορεῖς κάλλιστα νά διακρίνεις «τά δοῦναι καί τά λαβεῖν» τῆς ἡμέρας καί νά ὑπολογίσεις τίς ζημίες καί τά κέρδη, ὅπως λέει ὁ ποιητής. Εἶναι, ἀναμφίβολα, μιὰ κορυφαία ὥρα λειτουργικῆς συνέχειας καὶ συνδρομῆς, γιατὶ μπορεῖς νὰ αἰστανθεῖς τὸ βάρος τῶν ἔμπονων συνθηκῶν τοῦ βίου σου, ποὺ δείχνουν καθαρὰ τὸ ταξίδι σου σ᾿ αὐτὴ τὴ θάλασσα, τοῦ βίου δηλαδὴ, μὲ ὅλους τοὺς Κύκλωπες καὶ τοὺς Λαιστρυγόνες νὰ σὲ ἀπειλοῦν. Ποὺ ἄν τοὺς ὑπολογίσεις, δὲν εἶναι καὶ λίγοι, οὔτε καὶ ἀκίνδυνοι. Μόνο ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λιποψυχήσεις, νὰ καταβληθεῖς καὶ νὰ συλλάβεις τὸν ἑαυτὸ σου σὲ ἀπελπισμένη κατάσταση, γιατὶ τότε εἶναι ποὺ ὁ θάνατος καραδοκεῖ... Ἀπὸ μέσα ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις καὶ προοπτικὲς. Τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ βρεῖς τὸ Θεὸ, νὰ τὸν ἀναζητήσεις διὰ τῶν Ἁγίων Του: αὐτῶν δηλαδὴ πού συγγενεύουν τόσο μὲ σένα ὅσο καὶ μὲ τὸ Χριστό, ποὺ ξέρεις πόσο σὲ ἀγαπᾶ καὶ σὲ ἀνέχεται…