© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Βαθιά υπόκλιση σεβασμού

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Οι παραδοσιακές παρελάσεις στις εθνικές επετείους δημιουργούν έντονη συγκίνηση στους θεατές και τηλεθεατές που καμαρώνουν τη νεολαία, την ελπίδα της συνέχισης μιας ελεύθερης ζωής. Η παρουσία των όπλων μάλλον φόβο πολέμου δημιουργούν παρά αίσθηση ασφάλειας, αφού κανένα οπλικό σύστημα στις μέρες μας δεν μπορεί να την εγγυηθεί. Η σημαντικότερη στιγμή είναι η ώρα «της βαθιάς υπόκλισης» της πολιτειακής, πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας προς τα θύματα και τους αναπήρους πολέμου. Η κατάθεση στεφάνων στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και ο χαιρετισμός προς τους αναπήρους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά το πέρας της παρέλασης είναι το κεντρικό σημείο των εθνικών εορτών που νοηματοδοτεί και όλες αυτές τις καθιερωμένες εκδηλώσεις. Ευτυχώς όλο και λιγοστεύουν οι ανάπηροι πολέμου και θα είμαστε πραγματικά τυχεροί όταν θα εκλείψουν οι ηρωικές αυτές φιγούρες από το χώρο των παρελάσεων. Τούτο θα σημαίνει ότι εδραιώνεται μακρόχρονη ειρηνική συνύπαρξη των λαών, οι παρελάσεις θα χάσουν κάθε παραδοσιακό νόημα και σκοπό και θα παραχωρήσουν τη θέση τους στα έργα και τη χαρά της δημιουργίας πολιτισμού.

Οι ηρωικές και συνάμα τραγικές αυτές μορφές των αναπήρων πολέμου (γιατί με την αναπηρία τους δυσκόλεψαν ή έχασαν τη σωματική ελευθερία των κινήσεών τους, κέρδισαν όμως την εσωτερική ελευθερία του αγώνα), συνειρμικά ταξιδεύουν τη σκέψη και το σεβασμό σε κάθε ανήμπορο και ανάπηρο που δημιούργησαν οι ατυχίες της ζωής, την ώρα της σύλληψης αλλά και την ώρα της διάβασης στο χώρο και στο χρόνο.

Η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίζει ευπρεπείς όρους διαβίωσης σε όλους αυτούς και τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ίδιοι οργανώθηκαν, δημιούργησαν ομοσπονδίες και αγωνίζονται για να βγουν από το περιθώριο που τους είχε εντάξει ο παλιός απολίτιστος κόσμος. Δεν αρκεί όμως η βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου και των έργων υποδομής, χρειάζεται και η προσωπική συμπαράσταση του καθενός μας στους αγώνες τους αλλά και στον τρόπο που εμείς τους αντιμετωπίζουμε ανάλογα με την ιδιαιτερότητα και τις ανάγκες τους.

Η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας – Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης σε συνεργασία με την έδρα της UNESCO του Πανεπιστημίου Μακεδονίας προχώρησε στην έκδοση ενός σύντομου οδηγού, που περιέχει κανόνες συμπεριφοράς καθημερινής επικοινωνίας με άτομα με αναπηρία. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο των συντονισμένων δράσεων που αναπτύσσει από το 2006, η ΓΓΕ-ΓΓΕ στη θεματική «ΑμεΑ και ΜΜΕ»:

1. Αν κρίνετε ότι υπάρχει ανάγκη να βοηθήσετε ένα άτομο με αναπηρία ρωτήστε το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να το κάνετε.
2. Όταν συστήνεστε σε ένα άτομο με τεχνητό ή ακρωτηριασμένο χέρι, μην αποφύγετε να του δώσετε το χέρι σας. Δώστε το αριστερό σας χέρι ή αγγίζετέ τον / την με φιλική χειρονομία.
3. Προτιμήστε να μιλήσετε απευθείας στο άτομο με αναπηρία, παρά μέσω γονέα, συνεργάτη, συνοδού ή διερμηνέα.
4. Μιλήστε φυσιολογικά χρησιμοποιώντας κοινές εκφράσεις όπως «τα λέμε», «πρέπει να προλάβω», «θα έχεις νέα μου σύντομα», ανεξάρτητα από την αναπηρία που έχει το άτομο αυτό.
5. Αν μιλάτε με άτομο σε αναπηρικό καρότσι, προσπαθήστε να χαμηλώσετε στο ύψος του, ώστε ν’ αποκτήσετε οπτική επαφή
6. Επικεντρώστε την προσοχή σας σε άτομα με προβλήματα ομιλίας. Αν δεν καταλαβαίνετε τι λέει το άτομο αυτό ζητήστε του/της να το επαναλάβει. Μην προσποιείστε ότι καταλάβατε.
7. Μιλάτε αργά και καθαρά σε κωφά ή βαρήκοα άτομα. Μη φωνάζετε και μη μιλάτε μέσα στο αυτί τους. Οι εκφράσεις του προσώπου σας και οι κινήσεις των χειλιών σας, βοηθούν τα άτομα να σας καταλάβουν. Αν εξακολουθείτε να μην είστε σίγουροι ότι σας έχουν καταλάβει, σημειώστε ό,τι θέλετε να πείτε.
8. Όταν συναντήσετε τυφλό ή άτομο με πρόβλημα
όρασης κάντε αισθητή την παρουσία σας. Χαιρετήστε
το ακουμπώντας το βραχίονά του. Ρωτήστε το εάν χρειάζεται βοήθεια και πού θέλει να πάει. Μπορείτε να πείτε το όνομα σας εφόσον σας το ζητήσει. Μην
ενοχληθείτε εάν αρνηθεί τη βοήθειά σας. Απλά δεν τη χρειάζεται τη συγκεκριμένη στιγμή.
9. Όταν συνοδεύετε τυφλό ή άτομο με πρόβλημα όρασης, αφήστε το να σας πιάσει από το βραχίονα. Πάντα να προπορεύεστε ένα βήμα, έτσι ώστε να σας ακολουθεί εύκολα. Μην ξεχνάτε ότι το σώμα σας είναι ασπίδα γι αυτό. Οι οδηγίες που του δίνετε να είναι σαφείς. Χρησιμοποιήστε λεκτικούς προσδιορισμούς, όπως εμπρός - πίσω – δεξιά - αριστερά. Όταν απομακρύνεστε από κοντά του να το ενημερώνετε. Όταν του μιλάτε μην αλλάζετε τον τόνο της φωνής σας. Χρησιμοποιήστε το φυσικό σας τόνο, όπως μιλάτε σε οποιοδήποτε άλλο άτομο.
10. Αν δεν έχετε οικειότητα με ένα άτομο με αναπηρία αποφύγετε να το ρωτήσετε για την αναπηρία του ή τις αιτίες της.
11. Να είστε διακριτικός και υπομονετικός. Ένα άτομο με αναπηρία μπορεί να χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να κάνει κάτι.
12. Μην επαινείτε υπερβολικά ένα άτομο με αναπηρία που εκτελεί συνηθισμένες, καθημερινές εργασίες.
13. Ενώ περιμένετε στη σειρά παραχωρήστε τη θέση σας σε ένα άτομο με αναπηρία. Μεσολαβήστε ώστε το άτομο να προχωρήσει μπροστά στη σειρά. Μη στέκεστε μπροστά του σε πολύ κοντινή απόσταση.
14. Όταν χρησιμοποιείτε μέσα μαζικής μεταφοράς, προσφέρετε τη θέση σας στο άτομο με αναπηρία. Βοηθήστε το να επιβιβαστεί ή να αποβιβαστεί από το λεωφορείο, το τραμ ή το αεροπλάνο, αφού πρώτα ρωτήσετε με ποιο τρόπο μπορείτε να βοηθήσετε.
15. Μην αγγίζετε τα τεχνικά βοηθήματα (πατερίτσες,
μπαστούνι, αναπηρικό αμαξίδιο), παρά μόνο εάν σας
ζητηθεί. Μη στηρίζεστε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Είναι μέρος του προσωπικού χώρου του ατόμου που το χρησιμοποιεί. Όταν συνοδεύετε κάποιον χρήστη αναπηρικού αμαξιδίου, μην κρεμάτε στο αμαξίδιο του την τσάντα σας ή σακούλες με ψώνια προκειμένου να ελαφρώσετε τα χέρια σας. Γιατί;
16. Το αναπηρικό αμαξίδιο και τα λοιπά τεχνικά βοηθήματα θεωρούνται ως «προέκταση του σώματος» του ατόμου με αναπηρία.
17. Μη δείχνετε οίκτο σε άτομα με αναπηρία. Συμπεριφερθείτε τους ως ίσος προς ίσο, γιατί αυτό είναι. Όταν συνοδεύετε ένα παιδί που λόγω αθώας περιέργειας μπορεί να ρωτήσει για το άτομο με αναπηρία που τυγχάνει να είναι δίπλα σας, εξηγήστε
του όσο πιο απλά μπορείτε ό,τι γνωρίζετε για το συγκεκριμένο είδος αναπηρίας. Μην αποτρέπετε το παιδί από το να κοιτάζει το άτομο με αναπηρία ή να ρωτήσει σχετικά.

Στο νησί μας, την «κακιά ώρα» της ανθρωπιστικής και πολιτιστικής παρακμής που διανύουμε, φαίνεται ότι πολύ μικρή ευαισθησία δείχνουμε εμείς οι πρόσκαιρα υγιείς. Αρκεί μια βόλτα στους δρόμους και στα πεζοδρόμια της πόλης όπου είναι αδύνατο να τα διανύσει αναπηρικό καροτσάκι. Αδύνατο είναι επίσης άνθρωπος με κινητικά προβλήματα να προσεγγίσει κάποιες δημόσιες υπηρεσίες όπως η εφορία, η δε αποστροφή μας προς κάθε τέτοιο άτομο είναι πολλές φορές προκλητική.

Η βαθιά υπόκλιση σεβασμού προς τους κάθε λογής αδύνατους και ανήμπορους συνανθρώπους μας θα πρέπει να είναι καθημερινή στάση ζωής. Όλοι μας στο διάβα της ζωής είμαστε εν δυνάμει υγιείς αλλά και ανάπηροι. Ας σταθούμε δίπλα τους συμπαραστάτες και βοηθοί σε κάθε ιδιαιτερότητά τους υποκλινόμενοι με «ψυχή βαθιά», ιδιαίτερα σε όσους λαβώθηκαν ανεπανόρθωτα στους αγώνες για την ελευθερία για να μπορούμε σήμερα να απολαμβάνουμε τα δώρα της ζωής.

Σαρακηνάδο 29-10-2009

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

George Gordon, Lord Byron: THE CURSE OF MINERVA

(composed: 17 March 1811, Athens)*

Slow sinks, more lovely ere his race be run,
Along Morea’s hills the setting sun;
Not, as in northern climes, obscurely bright,
But one unclouded blaze of living light;
O’er the hush’d deep the yellow beam he throws,
Gilds the green wave that trembles as it glows;
On old Aegina’s rock and Hydra’s isle
The god of gladness shed his parting smile’
O’er his own regions lingering loves to shine,
Though there his altars are no more divine.
Descending fast, the mountain-shadows kiss
Thy glorious gulf, unconquer’d Salamis!
Their azure arches through the long expanse
More deeply purpled, meet his mellowing glance,
And tenderest tints, along their summits driven,
Mark his gay course, and own the hues of heaven;
Till darkly shaded from the land and deep,
Behind his Delphian rock he sinks to sleep.

On such an eve his palest beam he cast
When, Athens! here thy wisest look’d his last,
How watch’d thy better sons his farewell ray,
That closed their murder’d sage’s latest day!
Not yet—not yet—Sol pauses on the hill.
The precious hour of parting lingers still;
But sad his light to agonising eyes,
And dark the mountain’s once delightful dyes;
Gloom o’er the lovely land he seem’d to pour,
The land where Phoebus never frown’d before;
But ere he sunk below Citheron’s head,
The cup of woe was quaff’d—the spirit fled;
The soul of him that scorn’d to fear or fly,
Who lived and died as none can live or die.
But, lo! from high Hymettus to the plain
The queen of night asserts her silent reign;
No murky vapour, herald of the storm,
Hides her fair face, or girds her glowing form,
With cornice glimmering as the moonbeams play,
There the white column greets her grateful ray,
And bright around, with quivering beams beset,
her emblem sparkles o’er the minaret:
The groves of olive scatter’d dark and wide,
Where meek Cephisus sheds his scanty tide,
the cypress saddening by the sacred mosque,
The gleaming turret of the gay kiosk,
And sad and sombre ’mid the holy calm,
Near Theseus’ fane, yon solitary palm;
All, tinged with varied hues, arrest the eye;
and dull were his that pass’d them heedless by.

Again the Aegean, heard no more afar,
Lulls his chafed breast from elemental war;
Again his waves in milder tints unfold
Their long expanse of sapphire and of gold,
Mix’d with the shades of many a distant isle
That frown, where gentler oceans deigns to smile.

As thus, within the walls of Pallas’ fane,
I mark’d the beauties of the land and main,
Alone, and friendless, on the magic shore,
Whose arts revive, whose arms avenge no more; **
Oft as the matchless dome I turn’d to scan,
Sacred to gods, but not secure from man,
The past return’d, the present seem’d to cease,
And Glory knew no clime beyond her Greece!

Hours roll’d along, and Dian’s orb on high
Had gain’d the centre of her softest sky;
And yet unwearied still my footsteps trod
O’er the vain shrine of many a vanish’d god:
But chiefly, Pallas! thine, when Hecate’s glare,
Check’d by thy columns, fell more sadly fair
O’er the chill marble, where the starling tread
Thrills the lone heart like echoes from the dead.
Long had I mused, and treasured every trace
The wreck of Greece recorded of her race,
When, lo! A giant form before me strode,
And Pallas hailed me in her own abode!

Yes, ’twas Minerva’s self; but ah! how changed,
Since o’er the Darman field in arms she ranged!
Not such as erst, by her divine command,
Her form appeared from Phidias’ plastic hand:
Gone were the terrors of her awful brow,
Her idle aegis bore no Gorgon now;
Her helm was dinted, and the broken lance
Seem’d weak and shaftless e’en to mortal glance;
The olive branch, which still she deign’d to clasp,
Shrunk from her touch, and wither’d in her grasp;
And, ah! though still the brightest of the sky,
Celestial tears bedimm’d her large blue eye:
Round the rent casque her owlet circled slow,
And mourn’d his mistress with a shriek of woe!

“Mortal!”—’twas thus she spake—“that blush of shame
Proclaims thee Briton, once a noble name;
First of the mighty, foremost of the free,
Now honour’d less by all, and least by me;
Chief of thy foes shall Pallas still be found.
Seek’st thou the cause of loathing?—look around.
Lo! here, despite of war and wasting fire,
I saw successive tyrannies expire.
’Scaped from the ravage of the Turk and Goth,
Thy country sends a spoiler worse than both.
Survey this vacant, violated fane;
Recount the relics torn that yet remain:
These Cecrops placed, this Pericles adorn’d,
That Adrian rear’d when drooping Science mourn’d.
What more I owe let gratitude attest—
Know, Alaric and Elgin did the rest.
That all may learn from whence the plunderer came,
The insulted wall sustains his hated name:

For Elgin’s fame thus grateful Pallas pleads,
Below, his name—above, behold his deeds!
Be ever hailed with equal honour here
The Gothic monarch and the Pictish peer:
arms gave the first his right, the last had none,
But basely stole what less barbarians won.
So when the lion quits his fell repast,
Next prowls the wolf, the filthy jackal last;
Flesh, limbs, and blood the former make their own,
The last poor brute securely gnaws the bone.
Yet still the gods are just, and crimes are cross’d:
See here what Elgin won, and what he lost!
Another name with his pollutes my shrine:
Behold where Dian’s beams disdain to shine!
Some retribution still might Pallas claim,
When Venus half avenged Minerva’s shame.”

She ceased awhile, and thus I dared reply,
To soothe the vengeance kindling in her eye:
“Daughter of Jove! in Britain’s injured name,
A true-born Briton may the deed disclaim.
Frown not on England; England owns him not:
Athena, no! thy plunderer was a Scot.
Ask’st thou the difference? From fair Phyles’ towers
Survey Bœotia;—Caledonia’s ours.
And well I know within that bastard land
Hath Wisdom’s goddess never held command;
A barren soil, where Nature’s germs, confined
To stern sterility, can stint the mind;
Whose thistle well betrays the niggard earth,
Emblem of all to whom the land gives birth;
Each genial influence nurtured to resist;
A land of meanness, sophistry, and mist.
Each breeze from foggy mount and marshy plain
Dilutes with drivel every drizzly brain,
Till, burst at length, each wat’ry head o’er-flows,
Foul as their soil, and frigid as their snows.
Then thousand schemes of petulance and pride
Despatch her scheming children far and wide:
Some east, some west, some everywhere but north,
In quest of lawless gain, they issue forth.
And thus—accursed be the day and year!
Yet Caledonia claims some native worth,
As dull Bœotia gave a Pindar birth;
So may her few, the letter’d and the brave,
Bound to no clime, and victors of the grave,
Shake off the sordid dust of such a land,
And shine like children of a happier strand;
As once, of yore, in some obnoxious place,
Ten names (if found) had saved a wretched race.”

“Mortal!” the blue-eyed maid resumed, “once more
Bear back my mandate to thy native shore.
Though fallen, alas! this vengeance yet is mine,
to turn my counsels far from lands like thine.
Hear then in silence Pallas’ stern behest;
Hear and believe, for time will tell the rest.

“First on the head of him who did this deed
My curse shall light,—on him and all his seed:
Without one spark of intellectual fire,
Be all the sons as senseless as the sire:
If one with wit the parent brood disgrace,
Believe him bastard of a brighter race;
Still with his hireling artists let him prate,
and Folly’s praise repay for Wisdom’s hate;
Long of their patron’s gusto let them tell,
Whose noblest, native gusto is—to sell;
To sell and make—may shame record the day!—
The state receiver of his pilfer’d prey.
Meantime, the flattering, feeble dotard, West,
Europe’s worst dauber, and poor Britain’s best,
With palsied hand shall turn each model o’er
And own himself an infant of fourscore.
Be all the bruisers cull’d from all St. Giles’,
That art and nature may compare their styles;
While brawny brutes in stupid wonder stare,
And marvel at his lordship’s stone shop there.
Round the throng’d gate shall sauntering coxcombs creep,
To lounge and lucubrate, to prate and peep;
While many a languid maid, with longing sigh,
On giant statues casts the curious eye;
The room with transient glance appears to skim
Yet marks the mighty back and length of limb;
Mourns o’er the difference of now and then;
Exclaims ’These Greeks indeed were proper men!’
Draws slight comparisons of these with those,
And envies Laïs all her Attic beaux.
When shall a modern maid have swains like these!
Alas! Sir Harry is no Hercules!
And last of all, amidst the gaping crew,
Some calm spectator, as he takes his view,
In silent indignation mix’d with grief,
Admires the plunder, but abhors the thief.
Oh, loath’d in life, nor pardon’d in the dust,
May hate pursue his sacrilegious lust!
Link’d with the fool that fired the Ephesian dome,
Shall vengeance follow far beyond the tomb,
And Eratostratus and Elgin shine
In many a branding page and burning line;
Alike reserved for aye to stand accursed,
Perchance the second blacker than the first.

“So let him stand, through, ages yet unborn,
Fix’d statue on the pedestal of Scorn’
Though not for him alone revenge shall wait,
But fits thy country for her coming fate:
Hers were the deeds that taught her lawless son
To do what oft Britannia’s self had done.
Look to the Baltic—blazing from afar,
Your old ally yet mourns perfidious war.
Not to such deed did Pallas lend her aid,
Or break the compact which herself had made;
Far from such councils, from the faithless field
She fled—but left behind her Gorgon shield;
A fatal gift that turn’d your friends to stone,
And left lost Albion hated and alone.

“Look to the East, where Ganges’ swarthy race
Shall shake your tyrant empire to its base;
Lo! There Rebellion rears her ghastly head
And glares the Nemesis of native dead;
Till Indus rolls a deep purpureal flood
And claims his long arrear of northern blood.
So may ye perish! Pallas, when she gave
Your free-born rights, forbade ye to enslave.

“Look on your Spain!—she clasps the hand she hates,
But boldly clasps, and thrusts you from her gates.
But Lusitania, kind and dear ally,
Can spare a few to fight, and sometimes fly,
Oh glorious field! by Famine fiercely won,
The Gaul retires for once, and all is done!
But when did Pallas teach, that one retreat
Retrieved three long olympiads of defeat?

“Look last at home—ye love not to look there;
On the grim smile of comfortless despair:
Your city saddens: loud though Revel howls,
Here Famine faints, and yonder Rapine prowls.
See all alike of more or less bereft;
No misers tremble when there’s nothing left.
‘Blest paper credit;’ who shall dare to sing?
It clogs like lead Corruption’s weary wing.
Yet Pallas pluck’d each premier by the ear,
Who gods and men alike disdain’d to hear;
But one, repentant o’er a bankrupt state,
On Pallas calls,—but calls, alas! Too late:
Then raves for...; to that Mentor bends,
Though he and Pallas never yet were friends.
Him senates hear, whom never yet they heard,
Contemptuous once, and now no less absurd.
So, once of yore, each reasonable frog
Swore faith and fealty to his sovereign ‘log.’
Thus hailed your rulers their patrician clod,
As Egypt chose an onion for a god.

“Now fare ye well! enjoy your little hour;
Go, grasp the shadow of your vanish’d power;
Gloss o’er the failure of each fondest scheme;
Your strength a name, your bloated wealth a cream.
Gone is that gold, the marvel of mankind,
And pirates barter all that’s left behind.
No more the hirelings, purchased near and far,
Crowd to the ranks of mercenary war.
The idle merchant on the useless quay
Droops o’er the bales no bark may bear away;
Or back returning, sees rejected stores
Rot piecemeal on his own encumber’d shores:
The starved mechanic breaks his rusting loom,
And desperate mans him ’gainst the coming doom.
Then in the senate of your sinking state
Show me the man whose counsels may have weight.
Vain is each voice where tones could once command;
E’en factions cease to charm a factious land:
Yet jarring sects convulse a sister isle,
And light with maddening hands the mutual pile.

“’Tis done, ’tis past, since Pallas warns in vain;
The Furies seize her abdicated reign:
Wide o’er the ream they wave their kindling brands,
And wring her vitals with their fiery hands.
But one convulsive struggle still remains,
And Gaul shall weep ere Albion wear her chains.
The banner’d pomp of war, the glittering files,
O’er whose gay trappings stern Bellona smiles;
The brazen trump, the spirit-stirring drum,
That bid the foe defiance ere they come;
The hero bounding at his country’s call,
The glorious death that consecrates his fall,
Swell the young heart with visionary charms,
And bid it antedate the joys of arms.
But know, a lesson you may yet be taught,
With death alone are laurels cheaply bought:
Not in the conflict Havoc seeks delight,
His day of mercy is the day of fight.
But when the field is fought, the battle won,
Though drench’d with gore, his woes are but begun:
His deeper deeds as yet ye know by name;
The slaughter’d peasant and the ravish’d dame,
The rifled mansion and the foe-reap’d field,
Ill suit with souls at home, untaught to yield.
Say with what eye along the distant down
Would flying burghers mark the blazing town?
How view the column of ascending flames
Shake his red shadow o’er the startled Thames?
Nay, frown not, Albion! for the torch was thine
That lit such pyres from Tagus to the Rhine:
Now should they burst on thy devoted coast,
Go, ask they bosom who deserves them most.
The law of heaven and earth is life for life,
And she who raised, in vain regrets, the strife.”



* Poem was a Satire about the "Elgin Marbles," the antiquities taken from the Acropolis in Athens and shipped to England during that time. Although Byron never intended to publish this poem, a copy was stolen from him and printed without his approval.

** line amended from original: Whose arts and arms but live in poets’ lore; as Byron requested the following year, although it was not done.

Πηγή: Ποίηση του Λόρδου Μπάιρον

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Φώτη Αδάμη (Δημήτρη Γ. Μαγριπλή), ΜΙΑ ΑΛΑΔΩΤΗ ΠΟΡΤΑ (διήγημα)

Η πόρτα της υπηρεσίας άνοιγε πάντα με ένα τριγμό, σαν να ήταν χρόνια αλάδωτη και ξεχασμένη. Θύμιζε είσοδο αδύτου ή μάλλον η συγκίνηση μετέβαλε εικόνες απλές σε έντονα ερεθίσματα για τα κουρασμένα από την αϋπνία του μάτια. Πρώτη μέρα στην υπηρεσία μετά από χρόνια ταλαιπωρίας και αλλαγών. Σερβιτόρος, μάγειρας, οικοδόμος, προπομπός σε θεατρικό μπουλούκι. Είχε αλλάξει δουλειές και δουλειές, προσπορίζοντας τα αναγκαία για τη ζήση και παράλληλα σπούδαζε με το μεράκι της γνώσης να του σαγηνεύει το νου και την επιθυμία μιας επαγγελματικής καταξίωσης στο μέλλον, που έδειχνε μακρινό εκείνη την εποχή. Οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές και διάθεση για σοβαρή προσφορά στα κοινά. Είχε σταθεί όμως άτυχος. Είτε γιατί δεν είχε καμία γνωριμία, απαραίτητη για την εγχώρια πραγματικότητα, είτε γιατί μετά από τόσες και τόσες εξετάσεις δεν τολμούσε να συμμετάσχει πάλι σε διαγωνισμούς. Άλλοτε του έλεγαν απλά ευχαριστούμε πολύ, και βέβαια ουδέποτε τον ειδοποιούσαν για κάτι θετικό, άλλοτε του το απέκλειαν από την πρώτη στιγμή και μερικές φορές τον απέρριπταν επειδή είχε, όπως του έλεγαν, υπερβολικά προσόντα για την προκήρυξη. Έτσι, είχε φτάσει στο σημείο να βλέπει κάτι απίθανους τύπους να τον προσπερνούν εργασιακά. Με λιγότερα προσόντα αλλά με τις πλάτες των δικών τους, είχαν πιάσει το μυστικό της επιτυχίας για μια χώρα σαν και την δική μας. Γονείς νομοταγείς και ολίγον εθνικόφρονες, στα σίγουρα μέλη ή φίλοι των κυρίαρχων πολιτικών παρατάξεων, με γνωριμίες πολλές και αναφορές στην τοπική κοινωνία, που ακόμη μπέρδευε το ποδόσφαιρο με την πολιτική, άνθρωποι που χωρίζονταν σε χρώματα, άσχετα αν δεν πείθονταν και οι ίδιοι για τη διαφορά των επιλογών τους.

- Ζούγκλα, έλεγε, και έσκυβε το κεφάλι κάτω, όχι από ντροπή αλλά από πείσμα.

- Τι θέλουν, μονολογούσε. Ένα πτυχίο; θα πάρω δύο. Ένα μεταπτυχιακό; θα πάρω δύο. Και αγωνιζόταν, λοιπόν, με διάθεση για προκοπή και όνειρα για το μέλλον, σε μια πραγματικότητα που, ενώ ζητούσε από τα παιδιά της προσόντα, στο τέλος η ίδια τα απαξιούσε, βάζοντας προσωπικές συνεντεύξεις και κάθε λογής εμπόδια στη δήθεν αξιοκρατία, προς χάριν ορισμένων. Έ, όπως και να έχει, τα παιδιά των ψηφοφόρων μας είναι παιδιά ευαίσθητα και καλά, λίγο ίσως περισσότερο κουρασμένα από τα άλλα, όχι επειδή είναι οκνηρά, αλλά απλά γιατί γεννήθηκαν από γέρους γονείς στη νοοτροπία και την αντίληψη, συνταξιούχους από τα είκοσι. Έτσι και αυτά μεγάλωσαν μες στη μιζέρια και τη στέρηση, ανίκανα να αγωνιστούν για φιλοδοξίες πέραν της κατάληψης μιας θέσης - βολέματος κυρίως στο δημόσιο. Έβαλε τα γέλια. Ανέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε στον τεράστιο σκοτεινό διάδρομο. Ήξερε ότι δεν ερχόταν να βολευτεί. Η θέση μάλιστα υποσχόταν έργο προς χάριν των αναξιοπαθούντων και η επιλογή απαιτούσε τεράστιο βιογραφικό. Αυτός, όμως, επέμενε χαρακτηριστικά:

- Τους τύφλωσε ο Θεός και με πήρανε, δήλωνε στον κολλητό του,
αρνούμενος να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη εκδοχή για την πρόοδό του.

Τα βήματά του αντηχούσαν όπως οι δείκτες του ρολογιού. Το κοίταξε και βεβαιώθηκε ότι ήταν στην ώρα του. Πλησίασε το πρώτο γκισέ. Μια λιγομίλητη πρησμένη κυρία τού έδειξε το γραφείο του διευθυντού και πήρε να περπατάει για εκεί. Η ιδιαιτέρα του τον κράτησε με ευγένεια στο σαλονάκι με τη γλάστρα και το τασάκι με την υπενθύμιση του απαγορεύεται το καπνίζειν. Κοιτούσε τα κάδρα με τους ταξιδιωτικούς προορισμούς και περίμενε. Ο νους του ταξίδευε σε θάλασσες καλοσυνάτες και οι σκέψεις του, ουράνιο τόξο, έβρισκαν τα πάντα ρόδινα και ευχάριστα. Ήταν επιτέλους παρών. Έστω και στο τελευταίο τραίνο, ο γιος του καπετάνιου μπορούσε επιτέλους να περάσει σε μια άλλη ζωή. Με κάποια οικονομική άνεση, με σκοπό και έργο ουσίας, με σωστή εκμετάλλευση των πνευματικών του εφοδίων, με τιμιότητα και διάθεση για δουλειά. Το εσωτερικό τηλέφωνο επιτέλους χτύπησε. Η ιδιαιτέρα χαμογελώντας τού προανήγγειλε ότι ο κύριος διευθυντής μπορούσε να τον δεχθεί. Σηκώθηκε και με σεβασμό κτύπησε την πόρτα. Θα έβρισκε έναν άνθρωπο σκυμμένο σε μια στοίβα χαρτιών, ήταν σίγουρος. Άνοιξε την πόρτα και βηματίζοντας με το μάτια του να μετρούν τα πλαστικά πλακάκια της απόστασης, έφτασε μέχρι το τεράστιο γραφείο. Ο χώρος μύριζε φρέσκο ψωμί και μέλι. Κοίταξε γύρω και είδε μια τεράστια πιατέλα πρωινού. Αμέσως μαζί αντίκρισε για πρώτη φορά ένα στρογγυλό πρόσωπο, ψυχρό και αγέλαστο, που τον περιεργαζόταν όπως μια σφίγγα έναν ανθό. Έκανε πίσω και στάθηκε προσοχή, υποβάλλοντας τα σέβη του.

- Κάθισε, του είπε κοφτά.
Είσαι ο καινούργιος. Έλαβα τηλεφωνική εντολή από τα κεντρικά, ότι θα ερχόσουνα σήμερα. Δεν ξέρω ποιος σε έστειλε και πώς βρέθηκες εδώ, αλλά να είσαι ενήμερος ότι εδώ είμαστε μακριά από τους επιτετραμμένους των Αθηνών, που σημαίνει να είσαι φρόνιμος και καλός υπάλληλος.

Άνοιξε την ενδοεπικοινωνία και με αυστηρό τόνο αξίωσε από την ιδιαιτέρα του να παρουσιαστεί αμέσως.

- Οδήγησε τον κύριο στο γραφείο 3β και κατατόπισέ τον σχετικά. Καλημέρα σας.

Σοκαρισμένος ακολούθησε την κοπέλα. Μετά από μια λαβυρινθώδη διαδρομή, τον παρέδωσε στην κυρία Μαρία, μια ξερακιανή σφιγμένη δεσποινίδα, ετών πολλών και αυτή με την σειρά της τον οδήγησε αμίλητη στο 3β.

- Εδώ, του είπε.
Αυτός είναι ο χώρος εργασίας σας. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δυστυχώς προσωρινά δεν λειτουργεί. Το τηλέφωνο είναι μέσω κέντρου. Πατάτε το μηδέν και κατόπιν το νούμερο. Μπορείτε να κάνετε μόνο τοπικές κλήσεις, εκτός και αν για το σκοπό της υπηρεσίας λάβετε την άδεια από τον προϊστάμενο. Καλώς ήλθατε και καλή σύνταξη.

Έμεινε άναυδος. Βρισκόταν σε έναν άδειο χώρο, μπροστά από ένα άδειο γραφείο, δίπλα από μια άδεια βιβλιοθήκη, που μύριζε κάτι σαν κλεισούρα κάτι σαν ούρα, κάτω από ένα φως κίτρινο και υποτονικό, σα να’ θελε η λάμπα να ξεψυχήσει και δεν την αφήνανε. Υπήρχε και μια ντουλάπα. Την άνοιξε και ξάφνου έπεσαν πάνω του στοίβες φάκελοι σε μπλε χάρτινα ντοσιέ. Έκανε να ανοίξει ένα. «Σωστές προϋποθέσεις λειτουργίας της υπηρεσίας», υπογεγραμμένο από τον διευθυντή και με σφραγίδες του ελληνικού δημοσίου. Ενδιαφέρον, σκέφτηκε και αφού δεν είχε άλλη απασχόληση έκανε να το διαβάζει.

Παράγραφος πρώτη: Η συνείδηση του υπαλλήλου πρέπει να ελέγχεται από το γεγονός ότι αποτελεί τυπικό μέλος μιας ομάδας συμφερόντων, μέσα στα οποία εντάσσονται και τα δικά του συμφέροντα και οι επιδιώξεις, όπως και η αναγνώριση των κοινών αντιπάλων. Η υπηρεσία μας αποτελεί μια αρραγή ομάδα απέναντι στους άλλους, τους ξένους, τους διαφορετικούς.

Παράγραφος δεύτερη: Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση του συντονισμού και της αλληλεγγύης με τους συναδέλφους του. Η εργασία όλων αποσκοπεί πρώτιστα στο συμφέρον της υπηρεσίας και κατόπιν στην εξυπηρέτηση των άλλων.

Παράγραφος τρίτη: Ο διευθυντής της υπηρεσίας έχει ηγετικό ρόλο, απέναντι στη βούληση του οποίου υπάρχει μόνο σεβασμός και υποχρέωση ευθυγράμμισης. Ο υπάλληλος οφείλει να έχει την πρέπουσα συμπεριφορά απέναντι στους ιεραρχικά ανωτέρους του και να ενεργεί με γνώμονα την υπακοή και την πειθαρχία στους γνωρίζοντες το πολιτικά και πρακτικά ορθό. Αυτό ισχύει για κάθε περιστατικό, ακόμη κι αν πρόκειται για τη ζωή και την τύχη των πολιτών που εξυπηρετεί προς χάριν της υπηρεσίας.

Τρόμαξε. Έκλεισε τον φάκελο με οργή. Κοίταξε την πόρτα με απόλυτη περισυλλογή. Τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας και ένα πονάκι έκανε βόλτα στο στήθος του. Ένοιωθε σε απόλυτη σιγή. Ακούστηκαν βήματα στον διάδρομο. Η κυρία Μαρία με έναν μυστακοφόρο μεσήλικα εμφανίστηκαν απέναντί του. Είχαν ένα πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τους. Ο άντρας τού ζήτησε να εγερθεί από το κάθισμά του. Ήταν η ώρα της ορκωμοσίας. Απαραίτητη προϋπόθεση, προτού αναλάβει καθήκοντα. Σηκώθηκε αμίλητος και απρόθυμος για κάθε αντίδραση. Ο κύριος Τάκης, όπως του συστήθηκε ο μυστακοφόρος μεσήλικας, με την ευλάβεια ιερέως μπροστά στην Αγία Τράπεζα, άνοιξε έναν τεράστιο μπλε φάκελο πάνω στο άδειο γραφείο. Έβγαλε ένα κείμενο και το τοποθέτησε κορυφαίο στον πάκο των εγγράφων. Η κυρία Μαρία, σοβαρή ως ψάλτης στα δεξιά του, μονολογούσε κάτι για την τύχη του νέου υπαλλήλου. Ο ήρωάς μας κοίταξε κλεφτά τον άδειο διάδρομο. Ήταν όλα έτοιμα. Ο κύριος Τάκης τον προέτρεψε να σηκώσει την δεξιά του στο ύψος της καρδιάς, προτάσσοντάς του ταυτόχρονα ένα αντίγραφο του κορυφαίου εγγράφου. «Η Βίβλος των υπαλληλικών σχέσεων» και από κάτω «Σωστές προϋποθέσεις λειτουργίας της υπηρεσίας». Έψαχνε απεγνωσμένα να αντικρίσει κάποια θρησκευτική εικόνα. Ήταν όμως, μετά από εντολή του κυρίου διευθυντού, απομακρυσμένες από το κτίριο. Το μόνο που βρήκε να πιαστεί η ματιά του ήταν ένα κάδρο με τις συνήθεις τουριστικές παραστάσεις, που κάποιος μάλλον την είχε φτύσει. Λεπτομέρεια για τη στιγμή. Η ουσία ήταν πως η εικόνα, κατά περίεργη σύμπτωση, έδειχνε μια μικρή πόλη με κάστρο. Ήταν η πόλη που έχει περάσει τα πιο ξένοιαστα καλοκαίρια της ζωής του μαζί με τον πατέρα του τον καπετάνιο και όλη την οικογένεια του. Γύρισε και ψέλλισε στους παρευρισκόμενους, με κείνη την απόλυτη ευγένεια που τον διακατείχε:

- Ξέρετε, η συγκίνηση, ίσως θα μπορούσα να πάω πρώτα στην …μ… τουαλέτα;

- Βεβαίως. Στο τέρμα του διαδρόμου δεξιά, του αντέτεινε με σεβασμό για την ανάγκη η κυρία Μαρία.

Βγήκε στον διάδρομο και έστριψε αριστερά. Τα βήματά του ήταν γοργά και η καρδιά του έπαιζε ένα πολεμικό εμβατήριο. Την κεντρική πόρτα την βρήκε κλειστή. Την έσπρωξε με μανία και βγήκε στον καθαρό αέρα. Ήθελε να πετάξει. Πίσω του η πόρτα έτριζε κλείνοντας. Γύρισε τη ματιά του πίσω. Τώρα ήταν σίγουρος πως όλες οι πόρτες των δημοσίων κτηρίων έμοιαζαν. Είτε φυλακές, είτε ψυχιατρεία, είτε δημόσιες υπηρεσίες γενικά, οι πόρτες έτριζαν το ίδιο. Ο δρόμος έκλεισε τις σκέψεις του και τα βήματά του έγιναν σαν του ανέμου ανεμπόδιστα.



[Απο τη συλλογή διηγημάτων του Δ. Γ. Μαγριπλή (εδώ με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης), "Μαθήματα κηπουρικής και άλλα διηγήματα", εκδ. Σοκόλης - Κουλεδάκης, Αθήνα 2007.]


Η συμβολή της Τέχνης στο έπος του ’40

Της Κατερίνας Δεμέτη

Για τις εικαστικές τέχνες, της επιφάνειας (σχέδιο, ζωγραφική, χαρακτική, λιθογραφία, γελοιογραφία) και του χώρου (γλυπτική, ανάγλυφο), που έδωσαν το παρόν, στην εξάμηνη σύγκρουση, που άνοιξε στις 28 Οκτωβρίου 1940 κι έκλεισε οριστικά στις 27 Απριλίου 1941, και που κατέληξε σε θρίαμβο και εποποιία του ελληνικού λαού, έχουν γραφτεί πολλά.

Εμείς σήμερα, επειδή πιστεύουμε ότι η απαξίωση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, έχει ανάγκη από τέτοιες υπενθυμίσεις, που φέρνουν στο προσκήνιο ανθρώπους που η καλλιτεχνική τους ιδιότητα δε συνοδεύεται μόνο από επιτυχημένες «ατομικές» εκθέσεις, αλλά από αξιοποίηση του ταλέντου και των γνώσεων προς όφελος της πατρίδας μας, θ’ ασχοληθούμε με τις πρώτες.

Βοηθοί μας: το εξαιρετικό ένθετο της εφημερίδας Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, Κυριακή 26 Οκτωβρίου 1997, Αφιέρωμα: Εικαστικά και Έπος του ’40 (επιμέλεια αφιερώματος Κωστής Λιόντης) και το λεύκωμα «Το έπος του ’40-Λαϊκή Εικονογραφία», Αθήνα 1987, το οποίο κυκλοφόρησε ως αναμνηστικό για την έκθεση «Η λαϊκή λιθογραφία του ’40», που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1980 στο χώρο της αίθουσας των Συνεδριάσεων της Παλαιάς Βουλής, από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, ως συμβολή στον εορτασμό των σαράντα χρόνων από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, με τη φροντίδα της τότε επιμελήτριας του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, κυρίας Μαρίας Λαδά-Μινώτου.

Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο αριθμός των εικαστικών, που είτε υπηρετώντας ως μάχιμοι, όπως ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης (1913-1968) ή με την επίσημη ιδιότητα του πολεμικού ζωγράφου, όπως ο Ουμβέρτος Αργυρός (1882-1963) και ο Γιώργος Προκοπίου (1876-1940), είτε μέσα από το εργαστήρι χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), είτε μέσα από τα σκίτσα και τις γελοιογραφίες στις εφημερίδες της εποχής, θα επιστρατευτεί για ν’ αποτυπώσει, με κάθε πρόσφορο εικαστικό μέσο το έπος του ’40.

Αλλά και άλλοι εικαστικοί, εμπνευσμένοι από τον αγώνα για την πατρίδα, θα φιλοτεχνήσουν μεμονωμένα έργα όπως οι: Γιώργος Γουναρόπουλος (1889-1977), Περικλής Βυζάντιος (1893-1972), Βάσος Γερμενής (1896-1966), Αλέκος Κοντόπουλος (1905-1979), Κώστας Κουτσουρής (1913-1991) και οι γλύπτες Γιάννης Κανακάκης (1903-1978), Αθανάσιος Λημναίος (1908-1977), Φίλιππος Μάκοτσης (1910) και Νικόλας [Παυλόπουλος] (1909-1990). Παράλληλα μια σειρά άλλων ζωγράφων όπως οι Φρίξος Αριστεύς (1879-1951), Έκτωρ Δούκας (1885-1969), Νίκος Καστανάκης (1896-1961), Νικόλαος Νείρος (1905-1979), Νικόλαος Πασχαλίδης (1906), επιδόθηκαν σε συνθέσεις με πολεμική θεματογραφία, οι οποίες σχεδιάζονταν προκειμένου να τυπωθούν λιθογραφικά στο σχήμα της αφίσας για συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους σε χιλιάδες αντίτυπα.

Εκδότες που κυκλοφόρησαν λαϊκές εικόνες του ’40 είναι ο Απόλλων Παπαδημητρίου - εκδόσεις Άγκυρα, οι Αλέξανδρος και Ευάγγελος Παπαδημητρίου - εκδόσεις Αστήρ, ο Μίχος Σαλίβερος με τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο, ο Δημήτριος Δημητράκος, ο Γεώργιος Παπαδημητρίου, η Λιθο-Καλφο και οι Έκτωρ Δούκας και Λώρης Μελετόπουλος. Τα τυπογραφεία στα οποία έγιναν οι εκτυπώσεις ήταν κυρίως του Κ. Π. Καρύδη, του Β. Παπαχρυσάνθου, του Πεχλιβανίδη και η Ην(ωμένη) Χαρτοβ(ιομηχανία) Αθανασούλα.

Οι λιθογραφημένες εικόνες, κυριολεκτικά «εικονογραφημένες ειδήσεις», παράγονταν με ταχύτατο ρυθμό η μια μετά την άλλη, αγωνιώντας ο κάθε εκδοτικός οίκος να προλάβει τα νέα για τα πολεμικά γεγονότα και να υπερκεράσει τον άλλο. Πριν καλά -καλά στεγνώσουν τα λιθογραφικά μελάνια από τα πιεστήρια, οι εκδότες τις έβγαζαν στους αθηναϊκούς δρόμους και τις πουλούσαν σε μεγάλο αριθμό αντί ευτελεστάτου τιμήματος (4-6 δρχ. καθεμιά), ενώ τις διοχέτευαν επίσης σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας, όπου έμπαιναν πρώτα στο κεντρικό καφενείο ή εδωδιμοπωλείο και μετά στα σπίτια. Όλες διακρίνονταν για τη δραματοποιημένη αφηγηματική πλοκή τους, που την υποστήριζαν οι κάποτε μακρόσυρτοι τίτλοι.

Η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών προκήρυξε διαγωνισμό μεταξύ των σπουδαστών με αντικείμενο τη φιλοτέχνηση θεμάτων με βάση συνθήματα που υπέδειξε η κυβέρνηση. Τα έργα που προκρίθηκαν τυπώθηκαν σε λιθογραφίες, που διατέθηκαν στο κοινό και στους κρατικούς οργανισμούς σαν συμμετοχή της Σχολής στην αφύπνιση του εθνικού φρονήματος.

Στο Εργαστήριο του Κεφαλληνού έπνεε ένας αέρας δημοκρατικής ελευθερίας. Οι άγνωστοι τότε σπουδαστές, γνωστοί σήμερα καλλιτέχνες, ανέλαβαν να φιλοτεχνήσουν τις προπαγανδιστικές αφίσες για τον αγώνα ενάντια στους Ιταλούς. Η ξυλογραφία και το λινόλεουμ προσφέρονταν περισσότερο για το σκοπό αυτό. Οι αφίσες που επελέγησαν ήταν «Οι Ηρωίδες του 1940» του Κώστα Γραμματόπουλου, «Η Γυναίκα που πλέκει», της Βάσως Κατράκη και «Ο Τσολιάς», του Τάσου Αλεβίζου, που αργότερα έγινε ευρύτατα γνωστός ως ο χαράκτης Τάσος, που παριστάνει έναν φουστανελά να δείχνει με το δάχτυλό του τον περαστικό διαβάτη και να τον ρωτά «Έδωσες εσύ;».

Ο Κεφαλληνός όμως είχε και ένα δεύτερο στόχο: δουλεύοντας οι σπουδαστές, ήθελε να τους κρατήσει μακριά από τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Η ΑΣΚΤ ανταποκρίθηκε ενεργά, ακόμα και στο γενικό σάλπισμα για οικονομική συνεισφορά: Όταν το κράτος έθεσε σε κυκλοφορία για την περίθαλψη των οικογενειών των στρατευμένων και για τις ανάγκες του πολέμου το Μεγάλο Πολεμικό Λαχείο, το Λαχείο Υπέρ του Στόλου και το Εθνικό Λαχείο, η ΑΣΚΤ συνέδραμε με την προσφορά του 1/30 του μισθού των καθηγητών πριν ακόμα αυτό ζητηθεί με επίσημη εγκύκλιο από την κυβέρνηση.

Αλλά επιστρατευμένοι στον πόλεμο κατά των Ιταλών θα βρεθούν και οι σκιτσογράφοι στις εφημερίδες της εποχής. Απ’ την έναρξη του πολέμου και μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, η ελληνική γελοιογραφία θα φτάσει στην ύψιστη ακμή της. Οι επιφανείς σκιτσογράφοι της εποχής: Φ. Δημητριάδης, Γ. Γκειβέλης, Στ. Πολενάκης, Αν. Βλασσόπουλος, Σοφοκλής Αντωνιάδης, Αν. Βώττης, Παυλ. Παυλίδης, Κ. Μπέζος, Ν. Καστανάκης, Μιχ. Νικολινάκος, τα «πρώτα πενάκια» της χώρας, «διασκέδαζαν» καθημερινά τον άμαχο πληθυσμό, με τα κατορθώματα των στρατιωτών μας.

Αξίζει όμως να σταθούμε και σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις όπως ο Γεώργιος Προκοπίου (1876-1940), πατέρας του γνωστού τεχνοκρίτη Άγγελου Προκοπίου, που αφού κίνησε γη και ουρανό για να τον αφήσουν να πάει στο μέτωπο, άφησε την τελευταία του πνοή στο Αργυρόκαστρο. Μέχρι και στον Πρωθυπουργό τον ίδιο έγραψε στις 18 Νοεμβρίου 1940:
«Σεβαστέ μου κ. Πρόεδρε, Τα δύο παιδιά μου είναι στρατιώτες εις τον ιερόν αγώνα της Πατρίδας μας… Εγώ αισθάνομαι ντροπή να μένω εδώ, τη στιγμή που τα παιδιά της Ελλάδος γράφουν με το αίμα των τέτοιες αφθάστου ηρωισμού εποποιίες. … Γι’ αυτό λοιπόν παρακαλώ να διατάξητε να μου επιτραπή να πάω κι εγώ στο μέτωπο για να αποθανατίσω με τον χρωστήρα μου και τον ενθουσιασμό μου κάτι από την ηρωική εποποιία που γράφεται εκεί ψηλά στα δοξασμένα και αιματόβρεκτα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Είχα την ευτυχία να παρακολουθήσω από το 1912 τους εθνικούς μας αγώνας ως πολεμικός ζωγράφος και να βάλω με την Τέχνη μου και το χρωστήρα μου και εγώ μια πετρίτσα στο προαιώνιο οικοδόμημα της Ελλάδος. Μη μου αρνηθήτε, κ. Πρόεδρε, αυτήν την ευτυχία και τώρα.»!

Ενώ ο Ουμβέρτος Αργυρός, (1882-1963), στο βιογραφικό του κείμενο που κατέθεσε στο φάκελο υποψηφιότητάς του για εκλογή Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, γράφει:
«Κατά τον Ελληνοαλβανικόν πόλεμον, επιφορτισθείς υπό της Κυβερνήσεως και του Γενικού Επιτελείου Στρατού, απεικόνισα το ελληνικόν έπος από Μπόγραδετς μέχρι Καλαμά εις 32 πίνακας. Η συλλογή αύτη, μοναδική του Ελληνοαλβανικού Πολέμου, ευρίσκεται υπό την κατοχήν του Ελληνικού Επιτελείου Στρατού, προοριζομένη αργότερον δια το Πολεμικόν Μουσείον Αθηνών. Δια την σειράν αυτήν, η οποία είναι ανηρτημένη εις την μεγάλην αίθουσαν των τροπαίων των παλιών ανακτόρων, η Ακαδημία Αθηνών με ετίμησε δια της απονομής του Αριστείου Γραμμάτων και Τεχνών, το οποίον υπερηφάνως φέρω».

Αλλά η πιο αυθεντική και αξιόπιστη εικαστική μαρτυρία για τον πόλεμο του ’40-’41, είναι το Λεύκωμα του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη (1913-1968): «Έτσι πολεμούσαμε, 1940-1941», Αθήνα 1968, με 80 σκίτσα και 22 πίνακες, για το οποίο πήρε μεταθανάτια το Α΄ βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Αλεξανδράκης, γράφει στον πρόλογο του Λευκώματος τον Ιανουάριο του 1968: «Στην τέχνη μου με απασχόλησαν πολλά. Οι εικόνες όμως του μετώπου και της υπεράνθρωπης προσπάθειάς μας στον συντριπτικά άνισο αγώνα έρχονται και ξανάρχονται στη ζωγραφική μου σαν ανεξόφλητο χρέος. Τα σχέδια αυτά καθώς και τους πίνακες που ζωγράφισα αργότερα, παρουσιάζω σήμερα συγκεντρωμένα σαν μια ακόμα μαρτυρία των όσων ζήσαμε εκεί απάνω». Στις 13 Σεπτεμβρίου 1968 ήρθε το πρόωρο τέλος του ζωγράφου σε ηλικία 55 χρονών.

Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο ότι, η ελληνική τέχνη, επιστρατευμένη στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν, δεν απεικόνισε απλά με χρώματα και δεν παρέδωσε στην αιωνιότητα, από την πρώτη στιγμή παραστατικά την πολεμική ορμή και το μεγαλείο της νίκης των Ελλήνων, αλλά κυρίως έδωσε το παράδειγμα σε όλους τους κατοπινούς, ότι οι στιγμές του ΕΜΕΙΣ είναι φωτεινά σύμβολα, γι’ αυτό και σε καιρούς, που προβάλλεται αποκλειστικά και μόνον το ΕΓΩ, πρέπει να γίνεται με κάθε τρόπο, ακόμα και μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες ενός φίλα στα εικαστικά δρώμενα ιστολογίου, τον Οκτώβρη του 2009, εξήντα εννιά χρόνια μετά το έπος του ’40, ορατή.


ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
1. Α. Τάσσος, Έδωσες εσύ;
2. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, Ξαφνικά μέσα στη νύχτα, λάδι
3. Βάσω Κατράκη, Γυναίκα που πλέκει
4. Γεώργιος Προκοπίου, Πολεμική σκηνή, λάδι σε μουσαμά
5. Κώστα Γραμματόπουλου, οι ηρωίδες του 1940
6. Ο πατριωτισμός των Ηπειρωτών
7. Ουμβέρτος Αργυρός, Πορεία προς το Αλβανικό Μέτωπο.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Ecumenical Patriarch Bartholomew: DISCERNING GOD’S PRESENCE IN THE WORLD

Τα Κείμενα από την Ανακήρυξη του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου σε Επίτιμο διδάκτορα του Fordham University / Conferral of Honorary Doctorate on the Ecumenical Patriarch Bartholomew (27 Οκτωβρίου 2009)

Φωτορεπορτάζ: Νικόλαος Μαγγίνας


Α

The Visit of His All Holiness Bartholomew I, the Ecumenical Patriarch
Tuesday, 27 October 2009
The University Church
Joseph M. McShane, S.J.


"This is the day the Lord has made. Let us rejoice and be glad."

Your All Holiness, in the name of Christ our Savior, I welcome you to the University Church, this historic house of prayer that has stood at the center of the University's campus and mission since it was built by our founder, Archbishop John Hughes, in 1844. Your All Holiness, your Eminences, your Graces and your Excellencies, Mr. Tognino, members of the Board of Trustees, the faculty, the administration and student body of the University, and faithful and devoted members of the Orthodox Christian communities of America, on behalf of the entire Fordham family, it is a great honor--indeed, a great grace to welcome you to the University Church this afternoon. It is a particular grace to welcome you, Your All Holiness, both to Rose Hill and to the Fordham family. Your presence, and the presence of so many of our beloved brothers in the Orthodox episcopate (both here in America and throughout the world) is a source of great joy to the whole Fordham community. (I am especially happy to welcome my dear friend, Archbishop Demetrios, back to Fordham this afternoon.) At the same time, I am deeply grateful for the presence of Their Eminences Cardinals Egan (whom His Holiness Pope Benedict XVI has appointed as his delegate to our ceremony this afternoon), Cardinal Keeler (the Archbishop Emeritus of Baltimore) and Cardinal McCarrick (the Archbishop Emeritus of Washington), as well as their Excellencies Archbishops Dolan (the Archbishop of New York) and Migliore (the Papal Nuncio and Permanent Observer to the United Nations) at our gathering this evening. Their presence indicates the great affection and deep reverence that the Roman Catholic Church (both in the United States and throughout the world) has for Your All Holiness.

For my part, I must tell you, Your All Holiness, that your graced presence on our campus this evening reminds me of the long and affectionate ties that have bound the University and the Orthodox churches together for so long. For years Fordham was blessed by the presence of Father John Meyendorff on our faculty, and for generations, the sons and daughters of Orthodox families have come to Fordham to pursue their college degrees. In the process, they have enriched the life of the University beyond measure--with the seriousness with which they have approached their studies, with the devotion that they have always had for the University and its mission, and with their prayer. As you know, thanks in large part to the support that we have received both from you and from Archbishop Demetrios, in the last few years, the University's relationship to and service of the Orthodox community in America has grown even stronger. Indeed, as a result of Archbishop's assistance, Fordham has been able to establish a program in Orthodox Studies that is unique in the United States and that can serve as a model for other colleges throughout the country, a program that provides Orthodox students with both the pastoral care of an Orthodox chaplain and the opportunity to complete a minor in Orthodox theology. On this night so filled with hope and so rich in meaning, I would like to tell you how grateful we at Fordham are for the grace-filled love that you have shown our efforts, and for the generosity of spirit that the Orthodox Church has always shown Fordham.

Of course, Fordham does not merely honor you this evening for the support that you have given to our efforts to nurture the faith on our campus. Far from it. We honor you for the extraordinary service that you have given to the Orthodox Churches, the whole Christian family and the world. And your service has been extraordinary indeed. Your All-Holiness, throughout your ministry as the Archbishop of Constantinople/New Rome and Ecumenical Patriarch, as the successor to the Apostle Andrew, you have discharged the duties of your office with vision and holiness. In the model of your saintly predecessor, Saint John Chrysotom, you have been a theologian of rare wisdom and wide erudition. (Axios!) In the model of Patriarch Athenagoras I, you have devoted yourself to the work of ecumenical dialogue with loving compassion. (Axios!) And, in the model of the Lord whom you have sought to serve with every fibre of your being, you have embraced the world. Indeed, you have made the whole world your parish and enriched the world with your devotion to peace and the cause of environmentalism. (Axios!) You have, therefore, been a three-fold blessing to the world. Therefore, you are thrice-worthy of the honor that you receive this afternoon, and we at Fordham make our own the greeting with which the Orthodox faithful welcome you throughout the world: Axios. Axios. Axios. May the Great Shepherd of the Flock Christ Jesus our Lord, sustain you in your ministry and continue to make you a blessing to all who meet you and benefit from your wisdom and love. Axios. Axios. Axios.


Β

ADDRESS OF HIS ALL HOLINESS ECUMENICAL PATRIARCH B A R T H O L O M E W

“DISCERNING GOD’S PRESENCE IN THE WORLD”

At the Convocation and Honorary Degree in Honor of His All Holiness
Fordham University Church

Fordham University
Direct Archdiocesan District
The Bronx, New York

(October 27, 2009)

* * *

Most Learned President, Father Joseph McShane,
Esteemed Members of the Board of Trustees and
Beloved Brothers of the Society of Jesus,
Most Learned Professors and Students,
Your Eminences and Graces,
Distinguished Guests,
Beloved children and people of God,

Introduction: The Ecumenical Imperative
It is with sincere gratitude that we accept this invaluable honor of being received into the doctoral college of this esteemed Jesuit school. We welcome this privilege as a recognition of the sacred ministry of the Ecumenical Patriarchate, an Apostolic institution with a history spanning seventeen centuries, throughout retaining its See in Constantinople.
Yet, our Church is no worldly institution; it wields no political authority. Instead, it leads by example, coordinating Pan-Orthodox Christian unity by virtue of a primacy of love and honor – a ministry emanating from its supra-national authority. This universal consciousness gave rise to the first seven ecumenical councils, articulated the “Symbol of faith” (or Nicene Creed) and established the New Testament Canon; it also gave birth to Churches from the Caspian to the Baltic, and from the Balkans to Central Europe; today, its jurisdiction extends to the Far East, Western Europe, Australia and America.
Of course, this ecumenicity constitutes both an ancient privilege and a lasting responsibility, demanding an open ministry within our own communions, among other Christian confessions, as well as toward the world’s faith communities. Within our ecumenical initiatives, the international theological dialogue with our “sister Church” of Rome – instituted in the 1960s as the “dialogue of love” and continuing today as the “dialogue of truth” – comprises our foremost encounter of “speaking the truth in love.” A concrete example of this encounter here at Fordham is the Orthodox Christian Minor Studies Program, which is the first of its kind at a major university in the United States. This program complements the existing annual “Orthodoxy in America Lecture” and the Orthodox Christian Fellowship, and demonstrates a practical synergistic spirit, modeling for Orthodox and Roman Catholics everywhere a shared common purpose based in truth and in love.
Nevertheless, our purpose this evening is not to outline for you the manner in which the ecumenical imperative defines our Church but, rather, to inspire in all of you the primacy of ecumenicity or the value of opening up in a world that expects us “always to be prepared to give an answer to everyone that asks us to give the reason for the hope within us.” (1 Peter 3.15) In this regard, we would like to draw your attention to three dimensions of “opening up” or “ecumenical consciousness.”
(i) Opening up to the heart,
(ii) Opening up to the other, and
(iii) Opening up to creation

(i) Opening up to the Heart: The Way of the Spirit
As faith communities and as religious leaders, it is our obligation constantly to pursue and persistently to proclaim alternative ways to order human affairs, ways that reject violence and reach for peace. Human conflict may well be inevitable in our world; but war certainly is not. If the twenty-first century will be remembered at all, it may be for those who dedicated themselves to the cause of tolerance and understanding.
Yet the pursuit of peace calls for a reversal of what has become normal and normative in our world. It requires conversion (metanoia) and the willingness to become individuals and communities of transformation. The Orthodox Christian spiritual classics emphasize the heart as the place where God, humanity, and world may coincide in harmony. Indeed, The Philokalia underlines the paradox that peace is gained through witness (martyria), perceived not as passivity or indifference to human suffering but as relinquishing selfish desires and acquiring greater generosity. The way of the heart stands in opposition to everything that violates peace. When one awakens to the way within, peace flows as an expression of gratitude for God’s love for the world. Unless our actions are founded on love, rather than on fear, they will never overcome fanaticism or fundamentalism.
In this sense, the way of the heart is a radical response, threatening policies of violence and politics of power. This is why peacemakers threatened the status quo. Indeed, the Sermon on the Mount shaped the pacifist teaching of Leo Tolstoy, whose work The Kingdom of God is Within You was molded by the writings of the Philokalia and in turn profoundly influenced both the nonviolent principles of Mahatma Gandhi (1869 – 1948) and the civil rights activism of Martin Luther King (1929 – 1968). Sometimes, the most “provocative” message is “loving our enemy and doing good to those who hate us” (Luke 6.27). Some may announce “the end of faith” or “the end of history,” blaming religion for violent aberrations in human behavior. Yet, never was the peaceful “protest” of religion more necessary than now; never was the powerful “resistance” of religion more critical than today. Ours is the beginning, not the end of either faith or history.

(ii) Opening up to the Other: The Way of Dialogue
This is why the interreligious gatherings initiated by the Ecumenical Patriarchate are crucial for paving the way toward peaceful coexistence between the world’s peoples. Such dialogue draws people of diverse religious beliefs and cultural traditions out of their isolation, instituting a process of mutual respect and meaningful communication. When we seek this kind of encounter, we discover ways of coexisting despite our differences. After all, historical conflicts between Christians and Muslims are normally rooted in politics and not in religion. The tragic story of the crusades is a telling example, bequeathing a legacy of cultural alienation and ethnic resentment.
Speaking, then, of an inevitable and inexorable “clash of civilizations” is incorrect and inappropriate, especially when such a theory posits religion as the principal battleground on which such conflict is doomed to occur. National leaders may provoke isolation and aggression between Christians and Muslims; or else demagogues may mobilize religions in order to reinforce national fanaticism and hostility. However, this is not to be confused with the true nature and purpose of religion. Christians and Muslims lived alongside each other during the Byzantine and the Ottoman Empires, usually supported by their political and religious authorities. In Andalusia Spain, believers in Judaism, Christianity and Islam coexisted peacefully for centuries. Such historical models reveal possibilities for our own pluralistic and globalized world.
Moreover, any theory about “the clash of civilizations” is invariably naïve inasmuch as it oversimplifies differences between peoples, cultures and religions. How ironic that religion promotes a more “liberal” position than the “realism” of a political scientist! The visit in November 2006 of Pope Benedict XVI to the Ecumenical Patriarchate in Istanbul was historical not only for relations between the Eastern and Western Churches but also for Christianity and Islam. The then newly-elected Pope continued a tradition established by his predecessors, the late Popes Paul VI and John Paul II, who both visited the Phanar in 1967 and in 1979, repectively.
We affectionately recall how Ecumenical Patriarch Athenagoras (1886-1972), an extraordinary leader of profound vision and ecumenical sensitivity, a tall man with piercing eyes, would resolve conflict by inviting the embattled parties to meet, saying to them: “Come, let us look one another in the eyes.” This means that we must listen more carefully, “look one another” more deeply “in the eyes.” As St. Nilus of Ancyra wrote: “You are a world within the world; look inside yourself and there you will see God in the whole of creation.” Each of us comprises a living icon of the divine Creator. And we are, furthermore, always – whether we know it or not – closer to one another in more ways than we are distant from one another; closer than we might ever suspect or even imagine.

(iii) Opening up to Creation: The Way of the Earth
Speaking of icons when it comes to God and creation leads us to our final point. For nowhere is the sense of openness more apparent than in the beauty of Orthodox iconography and the wonder of God’s creation. In affirming sacred images, the Seventh Ecumenical Council (Nicaea, 787) was not primarily concerned with religious art but with the presence of God in the heart, in others and in creation. For icons encourage us to seek the extraordinary in the ordinary, to be filled with the same wonder of the Genesis account, when: “God saw everything that He made and indeed, it was very good.” (Gen. 1.30-31) The Greek word for “goodness” is kallos, which implies – both etymologically and symbolically – a sense of “calling.” Icons are invitations to rise beyond trivial concerns and menial reductions. We must ask ourselves: Do we see beauty in others and in our world?
The truth is that we refuse to behold God’s Word in the oceans of our planet, in the trees of our continents, and in the animals of our earth. In so doing, we deny our own nature, which demands that we stoop low enough to hear God’s Word in creation. We fail to perceive created nature as the extended Body of Christ. Eastern Christian theologians always emphasized the cosmic proportions of divine incarnation. For them, the entire world is a prologue to St. John’s Gospel. And when the Church overlooks the broader, cosmic dimensions of God’s Word, it neglects its mission to implore God for the transformation of the whole polluted cosmos. On Easter Sunday, Orthodox Christians chant:
Now everything is filled with divine light: heaven and earth, and all things beneath the earth. So let all creation rejoice.
The principal reason for our visit to the Unites States this month was our hosting of an environmental symposium along the Mississippi River, focusing on its impact on New Orleans; this journey was also a personal pilgrimage after our original visit to New Orleans soon after the devastation of Hurricane Katrina. The symposium was the eighth in a series of international, inter-faith and inter-disciplinary conferences, which gather scientists and theologians, politicians and journalists, in an effort to raise awareness on regional ecological issues that have a global impact on our world. After all, we are convinced that recalling our minuteness in God’s wide and wonderful creation only underlines our central role in God’s plan for the salvation of the whole world.

Conclusion:
Opening up to the heart; opening up to the other; and opening up to creation. Our age demands no less than openness from all of us. We hear it stated often that our world is in crisis. Yet, never before in history have human beings had the opportunity to bring so many positive changes to so many people simply through encounter and dialogue. The interaction of human beings and ethnic groups is today direct and immediate as a result of technological advances in the mass media and means of travel. While it may be true that this is a time of crisis, it must equally be underlined that there has also never been greater tolerance for respective traditions, religious preferences and cultural peculiarities.
The human heart, the other person, and the natural creation each comprise profound icons of the living God. May you always remain open to the heart, to others, and to creation. This is the only way to discern the presence of God in our world.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Τέσσερα Γράμματα από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και μια διαχρονική Αθηναϊκή Επιστολή του Γρηγορίου Ξενόπουλου

από το Αρχείο του Γρηγορίου Ξενοπούλου

της Κατερίνας Δεμέτη

Με τη διαθήκη της 20ης Φεβρουαρίου 1987, η Ευθαλία Ξενοπούλου-Νάτσιου, κόρη του αείμνηστου Γρηγορίου Ξενόπουλου, κληροδότησε στο Μουσείο Μπενάκη, στον Δήμο Ζακυνθίων και στο Ωδείο Αθηνών, την περιουσία της, κινητή και ακίνητη.

Η μελέτη του τμήματος εκείνου από το αρχείο της δωρήτριας, το οποίο σήμερα αποτελεί περιουσία του Δήμου Ζακυνθίων και φυλάσσεται στο Μουσείο Γρηγορίου Ξενόπουλου, στη γειτονιά της Φανερωμένης, είναι μια εργασία που απαιτεί χρόνο, προσπάθεια και επιστημονική συνεργασία ειδικών επιστημόνων, που έχουν πείρα από το ανάλογο υλικό.

Επειδή όμως το «Σύγχρονο Μουσείο», δεν έχει μόνο στόχο να συγκεντρώσει, να αρχειοθετήσει και τελικά να εκθέσει τα μουσειακά αντικείμενα, αλλά να έχει τέτοια δομή και λειτουργία, ώστε να δρα εκπαιδευτικά προς τους νεώτερους και επειδή είναι γνωστό ότι το αδημοσίευτο υλικό είναι ουσιαστικά και επιστημονικά άχρηστο, γι’ αυτό σήμερα δημοσιεύουμε τέσσερις επιστολές προς την Ευθαλία Ξενοπούλου-Νάτσιου και το σύζυγό της Χριστόφορο, από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και μία επιστολή του Γρηγορίου Ξενόπουλου από τη σειρά των Αθηναϊκών Επιστολών της «Διάπλασης των Παίδων», του 1959.

Επιπλέον τόσο ο επετειακός χαρακτήρας των επιστολών αυτών μέσα από την πληθώρα των ιδιωτικών, που απευθύνονται στην Οικογένεια Νάτσιου και βρίσκονται στο αρχείο του Μουσείου, όσο και ο διδακτικός χαρακτήρας της «Αθηναϊκής Επιστολής» του Γρηγορίου Ξενόπουλου από τη «Διάπλαση των Παίδων», αλλά και η αίσθηση «του τόσο μακριά μα και τόσο κοντά μας», μάς οδηγεί σε μια ευλαβική σχεδόν προσέγγιση του υλικού αυτού. Διατηρήσαμε την ορθογραφία των επιστολών, θεωρώντας ότι το τελευταίο που θα μπορούσαμε να ζητήσουμε είναι η σωστή ορθογραφία των συντακτών τους.
Ελπίζουμε ότι το Μουσείο Γρηγορίου Ξενόπουλου θα βοηθηθεί έτσι ώστε το υλικό του να συντηρηθεί και να αναδειχτεί με τον πιο κατάλληλο τρόπο.


Α. ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Αποστολέας: Δεκανεύς Μπότσης Κ.Κ.
ΙΙΙ/36 Συν/μα
Προς: Κυρίαν Λουλούκαν Χ. Νατσίου, Αγ. Δημητρίου 2, Αθήνας.
T.T. 850 Tη 23η Μαρτίου 1941

Σεβαστή κ. Νατσίου,
Σας στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα ψηλά χιονισμένα και ηρωικά βουνά του μετώπου μας, εδώ που ο Ελληνικός Στρατός κάνει τα θαυμαστά του θαύματα, που θαυμάζει και θα θαυμάζει αιωνίως όλος ο κόσμος, η αθάνατη Ελλάς, που εγαλούχισε επί τριάκοντα αιώνας την ανθρωπότητα με θαύματα και θα γαλουχή αφού θα υπάρχει άνθρωπος. Ενθυμούμαι τα λόγια σας που μου είπατε όταν την 28η Οκτωβρίου 1940 {υπέρ βομών και εσθιών}.
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, που λέτε στη γυναίκα μου και δια την κανονικήν λειτουργίαν του λ/σμού σας.
Τα σέβη μου εις τον κ. Νάτσιον.
Οι αθάνατοι Έλληνες Στρατιώται στο μέτωπο με το αίμα μας αλλά και εσείς εκεί στο εσωτερικόν μέτωπον προσφέρετε κάτι το σχετικόν.

Σας χαιρετώ.
Μεθ’ εκτιμήσεως,
Δεκανεύς Μπότσης Κ.Κ.
ΙΙΙ/36 Συν/μα
Ο.Δ.Τ.
Τ.Τ.850


Β. ΑΤΕΛΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ

Όνομα αποστολέως:
Βουρλάκος Γεώργιος, Στρατιώτης.
Διεύθυνσις: Μ 9/Δ
Τόπος: Τ.Τ.825
Προς: Κύριον Χρηστόφορον Νάτσιον, Αρχιτέκτονα, Οδός Αγ. Δημητρίου 2, Συν. Ψυρρή, Αθήνας.
Μ 9/Δ Τ.Τ.825-12-2-41

Αγαπητέ Χριστόφορε,
Υγιαίνομεν-Υγιαίνεται. Εχθές ελάβαμεν επιστολήν σας με τον Παναγιώτην και ευχαριστήθημεν που μας ενθυμήθητε και ας μην ήλθες στο Ρους να μας αποχαιρετήσης. Μας γράφετε πως μας είχατε έτοιμα δέματα και δεν τα παραλαμβάνουνε. Στείλε μας τότε μερικά τσιγάρα που έρχονται, όχι όμως Νο 1, ξέρεις εσύ και στείλε μου και την επιστολήν που μου είχες κρατήσει. Πολλούς χαιρετισμούς στην κυρίαν σου και
[στον]
κ. Κοσμάν.
Με πολύν αγάπην, Γιώργος.
Περιμένωμεν τσιγάρα.



Γ. ΑΤΕΛΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ

Όνομα αποστολέως: Βουρλάκος Γεώργιος, Στρατιώτης.
Διεύθυνσις: Μ 9/Δ
Τόπος: Τ.Τ.825
Προς: Κυρίαν Λουλούν Νάτσιου, Οδός Αγ. Δημητρίου 2, Συν. Ψυρρή, Αθήνας.
Τ.Τ.825-12-2-41

Αγαπητοί μας φίλοι,
Κε Χριστόφορε και Κα Λουλού.
Υγιαίνομεν-Υγιαίνετε.
Την αγαπητήν σας επιστολήν ελάβαμεν και δεν φαντάζεσθε την χαράν μας που βλέπομεν πως μας ενθυμήσθε., πολύ δε περισσότερον ευχαριστήθημεν για τα ωραία σας πατριωτικά λόγια, και να είσθε βέβαιοι πως γρήγορα θα φέρομεν εις πέρας τον ιερόν σκοπόν για τον οποίον αγωνιζόμεθα με την βοήθειαν της Παναγιάς μας. Μας γράφετε πως έχετε έτοιμα δέματα να μας στείλετε, δεν είναι ανάγκη, μας είναι αρκετό το ότι μας ενθυμείσθε, άλλωστε μάλινα έχωμε αρκετά, ένα μόνον να κάνετε να παρακαλείτε την Παναγιά μας να γυρίσωμε γρήγορα Νικηταί και θα Νικήσωμε διότι το δίκαιο είναι μαζύ μας. Στείλτε μας όμως κανά τσιγάρο και κανά στηλό για να σας γράφομε, και μερικά χαρτοφάκελα. Αυτές τις ημέρες μας είχαν κάνει οι Φρατέλοι μερικάς επιθέσεις, αλλ’ αι επιθέσεις των μετεβλήθησαν, σε άτακτον φυγήν τοιούτου είδους που δεν προφθάνωμε να ενταφιάζομαι τους νεκρούς των. Αυτοί είναι οι Ιταλοί.
Με άπειρη φιλία και εκτίμησι.
Γιώργος Βουρλάκος.


Δ. ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Αποστολέας: Δεκανέας Φωτόπουλος Παναγιώτης, Μονάς 9/Δ Τ.Τ.825
Προς: Κυρίαν Λουλού Χρησ. Νάτσιου, Αγίου Δημητρίου 2, Αθήναι.

Απ’ τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Εν Τ.Τ.825 <Μονάς 9/Δ> 13-2-41

Αγαπητοί μου κκ Λουλού και Τοτό,
Το γράμμα σας πήρα σήμερον και χάρηκα που είσθε καλά, και που ύστερα από 2 μήνας που έφυγα από την Αθήνα, συνομήλισας σήμερα με το γράμμα σας, το οποίο μου θύμησε πολλά. Καθημερινώς περίμενα γράμμα σας, για να μάθω πως είσθαι και τι γίνετε ο κ. Χριστόφορος με τα καμουφλαρίσματα. Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια και το ενδιαφέρον σας προς εμέ. Οι επιχειρήσεις του Μετώπου καθώς διαβάζεται στας εφημερίδας πηγαίνουν πολύ καλά και πολύ σύντομα θα τους πετάξουμε στην θάλασσα αυτούς τους άθλιους και ύπουλους Ιταλούς. Είμαι υπερίφανος που βρίσκομε στην Πρώτη γραμμή του Πυρός προσφέροντας τας υπηρεσίας μου προς τους μαχόμενους Ιταλούς. Το δε Τάγμα μας έχει κάνει θαύματα καθώς θα είδατε στην Ακρόπολι της 21/1/41, με κίνδυνο της ζωής μας επετύχαμε τον σκοπό μας.
Κ. Λουλού μάλινα είδη έχω προμηθευθεί προ καιρού. Σε ευχαριστώ που μου ετοίμασες το πουλόβερ, πλην όμως μην το στείλεις. Στείλε μου μόνον Μερικά Σιγάρα, γιατί δεν μας προφθάνει ο ανεφοδιασμός, λόγω της μεγάλης αποστάσεως, λίγο κονιάκ, χαρτοφάκελα, ένα στυλογράφο, έναν αναπτήρα, μερικά μανδυλάκια, και εάν σας είναι εύκολον κανά περιοδικό ή εφημερίδες για να περνούμε τις ώρες μας οσάκις δεν έχουμε εργασίες. Συγνώμη για την απαίτησην αυτήν με όλο το θάρρος της φιλίας μας.
Με αδεφλική Αγάπη,
Σας φιλώ,
Πάνος
Υ.Γ. και μία πίπα για να κόβω τα σιγάρα στη μέση για λόγους οικονομίας.


Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ, Σάββατον 24 Οκτωβρίου 1959, Τόμος 1959 Β΄ αριθμ.21, σελ. 567.
ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ:
« Έ σ ο έ τ ο ι μ ο ς »

Αγαπητοί μου,
Όταν ήμουνα μικρός, πολύ μικρός, νομίζω ότι δεν είχα πάει ακόμη στο σχολείο, θαύμαζα τα προσκοπάκια. Με τη στολή τους, με τα κοντάρια τους, με τα σήματά τους, με τα παιχνίδια και τις ασκήσεις τους. Θυμάμαι ακόμη και τώρα, πολύ αμυδρά βέβαια, ένα μεγάλο γήπεδο στην παραλία της Μυτιλήνης, προς το Μακρύ Γιαλό, ξέφραγο χωράφι μπορώ να πω, με δύο ξύλα όρθια για πόρτα, πύλη για την ακρίβεια και μια μεγάλη επιγραφή: «Έσο έτοιμος».
Πρέπει να είχα πάει όμως τότε στο σχολείο, γιατί κατάφερνα και διάβαζα αυτή την επιγραφή με τα μεγάλα μπλε κεφαλαία γράμματα: «ΕΣΟ ΕΤΟΙΜΟΣ». Δεν καταλάβαινα όμως τι σήμαινε. Το έτοιμος βέβαια ήτανε λέξη γνωστή για μένα. Αλλά αυτό το «έσο»; Ο… πλούτος των γνώσεών μου, έφθασε κάποτε ως το σημείο να μάθω ότι «έσο» σημαίνει μέσα. Γράφεται όμως αλλιώτικα. Αλλά πάλι «μέσα έτοιμος» τι θα πη; Έβλεπα, βέβαια, τα προσκοπάκια να κυκλοφορούνε εκεί, αλλά γιατί να γράφη η επιγραφή ότι μόνο οι μέσα ήταν έτοιμοι; Πριν μπούνε μέσα δηλαδή δεν ήτανε έτοιμοι;
Ο εγωϊσμός μου (όταν πηγαίνει κανείς στην πρώτη δημοτικού, νομίζει πως τα ξέρει όλα) δε μ’ άφηνε να ρωτήσω. Κάναμε συχνούς περιπάτους με τους γονείς μου και τ’ αδέλφια μου, στην παραλία κι’ έβλεπα διαρκώς αυτή τη μυστηριώδη επιγραφή. Κάποτε τέλος πάντων έρριξα τον… εγωϊσμό μου και ρώτησα το μεγάλο μου αδελφό, που ήτανε και διαπλασόπουλο;
-Τι θα πη, «έσο έτοιμος»;
-Να είσαι πάντα έτοιμος.
Πάλι δεν κατάλαβα πολλά πράγματα. Όταν όμως μεγάλωσα, ένιωσα πραγματικά το τι σημαίνει αυτό για τη ζωή μας.
Πάντα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε το κάθε τι που θα μας συμβεί, είτε σαν άτομα, είτε σαν σύνολο. Η ζωή βέβαια, κυλάει ομαλά. Έχει όμως και τις αναποδιές της.
Έτσι πριν από δεκαεννιά χρόνια, η ζωή στη χώρα μας κυλούσε όμορφα και γαλήνια. Είχε εκραγεί ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά η Ελλάδα ήτανε αμέτοχη σ’ αυτόν. Λίγα χρόνια πριν, κανένας δε φανταζότανε ότι θα γινότανε πόλεμος. Η ζωή σ’ όλον τον κόσμο ήτανε ειρηνική. Γιατί λοιπόν ν’ ανησυχούμε κι εμείς; Ποιος ο λόγος να ετοιμασθούμε για άμυνα, σε μιαν επίθεση που κανένας δε φανταζότανε;
Ήλθε όμως αυτή η άνανδρη επίθεση της 28ης Οκτωβρίου, από ένα καθεστώς, που καταδικάσθηκε στην ίδια τη χώρα που γεννήθηκε, την Ιταλία. Σηκώθηκαν τα «έξι εκατομμύρια λόγχες» και χτυπήσανε την Ελλάδα. Νομίζανε πως μόνο η σκιά τους θα μας φόβιζε. Κάποτε άλλοτε όμως, πριν αιώνες, τα ίδια περίπου άκουσε κι ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, για τη σκιά των βελών των Περσών. Έδωσε τότε την απάντηση που έπρεπε: «Θα πολεμήσωμεν υπό σκιάν». Στα 1940, την έδωσε πάλι η Ελλάδα την απάντηση.
Περίμεναν ότι θα μας βρούνε απροετοίμαστους. Γελάστηκαν! Οι Έλληνες είναι πάντα έτοιμοι, Σα λαός και σαν άτομα. Κι εκεί που περιμένανε να σαρωθούμε, αντισταθήκαμε. Όλος ο κόσμος, και στα δύο ημισφαίρια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό από κατάπληξη και θαυμασμό. Δώσαμε την πρώτη νίκη στη συμμαχική παράταξη εναντίον του φασισμού, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εμείς όμως δεν κοιτάζαμε, ούτε την κατάπληξη, ούτε το θαυμασμό. Μας ενδιέφερε η νίκη.
«Έσο έτοιμος»!
Μη ξεχνάτε πάντα στη ζωή σας να είσαστε έτοιμοι για το κάθε τι. Αλίμονο αν νομίζετε ότι όλα θα κυλάνε πάντα ευχάριστα και ομαλά. Η ζωή, ποτέ δεν πρέπει να σας βρίσκη απροετοίμαστους. Είναι μια αρχή που πρέπει να τη βάλετε από τώρα στο μυαλό σας και να την κρατάτε διαρκώς.
Σας ασπάζομαι
ΦΑΙΔΩΝ

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Το κυνήγι ως εικαστικό θέμα: μία καλλιτεχνική δραστηριότητα σε αρμονία με την νόμιμη εποχή θήρας στο "Νησί των Κυνηγών"

Της Κατερίνας Δεμέτη
Το να καταπιαστεί κάποιος με το θέμα «κυνήγι» στη Ζάκυνθο, μοιάζει σαν ν’ αναφέρεται σ’ ένα θέμα που σχετίζεται λίγο πολύ με την πανάρχαια διαδικασία μετάβασης από την παιδική στην ώριμη ηλικία, που για τον άντρα σημαίνει και κάτι περισσότερο: συμμετοχή στην παραγωγή, ικανότητα για εξεύρεση συντρόφου, τεκνοποίηση και κατά συνέπεια, ωρίμανση σε κάθε βιολογικό τομέα.
Αλλά θα 'ταν άδικο να εξαιρέσουμε και τις γυναίκες, που όλες λίγο - πολύ συμμετέχουν με τον τρόπο τους στο ευγενές αυτό σπορ, είτε μαδώντας, καψαλίζοντας και μαγειρεύοντας τα λάφυρα (καρφουμά, με μπίζι, σάρτσα, στη γάστρα, ψητά ή με σκορδομάραθο), είτε κρατώντας κι εκείνες το όπλο επ’ ώμου (μαζί με το πλεχτό και το περιοδικό, για να περνάει η ώρα), συνοδεύοντας τον σύντροφο τις μοναχικές ώρες της άρμπας.
Μη σας φαίνεται περίεργο. Όσες προερχόμαστε από κυνηγετικές φαμίλιες, και νομίζω ότι είμαστε οι περισσότερες, έχουμε ακούσει για τα κατορθώματα του νόνου - πατέρα και για την υπομονή της νόνας-μητέρας στο «χόμπυ» του, κι έχουμε ξεκαρδιστεί με τις μάντσιες, που συνοδεύουν την κοινή τους ζωή.
Γι’ αυτό, όταν παίρνουν το φως της δημοσιότητας θέματα όπως, η θανάτωση κυνηγόσκυλων και η επικήρυξη με σεβαστό χρηματικό ποσό από τον Κυνηγετικό Σύλλογο Ζακύνθου των δραστών, ή η δυσφήμιση του νησιού μας για παράνομη θήρα, διαδικτυακά και από μεγάλα αθηναϊκά περιοδικά, αισθανόμαστε την ανάγκη να πάρουμε κάποια θέση. Γιατί πιστεύουμε ότι αυτό το κυνήγι -δημοσιότητας και αυτό το κυνήγι- μαγισσών, έχει να κάνει περισσότερο με τα φαινόμενα της εποχής μας.
Είναι γνωστό βέβαια ότι, η περίοδος κυνηγιού διαρκεί από τις 20 Αυγούστου μέχρι 28 Φεβρουαρίου, εκτός από το κυνήγι της πέρδικας που λήγει στις 14/12, του λαγού στις 10/1 και του αγριογούρουνου στις 20/1. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η θήρα αγριοκούνελου μέχρι 10 Μαρτίου. Στις 15 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε το κυνήγι του λαγού, ενώ το κυνήγι της πέρδικας άρχισε από την 1 Οκτωβρίου. Επιτρεπόμενες μέρες κυνηγιού λαγού, πέρδικας και αγριογούρουνου έχουν ορισθεί η Τετάρτη και τα Σαββατοκύριακα. (Στοιχεία από Κυνηγετικό Σύλλογο Ζακύνθου, Ευγενίδου 10, τηλ. 26950-42662).
Ο Ζακυνθινός ωστόσο αγαπάει το κυνήγι, γιατί είναι ένα κομμάτι από τον τόπο του ή πιο σωστά, ένας τρόπος για να εξημερώσει τη φύση του τόπου του. Για να έρθει πιο κοντά στα δάση και στα βουνά της, στους λόγγους και στις χαράδρες της. Για να γνωρίσει τη χλωρίδα και την πανίδα της και γίνει ο κυρίαρχος.
Γιατί ο Ζακυνθινός κυνηγός είναι κατά βάση φυσιολάτρης.
Θα μου πείτε: και αυτά τα έκτροπα που παρουσιάζονται στις μέρες μας, με την εξόντωση δεκάδων απροστάτευτων πουλιών, έτσι για την πλάκα;
Νομίζω ότι αυτά είναι εξαίρεση, γιατί όποιος έχει ακούσει πραγματικό κυνηγό, εννοώ κυνηγό με συνείδηση, θα διαπιστώσει ότι μπροστά στο θέαμα του ανοίγματος των φτερών της μπεκάτσας, πολλές κάνες έχουν κατεβεί, έτσι, για την απόλαυση του πετάγματος του ωραίου πουλιού.
Και άνθρωποι ασυνείδητοι υπάρχουν παντού. Σε όλους τους χώρους.
Ο Ζακυνθινός κυνηγός όμως δεν είναι ασυνείδητος, γιατί ξέρει ότι το να καταστρέψει το θήραμα είναι στην πραγματικότητα αυτοκαταστροφή. Αυτό θα οδηγήσει στη νέκρωση της φύσης και για να μιλήσουμε με όρους ιστορίας της τέχνης: η «νεκρή φύση» διαφέρει ως προς όλα από τη «ζωντανή φύση».
Αλλά και πάλι, η σχέση του Ζακυνθινού με το κυνήγι, μοιάζει κάπως με τον τρόπο που η «νεκρή φύση» σαν θεματολογία στην τέχνη, εμφανίζεται μέσα στη διαδρομή των αιώνων. Προβάλλει δηλαδή αυτόνομη, σαν ένα ξεχωριστό είδος, ανάμεσα στα πολλά που παρουσιάζει η καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Ο όρος «νεκρή φύση», natura morta, εισάγεται στην ιταλική ορολογία της τέχνης τον 18ο αι. Η natura morta θεωρείται ακόμη τότε ζωγραφική δεύτερης κατηγορίας και αντιδιαστέλλεται προς την «ευγενή» natura vivente, τη ζωντανή φύση, όπου πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος. Στις Κάτω Χώρες από τον 17ο αι. καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα η «νεκρή φύση», ως προσφιλές είδος αστικής ζωγραφικής, και χρησιμοποιήθηκε ο όρος που έμελλε να επικρατήσει στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα: still life, Stilleben (ήσυχη ζωή, ήσυχο μοτίβο), σε αντίθεση με την κίνηση που χαρακτηρίζει το ζωντανό μοντέλο. Από τότε που ο Καραβάτζιο (Michelangelo Merisi da Caravaggio, 1573-1619) ζωγράφισε γύρω στα 1600, μια από τις πρώτες νεκρές φύσεις της ιστορίας, ένα ολοζώντανο πανέρι με φρούτα, η ζωγραφική είχε κιόλας υπογράψει τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Διαδήλωνε σιωπηρά τη θέλησή της να πάψει ν’ αφηγείται ιστορίες και να αυτονομηθεί.

Ο Γιαν Άσσελυν (Jan Asselyn 1610-1652) από τους γνωστότερους Ολλανδούς ρωμαϊστές, δηλαδή τους βορειοευρωπαίους εκείνους καλλιτέχνες των αρχών του 16ου αι. που το ύφος τους ήταν επηρεασμένο από την Αναγέννηση, μετά από επίσκεψή τους στην Ιταλία, ζωγράφισε τον πίνακα «Ο τρομαγμένος κύκνος», (1784, Βασιλικό Μουσείο Άμστερνταμ) για τον Γιαν Ντε Βιττ. Το θέμα ασυνήθιστο, αλλά όχι σπάνιο. Η εκτέλεση στερεή και δυνατή, ενώ το διάφανο γαλαζωπό χρώμα και το δραματικό φόντο είναι τυπικά γνωρίσματα του ιταλικού ρεύματος στις βόρειες Κάτω Χώρες. Λίγο μετά το θάνατο του Άσσελυν, ο Γιαν Ντε Βιττ, έγινε Πρωθυπουργός της Δημοκρατίας και κάποιο χέρι πρόσθεσε επιγραφές σε γλώσσα ολλανδική, που αποδίδουν στον πίνακα μια πολιτική αλληγορία της ολλανδικής ανεξαρτησίας. Και να τι γράφουν: «Ο Πρωθυπουργός» κάτω από τον κύκνο, «Ολλανδία» πάνω σε ένα από τα αυγά και «Εχθρός του Κράτους», πάνω στον σκύλο (κάτω αριστερά). Η πρόθεση της αλληγορίας είναι φανερή, όσο κι αν δεν ξέρουμε ποιος ήταν αυτός ο «Εχθρός του Κράτους»!
Αλλά ήταν η τεχνική της ελαιογραφίας εκείνη που επέτρεψε στον ζωγράφο ν’ αναδείξει την υφή των αντικειμένων και να τονίσει την υλική τους παρουσία. Μέσα από την ελαιογραφία, η «νεκρή φύση», κατάφερε να μιλάει στο θεατή, με την ποικιλία και τη μελωδία των σχημάτων, με τον πλούτο της υφής, με την αρμονία των χρωμάτων, με τη δομή και τον ρυθμό της σύνθεσης. Επειδή δε διαιωνίζει στιγμές απόλαυσης, προορίζεται να στολίσει τραπεζαρίες και σαλόνια. Μια τέτοια ζωγραφική, αποδεικνύει κάτι περισσότερο από τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη. Επιβεβαιώνει τον πλούτο και τον τρόπο ζωής του ιδιοκτήτη.
Οι ελαιογραφίες συχνά απεικονίζουν πράγματα. Πράγματα που μπορούν ν’ αγοραστούν. Το να έχεις ένα πράγμα ζωγραφισμένο και βαλμένο στο μουσαμά, δεν είναι διαφορετικό από το να το αγοράζεις και να το βάζεις σπίτι σου. Αν αγοράσεις έναν πίνακα, αγοράζεις επίσης και την όψη του πράγματος που αντιπροσωπεύει.

Στην Ελλάδα η «νεκρή φύση» αναπτύχθηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. για ν’ ανταποκριθεί στη ζήτηση της νέας αστικής τάξης. Ο Περικλής Πανταζής (1849-1884) θα ζωγραφίσει πολλές νεκρές φύσεις, όπου παρακολουθούμε την εξέλιξη του ύφους του, από τα σκοτεινά παστόζικα χρώματα στην απελευθέρωση της πινελιάς και στην ιμπρεσσιονιστική λαμπρότητα.

Οι ελαιογραφίες με νεκρές φύσεις που εξειδικεύονται σε θηράματα ή είδη κυνηγιού, είναι πολύ διαδεδομένες σε όλη την Ευρώπη (Jean-Batiste-Simeon Chardin, Νεκρή φύση με φασιανό και κυνηγετική τσάντα, 1760, Staatliche Museen, Βερολίνο). Αυτοί οι πίνακες, κρεμασμένοι στις τραπεζαρίες των αστικών και πλούσιων σπιτιών, επιβεβαίωναν τη δύναμη του κατόχου τους να προσπορίζει την τροφή, αλλά συγχρόνως και την επεδείκνυαν.

Μοιάζουν κάπως με τις φωτογραφίες των συντοπιτών μας που επιστρέφουν από τις εξορμήσεις τους ή από εδώ ή από τη Βόρεια Ελλάδα κι επιθυμούν ν’ απαθανατιστούν στο φακό με όλα τους τα τρόπαια!
Στα πρόσωπά τους μπορούμε να δούμε όχι μόνο την περηφάνια για το μεγάλο κατόρθωμα. Μπορούμε να διαπιστώσουμε την ικανοποίηση για τη νίκη του ανθρώπου απέναντι στη φύση.
Τη νίκη της «νεκρής φύσης» απέναντι στη «ζωντανή».
Καλά κυνήγια!

Φωτογραφίες:

1. Jean-Batiste-Simeon Chardin, Νεκρή φύση με φασιανό και κυνηγετική τσάντα, 1760, Staatliche Museen, Βερολίνο
2. Leonardo Da Vinci, Σπουδή με γάτες, δράκους και άλλα ζώα, 1513-1515, Royal Library, Windsor
3. Leonardo Da Vinci, Σπουδή με άλογα, αιλουροειδή και τη μάχη του Αγίου Γεωργίου με το δράκο, 1513-15, Royal Library, Windsor
4. Vincent van Gogh, πουλί, 1886
5. Γιαν Άσσελυν, Ο τρομαγμένος κύκνος, 1784, Βασιλικό Μουσείο Άμστερνταμ
6. Περικλής Πανταζής, Λαγός, 1875-77, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα.
Related Posts with Thumbnails