Εισήγηση κατά το Β΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Νεολαίας
Κωνσταντινούπολη, 12 Ιουλίου 2007
Γλυπτό τής Chryssa, έργο 1967 |
Η εκκοσμίκευση είναι ένα πολυδιάστατο και πολυσήμαντο φαινόμενο που συνδέεται ιδιαίτερα με τη λειτουργία της σύγχρονης, νεωτερικής, κοινωνίας. Ιστορικά, ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχάς για να δηλώσει την απόδοση της περιουσίας της Εκκλησίας στο κράτος, σε χώρες όπου κυριάρχησε η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Στη συνέχεια όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία η θρησκεία χάνει την επιρροή της στις διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Είναι ένα φαινόμενο επομένως που έχει την ιστορική του αφετηρία στη Δυτική Ευρώπη των νεώτερων χρόνων, επηρεάζει όμως στη συνέχεια άμεσα ή έμμεσα, λίγο ή πολύ, και τον υπόλοιπο κόσμο. Συνδεδεμένο με πολλές πτυχές της νεωτερικότητας, χρησιμοποιείται συχνά με ποικίλους τρόπους και σε διαφορετικές συνάφειες, για να εκφράσει μια ποικιλία θεωρήσεων που αφορούν τη θέση της θρησκείας στο σύγχρονο κόσμο. Οι ποικίλες θεωρήσεις του φαινομένου έχουν οδηγήσει και σε ποικίλες ερμηνείες του. Άλλες από αυτές αναφέρονται στην κοινωνία και στον τρόπο λειτουργίας της και άλλες αναφέρονται στη θρησκεία και ιδιαίτερα στην Εκκλησία και στον τρόπο λειτουργίας της. Θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τις κύριες ερμηνείες που έχουν δοθεί κατά καιρούς.
Έτσι σύμφωνα με τους κοινωνικούς επιστήμονες εκκοσμίκευση μπορεί να σημαίνει:
1. Αποθρησκειοποίηση της κοινωνίας, δηλαδή μείωση της κοινωνικής επιρροής, του πλούτου και του γοήτρου της θρησκείας.
2. Αποδέσμευση της κοινωνίας και της κουλτούρας από την κυριαρχία των θρησκευτικών θεσμών και συμβόλων.
3. Μείωση της κοινωνικής σημασίας της θρησκείας· η θρησκεία γίνεται λιγότερο σημαντική για τη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος.
4. Απομύθευση της πολιτικής. Αποδέσμευση της πολιτικής εξουσίας από τη θρησκευτική νομιμοποίηση με αποτέλεσμα το διαχωρισμό θρησκείας και πολιτικής και τη διάκριση εκκλησιαστικής και κρατικής εξουσίας.
5. Μείωση του δημόσιου ρόλου της θρησκείας και περιορισμός της στην ιδιωτική σφαίρα.
6. Παρακμή της θρησκείας και των θρησκευτικών θεσμών.
7. Αποϊεροποίηση του κόσμου. Η ανθρώπινη ζωή, φύση και κοινωνία ερμηνεύονται ορθολογικά και παύουν να θεωρούνται ως αποτέλεσμα της δράσης των θεϊκών δυνάμεων.
8. Αντικατάσταση της παραδοσιακής λογικής των αξιών από την ωφελιμιστική λογική.
9. Μετατροπή της θρησκείας σε κοσμικό θεσμό με εγκόσμιους προσανατολισμούς και ενδιαφέροντα. Μετατροπή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των θρησκευτικών θεσμών σε εγκόσμιες ιδέες και κοινωνικές οργανώσεις. Μείωση της θρησκευτικότητας και του επιπέδου συμμετοχής στους θρησκευτικούς οργανισμούς.
Πολλές από αυτές τις ερμηνείες υπερκαλύπτουν η μία την άλλη ή έχουν αντικρουόμενες σημασίες. Σε γενικές γραμμές πάντως, η εκκοσμίκευση μπορεί να σημαίνει περιορισμό της θρησκείας σε μια «καθαρότερη» πνευματική-θρησκευτική σφαίρα αλλά επίσης στροφή της θρησκείας σε έναν πιο εγκόσμιο προσανατολισμό. Για την αποφυγή περαιτέρω σύγχυσης μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην κοινωνιολογική και τη θεολογική εκκοσμίκευση. Στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η θρησκεία με διάφορους τρόπους γίνεται περισσότερο περιθωριακή και λιγότερο σημαντική καθώς η επιρροή που ασκούσε στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο περιορίζεται. Στη Θεολογία ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η θρησκεία και ιδιαίτερα η Εκκλησία μεταβάλλεται σε εγκόσμιο θεσμό, αποκτώντας κοσμικούς τρόπους και λειτουργίες. Στην πρώτη περίπτωση θα μιλούσαμε για εκκοσμίκευση της κοινωνίας, στη δεύτερη περίπτωση για εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Από τη διευκρίνιση του όρου σε κάθε περίπτωση θα εξαρτηθεί η θετική ή αρνητική αποτίμηση της εκκοσμίκευσης και η σχέση της Εκκλησίας με αυτήν.
Η εκκοσμίκευση της κοινωνίας
Η «κλασική» θεώρηση της εκκοσμίκευσης συνδέει τη φθίνουσα κοινωνική σημασία της θρησκείας με τη διαδικασία της νεωτερικότητας, δηλαδή την ανάπτυξη της σύγχρονης, μοντέρνας κοινωνίας. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, ο περιορισμός της επιρροής που ασκούσε η θρησκεία στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο αποδίδεται σε τρεις όψεις της νεωτερικότητας: Κοινωνική διαφοροποίηση, ανάπτυξη των δευτερογενών σχέσεων και ορθολογισμός.
Η κοινωνική διαφοροποίηση αναφέρεται στον αυξανόμενο καταμερισμό όχι μόνο της εργασίας αλλά και πολλών τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η σύγχρονη κοινωνία αναπτύσσεται σε μια σειρά από ημι-ανεξάρτητα συστήματα, κάθε ένα από τα οποία έχει τη δική του λογική και τους δικούς του κανόνες λειτουργίας: οικονομικό, πολιτικό, νομικό, εκπαιδευτικό κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι οι διάφοροι τομείς της κοινωνίας σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται από το θρησκευτικό έλεγχο και απομακρύνονται από την επιρροή των θρησκευτικών θεσμών. Η οικονομική ζωή «κυβερνάται» με τους δικούς της νόμους. Οι επιστήμες αναπτύσσουν τη δική τους λογική όπου ο Θεός πιθανόν δεν έχει θέση. Πολιτικά, αναπτύσσεται το έθνος κράτος που στηρίζεται σε κοσμικούς θεσμούς. Στο κοινωνικό πεδίο αναπτύσσεται το κράτος πρόνοια που αναλαμβάνει κοινωνικές λειτουργίες και αντικαθιστά κοινωνικές υπηρεσίες της Εκκλησίας.
Η ανάπτυξη των δευτερογενών σχέσεων συνδέεται με τη διάσπαση των μικρών κοινοτήτων ως αποτέλεσμα της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης. Οι προσωπικοί δεσμοί εμπιστοσύνης και εξάρτησης που χαρακτήριζαν τις μικρές κοινότητες αντικαθίστανται από έμμεσες σχέσεις και περιορισμένες επαφές μεταξύ των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες. Παραδοσιακά η θρησκεία στηριζόταν στις μικρές κοινότητες και αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αγροτικής ζωής, γιορτάζοντας το ρυθμό των εποχών και σφραγίζοντας τα στάδια της ζωής. Αλλά η μοντέρνα αστική ζωή διέσπασε αυτές τις μικρές κοινότητες με αποτέλεσμα να μειωθεί η κοινωνική σημασία της θρησκείας και να χάσει την επιρροή της στη δημόσια ζωή: γίνεται ιδιωτική υπόθεση.
Ενώ η κοινωνική διαφοροποίηση και η ανάπτυξη των δευτερογενών σχέσεων αφορούν κοινωνικές διαδικασίες, ο ορθολογισμός –η τρίτη όψη της νεωτερικότητας που έχει σχέση με την εκκοσμίκευση, αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και ενεργούν οι άνθρωποι. Ο ορθολογισμός αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία, στην καθημερινή ζωή, οι άνθρωποι αρχίζουν να χρησιμοποιούν τον επιστημονικό – ορθολογικό λόγο που αντικαθιστά προοδευτικά το θρησκευτικό λόγο στην θέαση και ερμηνεία του κόσμου. Είναι αυτό που ο MaxWeber ονομάζει απομάγευση του κόσμου. Ο Weber δεν διακρίνει καμία δυνατότητα στη θρησκεία να έχει κεντρικό ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία όπως συνέβη με τον Προτεσταντισμό και τον πρώιμο καπιταλισμό που είχε την ευκαιρία να αναλύσει πολύ καλά στο έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού».
Εκτός αυτών μπορούμε να επισημάνουμε και άλλους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη μείωση της δημόσιας επιρροής της θρησκείας και τον περιορισμό της στην ιδιωτική σφαίρα. Πρώτο, η κυριαρχία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη μεσαιωνική Ευρώπη και η αξίωσή της να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων οδήγησε στην αμφισβήτησή της, αρχικά στο θρησκευτικό πεδίο, όπως είναι η αντίδραση που προκλήθηκε από την Μεταρρύθμιση, και στη συνέχεια στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Δεύτερο, η αμφισβήτηση, στο πολιτικό πεδίο, της θρησκευτικής νομιμοποίησης της απολυταρχίας. Η αμφισβήτηση αυτή οδήγησε σε αντίδραση και ανατροπή της με συνέπεια το διαχωρισμό θρησκείας και πολιτικής, ή αλλιώς, θρησκευτικού και πολιτικού πεδίου. Το αποτέλεσμα ήταν η απομύθευση της ίδιας της πολιτικής. Τρίτο, αναπτύσσεται η ιδιωτική σφαίρα και διαχωρίζεται από τη δημόσια σφαίρα. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, η δημόσια σφαίρα ήταν διογκωμένη και κάλυπτε ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου. Στη νεώτερη κοινωνία, αναπτύσσεται η ιδιωτική σφαίρα προς την οποία μετακινείται η βαθμιαία και η θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι η θρησκεία γίνεται προσωπική και ιδιωτική υπόθεση και παύει να λειτουργεί υποχρεωτικά και κρατικά.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους στη σταδιακή αποδυνάμωση του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας, στη μείωση της κοινωνικής της εμβέλειας, στην απομάκρυνση από τη δημόσια σφαίρα και τον περιορισμό της στην ιδιωτική σφαίρα. Ιδιαίτερα όμως έπαιξαν ρόλο στη σταδιακή αποδέσμευση της θρησκείας από την κρατική εξουσία και τη ελεύθερη λειτουργία της ως προσωπική ιδιωτική υπόθεση. «Ιδιωτική υπόθεση» δεν σημαίνει «ατομική υπόθεση», αλλά ελεύθερη αποδοχή κάποιου πράγματος που δεν επιβάλλεται από το κράτος (ή την κοινότητα). Στο θρησκευτικό πεδίο, ο πολίτης είναι ελεύθερος να θρησκεύει ή να μην θρησκεύει, ή να επιλέγει τη θρησκεία που θέλει. Με αυτήν την έννοια, το ιδιωτικό δεν αντιπαρατίθεται στο συλλογικό, διότι οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες μπορούν να πραγματοποιούνται συλλογικά και κατ’ επέκταση κοινωνικά. Όταν οι άνθρωποι συναθροίζονται για να λατρεύσουν το Θεό τους λειτουργούν συλλογικά και η θρησκεία έχει πάντα μια κοινωνική διάσταση που μπορεί να εκφραστεί με ποικίλους τρόπους. Εξάλλου, στον ιδιωτικό χώρο ανήκει και η περίφημη κοινωνία πολιτών που μπορεί να δραστηριοποιηθεί προς πάσα κατεύθυνση και με ορατά και επιτυχημένα αποτελέσματα.
Η εκκοσμίκευση επομένως έχει να κάνει περισσότερο με τη μείωση της θεσμικής επιρροής της θρησκείας, δηλαδή την αμφισβήτηση του ρόλου και της επιβολής των θρησκευτικών θεσμών καταρχήν στην πολιτική και κατόπιν στην κοινωνία και τον πολιτισμό. Γι αυτό η εκκοσμίκευση εμφανίζεται με διαφορετικό τρόπο στην Ευρώπη απ’ ότι στις ΗΠΑ π.χ. Είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει κυρίως τον ευρωπαϊκό χώρο και αφορά την Εκκλησία ως θεσμό.
Κατά συνέπεια, δεν ταυτίζεται με την αθεΐα, την άρνηση δηλαδή της πίστης προς το Θεό ή την κατάργηση των θρησκευτικών θεσμών. Δεν σημαίνει απαραίτητα μείωση της θρησκευτικότητας των πιστών ή μείωση της δυναμικής της πίστης, αν και παρατηρούνται επίσης παράλληλα τα δύο φαινόμενα, χωρίς απαραίτητα να έχει αιτιατή σχέση το ένα από το άλλο. Ούτε σημαίνει απαραίτητα χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, αν και μπορεί να οδηγήσει σε αυτόν. Η θεσμική Εκκλησία χάνει βεβαίως τη θέση που είχε προηγουμένως, αλλά η ρύθμιση των σχέσεων της με το κράτος είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιων διαδικασιών και ιδιαίτερων συνθηκών.
Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας
Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας έχει επίσης τη βάση της στη νεώτερη κοινωνία και το διαχωρισμό της κοινωνικής ζωής σε σφαίρες (οικονομική, πολιτική, θρησκευτική κλπ.) Ή, ακόμη καλύτερα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως βάση ερμηνείας της θεολογικής εκκοσμίκευσης την περίφημη διάκριση ιερού και κοσμικού που μας προσφέρει η Κοινωνιολογία της Θρησκείας. Στην περίπτωση αυτή, της θεολογικής εκκοσμίκευσης, η Εκκλησία τείνει να μεταβληθεί σε κοσμικό θεσμό, χρησιμοποιώντας εγκόσμιες πρακτικές, όπως η οργάνωση, η εξουσία και ο πλούτος.
Μερικοί ερευνητές, βέβαια, θεωρούν ότι είναι μια υπόθεση που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία της ίδιας της Εκκλησίας και ανάγεται στον 4ο αι. Η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον 4ο αι., σήμανε και την θεσμοποίηση της Εκκλησίας, δηλ. την προσαρμογή της Εκκλησίας στις κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής και τη συμπόρευσή της με τις επιλογές της τότε κοσμικής εξουσίας. Στο Βυζάντιο, βέβαια, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν απέκτησε ποτέ τη δυνατότητα άσκησης πραγματικής εξουσίας, κάτι που συνέβη με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Χρησιμοποιήθηκε όμως από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες ως ιδεολογία νομιμοποίησης της πολιτικής τους εξουσίας. Μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η περίοδος της Τουρκοκρατίας, όταν η Εκκλησία, για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους, αποκτά μέσω των προνομίων «πολιτική» κατά κάποιον τρόπο εξουσία, ούσα υπεύθυνη για πολλές υποθέσεις των υπόδουλων Ορθόδοξων απέναντι στο Σουλτάνο και μεταβάλλεται σε εθναρχική Εκκλησία.
Η κατάσταση αυτή που σύντομα περιγράφηκε μπορεί να θεωρηθεί θεολογικά ως ένα είδος «εκκοσμίκευσης» του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας. Η Εκκλησία γίνεται πολιτική ιδεολογία, πετυχαίνει είτε την άσκηση κάποιας εξουσίας μέσα στο κράτος (Βυζάντιο), είτε την άσκηση της ίδιας της εξουσίας (Δύση), είτε μερικής εξουσίας που αναφέρεται στις αστικές υποθέσεις (Τουρκοκρατία) και λειτουργεί ως συνεκτικός θεσμός των υπόδουλων ορθοδόξων (Εθναρχία).
Στη βάση ερμηνείας της θεολογικής εκκοσμίκευσης βρίσκεται η γνωστή θεωρία του EmileDurkheim για την ύπαρξη δύο αντίρροπων σφαιρών μέσα στην κοινωνία: της σφαίρας του ιερού και της σφαίρας του κοσμικού. Το ιερό είναι το καθαρό, το πνευματικό, το απρόσιτο που δεν υπόκειται στους ανθρώπινους κανόνες. Αντίθετα το κοσμικό είναι το βέβηλο, το υλικό, το παροδικό. Οι δύο αυτές σφαίρες έρχονται σε επαφή και αλληλοεπηρεάζονται. Οι σχέσεις που σχηματίζουν εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο στην κοινωνία. Έτσι όταν το ιερό προσλαμβάνει στοιχεία το κοσμικού, τότε πραγματοποιείται η εκκοσμίκευση. Αντίθετα, όταν το ιερό επηρεάζει το κοσμικό, τότε επέρχεται η καθιέρωση των κοσμικών πραγμάτων. Εκκκοσμίκευση έχουμε όταν πρακτικές του κοσμικού πεδίου εισέρχονται στη σφαίρα του ιερού.
Έτσι στο πλαίσιο της συνύπαρξης των δύο σφαιρών και συνακόλουθα στο πλαίσιο της συλλειτουργίας των θεσμών, κοσμικά στοιχεία εισβάλλουν στη σφαίρα του ιερού και οι θρησκευτικοί θεσμοί κινούνται και λειτουργούν με ρυθμούς και τρόπους λειτουργίας ανάλογους με τους κοσμικούς. Όταν το ιερό μετακινείται από τη χαρισματική στην ιστορική διάσταση, μεταβάλλεται μοιραία σε θεσμό που προσαρμόζεται στις ιστορικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Η θεολογική εκκοσμίκευση επομένως σημαίνει την προσαρμογή της Εκκλησίας στις «κοσμικές» απατήσεις και τη μεταβολή της σε εγκόσμιο θεσμό. Η κίνηση αυτή, μοιραία από κοινωνιολογική άποψη, αλλά όχι απαραίτητη από θεολογική άποψη, δημιουργεί προϋποθέσεις επιβίωσης στο χώρο και στο χρόνο, αλλά και ποικίλες αντιδράσεις με χαρισματικό χαρακτήρα, όπως είναι ο μοναχισμός.
Σήμερα οι κοσμικοί «πειρασμοί» για την Εκκλησία αποδεικνύονται πολλοί και ποικίλοι. Η εξουσία και ο πλούτος, οι βασικοί πειρασμοί του Χριστού, αναμετρώνται με τη διακονία και την άσκηση, και συνθέτουν το θεσμικό προφίλ της Εκκλησίας εις βάρος –πολλές φορές- της χαρισματικής της διάστασης. Διοικητικοί μηχανισμοί δημιουργούν «πυραμοειδή σχήματα» και μεταβάλλουν την άσκηση διακονίας σε εξουσία. Οργάνωση υπηρεσιών, ωράρια εργασίας και επικοινωνίας, μισθολογικές εξαρτήσεις μεταβάλλουν τη θρησκευτική σφαίρα σε απρόσωπη διοικητική υπηρεσία. Ο πλούτος και τα κτήματα μεταβάλλουν τις πνευματικές ασχολίες σε οικονομική διαχείριση.
Εκκοσμίκευση και Εκκλησία: Μια αμφίσημη σχέση
Μετά την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό ότι όταν αναφερόμαστε στη κοινωνιολογική εκκοσμίκευση εξετάζουμε το ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία, στην πολιτική και στον πολιτισμό. Όταν αναφερόμαστε στη θεολογική εκκοσμίκευση εξετάζουμε τη λειτουργία της Εκκλησίας ως θεσμού που προσλαμβάνει κατεξοχήν «κοσμικά» στοιχεία, όπως είναι η εξουσία και ο πλούτος ή αναμειγνύεται σε αυτά.
Φαίνεται ότι τουλάχιστον για τη Δύση –και στο μέτρο που επηρεάζει όλο τον κόσμο- και για την Ανατολή η διαδικασία της εκκοσμίκευσης είναι ανεπίστρεπτη. Παρόλο που σήμερα κάποιοι μιλούν για επιστροφή του θρησκευτικού φαινομένου και για αναβίωση της θρησκευτικής πίστης, δύσκολα μπορούμε να δεχθούμε ότι η θρησκεία μπορεί να παίξει ξανά το ρόλο που έπαιζε στις παραδοσιακές κοινωνίες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό φαινόμενο γιατί με τη λειτουργική διαφοροποίηση των μοντέρνων κοινωνιών, η θρησκεία έχει χάσει μερικές λειτουργίες, αλλά έτσι μπορεί να επικεντρωθεί στο πραγματικό στόχο της και να γίνει ικανή να διαχειριστεί τις κύριες λειτουργίες της καλύτερα.
Με αυτές τις προϋποθέσεις είναι φανερό ότι μια εκκοσμίκευση κοινωνιολογικού τύπου όχι μόνο δεν λειτουργεί αρνητικά για την Εκκλησία, αλλά μπορεί να αναδείξει τις ουσιαστικές διαστάσεις της. Από τη μια πλευρά, η «απελευθέρωση» της Εκκλησίας από κοσμικές και κρατικές δεσμεύσεις της δίνει τη δυνατότητα να καλλιεργήσει καλύτερα τους στόχους της. Η κατάσταση αυτή «επιτρέπει» στην Εκκλησία να αναδείξει το σωτηριολογικό και διακονικό της ρόλο. Και γιατί όχι να προβάλλει ένα λόγο κοινωνικής κριτικής και παρέμβασης. Από την άλλη πλευρά, η ένταξη των ανθρώπων στη θρησκευτική κοινότητα και ιδιαίτερα στην Εκκλησία, γίνεται προϊόν συνειδητής και ελεύθερης επιλογής και όχι αποτέλεσμα εθιμικής παράδοσης. Με αυτούς τους όρους, η κοινωνιολογική εκκοσμίκευση μόνο ως πρόκληση μπορεί να λειτουργήσει για την Εκκλησία. Πρόκληση και πρόσκληση συνάμα να αναζητήσει τον άνθρωπο και τις υπαρξιακές ή και πρακτικές του ανάγκες, να επαναπροσδιορίσει το πραγματικό της έργο που είναι η σωτηρία του ανθρώπου.
Αντίθετα η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας προκαλεί πολλές ενστάσεις από θεολογική άποψη. Μια ενδεχόμενη «εκκοσμίκευση» είναι αναπόφευκτη και αναγκαία με την έννοια ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί τη θέση της μέσα στον κόσμο και τη συναλλαγή της με αυτόν. Οφείλει όμως εξίσου να διατηρήσει και την εσχατολογική της διάσταση που θα της επιτρέψει να μην συσχηματιστεί με τον κόσμο τούτο, αλλά να διατηρήσει ακέραια την σωστική και κριτική της λειτουργία. Η «κοσμική» προσαρμογή της Εκκλησίας μπορεί να σημαίνει έξοδο από τον εαυτό της και συνάντηση με τον κόσμο, μπορεί να σημαίνει όμως και ταύτιση με τις επιλογές του. Το ζητούμενο είναι η Εκκλησία να διατηρήσει εξίσου ζωντανά τον προφητικό και κριτικό της λόγο.
Έτσι γίνεται φανερό ότι, η εκκοσμίκευση με την κοινωνιολογική της σημασία επιτρέπει στην Εκκλησία να διαφυλάξει το σωτηριολογικό της λόγο απεμπλεκόμενη από κατηγορίες κοσμικές. Αντίθετα, η εκκοσμίκευση με τη θεολογική της σημασία σημαίνει άκριτη αποδοχή και συσχηματισμό με αυτόν τον κόσμο και εμποδίζει την Εκκλησία να προβάλλει το σωτηριολογικό της λόγο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Berger Peter, The Sacred Canopy: Elements of a Sociological Theory of Religion, Doubleday,Garden City, NY 1967.
Bruce Steven., God is Dead. Secularization in the West, Blackwell, Oxford2002.
Dobbelaere Karel., Secularization: An Analysis at Three Levels, P.I.E. – Peter Lang, Bruxells 2002.
Furseth Inger and Repstad Pål., An Introduction to the Sociology of Religion. Classical and Contemporary Perspectives, Ashgate Publishing Limited, England/USA 2006
GiddensAnthony, Κοινωνιολογία, μετάφραση και επιμέλεια Δημήτρης Γ. Τσαούσης, Gutenberg, Αθήνα 2002
Γιούλτση Τ. Βασιλείου, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, Π. Πουρναρά, (4)Θεσσαλονίκη 2002.
Hamilton M., The Sociology of Religion, Routledge, London ²2001.
Herbert David, Religion and Civil Society. Rethinking Public Religion in the Contemporary World, Ashgate Publishing Limited, England/USA 2003.
Κλάψη Εμμανουήλ, πρωτοπρεσβύτερου, Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.
Lambert Yves., “Religion in Modernity as a New Axial Age: Secularization or New Religious Paradigns?”, Sociological Analysis 60/3 (1999), pp303-333.
Mαντζαρίδη Γ., Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.
Martin David, “Religion, Secularization and Post-Modernity: Lessons from the Latin Amarican Case”, in Religion and Modernity – Modes of Co-existence, edited by Pãl Repstad, Scandinavian University Press, Oslo 1996, pp35-43.
Shiner Larry, «The concept of secularization in empirical research», Journal for the Scientific Study of Religion 6/2 (1966), pp207-220
Wilson Bryan, «Reflections on a many-sided controversy», in Religion and Modernization: sociologists and historians debate the secularization thesis, edited by Steve Bruce, Clarendon Press, Oxford 1992, pp 195-210.