Στὸν
Παναγιώτη
τὸν Γιατρό, ἑόρτιον ὄφλημα
Εἶναι
ἀλήθεια, πὼς ἡ μνήμη αὐτὲς τὶς
περιούσιες ἡμέρες τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου
λειτουργεῖ κάπως παράξενα. Δηλαδή, πιὸ
εὐαίσθητα καὶ τρυφερά, ἀφοῦ ἀναδύει
ἀπὸ τὰ θησαυροφυλάκια τῆς ψυχῆς, ὅπου
ταμιεύονται οἱ πλέον πολύτιμες
ἀναμνήσεις, τὶς πλέον κορυφαῖες. Ὅπου
μεταξύ τους συνυπάρχουν καὶ οἱ φωτεινές,
ἀστείρευτες σὲ νοσταλγία καὶ ποιητικὴ
ὁμορφιά, στιγμὲς ἀπὸ τὰ παλιά μας
Χριστούγεννα: ἐκεῖνα δηλαδή, της
παιδικῆς ἡλικίας, ποὺ ἀπομένουν
ἄσβυστα καὶ πάντα μὲ τὰ χρώματα τῆς
νοσταλγίας στολισμένα.
Κι
ἀνάμεσα στὶς ἀλησμόνητες αὐτές στιγμὲς
διακρίνονται, μὲ φωτεινὲς πινελιὲς
χρωματισμένα, τὰ παλιὰ Χριστούγεννα
μὲ τὰ νοσταλγικὰ τὰ κάλαντα, ποὺ
λέγονταν πάντα μὲ τὴ συνοδεία τοῦ
ραβδιοῦ, τὸ ὁποῖο ρυθμικὰ χτυποῦσε
πάνω στὸ πατωμα. Πάντα σὲ ὥρα ἀπόβραδη,
ἐκεῖ δηλαδή, ποὺ συνορεύουν ἡ Νύχτα
μὲ τὴν Ἡμέρα, κινοῦσε τὸ δρομολόγιο
τῶν μικρῶν καλανδιστῶν. Ἀπὸ τὸ
ἐρειπωμένο σήμερα Κάτω Χωριό, τὸ Ρέμα
μετά κι ὕστερα τὸ Ἀπάνω Χωριό, ἴσαμε
τὸν «Πεῦκο». Παρέες-παρέες τὰ παιδιά
σεργιανοῦν τὰ καλτεριμια καὶ χτυποῦν
τὶς πόρτες τῶν μισοφωτισμένων σπιτιῶν,
μὲ τὸ ἐρώτημα:
-Θειά,
νὰ τὰ ποῦμι;
Κι
ἡ ἀπαντηση:
-Πέστιτα,
πέστιτα...
Μέχρι
σήμερα χαϊδεύουν τὴν ἀκοὴ ἐκεῖνα τὰ
λιτά, εἰλικρινῆ καὶ τίμια λόγια, ποὺ
χάριζαν αἰσιοδοξία στὴν παιδικὴ ψυχὴ
μὲ τὴν καταδέκτικότητα τους. Γιατὶ
φτωχοί ἦταν οι περισσότεροι στὸ χωριό
καὶ τὰ οἰκονομοῦσαν μὲ δυσκολία
μεγάλη, ὅμως αὐτὲς τὶς χρονιάρες μέρες
γιὰ τὸ καλὸ πρόσφεραν λιγοστὰ κέρματα
καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ λίγους ἀπὸ τοὺς
καρποὺς ποὺ εἶχαν ( καρύδια, ἀμύγδαλα,
σῦκα) , ἀλλὰ καὶ πορτοκάλια (λησμονοῦνται
τὰ μεγάλα πορτοκάλια-φίλεμα τῆς θειᾶς
τῆς Σεραϊνῶς;).
Πόση
ἀνακούφιση χάριζαν ἐκεῖνες οἱ
γιορταστικὲς περιπλανήσεις μέσα στοὺς
νυχτωμένους, χειμωνιάτικους δρόμους,
δὲν εἶναι εὔκολο νὰ περιγραφεῖ. Γιατὶ
εἶχαν μιὰ γνησιότητα και ἕνα ἰδιότυπο
κάλλος αὐτὲς οἱ ὧρες. Πρῶτα-πρῶτα
ἀφαιροῦσαν ἀπὸ τὸ χωριὸ τὴ μονοτονία
τῆς καθημερινότητος καὶ τὸ στόλιζαν
γιορταστικά. Ὄχι πὼς ὑπῆρχαν τότε
δέντρα καὶ στολίδια ὡσὰν αὐτὰ ποὺ
βλέπουμε σήμερα νὰ στολίζουν σπίτια
καὶ καταστήματα. Στολίδια τότε ἦταν
αὐτὲς οἱ παιδικὲς φωνὲς ποὺ διαλαλοῦσαν
μὲ ἀθωότητα τό, «Χριστὸς γεννᾶται
σήμερον... χαίρει ἡ κτίσις ὅλη..». Ὅπως
στολίδια ἦταν ἡ ἀσβεστωμένη παραστιά,
ἡ καθαρὴ ἡ κουρελοῦ στὸ φτωχικὸ τὸ
πάτωμα, τὰ καθαρὰ πετσετα΄κια στὴ
«βγοῦ», ἀλλὰ καὶ τὸ φαῒ ποὺ σιγόβραζε,
ἡ κουλούρα τοῦ Ἁη-Βασιλιοῦ καὶ τὰ
καινούρια τὰ σκαρπίνια ποὺ ἔφτιαξε ὁ
μπάμπα Παντελής.
Κι
ὕστερα ἐκεῖνοι οἱ ἥχοι ἤ μυρωδιὲς
ποὺ γευόταν ἡ παιδικὴ ψυχή. Ὅπως ὁ
ἥρεμος καὶ ἁπαλὸς ἦχος τοῦ νεροῦ
ποὺ κυλοῦσε κάτω στὸ Ρέμα, τὸ βουητὸ
τῆς νυχτωμένς θάλασσας ποὺ ἔφτανε ἀπὸ
κάτω, ἀπὸ τοῦ «Κώστα», τὰ βήματα πάνω
στὰ λιθόστρωτα τὰ καλτερίμια ἤ στὸ
χωματόδρομο πάνω ἀπὸ τὸ Νεκροταφεῖο
μὲ κεῖνα τὰ μικρά-μικρὰ χαλικάκια, τὸ
τρίξιμο τῆς παλιᾶς πόρτας, τὸ σύρσιμο
τοῦ σκαμνιοῦ πάνω στὸ πάτωμα καὶ τόσα
ἄλλα..Οἰ μυρωδιὲς μετά, τῆς ὑγρασίας
καὶ τοῦ βρεγμένου χώματος, τῆς ρετσίας
ἀπὸ τὰ καμμένα πεῦκα ἤ τῆς παράξενης
εὐωδιᾶς τοῦ σχίνου, ἀλλὰ καὶ τῆς
κλειδωμένης ἀνάσας στὰ σφραγισμένα
σπίτια γιὰ τὸ κρύο ἀνακατωμένης μὲ
καπνὸ τσιγαρου, καψαλισμένου ψωμιοῦ,
καπνιᾶς ἀπὸ τὴν παραστιὰ καὶ στιμένου
λεμονιοῦ γιὰ τὸ φαΐ ποὺ σιγόβραζε
στὴ φωτιὰ γιὰ τὸ αὐγινὸ τὸ τραπέζι.
Ἀκόμα ἦταν κι ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὸ
ἑσπερινὸ θυμίαμα ποὺ τὴ συναγωνίζονταν
ἐκείνη ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ κυδώνια τὰ
φυλαγμένα σὲ δίχτυ καὶ κρεμασμένα στὴν
παρταριά.
Κι
ἀκόμα ἦταν κι ἐκείνη ἡ θέα τοῦ
νυχτωμένου χωριοῦ, ποὺ ἀπὸ μακρυά,
ἀπ᾿ τὸν Πεῦκο, ἀπὸ ἀποπέρα, φαίνονταν
τὰ σπίτια μὲ τὸ ἁπαλὸ τὸ φῶς τῆς
λάμπας τοῦ πετρελαίου σὰν ἀχνοφωτισμένα
στολίδια χριστουγεννιάτικα...
Ὅμως
τὰ χρόνια πέρασαν. Μεγαλωσαν τὰ παιδιά,
τὰ ραβδιὰ ξεχαστηκαν σὲ καποια γωνιά,
τὰ σπίτια σιγά-σιγὰ ἄλλαξαν νοικοκυραίους,
μέχρι ποὺ ἐρήμωσαν...
Οἱ
παραστιὲς μὲ τοὺς γέροντες νὰ κάθονται
σιμά τους καὶ νὰ κοιταζουν σιωπηλοί,
στοχαστικοί καὶ σοβαροὶ τὴ φωτιά ποὺ
κλάδωνε πάνω στὰ χοντρὰ τὰ πεῦκα, τὰ
εὐώδη σκίνα καὶ στὶς πολυχρωμες
κουμαριές, ἔσβυσαν καὶ δὲν ξανάναψαν.
Τώρα
πιὰ μιὰ περίεργη σιωπὴ ἁπλώνεται
πάνω στὸ ἔρημο χωριό τὶς χρονιάρες
αὐτὲς μέρες. Κι ἀπὸ τὰ ἐρειπωμένα ἤ
τὰ ἔρημα σπίτια ξεκινάει μιὰ λιτανεία
ψυχῶν, ποὺ αὐτὲς τὶς περιούσιες τὶς
ὧρες στέκει σιωπηλὴ καὶ μὲ ἱερὸ δέος
ἀφουγκράζεται τὰ ξεχασμένα κάλαντα,
ποὺ ὁ παγωμένος ἀγέρας συλλαβίζει
ἀναμεσα στὰ μισοσαπισμένα πορτοπαράθυρα
καὶ τὰ σπασμένα τζάμια...
Χριστούγεννα
2016 π. κ. ν. κ