© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Παύλου Φουρνογεράκη: ΥΠΟΔΟΧΗ (ποίημα)



Άλικα φέσια και λευκές δίπλες
στην απόδοση τιμών,
ευζωνική στολή με άδειες φυσιγγιοθήκες
πώς
ν’ ανεμίσουν τα κρόσσια σε άσπρο-μπλε,
μόνο η μαύρη φούντα
σαν του Χριστού το δάκρυ
κυλά.

Επισκέψεις εμπόρων ηγετών
κι εμείς
θαυμαστές του θορύβου,
τα τσαρούχια δεν κρύβουν πια
τα αιχμηρά της μάχης.

Ζάκυνθος, Φεβρουάριος 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ...


Ἡ ἀπουσία τῆς Μάνας καὶ τὰ ὅσα τὴν ὁριοθετοῦν

Στην πεζούλα του φούρνου
Μὲ ὁδηγὸ τὴν συγκίνηση ποὺ ἐμφανίζει ἡ ἡμέρα αὐτή, ἡ 26η Φεβρουαρίου, προσπαθεῖς νὰ γράψεις δυὸ λέξεις: λέξεις – μνημόσυνο καὶ νὰ σκεφτεῖς πάλι τὴν ἀπουσία Της καὶ τὴ σημαδιακὴ τὴν ὥρα ποὺ ἀναχώρησε. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅλοι μας ἀναχωροῦμε κάποτε, ὅλοι μας ξεκινᾶμε τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς, ἔτσι κι ἐκείνη...
Ὅλα ξεκίνησαν ἀπό τότε ποὺ ἄφησε γιὰ πάντα τὸ Κλῆμα της, τὸ χωριό της, ποὺ δὲν τὸ ἐγκατέλειψε ποτέ... Ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε καί γιὰ 88 χρόνια παρέμεινε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἔρημο χωριό, ἀφοῦ ἄπονα οἱ κάτοικοί του τὸ ἐγακτέλειωαν γιὰ νὰ πᾶνε νὰ μείνουν στὸ Νέο Κλῆμα, ὅπως τὸ βάφτισαν, τὸ Ἔλιος, «τς᾿ βουρλιές» ποὺ λέγανε οἱ παλιότεροι.
Τὰ δύσκολα χρόνια τῶν πολέμων, τῶν σεισμῶν, τῆς ἀπουσίας κάθε μέσου γιὰ τὴν ἐπιβίωση -τὸ ἠλεκτρικὸ ἦρθε μόλις τὸ 1975- πέρασαν μὲ ἀγώνα καὶ ὑπομονή. Σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μικρὸ καὶ λιτὸ φοῦρνο, ποὺ ἔζησε γιὰ πενήντα τόσα χρόνια, ἀνεβαίνοντας καθημερινὰ τὶς ἀνεμόσκαλες τῆς περιπέτειας: περιπέτειας ποὺ τὴ φανέρωναν οἱ χειμωνιάτικες παγωμένες μέρες μὲ τὰ μουσκεμένα ξύλα, οἱ κλειστοὶ καιροὶ λόγω θαλασσοταραχῆς, ἡ δοκιμασία κάθε ἀρρώστειας, οἱ προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς ἔκτακτες περιστάσεις καὶ συμφορές, κι ἄλλα πολλά, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαριθμηθοῦν. Κι ὅμως, σ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ἡ ἀντοχὴ τῆς Μάνας ὑπῆρξε παραδειγματική, κορυφαία.
Κι ὕστερα ἦρθαν τὰ γηρατειά. Κάποιο θερινὸ ἀπόβραδο ἔκλεισε τὸ φοῦρνο, σφράγισε τὴ θύρα του κι ὕστερ᾿ ἀποτραβήχτηκε στὸ σπίτι της κι ἀναπολοῦσε μαζὶ μὲ κείνους ποὺ τὴ σεβάστηκαν, κυρίως τοὺς ξένους, τοὺς νέους κατοίκους τοῦ χωριοῦ της, μέρες ἀρχαῖες, φωτισμένες ἀπὸ καθάριες ὀμορφιές, θερινὲς ἤ ἀνοιξιάτικες, ἤ χωνεμένες μέσα στὴ σιωπηλὴ καταχνιὰ τοῦ χειμώνα. Μέρες ποὺ εὐωδίαζε τὸ χωριὸ ρετσίνι καὶ βουνίσιο ξύλο, φρέσκο ψωμί, κι ὕστερα... Σ᾿ ὅποια ἐποχὴ καὶ καιρὸ ἀνέβαιναν οἱ ἀνάλογες εὐωδιές... Γλυκὲς κουλοῦρες καὶ ψημένο κρέας τὶς γιορτάδες, κολοκυθόπιττες τὶς Ἀποκριές, λαχανόπιττες τὶς Σαρακοστές, ἀλλὰ καὶ κυδώνια ψημένα, ἀμυγδαλόψυχα καψαλισμένη, καφὲ μὲ σιτάρι καβουρντισμένα,  ψωμὶ γιὰ παξιμάδια καὶ τόσα ἄλλα..
Ἀπέξω ἀπὸ τὸ φοῦρνο οἱ πεζοῦλες γέμιζαν τὶς παλιὲς καλὲς μέρες, τότε ποὺ ἦταν στὴν ἀκμή του τὸ χωριὸ, ἀπὸ Κληματιανοὺς ποὺ περίμεναν... Καὶ παράλληλα ζοῦσαν στιγμὲς θεραπευτικῆς ἐπικοινωνίας. Γιατὶ ἦταν ἕνα κέντρο ὁ φοῦρνος, ἕνα «χαμένο κέντρο» σήμερα... Ὅπως τὸ γράψανε δηλαδή « Ὁ φοῦρνος τῆς κυρα-Μαγδαληνῆς ἦταν τό μοναδικὸ μέρος συνάντησης τῶν κατοίκων» (Ντ. Μαρκάκη, Μαμά, εἶμαι γαὶ γὼ ἐδῶ, Βόλος 1995, σελ. 156). Γιατὶ δὲν θὰ ξαναϋπάρξουν τέτοιες εὐκαιρίες,  ὥστε ν᾿ ἀνταμώνουν οἱ συγχωριανοί, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι. Μήτε θὰ χαροῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦν αὐτὸ τὸ χωριό σήμερα ἐκείνη τὴν ἀνάμικτη εὐωδιὰ ἀπὸ ξύλο καμμένο καὶ φρεσκοψημμένο ψωμί.
Ἐδῶ κι ἕνα χρόνο ἡ Μάνα βρίσκεται ἀλλοῦ. Πῆρε τὰ ὅσα ἔζησε, βίωσε κι ἔμαθε καὶ πῆγε σιμὰ στὸ θρονο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀρνίου. Κι ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται σήμερα πιστεύω ὅτι τὴν ἴδια διακονία ἐπιτελεῖ: νὰ ζυμώνει καὶ νὰ ψήνει τὰ πρόσφορα ἐκεῖνα μὲ τὴ γραμμένη τὴ σφραγίδα τους ἐπάνω, ὥστε νὰ χρησιμοποιηθοῦν στὴν Οὐράνια Λειτουργία, ὅπου συμμετέχουν μυριάδες πιστῶν, φίλων, ἀδελφῶν, συγγενῶν... Καὶ μήπως εἶναι ψέματα;
Σκόπελος, 26-2-2013 

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Πολιτισμός «εν τω τηγανίω»


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Θυμάμαι μια κλασσική ταινία του παλιού, καλού, ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία οι κάτοικοι ενός νησιού ετοιμάζονταν να δεχθούν τους πρώτους τους τουρίστες. Δεν μπορούσαν να δουν την εξέλιξη και την σωστή ανάπτυξη του τόπου τους, αλλά κοντόφθαλμα θωρώντας, προσπαθούσαν να δείξουν εικονικό πολιτισμό και μια καθημερινότητα ξένη με τη δική τους, αλλά προσαρμοσμένη στα μέτρα και τα γούστα των επισκεπτών τους. Πρόδιδαν τον εαυτό τους, μη γνωρίζοντας την ανωτερότητά τους και μαϊμούδιζαν το διαφορετικό και υποδεέστερο, θέλοντας να γίνουν αρεστοί.
   Χαρακτηριστική η σκηνή, που ο πιο «μορφωμένος» του τόπου άρχισε να μιλά τα δικά του, «πρωτευουσιάνικα» ελληνικά και γινόταν καρικατούρα. Εμένα προσωπικά μου έχει μείνει η εικόνα, κατά την οποία κάνει παρατήρηση στην «επαρχιώτισσα» αδελφή του και χαρακτηριστικά την διορθώνει, λέγοντάς της πως οι κεφτέδες πρέπει να τηγανισθούν «εν τω τηγανίω»!
   Αυτή η φράση μου έρχεται στο νου κάθε φορά που βλέπω να προδίδεται ο δικός μας, μακραίωνος πολιτισμός και μηρυκαστικά και πρόχειρα ν’ αντιγράφουμε και στο νησί μας κάτι εντελώς διαφορετικό από την νοοτροπία και ιδιοσυγκρασία μας και να πιστεύουμε μάλιστα πως βελτιωνόμαστε και εξελισσόμαστε.
   Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ημερών και οι ατέλειωτες βασιλόπιτες, οι οποίες κόβονται ακόμα και ας πάμε για Καρναβάλια, από δεκάδες -δυστυχώς κυριολεκτικά- φορείς και συλλόγους.
   Αλήθεια ποια παράδοση διατηρούν, τι συνέχεια δίνουν και τι μνήμες ξυπνούν στους παρευρισκόμενους; Ποιοι Ζακυνθινοί την έχουν κρατημένη στην θύμησή τους και στην ανάμνηση των παιδικών και ουσιαστικών για την διαμόρφωση της κάθε προσωπικότητας χρόνων; Γιατί, αν θυμάμαι καλά, πίτα δεν φτιάχναμε ποτέ στη Ζάκυνθο, ούτε την κόβαμε. Έθιμό μας είναι η πατροπαράδοτη κουλούρα και αυτή χαρακτηρίζει τον τόπο μας. Η μυρωδιά από το ψήσιμό της δίνει το χριστουγεννιάτικο κλίμα και το «ήβρεμά» της ήταν και ευτυχώς είναι η χαρά αυτών που τους έπεφτε, μια και το «φλουρί» ούτε το γνωρίζαμε, ούτε το είχαμε ακούσει.
   Μου είπε φίλος, ο οποίος ασχολείται με τα πολιτιστικά του νησιού μας και μάλιστα με επιτυχία, αυτήν την χαρακτηριστική ιστορία, την οποία εποικοδομητικά σας την μεταφέρω. Αναγκάστηκε να βρεθεί βράδυ ξημερώματος Πρωτοχρονιάς στο σπίτι των πεθερικών του, το οποίο βρίσκεται στην ορεινή μας ζώνη, εκεί που –όπως τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε– ακόμα διατηρείται η γνήσια ταυτότητά μας. Ο γαμπρός του, λοιπόν, δηλαδή –επειδή δεν γνωρίζω καλά τις εξ αγχιστείας συγγένειες– ο άνδρας της αδελφής της γυναίκας του, επηρεασμένος από την μιμητική τάση των Νεοζακυνθίων, έφερε κοντά μια βασιλόπιτα, έτσι για το καλό. Ήρθαν τα μεσάνυχτα και η πίτα του Ουρανοφάντορος θα έπρεπε να κοπεί. Η τιμή δόθηκε, όπως ήταν φυσικό, στον πρεσβύτερο της οικογένειας και νοικοκύρη του σπιτιού. Πήρε τότε αυτός το μαχαίρι, πλησίασε αμήχανα το ξενόφερτο και άγνωστό του έδεσμα, κοίταξε με απορία δεξιά και αριστερά του και μαθημένος από την δική του κουλούρα και το τυπικό της, καθώς και από το όμορφο ψάλσιμο του απολυτίκιου της Γέννησης σ’ αυτήν, ρώτησε τους νεότερους: «Και τώρα τι λένε;». Και μην παίρνοντας απάντηση από πουθενά –όπως ήταν φυσικό– σταύρωσε το κέικ και είπε: «Παναγία κι έλα κοντά»!
   Εγώ σας μετέφερα το γεγονός και οι κρίσεις δικές σας!
   Δεν ξέρω πού είχε ψηθεί η βασιλόπιτα της παραπάνω ιστορίας, αν ήταν σπιτική ή αγοραστή, δεν με ενδιαφέρει με τι συνταγή είχε γίνει, αλλά την φαντάζομαι «εν τω τηγανίω», όπως ακριβώς στην ελληνική ταινία.
   Για να δημιουργήσεις πολιτισμό, για να τον συνεχίσεις και για να τον προσαρμόσεις στο σήμερα – που είναι και το ζητούμενο – πρέπει πρώτα απ’ όλα να τον γνωρίζεις. Διαφορετικά μάλλον κακό κάνεις. Επίσης πρέπει να τον αγαπάς και να μην ντρέπεσαι γι’ αυτόν. Διαφορετικά ξεπουλιέσαι, όπως προσπάθησαν να ξεπουλήσουν το νησί τους οι πρωταγωνιστές της ταινίας μας!
   Ο Γιάννης Τσακασιάνος σ’ έναν χαρακτηριστικό του στίχο μας τονίζει, αναφερόμενος στα δικά μας έθιμα και αντέτια: «όχι με σας που βρέθηκα, σπουργίτης θα ψοφήσω»! Η διδαχή του αυτή θα πρέπει να είναι και η αναζήτηση και ο σκοπός μας. Διαφορετικά θα ξεκινήσουμε από το μηδέν! Θα είμαστε λαός δίχως ρίζες! Θα καταντήσουμε κοινωνία δίχως ταυτότητα!
   Η δικαιολογία μερικών πως κόβουμε πίτα για τα μη ζακυνθινά μέλη μας και για τους εκτός νησιού συγγενείς μας σίγουρα φέρεται «εν τω τηγανίω». Οφείλουμε, βέβαια, να τους σεβαστούμε, αλλά και αυτοί οφείλουν να σεβαστούν τον τόπο που τους φιλοξενεί και τους τρέφει. Οφείλουν να γνωρίσουν και τον πολιτισμό του. Διαφορετικά τους λείπει η παιδεία.
   Όσο για μας, ας πάψουμε να εκτιμούμε τα «καθρεφτάκια». Πολύτιμο και σωστό είναι ό,τι κυλάει στο αίμα μας. Το ξένο δημιουργεί προβλήματα.
   Ας μείνουμε πιστοί στην παράδοσή μας!

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ

Κων. Χρ. Κάρκος, Σύντομη περιδιάβαση στὸ ἔργο τοῦ Νομπελίστα ποιητὴ Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Βόλος 1981

Ἀπὸ τὰ πρῶτα βιβλία ποὺ κυκλοφορήθηκαν μετὰ τὴν ἐπίσημη διάκριση ποὺ ἔλαβε ὁ ποιητὴς Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἀπὸ τὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία εἶναι καὶ τὸ μικρὸ μέν, ἀλλὰ πυκνογραμμένο καὶ φροντισμένο μὲ ἰδιαίτερη γάπη πρὸς τὸ φωτεινὸ ἔργο τοῦ Νομπελίστα ποιητή, βιβλίο τοῦ καθηγητῆ κυρίου Κων. Χρ. Κάρκου.
Φιλόλογος μὲ πεῖρα καὶ ζωντανὰ βιώματα ὁ κ. Κάρκος ἐπιχειρεῖ μιὰ προσωπικὴ ὁδοιπορία μέσα στοὺς λειμῶνες τῆς ποίησης τοῦ Ἐλύτη, στὴν ὁποία καλεῖ τὸν καθένα μας γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἀναψυχὴ καὶ τὴν ψυχ-αγωγία ( μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀρχαιοελληνικὴ σημασία της) ποὺ ὑψώνει τὴν ὕπαρξη, πάνω ἀπό σκληροὺς ἀνταγωνισμοὺς καὶ ὑπόγειες διαδρομὲς σκοτεινῶν ἀνθρώπων. «Διάβασα», θὰ μᾶς πεῖ ὁ κ. Κ. «ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Ἐλύτη... Δὲ μπορῶ νὰ πῶ ὃτι συνέλαβα ὅλα τὰ νοήματα ποὺ κρύβονται μέσα στὸ “ἄδυτο” τῶν ποιημάτων του. Μπορῶ ὡστόσο ἀπόλυτα νὰ πῶ, πὼς αἰσθανόμουνα ἐκείνη τὴ στιγμὴ, ποὺ διάβαζα τὸ ἔργο τοῦ Ἐλύτη, ἕνα ρίγος πνευματικῆς εὐδαιμονίας...» ( σ. 8).
Ἀλήθεια, ἀπό ποῦ ἀρχίζει καὶ πῶς γεννᾶται αὐτὸ τὸ ρίγος ;  Καὶ γιατὶ συμβαίνει αὐτό;
Ἀρχίζοντας τὰ εἰσαγωγικά του ὁ κ. Κ. μᾶς λύνει τὴν ἀπορία, καθὼς ἐξομολογεῖται, πὼς «τὸ ἔργο τοῦ Ἐλύτη ἀσκεῖ πάνω μου μιὰ μυστηριακὴ κι ἀπόκοσμη γοητεία... ὅσο περισσότερο τὰ διαβάζω τόσο περισσότερο τὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ὀμορφιᾶς ξεχύνεται ἀπό μέσα τους...» ( σ.9).
Ἄν, ὅπως εἶπε ὁ μεγαλος Ντοστογιέφσκυ, ἡ μορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο, ὅπως ἐπίσης, ἄν Ἀ-λήθεια εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς λήθης, τῆς λησμονιᾶς, τῆς ἀπουσίας, τότε πολὺ σωστὰ μᾶς λέει ὁ κ. Κάρκος ὅτι αὐτὰ τὰ δύο ἀγαθὰ τοῦ Δημιουργοῦ προβάλλουν μέσ᾿ ἀπὸ τὶς λέξεις-κλειδιὰ τῆς ποιητικῆς τέχνης τοῦ Ἐλύτη. Καὶ τὸ κυριότερο, αὐτὰ τὰ πρόσφορα τῆς Δημιουργίας μ᾿ ἁπλοχεριὰ ὑπάρχουν στὸν πάντερπνο χῶρο τῆς Ἑλλάδας γιατὶ «ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ χώρα τῆς ὁποίας τὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ὀμορφιᾶς καταυγάζει τὸν κόσμο» ( σ. 10)
Γιὰ νὰ μᾶς εἰσοδεύσει λοιπὸν στὸν πνευματικὸ λειμώνα τοῦ Ἐλύτη ὁ κ. Κ., ἐπειχειρεῖ μὲ λιτὸ ἀλλὰ σταθερὸ καὶ φροντισμένο λόγο νὰ πεῖ αὐτὰ ποὺ χρειάζεται ὡς ἀπαραίτητα ἐφόδια ὁ ἀναγνώστης, ἔτσι ὥστε νὰ καταλάβει τόσο τὸν ποιητὴ τὸν ἴδιο ὅσο καὶ τὴν ποίησή του. Ἔτσι στὸ κεφάλαιο «περιρρέουσα πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα» γίνεται  λόγος γιὰ τὸ κίνημα τοῦ ὑπερρεαλισμοῦ καὶ τὴ λεγόμενη σύγχρονη ποίηση (σ. 10-13), στὴ συνέχεια παρουσιάζεται ἕνα σύντομο βιογραφικό (σ. 14), γιὰ νὰ γίνει στὸ τέλος ἡ παρουσίαση τοῦ ἔργου τοῦ Ἐλύτη.
Δὲν θὰ πλατύνω τὸ λόγο μου, μονάχα θὰ προτρέψω τὸν ἀναγνώστη μου νὰ σταθεῖ μὲ προσοχὴ στὴ σύντομη μέν, ἀλλὰ τόσο πολὺ ἐμβιωμένη καὶ χωνεμένη ἑρμηνεία τοῦ θαυμάσιου ποιήματος –«ὕμνο τῆς λεβεντιᾶς» (σελ. 21) θὰ τὸ ὀνομάσει ο κ. Κ.- τοῦ ποιήματος, «Ἄσμα ἡρωϊκὸ καὶ πένθιμο γιὰ τὸ χαμένο Ἀνθυπολοχαγὸ τῆς Ἀλβανίας», γραμμένο τὸ  1945, ὅταν οἱ μνῆμες καὶ τὰ βιώματα τοῦ Ἐλύτη ἦταν ἀκόμα χλωρὰ ἀπό τὴ θητεία του στὸ Μέτωπο. Μὲ σταθεροὺς βηματισμοὺς ὁ κ. Κ. πασχίζει νὰ δεῖ κάτω ἀπό τὶς λέξεις τὸ γεγονὸς τοῦ Ἡρωϊσμοῦ καὶ τῆς Ἀνδρείας ἤ ὅπως λέει κι ὁ ἴδιος «τὴν μορφιὰ, τὴ γεροσύνη, τὴ γενναιότητα» (σ. 24). Ἐντύπωση μάλιστα μοῦ κάνει τὸ ἑξῆς γεγονός. Ἡ μνεία τοῦ συνθέτη ποὺ ἔγραψε τὴν τόσο θαυμάσια μουσικὴ γιὰ τὸ Ἄσμα, τοῦ Νότη τοῦ Μαυρουδή. Δὲν ξέρω γιατὶ τὸ μνημονεύει αὐτὸ ὁ κ. Κ. Φαντάζομαι πὼς ἡ πολυχρόνια διδακτική ἐμπειρία του τοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβει πὼς ἡ ποίηση εἶναι καὶ μουσικὴ καὶ τὸ ἀντίθετο.    Προσωπικὰ συγκινήθηκα ὅταν τὸ εἶδα, γιατὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον θαυμάσια ἔργα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς μουσικῆς καὶ εἶναι πρὸς τιμὴν τοῦ κ. Κ. ποὺ τὸ παρουσιάζει, ὅπως καὶ στὸ τέλος παρουσιάζει ἀναλυτικὰ ὅλη τὴ δισκογραφία μὲ τὴν ποίηση τοῦ Ἐλύτη.
Δὲ γνωρίζω ἄν ὁ ποιητὴς κράτησε στὰ χέρια του αὐτὸ τὸ πόνημα, ἄν δηλαδή τοῦ στάλθηκε, ὅταν πρὶν ἀπό 32 χρόνια ξεπρόβαλε δειλά-δειλὰ στὸ ἐκδοτικὸ στερέωμα. Γνώμη μου εἶναι πὼς θὰ τὸ χαιρόταν πολύ, γιατὶ δὲν θὰ ἦταν ἕνα λόγος ἀκόμα κολακείας σ᾿ ναν Νομπελίστα, ἀλλὰ μιὰ χειραψία τιμῆς καὶ φιλίας σ᾿ αὐτὸν ποὺ στεφάνωσε τὴν πατρίδα μας μὲ τὴν ἀμάραντη δάφνη τοῦ Ἔλληνος λογου.
Ἀγαπητέ μου κ. Καθηγητά, γιατὶ δὲν συνεχίζετε, ὥστε νὰ μᾶς παρουσιάσετε σὲ β΄ ἔκδοση τὸ ἴδιο βιβλιαράκι σας μὲ περισσότερο ὅμως  Ἐλύτη; Ἀφοῦ μάλιστα ἀπό τότε μέχρι σήμερα κι ἄλλα του ἔργα κοσμοῦν τίς βιβλιοθῆκες κι ὄχι μόνο;    

  Φεβρουάριος 2013

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΝ ΓΗ ΑΛΛΟΤΡΙΑ… (ποίημα)



Στὴν Οὐρανία, μνήμης νεκεν

1.
Γύρισε ἀργὰ τὶς σελίδες
στὸ κατάστιχο τοῦ χτὲς
ποὺ εὐωδιάζει φρέσκο ψωμὶ καὶ καμμένο ξύλο.
Μὴ λησμονᾶς πὼς
 κάπως ἔτσι θὰ ἐλαττώσεις
τὰ βήματα τοῦ πόνου
πού σιμώνει μέσ’ άπὸ μυρωδιές
ἀπό καφὲ καὶ φάρμακα...
Γύρισε τὶς σελίδες ἀργὰ
καὶ τὸ πέλαγο κοίτα π΄ ἀνασαίνει
τοῦ πεύκου τὴν εὐωδιά,
κι ὕστερ᾿ ἀφουγκράσου τὴ καμπάνα τ΄ η-Γιαννιοῦ
ποὺ «ἀγρυπνιά» σημαίνει.
Ξέρεις,
ὁ  ἐφιάλτης
 διώχνεται μονάχα
μὲ τέτοιους ξορκισμούς...

Βirmingham, Q. Elizampeth Hospital, 28-8-1996
π.κ.ν. κ

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Απόστολου Θηβαίου: ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΕΙΞΕΙΣ {ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ}


Στάθηκε έξω από τον κόσμο, πέρα πολύ από τους ανθρώπους στάθηκε και ησύχασε, όπως οι άνεμοι τις νύκτιες ώρες. Πέρα κοιτούσε σφοδρό και ακμαίο τον κινητήρα της ζωής, με το πελώριο σώμα του, τους βρυχηθμούς, τις οδύνες που αναδύονταν ισχυρές και ακέραιες. Πίσω, εμπρός, πλάι και μέσα του ο τραχύς βόμβος της συνέχειας, η υποχρέωση της επιβίωσης, κλαδιά γαντζωμένα αιώνες στο σώμα του δέντρου να αντέχουν τις ακραίες βροχές, τις προσεισμικές αγωνίες, τους κατακλυσμούς, τις υψηλές ευτυχίες. Με όλη του την ανθρωπιά στύλωσε τα χέρια του, σε όλη την έκτασή τους τα χέρια του γειτνίαζαν στο χώμα. Και τότε έλαβαν χώρα οι φοβερές, ηλεκτρικές εκκενώσεις, συνέβησαν ταυτόχρονα οι μέρες και οι νύχτες  και ένα βαθύ ποτάμι, ήσυχο σαν θήραμα που το προσπερνούσαν για πάντα οι λυκοθηράρχες έβρεξε τον κόσμο των ανθρώπων, χαράχτηκε ως φλέβα πέρα ως πέρα. Κοίταξε την αρχαία βιολογία που ανερχόταν και πάλι μάκραινε και όλος ο κόσμος να χαράζεται από τη δικαιοσύνη που είναι ιστορική και μία. Και όλα βάδιζαν προς τη φοβερή μοίρα του θανάτου και ανάβλυζαν εντός του με τον ολοκληρωτικό ρυθμό ενός νέου φαινόμενου. Και μόνο τότε εκείνος, ήμερος και ακίνητος ως με κάποια αιωνιότητα στο πνεύμα, έσυρε αργά τα βρεγμένα χέρια και ήπιε το νερό και γεύτηκε το χώμα και εκείνο χυνόταν πάλι μέσα του. Και ένας απίθανος, ακατανόητος ξένος πλησίαζε από το βάθος του κόσμου και πίσω του το μονοπάτι του χρόνου που ανοίγεται, καθώς ένας νέος ορίζοντας μες στις συντελεσμένες πόλεις. Και εκείνος ο ξένος ομολόγησε.
Πιστεύω εις έναν άνθρωπο, συντριμμένο και μόνο εμπρός στο φοβερό φάσμα. Πιστεύω εις έναν άνθρωπο με όλες του τις δυνάμεις συγκεντρωμένες εντός της ροής του. Πιστεύω εις την αμαρτία και εις τον έρωτα και εις την ελπίδα και μπορώ έτσι να ανακτώ έπειτα από τόσους θανάτους την ιδιότητα του ανθρώπου. Πιστεύω εις το χρόνο που εξαντλείται, στο σπίτι που χτίζεται με γυμνά χέρια, στο παιδί που ρωτά, στο άστρο που φλέγεται σε μια άλλη ήπειρο. Πιστεύω εις τον αγώνα του δίκαιου και του αξιωματικού, πιστεύω εις την ιδεολογία της ταπεινότητας, πιστεύω εις τον άνθρωπο που γεννιέται εντός μου. Πιστεύω εις τις εύφορες πεδιάδες που οριστικοποιούνται στο ύψος του ουρανού, πιστεύω εις τις φλογώδεις ημέρες του θερισμού, εις την ανθρώπινη απελπισία πιστεύω ακράδαντα. Πιστεύω εις τις χαώδεις γέφυρες που υπερνικούν τις αποστάσεις, εις τους ανεπαίσθητους τριγμούς της νύχτας, πιστεύω εις τον μόνον άνθρωπο, τον πληγέντα, τον ανερχόμενο και κατερχόμενο άνθρωπο, πιστεύω εις το φως που δηλητηριασμένο σταλάζει στις άκριες των χειλιών μας. Πιστεύω εις έναν άνθρωπο, ποιητή ορατών τε πάντων και αοράτων μάρτυρα και πιστεύω εις τα λυμένα πάθη και εις τη μοναξιά και εις τα μνημεία και τα αγάλματα που ακουμπούν στην αρετή και εις το θάνατο το στολισμένο εντός του ναού πιστεύω και αναμένω και υποκύπτω εις το μύθο και στα δροσερά κορίτσια των αρχαίων αναβρυτηρίων. Πιστεύω εις τον άνθρωπο των παραληρηματικών οραμάτων, των απόλυτων μοιρών, πιστεύω εις την σκληρότατη ευτυχία. Πιστεύω εις τις βλαστόμορφες, ροδινές μορφές των βυζαντινών αγίων με τις τανυσμένες αρθρώσεις, πιστεύω εις τα νεκρά παιδιά των πηγαδιών, στους υδραργυρικούς καθρέφτες, στην πεποίθηση των γυναικών που λευκαίνουν τα πόδια της Παρθένου με τις  γονυκλισίες στις εκκλησιές της νοτίου Αμερικής, πιστεύω εις τα ανυποψίαστα σύμπαντα που αποκαλύπτει η ποίηση, στη στοργή, τη βασική ετούτου του κόσμου προσφορά. Πιστεύω εις τα σκοτωμένα παιδιά, στα παλαιά θυσιαστήρια, στα χαμηλά σπίτια, στη διάρκεια που υφίσταται δίχως εποχές, δίχως φως και αέρα. Πιστεύω εις τους βρώμικους φεγγίτες, τους βασανισμένους ήλιους, πιστεύω εις τη ροδαλότητα των νεανικών παρειών και στα ορμητικά, πολυφωνικά κύματα των παρόντων καιρών. Πιστεύω εις έναν άνθρωπο.
Έπειτα εκείνος αργά αργά ετέλειωνε και αποκτούσε την όψη του πηλού και τώρα νερά έτρεχαν γύρω του και καθώς πνίγονταν μες στο φως οι προοπτικές, εκείνος επαναλάμβανε πως το σώμα είναι από λάσπη και αίμα και μαινόμενος εν ονόματι του μυστηρίου σπάραζε τον κόσμο με τη φωνή του. Όλα ασκούσαν μια κατάφαση εμπρός στη δυναμική της αθανασίας. Ο άνδρας κατέληξε αργά το απόγευμα. Ήταν ήδη μια ρίζα, μισό αιώνα και πλέον.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Διονύση Σέρρα: ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ή ΤΟΝ ΟΥΓΟ ΦΩΣΚΟΛΟ ΒΙΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ (ποίημα)




«Παλικαρίσιο φέρσιμο στο χέρι και στο στόμα,
μονάχος πάντα, σκεφτικός, χλωμός και λυπημένος
[………………………………………………]
Από ελαττώματα τρανός κι από αρετές ακόμα
το δίκιο θέλω, αλλ’ αγαπώ ό,τι ποθεί η καρδιά.»
Ugo Foscolo, «Η ζωγραφιά μου»
(Μτφρ.: Στέφανος Μαρτζώκης)


Στον π. Παναγιώτη Καποδίστρια, 
με αφορμή την τιμητική – μνημονευτική εκδήλωση στο Μπανάτο Ζακύνθου, 
από το «ΑΛΗΘΩΣ» (24.2.2013)



                                                                 Ι

                      Πάλι αργά πεζός διασχί-
                                                                     ζοντας του Ποιητή τον δρόμο
                      τον βλέπεις τ’ άγια ή τις γραφές
                                                                             γονατιστός να μελετά
                      στης Γνώσης το καντήλι –
                      της Φύσης φέγγοντας τα μυστικά
                                                    ή της μετάληψης τα σωθικά
                      και της ανάσας τα σημεία –
                      εδώ
                      στη διαδρομή της Οδηγήτριας
                                                   στου Μαρτελάου την αυλή
                      κι απέναντι στου Γέττου τα τειχία
                      με νιότης φως γκρεμί-
                                                               ζοντας του μίσους την ακμή.



                                                                ΙΙ

                      Εμπρός στο Πνεύμα ή στον Άγγελο της Θλίψης
                      θυμάσαι της Αφής το κενοτάφιο
                                           κι ανάκουστος μονολογείς ή απορείς –
                      για της πορείας τη στροφή
                      για την ηδύπικρη φιλία
                      για της Ιδέας την κραυγή και το κυνηγητό
                      για της Αγάπης το χαμόγελο και τη μελαγχολία
                      για τη μεγάλη περιπλάνηση
                                                                            και την αδάκρυτη ταφή
                      για της φυγής του τα οστά
                                                                           και τη χαμένη Δόξα
                      για της γενέθλιας γης – της ποθητής
                                                                            τη Μνήμη και τη Λήθη
                      για του σπιτιού τη συντριβή
                      και για της κτίσης την πληγή – σε τόπο Απληστίας.



                                                                ΙΙΙ

                      Κ’ εδώ
                      της φλέβας και της λάμψης του Σκιές
                         φτάνουν στο λίκνο ή στα ίχνη του προσκυνητές
                      και δάφνινο αφήνουμε στεφάνι –
                      η Ισαβέλλα
                      η Μαγδαληνή
                      η Κορνηλία
                      η Αντωνιέττα
                      όλες οι Χάριτες της ηδονής
                      κι ο ήρωας της αρετής – αυτόδικος του Πάθους.
                      Από κοντά θαυμά-
                                                         ζοντας του κόσμου τα Ιδανικά
                      ο υμνωδός Διονύσιος φωτοστεφανωμένος
                      και η Μαριέττα της τιμής και της ανθοφορίας
                      όλοι του Λόγου του οι δέκτες και οι κήρυκες
                      πάντα την Εντολή τονί-
                                                                   ζοντας για τη μεγαλοσύνη.

                                                                                                                        [15-20 Φεβρ. 2013]

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ζαχαρία Στουφή: SERIAL LOSER (ποίημα)


…Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι
μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι…
Κ. Καρυωτάκης

Αν και ο ίδιος ο ποιητής που με γέννησε, στο τέλος του έργου με αυτοκτόνησε, εγώ διέσχισα τις λέξεις και τους στίχους, τις έννοιες και τις αξίες, πριν ακόμα μπω στο τυπογραφείο˙ δραπέτευσα. Από τότε μέχρι σήμερα, ζω κατά καιρούς ανάμεσά σας, με διαφορετικά ονόματα, μιας και το Ιάκωβος δεν μ’ άρεσε καθόλου.

Τι κι αν είμαι το πιο ανεξέλεγκτο κατασκεύασμά του; Σε κάθε εκδοχή της ύπαρξής μου σας προκαλώ μια αδικαιολόγητη συγκίνηση, σας εκμαιεύω μια ανεξήγητη αγάπη. Είμαι ο μακελάρης έφηβος που μπαίνει οπλισμένος στα σχολεία –εκεί δεν προλαβαίνω ούτε να αυτοκτονήσω-. Ο χρεοκοπημένος που σπέρνει τον θάνατο στις τράπεζες, ούτε εκεί προλαβαίνω… Η αποχαιρετιστήρια επιστολή μου έχει βρισιές, όχι μετάνοιες, τα πτώματά μου δεν θάβονται ειρηνικά στον λόφο του βιβλίου του, απλώς, μένουν αζήτητα και προσφέρονται για τη διδαχή μιας «επιστήμης», μιας καθυστερημένης ηθικής.

                                                                
[Γράφτηκε την 13/2/2013, με αφορμή την εκδήλωση του ΑΛΗΘΩΣ για τον Ούγο Φώσκολο, στις 24 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου.
Ζ. Στ.]

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Όταν τα πέταλα των αλόγων ξυπνούν ευθύνες

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, η οποία από το 2005 έχει επαναφέρει στη ζωή των σύγχρονων Ζακυνθινών τους πανάρχαιους ιππικούς αγώνες της Γκιόστρας, παράλληλα με την ιστορική τεκμηρίωση του θέματος που την απασχολεί, η οποία πραγματοποιείται με διεθνή συνέδρια, επιστημονικές ημερίδες και τεκμηριωμένες εκδόσεις, προσπαθεί ν’ αναδείξει και ό,τι έχει σχέση με τον ξεχωριστό πολιτισμό του τόπου μας, μια και γνωρίζει καλά πως τίποτα δεν λειτουργεί αυτόνομα, αλλά όλα επηρεάζονται και συνυπάρχουν.
   Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειάς της επιλέγει διάφορα μνημεία, τα οποία έχουν σωθεί από τον χρόνο και τις διάφορες θεομηνίες, αλλά κινδυνεύουν να χαθούν, είτε από αδιαφορία και εγκατάλειψη, είτε από άγνοια και κοντόφθαλμη πολιτική και εκεί πραγματοποιεί κάποιες από τις εκδηλώσεις της.
   Πέρυσι, για παράδειγμα, όπως σίγουρα όλοι θυμάστε, ξεκίνησε τις τετραήμερες γιορτές της για την Γκιόστρα Ζακύνθου του 2012 στο πλάτωμα της ιστορικής εκκλησίας της Κυρίας των Αγγέλων και διάλεξε σαν αφετηρία της πρότασής της για την επαναφορά του λαϊκού μας θεάτρου στους δρόμους και τις πλατείες, για το ξεκίνημα της παραδοσιακής Ομιλίας «Η Χρυσαυγή», τον ανακαινισμένο ναό της Φανερωμένης, υπενθυμίζοντας στους σύγχρονους την αξία του σημαντικού για την ιστορία μας αυτού χώρου και την προσφορά του στο κεφάλαιο που λέγεται Επτανησιακή Σχολή, στον εικαστικό χώρο και όχι μόνο.
   Πριν λίγες μέρες, συνεχίζοντας την προσπάθειά της και μένοντας πιστή στα οράματα και τις αρχές της, επέλεξε έναν άλλο χώρο, ο οποίος καθημερινά καταρρέει, για να κάνει εκεί τα γυρίσματα που την αφορούσαν για ένα πολύτιμο ντοκιμαντέρ, το οποίο ετοιμάζει ο σκηνοθέτης Βασίλης Κατερινόπουλος και σύντομα θα προβληθεί από κάποιο κρατικό κανάλι.
   Πρόκειται για τον γνωστό Πύργο του Αμπελοράβδη, ο οποίος βρίσκεται, όπως βρίσκεται, στο χωριό Καλιπάδος και σήμερα ανήκει στην φιλόξενη οικογένεια Κάρδαρη.
   Εκεί, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν το πρωί της περασμένης Παρασκευής, 15ης Φεβρουαρίου, πενήντα περίπου άτομα, μέλη και φίλοι του Σωματείου και με τις χαρακτηριστικές τους στολές μετέφεραν χρώμα και ζωή στο χώρο, ο οποίος στις αρχές του περασμένου αιώνα έδωσε στην περιοχή και το νησί μια αναπνοή προόδου και καλαισθησίας.
   Ιππείς μετάγγισαν ζωντάνια στις ξεχασμένες πέτρες, με τα ποδοβολητά των αλόγων τους και την δεξιοτεχνία τους, σαλπιγκτές και τυμπανιστές έσπασαν την σιωπή του χρόνου, με τους ήχους και το ταλέντο τους και ζευγάρια ντυμένα με την προσταγή της ιστορίας και της παράδοσης περπάτησαν μετά από μισό περίπου αιώνα τις σαρτζάδες τις αβάδιστες, δίνοντάς τους την αναβίωση του έρωτα.
   Η πόρτα του παλιού κτηρίου ξεπέρασε τη νοτιά και την σκουριά της κλειδαριάς της, ανοίγοντας για την επίσημη έξοδο του Πρεβεδούρου και Μαρκουλίνοι, βγαλμένοι λες από την μακρόστενη και πολυπρόσωπη σύνθεση του Γιαννάκη Κοράη ή Καστρινού, με το ευχαριστήριο πρετσεσίο για την απαλλαγή από το θανατικό, τον συνόδεψαν στον τόπο της προκήρυξης των έφιππων αναμετρήσεων, όπου ο κήρυκας με τρεμάμενη φωνή διάβασε την απόφαση, πριν την τοιχοκολλήσει στον τόπο όπου κάποτε βρισκόταν ένας κλεμμένος θυρεός.
   Τα νιάτα του νησιού, έφιππα και αυτά, σαν τον Άη Γιώργη στο κόνισμα της καθέδρας στο γειτονικό Χουρχουλίδι, ζωντάνεψαν, για χάρη της τηλεόρασης αυτή τη φορά, πανάρχαιες ιστορίες του Ιόνιου νησιού και οι εικόνες τους θα γίνουν οι πιο καλοί πρεσβευτές μας, διαφημίζοντας έναν τόπο αναμφίβολα ευλογημένο, αλλά τελευταία επίφοβα μπερδεμένο και αυτόβουλα συκοφαντημένο.
   Μας είπε η σπιτονοικοκυρά πως πριν χρόνια οι ανεμώνες σ’ εκείνο το μέρος είχαν χαθεί, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που εξαφανίσθηκαν και όλα σχεδόν τα άλλα φυτά του κάποτε φημισμένου «Φιόρου του Λεβάντε». Η ίδια βρήκε σπόρους και τους έσπειρε. Όταν πήγαμε εκεί για την προετοιμασία της εκπομπής, στο ξεψύχισμα του Χειμώνα και στην αναμονή της Άνοιξης, πράγματι βρήκαμε τον χώρο γεμάτο από την υποσχετική παρουσία τους.
   Κάτι παρόμοιο θέλαμε να κάνουμε και με την επιλογή μας, να γυρισθούν τα πλάνα της εκπομπής στον γεμάτο θύμισες Πύργο του Αμπελοράβδη. Εκεί που ένα κομμάτι της, έστω και πρόσφατης, ιστορίας μας, καταρρέει, επιθυμήσαμε να δώσουμε ζωή και ελπίδα.
   Μακάρι όταν προβληθεί η εκπομπή και μαζί και το νησί μας, κάποιοι αρμόδιοι να σκεφθούν τις ευθύνες τους, ν’ αναλογισθούν τις ουσιαστικές τους υποχρεώσεις και να φροντίσουν να σωθούν τα ελάχιστα σπαράγματα του πολιτισμού μας, τα οποία μετά την ολοσχερή καταστροφή του σεισμού του 1953 είναι αναγκαία και απαραίτητα.
   Σε λίγο θα είναι αργά και οι ευθύνες μας στις επόμενες γενιές είναι τεράστιες. Δεν ωφελεί αν τους παραδώσουμε μόνο γκαρσονιέρες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, ούτε αν τους διασώσουμε τον «Παναγιώτη». Όλα αυτά ίσως τους χρειάζονται, αλλά απαραίτητη τους είναι η ιστορία μας και η συνέχειά της. Αυτό που τους χρωστάμε είναι  οι ρίζες μας και ρίζες τους. Διαφορετικά θα ζουν δίχως στηρίγματα και βάσεις. Θα είναι επιρρεπείς σε κάθε επίφοβο φύσημα, σε κάθε σεισμό, σε κάθε καταιγίδα.
   Πολλά είναι αυτά που επιζητούν την φροντίδα μας. Ας τα διασώσουμε.
   Το μέλλον θα μας ευγνωμονεί.


Απόστολου Θηβαίου: ΚΙΝΔΥΝΟΛΟΓΙΕΣ


Ξοδεύει καθημερινώς την ώρα του, παρατηρώντας σιωπηλός τις ακριβείς θέσεις. Θέλω να πω, εκτιμά πολύ εκείνο το παιχνίδι με το ναυτοπρόσκοπο, την αρτίστα, πάντοτε οι δυο τους σε σκιώδη τραπέζια, τον αλυσοδεμένο ινδιάνο με τα χέρια σε ένταση, τη δεσποινίδα που κοιτά με δέος το νέο αυτό  τύπο ανθρώπου, τον ασυρματιστή που δείχνει χαρούμενος καθώς επέτυχε την πολυπόθητη επαφή με τους πιο ακραίους σταθμούς. Διακόπτει την ενδοσκόπηση αυτή μονάχα για να παρακαλέσει να χαμηλώσει η μουσική, να μπορεί να συλλογιστεί με ησυχία τα υγρά χείλη της θείας Μέριλυν. Καμιά φορά θυμώνει πολύ με τις παλαιές ασωτείες, δεν λέει τίποτε μα το δείχνει, λαμβάνοντας εκφράσεις ενδεικτικές της κραυγής. Αργά το απόγευμα, φροντίζει με επιμέλεια τα ρωμαϊκά μαλλιά του, ασφαλίζει ό,τι απέμεινε από τα σκισμένα φτερά, περιεργάζεται τις θολές φωτογραφίες, τις σχεδόν αρνητικές της διωγμένης του ράτσας και καταγράφει το απελπισμένο μήνυμα. «Η φαντασία μου καταστράφηκε, η φαντασία μου καταστράφηκε, η φαντασία μου...» Έπειτα ζωγραφίζει τους Αγριάνες τοξότες, με μια πολύ αποχρώσα αίσθηση θαλάσσης στους τόνους και τις προθέσεις. Περιγράφει δε με γλαφυρότητα πράγματα που δεν υφίστανται και τούτο κλονίζει ακόμη περισσότερο την επιστημοσύνη των ειδικών. Η περίπτωση του οχυρού κοντά στο ποτάμι, τα χαρακώματα, τίποτε δεν υφίσταται. Για τούτο το λόγο εκείνος, ήμερος, επαναλαμβάνει πως όλα αυτά αφορούν έναν καινούριο καιρό που έχει χωνέψει την τωρινή μας θλίψη και έτσι περιέχει όλες τις προοπτικές του κινδύνου.Οφείλουμε μία κάποια εγρήγορση.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Έρσης Λάγκε: ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ (ανέκδοτο διήγημα)


Ζωγραφική: Laurits Andersen Ring (1854–1933)
Περάσαν τα χρόνια.
Στα αποκεί ήπια χώματα του νησιού έχτισε μάλιστα, στις καλαμιές και στα ροδόδεντρα. Ολάνθιστα ροδόδεντρα σ’ όλα τα χρώματα.
Στον ουρανό φεγγάρι μισοδιάφανο, ξεφτίλα φεγγαριού κομμένο σαν από γάζες. Αυτά από δω. Το πρωί πήγαινα από κει για μπάνιο.  Κι όπως μετά έβγαινα περιμένοντας το λεωφορείο, κάτι μου ‘χε ο τόπος. Ερχόταν απ’ το βουνό τρομερό κι όμως ηδονικά γνωστό και ξάπλωνε πάνω μου. Πίσω γδερνόταν αέρας κατεβαίνοντας τα λοφάκια, στρογγυλά – θηλυκά λοφάκια, γδερνόταν πάνω τους, ξυνόταν, μυρίζαν τα θάμνα μεταμορφωμένα σ’ ανάσα βαθιά, ίδια αναστεναγμό. Σε μένα ζητούσε μόνο να ‘ρθει στην επιφάνεια όλο χαρά καλωσορίσματος, όπως να βλέπεις φίλο χρόνια χαμένο.
Και θυμόμουνα ανύπαρκτα: ότι, λέει, εδώ είχα ζήσει προστατευόμενη και απειλούμενη μαζί. Σε ξέρω, μού ‘λεγε. Σε ξέρω και σε περίμενα. Αντίκρυ φιλικό το ξένο σπίτι με τις τριγωνικές μπαλκόνες, πολύ γνωστό κι αυτό σαν από όνειρο ξεχασμένο που ξανάβρισκε ζωή.
Ρώτησα τίνος ήταν στο πρώτο μαγαζάκι του δρόμου. Δεν ξέραν, απάντησαν. Είχε από καιρό πουληθεί. Τώρα παρίστανε την πανσιόν ή ξέρω γω, δωμάτια προς ενοικίασιν, όπως δα σ’ όλο το νησί.
Πέρασε το καλοκαίρι. Φεύγοντας το ξέχασα. Είχε βουλιάξει στο σκοτάδι, ανάμεσα στα μπετά. Το άλλο καλοκαίρι, τα ίδια.
Καθόμουνα με τις ώρες και δεχόμουνα. Ο τόπος είχε υπόγειο κάτι που μου το γάντζωνε στις πατούσες και γω δεν μπόραγα ακόμη κι ακόμη να καταλάβω. Αύγουστο πια, ντάλα μεσημέρι, ανάμεσα στις ορδές των τουριστών, τις ατέλειωτες, πέρασε γέρος κοντός, στο κεφάλι άσπρα ξέφτια.
- Μην έχεις καμιά δεκάρα; ρώτησε.
Είχα ένα ευρώ, του το ‘δωσα.
- Δεν λυπούνται τους γέρους, είπε. Τους κλέβουν, μουρμούριζε. Και προχώραγε. Σου λέω, δεν τους προσέχουν στο γηροκομείο. Εμείς όμως ξέρουμε. Εεεε;
Στη στροφή στάθηκε ξαφνικά. Με κοίταξε.
- Γύρισες στα πατρογονικά σου, λοιπόν; είπε και γέλαγε.
- Ποια πατρογονικά; Απ’ την άλλη μεριά έρχομαι. Από την ήμερη θάλασσα, την αντίκρυ στη στεριά.
Γέλασε πάλι.
- Ο νόνος σου -ή να ‘ταν ακόμη πιο πριν;- είχε χαθεί στα δάση κείθε μεριά στην μαλακή χαραδρούλα. Τον είχαν πάρει «Αυτοί» και μόνο η αγάπη της Μιρέγιας τον ξαναγύρισε.
- Μιρέγια λέγαν τη νόνα, του φώναξα. Πού τα ‘κουσες τ’ όνομα και πού το ξέρεις;
- Της μοιάζεις, είπε και προχώραγε αργά γελώντας σε κάτι εσώτερο του νου μου. Πρόσεχε όμως, συνέχισε. Οι γέροι δεν πέθαναν.
- Ποιοι γέροι; του φώναξα. Μη φεύγεις, πρέπει να ‘χουν περάσει τα εκατό – εκατόν είκοσι χρόνια.
Εκείνος συνέχισε να περπατά, ένα τόσο δα γερόντιο λευκασμένο. Πέρα απ’ την στροφή, στον ανελέητο καλοκαιριάτικο ήλιο, έλιωσε.

Ζάκυνθος 2007

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΕΚΤOΡ ΜΠΕΡΛΙΟΖ / ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΡΙ ΝΤΥΤΙΓΙΕ / ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η  ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ 

«ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην, και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν»
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ


Στον κύκλο «Δεκαπενθήμερο Γαλλικής Μουσικής» της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών  παρακολουθήσαμε στις 8-2-2013 στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών το έργο δύο Γάλλων συνθετών που τους χωρίζουν 113 χρόνια. Το Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο και Ορχήστρα «Ένας ολόκληρος κόσμος μακριά» του Ανρί Ντυτιγιέ [1916-] και τη «Φανταστική Συμφωνία» του Εκτόρ Μπερλιόζ [1803-1869]. Το Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο και Ορχήστρα γράφτηκε με αφορμή μια παραγγελία που δέχτηκε ο Ανρί Ντυτιγιέ,  να συνθέσει ένα μπαλέτο πάνω στο αριστούργημα ενός από τους κλασικούς ποιητές της Γαλλίας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας,  του Charles Baudelaire [1821-1867], «Τα Άνθη του Κακού». Το μπαλέτο ποτέ δεν ενσαρκώθηκε στη σκηνή, η έμπνευση όμως του συνθέτη δεν πήγε χαμένη. Την αξιοποίησε όταν ο θρύλος του βιολοντσέλου Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και ο Μαέστρος Ιγκόρ Μαρκέβιτς του ζήτησαν να συνθέσει ένα κοντσέρτο για Βιολοντσέλο και Ορχήστρα. Η αριστουργηματική ποίηση του  Baudelaire, «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής» τον ονόμασαν, θα ερεθίσει τη φαντασία του και θα δώσει ένα αριστούργημα συνθετικής, αρχιτεκτονικής γραφής.

Με τις πρώτες νότες το «Αίνιγμα» σαν ψίθυρος, θα τεθεί από τα κρουστά και το εκπληκτικό βιολοντσέλο, Mateo Gofriler [Βενετία 1711] του Marc  Coppey,  με τον αέρα του πρωταγωνιστή θα αναζητήσει και θα εκμαιεύσει ελεύθερα τη λύση,  χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που η φαντασία του Συνθέτη απαιτεί και το δεξιοτεχνικό δαιμόνιο του Σολίστ επιτρέπει. Η συνοδεία της Ορχήστρα, λαμπερή, θα επιτείνει την αναζήτηση και θα ενισχύσει τον Βιολοντσελίστα στη λύση του μυστηρίου, καθώς το δηλητήριο που κυλά από το βλέμμα  των πράσινων ματιών θα γίνει λίμνη για να αντέξει το ρίγος της ψυχής. Η αίσθηση της ακινησίας, της νωχέλειας  υφαίνονται  εξαίσια από το βιολοντσέλο που θα κάνει το μαγικό πέρασμά του στη θάλασσα. Πόσο εκτυφλωτικό μπορεί να γίνει ένα όνειρο μέσα σε μια  εβένινη θάλασσα όπου οι φλόγες καίνε τα πανιά, τους ναύτες, τα κατάρτια; Οι αέρινοι κυματισμοί του βιολοντσέλου οδηγούν στην εσωτερική  θάλασσα της ψυχής και στο συγκλονιστικό μονόλογό της, τόσο δυνατός που μόνο μια ευεργετική παύση, μια ανάσα θα ξαναφέρει τα πνεύματα ενώπιος ενωπίω και στους δίδυμους καθρέφτες θα αντικατοπτριστούν οι ερωτοτροπίες των πρώτων Βιολιών και του Βιολοντσέλου, αιώνιοι εραστές της ομορφιάς, υπνωτισμένοι και εκστατικοί έως θανάτου. Ο «Ύμνος» θα επαναφέρει όλη την προηγούμενη ποιητική διαδρομή του έργου για να κλείσει όπως περίπου άνοιξε με το τρέμολο του βιολοντσέλου. 

«Προσέξτε τα όνειρά σας/ οι σοφοί δεν έχουν τόσο όμορφα όνειρα όσο οι τρελοί!»
           
Ο Αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος με την Κρατική Ορχήστρα  Αθηνών σε  μια ερμηνεία γεμάτη ποίηση και φαντασία, έδωσαν την ευκαιρία στον κορυφαίο Γάλλο βιολοντσελίστα Marc Coppey να αναπτύξει όλη του τη δεξιοτεχνία του και να εκφράσει απαράμιλλα το πλούσιο εσωτερικό σύμπαν της  μουσικής του Ανρί Ντυτιγιέ,   δίδοντα μορφή στο αόρατο της ποίησης   και της μουσικής! 

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ιδιοφυής Γάλλος, ρομαντικός συνθέτης του 19ου αιώνα με επαναστατικές και πρωτότυπες ιδέες, δημιουργεί τη μεγάλη ορχήστρα και επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην ενορχήστρωση. Γιος γιατρού γεννήθηκε στο La côte –Saint –André κοντά στη Grenoble. Παιδί θαύμα, αρχίζει τις μουσικές σπουδές του στα δώδεκα χρόνια του. Μαθαίνει φλάουτο, κιθάρα και συνθέτει τα πρώτα έργα του. Διαβάζει Βιργίλιο από τα Λατινικά και τον μεταφράζει στα Γαλλικά, επίσης διαβάζει Σαίξπηρ και ακούει Μπετόβεν. Μετά την αποφοίτησή του από σχολείο της Grenoble το1821 έρχεται στο Παρίσι να σπουδάσει την επιστήμη του Πατέρα του για την οποία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον και γρήγορα την εγκαταλείπει. Παρακολουθεί την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκλουκ στην Όπερα του Παρισιού, μελετά και αντιγράφει έργα του στη βιβλιοθήκη του Κονσερβατουάρ. Παράλληλα μαθαίνει Αγγλικά για να διαβάσει Σαίξπηρ στο πρωτότυπο. Στα 22 χρόνια εγγράφεται  στο Ωδείο του Παρισιού και συνθέτει σημαντικά έργα. Συγκλονίζεται από τον Φάουστ του Γκαίτε και από την 3η και 5η Συμφωνία του Μπετόβεν που ακούει σε συναυλία του Ωδείου και αρχίζει να γράφει κριτική μουσικής.

Έντεκα Σεπτεμβρίου του 1927. Στο θέατρο Odéon του Παρισιού παίζεται ο Άμλετ του Σαίξπηρ από αγγλικό θίασο, με πρωταγωνιστή το μεγαλύτερο δραματικό ηθοποιό της Αγγλίας τον Τσαρλς Κεμπλ και Οφηλία την Ιρλανδή ηθοποιό Χάριετ Σμίθσον που γοήτευε το κοινό και μόνο με την αιθέρια παρουσία της. Μια βραδιά εκθαμβωτική όπου παράλληλα με τα αστέρια της σκηνής λάμπουν και τ’ αστέρια της πλατείας: Ευγένιος Ντελακρουά, Βικτώρ Ουγκώ, Αλφρέντ ντε Βινύ, Θεόφιλος Γκωτιέ, Αλέξανδρος Δουμάς, Σαιντ-Μπεβ, Ζεράρ ντε Νερβάλ, Εκτόρ Μπερλιόζ.  Και όπως αναφέρει ο Σαιντ-Μπεβ, «Η παράξενη εκείνη Ιρλανδέζα κεραυνοβόλησε από την πρώτη στιγμή τον Μπερλιόζ που έχασε τη  συνηθισμένη αυτοκυριαρχία του». Μέσα από αυτή τη συνάντηση γεννιέται η Φανταστική συμφωνία του, στην οποία αφηγείται τον παράφορο έρωτά του για τη Χάριετ Σμίθσον. Το 1830 κερδίζει το βραβείο της Ρώμης και του δίδεται η ευκαιρία να ζήσει στην Ιταλία για ένα χρόνο. Την ίδια αυτή χρονιά συνθέτει τη Φανταστική Συμφωνία, σε πέντε μέρη, έργο 14,με τον υπότιτλο «Επεισόδιο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη». Σπουδαία, αντιπροσωπευτική σύνθεση προγραμματικής μουσικής που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό. Η πρεμιέρα της δόθηκε στο Ωδείο του Παρισιού το Δεκέμβριο του 1830. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη. Μουσικοί, γλύπτες, κριτικοί, ζωγράφοι, φιλόσοφοι, ποιητές, καλλιτέχνες, ανάμεσά τους η χαρακτηριστική μορφή του μεγάλου πιανίστα και συνθέτη Φραντς Λιστ. Το τέλος της συναυλίας προκάλεσε κραυγές ενθουσιασμού και επευφημίες του κοινού. Ο Λιστ θα πει: «Η Φανταστική συμφωνία υπήρξε για μένα μια πραγματική αποκάλυψη. Ο Μπερλιόζ είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης της σύγχρονης Γαλλίας». Μια μεγάλη φιλία αρχίζει  ανάμεσά τους και ο Λιστ μεταγράφει ολόκληρη τη συμφωνία για πιάνο, για να την ακούσει περισσότερος κόσμος! «Πρόκειται για μια δαιμονική σύνθεση», θα γράψει ο μουσικοκριτικός της εφημερίδας «Φιγκαρό», ενώ άλλος κριτικός της εποχής θα πει: «Πρόκειται για εκπληκτική Συμφωνία. Ο δημιουργός της έχει σπρωχτεί από το πεπρωμένο του σε καινούργιους δρόμους». Ο Μπερλιόζ είχε θριαμβεύσει! 
           

Ένας καλλιτέχνης αντικρίζει για πρώτη φορά τη γυναίκα των ονείρων του. Η χάρη της τον γοητεύει και η σκέψη της τού γίνεται έμμονη ιδέα. Την ερωτεύεται παράφορα! Η μορφή της τον ακολουθεί παντού. Γίνεται Μελωδία, ένα allegro που πλανιέται σε όλα τα μέρη της Συμφωνίας. Την αναζητά απελπισμένα, απογοητεύεται και να, η ελπίδα, αχτίδα φωτεινή, αναπηδά από τα σκότη και του δίδει ξανά ζωή. Ευτυχισμένος περπατά στην εξοχή και ακούει ένα  ποιμενικό διάλογο. Βυθίζεται στο όνειρο. Μια γιορτή γύρω του, ένας χορός αλλά δε συμμετέχει. Η έμμονη ιδέα της Νέας Γυναίκας τον βασανίζει και η οπτασία της μελοποιείται σε ένα εκπληκτικό βαλς που κάνει την ψυχή του να πάλλεται! Σε μια κρίση ερωτικής απελπισίας και απογοήτευσης αποφασίζει να πεθάνει. Παίρνει όπιο αλλά το δηλητήριο δεν τον σκοτώνει, του δημιουργεί παραισθήσεις και ζει ένα εφιαλτικό όραμα. Νομίζει ότι σκότωσε την αγαπημένη του, ότι καταδικάζεται σε θάνατο και ότι παρακολουθεί την ίδια την εκτέλεσή του. Καθώς πορεύεται  στην οδό του μαρτυρίου τον ακολουθούν δήμιοι, στρατιώτες, όχλος. Η «Οπτασία-Μελωδία» ακούγεται για μια ακόμα φορά πριν το τελικό χτύπημα της μοίρας. Μάγοι, δαίμονες φρικτοί, επιδίδονται σε οργιαστικούς  χορούς μιας  νύχτας  του Σαββάτου και τον κυκλώνουν, ενώ η «Οπτασία-Μελωδία» επανέρχεται για να συνοδεύσει κι εκείνη τον  ήρωα στη νεκρική πομπή. Οι καμπάνες ηχούν, τα ξωτικά ξυπνούν και ο χορός ψάλλει τον ύμνο των νεκρών. Μια παρωδία εύθυμη, αντηχεί παράξενα ενώ εκείνος, ο χορός του Σαββάτου, δαιμόνων και μάγων απλώνεται παντού καθώς στην κορύφωση του γλεντιού ο Λατινικός ύμνος «Dies irae», Ημέρα Οργής, κυριαρχεί και σημαίνει το τέλος του οράματος για τον καλλιτέχνη.

Ενδεικτική η σιωπή στην αίθουσα. Νοιώθεις τη μύηση των ανθρώπων στα Μουσικά «Ελευσίνια» Μυστήρια, που τίποτα δεν έκαναν γνωστό παρ’ εκτός τα δρώμενα, τα λεγόμενα, τα δεικνύμενα. Ο «Ιεροφάντης» όμως Αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, παραβάτης της βασικής αυτής αρχής των «Ελευσινίων», δε θα αφήσει απορία στους ακροατές του  αφού με την μπαγκέτα του, τούς  αποκαλύπτει  όλο το μεγαλείο του έργου, κάνοντάς τους να το βιώσουν με την ίδια, όπως και ο Συνθέτης, ένταση!  Σολίστες μοναδικοί τα μέλη της Ορχήστρα του θα θέλαμε έναν-ένας να τους συγχαρούμε και να τους αναφέρουμε. Ενδεικτικά θα τους τιμήσουμε στο πρόσωπο  των δύο Σολίστ, της Χριστίνας Παντελίδου και του Γιάννη Οικονόμου. Η Χριστίνα Παντελίδου θαυματούργησε με το «μαγικό», Αγγλικό της Κόρνο στο σόλο και στον  εκπληκτικό Ποιμενικό  διάλογό της  με τον εκτός σκηνής δεξιοτέχνη του Όμποε Γιάννη Οικονόμου. 

Και ήταν ο απόλυτος συντονισμός των δύο Μουσικών που μας έδιναν  την αίσθηση ότι η απάντηση ερχόταν από την πανέμορφη Νύμφη  Ηχώ, με τη μελωδική φωνή που διδάχτηκε από τις Μούσες το Άσμα για να αντιλαλήσει, θαρρείς, στον κόσμο τη μαγεία της Φανταστικής Συμφωνία του Εκτόρ Μπερλιόζ.   
Related Posts with Thumbnails