Ταπεινὲς σκέψεις ἑνὸς ἐπαρχιώτη ἐφημερίου ἐν ὄψει τῶν νέων Ἀρχιερατικῶν ἐκλογῶν
Μνημόσυνο ἱερὸ Πολυκάρπου Ἀρχιερέως, τοὐπίκλην Χρυσικοῦ, Ἐπισκόπου γενομένου Τανάγρας
Τοὺς ἐναγωνίως ἀναμένοντας, ἀδεφοὺς καὶ συλλειτουργούς, τοὺς ὑποψηφίους πρὸς Ἀρχιερατείαν σκέφτομαι αὐτὲς τὶς κρίσιμες γι’ αύτοὺς ὧρες. Κι ὁ νοῦς, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχή μου ἀπὸ μακρυὰ τοὺς συντροφεύει, καθὼς ἑτοιμάζονται νὰ ἀθληθοῦν καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ παρασταθοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐκλογίμου σώματος τῶν Ἱεραρχῶν, ὥστε νὰ τοὺς δοθεῖ ὁ μισθός τους.
Ὄντως κορυφαῖες, λοιπόν, εἶναι αὐτὲς οἱ στιγμές, ποὺ τὶς σφραγίζει ἡ ἔγκοπος ἀγωνία, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπαλύνει ἡ ἱκέσιος προσευχητικὴ ἔκφραση: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου». Βαρύς, ὄντως, ὁ λόγος, ὅμως ἀναγκαῖος νὰ καταλαγιάσει τὴν κυμαινομένη ἐσωτερικὰ θάλασσα, ποὺ ἡ ἀγωνία παρουσιάζει. Γιατὶ αὐτὸ τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς ἐκλογῆς του, ὁ κάθε ὑποψήφιος ἐπιχειρεῖ, μέσα στὸ ἴδιο κλίμα τοῦ Κήπου τῆς Γεθσημανῆς [πρβλ. Μτθ. 27, 37-39], νὰ ἁπλώσει μπροστά του ὅλη του ἡ βιοτή. Μὲ λίγα λόγια ν᾿ ἀνοίξει τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς του, ποὺ ἔχει βαθιὰ κρυμμένο μέσα του, νὰ τὸ φυλλομετρήσει καὶ νὰ σταθεῖ πάνω σὲ γεγονότα/σταθμοὺς τοῦ βίου του, ὥστε νὰ προσέξει καλύτερα ὅλη του τὴν ἱερατική, κυρίως, διαδρομή, ἴσαμε τὸ σημεῖο ποὺ φτάνει ἔξω ἀπὸ τὴ μεγάλη κι ἐπιβλητικὴ θύρα τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου περιμένοντας... Τί, στ᾿ ἀλήθεια; Μὰ τὸ ν᾿ ἀκούσει τὴν εἴδηση ὅτι ἐξελέγη Ἐπίσκοπος... Ὅτι βρέθηκε κι αὐτὸς στῶν Ἀρχιερέων τὸν Σύλλογον.
Ἀνοίγει, λοιπόν, τὴν παραμονὴ τῶν ἐκλογῶν τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς του καὶ γυρίζει ἕνα-ἕνα τὰ φύλλα του, ὅπου ἀποτυπώθηκαν, γραμμένα μὲ κάθε εἰλικρίνεια, ὅλα τὰ καθέκαστα τοῦ βίου του, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γνώρισε τὸν κόσμο, ἴσαμε τὴν πιὸ ὑψωμένη στιγμὴ τῆς ζωῆς του: Ἐκείνη τῆς ἀφιερώσεώς του στὴν Ἐκκλησία. Ποὺ προσῆλθε νὰ Τὴν διακονήσει ὡς ταπεινὸς ἱερομόναχος. Κι ἀπὸ μπροστά του περνοῦν οἰ μισοφωτισμένες ὧρες τῆς κουρᾶς του, τῶν χειροτονιῶν του μὲ τοὺς λόγους/ὑποσχέσεις πρὸς τὴν Ἐκκλησία, στὸ ποίμνιο, στοὺς συλλειτουργούς του. Ἔτσι, καταφέρνει νὰ κάμει μιὰ περιδιάβαση αὐτογνωστικοῦ χαρακτήρα, μὲ πυρήνα τὴν προσευχὴ πάντοτε, ὥστε νὰ καταλάβει καλὰ τὸ ποιὸς εἶναι, ὅταν -πάντα μὲ τὸ θέλημά Του- σταθεῖ ἐνώπιόν Του καὶ ψελλίσει: «Καὶ ἤκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου λέγοντος· τίνα ἀποστείλω, καὶ τίς πορεύσεται πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ εἶπα· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι· ἀπόστειλόν με». (Ἠσ. 6, 8-9) Κι ἀναγαλλιάζει ἠ ψυχή του καθὼς ξαναθυμᾶται αὐτὰ τὰ θεμελιωμένα λόγια, ποὺ ἀποπνέουν αἰσιοδοξία καὶ γαλήνη στὴν ψυχή του. Ἐπειδὴ μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὡς βακτηρία ὀφείλει νὰ πορευτεῖ καὶ τώρα καὶ αὔριο καὶ πάντα.
Καθὼς ἀναμένουμε τὶς Ἀρχιερατικὲς ἐκλογές, καθώς, δηλαδή, ζοῦμε στὸ γεγονὸς τῆς παραμονῆς (καὶ τῆς ἀναμονῆς), ὁ νοῦς ἀβίαστα πηγαίνει στὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων γιορτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν μεγάλων τοῦ βίου στιγμῶν ( ὅπως π. χ. εἶναι ἡ χειροτονία, ἡ πρώτη θ. Λειτουργία, τὸ πρῶτο κήρυγμα κ. ἄ). Περιμένει, λοιπόν, ὁ καθένας ὑπομονετικὰ στὸ στασίδι του, συντροφιὰ μὲ τὴν προσευχή... Καί, ναί, αὐτὲς οἱ στιγμὲς ἐν ἀγωνίᾳ πολλῇ διέρχονται, ὅμως ὅλοι τὸ καταλαβαίνουν, πώς ὅ,τι ζοῦν, τὸ βιώνουν μέσα στὸ εὔκρατο κλίμα αὐτῆς τῆς γόνιμης ἀγωνίας, ποὺ φανερώνεται πρὸς δόξαν Θεοῦ μόνο, καί, κυρίως, προβάλλεται πρὸς νουθεσίαν καὶ πνευματικὴ ὠφέλεια. Κι αὐτὸ τὸ τελευταῖο, ὅλοι τὸ καταλαβαίνουν πολὺ καλά...
π. κ. ν. κ.