© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Ο Άγιος της Συγγνώμης ως πηγή έμπνευσης Ζακυνθινών ποιητών και στιχογράφων

Διάλεξη του ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΕΡΡΑ, φιλολόγου και λογοτέχνη,
κατά την 3η σύναξη του ζ΄ κύκλου μορφωτικών δράσεων του Κέντρου Λόγου «Αληθώς»
(Ναός Παναγούλας Μπανάτου, 10 Νοεμβρίου 2017)


Η στενή σχέση του ανθρώπου με το ιερό στοιχείο, η έμφυτη πίστη του στην ύπαρξη μιας ανώτατης φιλάνθρωπης δύναμης και η ανάγκη επικοινωνίας με το θείο αποτέλεσαν ανέκαθεν αντικείμενο ενασχόλησης διαφόρων Επιστημών και Τεχνών (κυρίως της ποίησης και της πεζογραφίας).

Στον ελληνόγλωσσο ειδικά χώρο, αδιάκοπη είναι η σχέση Θρησκείας και Λογοτεχνίας, ήδη από τα ομηρικά έπη και ώς τα έργα της κρητικής δημιουργίας με το θρησκευτικό π.χ. δράμα Η θυσία του Αβραάμ. Συνεχίζοντας πάντα στον αέναο αυτόν κύκλο, συναντάμε και τους προσολωμικούς ποιητές με πιο χαρακτηριστική «φωνή» αυτή του ιδιόρρυθμου και αντιφατικού Νικολάου Κουτούζη, που υπήρξε και φιλοεκκλησιαστικός ιερωμένος και –κατά περίπτωση– αντικληρικός σατιρογράφος, τιμώντας πάντως τον Άγιο Διονύσιο της Ζακύνθου με της έμπνευσης την πένα του και με της τέχνης τον χρωστήρα.

Στο πολυφωνικό αυτό πλαίσιο, η ομόλογη μαρτυρία της ποιητικής Ζακύνθου, μέχρι και τις μέρες μας, είναι σχετικά μικρή αλλά και εύγλωττη, οφειλόμενη στην άμεση επίδραση του Προστάτη του Νησιού, που εύλογα αγαπήθηκε από τους ντόπιους (και όχι μόνο), εμπνέοντας και ευάριθμους, έστω, ποιητές ή στιχογράφους, οι οποίοι άντλησαν ποικίλα θέματα από την ενάρετη ζωή Του, τα θαύματά Του, τη συγκλονιστική ιστορία με τον ικέτη φονιά του αδελφού Του, από την ανέγερση της νέας εκκλησίας του, από την ανάγκη για βοήθεια σε δύσκολες στιγμές κ.λπ. Σε στίχους λυρικοστοχαστικούς, λατρευτικής αφόρμησης και στόχευσης υμνητικής, παραδοσιακής ή νεωτερικής τεχνοτροπίας, διοχέτευσαν τον σεβασμό, τον θαυμασμό, την υπερηφάνεια τους για τη Χάρη του Αγίου της Συγγνώμης.

Κάθε σχετική Αγιολογική αναφορά αποτελεί προσωπική κατάθεση σκέψης και ψυχής αισθαντικής, καρπό εσώτερης ανάγκης και χαρμολύπης περισσής, όπως και έκφραση Τιμής συλλογικής προς Αυτόν, που ως ύπαρξη εκλεκτή ή ως αυταπαρνητικός λειτουργός της εκκλησίας τίμησε ακέραια το ιερατικό του σχήμα, τη φιλάνθρωπη αποστολή του, τον ηθικοπνευματικό κόσμο της γενέτειράς του κ.λπ. Έτσι, θεωρήθηκε άξιος, ως πρότυπο ή σύμβολο θεόδοτης μεγαλοσύνης, να τιμηθεί και από ποιητές του τόπου μας, «συναντώντας» Τον όλοι νοερά με πίστη και γνώση για την υπέρβαση κάθε δοκιμασίας ή αδυναμίας ώστε να εκτιμηθεί βαθύτερα ό,τι επισήμανε στοχαστικά ο Νίκος Καζαντζάκης, θαυμαστής και υμνητής κι αυτός ενός αυταπόδεικτα εν ζωή Αγίου, του Φραγκίσκου της Ασσίζης ή του «Φτωχούλη του Θεού», γράφοντας ότι: «Το μεγαλύτερο εμπόδιο στον άνθρωπο είναι η έλλειψη πίστης σ’ ένα ιδανικό ανώτερο από το ΕΓΩ του».

Ο ευγενής, ταπεινός και επιφανής γόνος της Ζακύνθου, ο ασκητικός και ανθεκτικός στους πειρασμούς Ηγούμενος της Αναφωνήτριας άριστα εντάσσεται σε όσους, όπως γράφει ο φιλόσοφος Αρθούρος Σοπενχάουερ, έχοντας απορρίψει κάθε βουλησιακή ενέργεια, όντας άγιοι ή μεγαλοφυΐες της υπέρτατης ευσπλαχνίας, επιδιώκουν τον ασκητικό βίο και αποσύρονται από τις χαρές της ζωής, πραγματώνοντας έναν υπεράνθρωπο άθλο ακατανόητο για τους κοινούς θνητούς. Έτσι, ο Άγιος Διονύσιος, με τον δικό του αναμφισβήτητο άθλο, δεν άφησε ασυγκίνητους συντοπίτες ποιητές και στιχογράφους, συνολικά 18 μέχρι στιγμής, με 37 ποιητικά δωρήματα τιμής, έμμετρα ή ανομοιοκατάληκτα, ικανοποιητικά και ως προς το περιεχόμενό τους και ως προς το ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα της γραφής τους.

Οι συμπατριώτες υμνητές τού –κατά κόσμον Δραγανίγου Σιγούρου– Αγίου μας είναι ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός και οι ευρύτερα γνωστοί Ντίνος Κονόμος, Ανδρέας Μαρτζώκης, Ιωάννης Τσιλιμίγκρας, Ανδρέας Βιαγκίνης, και ο παρών δημιουργός τού «ΑΛΗΘΩΣ» π. Παναγιώτης Καποδίστριας. Κοντά σ’ αυτούς συνωδούν απλά μα και αρμονικά οι ελάσσονες Σπύρος Μαρίνος (ή Μισοπούλης), Παναγιώτης Λημναίος, Λουδοβίκος-Ιγνάτιος Μαρτζώκης, Διον. Τσακασιάνος, καθώς και οι ολιγογράφοι , περιστασιακοί ή λησμονημένοι κ.λπ. Παναγιώτης Δ. Αγαλιανός, π. Χαράλαμπος Κουτουλογένης, Νικόλαος Κούτσης, Άγγελος Σαλούτσης, Γεώργιος Μπονίκος, Σπύρος Τραυλός και η μόνη γυναίκα νοσταλγός του νησιού και του Αγίου, η Άννα Τσουκαλά-Κουφού, κάτοικος από χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα. Σ’ αυτούς, ανθολογημένους σε μια αναμνηστική έκδοση του 1997 της φιλοπνευματικής Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου, προστίθεται και ο νεότερος Παύλος Φουρνογεράκης με τρία στιχουργήματά του.

Πρώτος απ’ όλους, ενδεικτικά επιλέγοντας, είναι ο μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη συνεξορκιστής του Κακού –κατά τον Οδυσσέα Ελύτη– Διονύσιος Σολωμός, έχοντας γράψει τρία νεανικά ιταλόγλωσσα ποιήματα για τον Άγιο Διονύσιο, το ένα με αφορμή τους σεισμούς του 1820-1821, μ’ επίκληση της θείας προστασίας και μ’ έκδηλα αισθήματα πίστης, σεβασμού και φιλοπατρίας.

Το λατρευτικό-ικετευτικό αυτό ποίημα, που έχει μελοποιηθεί από τον συμπατριώτη μας καθηγητή μουσικής, συνθέτη και ψάλτη Αντώνη Κλάδη, θα το ακούσουμε σε μετάφραση του Στέφανου Μαρτζώκη από τον αγαπητό Τάκη Πετρόπουλο:

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
Εις τον Άγιον Διονύσιο

Ω! Άγιε Διονύσιε, ψυχή αγνή και θεία
που Σε κρατεί περήφανα της ευσπλαχνίας ο θρόνος,
τούτο το δύστυχο νησί προστάτεψέ το Μόνος,
για να μην τύχει… πια σ’ αυτό, παρόμοια δυστυχία!

Άκου, στα σπίτια! άκουσε, εδώ κ’ εκεί στο δρόμο,
πώς κλαίει απαρηγόρητα η φοβισμένη πλάση!
Βάστα το νου μας μη χαθεί! μη τύχει κι’ αφ’ τον τρόμο
τα λογικά μας χάσουμε, μήπως η γη χαλάσει!

Ω! Συ, στο θρόνο του Άπλαστου τρέξε σιμά κι’ ειπέ Του
να μην αφήσει το νησί έρμο στη δυστυχιά του!...
Κι’ αν ίσως κι’ η παράκληση δεν φθάνει, θύμησέ Του…
πώς είχες έναν αδελφό κι’ έκρυψες το φονηά του!!!

Δεύτερο ποιητικό δείγμα είναι δύο θριαμβικού ή πανηγυρικού τύπου τετράστιχα του λάτρη της Ζακύνθου και του Αγίου της, του αξιοθύμητου, διασωστικού και «μοναχικού ταξιδευτή» Ντίνου Κονόμου, που φτάνοντας η επέτειος των εκατό χρόνων (το 2018) από τη γέννησή του υπογραμμίζουμε και συγκρατούμε τον σολωμικής χροιάς στίχο του:
«ξανοίγει φως ο λογισμός προς την αιώνια αλήθεια»

Μια αλήθεια, που –όποια έννοια κι αν έχει– θα έπρεπε όχι μόνο ευρύτερα ν’ αναζητείται αλλά, και να βιώνεται πρώτιστα εδώ, στην καλότυχη με της Φύσης εύνοια μεγάλη μα όχι και με ανάλογη ανθρώπινη φροντίδα Ζάκυνθο (μ’ όποιες, βέβαια, ευχάριστες εξαιρέσεις).

ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ
ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Χαίρε Νησί! Από τ’ Άπλαστου το ειρηνικό το χέρι
έπεσε έν’ άστρο εσπλαχνικό που ευώδιασε τ’ αέρι,
κι έγινε του Προστάτη του τ’ όνομα το τρανό.
Χαίρε Νησί! Στο χώμα σου κρατείς τον ουρανό.

Χαίρε Νησί! Μες στου καιρού τα σπαραγμένα στήθια
ξανοίγει φως ο λογισμός προς την αιώνια αλήθεια
κι ανιστορεί τη δόξα Του στη Μνήμη την Ιερή.
Χαίρε Νησί! Των ουρανών η αγρύπνια σε θωρεί.

Ξεχωριστή θέση στον κύκλο των εγχώριων θαυμαστών και υμνωδών του Αγίου μας κατέχει ο Ανδρέας Μαρτζώκης, με τη σπονδυλωτή ποιητική του σύνθεση «Ο Γούμενος της Αναφωνήτρας», λαμπρά δοξάζοντας τον «αναμάρτητο που αγιάζει την ώρα που αμαρτάνει». Θ’ ακούσουμε ένα μικρό απόσπασμα, όπου ο φυγάδας φονιάς, ταξιδεύοντας κρυφά στη διαδρομή της ενοχής και της συγχώρησης, ονειρεύεσαι ότι συναντά τον αγιασμένο Ηγούμενο-σωτήρα του, συγκινητικά αντιδρώντας στην αποκαλυπτική αναγνώρισή Του, για να κορυφωθεί έτσι το έντονο και διάχυτο δραματικό στοιχείο της αφήγησης.

ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΤΖΩΚΗ
Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΑΣ

Σ’ ερημονήσι βρίσκεται… Ψυχή δεν απανταίνει
στο Μοναστήρι προχωρεί… σε μια κλησούλα μπαίνει,
και μπαίνοντας αισθάνεται να του χτυπά η καρδιά του.
Τα γόνατά του τρέμουνε… Κοιτάζει ολόγυρά του…
Ολόρθο στο κιβούρι του, ο αμαρτωλός διακρίνει
εν’ άγιο σώμα, που γλυκές μοσχοβολάδες χύνει…
Άξαφν’ ακούσθη πότριξε κ’ εσείσθ’ η Ωραία Πύλη…
Τ’ Αγίου λειψάνου ανάλαμψε τ’ ακοίμητο καντήλι…
Ανατριχιάζει, στέκεται μ’ ευλάβεια το σιμώνει∙
ομπρός του κλίνει αθέλητα το μέτωπο, το γόνυ,
κι’ ασπάζεται… εις το φιλί που δίνει στ’ άγιο σώμα,
παίρνει ευωδιές τ’ αχείλι του, ακούει δροσιά εις στο στόμα.
Προσεύχεται… Το βλέμμα του, πόχει στη γη σκυμμένο,
στο λείψανο σηκώνεται αργό και δειλιασμένο…
Η θεία μορφή, το πρόσωπο το άγιο, που κοιτάζει,
με του Γουμένου τη μορφή του φαίνεται πως μοιάζει..
Τρέμει.. Θωρεί το λείψανο και πάλι το κοιτάει…
Ανατριχίλ’ απόκρυφη τα σπλάχνα του περνάει…
Στον Άγιο, που τριγύρω του ουράνιο φως σκορπίζει,
ξανοίγει το Σωτήρα του και τον αναγνωρίζει…
- Άγιε πατέρα… Γούμενε! δε μου μιλείς; του λέει∙
κι’ ασπάζεται γονατιστός τ’ άγιο κορμί και κλαίει…

Ο ευαίσθητος κοσμοπολίτης Ιωάννης Τσιλιμίγκρας έκαμε ρίμα λυρική την πάνδημη λατρεία, τη φήμη, τη συγκίνηση και την προσωπική ευγνωμοσύνη για τον θαυματουργό του τόπου Ιεράρχη, με αφορμή τη θεραπεία ενός τυφλού παιδιού, συνταιριάζοντας –ρεαλιστικά και ρομαντικά– το δράμα της ζωής με της έκστασης το θαύμα, όπως και στοιχεία περιγραφής, διαλόγου, ψυχογράφησης κ.λπ.

ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΛΙΜΙΓΚΡΑ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Τώχε στραβό από χρόνια το παιδί
τον ακριβό η αρχόντισσα το γυιο της.
Κι’ όλοι την απελπίσανε οι γιατροί,
ως και τα παρακάλια στο Θεό της!

«-Ποιον να περνούν και ψάλλουνε γλυκά
και, κόσμος τόσος, μάνα μου, ακολουθάει;»
«-Σήκω και προσευχήσου με καρδιά
κι’ είνε παιδί μου, ο Άγιος που περνάει!»

Γιομίζει ο δρόμος λίβανα κι’ ευχές
από λαό, εξαφτέρουγα, λαμπάδες.
Σε δυο σειρές μ’ ολόχρυσες στολές,
με βήμα αργό προβαίνουν οι παπάδες!

Μεσ’ στη χρυσή του ο Άγιος κάσσα ορθός
μ’ αστραφτερό σαν ήλιος το κεφάλι.
Αληθινός στην έκφραση Θεός,
βαστιέται στων παπάδων τη μασχάλη.

Ηχούν τα θυμιατά μεσ’ στη σιωπή,
που αρμονική γιομίζει ψαλμωδία.
Και κάθε μία αισθάνεται ψυχή
πως υπερκόσμια βλέπει λιτανεία.

Φέρνει στο παρεθύρι το παιδί
η δόλια μάνα: «-Κάμε το σταυρό σου
κ’ είνε μπροστά σου ο Άγιος που μπορεί,
να σου το δώση, αγάπη μου, το φως σου».

«-Μάνα μου, τόνε βλέπω αληθινά!
Να, τα κεριά, να, ο κόσμος», της φωνάζει.
Κι’ ανοίγει ευθύς τα μάτια τα τυφλά
και την κλαϋμένη μάνα του αγκαλιάζει!

Γονατιστή στον Άγιο προχωρεί
και τη χρυσή αλυσίδα της κρεμάει
όπου από τότες στο λαιμό Του τη φορεί
τ’ ανάβλεμμα τυφλού να μαρτυράη!

37 απλά ή σύνθετα, εκφραστικά, εύληπτα κ.λπ. υμνολογήματα, αν και δεν συνιστούν κάποιο μέγιστο πνευματικό γεγονός, όπως π.χ. οι σολωμικοί Ελεύθεροι Πολιορκημένοι ή το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη, εντούτοις σημειολογούν πολλά για το μεγαλείο και την αποδοχή του Αγίου, για τη σύνδεση της τοπικής Εκκλησίας με τη Λογοτεχνία, για τους ευάριθμους του Πολιούχου της Ζακύνθου υμνωδούς, έστω λιγοστούς και άνισους, καθιερωμένους ή αποδεκτούς για τη συγκεκριμένη παρουσία τους, μέσα στην πληθώρα των Ζακυνθινών λογοτεχνών του 19ου και του 20ού αιώνα, με πολλές απουσίες ή σιωπές ανάμεσά τους.

Πέρ’ απ’ όσα μπορεί να ειπωθούν, κριτικά ή σχολιογραφικά, για τη συγγραφή, τη μορφή και τα περιεχόμενα των ποιητικών αυτών αφιερωμάτων, το σημαντικότερο ή το πιο ουσιώδες είναι ότι όλα απηχούν κάτι από το θαύμα της ζωής και της Τέχνης του Λόγου, με κρίκο συνδετικό την –όχι επιδερμική– πίστη στον άξιο αγάπης και θαυμασμού Άνθρωπο, τον ικανό και μέσα από τη σώζουσα (θεάρεστη) «αμαρτία» να φτάσει στην όλο φως και κάλλος γνώση της Αλήθειας ή στης ύπαρξης την αγιότητα, τη μέσα στον κόσμο ενεργά αποδεικνυόμενη. Να φτάσει, ακόμη, στο σημείο να δει, να πράξει και ν’ αποκομίσει π.χ. ό,τι συμπυκνώνει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας σ’ ένα τρίστιχο από το ποίημά του «Διονυσίου Τριώδιον», γράφοντας επιγραμματικά:

Φέγγει ολόρθος.
Τα ίχνη του φιλώντας
αιωνίζομαι.

Με την όποια ανάλυση εδώ δύσκολη λόγω περιορισμένου χρόνου, σημειώνουμε μόνο το συμβολικό στοιχείο της ολόφωτης παρουσίας του Αγίου ή της ολόσωμης άφλογης λάμψης Αυτού, που μας συνδέει με το σολωμικό θαυματουργό ή ζωοποιό «Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο» ή με το φως το αναστάσιμο, αισθητοποιώντας τη νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο ή της αγιότητας τη μέθεξη σαν ασπασμό πνοής για την αθανασία.

Όλ’ αυτά και άλλα σχετικά συνάδουν με την έννοια και τη «φύση» του δυνατού να πραγματοποιηθεί θαύματος, με βάση την «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» πλάση του αγωνιζόμενου ανθρώπου, στον οποίο ο Γιώργος Σεφέρης στέλνει το δικό του ανθρωποκεντρικό μήνυμα λέγοντας:

«κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου
στις οχτώ γωνιές των ανέμων
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου»

Συμπερασματικά: Αφήνοντας, λόγω και χρονικού περιορισμού, τις συνήθεις φιλολογικές και άλλες σχολαστικές, κοινότοπες κ.λπ. αναφορές για τα αξιανάγνωστα ποιήματα τ’ αφιερωμένα στον Άγιο της Συγγνώμης, ας πάρουμε αφορμή να αναρωτηθούμε πιο επαγωγικά:

Τι ακριβώς σηματοδοτεί η «συνάντηση» Αγιοσύνης και Ποίησης σε καιρό ή σε τόπο και κόσμο σύγχυσης και κρίσης αξιών, μέσα στην οποία π.χ. και το ψέμα γίνεται αποδεκτό σαν στοιχείο πλάνης και ιδιοτέλειας και όχι σαν κατ’ εξαίρεση ή κατ’ ανάγκη βίωμα φιλότητας, ευσπλαχνίας, σωτηρίας και διδαχής, όπως στη μοναδική περίπτωση του Αγίου της Συγγνώμης; Τι νόημα έχει η τυπική ή περιστασιακή μόνο ενασχόληση με της Αγιοσύνης το προσκύνημα και με τα όποια γι’ αυτήν υμνητικά αναθήματα χωρίς απόλυτα να συμφωνεί η θεωρία με την πράξη σε κάθε βήμα της ζωής; Πόσες επέτειοι πρέπει να περάσουν για να τιμηθεί αληθινά μόνο με αθωότητας πνοές και με της Ποίησης πολλές «φωνές ιδανικές» ή ρίμες χαμηλότονες η μνήμη του Αγίου της άκρας ταπεινότητας και της φιλευσπλαχνίας;

Σ’ αυτές και άλλες άλυτες της εποχής απορίες, ας προστεθεί και του σπουδαίου ρομαντικού Γερμανού ποιητή Φρειδερίκου Χέλντερλιν (σύγχρονου του Διον. Σολωμού) η πάντα επίκαιρη ρητορική του ερώτηση: «Προς τι ποιητής σε καιρό ένδειας;» ή, σε πιο ελεύθερη εννοιολογική απόδοση: «Τι χρειάζεται ο ποιητής σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;». Σήμερα εδώ, στο φιλικό «ΑΛΗΘΩΣ», για λογαριασμό και των αξιέπαινων ποιητών που ύμνησαν συνειδητά τον Άγιο της Συγγνώμης, μπορεί να δοθεί απλά μια αυτονόητη απάντηση λέγοντας ότι ακριβώς σε καιρούς ζοφερούς χρειάζονται οι ποιητές, για να εκφράσουν αξίες ηθικοπνευματικές, όπως αυτές που συμβολίζουν ή σηματοδοτούν και του Αγίου η παρουσία και οι γραφές των 18 Ζακυνθινών υμνητών Του, συνιστώντας από κοινού απόκτημα σημαντικό για τον «μικρό μεγάλο» τόπο μας, όπου και ένας μόνο στίχος συνοψίζει όλα τα υπαρκτά και πρόσφορα στοιχεία, για να «ανοίγει φως ο λογισμός προς την αιώνια αλήθεια».

«Φως» όχι απλά φανταστικό ή ουτοπικό αλλά αισθητό στης Αγιότητας και της Ποίησης τα «σήματα», που σαν κύρια συστατικά της σύνθετης ζακυνθινής οντότητας ή ταυτότητας, εδώ και 300 χρόνια, πιστεύουμε ότι πάντοτε –με «λογισμό και όνειρο» σολωμικό– θα συνεχίσουν παρήγορα και δημιουργικά να συνυπάρχουν, ευχόμενοι να γίνουν υπόθεση όχι μόνο των ολίγων αλλά και των πολλών ή όλης της τοπικής κοινωνίας– και ας αποτελεί πράγματι αυτό μια ουτοπία.

Related Posts with Thumbnails