|
Τα τραπέζια του Παναγιώτη Τέτση. |
Ο ευγενικός
αναγνώστης ετούτου του κειμένου, προτού εκτιμήσει το αντικείμενο του σχολιασμού
του, οφείλει να λάβει υπόψη του ορισμένες παραμέτρους. Ετούτες θα σταθούν
υποβοηθητικές προκειμένου να εκτιμηθεί πληρέστερα ο στόχος της παρούσης
υποθέσεως. Μια πρώτη προϋπόθεση συνιστά η επισήμανση του Χρήστου Χαρτοματσίδη,
όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος, υπ’ αριθμόν 184 του έγκριτου, λογοτεχνικού
περιοδικού «η λέξη». Ο αρθρογράφος διατυπώνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
άποψη, ενδεικτική μίας εκ των πλέον παραγνωρισμένων προοπτικών της σύγχρονης,
ελληνικής λογοτεχνίας. Μιλούμε για εκείνη την τάση, η οποία πρόκειται να
συγκροτηθεί και να πραγματωθεί σε βαθμό ακέραιο από τους φορείς μιας επίκτητης,
όσο και ευεργετικής γλωσσικής κληρονομιάς. Οι σημερινοί νέοι των ποικίλων,
εθνολογικών διαφοροποιήσεων που αναλαμβάνουν με προθυμία περίσσια και υπέρτερη
της εντόπιας να παραχωρήσουν ένα προχώρημα και μια ανανέωση γλωσσική συνιστούν
εκείνες τις ομάδες των οποίων η δημιουργική έκφραση πρόκειται να συντελέσει στο
ριζικό εμπλουτισμό του λογοτεχνικού υλικού. Κάνοντας λόγο εξ αρχής για ουσιώδεις
παραμέτρους, σημειώνουμε ακόμη την επικαιροποιημένη περιθωριοποίηση των
μεταναστευτικών ομάδων, οι οποίες συρρέουν στο εσωτερικό της χώρας, όχι με το
πρόσχημα μα με τη συνεπαγόμενη, -και τούτο πλέον είμαστε σε θέση να το
αντιληφθούμε ως μία πρακτική αναγκαιότητα-, ιδιότητα των οικονομικών
μεταναστών. Το ρεύμα του ολοκληρωτισμού, με το οποίο ορισμένοι καλούνται να
συσπειρώσουν τον ολότελα διασπασμένο, κοινωνικό ιστό, ίσως σταθεί παράγοντας
διαμόρφωσης μιας άλλης εθνικής λογοτεχνίας, περισσότερο κριτικής και
αντιπροσωπευτικής της ελληνικής ψυχογραφίας. Η χρησιμότητα, πέρα από τη
λαογραφική σύμπραξη ετερογενών, μεταξύ τους, πολιτιστικών ταυτοτήτων,
εντοπίζεται στη συνειδητοποίηση του ειδώλου μας, το οποίο με τόση αδεξιοσύνη
και στρεβλότητα, προσπαθούμε να εκτιμήσουμε σήμερα. Τέλος, επιστρατεύουμε τη
διατύπωση του Παναγιώτη Τέτση, σχετικά με τη δυναμική της πρωτογένειας στην
ελληνική τέχνη και αναγνωρίζουμε σε αυτή, την τάση της ακολουθίας. Πάει να πει,
πως η ελληνική τέχνη δεν συνιστά πόλο του καινούριου στην τέχνη, του
πρωτοτύπου. Η εγχώρια τέχνη δεν γεννά το νέο. Εντάσσεται σε αυτό. Ένα τέτοιο,
κανονιστικό συμπέρασμα, υποβάλλεται πάντοτε στη δυνατότητα των εξαιρέσεων,
προκειμένου να ισχύσει, να λάβει χαρακτήρα αξιωματικό.
Οι παραπάνω
διαπιστώσεις δεν γίνηκαν προκειμένου να εξαχθεί ένα ορισμένο συμπέρασμα.
Τέτοιες προθέσεις δεν συνιστούν παρά ευσεβείς πόθους, των οποίων η διάψευση
επέρχεται πάντοτε ισχυρή, άλλοτε ακυρωτική. Οφείλουν εντούτοις να υποστηρίξουν
με όλη τους τη δυναμική την υποψία εκείνη που θέλει την ελληνική λογοτεχνία
υποκείμενη σε μία υπό διαμόρφωση, ανανεωτική λειτουργία. Η προέλευσή της δεν
επιδέχεται αμφιβολίας. Αφορά το λόγο εκείνο που θα προκύψει αυτούσιος, φυσικός
και βιωματικός από τους φορείς των διαφόρων εθνοτήτων, οι οποίοι ζουν,
κοινωνικοποιούνται και πασχίζουν στα πλαίσια της δύσκολης, οικονομικής
συγκυρίας. Οι σημερινοί νέοι, απαλλαγμένοι από την αναγκαιότητα προσδιορισμού
μιας πατρίδας, διεθνοποιημένοι πολίτες μιας βαθιά, παγκοσμιοποιημένης
πραγματικότητας, πολύγλωσσοι και εκτεθειμένοι σε ένα ευρύ φάσμα λαογραφιών και
δημοτικών παραδόσεων πρόκειται να αποδώσουν με πιστότητα το στίγμα της εποχής.
Η ασυνάρτητη και σπασμωδική προς το παρόν νέα, ελληνική λογοτεχνία δεν αποτελεί
μια υποψία. Η γένεσή της θα λάβει χώρα εντός των χρόνων αυτών, διότι μες σε
τούτες τις περιόδους εκδηλώνονται όλες εκείνες οι κοινωνικές συνθήκες που
μπορούν να συνδράμουν σε μια ρεαλιστική και σύμφωνη με τις απαιτήσεις της
λογοτεχνίας, αναπαράσταση της ζωής. Η λογοτεχνία για την οποία μιλούμε δεν
πρόκειται να εκδηλωθεί έξω και πέρα από τα όρια ενός κοινωνικού ρεαλισμού, μιας
αντισηπτικής τάσης προς τη γραφή και τις προβληματικές, κοινωνικές διαστάσεις
με το στοιχείο της προσωρινότητας που επιβεβαιώνει στο ακέραιο το αντιφατικό
ευφυολόγημα του θυμόσοφου λαού μας. Η αλήθεια είναι δεδομένη πια. Η αναπαραγωγή
της συνιστά ένα φυσικό επακόλουθό. Και τούτο διότι πια οι άνθρωποι των
διαμερισμάτων του κέντρου, των υπογείων της Μιχαήλ Βόδα, των αργών απογευμάτων
της πάλαι ποτέ θριαμβικής πλατείας Βικτωρίας επιθυμούν να μεταγγίσουν τη
διαφορετικότητα και τον αποκλεισμό ως αλήθειες γενόμενες μες σε συγκεκριμένες
συνθήκες. Για μια τέτοια αλήθεια κάνουμε λόγο, ένα όριο αντικειμενικό και κατά
μεγάλο ποσοστό, κοινό. Οι σημερινοί ανένταχτοι, όσοι υποβάλλονται στην
ευκαιριακή εκμετάλλευση που συνεπάγεται ο φόβος, θα χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα
με όλη την ελευθερία που στερήθηκαν. Η γραφή τους θα αποτελέσει μια υπόμνηση
της γλώσσας, ένα είδος μνήμης της. Η σημερινή φωνητικότητά της, όπως
περιγράφεται στη μελέτη του Ντεριντά δεν πρόκειται να απολέσει ουδέποτε ετούτο
το φυσικό χάρισμα. Άλλωστε μέσω αυτού μπορεί να περιγραφεί και να εκδηλωθεί με
τρόπο λαμπρό η ενοχή, με την οποία βαρυνόμαστε, εμείς οι ειρωνικοί
ανυποψίαστοι. Η ελληνική γλώσσα μπορεί να λάβει το ανανεωτικό χάδι μιας νέας
λογοτεχνίας, στα τεχνικά χαρακτηριστικά της οποίας, θα επαληθεύεται η ασύγκριτη
«φιλοξενία» και πλαστικότητά της. Μόνο ο φόβος μπορεί να θέσει κάποιον ανίκανο να
διακρίνει ακριβώς ετούτο το χαρισματικό εμπλουτισμό της γλώσσας μας.
Η εποχή μας
αναγνωρίζεται ως μία περίοδος πολιτικών εκτονώσεων. Η οικονομική κρίση, η οποία
δεν συνιστά παρά μια εξειδίκευσή της, συνοδεύεται από μια ιδεολογική και
αισθητική διαταραχή. Τα αποτελέσματα ετούτων των διαπιστώσεων επιβεβαιώνουν τις
αιτίες τους. Η εγχώρια πραγματικότητα δε, υποδηλώνει τη διαρκή όξυνση ετούτων
των φαινομένων, με τα οποία δεν εκφράζεται παρά μία επιβράδυνση, προκειμένου να
οικειοποιηθεί η ανθρωπότητα όλες τις ασύλληπτες αποκαλύψεις του περασμένου
αιώνα. Ας φανταστούμε την υπό διαμόρφωση λογοτεχνία, ως ένα παιδί με πνεύμα και
ματιά απορροφητική. Το παιδί παρατηρεί και με την ενηλικίωσή του θα αποδώσει
επιτέλους πιστά την κρίση του για την εποχή και τα διανύσματά της. Δεν
πρόκειται το μόρφωμα να συντελέσει ένα φολκλορικό σχηματισμό, αν και η διάσταση
αυτή δεν μπορεί να εκλείψει όπου υφίσταται ο γλυκός και γνώριμος στον Έλληνα,
νόστος, η στοργική εκείνη λύπη του περιπλανώμενου, του διωκόμενου. Η νέα
λογοτεχνία, γραμμένη αύριο από τα παιδιά των σημερινών, τρομαγμένων μεταναστών
θα είναι κοινωνική, απλή, θα αποτελέσει κατ’ ουσίαν ένα ολοκληρωμένο πια
χρονογράφημα, ένα είδος χαρτογράφησης μιας ολότελα αντιφατικής και
ανεξερεύνητης εποχής.
Ας υποδεχτούμε το
νέο λόγο με την άνεση και τη ζεστασιά που του αρμόζει. Η εξέλιξη αυτή θα
αποτελέσει μία αυστηρή κριτική για τη σημερινή, πνευματική μας ένδεια. Η
ευκαιρία αυτή δεν πρέπει να απολεστεί, η γλώσσα και η συνείδησή μας απαιτούν
πια κατά γενική ομολογία την εμβάθυνση και τελικώς την κάθαρση. Η φράση του
Πολίτη για τις δομές που ψεύδονται χάριν της αυθεντίας συνιστά μία φωτογραφική
αποτύπωση της εποχής μας. Η τέχνη έχει πολλά να μας προσφέρει. Το σπουδαιότερο
συνιστά εκείνη η διαρκώς επιδιωκόμενη ενότητά της. Υπό αυτήν την έννοια
υποδεχόμαστε με όλη μας την ανακούφιση τη νέα, ανανεωτική κλίση της ευλογημένα
διευρυμένης, εθνικής μας λογοτεχνίας. Ως κριτικοί και αυριανοί αξιολογητές
οφείλουμε να θυμηθούμε τότε την επισήμανση του Ανδρέα Καραντώνη. «Η μέθοδος της
κριτικής διαφέρει από εκείνη της ποιήσεως. Η ψυχολογία τους όμως», και η
πρόθεσή τους σημειώνουμε εμείς, «παραμένει η ίδια».