Προσέχω πολύ στο τρίστρατο ετούτο. Από τότε. Τρέμω τη μεταϊστορία τού στοιχειωμένου σπιτιού στα δεξιά μου, την αναπάντεχη απομυθοποίησή του, τ’ οριστικό του ξεθεμέλιωμα.
Πασχίζαμε να εντοπίσουμε το ταλαίπωρο κορίτσι πίσω απ’ τα κουρτινάκια τού μη-ανοιχτού παράθυρου, τις πολυμπερδεμένες απ’ τον επίμονο εωσφόρο της νυκτός πλεξούδες της, το κάθιδρο έστω άλογο πίσω απ’ τον φράχτη της ερήμωσης… Τότε ακριβώς -ωω, δυστυχία- μάς συνεπήρε τα ποδήλατα η νεοριγμένη πίσσα του δρόμου. Χέρια, μπλούζες, τετράδια, μαλλιά, παντελόνια, λεξικά, μολύβια, όλα ένα, έως απελπισίας και θυμού γλοιωδέστατα...
Έτσι χάσαμε το μάθημα των Γερμανικών, το απομεσήμερο τού Απριλίου εκείνου. Κάπως έτσι, με κάτι τέτοια ξαφνικά του βίου, απωλέσαμε ύστερα και τον κύριο Λάζαρο, τον δάσκαλό μας.
- Και η ξένη γλώσσα τι απέγινε; με ρωτούν.
- Αα, αποστήθισα μονάχα τις προθέσεις που συντάσσονται με δοτική, χαιρέκακα τούς απαντώ. Μού αρκούν και μού περισσεύουν! Μ’ αυτές γλωσσεύω επιτυχώς σε κάθε χρεία! Μ’ αυτές αποστομώνω τον πάσα έναν εξυπνάκια, που θα μού πει εμένα…
Έκτοτε, κάθε που περνώ από τον δρόμο αυτόν, διαισθάνομαι, σε πίσσα γλιστερή ή σε προθέσεις δοτικές, το μη-ποδήλατό μου να τρεκλίζει.
[Φωτογραφικό σχόλιο: Ποδήλατα στο Μόναχο, π. Π. Κ., Ιούλιος 2010]