[νέα ποιητική συλλογή |πρώτη δημοσίευση]
[Έργο: Marco Nereo Rotelli] |
Ἐπειδή σ’ ἀγαπῶ
κάθε τόσο σταλάζει
συλλαβὲς ἡ καρδιά μου.
1
Ἀγαπημένε, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ σ’ ἀπέφευγα
δίχως νὰ ξέρω πὼς σὲ θέλω˙
μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲ ἤθελες
κι ἐνῶ τὸ ἤξερες πὼς σ’ ἀποφεύγω.
2
Ἀπὸ συμπόνια ξημερώθηκα μὲ τὸ φεγγάρι
ποὺ σιωπηλὸ ξαγρυπνοῦσε
πάνω ἀπ’ τὴ στέγη σου
γιὰ νὰ σὲ προσέχει
καὶ στὰ ὄνειρά σου.
3
Ἴδε ὁ ἄνθρωπος-
ἀπείρως καλύτερος
ἀπ’ ὅσο φαντάζεσαι˙
ἀπείρως χειρότερος
ἀπ’ ὅσο φοβᾶσαι.
4
Ἀγαπημένε, ἂς ἦταν νὰ εἶμαι
ὅλος αὐτιὰ γιὰ νὰ σ’ ἀκούω
καὶ ὅλος μάτια γιὰ νὰ σὲ κοιτῶ
ὅλος φωνὴ γιὰ νὰ σὲ δοξάζω
κι ὅλος καρδιὰ γιὰ νὰ σὲ προσκυνῶ.
5
Ἀγαπημένε, ὄμορφα ποὺ εἶναι καὶ τ’ ἀδέλφια μας
κάθε φορὰ ποὺ ἀγκαλιάζονται
καὶ πόσο θά ‘τανε ἀκόμα ὀμορφότερα
ἂν μόνο ἀπ’ τὴν ἀγάπη σου ἀγαπιοῦνταν.
6
Ἐλευθερία˙
καμιὰ ἀντίσταση
σὲ ὅ,τι θέλεις
κι ὅπου μὲ πᾶς.
7
Ἀλοίμονο ἂν περιμένεις
ἀπ’ τὸ ἀφιονισμένο κτῆνος μας
πρῶτα νὰ σοῦ παραδοθεῖ
γιὰ νὰ μᾱς σώσεις.
Ἀφοῦ δὲν ξέρουμε οὔτε κἂν ν’ ἀγαπηθοῦμε
χωρὶς ν’ ἀλληλοεξοντωθοῦμε, Κύριε,
ποῦ νὰ βρεθεῖ ἑαυτὸς
νὰ σοῦ παραδοθεῖ
γιὰ νὰ τὸν σώσεις.
8
Φιλάνθρωπα
ἀνοίγεις λίγο
γιὰ νὰ δῶ τὸ χάος μου
κι ἐγὼ ἀπάνθρωπα
κλείνω ὅπως-ὅπως τὴ ρωγμὴ
ποὺ, ἀλοίμονο, δὲν ὑποφέρω.
9
Κύριε,
μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ σώσεις
καὶ τὴν «ἄλογη» φύση
ἀπὸ τὰ λογικὰ
ποὺ τοὺς τὴν ἐμπιστεύθηκες
νὰ τὴν προσέχουν.
10
Ἀγαπημένε, ξέρω
πὼς κατέβηκες στὸν Ἅδη
κι ἀναστήθηκες
γιατὶ μονίμως κατεβαίνεις καὶ στὸν ἅδη μου
καὶ μ’ ἀνασταίνεις.
11
Στολίζεις ἄνθη καὶ τὴν κόλασή μας
γιὰ νὰ παρηγορήσεις τὴ ζωή μας
καὶ μακριά σου.
12
Ἀγαπημένε, καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχουμε
μᾶς τὴν γυρίζεις πίσω πολλαπλάσια
νὰ τὴν μοιράσουμε ἀντίδωρο
σ’ ὅ,τι ἀγαπᾶς.
13
Ὅλα τὰ ἔργα σου ἐκρήγνυνται
ἀπ’ τὴν ἐπιθυμία τους
νὰ σὲ δοξάσουν.
14
Ἀγαπημένε, ἡ πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη
πόσο πολὺ μᾶς ἀγαπᾶς
εἶναι ποὺ δὲν σὲ νιώθουμε.
15
Κύριέ μου,
ὅσο ἀρνούμαστε τὴν Βασιλεία σου,
ἡ «ἄλογη» φύση ἀμφισβητεῖ τὴν ἡγεμονία μας
κι ἔχει βαλθεῖ νὰ μᾶς ἐξοντώσει.
16
Ἀπὸ τὰ εἴκοσι στὰ πενήντα σὰν χθὲς
κι ἄρα ἀπ’ τὰ πενήντα στὰ ὀγδόντα σὰν αὔριο.
Τὸ χθὲς πέρασε, ὅμως ξέρεις πὼς τό ‘ζησες
τὸ αὔριο εἶναι πάντα ἑπόμενο,
ποὺ ὅμως δὲν ξέρεις ποτὲ ἂν θὰ ζήσεις.
17
Στρογυλλεύει τὸ φεγγάρι
κάθε ὥρα ποὺ περνάει,
τὸ ἴδιο θέλει κι ἡ καρδιά μου
κάθε ὥρα ποὺ περνάει
πιὸ πολὺ νὰ σ’ ἀγαπᾶ.
18
Μᾶς εἴπανε ν’ ἀντισταθοῦμε καὶ θὰ νικήσουμε.
Νικήσαμε κι ἐξοντωθήκαμε
τόσο ποὺ νὰ μὴν θέλω πιὰ
παρὰ νὰ εἶμαι ἕνα τίποτα.
Ἀγάπη μου, ἐσὺ ποὺ φτιάχνεις
ὁλόκληρους κόσμους ἀπὸ τὸ τίποτα
πάρε καὶ κάνε με ἄνθρωπο
καὶ τοῦτο τὸ τίποτα.
19
Δὲν ἔχω ζωὴ παρὰ γιὰ νὰ στὴν προσφέρω
καὶ νοῦ παρὰ γιὰ νὰ σ’ ἀναζητῶ.
Δὲν ἔχω καρδιὰ παρὰ γιὰ νὰ σ’ ἀγαπάω
καὶ φωνὴ παρὰ γιὰ νὰ σὲ τραγουδῶ.
Δὲν ἔχω μάτια παρὰ γιὰ νὰ σὲ δοξάζω
καὶ χείλη παρὰ γιὰ νὰ σὲ προσκυνῶ.
20
Στραβὰ ποὺ ἀγαπῶ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς
καὶ ἔτσι, ἀλοίμονο, τοὺς δείχνω
ἐκείνη μόνο τὴν πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους
ποὺ πάντοτε θ’ ἀρνεῖται τὴν ἀγάπη σου.
21
Ἀνάρτησα τεράστιο παννὼ
καὶ στὸν κατώτατο βυθὸ τοῦ ἅδη μου
γιὰ νὰ διαδηλώνεται καὶ μὲς τὴν Κόλαση
τὸ ὄνομά σου.
22
Μοῦ κόβει τὴν ἀνάσα
ὅπως γέρνει
ὁ οὐρανὸς στὴ θάλασσα.
Μὰ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα
μοῦ κόβει τὴν ἀνάσα
ἡ ἀγάπη σου
ποὺ δέχεται νὰ κατεβεῖ
καὶ στὸν ἀπύθμενο βυθὸ
τοῦ ἅδη μου.
23
Δὲν πᾶ νὰ μὲ λένε τρελό,
ποὺ δὲν ἀντέχω νὰ ζῶ
οὔτε λεπτὸ
σὰ νὰ μὴν ὑπάρχεις.
24
Ὅ,τι ἀγαπάω
ἀπ’ τὴν ἀγάπη σου
νὰ τ’ ἀγαπῶ
ὥστε ὅ,τι ἀγαπάω
νὰ μὴν μ’ ἐμποδίζει
νὰ σ’ ἀγαπῶ.
25
Μὲ τόσο ἔρωτα
ἀξόδευτο γιὰ σένα
εἶναι θαῦμα
ποὺ δὲν ἔχουμε ἀκόμα
φαγωθεῖ
ἀναμεταξύ μας.
26
Μονάχα ἔφηβος
ποὺ θὰ σ’ ἀγαποῦσε
καὶ στὰ βαθιὰ γεράματά σου
θὰ μποροῦσε
καὶ νὰ νιώσει
πόσο σ’ ἀγαπῶ.
27
Ἀφοῦ τίποτα δικό μου
δὲν σοῦ ἀξίζει
πάρε καὶ κάνε με
δικό σου ὅλον.
28
Ὁ ἀέρας,
τὸ φῶς,
τὸ νερό.
Ἡ θάλασσα,
ἡ γῆ,
ἡ βροχή.
Ἡ ἀγαπημένη,
ὁ οὐρανός,
ἡ σιωπὴ
κι ὁ Θεός μου.
29
Θ’ ἀσφυκτιῶ σ’ ὅλα τὰ σύμπαντα
πρὶν ἑνωθῶ μὲ τὴν ἀγάπη σου.
30
Ἐσὺ μονίμως πανταχοῦ παρὼν
κι ἐγὼ μονίμως πανταχοῦ ἀπὼν
σὰ νὰ μὴν ὑπάρχεις.
31
Πόσο ἀδικοῦμε τὴν ἀγάπη σου
κάθε στιγμὴ ποὺ τὴν ξεχνοῦμε.
32
ΤΕΤΑΡΤΑΙΟΣ ΟΖΩ
Δὲν ἀντέχεται, ἀγαπημένε,
τόσος θάνατος μαζεμένος
σ’ ἕνα σῶμα καὶ μιὰ ψυχή.
Νεκρός, μέχρις ὅτου μ’ ἀναστήσεις,
ἀγάπη.
33
Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μου, ἐσύ
Ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς μου, ἐσύ
Ἡ ἀγάπη τῆς ζωῆς μου, ἐσύ
Τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς μου, ἐσύ
Ἡ ζωὴ τῆς ζωῆς μου, ἐσύ
Τὸ θαῦμα κι ἡ ζωή, ἐσύ
34
Θάνατος,
κάθε στιγμὴ ποὺ ζῶ,
ἐρήμην τῆς ἀγάπης σου,
ὁ Θεός μου.
Δικός σου, ἐπιτέλους, γιὰ νὰ ζῶ
γιατὶ ἀπηύδησα νὰ ζῶ
σὰν πεθαμένος.
35
Ἐσὺ μᾶς θέλησες
στὸν Παράδεισό σου
πού, ἀλοίμονο, θυσιάσαμε
γιὰ τὴν κόλασή μας.
36
Μὲ κερδίζεις ὅλον
ἀπ’ τὸ θάνατό μου
τόσο ποὺ νὰ θέλω
νὰ παραδοθῶ ὁλόκληρος
στὴ ζωή σου.
37
Τόσους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν
κι ἡ ἀνθρωπότητα ἀκόμα νὰ ἀφομοιώσει
πὼς δύναμη χωρὶς ἀντίστοιχη ἀγάπη
εἶναι πάντοτε μιὰ ἐπικίνδυνη
καὶ καλὰ καμουφλαρισμένη
ἀδυναμία.
38
Κύριέ μου, μετακυλίεται
τόσο πολύ θάνατος στὶς σχέσεις μας
ποὺ γινόμαστε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο ἡ κόλασή του
μέχρις ὅτου βρεθεῖ κάποιος
ποὺ νὰ σοῦ παραδώσει τὴν ἁλυσίδα τοῦ κακοῦ
καὶ κυρίως ποὺ θὰ μεσολαβήσει
γιὰ νὰ ἀντιστραφεῖ τὸ ρεῦμα.
39
Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ
Καὶ μὲ τὰ λόγια σου
καλύψαμε τὸ πρόσωπό μας,
ἔτσι ποὺ νὰ μὴν βλέπουμε
οὔτε καὶ τὸ δικό σου.
40
Ὅλα συμπάγειες φωτός˙
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα
σπίτια καὶ βουνὰ
πλεούμενα καὶ ἄνθρωποι.
Ὅλα συμπάγειες φωτὸς ποὺ τραγουδοῦν
κι ὅταν σιωποῦν.
41
Ὁ Παράδεισος θέλει προσπάθεια˙
στὴν Κόλαση πᾶς καὶ μόνο ἀπ’ ἀδράνεια.
42
Ἀγαπημένε, νὰ σὲ προσκυνῶ σ’ ὅλα τὰ ἔργα σου
ἔτσι ποὺ νὰ γεφυρώνεται
τὸ χάσμα ποὺ τὰ χωρίζει
ἀπὸ τὸ πῶς τὰ θέλησες νὰ εἶναι.
43
Ἔχω ἀνάγκη ὅλη τὴν ἐλευθερία
ποὺ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήσει
κι ἀποφεύγω τὴν ἁμαρτία
γιατὶ μπορεῖ νὰ μοῦ τὴν στερήσει.
44
Οἱ ἄνθρωποι παντρεύονται
ἂν ὄχι γιὰ νὰ νικήσουν τὸ σκοτάδι τους
τουλάχιστον γιὰ νὰ τὸ μοιρασθοῦν
καὶ συνήθως καταλήγουν νὰ τὸ διπλασιάσουν.
45
Ἀπόψε λέω νὰ βυθίσω
τὰ δυό μου χέρια μὲς τὸν οὐρανὸ
καὶ νὰ τραβήξω πάνω στὴν καρδιά μου
στρογγυλόλευκο τὸ φεγγάρι.
46
Πότε, λοιπόν, θὰ πέσουνε οἱ μάσκες
ὥστε κι αὐτοὶ ἀκόμα ποὺ ἀγαπιοῦνται,
ἐπιτέλους, ν’ ἀγαπηθοῦνε κι ἀλλιῶς;
47
Ἀγαπημένε, ἐπιθυμῶ μὲ τόση δύναμη τὸ φῶς σου
ποὺ μόνο ἀπόλυτο σκοτάδι
μπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσει.
48
Εἶναι ὡραῖα ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ.
Εἶναι ὅλα ὡραῖα ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ.
Εἶναι ὅλα ὡραῖα παντοῦ ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ.
Εἶναι ὅλα ὡραῖα μαζί σου παντοῦ ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ.
Εἶναι ὅλα ὡραῖα καὶ ἕνα μαζί σου παντοῦ ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ
ὅλος ὡραῖος καὶ ἕνας μαζί σου παντοῦ ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ
ἀπ’ τὴ μόνη ἀγάπη ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη σου.
49
ΚΟΛΑΣΗ
Ἀγαπημένε,
χτίζουμε ὁλόκληρη ζωὴ
μὲ σκέψεις, πράξεις καὶ αἰσθήματα
μὲ ἐπιστῆμες, τέχνες καὶ μέριμνες βιωτικὲς
σὰ νἆταν δυνατὸν ποτὲ
νὰ ζήσουμε χωρὶς ἐσένα.
Τελικὰ δὲν ἔχει ὅρια ἡ μακροθυμία σου
ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει
ἀκόμα καὶ τὴν ψευδαίσθηση
πὼς μπορεῖ νὰ ζοῦμε
καὶ χωρὶς ἐσένα.
50
Ἐγὼ ἀπάτη˙
ἐσὺ ἀγάπη.
Ὁ π. Γεώργιος Α. Λέκκας εἶναι ἄμισθος
πρωτοπρεσβύτερος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Μόνιμος ὑπάλληλος
(διοικητικός-νομικός) ΥΠΑΙΘ, ὑπηρετεῖ στὸ Γραφεῖο τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση (Βρυξέλλες) καὶ παράλληλα διδάσκει
ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὸ Ἑλληνικὸ Ἀνοικτὸ Πανεπιστήμιο.