© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Νίκης Παπαγεωργίου: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ

Εισήγηση κατά το Β΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Νεολαίας
Κωνσταντινούπολη, 12 Ιουλίου 2007

Γλυπτό τής Chryssa, έργο 1967
 Εισαγωγή

Η εκκοσμίκευση είναι ένα πολυδιάστατο και πολυσήμαντο φαι­νό­με­νο που συνδέεται ιδιαίτερα με τη λειτουργία της σύγ­χρονης, νεω­τε­ρι­κής, κοινωνίας. Ιστορικά, ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχάς για να δη­λώ­­σει την απόδοση της περιουσίας της Εκ­κλησίας στο κράτος, σε χώρες όπου κυριάρχησε η Προτεσταντική Με­ταρ­­ρύ­θμι­ση. Στη συνέχεια όμως χρη­σιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία η θρη­σκεία χάνει την επιρροή της στις διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Είναι ένα φαινόμενο επομένως που έχει την ιστορική του αφετηρία στη Δυ­­τι­κή Ευ­­ρώπη των νεώτερων χρόνων, επηρεάζει όμως στη συνέχεια άμε­σα ή έμ­μεσα, λίγο ή πολύ, και τον υπόλοιπο κό­σμο. Συνδεδεμένο με πολλές πτυ­χές της νεω­τε­ρικότητας, χρησιμοποιείται συχνά με ποικίλους τρό­πους και σε δια­φο­ρε­τικές συνάφειες, για να εκφράσει μια ποικιλία θεω­ρή­σεων που αφο­ρούν τη θέση της θρησκείας στο σύγχρονο κόσμο. Οι ποικίλες θεωρήσεις του φαινομένου έχουν οδηγήσει και σε ποικίλες ερμηνείες του. Άλλες από αυτές ανα­φέρονται στην κοινωνία και στον τρόπο λει­τουρ­γίας της και άλλες ανα­φέρονται στη θρησκεία και ιδιαί­τερα στην Εκ­κλη­σία και στον τρόπο λει­τουργίας της. Θα προ­σπαθήσουμε να συνο­ψί­σου­με τις κύριες ερμηνείες που έχουν δοθεί κατά καιρούς.

Έτσι σύμφωνα με τους κοινωνικούς επιστήμονες εκκοσμίκευση μπο­ρεί να σημαίνει:

1. Αποθρησκειοποίηση της κοινωνίας, δηλαδή μείωση της κοινω­νι­κής επιρροής, του πλούτου και του γοή­τρου της θρησκείας.
2. Αποδέσμευση της κοινωνίας και της κουλτούρας από την κυριαρ­χία των θρησκευτικών θεσμών και συμβόλων.
3. Μείωση της κοινωνικής σημασίας της θρησκείας· η θρησκεία γί­νε­ται λιγότερο σημαντική για τη λειτουργία του κοινωνικού συ­στή­­μα­τος.
4. Απομύθευση της πολιτικής. Απο­δέ­σμευ­ση της πολιτικής εξουσίας από τη θρησκευτική νομιμοποίηση με απο­τέ­λε­σμα το διαχω­ρισμό θρη­σκείας και πολιτικής και τη διάκριση εκ­κλη­­­σια­στι­κής και κρα­τι­κής εξουσίας.
5. Μείωση του δημόσιου ρόλου της θρησκείας και περιορισμός της στην ιδιωτική σφαίρα.
6. Παρακμή της θρησκείας και των θρησκευτικών θεσμών.
7. Αποϊεροποίηση του κόσμου. Η ανθρώπινη ζωή, φύση και κοινωνία ερ­­μηνεύονται ορθολογικά και παύουν να θεωρούνται ως απο­­τέ­λε­σμα της δράσης των θεϊκών δυνάμεων.
8. Αντικατάσταση της παραδοσιακής λογικής των αξιών από την ω­φε­­­λι­μιστική λογική.
9. Μετατροπή της θρησκείας σε κοσμικό θεσμό με εγκόσμιους προ­σα­­νατολισμούς και ενδιαφέροντα. Μετατροπή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των θρη­σκευ­τι­κών θεσμών σε εγκόσμιες ιδέες και κοινωνικές οργανώσεις. Μείωση της θρησκευτικότητας και του επιπέδου συμμετοχής στους θρησκευτικούς οργανισμούς.

Πολλές από αυτές τις ερμηνείες υπερκαλύπτουν η μία την άλλη ή έχουν αντικρουόμενες σημασίες. Σε γενικές γραμμές πάντως, η εκκο­σμί­κευ­ση μπορεί να σημαίνει περιορισμό της θρησκείας σε μια «κα­θα­ρό­τε­ρη» πνευματική-θρησκευτική σφαί­ρα αλλά επίσης στροφή της θρησκείας σε έναν πιο εγκόσμιο προ­σα­να­το­λι­σμό. Για την αποφυγή περαιτέρω σύγ­­χυ­σης μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην κοινωνιολογική και τη θεο­λο­γι­κή εκ­κοσμίκευση. Στην Κοινω­νιο­λο­γία της Θρησκείας ο όρος χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να δηλώσει ότι η θρησκεία με διάφορους τρόπους γίνεται πε­ρισ­σό­τερο περιθωριακή και λιγότερο ση­μαντική καθώς η επιρροή που ασκούσε στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο περιορίζεται. Στη Θεολογία ο όρος χρησι­μο­ποιεί­ται για να δηλώσει ότι η θρησκεία και ιδιαί­τερα η Εκκλησία μετα­βάλ­λεται σε εγκόσμιο θεσμό, αποκτώντας κοσμικούς τρό­πους και λειτουργίες. Στην πρώτη περίπτωση θα μιλούσαμε για εκ­κοσμίκευση της κοι­νω­νίας, στη δεύτερη περίπτωση για εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Από τη διευκρίνιση του όρου σε κάθε πε­ρίπτωση θα εξαρ­­τηθεί η θετική ή αρ­νη­τική αποτίμηση της εκκο­σμί­κευ­σης και η σχέ­ση της Εκκλησίας με αυτήν.


Η εκκοσμίκευση της κοινωνίας

Η «κλασική» θεώρηση της εκκοσμίκευσης συνδέει τη φθίνουσα κοι­­νωνική σημασία της θρησκείας με τη διαδικασία της νεωτερικότητας, δη­λαδή την ανάπτυξη της σύγχρονης, μοντέρνας κοινωνίας. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, ο περιορισμός της επιρροής που ασκούσε η θρησκεία στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο αποδίδεται σε τρεις όψεις της νεωτερικότητας: Κοι­­­νωνική διαφοροποίηση, ανάπτυξη των δευτερο­γε­νών σχέσεων και ορθο­λο­­γισμός.

Η κοινωνική διαφορο­ποίη­ση ανα­φέ­ρε­ται στον αυξανόμενο κατα­με­ρι­­σμό όχι μόνο της ερ­γα­σίας αλλά και πολλών τομέων της αν­­θρώπινης δρα­­­στηριότητας. Η σύγχρονη κοι­νωνία αναπτύσσεται σε μια σει­ρά από ημι-ανεξάρτητα συστήματα, κά­θε ένα από τα οποία έχει τη δική του λο­γι­κή και τους δικούς του κα­νό­νες λειτουργίας: οικονομικό, πο­λι­τι­κό, νο­μι­κό, εκπαιδευτικό κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι οι διάφοροι τομείς της κοιν­ω­νίας σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται από το θρησκευτικό έλεγ­­χο και απο­μα­­κρύ­­νονται από την επιρροή των θρησκευτικών θεσμών. Η οικονομική ζωή «κυβερνάται» με τους δι­κούς της νόμους. Οι επιστήμες αναπτύσ­σουν τη δική τους λογική όπου ο Θεός πιθανόν δεν έχει θέση. Πολιτικά, ανα­­πτύσσεται το έθνος κράτος που στηρίζεται σε κο­σμικούς θεσμούς. Στο κοινωνικό πεδίο ανα­πτύσ­σε­ται το κράτος πρό­νοια που αναλαμβάνει κοι­­­νωνικές λειτουργίες και αντι­κα­θιστά κοι­νω­νι­κές υπηρεσίες της Εκ­κλη­­σίας.

Η ανάπτυξη των δευτερογενών σχέσεων συνδέεται με τη διάσπαση των μικρών κοινοτήτων ως απο­τέ­λε­σμα της αστικοποίησης και της εκ­βιο­­μηχάνισης. Οι προσωπικοί δεσμοί εμπιστοσύνης και εξάρτησης που χαρακτήριζαν τις μικρές κοινότητες αντικαθίστανται από έμμεσες σχέ­σεις και πε­ριορισμένες επαφές μεταξύ των ανθρώπων στις σύγχρονες κοι­νωνίες. Παραδοσιακά η θρη­σκεία στηριζόταν στις μικρές κοι­νότητες και αποτελούσε αναπό­σπα­στο μέρος της αγ­ρο­τι­κής ζωής, γιορτάζοντας το ρυθμό των επο­χών και σφραγίζοντας τα στά­δια της ζωής. Αλλά η μοντέρνα αστική ζωή διέσπασε αυτές τις μικρές κοι­νό­τητες με απο­τέ­λε­σμα να μειωθεί η κοι­νω­νι­κή σημασία της θρη­σκείας και να χάσει την επιρροή της στη δημόσια ζωή: γίνεται ιδιωτική υπό­θε­ση.

Ενώ η κοινωνική διαφοροποίηση και η ανάπτυξη των δευτερογενών σχέσεων αφορούν κοι­νωνικές διαδικασίες, ο ορθολογισμός –η τρίτη όψη της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας που έχει σχέση με την εκκοσμίκευση, αφορά τον τρό­­πο με τον οποίο σκέπτονται και ενεργούν οι άνθρωποι. Ο ορ­θο­λο­γι­σμός ανα­φέ­ρε­ται στη διαδικασία κατά την οποία, στην καθημερινή ζωή, οι άνθρωποι αρχίζουν να χρησιμοποιούν τον επιστημονικό – ορθο­λο­γι­κό λό­γο που αν­τι­­­καθιστά προοδευτικά το θρησκευτικό λόγο στην θέα­ση και ερ­μηνεία του κόσμου. Είναι αυτό που ο MaxWeber ονομάζει απο­­μάγευση του κόσμου. Ο Weber δεν διακρίνει καμία δυνατότητα στη θρη­σκεία να έχει κεντρικό ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία όπως συ­νέ­βη με τον Προ­τε­στα­ντι­σμό και τον πρώιμο καπιταλισμό που είχε την ευκαιρία να αναλύσει πολύ κα­λά στο έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύ­μα του κα­πι­τα­λισμού».

Εκτός αυτών μπορούμε να επισημάνουμε και άλλους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη μείωση της δημόσιας επιρροής της θρησκείας και τον περιορισμό της στην ιδιωτική σφαίρα. Πρώτο, η κυριαρχία της Ρω­μαιο­­κα­­θο­λικής Εκκλησίας στη μεσαιωνική Ευρώπη και η αξίωσή της να ρυθ­­μί­ζει τη ζωή των ανθρώπων οδήγησε στην αμφισβήτησή της, αρχικά στο θρη­σκευτικό πεδίο, όπως είναι η αντίδραση που προκλήθηκε από την Με­ταρρύθμιση, και στη συνέχεια στο ευρύτερο κοινωνικό πε­­δίο. Δεύ­τε­ρο, η αμφισβήτηση, στο πολιτικό πεδίο, της θρησκευτικής νο­­μιμο­ποίη­σης της απολυταρχίας. Η αμφισβήτηση αυτή οδήγησε σε αν­τί­­­­δραση και ανα­τροπή της με συνέπεια το διαχωρισμό θρη­σκείας και πο­­λι­­τικής, ή αλ­λιώς, θρησκευτικού και πολιτικού πεδίου. Το αποτέλεσμα ήταν η απομύ­θευ­ση της ίδιας της πολιτικής. Τρίτο, αναπτύσσεται η ιδιω­τι­­­κή σφαίρα και διαχωρίζεται από τη δημόσια σφαίρα. Στις παραδοσιακές κοι­­­νωνίες, η δημόσια σφαίρα ήταν διο­γκω­μένη και κάλυπτε ολόκληρη τη ζωή του αν­θρώπου. Στη νεώτερη κοινωνία, αναπτύσσεται η ιδιωτική σφαί­­­­ρα προς την οποία μετακινείται η βαθμιαία και η θρησκεία. Αυτό ση­­­μαίνει ότι η θρη­σκεία γίνεται προσωπική και ιδιωτική υπόθεση και παύει να λει­τουρ­γεί υποχρεωτικά και κρατικά.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους στη σταδιακή απο­δυ­­νάμωση του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας, στη μείωση της κοι­νω­νι­­κής της εμβέλειας, στην απομάκρυνση από τη δημόσια σφαίρα και τον πε­­­ριορισμό της στην ιδιωτική σφαίρα. Ιδιαίτερα όμως έπαιξαν ρόλο στη σταδιακή απο­δέ­σμευση της θρησκείας από την κρατική εξου­σία και τη ελεύ­­θερη λει­τουρ­­γία της ως προσωπική ιδιωτική υπό­θε­ση. «Ιδιω­τική υπό­­­θεση» δεν σημαίνει «ατομική υπόθεση», αλλά ελεύθερη αποδοχή κά­ποιου πράγ­ματος που δεν επι­βάλ­λε­­ται από το κράτος (ή την κοι­νό­τη­τα). Στο θρησκευτικό πεδίο, ο πο­λί­της είναι ελεύ­θερος να θρησκεύει ή να μην θρησκεύει, ή να επιλέγει τη θρη­σκεία που θέλει. Με αυτήν την έν­νοια, το ιδιωτικό δεν αντιπαρατίθεται στο συλ­λογικό, διό­­τι οι ιδιωτικές πρω­τοβουλίες μπορούν να πραγματο­ποιούνται συλ­λο­γι­κά και κατ’ επέ­κτα­ση κοι­νωνικά. Όταν οι άνθρωποι συνα­θροί­ζονται για να λα­τρεύσουν το Θεό τους λειτουργούν συλ­λογικά και η θρη­σκεία έχει πά­­­ντα μια κοι­νω­νική διά­­στα­ση που μπο­ρεί να εκφραστεί με ποι­κίλους τρό­­πους. Εξάλ­λου, στον ιδι­ωτικό χώρο ανήκει και η περί­φη­μη κοινωνία πολιτών που μπο­ρεί να δρα­στη­ριο­ποιη­θεί προς πάσα κα­τεύ­θυνση και με ορατά και επι­τυχημένα απο­τελέ­σμα­τα.

Η εκκοσμίκευση επομένως έχει να κάνει περισσότερο με τη μείωση της θεσμικής επιρροής της θρησκείας, δηλαδή την αμφι­σβή­­τηση του ρό­λου και της επιβολής των θρησκευτικών θεσμών κα­ταρ­χήν στην πο­λι­τι­κή και κατόπιν στην κοινωνία και τον πολιτισμό. Γι αυτό η εκ­κο­σμί­κευ­ση εμφανίζεται με διαφορετικό τρόπο στην Ευρώπη απ’ ότι στις ΗΠΑ π.χ. Είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει κυρίως τον ευρωπαϊκό χώ­ρο και αφορά την Εκκλησία ως θεσμό.

Κατά συνέπεια, δεν ταυτίζεται με την αθεΐα, την άρνηση δηλαδή της πίστης προς το Θεό ή την κατάργηση των θρησκευτικών θεσμών. Δεν ση­μαίνει απαραίτητα μείωση της θρησκευτικότητας των πιστών ή μείω­ση της δυναμικής της πίστης, αν και παρατηρούνται επίσης παράλληλα τα δύο φαινόμενα, χωρίς απαραίτητα να έχει αιτιατή σχέση το ένα από το άλ­λο. Ούτε ση­μαί­νει απαραίτητα χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, αν και μπορεί να οδη­γήσει σε αυτόν. Η θεσμική Εκκλησία χάνει βεβαίως τη θέ­­­ση που είχε προη­γουμένως, αλλά η ρύθμιση των σχέσεων της με το κράτος είναι απο­τέ­λεσμα μακροχρόνιων διαδικασιών και ιδιαίτερων συν­θη­κών.


Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας

Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας έχει επίσης τη βάση της στη νεώ­τε­ρη κοινωνία και το διαχωρισμό της κοινωνικής ζωής σε σφαί­ρες (οικο­νο­μι­κή, πολιτική, θρησκευτική κλπ.) Ή, ακόμη καλύτερα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως βάση ερμηνείας της θεολογικής εκκο­σμί­κευσης την πε­ρίφημη διάκριση ιερού και κοσμικού που μας προ­σφέ­ρει η Κοι­νω­νιο­λο­γία της Θρησκείας. Στην περίπτωση αυτή, της θεο­λο­γι­κής εκκο­σμί­κευ­σης, η Εκκλησία τείνει να μεταβληθεί σε κοσμικό θεσμό, χρησι­μο­ποιώ­ντας εγκό­σμιες πρακτικές, όπως η οργάνωση, η εξουσία και ο πλούτος.

Με­ρι­κοί ερευνητές, βέβαια, θεω­ρούν ότι είναι μια υπόθεση που αφο­­ρά την οργάνωση και τη λειτουργία της ίδιας της Εκκλησίας και ανά­γε­­ται στον 4ο αι. Η καθιέ­ρω­ση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρη­σκείας της ρω­μαϊ­κής αυτο­κρα­το­ρίας τον 4ο αι., σήμανε και την θε­σμο­ποίη­ση της Εκ­κλη­­­σίας, δηλ. την προσαρμογή της Εκκλησίας στις κοι­νω­νι­κές απαι­τή­σεις της εποχής και τη συμπόρευσή της με τις επιλογές της τότε κοσμικής εξου­­σίας. Στο Βυ­ζά­ντιο, βέβαια, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν απέκτησε πο­τέ τη δυνατότητα άσ­κησης πραγματικής εξουσίας, κάτι που συνέβη με τη Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλησία. Χρησιμοποιήθηκε όμως από τους βυ­ζαν­τι­­νούς αυτο­κρά­το­ρες ως ιδεολογία νομιμοποίησης της πο­λι­τικής τους εξουσίας. Μια ιδιαί­τερη περίπτωση αποτελεί η περίοδος της Τουρ­­κο­κρα­τίας, όταν η Εκ­κλη­σία, για τους γνωστούς ιστορικούς λό­γους, απο­­κτά μέ­σω των προ­νο­μίων «πο­λιτική» κατά κάποιον τρόπο εξου­σία, ούσα υπεύ­θυνη για πολλές υπο­θέ­σεις των υπόδουλων Ορθόδοξων απέ­­να­ντι στο Σουλτάνο και μετα­βάλ­λε­ται σε εθναρχική Εκκλησία.

Η κατάσταση αυτή που σύντομα περιγράφηκε μπορεί να θεωρηθεί θεο­λογικά ως ένα είδος «εκκοσμίκευσης» του Χριστιανισμού και της Εκ­κλη­σίας. Η Εκκλησία γίνεται πολιτική ιδεολογία, πετυχαίνει είτε την άσ­κη­ση κάποιας εξου­σίας μέσα στο κράτος (Βυζάντιο), είτε την άσκηση της ίδιας της εξου­σίας (Δύση), είτε μερικής εξουσίας που αναφέρεται στις αστικές υπο­θέσεις (Τουρκοκρατία) και λειτουργεί ως συνεκτικός θε­σμός των υπό­δουλων ορθοδόξων (Εθναρχία).

Στη βάση ερμηνείας της θεολογικής εκκοσμίκευσης βρίσκεται η γνω­­στή θεω­ρία του EmileDurkheim για την ύπαρξη δύο αντίρροπων σφαι­­ρών μέσα στην κοινωνία: της σφαίρας του ιερού και της σφαίρας του κοσμικού. Το ιε­ρό είναι το καθαρό, το πνευματικό, το απρόσιτο που δεν υπόκειται στους ανθρώπινους κανόνες. Αντίθετα το κοσμικό είναι το βέβηλο, το υ­λι­κό, το παροδικό. Οι δύο αυτές σφαίρες έρχονται σε επαφή και αλλη­λο­ε­πηρεάζονται. Οι σχέσεις που σχηματίζουν εκφρά­ζο­­νται με δια­φορετικό τρό­πο στην κοινωνία. Έτσι όταν το ιερό προσ­λαμ­βά­νει στοι­χεία το κο­σμι­κού, τότε πραγματοποιείται η εκκοσμίκευση. Αντί­θετα, όταν το ιερό επη­ρεάζει το κοσμικό, τότε επέρχεται η καθιέ­ρω­ση των κο­σμι­κών πραγ­μά­των. Εκκκοσμίκευση έχουμε όταν πρακτικές του κοσμι­κού πεδίου ει­σέρ­χονται στη σφαίρα του ιερού.

Έτσι στο πλαίσιο της συνύπαρξης των δύο σφαιρών και συνα­κό­λου­θα στο πλαίσιο της συλλειτουργίας των θεσμών, κοσμικά στοιχεία εισ­­βάλλουν στη σφαίρα του ιερού και οι θρησκευτικοί θεσμοί κινούνται και λειτουργούν με ρυθμούς και τρόπους λειτουργίας ανάλογους με τους κο­σμικούς. Όταν το ιερό μετακινείται από τη χαρισματική στην ιστορική διάσταση, μεταβάλλεται μοιραία σε θεσμό που προσαρμόζεται στις ιστο­ρι­κές και κοινωνικές απαιτήσεις. Η θεολο­γι­κή εκκοσμίκευση επομένως σημαίνει την προσαρμογή της Εκκλησίας στις «κοσμικές» απατήσεις και τη μεταβολή της σε εγκόσμιο θεσμό. Η κίνηση αυτή, μοιραία από κοινω­νιο­λογική άποψη, αλλά όχι απαραίτητη από θεολογική άποψη, δη­μιουρ­γεί προϋποθέσεις επιβίωσης στο χώρο και στο χρόνο, αλλά και ποικίλες αντιδράσεις με χαρισματικό χαρακτήρα, όπως είναι ο μοναχισμός.

Σήμερα οι κοσμικοί «πειρασμοί» για την Εκκλησία αποδεικνύονται πολλοί και ποικίλοι. Η εξουσία και ο πλούτος, οι βασικοί πειρασμοί του Χρι­στού, αναμετρώνται με τη διακονία και την άσκηση, και συν­θέτουν το θεσμικό προφίλ της Εκκλησίας εις βάρος –πολλές φορές- της χα­ρι­σμα­τικής της διά­στα­­σης. Διοικητικοί μηχανισμοί δημιουργούν «πυ­ρα­μο­ειδή σχή­μα­τα» και με­ταβάλλουν την άσκηση διακονίας σε εξουσία. Ορ­γά­νω­ση υπη­ρε­σιών, ωρά­ρια εργασίας και επικοινωνίας, μισθολογικές εξα­ρ­­τή­σεις με­τα­­­βάλ­λουν τη θρησκευτική σφαίρα σε απρόσωπη διοι­κη­τι­κή υπη­ρεσία. Ο πλού­­­­τος και τα κτήματα μεταβάλλουν τις πνευματικές ασ­χο­λίες σε οικο­νο­­μι­­κή διαχείριση.


Εκκοσμίκευση και Εκκλησία: Μια αμφίσημη σχέση

Μετά την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό ότι όταν ανα­φε­ρό­μα­στε στη κοινωνιολογική εκκοσμίκευση εξετάζουμε το ρόλο της θρη­σκείας στην κοινωνία, στην πολιτική και στον πολιτισμό. Όταν ανα­φε­ρό­μα­στε στη θεολογική εκκοσμίκευση εξετάζουμε τη λειτουργία της Εκ­κλη­σίας ως θεσμού που προσλαμβάνει κατεξοχήν «κοσμικά» στοιχεία, όπως είναι η εξουσία και ο πλούτος ή αναμειγνύεται σε αυτά.

Φαίνεται ότι τουλάχιστον για τη Δύση –και στο μέτρο που επη­ρεά­ζει όλο τον κόσμο- και για την Ανατολή η διαδικασία της εκκοσμίκευσης είναι ανεπίστρεπτη. Παρόλο που σήμερα κάποιοι μιλούν για επιστροφή του θρησκευτικού φαινομένου και για αναβίωση της θρησκευτικής πί­στης, δύσκολα μπορούμε να δεχθούμε ότι η θρησκεία μπορεί να παίξει ξα­­νά το ρόλο που έπαιζε στις παραδοσιακές κοινωνίες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό φαινόμενο γιατί με τη λειτουργική διαφοροποίηση των μοντέρνων κοινωνιών, η θρησκεία έχει χάσει μερικές λειτουργίες, αλλά έτσι μπορεί να επικεντρωθεί στο πραγματικό στόχο της και να γίνει ικανή να διαχειριστεί τις κύριες λειτουργίες της καλύτερα.

Με αυτές τις προϋποθέσεις είναι φανερό ότι μια εκκοσμίκευση κοι­νω­­νιολογικού τύπου όχι μόνο δεν λειτουργεί αρνητικά για την Εκκλησία, αλλά μπορεί να αναδείξει τις ουσιαστικές διαστάσεις της. Από τη μια πλευ­ρά, η «απελευθέρωση» της Εκκλησίας από κοσμικές και κρατικές δε­­­σ­μεύ­σεις της δίνει τη δυνατότητα να καλ­λιερ­­­γήσει καλύτερα τους στό­χους της. Η κατάσταση αυτή «επιτρέπει» στην Εκκλησία να αναδείξει το σω­­τηριολογικό και δια­κονικό της ρόλο. Και γιατί όχι να προβάλλει ένα λό­γο κοινωνικής κριτικής και παρέμβασης. Από την άλλη πλευρά, η έν­τα­ξη των ανθρώπων στη θρησκευτική κοι­νό­τη­τα και ιδιαί­τε­ρα στην Εκ­κλη­σία, γί­­νε­ται προϊόν συνειδητής και ελεύ­θε­ρης επιλογής και όχι απο­τέ­λεσμα εθιμικής παράδοσης. Με αυτούς τους όρους, η κοινωνιολογική εκ­κο­­σμί­κευση μόνο ως πρόκληση μπορεί να λει­­τουργήσει για την Εκ­κλη­σία. Πρό­κληση και πρόσκληση συνάμα να ανα­­ζητήσει τον άνθρωπο και τις υπαρξιακές ή και πρακτικές του ανά­γκες, να επαναπροσδιορίσει το πρα­γ­ματικό της έργο που είναι η σωτηρία του αν­θρώπου.

Αντίθετα η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας προκαλεί πολλές ενστά­σεις από θεολογική άποψη. Μια ενδεχόμενη «εκκοσμίκευση» είναι αναπόφευκτη και αναγκαία με την έννοια ότι η Εκκλησία δεν μπο­ρεί να αρνηθεί τη θέση της μέσα στον κόσμο και τη συναλλαγή της με αυτόν. Οφείλει όμως εξίσου να διατηρήσει και την εσχατολογική της διά­στα­ση που θα της επιτρέψει να μην συσχηματιστεί με τον κόσμο τούτο, αλλά να διατηρήσει ακέραια την σωστική και κριτική της λει­τουρ­γία. Η «κο­σμική» προσαρμογή της Εκκλησίας μπορεί να ση­μαί­νει έξοδο από τον εαυτό της και συνάντηση με τον κόσμο, μπορεί να σημαίνει όμως και ταύ­τιση με τις επιλογές του. Το ζητούμενο είναι η Εκκλησία να δια­τη­ρή­σει εξίσου ζωντανά τον προφητικό και κριτικό της λόγο.

Έτσι γίνεται φανερό ότι, η εκκοσμίκευση με την κοινωνιολογική της σημασία επιτρέπει στην Εκκλησία να διαφυλάξει το σωτηριολογικό της λόγο απεμπλεκόμενη από κατηγορίες κοσμικές. Αντίθετα, η εκκο­σμί­κευ­ση με τη θεολογική της σημασία σημαίνει άκριτη αποδοχή και συσχη­μα­τισμό με αυτόν τον κόσμο και εμποδίζει την Εκκλησία να προβάλλει το σωτηριολογικό της λόγο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Berger Peter, The Sacred Canopy: Elements of a Sociological Theory of Religion, Doubleday,Garden City, NY 1967.
Bruce Steven., God is Dead. Secularization in the West, Blackwell, Oxford2002.
Dobbelaere Karel., Secularization: An Analysis at Three Levels, P.I.E. – Peter Lang, Bruxells 2002.
Furseth Inger and Repstad Pål., An Introduction to the Sociology of Religion. Classical and Contemporary Perspectives, Ashgate Publishing Limited, England/USA 2006
GiddensAnthony, Κοινωνιολογία, μετάφραση και επιμέλεια Δημήτρης Γ. Τσαούσης, Gutenberg, Αθήνα 2002
Γιούλτση Τ. Βασιλείου, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, Π. Πουρναρά, (4)Θεσσαλονίκη 2002.
Hamilton M., The Sociology of Religion, Routledge, London ²2001.
Herbert David, Religion and Civil Society. Rethinking Public Religion in the Contemporary World, Ashgate Publishing Limited, England/USA 2003.
Κλάψη Εμμανουήλ, πρωτοπρεσβύτερου, Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.
Lambert Yves., “Religion in Modernity as a New Axial Age: Secularization or New Religious Paradigns?”, Sociological Analysis 60/3 (1999), pp303-333.
Mαντζαρίδη Γ., Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.
Martin David, “Religion, Secularization and Post-Modernity: Lessons from the Latin Amarican Case”, in Religion and Modernity – Modes of Co-existence, edited by Pãl Repstad, Scandinavian University Press, Oslo 1996, pp35-43.
Shiner Larry, «The concept of secularization in empirical research», Journal for the Scientific Study of Religion 6/2 (1966), pp207-220
Wilson Bryan, «Reflections on a many-sided controversy», in Religion and Modernization: sociologists and historians debate the secularization thesis, edited by Steve Bruce, Clarendon Press, Oxford 1992, pp 195-210.
Related Posts with Thumbnails