Γράφει
ο Παύλος Φουρνογεράκης
Από τη μια
κηδεία στην άλλη… Η δεύτερη, της ΕΡΑ, είχε και λαϊκή-επαναστατική μουσική στον
προαύλιο χώρο της. Ψάλαμε μ’ άλλο τρόπο τον επαπειλούμενο ενταφιασμό της. Να
την αναστήσουμε πασχίζουμε! Θ’ αναστηθεί, μας λένε, μετά τρεις μήνες, μεταλλαγμένη, πειθήνια, με εξειδικευμένες γνώσεις αποχαύνωσης και
χειραγώγησης του πληθυσμού. Πρώτη φορά υποκλίθηκα στα μαρμαρένια σκαλιά της, την
έβλεπα πάντα από μακριά με δέος, μ’ αυτό το δέος που δημιουργείται στα αθώα παιδικά
χρόνια, όταν αντικρίζει κανείς κάτι που φαντάζει ογκώδες, υψηλό, φαντασμαγορικό, ασύλληπτο.
Έτσι λαμπύριζαν στα μάτια μου τα φώτα στις μεταλλικές κεραίες της κι έγινε το
σημείο αναφοράς του ζακυνθινού κάμπου της ομίχλης και των βουκόλων, κάπου εκεί
στη δεκαετία του ‘60.
Επιτέλους,
δεν θα ακούγαμε μόνο τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, θα
είχαμε καλύτερο σήμα στις συχνότητες των βραχέων κυμάτων στα επιτραπέζια και τα
φορητά τρανζίστορ μας, θα δημιουργούσαμε στο μέλλον τις δικές μας εκπομπές!… Μπορούσαμε κι εμείς στη νησιωτική επαρχία να μαθαίνουμε ό,τι ήθελαν να μαθαίνουμε από τα τεκταινόμενα στην
πρωτεύουσα και στον υπόλοιπο κόσμο.
Απλά,
έπρεπε να προσαρμόσουμε στις δικές μας κεραίες τα ανάλογα φίλτρα και τους
αποκωδικοποιητές για να πλησιάσουμε την αλήθεια, ειδάλλως θα ζούσαμε στην πλάνη
της κρατικής προπαγάνδας και της πολιτικής αδιαντροπίας. Κάπως έτσι, όπως θα
πρέπει να τεντώνουμε και τις σημερινές μας κεραίες για να συλλάβουμε τα
επικίνδυνα σήματα της δημοκρατικής και πολιτικής μας υποβάθμισης.
Ήταν
μοναδικές εκείνες οι δίδυμες κεραίες με τα γερά στηρίγματα, κι αγαπήθηκαν σαν
τα δίδυμα παιδιά των γονιών που τα περίμεναν χρόνια και γι’ αυτό τα
παραχαϊδεύουν κι εκείνα εκμεταλλεύονται την αγάπη, γιγαντώνονται και αργούν ν’ απογαλακτιστούν.
Αργότερα
μπήκαν πάνω από τις στέγες οι άλλες κεραίες των μικρών πειρατικών σταθμών για
να κάνουν τις αφιερώσεις τους τα αγόρια και τα κορίτσια, να εκφράσουν τον πόθο
τους και τον έρωτά τους τις μεγάλες κρύες νύχτες του χειμώνα… Και τι χαρές και
πανηγύρια όταν κερδήθηκε η ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση! Η Δημοκρατία στο
αποκορύφωμά της, μπλεγμένη όμως στα καπιταλιστικά δίχτυα του λαϊκισμού και της
ποθούμενης υλικής ευμάρειας. Καρφώναμε τότε τις κεραίες στις κορφές των βουνών
κι αψηφούσαμε τον πόνο των τραυμάτων γιατί λησμονήσαμε, σαν τώρα, να υψώσουμε
και τις δικές μας κεραίες, παραδοθήκαμε και υποταχθήκαμε στους νέους
προπαγανδιστές καναλάρχες, χάσαμε τις σημαδούρες της ηθικής, τα όρια της
ελευθερίας και της δημοκρατίας, προσκυνήσαμε το νέο δόγμα και τη νέα τάξη.
Μειώσαμε
τη σημασία των δίδυμων κεραιών, σαν τους πρώην ψαράδες που δεν τις χρειάζονται
πια για τ΄ αλιευτικά σημάδια στο τουριστικό κόλπο του Λαγανά, τις ξεχάσαμε και δεν παρακολουθήσαμε την
ενηλικίωση και την ωρίμανσή τους. Κι
όμως, αυτές βουτηγμένες στη θολούρα της υγρασίας, με κλαμένα μάτια, τύλιξαν στην αγκαλιά τους όλη τη
νεότερη ιστορία και τον πολιτισμό: «Βασίλειον της Ελλάδος», «Ζήτω η Επανάστασις
του 1967», «Καραμανλής ή τανκ», «Νέα Δημοκρατία», «Αλλαγή – ΠΑΣΟΚ»,
«Τριτοκομματική Συνεργασία Υποταγής», «Χρυσή Αυγή», αλλά και ποιοτικό θέατρο,
μουσική, τραγούδι, παραμύθι, διήγημα, ποίηση, ήθη και έθιμα του τόπου,
προβληματισμοί, αγώνες, πολιτική,
θρησκεία, διαφήμιση, συμβάντα, γεγονότα…
Κι
εμείς, όσοι ξέρουμε κι αγαπάμε το καλό παλιό κρασί, της στήσαμε θρόνο στην
οικογενειακή εστία, στην οικοδομή, στο λιοστάσι, στο χωράφι, στο βουνό, στη
θάλασσα, στο αυτοκίνητο, στις μοναχικές
και τις συντροφικές μας ώρες. Ήπιαμε απολαυστικά, χαρήκαμε, χορέψαμε,
προσευχηθήκαμε, ενημερωθήκαμε με μεγαλύτερη δόση αλήθειας, προβληματιστήκαμε,
ξεχάσαμε τον πόνο μας… Και τώρα, σαν τα ορφανά παιδιά, ψάχνουμε απεγνωσμένα τις
στείρες θηλές των δημοσίων FM
και νιώθουμε τον πόνο και το φόβο για την τύχη, που διαλέγει για μάς
ανηφορικούς κι επικίνδυνους δρόμους πλάι στο γκρεμό του σύγχρονου φασισμού.
Συμπαραστάτες
στον πόνο της απώλειας πολύτιμου δημόσιου αγαθού διασταυρωθήκαμε με το βλέμμα της απόγνωσης
του απολυμένου, που ψάχνει με τις στραπατσαρισμένες του κεραίες, να βρει την
κρυψώνα της ελπίδας στο σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον.
«Είμαστε κάτι απίστευτες
αντένες,
Υψώνονται σα δάκτυλα στα
χάη,
Στην κορυφή τους τ΄ άπειρο
αντηχάει,
Μα γρήγορα θα πέσουνε
σπασμένες
Είμαστε κάτι διάχυτες
αισθήσεις,
Χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται
όλη η φύσις»
έγραφε ο
ποιητής Κ. Γ. Καρυωτάκης για να εκφράσει τα αισθήματα της διάλυσης και του
πόνου, που διακατείχαν την ψυχή του μια άλλη δύσκολη εποχή.
Σήμερα αυτοί, αύριο κάποιοι άλλοι, ίσως να
είμαστε εμείς αυτοί οι άλλοι, πρέπει όλοι μαζί να χαράξουμε νέους δρόμους με συνεχείς
αγώνες και το κεφάλι ψηλά και με όραμα για να στηθεί το καινούργιο και να είναι
πιο στέρεο και δίκαιο από το παλιό. Απαιτείται διαρκής εξέγερση και όχι μια
σύντομη εκρηκτική επανάσταση που εύκολα ξεφουσκώνει, για να αντιμετωπίσουμε το
πανίσχυρο τέσσερα τοις εκατό των ανθρώπων της γης που καταδυναστεύει τους
υπολοίπους. Η ανθρώπινη αδυναμία πάντα αφήνει χώρο για τις ισχυρές μειοψηφίες, που
επιβάλλονται σε οποιοδήποτε πολιτικό – κοινωνικό - οικονομικό σύστημα και σε
όλες τις εποχές, ας μην τρέφουμε αυταπάτες.
Μαζί με τα συνθήματα και τις σημαίες, τις πορείες και τις μικροφωνικές ιαχές ας κουβαλάμε στις
αποσκευές μας και τα δώρα της αλληλεγγύης προς εκείνους που τους έκλεψαν το
δικαίωμα στην εργασία και υποφέρουν περισσότερο από μας. Μόνο έτσι θα πείσουμε
και θα πεισθούμε ότι με τις κεραίες μας
υψωμένες θα μένουν «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’
άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» μας και θα
μπορούμε να λεγόμαστε άνθρωποι.
Ζάκυνθος, 13-6-2013