© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

π. Βασιλείου Θερμού: Η ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΘΟΥΣ

[Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τεύχ. 102 (Απρίλιος-Ιούνιος 2007) 51-63. Το τεύχος αυτό φέρει τον γενικό τίτλο: "Αγιότητα και αγιοποιήσεις"]

Η φήμη - αυτό το σφαγείο
ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ, «Ο τυφλός με τον λύχνο», Διαπιστώσεις

Κόρινθος, 1ος αιώνας μ.Χ. Οι χριστιανοί έχουν διαιρεθή σε ομάδες η κάθε μια των οποίων έχει απολυτοποιήσει έναν απόστολο που γνώρισε. Ο Παύλος ονομάζει την συμπεριφορά αυτή σχισματική (Α' Κορ. 1,10-13) και λαμβάνει αφορμή να αναπτύξη την θεολογία των χαρισμάτων και της ενότητος.

Κωνσταντινούπολη-Μικρά Ασία, 11ος αιώνας μ.Χ. Οι πιστοί λόγιοι της αυτοκρατορίας βρίσκονται σε ζωηρή διαφωνία λόγω της προτιμήσεως του καθενός σε διαφορετικόν από τους Τρεις Ιεράρχες. Έχουν σχηματίσει τρεις μερίδες που έχουν λάβει τα αντίστοιχα ονόματα τους. Ο επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης Μαυρόπους, δεχόμενος επίσκεψη και των τριών στο όνειρό του, καθιερώνει μετά από σύσταση τους κοινή γιορτή. Ο συναξαριστής αποκαλεί την διαίρεση εκείνη «στάσιν».

Ρωσία, 19ος αιώνας μ.Χ. Ο Ντοστογιέφσκυ συλλαμβάνει τον μονόλογο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή κατά τον οποίο αυτός λέγει: «Δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πως να βρει όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει... Γι’ αυτή την ανάγκη της γενικής λατρείας εξολοθρεύουν ο ένας τον άλλον με το σπαθί».

Η ανωριμότητα της εξιδανικεύσεως

Τα τρία αυτά περιστατικά, ακροβολισμένα καθώς είναι σε συμμετρικές ιστορικές στιγμές, καταδεικνύουν με ενάργεια ένα διαχρονικό πρόβλημα που υποσκάπτει για σοβαρό αριθμό πιστών την βίωση της αλήθειας της Εκκλησίας. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ανώριμων συμπεριφορών φαίνεται να αποτελή η εξιδανίκευση και νοσηρή προσκόλληση προς μορφές που είτε καθιερώθηκαν ως άγιοι κατά το παρελθόν είτε εμφανίζουν αγία βιοτή στο παρόν. Η νοσηρή προσκόλληση βέβαια δεν περιμένει σημεία αγιότητος για να εκδηλωθή· όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει γεροντισμός ως εξιδανίκευση του πνευματικού. (Σπεύδω να εξηγήσω, αν και θα φανή στην συνέχεια, ότι στην εξιδανίκευση δεν περιλαμβάνω τις φυσιολογικές και επιβεβλημένες εκδηλώσεις αγάπης προς τον άγιο προς τον οποίο αισθάνεται κάποιος ευγνωμοσύνη ή προς τον γέροντα με τον οποίο συνδέεται συναισθηματικά).

Έχουμε δε οι Ορθόδοξοι ένα αρκετά ισχυρό κίνητρο για να μας ενδιαφέρη το θέμα, λόγω του πολύτιμου θησαυρού των αγίων που διαθέτουμε. Οι Προτεστάντες δεν έχουν αγίους και οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν τόσους πολλούς (αφού έχουν αλλοιώσει τόσο τα κριτήρια) ώστε χάνουν την σημασία τους. Εμείς διαθέτουμε μία πατρογονική κληρονομιά την οποία, όπως και με πολλές άλλες πτυχές της, καλούμαστε να την αξιοποιήσουμε με υγιά τρόπο.

Η εξιδανίκευση, ως απολυτοποίηση και συναισθηματική προσκόλληση, αξίζει την κατανόηση και προσοχή μας. Ο Kohut, ο οποίος ανέδειξε την ιδιαίτερη σημασία του ναρκισσισμού στην ψυχαναλυτική θεωρία, παρέλαβε από τον Freud την ιδέα της φαντασιακής τελειότητος την οποία διατηρεί το βρέφος. Σύμφωνα με αυτόν, το παιδί εγχειρίζει την αρχέγονη ειδυλλιακή τελειότητα που απολάμβανε από την συμβιωτική σχέση με την μητέρα «στο θαυμαζόμενο παντοδύναμο (μεταβατικό) εαυτοαντικείμενο (1) (self-object): την εξιδανικευμένη γονεϊκή εικόνα», που αποτελεί ένα φαντασιακό μόρφωμα. Έτσι οι διατυπώσεις «είμαι τέλειος» και «είσαι τέλειος αλλά είμαι μέρος σου» είναι οι δύο βασικοί ναρκισσιστικοί σχηματισμοί και «υπηρετούν την διατήρηση μέρους της πρωταρχικής εμπειρίας ναρκισσιστικής τελειότητος» (2).

Επειδή αναπόδραστος νόμος της ζωής είναι η κατάρρευση και των δύο αυτών «τελειοτήτων», φυσιολογικά η εξιδανίκευση προσώπων βαθμιαία μετοχετεύεται σε στόχους και ιδανικά για να μην κατάρρευση μαζί της και ο ψυχισμός. Έτσι αποπροσωποποιείται, ανοίγοντας τον δρόμο για την ωριμότητα (3). Στο βαθμό που παραμένει και αποδίδεται σε πρόσωπα, αντανακλά έναν αξιόπιστο δείκτη ανωριμότητος του υποκειμένου. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να λάβη χώρα στις περιπτώσεις πρόωρης και βιαίας διαλύσεως της εξιδανικεύσεως των γονέων, είτε από δική τους υπαιτιότητα είτε από συγκυρίες της ζωής. Τότε σχηματίζεται ένα πρόσωπο που έχει διαρκώς ανάγκη την ύπαρξη ιδανικών μορφών γύρω του, μια κατάσταση την οποία ο Kohut ονόμασε «πείνα για αντικείμενο»:

«Η ένταση της αναζητήσεως και η εξάρτηση από αυτές τις μορφές οφείλονται στο γεγονός ότι αποτελούν υποκατάστατο των ελλιπόντων τμημάτων της ψυχικής δομής. Δεν είναι αντικείμενα (με την ψυχολογική σημασία του όρου), αφού δεν αγαπώνται ούτε θαυμάζονται για τις ιδιότητες τους, τα δε πραγματικά χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων και των πράξεων τους αμυδρά μόνο αναγνωρίζονται. Δεν τους ποθούν αλλά τους έχουν ανάγκη προκειμένου να αντικαταστήσουν τις λειτουργίες ενός μέρους της ψυχικής συσκευής το οποίο δεν εγκαταστάθηκε στην παιδική ηλικία» (4). Ενδιαφέρον δηλαδή και χρήσιμο για το ζήτημα που μας απασχολεί είναι ότι στην εξιδανίκευση συνυπάρχει το στοιχείο της άγνοιας περί τον εξιδανικευόμενο.

Ο ίδιος ο Kohut επιχειρεί στην συνέχεια την σύνδεση με το κυρίως θέμα μας γράφοντας: «Η σχέση με την εξιδανικευμένη γονεϊκή εικόνα μπορεί να έχει το παράλληλο της στην σχέση του αληθινού πιστού με τον Θεό του» (5). Αυτό σημαίνει πως η εμπειρία του Θεού ενδέχεται να λειτουργεί ως ο φορέας εκείνης της πρώιμης εξιδανικεύσεως που ήταν και συνεχίζει να είναι αναγκαία για μια συνεκτική αίσθηση του εαυτού - και αυτό είναι φυσιολογικό. Αλλά ενώ ουδείς θα είχε πρόβλημα με την απόδοση όλων των ιδανικών ιδιοτήτων στον Θεό, σοβαρές αντιρρήσεις υποχρεούμαστε να έχουμε για τις περιπτώσεις όπου εξιδανικεύονται και απολυτοποιούνται άνθρωποι, όσο άγιοι και αν υπήρξαν στην ζωή τους. Όταν η εξιδανίκευση και η νοσηρή προσκόλληση απευθύνονται προς συνήθη πρόσωπα (γονείς, σύζυγο κ.α.), όλοι εύκολα αντιλαμβάνονται το πρόβλημα· όταν όμως παραλήπτης τους είναι ένα πρόσωπο αγίας ζωής, η παθολογία ευκολώτερα εκλογικεύεται και αποκρύπτεται, οπότε παραμένει ανεμπόδιστη να υπονομεύσει την περαιτέρω ψυχική ανάπτυξη και ωριμότητα του υποκειμένου.

Το άγχος ενώπιον της ιστορίας και η μυθική επεξεργασία του ήρωα / αγίου

Αξιοποιώντας την εργασία του Kohut ο Jones διερωτάται πότε και πόσο η μεταμορφωτική δύναμη της θρησκείας διαρκεί. «Αν η εμπειρία της εμπλοκής σε αγάπη (θρησκευτική ή διαπροσωπική) υπηρετεί μόνο την επίκληση ενός αρχαϊκού συναισθήματος και καμμία δυνατότητα μεταστοιχειωτικών εσωτερικεύσεων, τότε απλώς θα κράτησει το πρόσωπο σε μια κατάσταση παιδική, εξαρτησιακή, πεινασμένη για αντικείμενα. Αλλά αν η σχέση με το αγαπημένο (θρησκευτικό ή διαπροσωπικό) αντικείμενο επιτρέπει στις ελλείψεις να αναγνωρίζονται, στις αποτυχίες να τυγχάνουν παραδοχής, και στους περιορισμούς να τυγχάνουν επεξεργασίας - κάτι που λίγοι θρησκευτικοί θεσμοί φαίνεται να είναι σε θέση να κάνουν- , τότε υπάρχει δυνατότητα μετασχηματισμού προς ωριμότητα... Παραδείγματα τέτοιου μεταμορφωτικού ρεαλισμού και ταπεινώσεως μού μοιάζουν σπάνια στην ιστορία των θρησκειών. Οι θρησκείες φαίνεται να απαιτούν εξιδανίκευση ως προϋπόθεση αφιερώσεως και η εξιδανίκευση πράγματι προκαλεί αφιέρωση και δέσμευση. Αλλά τότε, όταν συμβεί απο-εξιδανίκευση, χαλαρώνει η αφιέρωση. Ίσως επειδή προσελκύουν εκείνους που είναι επιρρεπείς σε σχάση (splitting) (6) και υπερεξιδανίκευση, οι θρησκείες το βρίσκουν δύσκολο να διατηρήσουν και ζωτική ανάμιξη και ρεαλιστική εικόνα του εαυτού τους... Η επιμονή στην τελειότητα και στο αλάθητο συμβάλλει σε διατήρηση της πείνας για αντικείμενα και σε ανώριμες εξαρτήσεις, πράγμα που μου φαίνεται συχνότερα ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στην ιστορία των θρησκειών» (7).

Με καθημερινά λόγια, και μεταφέροντας τα παραπάνω στην ευρύτερη ζωή του κόσμου, εξηγείται έτσι ψυχολογικά η γνωστή φράση «αλλοίμονο στο λαό που έχει ανάγκη από ήρωες» (έτσι όπως αυτοί κατασκευάζονται). Όχι ότι δεν υπάρχουν ήρωες, αλλά απλά α) δεν είναι όπως οι πολλοί τους νομίζουν και β) δικαιώνεται η προσφορά τους μόνο όταν συμβάλλουν στην προσωπική μας ανέλιξη, ενώ η επίκληση τους γίνεται καταστροφική όταν οδηγούν σε νηπιακή καθήλωση.

Εν μέσω των πολλών προβλημάτων της η μετανεωτερικότητα παρ’ όλα αυτά μας ευαισθητοποίησε στο ότι η πρόσληψη της πραγματικότητος δεν είναι ποτέ καθαρή και αθώα διότι διαμεσολαβείται από την αφήγηση. Κάθε αφηγηματική διαμεσολάβηση όμως διηθείται από την υποκειμενικότητα οπότε, είτε το θέλει είτε όχι, αποτελεί κατασκευή (8). Ο ήρωας εν προκειμένω κατασκευάζεται από την επίσημη ιστοριογραφία και από τους θεσμικούς εκείνους φορείς που είναι υπεύθυνοι για την εορταστική του ανάμνηση. Δεν κατασκευάζεται εκ του μηδενός, αν και δεν έχουν λείψει και τέτοια παραδείγματα στην ιστορία των λαών, με πλέον πρόσφατο εκείνο της αμερικανίδας στρατιωτίνας στο Ιράκ (που μυθοποιήθηκε επιστρέφοντας στην πατρίδα χωρίς να έχει κάμει τίποτε σημαντικό, αλλά επειδή τα ΜΜΕ έκριναν τότε πως ο λαός είχε ανάγκη από έναν ήρωα και έφτιαξαν μια φανταστική ιστορία). Ο ήρωας υπάρχει, αλλά στην τελική του μορφή είτε έχουν μεγαλοποιηθεί τα επιτεύγματα του είτε έχουν αποσιωπηθεί τα σκοτεινά του σημεία. Η κατασκευή ενός ήρωα δηλαδή συνεπάγεται πάντοτε ένα βαθμό εξιδανικεύσεως.

Είναι άλλος ο ήρωας στην πραγματικότητα και άλλος ο ήρωας όπως προσλαμβάνεται από το κοινό. (Οι μετανεωτερικοί θα ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει καν αντικειμενική πραγματικότητα στην πρόσληψη του άλλου.) «Η αγιογραφία «hagiography» είναι μια ευρέως διαδεδομένη μορφή λόγου που συναντάται όχι μόνο στην θρησκευτική φιλολογία αλλά και στην βιογραφία, αυτοβιογραφία και νουβέλα» (9). Πάντοτε παρούσα, ακόμη και στις διαπροσωπικές σχέσεις (πόσο απογοητευτικά κουραστικοί για τους κοντινούς τους είναι συχνά οι σπουδαίοι και δημοφιλείς άνθρωποι!), οργανώθηκε και κλιμακώθηκε περαιτέρω μέσω της μαζικής κουλτούρας.

Η απλοποίηση της ζωής του ήρωα σε λίγους στερεότυπους άξονες αποτελεί βασικό όρο επεξεργασίας της προκειμένου να προσφερθεί σε μεγάλους αριθμούς ανθρώπων. Είναι σύμφυτη με την μαζική κουλτούρα η οποία είναι απρόθυμη να απασχολείται με κουραστικές λεπτομέρειες και αποχρώσεις που απορρέουν από την εσωτερική του πορεία και πάλη· το προσφερόμενο υλικό πρέπει να τυποποιηθεί έτσι ώστε ο ήρωας να μείνει στην συλλογική μνήμη για κάποια σαφή και συγκεκριμένα πράγματα, ίδια για όλους, με την λογική του αντανακλαστικού συνειρμού. Μαζική κουλτούρα σημαίνει πάντοτε αυτοματισμούς, οι οποίοι μοιραία συνεπάγονται αλλοίωση και παραμόρφωση. Έτσι ο μύθος που τόσο λοιδορήθηκε από τους μοντέρνους καιρούς επιστρέφει από την πίσω πόρτα ψευδεπίγραφος. Διότι στο βαθμό που η εξιδανίκευση συσκοτίζει την πραγματική ιστορία ερωτοτροπεί με τον μύθο.

Ιστορία και μύθος συνιστούν δύο συμπληρωματικά αλλά και ασύμβατα είδη. Η πρώτη νοιάζεται για την αλήθεια, ο δεύτερος για την παρηγοριά. Στην εποχή μας, την αφιλόξενη για μύθους, χρησιμοποιείται η ιστορία ως ένδυμα τους, έτσι ώστε να μην αναγνωρίζωνται πια ως μύθοι. Ή, πιο σωστά, χρησιμοποιείται η ιστορία με μυθική δομή και πρόσληψη. Η μεταμφίεση του μύθου σε (ψευδο)ιστορία αποενοχοποιεί την παρηγοριά που έτσι κι αλλιώς ο μύθος χαρίζει.

Ο λόγος για τον οποίο απαιτείται παρηγοριά έγκειται στο γεγονός πως η ιστορία συνοδεύεται από άγχος. Η γραμμική αίσθηση του χρόνου, την οποία εισήγαγε ο χριστιανισμός, έφερε άγχος στους χριστιανούς που δεν βιώνουν με πληρότητα την πίστη τους, άγχος το οποίο επιδεινώθηκε με τις εξελίξεις της νεωτερικότητος. Το άνοιγμα στην ιστορία απαιτεί π.χ. την ικανότητα να πενθήσει ο άνθρωπος την απώλεια και να την βιώσει ως οριστική, διότι το γεγονός που πέρασε δεν θα επανέλθει ώστε να το επανορθώσει, και στην συνέχεια να επενδύσει σε νέους τρόπους να υπάρχει και να λειτουργεί. Όταν αυτή η ικανότητα απουσιάζει ή όταν η δύναμη των γεγονότων την ξεπερνά, τότε τα άτομα και οι λαοί αναπτύσσουν παρηγορητικούς μύθους («πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι»).

Ορισμένοι από τους αναγνώστες ενδέχεται να βρουν περιττή την προσφυγή στην εν γένει εξιδανίκευση των ηρώων προκειμένου να μιλήσουμε για την πρόσληψη των αγίων από το εκκλησιαστικό σώμα. Παρασυρόμενοι από το όντως ριζικά διαφορετικό που κομίζουν οι άγιοι, ίσως να έχουν διαμορφώσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι και κάθε πιστός τους ακολουθεί σε αυτή την ριζική διαφορετικότητα με αντίστοιχη στάση απέναντι τους. Η πραγματικότητα διαψεύδει αυτό τον ευσεβή πόθο, αφού ο άνθρωπος υπόκειται στους αναπόδραστους νόμους και παγίδες του φαντασιακού του· είμαστε όλοι άνθρωποι με τις νοσηρότητες μας, που απλώς προσπαθούμε να γίνουμε χριστιανοί. Ο εκχριστιανισμός του ασυνειδήτου μας, ακόμη και του συνειδητού μας, δεν λαμβάνει χώρα με μονομερή αυτόματη ενέργεια της Θείας Χάριτος, όπως πολλοί θα επιθυμούσαμε.

Μιλώντας συγκεκριμένα για τους αγίους, ας θυμηθούμε την φράση του Jones για την «επιμονή στην τελειότητα και στο αλάθητο» (παραπομπή αριθμ. 7). Ο άγιος φυσικά δεν κατασκευάζεται, υπάρχει αφ’ εαυτού. Εκείνο που κατασκευάζεται είναι μια συγκεκριμένη εξιδανικευτική πρόσληψη του κατά την οποία εκλύεται άγχος όταν ο πιστός χρειάζεται να συναντήσει τον άγιο (σύγχρονο ή παλαιό) μέσα στις συνθήκες της πραγματικής του ζωής. Όταν, για παράδειγμα, έρχεται αντιμέτωπος με ιδιόμορφες πτυχές του χαρακτήρα του, ή με διφορούμενες πλευρές του που αγνοούσε- όταν καλείται να ερμηνεύσει τις διδαχές και τις συμβουλές του στο πλαίσιο των συγκεκριμένων χωροχρονικών συνθηκών, όταν συναντά αντιλήψεις ή πρακτικές του αγίου ασυμβίβαστες με τις αντίστοιχες που ακούει από τον πνευματικό του· όταν ακούει την αντίρρηση πως οι άγιοι δεν υπήρξαν απλανείς για τα πάντα (η θεία γνώση τους δόθηκε για όσα ο Θεός έκρινε απαραίτητο· έχουμε ποτέ συνειδητοποιήσει πως οι μεγάλοι Πατέρες με τις υψηλές πνευματικές εμπειρίες νόμιζαν όπως όλοι ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από την γη;). Το άγχος κάποιων πιστών απέναντι στην προσωπική τους ιστορία και στην ιστορία του κόσμου ανακουφίζεται μόνο αφού αποφασίσουν ότι βρήκαν κάπου τελειότητα και αλάθητο ώστε να ακουμπήσουν, εκτείνεται δε μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε κάποιοι να πέφτουν στην παγίδα να ανακηρύξουν ψευδοαγίους απατεώνες ή πλανεμένους. Η εξιδανίκευση στοχεύει στην επούλωση τραυμάτων ή στην πρόληψη τους, αν μας ενδιαφέρει μια ψυχολογική διάγνωση.

Προκειμένου λοιπόν να μην αιφνιδιαστεί και να μην πονέσει από αυτές τις εκπλήξεις της πραγματικής ιστορίας ο εξιδανικεύων χριστιανός επιζητεί την μυθοποίηση του αγίου, δηλαδή την έξοδό του από χώρο και χρόνο. Είναι αυτή η ενδόμυχη επιθυμία της πλειονότητος των πιστών που παρασύρει εκκλησιαστικούς ηγέτες, βιογράφους, ιεροκήρυκες κ.α. να καλλιεργήσουν το «μυθικό» στοιχείο στην ζωή των αγίων, αντί να προχωρήσουν στο καθήκον τους να βοηθήσουν τους πιστούς να ενηλικιωθούν ψυχολογικά και πνευματικά. Έτσι παράγονται βίοι αγίων ανιαροί, κυρίως για τους νέους ανθρώπους, αφού εμφανίζουν τυποποιημένη εξιστόρηση και ύφος και δεν αναφέρουν λέξη για πιθανά ελαττώματα ή ατέλειες του αγίου από τον φόβο του σκανδαλισμού! Ο τρόπος με τον οποίο γράφονται οι βίοι παλαιών αλλά και νεωτέρων αγίων αφήνει τον αναγνώστη ανυποψίαστο από τις αγωνίες, τα διλήμματα, τις αποτυχίες που πέρασαν και που τόσο θα είχαν να ωφελήσουν όλους μας, αφού παλεύουμε με τα ίδια. Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ πόσο αυτή η τακτική αποθαρρύνει τους πιστούς από τον πνευματικό αγώνα, αφού παρουσιάζει τους αγίους ως εξ αρχής χαρισματικά όντα (κάτι που ισχύει για λίγους μόνο) που δεν κλυδωνίστηκαν στην ζωή τους όπως οι πραγματικοί άνθρωποι; Έχουμε άραγε συνειδητοποιήσει (ώστε να πείσουμε και τους πιστούς) πως η αγιότητα προσκαλεί και ανθρώπους με ελαττώματα όπως τα δικά μας;

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκτιμά ιδιαίτερα τον απόστολο Παύλο, ο οποίος όμως καταπολέμησε την εξιδανίκευση που του απένεμαν. (Βλ. το «Φοβούμαι μήπως κάποιος σχηματίσει για μένα εντύπωση καλύτερη από αυτό που βλέπει ή ακούει», Β' Κορ. 12,6). Γράφει δε επ’ αυτού και μία πολύ ψυχολογημένη παρατήρηση: «Δίνει πολύ θάρρος στον μαθητή που βρίσκεται στην θάλασσα το να ναυαγήσει ο δάσκαλος και να διασωθεί, διότι δεν θα θεώρηση πλέον πως οι κακοκαιρίες συνέβησαν από δική του αμάθεια, αλλά από την φύση των πραγμάτων και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα για την παρηγοριά της ψυχής. Επίσης και στους πολέμους γίνεται αιτία παροτρύνσεως στον αξιωματικό το να βλέπει τον στρατηγό που πληγώθηκε και συνήλθε πάλι. Έτσι λοιπόν και στους πιστούς φέρνει κάποια παρηγοριά το ότι ο απόστολος έπαθε πολλά κακά, αλλά κανένα από αυτά δεν εξασθένησε την αγωνιστικότητα του» (10). Οι άγιοι αντιστέκονται στην μυθοποίηση τους, διότι παρά την οδύνη της ιστορίας την οποία βιώνουν δεν παύουν να την βλέπουν ως πεδίο δράσεως της αγάπης και της δύναμης του θεού. Την ιστορία φοβόμαστε ή μισούμε στον βαθμό που πάσχουμε κατά την πίστη, αν μας ενδιαφέρει με την σειρά της η πνευματική διάγνωση.

Μία μορφή της παθολογίας που εξετάζουμε παρατηρείται στην περίπτωση που η επίσημη Εκκλησία σπεύδει καθυστερημένα (και ορθά πράττουσα) να αγκαλιάσει έναν άγιο του οποίου πλέον είναι αυταπόδεικτη η αρετή, χωρίς να νοιάζεται στο ελάχιστο να εργασθεί για να βελτιώσει τα σημεία εκείνα για τα οποία ο άγιος ήλθε σε σύγκρουση με τους φορείς της εκκλησιαστικής εξουσίας κατά το παρελθόν. «Η ζωή των αγίων συχνά ξεδιπλώνεται σε ένταση με τις επίσημες πρακτικές και αντιλήψεις των θεσμικών πλαισίων, τα όποια όμως αργότερα τους απορροφούν» (11). Η εν λόγω «απορρόφηση» επιτρέπει στους επικεφαλής
να συνεχίσουν να διατηρούν την εξουσία και το κύρος τους χωρίς να συναντηθούν πραγματικά με τον άγιο και με ό,τι εκείνος εκόμισε.

Η ελληνική πραγματικότητα των νεωτέρων χρόνων

Η «μυθική» πρόσληψη των αγίων άρχισε στα βυζαντινά χρόνια τροφοδοτούμενη από το (αγαπητό την εποχή εκείνη) υπερβολικό και πολύλογο ύφος των συναξαριών, και κορυφώθηκε κατά την τουρκοκρατία λόγω του συνδυασμού αμάθειας και δεισιδαιμονίας. Την διακρίνουμε σε μυθική αλλοίωση κατά το περιεχόμενο (ο δράκος του Άη-Γιώργη, το κουπί του Προφήτη Ηλία, χρησμολογίες αγίων κ.α.) (12) και σε «μυθική» μέθοδο προσλήψεως της πραγματικότητος και της προσωπικότητος του αγίου. (Έχει σημασία που χρησιμοποιώ τα εισαγωγικά και που όχι.) Στην δεύτερη αυτή περίπτωση δεν προστίθενται ψευδή στοιχεία στον βίο του αγίου, αλλά πάσχει ολόκληρη η σύλληψη του κατά το ότι βιώνεται ανιστορικά. Όπως είναι ευνόητο, το δεύτερο είδος παγιδεύει πολύ περισσότερους από το πρώτο, αφού δεν ενοχλεί με εμβόλιμα στοιχεία. Συνοδεύεται δε συνήθως με αλλοιώσεις του ύφους της διηγήσεως, π.χ. πλεονάζει η ρητορεία και η προσφυγή στο θυμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι κηρύγματα με αφορμή την γιορτή αγίου προκαλούν συχνά ανία στο εκκλησίασμα λόγω των βερμπαλιστικών κοινοτοπιών και του τυποποιημένου περιεχομένου.

Παρόμοιοι πειρασμοί παρατηρούνται και κατά την πρόσληψη της ζωής συγχρόνων αγίων και γεροντάδων, ακόμη και απλώς του πνευματικού κάποιων. Χωρίς να απουσιάζουν και φαινόμενα εσφαλμένων μαρτυριών για δήθεν λόγια που είπαν ή πράξεις που έκαμαν, δηλαδή συμπληρώσεις από την ευσεβή φαντασία, συνηθέστερα η «μυθική» αλλοίωση και νοσηρή προσκόλληση ακολουθούν τον δεύτερο δρόμο. Επιδιώκεται η συνεχής συναναστροφή μαζί τους, ακόμη και αν δεν υπάρχει κάτι να ειπωθεί, χωρίς να αντιλαμβάνονται την εξάντληση που τους προκαλούν, ή διατηρούν την συζήτηση για ασημαντότητες αρκεί να βρίσκονται δίπλα τους, ή τους συμπεριφέρονται με δουλοπρέπεια, ή ανοίγουν το κασετόφωνο μόλις εκείνοι ανοίξουν το στόμα τους κ.τ.λ. Από κάποιους εκλαμβάνονται ως στερούμενοι ανθρωπίνων ελαττωμάτων ή και ιδιοτήτων (μια γυναίκα κάποτε σοκαρίσθηκε όταν είδε τον πνευματικό της να τρώει!), τα λόγια τους αποκτούν ισοπεδωτικό κύρος για οποιονδήποτε και οποτεδήποτε χρησιμοποιούμενα για να τερματισθεί η συζήτηση (αφού «το είπε ο...»), η αυθεντία τους ξεπερνά και αυτή του Χριστού. Συχνά τα εκφυλιστικά αυτά φαινόμενα διαπράττονται ερήμην των ιδίων και εν αγνοία τους, ενώ άλλοτε τα αντιλαμβάνονται και προσπαθούν να τα διορθώσουν αλλά εις μάτην (13).

Επειδή ο λαός μας τραυματίσθηκε αρκετά από την συνάντηση του με την ιστορία, αλλά και επειδή στερήθηκε της συμμετοχής του στο θεωρητικό γίγνεσθαι της ιστορίας κατά τους νεώτερους χρόνους, διατηρεί ως ουλή μία χαρακτηριστική αδυναμία να αισθανθεί άνετα μέσα στην ιστορία, στοιχείο που επηρεάζει και την εκκλησιαστική του ταυτότητα. Κατά τους μακραίωνους αιώνες δουλείας (τακτική που συνεχίζεται και στον ελεύθερο βίο) εγνώριζε μόνο έναν μικρό αριθμό αγίων των οποίων το όνομα έδινε στα παιδιά του και προς τους οποίους αφιέρωνε ναούς. Πλήθος σπουδαίων αγίων (ιεραρχών, οσίων ή μη Ελλήνων) παραμένουν άγνωστοι και δεν μιλούν στην ψυχή του, σημάδι ότι αγνοεί με ποιών τους κόπους ποτίσθηκε και μεγάλωσε το δένδρο της Εκκλησίας. Και τούτο διότι ο μέσος Έλληνας πιστός αδυνατεί να συμμετάσχει στο παγκόσμιο ορθόδοξο γίγνεσθαι, ούτε καν στο πανελλήνιο, παραμένοντας εγκλωβισμένος στο ατομικό του σύμπαν (συγγένεια και χωριό, με τις όποιες εμπειρίες από τους αγίους αυτά είχαν) (14). Με όρους του Θεόδωρου Ζιάκα θα λέγαμε πως το λαϊκό θρησκεύον υποκείμενο επιμένει κολλεκτιβιστικά, αφού το άνοιγμα προς την ιστορία απαιτεί κάποιου βαθμού εξατομίκευση (15). Εμπιστεύεται μόνο την κοινότητα του και διστάζει να ανακαλύψει αγίους από μόνο του. Φυσικά, ο επαρχιωτισμός αυτός δεν εμποδίζει την πνευματική πρόοδο όσων την επιδιώκουν, καθυστερεί όμως την αυτοσυνειδησία αλλά και την μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Σε παλαιότερο κείμενο μου είχα αποπειραθεί να προτείνω ως μία από τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της ορθής ερμηνείας της παραδόσεως το προσωπικό άνοιγμα απέναντι στην ιστορία και στον κόσμο (16). Στον βαθμό που ο πιστός (που αποτελεί στην πραγματικότητα έναν διαρκή άτυπο ερμηνευτή των αγίων) θα απαρνηθεί το κολλεκτιβιστικό του υπόβαθρο επιχειρώντας το προσωπικό του άνοιγμα στον χώρο και τον χρόνο, θα είναι σε θέση να συντονιστεί καλύτερα με τους καημούς, τις αγωνίες, τους πόνους, τις χαρές, τα οράματα, και τα επιτεύγματα των αγίων. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εδώ είναι καταλυτικός και σαφής. Θα πρέπει να διαθέτουμε τον ρεαλισμό να αναγνωρίσουμε ότι δεν υφίσταται αντικειμενική γνώση των ιστορικών προσώπων, αλλά θα χρειαστεί να κινητοποιήσουμε ένα τέτοιο εκκλησιαστικό ήθος, ώστε ο αντίλογος στην ανέφικτη αντικειμενική γνώση να μην είναι η φαντασιακή κατασκευή αλλά η υπαρξιακή σχέση:

«Ο τελικός σκοπός της ιστορικής έρευνας δεν είναι η επικύρωση ορισμένων αντικειμενικών παραγόντων, όπως ημερομηνιών, τοποθεσιών, αριθμών, ονομάτων, και άλλων παρόμοιων, καθ’ όσον μάλιστα όλα αυτά είναι αναγκαία σαν προκαταρκτικά, αλλά η συνάντηση με τις ζωντανές υπάρξεις... Η ιστορία έχει σαν θέμα σπουδής την ιστορία των ανθρωπίνων υπάρξεων στις αμοιβαίες τους σχέσεις, στις συγκρούσεις και επαφές τους, στην κοινωνική τους επικοινωνία, στην απομόνωση και αποξένωσή τους, στην μεγάλη φιλοδοξία τους και στην κακοήθειά τους...
Αντικειμενική γνώση, με μαθηματική ακρίβεια, είναι αδύνατη στην ιστορία. Αυτό πάντως δεν σημαίνει αποτυχία, αφού η ιστορική γνώση δεν είναι γνώση αντικειμένων αλλά ακριβώς γνώση υποκειμένων... Με αυτή την έννοια, η ιστορική γνώση είναι και πρέπει να είναι υπαρξιακή γνώση» (17).

Ίσως αυτό τελικά να σημαίνει ότι τον άγιο τον κατανοεί καλύτερα ο άγιος. Όσο απέχουμε από την αγιότητα οι ίδιοι, τόσο κινδυνεύουμε από τα δύο άκρα: είτε να υποτιμήσουμε και να μην αναγνωρίσουμε τους αγίους, είτε να τους απολυτοποιήσουμε και να τους μυθοποιήσουμε.

Η εσχατολογική νηφαλιότητα απέναντι στην ιστορία

Αυτό που χρειάζεται επειγόντως να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι ο άγιος υπήρξε ένας άνθρωπος ανοικτός στην προσωπική του ιστορία, δηλαδή στην κλήση του Θεού. Αυτό βέβαια σημαίνει ανάληψη του κόστους που του αναλογεί και που κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για την διαχρονική πρόταση ζωής που ο άγιος απευθύνει στους πιστούς, οι οποίοι «πίνουμε νερό στο όνομά του» αλλά τρέμουμε να αντιμετωπίσουμε τις προ(σ)κλήσεις του. Το «λάλει, Κύριε, και ο δούλος Σου ακούει» ενδέχεται να παρασύρει τον πιστό σε περιπέτειες, ενίοτε οδυνηρές, πάντοτε όμως
περιπέτειες μιας διαπροσωπικής σχέσεως.

Είμαστε ανίκανοι να αξιοποιήσουμε τους αγίους στον βαθμό που ισχύουν για μας τα λόγια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή: «Θα τους αποδείξουμε πως είναι αδύναμοι, πως είναι μονάχα αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι η πιο γλυκιά απ’ όλες. Θα μας θαυμάζουν και θα μας σκιάζονται και θα 'ναι περήφανοι γιατί είμαστε τόσο ισχυροί και τόσο σοφοί που μπορέσαμε να ημερέψουμε το τόσο ταραχώδικο και πολύπληθο κοπάδι τους». Δηλαδή στον βαθμό που αρνιόμαστε το μεγάλωμα προτιμώντας να ζούμε με ψέματα που οι άγιοι δεν έχουν ανάγκη. Στον βαθμό που αρνούμαστε την σωστική ξενιτεία.

Αν εξιδανικεύουμε τους αγίους και τους γεροντάδες είναι διότι επιθυμούμε μεν να μετάσχουμε στην δόξα τους αλλά «από την πίσω πόρτα». Θαυμάζοντας και ζηλεύοντας τα ύψη στα όποια έφθασαν, θέλουμε κι εμείς να δοκιμάσουμε ένα μικρό μέρος από τα μεγαλεία τους, χωρίς όμως να καταβάλουμε τον υπαρξιακό κόπο που απαιτείται για να έλθουμε σε ουσιαστική συνάντηση μαζί τους. Θέλουμε να μετάσχουμε στην ατμόσφαιρα την οποία κομίζουν και σε αυτό το οποίο εκπροσωπούν.

Έτσι υποπίπτουμε σε μία ακόμη παραλλαγή της εγωκεντρικότητος. Κινητοποιούμε ψυχολογικούς μηχανισμούς που μας επιτρέπουν να ταυτιζόμαστε νοερά μαζί τους σε μια ενδοψυχική θεατρική σκηνή, να καυχόμαστε που τους γνωρίσαμε, να τους μεταχειριζόμαστε σαν όπλα εναντίον των αντιφρονούντων. Απολυτοποιώντας τους, όμως, τους καθιστούμε πέτασμα μεταξύ ημών και του Θεού, έτσι ώστε φθείρεται και η σχέση μας μαζί Του (18). Η προβληματική πρόσληψη των αγίων από τους πιστούς συνιστά και πρέπει να αντιμετωπιστεί εν τέλει ως πελώριο ποιμαντικό και εκκλησιολογικό πρόβλημα.

Σαν να επιχειρεί να επιβεβαίωσει την φρονιμότητα των υιών του αιώνος τούτου (Λουκ. 16,8), ο Jones ενδιαφέρεται για την απαλλαγή των θρησκειών από τα δεινά της εξιδανικεύσεως, προκειμένου να συμβάλλουν υγιέστερα στην ζωή του κόσμου. Αναπληρώνοντας τα ελλείποντα του χριστιανικού προβληματισμού γίνεται ο φορέας ενός καίριου ερωτήματος: «Είναι δυνατό να έχουμε θρησκεία χωρίς εξιδανίκευση;» Είναι ενδιαφέρον ότι το θεωρεί εφικτό, εκπλήσσοντας με την θύραθεν «θεολογική» του πρόταση να υποδείξει την αποφατική οδό, και μάλιστα στην «αρεοπαγιτική» της εκδοχή (19)!

Πράγματι, ο αποφατισμός μάς είναι απαραίτητος κατά το ότι ποτέ δεν γνωρίζουμε ολοκληρωτικά έναν άγιο και ποτέ δεν γνωρίζουμε ολοκληρωτικά τον εαυτό μας, ούτε τις αμαρτίες μας ούτε τις δυνατότητες μας. Με τον αποφατισμό (τον οποίο έχουμε αφήσει «στο ράφι» προς χρήσιν μόνο της απολογητικής και δεν τον θυμόμαστε στην καθημερινή ζωή της Εκκλησίας) γινόμαστε ψυχολογικά ενήλικες, η εκκλησιαστική μας ζωή γίνεται ωριμότερη, η ευχαριστιακή κοινότητα καθίσταται ερμηνεύουσα και ερμηνευομένη, ο πιστός γράφει την προσωπική του ιστορία όχι φωτοτυπικά αλλά αξιοποιώντας την κληρονομιά που έχει δεχτεί, τα παιδιά τιμούν τους προγόνους τους με την δημιουργικότητα τους, η πνευματική ζωή μπολιάζεται με ελευθερία, και η σχέση μας με τον κόσμο εκπληρώνει την αποστολική της κλήση.

Ακόμη και αν δεν μας νοιάζει η ωριμότητα, θα χρειαστεί να μας απασχολήσει η ενότητα. Στα τρία παραδείγματα της αρχής έγινε σαφής ο διαιρετικός και υπονομευτικός της εκκλησιαστικής ενότητος χαρακτήρας της εξιδανικεύσεως. Είναι λογικό. Ο καταφεύγων στην εξιδανίκευση είναι ήδη διχασμένος ψυχικά και μεταφέρει τον διχασμό του στο εκκλησιαστικό σώμα. Έχει ανάγκη να εξιδανικεύει, διότι δεν μετέχει στην αγάπη του Θεού και έτσι δεν είναι συμφιλιωμένος ούτε με τον εαυτό του. Ο αγαπών και αισθανόμενος την αγάπη δεν χρειάζεται δεκανίκια. Νοιώθει άνετα με τους αγίους χωρίς να αναζητά τεχνητά παραγεμίσματα. Δεν φοβάται την ιστορία διότι και εδώ η αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον» (Α' Ιω. 4,18).


Σημειώσεις:

1. Στην ψυχαναλυτική ορολογία το «αντικείμενο» είναι τεχνικός όρος που δηλώνει το πρόσωπο με το οποίο το παιδί εγκαθιστά σχέση αγάπης. Εαυτοαντικείμενο ονομάζεται το πρόσωπο εκείνο του οποίου η ύπαρξη είναι απαραίτητη για την συνοχή και αυτοεκτίμηση του ενήλικα πλέον, μέσω του καθρεφτίσματος της εικόνας εαυτού και της δυνατότητος εξιδανικεύσεως που του παρέχει, ένα πρόσωπο το οποίο στο φαντασιακό επίπεδο του υποκειμένου λειτουργεί ως μία ενιαία συνεχόμενη οντότητα μαζί του. Δεν είναι αναγκαία η ύπαρξή του για την φυσιολογική ανάπτυξη του ανθρώπου, αλλά υποδηλώνει κάποια εμπλοκή.
2. Heinz Kohut, The analysis of the self, International University Press, 1971, σ. 24.
3. Πρακτικά θα λέγαμε ότι πηγή των ιδανικών του ανθρώπου συνιστά το μόρφωμα που λέγεται Ιδεώδες του Εγώ, το οποίο φιλοξενεί αυτό που το υποκείμενο θέλει να είναι ή να γίνη. Το Ιδεώδες του Εγώ, δηλαδή, λειτουργεί περισσότερο ως παραδειγματικός δομικός τόπος (locus) ή ως οργανωτής της ψυχικής ανάπτυξης. Το Ιδεώδες του Εγώ ανήκει στον χώρο του Συμβολικού, έναν χώρο που συνδέεται με την γλώσσα και τον πολιτισμό. Έχει ως αποστολή να έλκη το υποκείμενο «πιο πέρα», να το βγάζη από το κλειστό φαντασιακό σύστημα του. «Το Ιδεώδες του Εγώ βρίσκεται σε σχέση με την αρχή της πραγματικότητας, βοηθώντας το Εγώ να υποταχθή σ’ αυτήν. Αποτελεί έναν καλό καθρέφτη στον οποίο το Εγώ - με τα προτερήματα ή με τα ελαττώματα του - μπορεί να εκτιμάται και να μετριέται» (Pierre Dessuant, Ο ναρκισσισμός, εκδ. Χατζηνικολή, 1992, σ. 98).
Αντίθετα, το Ιδανικό Εγώ διαθέτει αποκλειστικά φαντασιακό περιεχόμενο, εκείνο που το ασυνείδητο του υποκειμένου νομίζει πως είναι. Το Ιδανικό Εγώ έγκειται σε εικόνα του εαυτού, η οποία τόσο περισσότερο φαίνεται διογκωμένη όσο ανασφαλής και τραυματισμένος είναι ο εαυτός. Συνήθως δηλαδή έχει αντιρροπιστικό και αμυντικό χαρακτήρα. Όσοι χαρακτηρίζονται από υπερτροφικό Ιδανικό Εγώ δυσκολεύονται να έχουν ως κίνητρο στις πράξεις τους τα γνήσια Ιδανικά· ακόμη κι όταν πράττουν ευγενή και σημαντικά έργα, περισσότερο ελαύνονται από ναρκισσιστικούς στόχους (π.χ. υπεροχής ή ανταγωνισμού ή μιμήσεως κ.ο.κ.). Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή που εξετάζουμε, το μόρφωμα του παθολογικού ναρκισσισμού δεν αναπτύσσεται στο ίδιο το υποκείμενο, αλλά τοποθετείται σε κάποιο άλλο, μέσω του οποίου το υποκείμενο λαμβάνει την ναρκισσιστική ικανοποίηση που επιζητεί κατά ένα τρόπο παρασιτικό. Τού αρκεί να ζη στην σκιά του ιδανικού προσώπου, να αποτελή μέρος της Ιστορίας του. Με άλλα λόγια, η εξιδανίκευση που μελετούμε αντανακλά την λανθάνουσα δίψα για ένα ιδανικό εγώ του ίδιου του εξιδανικεύοντος, το οποίο προσπαθεί να διεκδίκηση τα δικαιώματα του μεταμφιεσμένο με πιο ευπρεπή και αποδεκτό τρόπο.
4. Ό.π., σελ. 45.
5. Ό.π., σελ. 27.
6. Η εξιδανίκευση απαιτεί και κάποιου βαθμού σχάση του κόσμου σε καλούς και κακούς. Με άλλα λόγια, το ψυχικό όργανο παραμένει στην ανωριμότητα εκείνη που δεν του επιτρέπει να διακρίνει αποχρώσεις.
7. James Jones, Terror and transformation: the ambiguity of religion in psychoanalytic perspective, Brunner-Routledge, 2002, σσ. 64-65.
8. Με τους σημερινούς μηχανισμούς του εμπορίου και των ΜΜΕ η διαστροφή πάει ακόμη παραπέρα: η κατασκευή ειδώλων δεν ανταποκρίνεται υποχρεωτικά στο ιδανικό του ήρωα, αλλά ενδέχεται να εγκαθιστά μορφές προς κοινή «λατρεία» για λόγους άσχετους με την ιστορία τους, υπακούοντας μόνο στην λογική της διαφημίσεως, που έργο έχει να καταστρέφει το νόημα και τους συσχετισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ αποτελεί η περίπτωση του Τσε Γκεβάρα. Πρόσφατο άρθρο διερωτάται πως μεταμορφώθηκε «η εικόνα του ηρωικού αντάρτη σε σελέμπριτυ της ποπ, σε παρωδία και σε κιτς». Και συμπληρώνει: «Τα παιδάκια που φοράνε μπλουζάκια με τον "Τσε" δεν έχουν την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν, όπως και πολλοί ενήλικοι που "τσιμπάνε" στην "Τσεμανία". Θέλουν απλώς να αποτελούν μέρος αυτού που εκπροσωπεί» (David Usborn, «Αξίζει ο Τσε την λατρεία μας;», Το Βήμα, 11 Ιουνίου 2006). Η τελευταία φράση αποτελεί ένα σημείο-κλειδί για το θέμα μας.
9. Edith Wyschogrod, Saints and postmodernism: revisioning moral philosophy. The University of Chicago Press, σ. 6.
10. Ομιλία δ΄ εις την Β΄ προς Τιμόθεον, 1, ΕΠΕ 23,521.
11. Edith Wyschogrod, ό.π., σ. xxiii.
12. Η αλλοίωση αυτή ενδέχεται να φθάσει μέχρι και σε αθεολόγητες θέσεις, όπως εκείνη που περιέχεται στα δημοφιλή παραδοσιακά κάλαντα των Χριστουγέννων, σύμφωνα με τα οποία η (ανωδίνως γεννήσασα) Θεοτόκος «σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες κοιλοπονούσε»!
13. Εδώ θα ήταν χρήσιμο να προσκομίσω την μαρτυρία φίλου ο οποίος συζητώντας με τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη τον άκουσε να λέει: «Οι καλύτεροι μαθητές μου με έχουν κάμει ιδεολογία»!
14. Για να αναφέρω κάποια ονόματα εντελώς ενδεικτικά, ο μέσος Έλληνας σπανιώτατα ονοματοδοτεί ή αφιερώνει ναούς στους αγίους 'Ιάκωβο αδελφόθεο, προφήτη Ησαΐα, Ιώβ τον δίκαιο, απόστολο Παύλο, ευαγγελιστή Λουκά, Μαρία Μαγδαληνή, Ιγνάτιο Θεοφόρο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Ιωάννη Χρυσόστομο, Ιωάννη Ελεήμονα, Μαρία Αιγύπτια, Μάξιμο Ομολογητή, Ιωάννη Δαμασκηνό, Ιωάννη της Κλίμακος, Μεθόδιο και Κύριλλο, Φώτιο Κων/πόλεως, Γρηγόριο Παλαμά, Νικόδημο Αγιορείτη, Κοσμά Αιτωλό, Σεραφείμ του Σάρωφ, Σιλουανό Αθωνίτη κ.π.α., απλώς διότι αγνοεί την ύπαρξή τους ή την συμμετοχή τους στην διατήρηση και εμβάθυνση της πίστεως. (Έχω δει εξωκκλήσι αφιερωμένο στον άγιο Πολύκαρπο, αλλά σε μέρος με περιβόλια (!), δηλαδή για συμφεροντολογικούς λόγους). Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού από την Παλαιά Διαθήκη γνωρίζει μόνο τον Προφήτη Ηλία! Αρκείται συνήθως σε 5-10 γνωστά ονόματα αγίων που έχουν συνδεθεί με θαύματα (σημείο ανωριμότητος και αυτό). Μπορούμε να φαντασθούμε την έκπληξη του αν μάθαινε πως υπάρχει και άγιος Ιούδας (ο απόστολος Θαδδαίος), τον οποίο μάλιστα οι Ρωμαιοκαθολικοί ευλαβούνται με αυτό το όνομα, ένα όνομα που ο λαός μας αποστρέφεται ως συνώνυμο του κακού!
Αλλά θα ήταν λάθος να στραφεί η μομφή προς το λαϊκό εκκλησιαστικό σώμα. Φαίνεται πως η απουσία έλλογης σχέσεως με τους αγίους ενδημεί και στην λογιώτερη μερίδα της Εκκλησίας και έχει υπεισέλθει και στα λειτουργικά βιβλία, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το εξής ενδεικτικό παράδειγμα: Ως αποστολικό ανάγνωσμα κατά την εορτή της αγίας Ευφημίας έχει επιλεγεί από την Β' προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου ένα απόσπασμα που περιλαμβάνει μέσα του την λέξη ευφημία («δια δυσφημίας και ευφημίας»)! Δεν χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή ως κριτήριο για την εξεύρεση κατάλληλης περικοπής ούτε ο βίος της αγίας (όπως συνήθως γίνεται), ούτε το θαυμαστό γεγονός της κυρώσεως από αυτήν του τόμου της Δ' Οικουμενικής Συνόδου περί της θεανθρωπότητος του Χριστού, αλλά η ηχητική ομωνυμία, στοιχείο ανωριμότητος που χαρακτηρίζει τους προφορικούς πολιτισμούς.
Με τέτοια περιστατικά λαμβάνει κανείς αμυδρά γνώση των κριτηρίων που επεκράτησαν στην λειτουργική ζωή σε δύσκολους καιρούς και τα οποία συνεχίζουμε να αφήνουμε αναλλοίωτα... Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό βέβαια, αν θυμηθούμε ότι τα μηναία μας τυπώνονται ακόμη (κατά τον 21ο αιώνα!) περιορισμένα στους παραδεδομένους βυζαντινούς αγίους, αγνοώντας Ρώσους, Σέρβους, Γεωργιανούς, Βρετανούς, Ιρλανδούς, Κινέζους κ.α. Επί πλέον παραμένουν αμετάφραστοι στα Ελληνικά οι λατίνοι πατέρες (Κυπριανός, Αμβρόσιος, Ιερώνυμος, Αυγουστίνος κ.τ.λ.)! Υπό τέτοιους όρους πώς να υπάρξει σοβαρή και ώριμη σχέση του πληρώματος της Εκκλησίας με την καθολικότητα της όπως εκφράζεται στους αγίους της;
15. Αυτοείδωλον εγενόμην, εκδ. Αρμός.
16. π. Βασιλείου Θερμού, «Προλεγόμενα στην ανάγνωση των Πατέρων στο κατώφλι της νέας χιλιετίας», Εκ της αυλής ταύτης, εκδ. Αρμός, 2001.
17. Πρωτ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμός και πολιτισμός, εκδ. Πουρναρά, 1982, σσ. 55-57. Οι εμφάσεις είναι του πρωτοτύπου.
18. Όλοι θα έχουμε γνωρίσει ανθρώπους που αδιαφορούν για τον Χριστό και την Παναγία, ενίοτε μέχρι σημείου απιστίας, αλλά που ταυτίζονται μανιωδώς με κάποιον συγκεκριμένο άγιο. Μοιάζει σαν να είναι το μόνο που τους συνδέει με την πίστη και αντιστέκονται σθεναρά στο να ακούσουν κάτι άλλο, με άλλα λόγια η ευλάβεια τους προς τον άγιο δεν έχει αναγωγική σωτηριολογική λειτουργία.
19. Ό.π., σσ. 108-113. Χαρακτηριστική είναι και η αναλογία του ερωτικού συναισθήμα­τος την οποία επικαλείται: είναι αναγκαίο να παρασυρθούμε από την δίνη του αλλά να μη χάσουμε την αίσθηση της πραγματικότητος.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου Ware: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

[Από το βιβλίο Άνθρωπος και Κοινωνία, Δοκίμια για τη θέση του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο, εκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1991. Μετάφραση Νίκου Χριστοδούλου]

Μια ψυχή φτιαγμένη κατ' εικόνα Θεού είναι πιο πολύτιμη στο Θεό απ' ότι δέκα χιλιάδες κόσμοι με όλα όσα περιέχουν.
Αποφθέγματα Πατέρων της Ερήμου


Το αληθινό θαύμα

«Μίλησέ μας για τις θείες οπτασίες που έχεις», είπε κάποτε ένας μοναχός στον Αββά Παχώμιο (286-346). «Ένας αμαρτωλός σαν εμένα δεν περιμένει να έχει καμμιά οπτασία από το Θεό», απάντησε ο Παχώμιος. «(...) Επίτρεψε μου όμως να σου πω για μια μεγάλη οπτασία. "Αν δεις έναν άγιο και ταπεινό άνθρωπο, αυτό είναι μια μεγάλη οπτασία. Γιατί ποια άλλη μεγαλύτερη οπτασία απ' αύτη μπορεί να υπάρξει: να δεις τον αόρατο Θεό να φανερώνεται στο ναό του, σ' ένα ορατό ανθρώπινο πρόσωπο»;1
Αυτή είναι η ανώτερη οπτασία από όλες, το αληθινό θαύμα: μια ανθρώπινη ύπαρξη φτιαγμένη κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού. «Εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθην» (Ψαλμ. 138:14). Στην πνευματική ζωή του καθενός από μας ίσως δεν υπάρχει καθήκον πιο επιτακτικό από αυτό: να ανανεώνουμε το αίσθημα του θαυμασμού και της έκπληξης μπροστά στο θαύμα και το μυστήριο του δικού μας προσώπου. Η λέξη μυστήριον, ιδιαίτερα, χρειάζεται έμφαση. Ποιος είμαι; Τι είμαι; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Γνωρίζω μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του εαυτού μου. Τα όρια του ανθρωπίνου προσώπου είναι απίστευτα πλατειά. Εκτείνονται κατά ύψος και κατά πλάτος στο χώρο και πέρα από το χρόνο, στο ατελεύτητο. Προεκτείνονται μπροστά και πίσω μέσα στο χρόνο και πέρα από το χρόνο, στην αιωνιότητα. Στο βάθος του εαυτού μου κρύβονται ανεξιχνίαστα βάθη πού διαφεύγουν της δικής μου αντίληψης.
Μέσα σ' αυτό το μυστήριο ανθρώπινο πρόσωπο, πού είναι φτιαγμένο κατ' εικόνα του ζώντος Θεού, υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ξεχωριστής σημασίας: ελευθερία, ευχαριστία, κοινωνία και ωρίμανση.

Ελευθερία

Ο Δημιουργός Θεός είναι ελεύθερος: με τον ίδιο τρόπο και τα ανθρώπινα δημιουργήματα πού είναι φτιαγμένα κατ' εικόνα του είναι προικισμένα με ελευθερία. Τί είναι αυτό πού κάνει τα ανθρώπινα οντά να ξεχωρίζουν, με ένα τρόπον πού υπερέχει, από τα άλλα οντά; Πέρα από όλα τα άλλα, είναι η αυτοσυνειδησία, η φωνή της συνείδησης, η δύναμη της ελεύθερης απόφασης, η ικανότητα της ηθικής εκλογής. Ενώ τα άλλα οντά ενεργούν από ένστικτο, το ανθρώπινο ον στέκεται ευσυνείδητα απέναντι του Θεού —στέκεται με πλήρη επίγνωση στο σημείο του καιρόν, στη στιγμή της κρίσης και της ευκαιρίας— και διαλέγει. Ο Θεός κάθε μέρα απευθύνεται στον άνθρωπο λέγοντας του: «Την ζωήν και τον θάνατον δέδωκα προ προσώπου υμών, την ευλογίαν και την κατάραν εκλέξαι...» (Δευτ. 30:19). Μόνο με την άσκηση αυτής της δύναμης, της ελεύθερης εκλογής, ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος πραγματικά.
Πρώτα απ' όλα ο άνθρωπος πρέπει να οριστεί ως ένα ελεύθερο ον. Αυτό το σημείο τονίζεται έντονα από τον Ντοστογιέφσκι στη διήγηση του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, στους Αδελφούς Καραμάζωφ. Αυτό που ο Χριστός πρόσφερε στον άνθρωπο, όπως αναγνωρίζει ο Μέγας Ιεροεξεταστής, είναι ακριβώς το δώρο της ελευθερίας: ο Υιός του Θεού ήρθε για να μας ελευθερώσει (Ιωάν. 8: 36). Αυτή η ελευθερία όμως, στα μάτια του γηραιού καρδιναλίου, είναι πολύ βαρεία, ένα φορτίο δυσβάστακτο για τους ανθρώπους, ένα επικίνδυνο κοφτερό σπαθί, το ανθρώπινο γένος θα ήταν ευτυχέστερο αν του αφαιρούσαν αυτό το δώρο. «Εμείς διορθώσαμε το έργο σου», λέει ο Ιεροεξεταστής στον Ιησού. Από μια σκοπιά έχει δίκιο: η ελευθερία μας πολύ συχνά αποδεικνύεται ένα άσχημο δώρο. Όμως, αν ο άνθρωπος είναι κάτι λιγότερο από ελεύθερος, τότε γίνεται κάτι λιγότερο κι από άνθρωπος.
Η ζωτική σημασία της ελευθερίας μπορεί να φανεί στην περίπτωση της ευλογημένης Παρθένου Μαρίας, η οποία είναι και ή εικόνα του τί σημαίνει να είσαι γνήσιος άνθρωπος. Στον Ευαγγελισμό, ο Αρχάγγελος δεν επληροφόρησε απλώς την Παναγία για το σχέδιο του Θεού, άλλα περίμενε την ελεύθερη και εθελοντική της απάντηση: «Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38). Θα μπορούσε να είχε αρνηθεί. Ο Θεός λαμβάνει την πρωτοβουλία, όμως η εθελοντική συνεργασία της Παναγίας είναι επίσης απαραίτητη. Δεν είναι απλώς ένα παθητικό εργαλείο αλλά ένας ενεργητικός μέτοχος στο έργο της σωτηρίας. Η απάντηση της με κανέναν τρόπο δεν ήταν ένα εκ των προτέρων γνωστό συμπέρασμα¨ σ' αυτή την ελεύθερα δοσμένη απάντηση κρεμόταν ολόκληρο το μέλλον της ανθρώπινης ιστορίας. Σ' έναν κόσμο πού ολοένα γίνεται πιο απάνθρωπος —σ' έναν κόσμο πού φαινομενικά ελέγχεται από τους ψυχαναλυτές, τις στατιστικές και τις μηχανές— ή ανάγκη για Χριστιανούς πού επιμένουν στην ύψιστη αξία της ελευθερίας, είναι άμεση. Σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα, τίποτα δεν είναι πιο αποφασιστικής σημασίας από τις ελεύθερες πράξεις εκλογής πού γίνονται από πρόσωπα προικισμένα με λόγο και συνείδηση. Ως ανθρώπινες υπάρξεις επηρεαζόμαστε από το περιβάλλον και τις ασυνείδητες διαθέσεις μας, όμως ποτέ δεν υποδουλωνόμαστε τελειωτικά σ' αυτά τα πράγματα. Παραμένουμε ελεύθεροι. Ο Θεός έθεσε τον καθένα από μας σαν βασιλιά πάνω στη γη και του έδωσε εξουσία επί «πάντων των κτηνών» (Γεν. 1:28). Ας μην παραιτούμαστε από αυτή μας τη βασιλική εξουσία από δειλία ή έλλειψη φαντασίας. Εδώ εξάγεται ένα σημαντικό συμπέρασμα. Η ελευθερία δείχνει ότι σαν άνθρωποι είμαστε διάφοροι, ξεχωριστοί. Εφόσον καθένας από μας είναι ελεύθερος, ο καθένας εκφράζει το κατ' εικόνα με το όποιο είναι προικισμένος με το δικό του ή δικό της μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Και ο καθένας, εφόσον είναι μοναδικός, έχει ανεκτίμητη αξία, ο καθένας είναι το τέρμα και ο σκοπός κι όχι το μέσο για κάποιον άλλο σκοπό. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας κάνει να σκεφτόμαστε με τρόπο στερεότυπο, έτσι πού να φαίνεται ότι όλα μετρούνται και κατατάσσονται στατιστικά η «προγραμματίζονται» σ' ένα κομπιούτερ. Ως χριστιανοί ανθρωπιστές έχομε κάθε λόγο να αρνηθούμε μια τέτοια τάση. Είναι καθήκον μας να προσβλέπουμε πάντα πέρα από το επίπεδο της επιπολαιότητας, οπού οι ανθρώπινες υπάρξεις κατατάσσονται σε ομάδες, προς το επίπεδο της γνήσιας προσωπικότητας, οπού κανένας δεν είναι κουραστικός. Το Άγιο Πνεύμα καθιστώντας μας ελεύθερους, κάνει τον καθένα μας διαφορετικό το ίδιο και οι πνευματοφόροι η άγιοι, οι όποιοι αποκαλύπτουν σε μας τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, πάντοτε επιδεικνύουν την άκρα ποικιλία. Δεν είναι η αγιότητα άλλα η αμαρτία πού είναι μονότονη.

Ευχαριστία

Κατ' εικόνα Θεού, προικισμένος με αυτοσυνειδησία και ηθική εκλογή, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σ' αυτόν τον κόσμο κάνοντας του χρήση όπως τα υπόλοιπα οντά. Το ανθρώπινο ον μπορεί επιπλέον να δοξάζει το Θεό, αντιπροσφέροντας τη δημιουργία στο Δημιουργό με ευχαριστία και σ' αυτήν την πράξη της προσφοράς ο καθένας γίνεται πραγματικός άνθρωπος, πραγματικό πρόσωπο. Αυτό είναι το δεύτερο ουσιώδες στοιχείο της ανθρώπινης μας ύπαρξης. Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι απλώς ένα ελεύθερο ον αλλά ένα ευχαριστιακό ον. Ο καθένας είναι και βασιλιάς και Ιερέας.
Αυτό το σημείο μπορεί και πάλι να τονιστεί με κάτι από τον Ντοστογιέφσκι. Ο ήρωας, ή μάλλον ο αντί -ήρωας, λέει στις Σημειώσεις από το Υπόγειο:
«Κύριοι, ας υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι βλάκας... Όμως αν δεν είναι βλάκας, είναι τερατωδώς αγνώμων. Είναι αγνώμων μ' ένα τρόπο πρωτοφανή. Ακόμη νομίζω ότι ο καλύτερος ορισμός για τον άνθρωπο είναι: ένα δημιούργημα με δύο πόδια και καθόλου αίσθηση ευγνωμοσύνης...
Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να προφέρει κατάρες: είναι το προνόμιό του και αυτό κυρίως τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα».

Όλα αυτά είναι αναμφίβολα ορθά για το μεταπτωτικό άνθρωπο, για τον άνθρωπο πού απομακρύνθηκε από το Θεό. Όμως στην περίπτωση του ανθρώπου, όπως αρχικά ο Θεός τον ήθελε να είναι, και όπως λυτρώθηκε εν Χριστώ, αυτές οι θέσεις πρέπει να αντιστραφούν. Ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου, το κύριο χαρακτηριστικό του, αυτό πού τον κάνει να είναι ο εαυτός του, είναι η ευγνωμοσύνη η ευχαριστία. Αυτό πού κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα ζώα, το προνόμιο του σαν ιερέας της κτίσης, είναι να ευλογεί το Θεό και να επικαλείται τη θεία ευλογία για τα άλλα πρόσωπα και πράγματα.
Όπως και πριν, έτσι και τώρα, το παράδειγμα της Θεοτόκου στον Ευαγγελισμό μπορεί να σταθεί το πρότυπο μας. Όταν πήρε το μήνυμα του αρχαγγέλου, απάντησε με μια πράξη ευχαριστίας: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου» (Λουκ. 1:46-7).
Η διάθεσή της είχε τα χαρακτηριστικά της χαράς, της ευχαριστίας, της δοξολογίας.
Αν, λοιπόν, πρόκειται να είμαστε πραγματικά άνθρωποι στην εσωτερική μας ζωή, η προσευχή μας πρέπει να διαπνέεται από το πνεύμα της ευχαριστίας. «Προσευχή είναι η κατάσταση της συνεχούς ευχαριστίας», τονίζει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908). Και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας (7ος αιώνας) σημειώνει:
«Προ πάντων εν τω της ημετέρας δεήσεως χάρτη ευχαριστίαν ειλικρινή κατατάξω μεν εν δευτέρω δε στίχω, εξομολόγησιν και συντριμμόν ψυχής εν αισθήσει' είθ' ούτο) την αίτησιν ημών τω παμβασιλεί γνωρίσω μεν».2
Ευχαριστία, εξομολόγηση, αίτηση — αυτή είναι η βασική σειρά πού πρέπει να ακολουθούμε όταν προσευχόμαστε. Δεν πρέπει να αρχίζουμε εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας. Πριν σκύψουμε προς τα κάτω για να δούμε την εσωτερική μας ασχήμια, πρέπει να υψώσουμε το βλέμμα προς τα έξω και προς τα πάνω για να ατενίσουμε τη δόξα του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος για τον όποιο ο εικοσιτετράωρος λατρευτικός κύκλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας αρχίζει κάθε μέρα με τον εσπερινό οπού διαβάζεται ο ψαλμός 103 πού είναι ένας ύμνος δοξολογίας για τη δημιουργία:
«Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον, Κύριε ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα, εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω (...) ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».
Με παρόμοιο τρόπο αρχίζει και η Θεία Λειτουργία, όχι με μια πράξη εξομολόγησης αλλά με μια προκήρυξη για τη δόξα του Θεού: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...». Ως ο περιούσιος λαός του Θεού, αρχίζουμε πρώτα-πρώτα ευλογώντας αυτόν για τη χαρά της Βασιλείας του.

Κοινωνία

Πέρα από το ότι είμαστε ελεύθερα οντά και ευχαριστιακά οντά, ο άνθρωπος είναι επίσης κοινωνικό ον. Αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστικό του στοιχείο. Είναι, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Αριστοτέλη, ένα «πολιτικό ζώο», γιατί όντως πραγματώνει τον εαυτό του, γίνεται όντως άνθρωπος, εφόσον ζει σε μια πόλη, σ' ένα κοινωνικά οργανωμένο χώρο. Ακόμη και οι ερημίτες πρέπει να προετοιμάσουν τον εαυτό τους για τη μόνωση αφού ζήσουν αρχικά στην κοινοτική ζωή μιας μοναχικής αδελφότητας. Ο άνθρωπος είναι διαλογικός. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του John Macmurray
«δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος μέχρι που να βρεθούν δύο τουλάχιστον σε κοινωνία».
«Και είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν» (Γεν. 1:26). Αυτό το «ποιήσωμεν άνθρωπον», όπως παρατηρούν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, δείχνει ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους.3 Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα της Αγίας Τριάδος — δηλαδή σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, πού δεν είναι απλώς Ένας, αλλά ένας εν τρισίν υποστάσεσι. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να πραγματώσει τον εαυτό του καθ' ομοίωσιν Θεού, σε κοινότητα ή κοινωνία. Όπως ακριβώς ο Θεός δεν είναι μια απομονωμένη μονάδα, αλλά μια ένωση τριών προσώπων πού αλληλοπεριχωρούνται μέσω μιας ακατάπαυστης αμοιβαίας αγάπης, έτσι και ο άνθρωπος, πραγματώνει πλήρως τον εαυτό του —γίνεται ολοκληρωμένος άνθρωπος σύμφωνα με τη θεία εικόνα— μόνο όταν ζει μέσα στους άλλους και για τους άλλους. Γίνεται άνθρωπος όταν ξέρει να μοιράζεται.
Ο Ντοστογιέφσκι μάς προσφέρει ακόμη μια πετυχημένη εικόνα αυτής της πραγματικότητας. Στους Αδελφούς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μια λαϊκή ιστορία πού άκουσε κάποτε, σχετικά με μια ηλικιωμένη γυναίκα πού δεν έζησε σωστά και μετά θάνατο βρέθηκε σε μια λίμνη από φωτιά. Ο φύλακας Άγγελος της προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει. Η μόνη καλή πράξη όμως που θυμόταν ότι έκανε αυτή η γυναίκα όταν ζούσε, ήταν πού είχε δώσει κάποτε από τον κήπο της ένα κρεμμύδι, σε μια ζητιάνα. Πήρε λοιπόν ο άγγελος το κρεμμύδι, είπε στη γυναίκα να πιαστεί απ' αυτό κι άρχισε να την τραβά έξω από τη λίμνη. Μέσα στη λίμνη όμως δεν ήταν μόνη της. Όταν οι άλλοι είδαν τί συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω και κρεμάστηκαν πάνω της με την ελπίδα να συρθούν κι αυτοί έξω μαζί της. Τότε όμως η γυναίκα, με τρόμο και αγανάκτηση, άρχισε να τους κλοτσά. «Αφήστε με», φώναξε. «Εμένα τραβά έξω, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμύδι, όχι δικό σας». Τη στιγμή που το είπε αυτό, το κρεμμύδι έσπασε στα δύο και η γυναίκα έπεσε πίσω, μέσα στη λίμνη. Και εκεί μέσα καίγεται μέχρι σήμερα.
Εάν η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε μόνο «αυτό είναι το κρεμμύδι μας», δεν θα αποδεικνυόταν άραγε αρκετά δυνατό για να τους τραβήξει όλους έξω από τη φωτιά; Μόλις όμως είπε «είναι δικό μου, όχι δικό σας», έγινε κάτι λιγότερο από άνθρωπος. Με το να αρνηθεί το μοίρασμα, αρνήθηκε την προσωπικότητα της. Ο γνήσιος άνθρωπος, πιστός στην εικόνα της τρισυπόστατης Θεότητας, είναι αυτός πού πάντοτε λέει όχι «εγώ», αλλά «εμείς», όχι «δικό μου άλλα «δικό μας». Η προσευχή πού ο Υιός του Θεού μας δίδαξε αρχίζει με το «Πάτερ ημών» κι όχι «Πάτερ μου». Αυτό που έκανε την πρώτη αποστολική κοινότητα των Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα να ξεχωρίσει, ήταν ακριβώς η πράξη της μοιρασιάς. «Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς (...) πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά» (Πράξ. 2:42-4). Ως Χριστιανοί δεκαεννιά αιώνες αργότερα, πόσο απεγνωσμένα χρειαζόμαστε να ανακτήσουμε αυτή την αίσθηση της κοινωνίας, να ξαναμάθουμε πώς να μοιραζόμαστε το κρεμμύδι.
Το πρότυπό μας σ' αυτό το μοίρασμα είναι και πάλι η Παναγία. Όταν δέχθηκε το μήνυμα του Ευαγγελισμού, η άμεση αντίδρασή της ήταν να πορευθεί «εις την ορεινήν μετά σπουδής» για να μοιραστεί την καλήν είδηση με την εξαδέλφη της Ελισάβετ (Λουκ. 1:39-40). Με σπουδή και αίσθημα βιασύνης: ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει τη χαρά για τον εαυτό της.
Όπως δείχνει η παραβολή των προβάτων και των εριφίων (Ματθ. 25:31-46), το κριτήριο της θείας κρίσης στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεν θα είναι οι εσωτερικές μου σκέψεις και τα αισθήματα, οι θειες οπτασίες και οι εκστάσεις μου. Ούτε θα ερωτηθώ για τη μοναχική μου άσκηση, τις νηστείες και τις μετάνοιες. Θα μου ζητηθεί όμως να πω αν έδωσα τροφή στους πεινασμένους, αν επισκέφθηκα τους φυλακισμένους και τους άρρωστους, αν φιλοξένησα τους ξένους. Γι' αυτά όλα θα ερωτηθώ. Με άλλα λόγια, πώς ήσαν οι σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους; Ήξερα να μοιράζομαι; Ήμουν απλώς ένα άτομο, κλεισμένο στον εαυτό μου; Η ήμουν ένα αυθεντικό πρόσωπο πού ζούσα σε κοινωνία με τους άλλους; Δεν είναι συμπτωματικό ποy η λέξη πρόσωπο σημαίνει επίσης και «όψη». Είμαι ένα ζωντανό πρόσωπο, πού ξεχωρίζω από τα άλλα, μόνο όταν στέκω απέναντι τους, τα αντικρίζω, τα κοιτάζω μέσα στα μάτια και αυτά κοιτάζουν έμενα. Το Άγιο Πνεύμα πού κατοικεί μέσα στην καρδιά μας είναι Πνεύμα κοινωνίας: κάνοντας μας διαφορετικούς, μας κάνει όλους ένα.
Ζώντας σε μια κοινωνία πού μεγαλώνει ολοένα πιο ψυχρά και αδιάφορα, είναι χριστιανικό μας καθήκον να επαναβεβαιώσουμε το νόημα της προσωπικής κοινωνίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις μηχανές να κυριαρχήσουν. Υπάρχει μια ιστορία ενός ανθρώπου που πήγε να δει έναν ψυχίατρο. «Βρήκα σαν πιο εύκολο τρόπο για να συγκεντρώνομαι», είπε ό ψυχίατρος, «το να μη σε κοιτάζω στο πρόσωπο. Γι' αυτό ξάπλωσε στον καναπέ και εγώ θα καθήσω στη γωνιά, πίσω από την κουρτίνα». Αφού πέρασε λίγη ώρα ο άνθρωπος παραξενεύθηκε γιατί επικρατούσε μια ύποπτη ησυχία πίσω από την κουρτίνα. Περπάτησε στις άκρες των ποδιών του ως τη γωνιά και κοίταξε προσεκτικά πίσω από την κουρτίνα. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Είδε μια καρέκλα και πίσω της μια πόρτα όμως πουθενά ο ψυχίατρος. Στην καρέκλα υπήρχε ένα κασετόφωνο. Ο άνθρωπος δεν τα έχασε. Είχε πει την ιστορία του πολλές φορές σε διαφορετικούς ψυχίατρους και την είχε γραμμένη σε κασέττα. Πήρε λοιπόν ένα κασετόφωνο από την τσάντα του, έβαλε μέσα την κασέτα, το άφησε στον καναπέ και το έβαλε σε λειτουργία. Ύστερα κατέβηκε κάτω για να πάρει ένα καφέ. Στην καφετερία όμως συνάντησε τον ψυχίατρο πού επίσης έπαιρνε τον καφέ του. Ο άνθρωπος κάθησε στο ίδιο τραπέζι μαζί του. «Πρόσεξε», διαμαρτυρήθηκε ο ψυχίατρος, «δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ, όφειλες να μείνεις πάνω, ξαπλωμένος στον καναπέ, να λες την Ιστορία σου». «Πολύ σωστά», απάντησε ο άνθρωπος.
«Το δικό μου κασετόφωνο μιλά στο δικό σου».
Ως Χριστιανοί βρισκόμαστε εδώ για να επιβεβαιώσουμε τη μεγάλη αξία της άμεσης επικοινωνίας και συνάντησης — Όχι μηχανή προς μηχανή, αλλά πρόσωπο προς πρόσωπο, ενώπιος ενωπίω.

Ωρίμανση

Τέτοιο είναι το αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο: ελεύθερο, ευχαριστιακό, κοινωνικό — αυτό πού, σύμφωνα με το παράδειγμα του στάρετς Ζωσιμά του Ντοστογιέφσκι, καθιστά τον εαυτό του «υπεύθυνο για όλους και για όλα». Σ' αυτά τα τρία χαρακτηριστικά πρέπει να προστεθεί και ένα τέταρτο: η ωρίμανση, η πορεία προς τα εμπρός, η συνεχής πρόοδος. «Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού έσμεν, και ούπω εφανερώθη τί εσόμεθα» (Α' Ιωάν. 3:2). Το ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι στατικό ή στάσιμο, αλλά είναι δυναμικό. Είναι ένας οδοιπόρος, ένας ταξιδευτής —Αυτή η δυναμική όψη της ανθρώπινης προσωπικότητας συχνά εκδηλώνεται κάνοντας μια διάκριση μεταξύ της εικόνας και της ομοίωσης του Θεού. Ο συγγραφέας της Γεν. 1:26, όταν έγραψε τις λέξεις «κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν», πιθανόν δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει αντίθεση μεταξύ των δύο όρων. Απλώς εκατανοούντο ως δύο παράλληλοι. Οι Έλληνες όμως Πατέρες —ιδιαίτερα ο Αγ. Ειρηναίος, ο Ωριγένης, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός4— τους ερμηνεύουν ως να έχουν διαφορετικό νόημα. Η εικόνα, σύμφωνα με τη δική τους εξήγηση, δηλώνει αυτό πού ο άνθρωπος κατέχει από την αρχή και το όποιο, παρά την Πτώση, ποτέ δεν χάθηκε εντελώς. Η «ομοίωση» δηλώνει τον έσχατο σκοπό μας, την πληρότητα του αγιασμού και της ζωής εν Θεώ, τη θέωση. Εικόνα είναι τα αρχικά χαρίσματα πού δόθηκαν στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία, ομοίωση ο τελικός σκοπός πού πρέπει να εκπληρωθεί μέσω της ορθής χρήσης της ελευθερίας, με τη χάρη πάντοτε του θεού. Εικόνα είναι ή δυνατότητα για πραγματοποίηση της ομοίωσης, ή αφετηρία και το τέρμα. Η Εικόνα δεν είναι ποτέ αυτάρκης, πάντοτε κοιτά προς τα εμπρός, κατευθύνεται πάντα προς την ομοίωση για να εκπληρωθεί. Ο άνθρωπος ταξιδευτής, ο homο viator, σε όλη του τη ζωή βρίσκεται σ' ένα ταξίδι από την εικόνα στην ομοίωση.
Οι χριστιανοί συγγραφείς συχνά μίλησαν για το «πρωτόκτιστον κάλλος» του ανθρωπίνου γένους στον Παράδεισο. Ο Αδάμ κατά τη δημιουργία του, με μια τέτοια θεώρηση, προικίστηκε με όλο το πλήρωμα της αγιότητας και της γνώσεως. Για μας σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθούμε τί σημαίνει αυτό. Είναι λοιπόν σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ο μοναδικός τρόπος πού εξετάζεται η προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου στη χριστιανική παράδοση. Υπάρχει ακόμη μια προσέγγιση πού βρίσκεται σε συγγραφείς του δευτέρου αιώνα, όπως για παράδειγμα οι Θεόφιλος Αντιοχείας και Ειρηναίος, και η οποία προσαρμόζεται πολύ καλύτερα στη δυναμική διάκριση πού κάναμε μεταξύ εικόνας και ομοίωσης. Ο άνθρωπος στην πρώτη δημιουργία, εισηγούνται αυτοί οι συγγραφείς, ήταν σαν νήπιο — τέλειος όχι τόσο ενεργεία όσο δυνάμει. Δεν ήταν προικισμένος με την πληρότητα της σοφίας και της δικαιοσύνης αλλά βρισκόταν απλώς σε μια κατάσταση απλότητας και αθωότητας. «Ήταν ένα παιδί πού δεν είχε ακόμη αναπτυγμένη τέλεια την αντίληψη του», σημειώνει ο Ειρηναίος. «Απαραίτητα έπρεπε να ωριμάσει και να φτάσει στην τελειότητα».5 Ο Δημιουργός Θεός έβαλε τα πόδια του Αδάμ στο σωστό δρόμο, όμως ο Αδάμ είχε μπροστά του πολλή απόσταση να διανύσει ώσπου να φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του. Ο homο viator δεν ταξιδεύει σ' ένα κλειστό κύκλο αλλά κατά μήκος μιας γραμμής πού οδηγεί προς τα πάνω.
Αυτό το σημείο δικαιώνεται αν δοθεί η πραγματική βαρύτητα στην Ενσάρκωση του Χριστού. Λαμβάνοντας τη δική μας ανθρώπινη φύση στη δική του κατά την ενσάρκωση και «θεώνοντάς» την κατά τη Μεταμόρφωση, Ανάσταση και Ανάληψη, ο Λόγος εισήγαγε στην ανθρωπότητα ένα νέο στοιχείο, μια πιο πλήρη διάσταση πού δεν υπήρχε σ' αυτήν από την αρχή. Δεν αποκατάστησε απλώς την εικόνα αλλά χάρισε στο καθ' ομοίωση πλατύτερες δυνατότητες. Το τέλος αξίζει περισσότερο από την αρχή εσχατολογία δεν είναι απλώς αρχαιολογία. Όμως όλα δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με το Βίο του Μωυσέως του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (330-395), η πορεία του άνθρωπου προς τα εμπρός και η συνεχής ωρίμανσή του — ο Γρηγόριος την αποκαλεί επέκταση, που σημαίνει την κίνηση εις το πέραν, πέρα απ' αυτό πού βρίσκεται μπροστά (ίδε Φιλ. 3:13) — θα συνεχιστεί αδιάκοπα όχι μόνο σ' αυτή τη ζωή άλλα και στην άλλη, στην αιωνιότητα. Όχι μόνο στη γη, άλλ' εξ 'ίσου στον ουρανό, η ωρίμανση είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης μας προσωπικότητας. Αφού ο θεός είναι ατελεύτητος, πιστεύει ο Γρηγόριος, η σεσωσμένη ανθρώπινη φύση δεν θα πάψει ποτέ να μετέχει έτι και έτι πληρέστερον στην απέραντη δόξα και αγάπη του Θεού. Η γνώση μας γι' αυτόν, ενώ συνέχεια αυξάνεται ποτέ δεν θα εξαντληθεί. Η ουσία της τελειότητας συνίσταται παραδόξως στο γεγονός ότι ποτέ δεν γινόμαστε τέλειοι αλλά συνεχίζουμε να μεταμορφωνόμαστε από «δόξης εις δόξαν» (Β' Κορ. 3:18). Όπως γράφει ο Jean Danieloou, «κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή, και κάθε άφιξη είναι μοναχά μια νέα αναχώρηση».6 Κάθε σύνορο, στη σκέψη του Γρηγορίου, προϋποθέτει ένα πέραν κάθε περιορισμός συνεπάγεται ότι ο ίδιος είναι πεπερασμένος.7 Η αιωνιότητα όπως και η ιστορία δεν είναι ένας κύκλος αλλά μια πορεία προς τα πάνω. Δεν είναι ένα γεωμετρικό σημείο αλλά μια ελικοειδής άνοδος.
Αυτό λοιπόν σημαίνει να είσαι γνήσιος άνθρωπος: να εκλέγεις, να ευχαριστείς, να μοιράζεσαι, να ωριμάζεις. Gloria enim Dei vivens homo, βεβαιώνει ο Άγιος Ειρηναίος: «Η δόξα του Θεού είναι ο ζωντανός άνθρωπος».8 Ας αγωνιστούμε να κάνουμε αυτή τη δόξα ολοένα και πιο εμφανή στον εαυτό μας. Ας γίνουμε περισσότερο όμοιοι του Θεού με το να γινόμαστε ακόμη περισσότερο άνθρωποι.


Σημειώσεις:

1. Βίος του Αγίου Παχωμίου 18, έκδ. Halkin, σσ. 30-31.
2. Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Βαθμίδα 28, P.G. 88, 1132A
3. Αυτή η ερμηνεία ξεκινά ήδη από τον 2ο αιώνα. Πρβλ. Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, ΙΙ18· ιδέ επίσης Επιστολή του Βαρνάβα, V.5, VI.12· Ιουστίνου Μάρτυρος, Διάλογος προς Τρύφωνα, 1 XII.2.
4. Ιδέ Ειρηναίου, Κατά των αιρέσεων, V.i.3 και V.vi.1· Ωριγένους, Περί Αρχών, ΙΙΙ.vi.1· Μαξίμου, Περί Αγάπης, iii.25· Θεολογικά Κεφάλαια, i.13· Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί Ορθοδόξου Πίστεως, ii.12. Η διάκριση επίσης βρίσκεται στους Κλήμη Αλεξανδρείας, Μεθόδιο, Κύριλλο Ιεροσολύμων, Ιωάννη Χρυσόστομο και Διάδοχο Φωτικής. Σε άλλους όμως Πατέρες, όπως τους Ιππόλυτο, Αθανάσιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο Νύσσης, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Θεόδωρο Μοψουεστίας και Θεοδώρητο Κύρου, η διάκριση είτε απορρίπτεται είτε δεν εξετάζεται με καθαρό και συγκεκριμένο τρόπο.
5. Επεξήγησις Αποστολικού Κηρύγματος, 12· πρβλ. Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον, ii.24 και 27.
6. J. Danielou και H. Musurillo, From Glory to Glory: Texts from Gregory of Nyssa’s Mystical Writtings, London 1962, σελ. 69.
7. Εις το Άσμα Ασμάτων, P.G. 44, 1024 BCD.
8. Κατά των αιρέσεων, IV.xx[xxxiv].7.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ΑΠΟΤΟΜΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ (διήγημα)

Ταξίδεψα με τα φτερά του εθνικού αερομεταφορέα στο μεγάλο ταξίδι της ενηλικίωσής μου. Μ' ελάχιστο συνάλλαγμα και την ευχή των δικών μου απογειώθηκα και ύστερα από λίγες ώρες προσγειώθηκα στον προορισμό μου. Έφυγα από τον ήλιο και στάθηκα μόνος σε μια πολιτεία, που εκτός από πανωφόρι, απαιτούσε και στέγη για την ατέλειωτη νύχτα που θα ακολουθούσε. Ο θεός των Ελλήνων ήταν όμως μαζί μου και έτσι το θάρρος υπήρχε ακέραιο και φυσικά αρωγός στο πέρασμα από τον έλεγχο των διαβατηρίων στον δρόμο που μου έδειχνε ο φίλος από την Κύπρο.


Πήραμε το μετρό και κάποτε φτάσαμε στο σπίτι της κυρά Μαρίας από τα Κατεχόμενα. Τρίτος όροφος στη σοφίτα, μ' εκείνο το παράθυρο να κοιτάζει όλο το βόρειο τμήμα της πόλης. Ενθουσιάστηκα κι έπεσα σ' ένα πολύωρο όνειρο, που μου στοίχισε όμως. Το επόμενο πρωινό κοίταξα γύρω μου και τίποτα δεν ήταν γνώριμο. Μόνος σ' ένα σπίτι να ψάχνω για την τουαλέτα. Την βρήκα έγκαιρα και, πάνω που αποφάσισα να οργανώσω τη σκέψη μου στο θρόνο της περισυλλογής, μια ξένη γλώσσα μ' επανάφερε στην πραγματικότητα. Έπρεπε να βιαστώ. Ο χώρος ήταν κοινόχρηστος και όπως όλο το σπίτι, τον μοιραζόμουνα με άλλους πέντε. Βγήκα. Καλημέρισα στη γλώσσα του τόπου - δέχθηκα χαμόγελο - ανταπέδωσα και με ψηλά το κεφάλι αναζήτησα την κουζίνα. Εύκολο. Ακολούθησα τη μυρουδιά από φασόλια και ψημένο μπέικον. Ένα πιάτο τεράστιο με υποδέχθηκε στο τραπέζι. Δίπλα άχνιζε καφές φίλτρου και στο ψυγείο υπήρχαν μπόλικα καλούδια. Είπα για μένα είναι, μα κάτι με φύλαξε και δεν ακούμπησα. Στο λεπτό ο ίδιος άνθρωπος, που μου περιόρισε την πρωινή μου περιποίηση, εμφανίστηκε και, αφού με ευγένεια με παράκαμψε, καταβρόχθισε όλη την ομορφιά. Ήπιε και τον καφέ μονορούφι και με την διεθνή λέξη της απόλυτης χώνεψης έφυγε από την κουζίνα με κέφι. Μόνος ξανά. Κάθισα και κοίταγα τη βρύση. Λες να πίνεται το νερό; Αναρωτιόμουνα. Το ρίσκαρα. Περίμενα λίγο και όταν βεβαιώθηκα για τα ευεργετικά του αποτελέσματα αποφάσισα να βγω στον κόσμο.

Ήταν μια κατηφόρα που οδηγούσε σε μια κεντρική λεωφόρο. Ένας ντόπιος κάτι μου έλεγε και με νοήματα κατάλαβα ότι ήθελε κέρματα. Είχα κάτι στη τσέπη μου και είπα ότι μάλλον δεν τα χρειάζομαι. Τα πήρε και μου μίλησε για το θεό και τότε θυμήθηκα ότι είχα μια σύσταση. Μπήκα στο θάλαμο και τηλεφώνησα. Μετά από δυο - τρεις άκαρπες προσπάθειες ανακάλυψα τον τρόπο κλήσης και μια φωνή με καλημέριζε στα ελληνικά. Αισθάνθηκα ανακουφισμένος. Υπήρχε ασφάλεια.
- Μου έδωσε τη σύστασή σας ο κοινός φίλος και συμφοιτητής από την Πελοπόννησο, είπα με ελπίδα.
- Μάλιστα, μια ευγενέστατη φωνή μού απάντησε. Και πώς θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος; είπε.
- Να έρθω να σας δω. Ξέρετε, ψάχνω για δουλειά. Ό,τι κι αν είναι.

Την άλλη μέρα όλο ενθουσιασμό ταξίδεψα κάμποσο με τα τρένα για τον παράδεισο. Όλα θα πήγαιναν καλά. Έφτασα γύρω στις δώδεκα. Δεν πρόλαβα την Κυριακή λειτουργία και λυπήθηκα γι' αυτό. Μπήκα στην εκκλησία και θυμήθηκα την πατρίδα μου. Προσκύνησα κιι έπειτα ρώτησα ένα παιδάκι να μου πει πού είναι ο ιερέας.
- Μπαμπά, ένα κορίτσι σε ζητάει, φώναξε αυτό και με αγωνία τσιμπήθηκα μήπως και μεταλλάχθηκα στη διαδρομή. Δεν πρόλαβα να το πολυσκεφτώ κι ένας ιεροπρεπέστατος νεαρός κληρικός εμφανίστηκε.
- Σας είχα πάρει τηλέφωνο, του είπα.
Ασπάστηκα την δεξιά, με οδήγησε έξω στον περίβολο και δίπλα σε μια ψησταριά όπου κάμποσες σεφταλιές ψήνονταν. Απ' ό,τι κατάλαβα, μετά την εκκλησία οι ομοεθνείς τρώνε όλοι μαζί. «Λαμπρά», σκέφτηκα και το σάλιο μου έκανε το γύρο του θανάτου. Θα λιποθυμούσα. Κρατήθηκα από την καρέκλα και συνέχισα να αντικρίζω την επαφή μου.

Αφού με ρώτησε για την πατρίδα, για τον κοινό γνωστό, για τη σχολή που σπουδάσαμε, για την αιτία του ταξιδιού μου και προσπάθησα να απαντήσω με το ένα μάτι μου καρφωμένο στις πίτες που θα άρπαζαν, απέτρεψα τον μικρό, που με αγένεια προσπαθούσε να μου τραβήξει τα μαλλιά. Ο πατέρας του το μάζεψε προς στιγμήν και κείνο το ευλογημένο χοροπηδώντας επέμενε ότι είμαι κορίτσι. Μα εμένα δεν μ' ένοιαζε περισσότερο από το να μην καούν τα κρέατα στη σχάρα και φυσικά η απάντηση στην παράκληση για εργασία. Δεν γινόταν. Ολόκληρος παπάς, έλεγα μέσα μου, σε μια τεράστια ενορία. Τόσοι πατριώτες. Ήξερα να κάνω και κάμποσες δουλειές, ειδικά στην οικοδομή. Ο μικρός με εκνεύρισε και του εξήγησα το μάλλον αυτονόητο, ότι όποιος έχει μακριά μαλλιά δεν σημαίνει ότι απαραίτητα είναι γυναίκα. Ή εγώ δεν έφυγα από το χωριό ή αυτοί είναι πάντα εκεί, σκέφτηκα. Δεν κοιτάνε τουλάχιστον καμιά ορθόδοξη εικόνα, είπα, και μύρισα το κρέας. Με μάγεψε. Δεν μπορούσα παρά να το κοιτάζω πια απροκάλυπτα σαν ικέτης. Θυμήθηκα τον σκύλο μου στην Αθήνα και αποφάσισα πως στο μέλλον πρώτα θα του ρίχνω μεζέ και μετά θα τρώω.

Ξάφνου μια κυρία ήρθε και πήρε τροφή για τον μικρό. Εμένα; είπα μέσα μου. Δεν μπορεί, σε εκκλησία ήμουνα, θα μου πουν κάτι. Η κυρία ξανάρθε και, αφού γέμισε ένα πιάτο με χάρη, με κοίταξε και, πάνω που θα έλεγα δεν πρέπει αλλά να, σας ευχαριστώ και θα έπεφτα στο μέλι, έφυγε με χρηστοήθεια για κάπου μέσα στο παρακείμενο σπίτι. Σειρά μου, σκέφτηκα. Ο παπάς σηκώθηκε, άρχισε να τσιμπολογάει από τη σχάρα και να με ρωτάει για θεολογικά ζητήματα. Είχα πάθει μπλακ - άουτ. Ποσώς με ένοιαζε η πορεία της θεολογικής σκέψης και η αγωνία της σωτηρίας του θεού από τους ανθρώπους, που μου έλεγε. Εγώ σκεφτόμουνα πως εκείνη την ώρα όλοι οι θεολόγοι τρώνε και μόνο η αφεντιά μου περνά τέτοιο μαρτύριο. Ε! δεν άντεξα.
- Μπορώ; του είπα…
- Βεβαίως, μου απάντησε.
Πήρα μια πίτα, έβαλα μέσα μια σεφταλιά και αφέθηκα στη γεύση. Να τους έχει ο θεός καλά, είπα σιωπηρά και σκεφτόμουνα πως θα ήταν καλύτερα αν μου πρότεινε να βάλω μέσα στην πιτούλα και σαλάτα που την είχαν κόψει για το λόγο αυτό. Εκείνος όμως με κοίταζε σαν αποσβολωμένος. Μάλλον θα έφταιγε ο τρόπος που έτρωγα. Όσο και να μην το ήθελα, ήταν σαν να είχα να φάω χρόνια. Δυστυχώς η πίτα ήταν τρεις μπουκιές. Τελείωσα και κοίταγα τη σχάρα.
- Θα καούν, του συνέστησα.
- Ναι, δίκιο έχεις, μου απάντησε κι έκανε ένα νόημα στην πρεσβυτέρα να τα πάει μέσα μπας και κάνουν φτερά.
- Ξέρεις, είναι δύσκολο να βρω κάτι για σένα, μου τόνισε.
- Οτιδήποτε, του απάντησα. Να καθαρίζω, να πλένω πιάτα, να μπογιατίζω, να σκάβω…
- Θα δούμε, μου αποκρίθηκε βλοσυρά.
Μάλλον ήμουν εκτός προδιαγραφών του. Με αξιοπρέπεια σηκώθηκα, ευχαρίστησα για τη φιλοξενία και αφού θύμισα στο παιδί του πως και άλλοι στη χώρα που ζει έχουν μακριά μαλλιά, εκτός από τον πατέρα του, αναχώρησα με ευχή κι ένα φυλλαδιάκι θρησκευτικού περιεχομένου στα χέρια μου για τον δρόμο της επιστροφής. Η προσγείωση ήταν απότομη.
Φεύγοντας σκέφτηκα κάτι να αφήσω για τη σεφταλιά.
- Πόσο κάνει; ρώτησα με ντροπή.
- Αφήστε ό,τι θέλετε εκεί, μου είπε και μου έδειξε τον πάγκο δίπλα στη σχάρα. Άφησα κάτι και βγήκα στο δρόμο. Ψάχτηκα, τα λεφτά που είχα μου έφταναν για το μισό της διαδρομής. Θα περπατούσα λίγο, σκέφτηκα και πράγματι μου πήρε τρία χρόνια μέχρι να ξαναγυρίσω στην πατρίδα.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

π. Βασιλείου Θερμού, [ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΑ] (21 ποιήματα)


Η άλλη δυνατότητα

Κάθε καινούργια μέρα
κι ένα απ’ τα όνειρά μου
πέφτει

και χάνεται στην άβυσσο
ενόμιζα

και αποθηκεύεται στα κατώγια
όπου χαλκουργείται το μυστήριο
της ευσεβείας, μού είπες.


«Της ιεροδιακονίας σου…»

Αχ να γινόταν
να μη διακονήσω σήμερα
μεσ’ στης χαράς σου τα παλάτια!
Να διακονέψω μόνο μια φορά
στης μετανοίας τα σκαλοπάτια!


Ερινύες των εσχάτων

Πρόσωπα, αλλοίμονο!,
των αδελφών που βαστάζουν
επάνω τους τραχέα,
ιδιόρρυθμα, δυσήνια,
τα περάσματα της Αλήθειας
… όσα αρνηθήκαμε.


Νεκρά φύσις

Στολισμένοι εξήλθαμε
για την αγορά
των ιδεών, αλλά πίσω μας
αποτσίγαρα οι λέξεις
μπροστά στον καθρέφτη.


Θεολογικοί διάλογοι

Τα λόγια Κυρίου λόγια αγνά
ώσπερ μέλι και κηρίον
εύπλαστα και μαλακά
για να παίρνουν ό,τι σχήμα επιθυμείς:
φωτιές, τσιχλόφουσκες, ρόπαλα.


Υπηρεσία νεωκόρου

Τώρα που τελείωσε η ακολουθία
και όλα ησύχασαν,
βγάλε τα επίσημα, Κύριε,
και ζώσου την ποδιά
να καθαρίσεις
τα σταλάματα των λογισμών.


Δέηση

Κύριε, τα λόγια σου φωτιά
να ψήσουν τα ωμά οράματά μου
για να τρώγονται από τους αδελφούς μου.


Vicarius Christi

Σε ονομάζουμε «ο βασιλεύς της δόξας».
Όταν όμως προχθές «ενδεδυμένον άπασαν»
μπροστά στην αγία Τράπεζα
μού πρότεινες «αλλάζουμε;»
κόντεψα να λιποθυμήσω.


Εύλογο

Πώς να μην πεθάνεις νέος, Κύριε;
Αφού τις νύχτες, κατάκοπος
μετά τις πορείες ξαγρυπνούσες
να κεντήσεις τις ιερατικές μας στολές;


Διευκρινιστικό

Ξέρεις μόνο γιατί ελπίζω;
Γιατί δέχτηκες να κάμεις Αίμα σου
την χθεσινή μαυροδάφνη με τα συντηρητικά.


Εθνική εορτή

Σημαίες, πρόεδροι, επίσημοι,
κατά την καθιερωμένην τάξιν
έχουν λάβει την θέση στον ναό.
Και ο Ιησούς παράμερα
συνωθείται με κάτι άσημους
που θα Τον κοινωνήσουν.


Το καμπαναριό των Φηρών

Ανάμεσα σε ταράτσες και σκαλιά
στην άκρη του γκρεμού
με τραπεζάκια γύρω
κατάντικρυ από το ηφαίστειο
με υπόκρουση από Ένιο Μορικόνε
μετράει τα ηλιοβασιλέματα
και περιμένει τα έσχατα.


(Από το βιβλίο «Φωνήεντες στεναγμοί», εκδ. Αρμός 1996)


Δια γυμνού οφθαλμού

Ο άδακρυς λόγος: άπατρις.

Ο άφθονος λόγος: ρίψασπις.


Δελτίο καιρού

Καιρός ταραχώδης
έως τρικυμιώδης.
Απαγορεύτηκε ο απόπλους
ελπίδων.


Εξωτερικαί ειδήσεις

Ανακοινωθέν της Εταιρείας Περιορισμένης
(Υπαρξιακής) Ευθύνης:

Τέρμα η ονειροπόληση
Στο εξής ονειροπώληση.


Η ενδοχώρα των λογισμών

Ένα σκαρί η ψυχή – τι νομίζεις;
Ανήσυχο διαρκώς μη μπατάρει,
με το βλέμμα του καπετάνιου δριμύ
ν’ αναζητά μιαν αιωνιότητα
εφήμερη – κι ύστερα άλλη κι άλλη…
Ενθύμια στιλπνά στο κατάστρωμα
αποθησαυρισμένα και άλλα
και παλατάκια φωτισμένα που ο νους
ο τάχα μου ηγεμόνας ιδρύει.
Και οι προσχώσεις ολοένα αυξάνουν
την άβατη των λογισμών ενδοχώρα.


Μελέτη Περιβάλλοντος

Οι λέξεις είναι δάκρυα
που κυλούν για κάθε τι
που δεν γνωρίζουμε
που δεν καταλάβαμε
και που δεν θα μάθουμε ποτέ.

Πέφτουν στην θάλασσα της ζωής μας
και γίνονται νησιά.
Και η ποίηση έρχεται κατόπιν
να τα βάλει σε σειρά αναγνώσιμη.

(Μην ακούτε εκείνους που ισχυρίζονται
πως δεν μετακινούνται πλέον όρη).


Συζήτηση

Τα λόγια που πηγαινοέρχονται,
κλητήρες της πείνας,
δραπέτες της πλησμονής.

Λέξεις – αγγεία για ό,τι πιο πολύτιμο,
για λάδι από τη σύνθλιψη ονειροκάρπου,
για νερό που πρέπει να γίνει κρασί.


Ρεαλισμός

Πρέπει να ρίξεις πολλά όνειρα
στο πηγάδι της ζωής
για ν’ ανέβει το νερό της αλήθειας.


Μυστήριο

Ψυχές σαν βυθός
με σπάταλο χρώμα
που κανείς δεν θ’ αντικρίσει ποτέ.


Άλλοθι

Στ’ απόνερα των ταχύπλοων λογισμών
κήτη αργυρά αναρριπίζουν
τον πόντο της ζωής μας
αμέριμνα οι πράξεις.

(Από το βιβλίο «Ονειροδρόμιο», εκδ. εν πλω 2003)

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος: "ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ!"

[Ομιλία κατά την 13η Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών στη Λυών της Γαλλίας
(15 Ιουλίου 2009)]

1. Ως χριστιανοί, τολμούμε να ελπίζουμε. Ακόμη και σε μια εποχή όπου εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη βρίσκονται σε απόγνωση κάτω από την πίεση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως και μιας ασφυκτικής αβεβαιότητος. Ακόμη κι όταν ποικίλοι παλαιοί και νέοι φόβοι σφίγγουν την καρδιά μας.

Εμείς οι χριστιανοί τολμούμε να ελπίζουμε. Η ελπίδα μας αυτή δεν στηρίζεται σε κάποια αόριστη αισιοδοξία, αλλά σε ένα Πρόσωπο ζωντανό, τον όντως Όντα, στην εμπιστοσύνη και την προσωπική, αγαπητική σχέση μαζί Του. Έχουμε κληθεί "εν μια ελπίδι" εν Χριστώ (Εφεσ. 4:4).

Από όλες τις φιλοσοφικές θρησκευτικές προτάσεις, σχετικά με την αξία και το μέλλον του ανθρώπου, η πιο τολμηρή και μεγαλειώδης παραμένει η χριστιανική. Αυτή επιμένει στην ενανθρώπηση του Υπέρτατου Όντος, του Θεού, και στην πορεία του ανθρώπου προς την κατά χάριν "θέωση" .

Κατά τον Απόστολο Παύλο, η ελπίδα "ασπάζεται σ' όλη της την έκταση τη θεία οικονομία και απαντά με αγάπη στην αγάπη του Κυρίου … Η χριστιανική ελπίδα δεν είναι άλλο παρά η σφοδρή επιθυμία μιας αγάπης που διψά για την παρουσία του Κυρίου της" (Jean Duplacy, “Espérance”, Vocabulaire de Théologie Biblique, éd. du Cerf).

Για να γίνει αντιληπτό "τις η ελπίς της κλήσεως" του Θεού δεν φθάνει η νοητική μόνο προσέγγιση. Απαιτείται, όπως ο Παύλος δέεται, ο Θεός, "ο Πατήρ της δόξης", να μας δώσει "πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως εν επιγνώσει αυτού" (1:17).

Η επίγνωση αυτή δεν αποκτάται με συζητήσεις και ανθρώπίνες διανοητικές διεργασίες. Είναι δώρο που "ο Θεός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" προσφέρει μέσα σε μια προσωπική κοινωνία μαζί Του, σε ατμόσφαιρα προσευχής, στοχαστικής σιωπής και κοινής λατρείας.

Οι σύγχρονοι άνθρωποι συνήθως αδιαφορούν για πνευματικές υποσχέσεις. Τους ελκύει, όπως είναι πασίγνωστο, κυρίως ο πλούτος και η δύναμη με τις ποικίλες μορφές και παραλλαγές τους. Αλλά και η ελπίδα της κλήσεως ημών συναρτάται με πλούτο -άλλης βεβαίως ποιότητος. "Ελπίς εστιν αδήλου πλούτου πλούτος· ελπίς εστιν ανενδοίαστος προ θησαυρού θησαυρός· … Αύτη αγάπης θύρα, αύτη αναιρεί απόγνωσιν", διευκρινίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Κλίμαξ 230, PG 881157). .

Ο Απόστολος στην προσευχή του θαυμάζει: "τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις" (1:18). Και όχι απλώς πλούτος, αλλά και δύναμη. Δύναμη ασύλληπτη, με μοναδική ενέργεια: "… και τι το υπερβάλλον μέγεθος της δυνάμεως αυτού εις ημάς τους πιστεύοντας κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού" (1:19).

Πρόκειται για μια ενέργεια που ήδη έχει διαχυθεί και δρα στην παγκόσμια ιστορία. Διότι ο αναστάς Χριστός είναι πλέον "υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος … ονομαζομένου ου μόνον εν τω νυν αιώνι αλλά και εν τω μέλλοντι" (1:21).

Στηριγμένος ακράδαντα σ᾽ αυτή την αλήθεια βρίσκεται ο πυρήνας της ελπίδας μας. Η χριστιανική ελπίδα αποκαλύπτει συνεχώς δυνατότητες, απρόσιτες στην απλή λογική και εμπειρία.

Μέσα στα αδιέξοδα, τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, οι πιστοί όχι μόνο τολμούμε να ελπίζουμε αλλά "και καυχώμεθα επ᾽ ελπίδι της δόξης του Θεού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει" (Ρωμ. 5:2-3). Η εν Χριστώ ελπίδα συνυφαίνεται με ειρηνική χαρά· "τη ελπίδι χαίροντες", προτρέπει ο Απόστολος (Ρωμ. 12:12).

Και ο Μέγας Βασίλειος βεβαιώνει: "Ελπίς ουν εστιν η την χαράν σύνοικον τη ψυχή του σπουδαίου παρασκευάζουσα" (Ομιλ. 4,3, PG 31,234C). Χωρίς να αγνοεί τη σκληρή πραγματικότητα, η ελπίδα μας έχει τη δύναμη να μεταπλάθει εν χαρά και τις πιο τραγικές συνθήκες. "Η γαρ εις Θεόν ελπίς πάντα μεταρρυθμίζει", βεβαιώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Εξ. Εις Ψαλμ. 10, Gaume 5,43)..

Η εν Χριστώ ελπίδα μας εντάσσει την καθημερινότητά μας σε έναν ασύγκριτα ευρύτερο ορίζοντα, στην "εσχατολογική προοπτική". Το όραμά της αγκαλιάζει τα σύμπαντα στον χώρο και τον χρόνο. Σαν ένα πνευματικό τηλεσκόπιο, προεκτείνει τη ματιά μας στην απεραντοσύνη του χρόνου. Μ᾽ αυτή την ελπίδα συνδέεται η σωτηρία μας.

"Τη γαρ ελπίδι εσώθημεν· ελπίς δε βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς· ο γαρ βλέπει τις, τι και ελπίζει; Ει δε ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι' υπομονής απεκδεχόμεθα" (Ρωμ. 8:24-25· πρβλ. Α Πέτρ. 1:3-5). Αν αφαιρεθεί από τη χριστιανική ελπίδα η εσχατολογική αυτή διάσταση, όπως από ορισμένους επιχειρείται, η ελπίδα της κλήσεώς μας χάνει τη δύναμη, τον πλούτο και την πολύπτυχη ενέργειά της.

Οι σαφείς υποσχέσεις του Θεού αποτελούν για μας "ισχυράν παράκλησιν", καθώς μένουμε σταθεροί στην προκείμενη ελπίδα· "ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν" (Εβρ. 6:18-19). Αυτή μας ασφαλίζει μέσα στις θύελλες και είναι πολύτιμη για τη γαλήνια παραμονή μας στα διάφορα πνευματικά λιμάνια (και αυτής της Συνελεύσεως), κατά το μεγάλο ταξίδι μας προς τον τελικό μας προορισμό, τη βασιλεία των Ουρανών,

2. Αλλά υπάρχει μια ακόμη πλευρά που πρέπει να διερευνηθεί στη Συνέλευσή μας. Αυτή η μία ελπίδα της κλήσεως ημών εν Χριστώ δεν είναι κάποια ατομική υπόθεση. Ενεργοποιείται εν τη Εκκλησία. "Και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστι το σώμα αυτού" (Εφεσ. 1:22-23).

Δεν υπάρχει χριστιανική ιδιωτική ευσέβεια, αποκομμένη από την Εκκλησία του Χριστού, από την κοινωνία αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Όποιος ζει ουσιαστικά ως κύτταρο στο Σώμα Αυτού, αισθάνεται συνδεδεμένος με όλη την ανθρωπότητα και ολόκληρη την κτίση. Κλείνει μέσα του, αγκαλιάζει με την αγάπη του τα πάντα και τους πάντες. Διότι η Εκκλησία είναι "το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου" (Εφεσ. 1:23).

Η ελπίς της κλήσεως ημών εν Χριστώ δεν μας κάνει ρομαντικούς οραματιστές ενός απροσδιορίστου μέλλοντος. Αλλά, συμπορευόμενη με ακλόνητη πίστη και ανυπόκριτη αγάπη, ενεργοποιεί όλα τα χαρίσματα που ο Θεός μας έχει δώσει για μια δημιουργική παρουσία στα ιστορικά δρώμενα, με λόγο και έργο.

Θυμούμαι τη δεκαετία του 1990 στην Αλβανία. Ναοί, μονές, εκκλησιαστικές δομές, ήταν όλα κατεδαφισμένα από τον 23χρονο απόλυτο αθεϊστικό διωγμό. Έμοιαζε πνευματικά έρημο τοπίο, αποκαρδιωτικό. Το μόνο που στήριζε τον αγώνα για την ανασύσταση της Εκκλησίας ήταν μια φράση που συμπύκνωνε όλες τις βεβαιότητές μας: Εν Χριστώ υπάρχει ελπίδα! Τολμούμε. Και "ο Θεός της ελπίδος", ο Θεός των εκπλήξεων, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, μας επεφύλαξε πολλές ευλογίες και εκπλήξεις.

Και στη νέα φάση της παγκόσμιας ιστορίας, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιήσεως, οι χριστιανοί καλούμεθα να ζούμε προσωπικά την "εν ημίν ελπίδα"· και συγχρόνως, με τόλμη να την προσφέρουμε, όπου σταθούμε.

Υπάρχει ελπίδα!, είναι το μήνυμά μας. Υπάρχει ελπίδα στον αγώνα μας για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Υπάρχει ελπίδα, όταν αντιστεκόμεθα σε κάθε μορφή βίας και ρατσισμού, όταν υπερασπιζόμεθα την αξιοπρέπεια κάθε ανθρωπίνου προσώπου, όταν επιμένουμε στο χρέος ανιδιοτελούς αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων και λαών· όταν αγωνιζόμεθα για ανυπόκριτο σεβασμό στην κτίση.

Τελικά, με τη δύναμη του σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού, στον οποίο έχει δοθεί "πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης" (Ματθ. 28:18), η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η αγάπη θα επικρατήσουν. Και η ζωή θα θριαμβεύσει πάνω στον θάνατο.

3. Την αναγγελία όμως αυτής της ελπίδος οι χριστιανοί δεν μπορούμε να την προσφέρουμε διηρημένοι. Η διατηρώντας σχέσεις τυπικές, συμβατικές, ψυχρές. Απαιτείται "αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ης εκλήθημεν". Το παρακαλεί όχι μόνο ο Παύλος, αλλά όλοι οι άγιοι της θριαμβευούσης Εκκλησίας: να πορευθούμε "μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πραότητος και μακροθυμίας, ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη, σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης" (Εφεσ. 4:2-3). Λόγοι άμεσοι, σαφείς, που καθορίζουν μια στάση ζωής, πειστικής τόσο για τους εντός της Εκκλησίας όσο και για όσους στέκουν κριτικά απέναντί μας.

Έχουμε όλοι κληθεί σε μια κοινή ελπίδα. Δεν έχουμε διαφορετικές ελπίδες. Η πολύπλευρη ενότητα της Εκκλησίας έχει βάση και πηγή της τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος (εν "Πνεύμα", εις "Κύριος", εις "Θεός") και ο κάθε πιστός συνδέεται μαζί της με την "μία πίστη", το "εν βάπτισμα". Σ᾽ αυτή την πραγματικότητα, στη ζωή της Αγίας Τριάδος εν τη Εκκλησία βασίζεται η χριστιανική βιοτή, όχι σε αόριστες ιδέες. Το τελικό Κέντρο αναφοράς της υπάρξεώς μας, όλων των προσδοκιών, εφέσεων και ελπίδων μας είναι: "Εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσι" (Εφεσ. 4:6). [Η νεότερη βιβλική άποψη θεωρεί ότι όλα αναφέρονται στον Θεό Πατέρα. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η άποψη του Μ. Αθανασίου, ο οποίος διαβλέπει σ᾽ αυτή τη φράση αναφορά στην Αγία Τριάδα: "Επί πάντων μεν ως Πατήρ, ως αρχή και πηγή, δια πάντων δε δια του Λόγου, εν πάσι δε εν τω Πνεύματι τω Αγίω"].

Στην ιστορία της οικουμενικής κινήσεως αναζητήθηκαν ως άξονες αρχικά η πίστη, αργότερα η αγάπη. Οι συνθήκες της εποχής μας επιβάλλουν να συμπληρώσουμε την αναζήτησή μας στρέφοντας εντονώτερα την προσοχή, τις συζητήσεις μας, την προσευχή μας και στον άξονα της μιας ελπίδος. Δεν πρόκειται φυσικά να εγκαταλείψουμε τα προηγούμενα. Αλλά να επιδιώξουμε την πληρότητα, ώστε η όλη προσπάθειά μας να είναι "έργον πίστεως, κόπος αγάπης και υπομονή της ελπίδος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" (Α Θεσ. 1:3). Η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη, αλληλοπεριχωρούνται, αποτελούν μια ενότητα οργανική.

Αδελφοί και αδελφές μου, ας συνοψίσουμε: Η εν Χριστώ ελπίδα, στην οποία έχουμε κληθεί, προσφέρει αστείρευτη ενεργητικότητα, αντοχή και δημιουργικότητα στον καθημερινό μας αγώνα, όπου έκαστος και εκάστη έχουμε κληθεί. Και ακόμη, ανοίγει τον νου και την καρδιά μας στα έσχατα του χρόνου. Όχι για να δραπετεύσουμε στην αοριστία, αλλά για να αντιμετωπίζουμε το καθημερινό μας χρέος με υπομονή, χαρά και ειρήνη. Να ζούμε το τοπικό ατενίζοντας το παγκόσμιο. Να βιώνουμε την κάθε χρονική στιγμή με προοπτική την αιωνιότητα.

Πρόκειται για μία ελπίδα που μας ελευθερώνει από κάθε μορφή δειλίας και φόβου, ακόμη και του φόβου του θανάτου. Σ᾽ αυτή τη μία ελπίδα εν Χριστώ σταυρωθέντι και αναστάντι έχουμε κληθεί. "Επ' αυτώ έθνη ελπιούσιν. Ο δε Θεός της ελπίδος πληρώσαι υμάς πάσης χαράς και ειρήνης εν τω πιστεύειν, εις το περισσεύειν υμάς εν τη ελπίδι εν δυνάμει Πνεύματος Αγίου" (Ρωμ. 15:12-13).

Την πολύμορφη δυναμική αυτής της μιας εν Χριστώ ελπίδος, ας μας αξιώσει ο Θεός να συνειδητοποιήσουμε πληρέστερα στη διάρκεια των εργασιών αυτής της Συνελεύσεως και να τη χαρούμε από κοινού.

Και στη συνέχεια, με παρρησία να τη μεταφέρουμε στον τόπο μας, στις εκκλησιαστικές μας κοινότητες, και ευρύτερα στην Ευρώπη και τον σύγχρονο κόσμο. Το μήνυμά μας είναι σαφές: Εμείς οι χριστιανοί και στις πιο δύσκολες συνθήκες τολμούμε να ελπίζουμε.

Περί Εκκλησιαστικής Μουσικής

Άρθρο του Αντώνη Κλάδη, Μουσικού

«Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική, όσον πρέπει να είναι. Είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι' ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων ».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έχει ως κύριο σκοπό να υπηρετεί αποκλειστικά τις λατρευτικές της ανάγκες και λέγεται Βυζαντινή, διότι αναπτύχθηκε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Λέγοντας Βυζαντινή Μουσική στα Επτάνησα εννοούμε τις απλοποιήσεις και τις διασκευές του Ιωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938), ο οποίος εισήγαγε δυτικίζουσες και λαϊκότροπες «θέσεις» δηλαδή μελωδικές φόρμες. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση που δόθηκε στην εκκλησιαστική μουσική από τον Ι. Σακελλαρίδη εδραιώθηκε στα Επτάνησα και παραμέρισε σε κάποιο βαθμό την τοπική εκκλησιαστική μουσική παράδοση. Φυσικά η αξία και η προσφορά του Ι. Σακελλαρίδη στην Εκκλησιαστική Μουσική είναι μεγάλη. Σχετικά δε με την ικανότητά του ως ψάλτη, υπάρχει η μαρτυρία του μακαριστού γέροντος Θεόκτιστου Αλεξόπουλου (1907-2007) της Ι. Μ. Προδρόμου Δημητσάνας, που έλεγε πως, όταν άκουσε τον Σακελλαρίδη να ψάλει, «ήταν σαν να άκουγε αγγέλους».

Η εκκλησιαστική μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στην αρχή ατελής, εξελίχτηκε όμως και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα. Τον Δ΄ αιώνα, εποχή των μεγάλων πατέρων Βασιλείου και Χρυσοστόμου, γίνονται οι τελικές διαρρυθμίσεις των τύπων της Θείας Λειτουργίας. Ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να παραστήσει ότι η βάση για την υμνωδία της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, λέγει «Ο Σωτήρ ύμνησεν όπως και ημείς υμνώμεν ομοίως».

Η Βυζαντινή Μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι εκκλησιαστική – λατρευτική τέχνη. Για το λόγο αυτό ορθά ονομάζεται στη χειρόγραφη μουσική παράδοση Ψαλτική Τέχνη. Η Ψαλτική όμως, εκτός από τέχνη, είναι και επιστήμη. Ως τέχνη αποτελεί έκφραση του πνεύματος και της ψυχής, ενώ ως επιστήμη διαθέτει τεχνική και συστατικά στοιχεία που μπορεί κανείς να αναλύσει και να εξετάσει.

Δεν είναι επάγγελμα, αλλά λειτούργημα και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι ψάλλουν, πως το έργο του Ιεροψάλτη είναι η απόδοση των ιερών ύμνων, όπως μας τους παρέδωσαν οι θεόπνευστοι υμνογράφοι της εκκλησίας μας, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός, Κοσμάς ο Μελωδός, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο οποίος θεωρείται η μεγαλύτερη μορφή έπειτα από τον Ι. Δαμασκηνό και πολλοί άλλοι. Γι' αυτό το λόγο χρειάζεται τόσο η γνώση της μουσικής αυτής καθ' εαυτής και της υμνολογίας, όσο και της λειτουργικής πράξης. Ο ιεροψάλτης οφείλει δηλαδή να γνωρίζει, εκτός από τη βυζαντινή μουσική, και τους ειδικούς Ιερούς Κανόνες της θείας λατρείας, το χώρο της λατρείας, τον ιερό ναό και όσα τελούνται σ΄ αυτόν καθώς και όλους τους συμβολισμούς τους.

Το τυπικό της Εκκλησίας περί ψαλτών, στο προλογικό σημείωμά του, αναφέρει ότι πρέπει να ψάλλουν «οι μουσικής έμπειροι και της Εκκλησιαστικής τάξεως γνώσται» (ΙΕ΄ Κανών της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου), τότε επικρατεί «ευταξία και συγκίνησις», ενώ όταν την ψαλμωδία αναλαμβάνει ο «τυχών αμαθής και άμουσος», τότε η «αταξία και η χασμωδία» προκαλούν την εύλογη δυσφορία και τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες του Εκκλησιάσματος. (Γ. Αγγελινάρας). Ασφαλώς, η καλλιφωνία και η ορθοφωνία αποτελούν πολύ σημαντικά προσόντα για έναν καλό ιεροψάλτη. Και η ίδια η Εκκλησία με Κανόνες [1] αποδοκιμάζει τις άτακτες κραυγές και τις επιτεταμένες καλλιφωνίες των ψαλτών και συνιστά την απέριττη φωνή και την μετά προσοχής και κατανύξεως ψαλμωδία.

Στη θεία λατρεία δεν έχουν θέση τα εξεζητημένα και επίπλαστα φωνητικά τεχνάσματα, οι χορευτικοί ρυθμοί, τα λικνίσματα τσακίσματα, ο αυτοθαυμασμός και η ματαιοδοξία.

Μέσα στην απλότητα ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια, η υποβλητική σεμνότητα, η συγκρατημένη πανηγυρική και δοξολογική διάθεση. Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι από τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής μελουργίας είναι η πνευματικότητα και η απόρριψη του περιττού. Και ο ιεροψάλτης δεν πρέπει να λησμονεί ότι η μουσική στη λατρεία της ορθόδοξης εκκλησίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, τέχνη για την τέχνη αλλά μέσο για την κατάνυξη των ψυχών και την επικοινωνία τους με το θεό.

Η Εκκλησιαστική Μουσική υπηρετεί τον λόγο, γι' αυτό είναι φωνητική και δεν συνοδεύεται από μουσικά όργανα, επειδή η παρουσία τους δεν συμβιβάζεται με το πνεύμα της χριστιανικής λατρείας, άλλωστε η χρήση της οργανικής μουσικής στη λατρεία είχε απαγορευτεί με Αποστολικές διατάξεις. Έτσι προέχει ο λόγος και με την απλότητα και την ιεροπρέπεια της μουσικής δημιουργείται κλίμα κατανυκτικό, μέσα στο οποίο οι ύμνοι εκπληρώνουν το θεολογικό τους και διδακτικό τους σκοπό. Γι΄ αυτό και η ψαλμωδία δεν πρέπει μόνο να έχει ένα ωραίο άκουσμα, όπως συμβαίνει με κάποιο τραγούδι αλλά να κινεί όλες τις πνευματικές λειτουργίες, να γαληνεύει και να καταπραΰνει την ψυχή του πιστού [2].

Και ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι με την ψαλμωδία «δεν επιδιώκουμε την ευφωνία, αλλά αποδεικνύουμε την αρμονική διάθεση των ψυχικών μας λογισμών. Η ψυχή προτρέπεται να περάσει από την ανισότητα στη ισότητα για να φτάσει στη φυσική της κατάσταση. Λησμονεί τις ηδονές, σκέπτεται μόνο το αγαθό.» [3]

Το εκκλησιαστικό μέλος πρέπει να απέχει από τους κοσμικούς νεωτερισμούς, να βοηθά την κατάνυξη της καρδιάς, να είναι στόλισμα της λατρείας. Οφείλει να συμβάλει μέσω της ψαλμωδίας στην προσευχητική κοινωνία και αναφορά του πιστού προς τον τριαδικό Θεό.

Η Εκκλησιαστική Μουσική είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έχουμε χρέος να τη διασώσουμε, πολύ δε περισσότερο που την παραλάβαμε από Άγιους Πατέρες που έζησαν βιωματικά και εξ εμπειρίας τη σχέση τους με το Θεό. «Μάθε ψάλλειν και ὃψει τοῦ πράγματος τήν ἡδονήν οι ψάλλοντες γάρ πνεύματος πληροῦνται ἁγίου» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Ζάκυνθος, Ιούλιος 2009


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Κανών ΟΕ΄ της εν Τρούλλω Οικ. Συνόδου: «Τους επί τω ψάλλειν εν ταις εκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι, και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη τη εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω θεώ».
2. Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, στο βιβλίο του « Η βυζαντινή μουσική», Κοζάνη 1969, σ.3, σημειώνει ότι με τον όρο Ψαλμῳδία «ἐκφράζεται τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος καὶ διαστέλλεται τοῦτο ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκευτικὴ μουσική. Ἡ ὀρθόδοξος ψαλμῳδία εἶναι αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικὸ μέλος (ποίηση καὶ μουσική) ἱερατικοῦ καὶ λειτουργικοῦ χαρακτῆρος.»
3. Η Μουσική μέσα από την Ιστορία της, Σχολικό Βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 2006


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

* Αγγελινάρας Γεώργιος, «Άκουσμα και λάλημα τερπνόν» στο μουσικοφιλολογικό έργο «Ο Γλυκασμός των αγγέλων», Έκδοση Χορωδία και ορχήστρα Νέων «Άνθη της Πέτρας», Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2000.
* Καραγκούνης Κωνσταντίνος, «Ζητήματα θεολογίας της ψαλτικής τέχνης», Βόλος 2005
* π. Κυριακόπουλος Χρίστος, «Η παρουσία του ιεροψάλτη στα τελούμενα εντός του ιερού ναού», εισήγηση στο σύλλογο Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Κυριακή 29 Απριλίου 2001.
* Κωνσταντίνου Γεώργιος «Θεωρία και πράξη της εκκλησιαστικής μουσικής», Αθήνα 2003.
* Μακρής Ευστάθιος, «Η παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων. Συνολική ιστορική προσέγγιση», άρθρο στο Μουσικολογικό περιοδικό «μουσικός λόγος», χειμώνας 2009, τεύχος 8.
* Παϊβανάς Αθανάσιος, «Η ψαλτική Τέχνη συστατικό της Ορθόδοξης Λατρείας και Κατήχησης», Πεύκη 2004
* Στάθης Θ. Γρ. «Οι αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της βυζαντινής μελοποιΐας», Αθήνα 1994.
Related Posts with Thumbnails